ΓΕΝΕΣΙΣ
ΓΕΝΕΣΙΣ 1
Γεν. 1,1 Ἐν ἀρχῇ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν
γῆν.
Γεν. 1,1 Κατ' αρχάς ο απειροτελειος
Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 1,2 ἡ δὲ γῆ
ἦν ἀόρατος καὶ ἀκατασκεύαστος, καὶ σκότος ἐπάνω
τῆς ἀβύσσου, καὶ πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω
τοῦ ὕδατος.
Γεν. 1,2 Η γη ήτο αόρατος,
αδιαμόρφωτος και απρόσφορος δια τον ζωϊκόν και φυτικόν κόσμον· σκοτάδι δε
ηπλώνετο επάνω από τα ύδατα που την εσκέπαζον, το δε ζωοποιόν Πανάγιον Πνεύμα
εφέρετο επάνω από τα ύδατα και περιέβαλλεν αυτήν.
Γεν. 1,3 καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς.
Γεν. 1,3 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη φως επί της γης”·
και έγινε φως.
Γεν. 1,4 καὶ εἶδεν
ὁ Θεὸς τὸ φῶς, ὅτι καλόν· καὶ
διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
Γεν. 1,4 Και είδεν ο παντογνώστης
Θεός το φως ότι είναι καλόν και σκόπιμον· και εχώρισεν ο Θεός το σκότος από το
φως.
Γεν. 1,5 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσε
νύκτα. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα
μία.
Γεν. 1,5 Και ωνόμασεν ο Θεός το φως ημέραν και το σκότος
ωνόμασε νύκτα. Και έγινεν εσπέρα και έγινε πρωϊ και έκλεισεν η πρώτη ημέρα της
δημιουργίας.
Γεν. 1,6 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος
καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,6 Και είπεν ο Θεός· “να γίνη ο ουράνιος θόλος της
γης μεταξύ των υδάτων, που καλύπτουν την επιφάνειάν της και των νεφών που
αιωρούνται εις την ατμόσφαιραν, και να διαχωρίζη μεταξύ των υδάτων της γης και
των υδάτων του ουρανού”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,7 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα, καὶ διεχώρισεν ὁ Θεὸς ἀνὰ
μέσον τοῦ ὕδατος, ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ
στερεώματος, καὶ ἀναμέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω
τοῦ στερεώματος.
Γεν. 1,7 Και έδωσεν ύπαρξιν ο Θεός στον ουράνιον θόλον
και διεχώρισε τα ύδατα, τα οποία ήσαν επί της γης κάτω από τον ουρανόν, από τα
νερά, τα οποία ήσαν επάνω εις τα νέφη του ουρανού.
Γεν. 1,8 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὸ στερέωμα οὐρανόν. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν, καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα δευτέρα.
Γεν. 1,8 Και ωνόμασεν ο Θεός την ατμόσφαιραν ουρανόν.
Και είδεν ο παντογνώστης Θεός ότι το έργον του αυτό ήτο ωραίον και σκόπιμον.
Και έγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και έκλεισεν η δευτέρα ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,9 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ
οὐρανοῦ εἰς συναγωγὴν μίαν, καὶ ὀφθήτω ἡ
ξηρά. καὶ ἐγένετο οὕτως. καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ
τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς
συναγωγὰς αὐτῶν, καὶ ὤφθη ἡ ξηρά.
Γεν. 1,9 Και είπεν ο Θεός· “ας συναχθή το ύδωρ, το
οποίον καλύπτει ολόκληρον την γην, εις ωρισμένην περιοχήν και ας φανή η ξηρά”.
Και έγινεν, όπως ο Θεός διέταξε· και εμαζεύθη όλον το ύδωρ της γης εις τας
βαθείας περιοχάς των ωκεανών και θαλασσών, και εφάνη η ξηρά.
Γεν. 1,10 καὶ ἐκάλεσεν
ὁ Θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα
τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θαλάσσας. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,10 Και ωνόμασεν ο Θεός την εκτός της θαλάσσης
έκτασιν γην, τας δε μεγάλας περιοχάς των υδάτων ωνόμασε θαλάσσας. Και είδεν ο
Θεός ότι η θάλασσα και η ξηρά είναι καλαί, έχουν τον σκοπόν και την χρησιμότητά
των.
Γεν. 1,11 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ
γένος καὶ καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν
καρπόν, οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ
κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,11 Και είπεν ο Θεός· “ας φυτρώσουν και ας
αναπτυχθούν εις την ξηράν χλόη και ποώδεις θάμνοι, που το κάθε είδος από αυτά
θα έχη το ιδικόν του σπέρμα, δια να διαιωνίζεται επί της γης”· και εν συνεχεία
διέταξεν ο Θεός· “να φυτρώσουν και να μεγαλώσουν εις την γην καρποφόρα ξυλώδη
δένδρα, έκαστον από τα οποία θα φέρη κατά το είδος του το ιδικόν του σπέρμα”.
Γεν. 1,12 καὶ ἐξήνεγκεν
ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ
καθ᾿ ὁμοιότητα, καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν, οὗ
τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ
τῆς γῆς.
Γεν. 1,12 Και έβγαλε πράγματι η γη ποώδη βλάστησιν, χλόην
και θάμνους, κάθε είδος από τα οποία είχε το σπέρμα αυτού δια την διατήρησίν
του. Και κατόπιν εφύτρωσαν και εμεγάλωσαν επί της γης καρποφόρα δένδρα, έκαστον
από τα οποία έφερε το σπέρμα του είδους του, δια να διαιωνίζεται επί της γης.
Γεν. 1,13 καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλόν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα τρίτη.
Γεν. 1,13 Είδεν ο Θεός ότι η χλόη, οι θάμνοι και τα δένδρα,
που εκάλυψαν όλην την επιφάνειαν της ξηράς, ήσαν καλά, σκόπιμα και χρήσιμα. Εγινεν
εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η τρίτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,14 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ
εἰς φαῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς, τοῦ
διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ
μέσον τῆς νυκτός· καὶ ἔστωσαν εἰς σημεῖα καὶ
εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτούς·
Γεν. 1,14 Και είπεν ο Θεός· “ας γίνουν (ας φανούν) εις τον
ουρανόν της γης φωτεινοί αστέρες, δια να φωτίζουν την γην και να χωρίζουν την
ημέραν από την νύκτα. Ας είναι οι αστέρες αυτοί εις σημεία μετεωρολογικών και
άλλων φαινομένων, και ας χρησιμεύουν εις κανονικήν μεταβολήν και διάκρισιν των
εποχών του έτους, των ημερών και των ετών.
Γεν. 1,15 καὶ ἔστωσαν
εἰς φαῦσιν ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,15 Προ παντός δε ας είναι αυτοί στον ουρανόν, ώστε
να φωτίζουν την γην”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,16 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους, τὸν
φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς τῆς ἡμέρας
καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς
τῆς νυκτός, καὶ τοὺς ἀστέρας.
Γεν. 1,16 Και έκαμεν ο Θεός τους δύο μεγάλους αστέρας, τον
ήλιον, τον μεγάλον αστέρα, να άρχη με το φως του όλην την ημέραν. Και τον
μικρότερον αστέρα, την σελήνην, να άρχη με το φως της κατά την νύκτα. Επίσης
διέταξε να φανούν και οι άλλοι αστέρες του ουρανού.
Γεν. 1,17 καὶ ἔθετο
αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ,
ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 1,17 Και έθεσεν αυτούς ο Θεός στο ουράνιον στερέωμα,
δια να στέλλουν το φως των επάνω εις την γην·
Γεν. 1,18 καὶ ἄρχειν
τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ
μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους.
καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν.
Γεν. 1,18 να εξουσιάζουν την ημέραν και την νύκτα και να
ξεχωρίζουν το φως από το σκότος. Και είδεν ο παντογνώστης Θεός, ότι το έργον
του αυτό ήτο καλόν, χρήσιμον και σκόπιμον.
Γεν. 1,19 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα τετάρτη.
Γεν. 1,19 Εγινεν εσπέρα, έγινε πρωί και συνεπληρώθη η
τετάρτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,20 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν
ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ. καὶ ἐγένετο
οὕτως.
Γεν. 1,20 Και είπεν ο Θεός· “να βγάλουν τα ύδατα των
θαλασσών ψάρια και ερπετά και πτηνά, τα οποία θα πετούν εις την ατμόσφαιραν
μεταξύ του ουρανίου θόλου και της γης”. Και έγινεν έτσι.
Γεν. 1,21 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν
ζῴων ἑρπετῶν, ἃ ἐξήγαγε τὰ ὕδατα κατὰ
γένη αὐτῶν, καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ
γένος. καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,21 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα μεγάλα κήτη και τα
ψάρια και τα ερπετά, τα οποία σύμφωνα με την διαταγήν του έβγαλαν τα ύδατα
έκαστον κατά το ειδός αυτού· καθώς και όλα τα είδη των πτηνών καθένα κατά το
είδος του. Και είδεν ο Θεός ότι όλα ήσαν καλά και χρήσιμα δια τον σκοπόν, δια
τον οποίον έγιναν.
Γεν. 1,22 καὶ εὐλόγησεν
αὐτὰ ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε
καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις, καὶ
τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,22 Και ευλόγησεν αυτά ο Θεός λέγων· “γίνεσθε γόνιμα,
αυξάνεσθε και πολλαπλασιάζεσθε και γεμίσατε τα ύδατα των θαλασσών. Και τα
πετεινά επίσης ας πληθυνθούν επάνω εις την γην”.
Γεν. 1,23 καὶ ἐγένετο
ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωΐ, ἡμέρα πέμπτη.
Γεν. 1,23 Και έγινεν εσπέρα και έγινε
πρωϊ και συνεπληρώθη η πέμπτη ημέρα της δημιουργίας.
Γεν. 1,24 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ
γένος, τετράποδα καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς
κατὰ γένος. καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,24 Και είπεν ο Θεός· “ας βγάλη η γη ζώα διαφόρων
ειδών, τετράποδα και ερπετά και θηρία της ξηράς, το καθένα κατά το είδος του”.
Και έγινε έτσι.
Γεν. 1,25 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὰ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος, καὶ
τὰ κτήνη κατὰ γένος αὐτῶν καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ
τῆς γῆς κατὰ γένος αὐτῶν. καὶ εἶδεν ὁ
Θεός, ὅτι καλά.
Γεν. 1,25 Και εδημιούργησεν ο Θεός τα θηρία της γης κατά τα
είδη αυτών, και τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα ερπετά της γης κατά τα
είδη αυτών. Και είδεν ο Θεός ότι είναι καλά, σκόπιμα και χρήσιμα.
Γεν. 1 ,26 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ
καθ᾿ ὁμοίωσιν, καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς
θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ
τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν
ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς γῆς.
Γεν. 1,26 Εν συνεχεία ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας
δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη
την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες
και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης
της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,27 καὶ ἐποίησεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ
ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.
Γεν. 1,27 Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον
άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να
είναι με αυτά εικών του Θεού. Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα.
Γεν. 1,28 καὶ εὐλόγησεν
αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς
καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν
πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν
καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν
τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 1,28 Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και
πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν
να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του
ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται
επάνω εις την επιφάνειαν της γης”.
Γεν. 1,29 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πάντα χόρτον σπόριμον σπεῖρον
σπέρμα, ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς, καὶ πᾶν
ξύλον, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν σπέρματος σπορίμου,
ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
Γεν. 1,29 Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό
την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία
έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε
δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν
και διαιώνισίν του. Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι
εις διατροφήν σας.
Γεν. 1,30 καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ ἕρποντι
ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ
ψυχὴν ζωῆς, καὶ πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν.
καὶ ἐγένετο οὕτως.
Γεν. 1,30 Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της
γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις
την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν
χόρτον της γης”. Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε.
Γεν. 1,31 καὶ εἶδεν ὁ
Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ
καλὰ λίαν. καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο
πρωΐ, ἡμέρα ἕκτη.
ΓΕΝΕΣΙΣ
2
Γεν. 2,1 Καὶ
συνετελέσθησαν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ
πᾶς ὁ κόσμος αὐτῶν.
Γεν. 2,1 Ούτω
δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος
αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.
Γεν. 2,2 καὶ συνετέλεσεν
ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ
τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ
κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε.
Γεν. 2,2 Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα
αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού,
τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν.
Γεν. 2,3 καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν
αὐτήν· ὅτι ἐν αὐτῇ κατέπαυσεν ἀπὸ
πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἤρξατο ὁ
Θεὸς ποιῆσαι.
Γεν. 2,3 Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην,
ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την
δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της
πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή.
Γεν. 2,4 Αὕτη ἡ
βίβλος γενέσεως οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὅτε ἐγένετο·
ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν
καὶ τὴν γῆν
Γεν. 2,4 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού
και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. Αυτή είναι η δημιουργία
του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το
σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
Γεν. 2,5 καὶ πᾶν
χλωρὸν ἀγροῦ πρὸ τοῦ γενέσθαι ἐπὶ τῆς
γῆς καὶ πάντα χόρτον ἀγροῦ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι·
οὐ γὰρ ἔβρεξεν ὁ Θεὸς ἐπὶ τὴν γῆν,
καὶ ἄνθρωπος οὐκ ἦν ἐργάζεσθαι αὐτήν·
Γεν. 2,5 Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών
και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο
Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους
αγρούς.
Γεν. 2,6 πηγὴ δὲ ἀνέβαινεν
ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐπότιζε πᾶν τὸ
πρόσωπον τῆς γῆς.
Γεν. 2,6 Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των
όλην την επιφάνειαν της ξηράς.
Γεν. 2,7 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς
γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ
πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς
ψυχὴν ζῶσαν.
Γεν. 2,7 Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην
(χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι
δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις.
Γεν. 2,8 Καὶ ἐφύτευσεν
ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς
καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε.
Γεν. 2,8 Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν
εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί
ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε.
Γεν. 2,9 καὶ ἐξανέτειλεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον
εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ
ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου καὶ τὸ
ξύλον τοῦ εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ.
Γεν. 2,9 Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα
είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν
και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του
παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού.
Γεν. 2,10 ποταμὸς δὲ
ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον·
ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς.
Γεν. 2,10 Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ,
ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις
τέσσαρας κατευθύνσεις.
Γεν. 2,11 ὄνομα τῷ ἑνὶ
Φισῶν· οὗτος ὁ κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν
Εὐιλάτ, ἐκεῖ οὗ ἐστι τὸ χρυσίον·
Γεν. 2,11 Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών
είναι Φισών. Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου
υπάρχει ο χρυσός.
Γεν. 2,12 τὸ δὲ
χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ
ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.
Γεν. 2,12 Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και
πολύτιμος. Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο
απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος.
Γεν. 2,13 καὶ ὄνομα
τῷ ποταμῷ τῷ δευτέρῳ Γεῶν· οὗτος ὁ
κυκλῶν πᾶσαν τὴν γῆν Αἰθιοπίας.
Γεν. 2,13 Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός
διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας.
Γεν. 2,14 καὶ ὁ
ποταμὸς ὁ τρίτος Τίγρις· οὗτος ὁ προπορευόμενος
κατέναντι Ἀσσυρίων. ὁ δὲ ποταμὸς ὁ τέταρτος Εὐφράτης.
Γεν. 2,14 Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός
διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο
Ευφράτης.
Γεν. 2,15 Καὶ ἔλαβε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε, καὶ
ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς,
ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.
Γεν. 2,15 Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε,
και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται
εις αυτόν και να τον φυλάσση.
Γεν. 2,16 καὶ ἐνετείλατο
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ
παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ,
Γεν. 2,16 Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων·
“από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα
να τρώγετε.
Γεν. 2,17 ἀπὸ δὲ
τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ
φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ
φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.
Γεν. 2,17 Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και
κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα
φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε
σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”.
Γεν. 2,18 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεός· οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον
μόνον· ποιήσωμεν αὐτῷ βοηθὸν κατ᾿ αὐτόν.
Γεν. 2,18 Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “δεν είναι
καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν
του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”.
Γεν. 2,19 καὶ ἔπλασεν
ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πάντα τὰ θηρία
τοῦ ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ ἤγαγεν αὐτὰ πρὸς τὸν Ἀδάμ, ἰδεῖν
τί καλέσει αὐτά. καὶ πᾶν ὃ ἐὰν ἐκάλεσεν
αὐτὸ Ἀδὰμ ψυχὴν ζῶσαν, τοῦτο ὄνομα
αὐτῷ.
Γεν. 2,19 Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ,
την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του
ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το
κατάλληλον όνομα. Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά,
τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό.
Γεν. 2,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι
τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ· τῷ δὲ Ἀδὰμ
οὐχ εὑρέθη βοηθὸς ὅμοιος αὐτῷ.
Γεν. 2,20 Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν
που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και
εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός
όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν.
Γεν. 2,21 καὶ ἐπέβαλεν
ὁ Θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν Ἀδάμ, καὶ
ὕπνωσε· καὶ ἔλαβε μίαν τῶν πλευρῶν αὐτοῦ
καὶ ἀνεπλήρωσε σάρκα ἀντ᾿ αὐτῆς.
Γεν. 2,21 Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν,
έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. Ελαβε τότε μίαν από
τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής
πλευράς.
Γεν. 2,22 καὶ ᾠκοδόμησεν
ὁ Θεὸς τὴν πλευράν, ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ
Ἀδάμ, εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς
τὸν Ἀδάμ.
Γεν. 2,22 Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την
οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν.
Γεν. 2,23 καὶ εἶπεν Ἀδάμ·
τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ
σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου· αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι
ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη·
Γεν. 2,23 Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα
είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου.
Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.
Γεν. 2,24 ἕνεκεν τούτου
καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν
μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ,
καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν.
Γεν. 2,24 Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς
την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα
συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ
δια της συζυγίας”.
Γεν. 2,25 καὶ ἦσαν οἱ
δύο γυμνοί, ὅ τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ,
καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο.
Γεν. 2,25 Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα
αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.
ΓΕΝΕΣΙΣ
3
Γεν. 3,1 Ὁ δὲ ὄφις
ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς
γῆς, ὧν ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός. καὶ εἶπεν ὁ
ὄφις τῇ γυναικί· τί ὅτι εἶπεν ὁ Θεός, οὐ
μὴ φάγητε ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ παραδείσου;
Γεν. 3,1 Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον
από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. Ο όφις (ο
διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός
απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον
παράδεισον;”
Γεν. 3,2 καὶ εἶπεν
ἡ γυνὴ τῷ ὄφει· ἀπὸ καρποῦ τοῦ
ξύλου τοῦ παραδείσου φαγούμεθα,
Γεν. 3,2 Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς
κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν.
Γεν. 3,3 ἀπὸ δὲ
τοῦ καρποῦ τοῦ ξύλου, ὅ ἐστιν ἐν μέσῳ
τοῦ παραδείσου, εἶπεν ὁ Θεός, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿
αὐτοῦ, οὐ δὲ μὴ ἅψησθε αὐτοῦ, ἵνα
μὴ ἀποθάνητε.
Γεν. 3,3 Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν
τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον
καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”.
Γεν. 3,4 καὶ εἶπεν
ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε·
Γεν. 3,4 Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα
αποθάνετε· κάθε άλλο.
Γεν. 3,5 ᾔδει γὰρ ὁ
Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ,
διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε
ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.
Γεν. 3,5 Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον
αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα
ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν,
γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”.
Γεν. 3,6 καὶ εἶδεν
ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ
ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν
καὶ ὡραῖόν ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ
λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε·
καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς
μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,6 Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το
απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι
ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του
δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και
οι δύο.
Γεν. 3,7 καὶ
διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν δύο, καὶ ἔγνωσαν
ὅτι γυμνοὶ ἦσαν, καὶ ἔῤῥαψαν φύλλα
συκῆς καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα.
Γεν. 3,7 Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων,
εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των
και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν
την γυμνότητά των.
Γεν. 3,8 Καὶ ἤκουσαν
τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν
τῷ παραδείσῳ τὸ δειλινόν, καὶ ἐκρύβησαν ὅ
τε Ἀδὰμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀπὸ
προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ
παραδείσου.
Γεν. 3,8 Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του
Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού
από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη
αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.
Γεν. 3,9 καὶ ἐκάλεσε
Κύριος ὁ Θεὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ·
Ἀδάμ, ποῦ εἶ;
Γεν. 3,9 Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “'
Αδάμ, που είσαι;”
Γεν. 3,10 καὶ εἶπεν
αὐτῷ· τῆς φωνῆς σου ἤκουσα περιπατοῦντος
ἐν τῷ παραδείσῳ καὶ ἐφοβήθην, ὅτι γυμνός εἰμι,
καὶ ἐκρύβην.
Γεν. 3,10 Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν
σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου
επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.
Γεν. 3,11 καὶ εἶπεν
αὐτῷ ὁ Θεός· τίς ἀνήγγειλέ σοι ὅτι γυμνὸς
εἶ, εἰ μὴ ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες;
Γεν. 3,11 Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν
ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου
απηγόρευσα να φάγης;”
Γεν. 3,12 καὶ εἶπεν ὁ
Ἀδάμ· ἡ γυνή, ἣν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ,
αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπὸ τοῦ ξύλου, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,12 Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η
γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε
από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”.
Γεν. 3,13 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῇ γυναικί· τί τοῦτο ἐποίησας;
καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ὁ ὄφις ἠπάτησέ με,
καὶ ἔφαγον.
Γεν. 3,13 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την
Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”.
Γεν. 3,14 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ὄφει· ὅτι ἐποίησας τοῦτο,
ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ
ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·
ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ
καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου.
Γεν. 3,14 Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή
διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη
και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος
και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,15 καὶ ἔχθραν
θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς
γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ
ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός
σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν.
Γεν. 3,15 Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της
γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. Ενας δε απόγονος της
γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την
πτέρναν”.
Γεν. 3,16 καὶ τῇ
γυναικὶ εἶπε· πληθύνων πληθυνῶ τὰς λύπας σου καὶ
τὸν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα, καὶ πρὸς
τὸν ἄνδρα σου ἡ ἀποστροφή σου, καὶ αὐτός
σου κυριεύσει.
Γεν. 3,16 Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις
πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. Με πόνους θα
γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα
είναι κύριός σου”.
Γεν. 3,17 τῷ δὲ Ἀδὰμ
εἶπεν· ὅτι ἤκουσας τῆς φωνῆς τῆς
γυναικός σου καὶ ἔφαγες ἀπὸ τοῦ ξύλου, οὗ ἐνετειλάμην
σοι τούτου μόνου μὴ φαγεῖν, ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔφαγες,
ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου· ἐν
λύπαις φαγῇ αὐτὴν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς
σου·
Γεν. 3,17 Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν
συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου
και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις
τα έργα σου. Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας
ημέρας της ζωής σου.
Γεν. 3,18 ἀκάνθας καὶ
τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ
ἀγροῦ.
Γεν. 3,18 Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα
τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.
Γεν. 3,19 ἐν ἱδρῶτι
τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ
ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης,
ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·
Γεν. 3,19 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα
του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το
σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα
σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”.
Γεν. 3,20 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ
Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
Γεν. 3,20 Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι
αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης.
Γεν. 3,21 Καὶ ἐποίησε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ καὶ τῇ γυναικὶ
αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσεν αὐτούς.
Γεν. 3,21 Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και
την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι' αυτούς χιτώνας
δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν.
Γεν. 3,22 καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ
ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ
νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ
καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ
φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
Γεν. 3,22 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε
πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα
μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου
της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον
παράδεισον”.
Γεν. 3,23 καὶ ἐξαπέστειλεν
αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς
τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη.
Γεν. 3,23 Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της
χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της
οποίας είχε πλασθή το σώμα του.
Γεν. 3,24 καὶ ἐξέβαλε
τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι
τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ
Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν
στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.
Γεν. 3,24 Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση
απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. Διέταξε δε τα Χερουβιμ
και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία
ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής.
ΓΕΝΕΣΙΣ
4
Γεν. 4,1 Ἀδὰμ δὲ
ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ
συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Κάϊν καὶ εἶπεν· ἐκτησάμην
ἄνθρωπον διά τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 4,1 Ο Αδάμ εγνώρισεν ως σύζυγον την γυναίκα αυτού
την Εύαν, η οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Καϊν. Γεμάτη δε χαράν
ανεφώνησε· “με την δύναμιν του Θεού εγέννησα άνθρωπον” !
Γεν. 4,2 καὶ προσέθηκε
τεκεῖν τὸ ἀδελφὸν αὐτοῦ, τὸν Ἄβελ.
καὶ ἐγένετο Ἄβελ ποιμὴν προβάτων, Κάϊν δὲ ἦν
ἐργαζόμενος τὴν γῆν.
Γεν. 4,2 Επειτα δε από τον Καϊν εγέννησεν η Εύα τον
αδελφόν του Αβελ. Ο Αβελ ήτο ποιμήν προβάτων, ο δε Καϊν ήτο γεωργός, καλλιεργών
την γην.
Γεν. 4,3 καὶ ἐγένετο
μεθ᾿ ἡμέρας ἤνεγκε Κάϊν ἀπὸ τῶν καρπῶν
τῆς γῆς θυσίαν τῷ Κυρίῳ,
Γεν. 4,3 Μετά τινα χρόνον ο Καϊν
προσέφερε θυσίαν στον Θεόν από τους καρπούς των αγρών του.
Γεν. 4,4 καὶ Ἄβελ ἤνεγκε
καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν
προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν.
καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς ἐπί Ἄβελ καὶ
ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ,
Γεν. 4,4 Ο δε Αβελ προσέφερε και αυτός θυσίαν από τα
πρωτότοκα των προβάτων του και μάλιστα από τα πλέον ευτραφή και παχέα. Ο δε
Θεός είδε με ευμένειαν τον Αβελ και τα δώρα του.
Γεν. 4,5 ἐπὶ δὲ
Κάϊν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ
προσέσχε. καὶ ἐλυπήθη Κάϊν λίαν, καὶ συνέπεσε τῷ προσώπῳ
αὐτοῦ.
Γεν. 4,5 Εις τον Καϊν όμως και την θυσίαν του δεν έδωσε
καμμίαν προσοχήν. Ενεκα τούτου ο Καϊν εδυσφόρησε πάρα πολύ και εσκυθρώπασε το
πρόσωπον αυτού.
Γεν. 4,6 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Κάϊν· ἵνα τί περίλυπος ἐγένου,
καὶ ἵνα τί συνέπεσε τὸ πρόσωπόν σου;
Γεν. 4,6 Ηρώτησε Κυριος ο Θεός τον Καιν· “διατί έγινες
περίλυπος και κατέβασες οργισμένος τα μούτρα σου;
Γεν. 4,7 οὐκ ἐὰν
ὀρθῶς προσενέγκῃς, ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς,
ἥμαρτες; ἡσύχασον· πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ
αὐτοῦ, καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ.
Γεν. 4,7 Δεν γνωρίζεις ότι εάν προσφέρης δώρα ως θυσίαν
στον αληθινόν Θεόν, δεν εκλέξης όμως τα καλά δώρα εις ένδειξιν ευλαβείας,
αμαρτάνεις ενώπιον του Θεού; Αλλά ησύχασε· το κακόν είναι εις την εξουσίαν σου
και δύνασαι αν θέλης να το νικήσης”.
Γεν. 4,8 καὶ εἶπε
Κάϊν πρὸς Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ·
διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ
εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ, ἀνέστη Κάϊν
ἐπὶ Ἄβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ
ἀπέκτεινεν αὐτόν.
Γεν. 4,8 Σκυθρωπός και φθονερός ο Καϊν είπε στον αδελφόν
του τον Αβελ “ας περάσωμεν εις την πεδιάδα”. Οταν δε έφθασαν εις την πεδιάδα, ο
Καϊν επετέθη αιφνιδίως και με ορμήν εναντίον του Αβελ, του αδελφού του, και τον
εφόνευσεν.
Γεν. 4,9 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Κάϊν· ποῦ ἐστιν Ἄβελ
ὁ ἀδελφός σου; καὶ εἶπεν· οὐ γινώσκω· μὴ
φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;
Γεν. 4,9 Ο Κυριος και Θεός ηρώτησε τον Καϊν· “που είναι ο
αδελφός σου ο Αβελ;” Και εκείνος απήντησε· “δεν γνωρίζω· μήπως εγώ είμαι
φύλακας του αδελφού μου;”
Γεν. 4,10 καί εἶπε
Κύριος· τί πεποίηκας; φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ
σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς.
Γεν. 4,10 Είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που έκαμες; Η
φωνή του αίματος του φονευθέντος αδελφού σου υψώνεται από την γην στον ουρανόν
προς εμέ και βοά ζητούσα την τιμωρίαν σου.
Γεν. 4,11 καὶ νῦν ἐπικατάρατος
σὺ ἀπὸ τῆς γῆς, ἣ ἔχανε τὸ
στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ
σου ἐκ τῆς χειρός σου·
Γεν. 4,11 Και τώρα θα είσαι συ κατηραμένος και σαν ξένος
από την γην αυτήν, η οποία ήνοιξε το στόμα της και κατέπιε το αίμα του αδελφού
σου, τον οποίον συ με το εγκληματικόν σου χέρι εφόνευσες.
Γεν. 4,12 ὅτε ἐργᾷ
τὴν γῆν, καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς
δοῦναί σοι· στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ
τῆς γῆς.
Γεν. 4,12 Οταν εργάζεσαι και καλλιεργής την γην αυτήν, δεν
θα παρέχη την δύναμίν της να αποδώση εις σε τους καρπούς της. Συ δε θα
ευρίσκεσαι συνεχώς εις κατάστασιν στεναγμών και τρόμων, και σαν καταδιωκόμενος
θα περιπλανάσαι επάνω εις την γην αυτήν”.
Γεν. 4,13 καὶ εἶπε
Κάϊν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν· μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ
ἀφεθῆναί με·
Γεν. 4,13 Εκραξε τότε ο Καϊν απηλπισμένος και αναστατωμένος
προς τον Θεόν· “το έγκλημα και η ενόχη μου είναι μεγαλυτέρα από την θείαν
συγγνώμην.
Γεν. 4,14 εἰ ἐκβάλλεις
με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ
τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι, καὶ ἔσομαι στένων καὶ
τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔσται πᾶς ὁ
εὑρίσκων με, ἀποκτενεῖ με.
Γεν. 4,14 Εάν όμως με διώξης από την περιοχήν αυτήν, όπου
σήμερον ευρίσκομαι, και αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ και θα είμαι σαν
κρυμμένος από την θείαν σου παρουσίαν, θα περιφέρωμαι στενάζων και τρέμων εις
την γην, και τότε ο πρώτος τυχών, που θα με συναντήση, θα με φονεύση”.
Γεν. 4,15 καὶ εἶπεν
αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός· οὐχ οὕτως, πᾶς ὁ
ἀποκτείνας Κάϊν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει. καὶ ἔθετο
Κύριος ὁ Θεὸς σημεῖον τῷ Κάϊν τοῦ μὴ ἀνελεῖν
αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν.
Γεν. 4,15 Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “δεν θα συμβή κάτι
τέτοιο· διότι εκείνος ο οποίος θα φονεύση τον Καιν, θα επισύρη εναντίον του
πολύ περισσοτέρας τιμωρίας και θα παραλύση κάτω από το βάρος αυτών”. Εθεσε δε ο
Θεός κάποιο σημάδι στον Καϊν, ώστε κανείς από όσους θα τον συναντούσαν, να μη
τον φονεύση.
Γεν. 4,16 ἐξῆλθε δὲ
Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν
γῇ Ναὶδ κατέναντι Ἐδέμ.
Γεν. 4,16 Εφυγε δε τότε ο Καϊν από την περιοχήν, εις την
οποίαν μέχρι τότε ευρίσκετο και είχε την ευλογίαν του Θεού, και κατώκησεν εις
την χώραν Ναίδ, η οποία ευρίσκετο απέναντι από την Εδέμ.
Γεν. 4,17 Καὶ ἔγνω
Κάϊν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε
τὸν Ἐνώχ. καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε
τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, Ἐνώχ.
Γεν. 4,17 Ο Καϊν εγνώρισε τότε την σύζυγόν του, η οποία
έμεινεν έγκυος και εγέννησε τον Ενώχ. Εκτισε δε ο Καϊν μίαν πόλιν και ωνόμασεν
αυτήν με το όνομα του υιού του, Ενώχ.
Γεν. 4,18 ἐγεννήθη δὲ
τῷ Ἐνὼχ Γαϊδάδ, καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν
Μαλελεήλ, καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα, καὶ
Μαθουσάλα ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
Γεν. 4,18 Από δε τον Ενώχ εγεννήθη ο Γαϊδάδ. Ο Γαϊδάδ
εγέννησε τον Μαλελεήλ, ο δε Μαλελεήλ εγέννησε τον Μαθουσάλα, και ο Μαθουσάλα
εγέννησε τον Λαμεχ.
Γεν. 4,19 καὶ ἔλαβεν
ἑαυτῷ Λάμεχ δύο γυναῖκας, ὄνομα τῇ μιᾷ Ἀδά,
καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ Σελλά.
Γεν. 4,19 Ελαβε δε ο Λαμεχ δύο συγχρόνως συζύγους. Η μία
ωνομάζετο Αδά και η δευτέρα Σελλά.
Γεν. 4,20 καὶ ἔτεκεν
Ἀδὰ τὸν Ἰωβήλ· οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων
ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων.
Γεν. 4,20 Η Αδά εγέννησε τον Ιωβήλ. Αυτός η το γενάρχης των
κτηνοτρόφων, οι οποίοι περιφερόμενοι ανά τας διαφόρους βοσκησίμους περιοχάς δεν
είχον μόνιμον οικίαν, αλλά εζούσαν εις σκηνάς.
Γεν. 4,21 καὶ ὄνομα
τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ Ἰουβάλ· οὗτος ἦν
ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν.
Γεν. 4,21 Αδελφός του Ιωβήλ ήτο ο Ιουβάλ. Αυτός ήτο συνθέτης
ύμνων και διδάσκαλος της μουσικής.
Γεν. 4,22 Σελλὰ δὲ
καὶ αὐτὴ ἔτεκε τὸν Θόβελ, καὶ ἦν
σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου· ἀδελφὴ
δὲ Θόβελ Νοεμά.
Γεν. 4,22 Η Σελλά εγέννησε και αυτή τον Θοβελ, ο οποίος
κατειργάζετο τον χαλκόν και τον σίδηρον και κατεσκεύαζεν εργαλεία. Αδελφή δε
του Θοβελ ήτο η Νοεμά.
Γεν. 4,23 εἶπε δὲ
Λάμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν· Ἀδὰ καὶ
Σελλά, ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς, γυναῖκες Λάμεχ, ἐνωτίσασθέ
μου τοὺς λόγους, ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα
ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί·
Γεν. 4,23 Ο δε Λαμεχ καυχώμενος δια την αγριότητά του, είπεν
εις τας γυναίκας του· “Αδά και Σελλά, ακούσατε την φωνήν μου· γυναίκες Λαμεχ
ανοίξατε τα αυτιά σας δια να ακούσετε τους λόγους μου· εφόνευσα ένα άνδρα,
διότι με επλήγωσε, και ένα νεανίαν διότι με ετραυμάτισε.
Γεν. 4,24 ὅτι ἑπτάκις
ἐκδεδίκηται ἐκ Κάϊν, ἐκ δὲ Λάμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά.
Γεν. 4,24 Επτά φοράς ετιμωρήθη ο Καϊν δια τον φόνον του αδελφού
του, εβδομήκοντα φοράς επτά θα τιμωρώ εγώ ο Λαμεχ εκείνον, που θα τολμήση να με
θίξη”.
Γεν. 4,25 Ἔγνω δὲ Ἀδὰμ
Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Σήθ, λέγουσα· ἐξανέστησε γάρ μοι ὁ Θεὸς σπέρμα ἕτερον
ἀντὶ Ἄβελ, ὃν ἀπέκτεινε Κάϊν.
Γεν. 4,25 Ο δε Αδάμ εγνώρισε πάλιν την γυναίκα αυτού, η
οποία έμεινεν έγκυος και εγέννησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασε Σηθ λέγουσα· “ο
Θεός μου έδωσε άλλο παιδί αντί του Αβελ, τον οποίον εφόνευσεν ο Καϊν”.
Γεν. 4,26 καὶ τῷ Σὴθ
ἐγένετο υἱός, ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἐνώς· οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα
Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 4,26 Ο δε Σηθ απέκτησεν υιόν, τον οποίον ωνόμασεν Ενώς.
Αυτός δε ο Ενώς επίστευεν και ήλπιζεν στον Θεόν, ελάτρευε και επεκαλείτο
πάντοτε το όνομα Κυρίου του Θεού.
ΓΕΝΕΣΙΣ
5
Γεν. 5,1 Αὕτη ἡ
βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων· ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ
Θεὸς τὸν Ἀδάμ, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν
αὐτόν·
Γεν. 5,1 Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας των πρώτων
ανθρώπων, όταν ο Θεός εδημιούργησε τον Αδάμ. Εδημιούργησεν αυτόν κατ' εικόνα
Θεού.
Γεν. 5,2 ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς·
καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἀδάμ, ᾗ
ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς·
Γεν. 5,2 Απ' αρχής άνδρα και γυναίκα εδημιούργησεν ο
Θεός, τους οποίους και ευλόγησε. Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν τους
εδημιούργησεν, έδωσεν στον πρώτον άνθρωπον το όνομα Αδάμ.
Γεν. 5,3 ἔζησε δὲ Ἀδὰμ
τριάκοντα καὶ διακόσια ἔτη, καὶ ἐγέννησε κατὰ τὴν
ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ
καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σήθ.
Γεν. 5,3 Εζησε δε ο Αδάμ διακόσια τριάκοντα έτη και
εγέννησε κατά τα χαρακτηριστικά αυτού σωματικά και ψυχικά ιδιώματα υιόν, τον
οποίον ωνόμασε Σηθ.
Γεν. 5,4 ἐγένοντο δὲ
αἱ ἡμέραι τοῦ Ἀδάμ, ἃς ἔζησε μετά τὸ
γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σήθ, ἔτη ἑπτακόσια, καὶ
ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,4 Μετά δε την γέννησιν του Σηθ έζησεν ο Αδάμ
επτακόσια έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,5 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἀδάμ, ἃς ἔζησε, τριάκοντα
καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανεν.
Γεν. 5,5 Ολα τα έτη, τα οποία έζησεν ο Αδάμ, ανήλθον εις
εννεακόσια τριάκοντα, μετά τα οποία και απέθανε.
Γεν. 5,6 Ἔζησε δὲ
Σὴθ πέντε καὶ διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ἐνώς.
Γεν. 5,6 Ο δε Σηθ όταν ήτο εις ηλικίαν διακοσίων πέντε
ετών, εγέννησε τον Ενώς.
Γεν. 5,7 καὶ ἔζησε
Σὴθ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἐνὼς
ἑπτὰ ἔτη καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,7 Μετά δε την γέννησιν του Ενώς έζησεν επτακόσια
επτά έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,8 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Σὴθ δώδεκα καὶ ἐννακόσια ἔτη,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,8 Ολα τα έτη, τα οποία έζησεν ο Σηθ ανήλθον εις
εννεακόσια δώδεκα και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 5,9 Καὶ ἔζησεν
Ἐνὼς ἔτη ἑκατὸν ἐνενήκοντα καὶ ἐγέννησε
τὸν Καϊνᾶν.
Γεν. 5,9 Ο Ενώς, όταν έφθασεν εις ηλικίαν εκατόν
ενενήκοντα ετών, εγέννησε τον Καϊνάν.
Γεν. 5,10 καὶ ἔζησεν
Ἐνὼς μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν
Καϊνᾶν πεντεκαίδεκα ἔτη καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,10 Εζησε δε μετά την γέννησιν του Καϊνάν επτακόσια
δέκα πέντε έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,11 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἐνὼς πέντε ἔτη καὶ ἐννακόσια,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,11 Εζησε εν συνόλω εννεακόσια πέντε έτη και
απέθανεν.
Γεν. 5,12 Καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν ἑβδομήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη, καὶ
ἐγέννησε τὸν Μαλελεήλ.
Γεν. 5,12 Ο Καϊνάν εις ηλικίαν εκατόν εβδομήκοντα ετών
εγέννησε τον Μαλελεήλ.
Γεν. 5,13 καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν
Μαλελεὴλ τεσσαράκοντα καὶ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,13 Μετά την γέννησιν του Μαλελεήλ έζησεν ο Καϊνάν
επτακόσια τεσσαράκοντα ακόμη έτη και εγέννησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,14 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέρα Καϊνᾶν δέκα ἔτη καὶ ἐννακόσια,
καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,14 Ολα τα έτη της ζωής του Καϊνάν επανήλθον εις
εννεακόσια δέκα, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,15 Καὶ ἔζησε
Μαλελεὴλ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἰάρεδ.
Γεν. 5,15 Ο δε Μαλελεήλ, όταν έφθασεν εις την ηλικίαν των
εκατόν εξήκοντα πέντε ετών, απέκτησε τον Ιάρεδ.
Γεν. 5,16 καὶ ἔζησε
Μαλελεὴλ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἰάρεδ
ἔτη τριάκοντα καὶ ἑπτακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,16 Μετά δε την γέννησιν του Ιάρεδ έζησεν ο Μαλελεήλ
επτακόσια τριάκοντα έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,17 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαλελεήλ, ἔτη πέντε καὶ ἐνενήκοντα
καὶ ὀκτακόσια, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,17 Ολα δε τα έτη της ζωής του Μαλελεήλ ανήλθον εις
οκτακόσια ενενήκοντα πέντε, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,18 Καὶ ἔζησεν
Ἰάρεδ δύο καὶ ἑξήκοντα ἔτη καὶ ἑκατὸν
καὶ ἐγέννησε τὸν Ἐνώχ.
Γεν. 5,18 Ο Ιάρεδ, όταν ήτο εκατόν εξήκοντα δύο ετών,
απέκτησε τον Ενώχ.
Γεν. 5,19 καὶ ἔζησεν
Ἰάρεδ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἐνὼχ
ὀκτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας.
Γεν. 5,19 Και έζησε μετά την γέννησιν του Ενώχ οκτακόσια
έτη, κατά τα οποία απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,20 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἰάρεδ δύο καὶ ἑξήκοντα καὶ
ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,20 Ολα τα έτη της ζωής του Ιάρεδ ενήλθον εις
εννεακόσια εξήκοντα δύο, οπότε και απέθανεν.
Γεν. 5,21 Καὶ ἔζησεν
Ἐνὼχ πέντε καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα.
Γεν. 5,21 Ο Ενώχ εις ηλικίαν εκατόν εξήκοντα πέντε ετών
εγέννησε τον Μαθουσάλα.
Γεν. 5,22 εὐηρέστησε δὲ
Ἐνὼχ τῷ Θεῷ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν
τὸν Μαθουσάλα διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,22 Μετά την γέννησιν του Μαθουσάλα έζησε ζωήν
ευάρεστον στον Θεόν επί διακόσια έτη, κατά τα οποία απέκτησεν υιούς και
θυγατέρας.
Γεν. 5,23 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Ἐνὼχ πέντε καὶ ἑξήκοντα
καὶ τριακόσια ἔτη.
Γεν. 5,23 Ολα δε τα έτη, τα οποία έζησεν ο Ενώχ, ανήλθον εις
τριακόσια εξήκοντα πέντε.
Γεν. 5,24 καὶ εὐηρέστησεν
Ἐνὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι
μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός.
Γεν. 5,24 Ο Ενώχ, δια την ευσέβειαν και την αρετήν αυτού,
έγινεν αγαπητός και αρεστός στον Θεόν. Δι' αυτό και εξηφανίσθη από την γην,
διότι ο Θεός τον μετέθεσε ζώντα στους ουρανούς.
Γεν. 5,25 Καὶ ἔζησε
Μαθουσάλα ἑπτὰ ἔτη καὶ ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν
καὶ ἐγέννησε τὸν Λάμεχ.
Γεν. 5,25 Ο Μαθουσάλα, όταν έφθασεν εις την ηλικίαν των
εκατόν εξήκοντα επτά ετών, εγέννησε τον Λαμεχ.
Γεν. 5 ,26 καὶ ἔζησε
Μαθουσάλα μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Λάμεχ
δύο καὶ ὀκτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,26 Μετά δε την γέννησιν του Λαμεχ έζησεν ακόμη
οκτακόσια δύο έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,27 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Μαθουσάλα, ἃς ἔζησεν, ἐννέα
καὶ ἑξήκοντα καὶ ἐννακόσια ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,27 Ολα δε τα έτη της ζωής του Μαθουσάλα ανήλθον εις
εννεακόσια εξήκοντα εννέα, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,28 Καὶ ἔζησε
Λάμεχ ὀκτὼ καὶ ὀγδοήκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη
καὶ ἐγέννησεν υἱόν.
Γεν. 5,28 Ο Λαμεχ εις ηλικίαν εκατόν ογδοήκοντα οκτώ ετών
απέκτησε υιόν.
Γεν. 5,29 καὶ ἐπωνόμασε
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε λέγων· οὗτος
διαναπαύσει ἡμᾶς ἀπό τῶν ἔργων ἡμῶν
καὶ ἀπὸ τῶν λυπῶν τῶν χειρῶν ἡμῶν
καὶ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς κατηράσατο Κύριος ὁ
Θεός.
Γεν. 5,29 Ωνόμασε δε αυτόν Νώε, λέγων ότι “ούτος θα μας
αναπαύση από τα κοπιώδη και κακά ημών έργα, από τας θλίψεις των έργων των
χειρών μας και από τους κόπους της αγόνου γης, την οποίαν έχει καταρασθή ο
Θεός”.
Γεν. 5,30 καὶ ἔζησε
Λάμεχ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Νῶε
πεντακόσια καὶ ἑξήκοντα καὶ πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησεν
υἱοὺς καὶ θυγατέρας.
Γεν. 5,30 Εζησεν ο Λαμεχ μετά την γέννησιν του Νώε
πεντακόσια εξήκοντα πέντε έτη και απέκτησεν υιούς και θυγατέρας.
Γεν. 5,31 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Λάμεχ ἑπτακόσια καὶ πεντήκοντα
τρία ἔτη, καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 5,31 Ολα τα έτη της ζωής του Λαμεχ έφθασαν τα
επτακόσια πεντήκοντα τρία, μετά τα οποία και απέθανεν.
Γεν. 5,32 Καὶ ἦν Νῶε
ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησε τρεῖς υἱούς,
τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, καὶ τὸν Ἰάφεθ.
Γεν. 5,32 Ο δε Νώε ήτα πεντακοσίων ετών, όταν απέκτησε τους
τρεις υιούς του, τον Σημ, τον Χαμ και τον Ιάφεθ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
6
Γεν. 6,1 Καὶ ἐγένετο
ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ θυγατέρες ἐγεννήθησαν αὐτοῖς.
Γεν. 6,1 Οταν ήρχισαν να πληθύνωνται οι άνθρωποι επί της
γης, επληθύνοντο αναλόγως και αι γυναίκες των αμαρτωλών ανθρώπων, των απογόνων
του Καϊν.
Γεν. 6,2 ἰδόντες δὲ
οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων
ὅτι καλαί εἰσιν, ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ
πασῶν, ὧν ἐξελέξαντο.
Γεν. 6,2 Οι άνθρωποι του Θεού, ιδόντες ότι αι γυναίκες
του διεφθαρμένου κόσμου ήσαν ωραίαι, κατά τρόπον δε σαρκικόν σκεπτόμενοι και
από την εξωτερικήν ωραιότητα ελκυόμενοι εξέλεξαν και έλαβον συζύγους από τας
θυγατέρας των διεφθαρμένων ανθρώπων.
Γεν. 6,3 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεός· οὐ μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά
μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα
διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς σάρκας, ἔσονται δὲ
αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἔτη.
Γεν. 6,3 Είδεν ο Θεός την σαρκικότητα αυτήν των ανθρώπων
και είπε· “δεν θα παραμείνη πλέον το πνεύμα μου στους ανθρώπους τούτους, διότι
κυριαρχούνται εξ ολοκλήρου από σαρκικά φρονήματα. Ολαι δε αι υπολειπόμεναι
ημέραι της ζωής των θα περιορισθούν μόνον εις εκατόν είκοσιν έτη”.
Γεν. 6,4 οἱ δὲ
γίγαντες ἦσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις
ἐκείναις· καὶ μετ᾿ ἐκεῖνο, ὡς ἂν
εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰς
θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς·
ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ γίγαντες οἱ ἀπ᾿ αἰῶνος,
οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί.
Γεν. 6,4 Την εποχήν εκείνην υπήρχον οι γίγαντες εις την
γην. Αλλά και κατόπιν, όταν οι άνθρωποι του Θεού ελάμβανον ως συζύγους γυναίκας
του αμαρτωλού κόσμου, εγεννούσαν γίγαντας. Οι δε γίγαντες εκείνοι και διαβόητοι
άνθρωποι επί της γης.
Γεν. 6,5 Ἰδὼν δὲ
Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἐπληθύνθησαν αἱ κακίαι τῶν ἀνθρώπων
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶς τις διανοεῖται ἐν
τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ
πονηρὰ πάσας τὰς ἡμέρας,
Γεν. 6,5 Ο Θεός ιδών ότι επληθύνθησαν και επληθύνοντο
συνεχώς αι αμαρτίαι των ανθρώπων επί της γης και ότι η καρδία παντός ανθρώπου
ήτο δοσμένη εις την αμαρτίαν, και τα πονηρά πάντοτε έργα είχεν ως αντικείμενον
των επιθυμιών και σκέψεών της,
Γεν. 6,6 καὶ ἐνεθυμήθη
ὁ Θεὸς ὅτι ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ
τῆς γῆς, καὶ διενοήθη.
Γεν. 6,6 εσκέφθη ότι αυτός εδημιούργησεν εις την γην τον
άνθρωπον να ζη κατά το θείον θέλημα και ελυπήθη δια το κατάντημα των ανθρώπων.
Γεν. 6,7 καὶ εἶπεν
ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως
κτήνους καὶ ἀπό ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ
οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς.
Γεν. 6,7 Απεφάσισε δε ο Θεός και είπε· “θα εξαφανίσω από
το πρόσωπον της γης τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησα, και μαζή με αυτόν
κάθε άλλο ζωντανόν ον από ανθρώπου μέχρι κτήνους, από τα ερπετά της γης έως τα
πτηνά του ουρανού, διότι μετεμελήθην που τους εδημιούργησα”.
Γεν. 6,8 Νῶε δὲ εὗρε
χάριν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ.
Γεν. 6,8 Ο Νώε όμως δια την αρετήν αυτού απελάμβανε την
ευμένειαν και προστασίαν του Θεού.
Γεν. 6,9 Αὗται δὲ
αἱ γενέσεις Νῶε· Νῶε ἄνθρωπος δίκαιος, τέλειος ὢν
ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ· τῷ Θεῷ εὐηρέστησε
Νῶε.
Γεν. 6,9 Αυτή δε είναι η ιστορία και τα γεγονότα της
εποχής του Νώε. Ο Νώε ήτο άνθρωπος δίκαιος, τέλειος εις την εποχήν του. Δια την
πίστιν και την αρετήν αυτού ήτο ευάρεστος ενώπιον του Θεού.
Γεν. 6,10 ἐγέννησε δὲ
Νῶε τρεῖς υἱούς, τὸν Σήμ, τὸν Χάμ, τὸν Ἰάφεθ.
Γεν. 6,10 Απέκτησε τρεις υιούς, τον Σημ, τον Χαμ και τον
Ιάφεθ.
Γεν. 6,11 ἐφθάρη δὲ ἡ
γῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπλήσθη ἡ γῆ
ἀδικίας.
Γεν. 6,11 Οι άνθρωποι όμως της εποχής εκείνης είχον
παρεκτραπή και διαφθαρή ενώπιον του Θεού και επλημμύρησεν η γη από κάθε
αδικίαν.
Γεν. 6,12 καὶ εἶδε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν γῆν, καὶ ἦν κατεφθαρμένη,
ὅτι κατέφθειρε πᾶσα σὰρξ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 6,12 Είδε Κυριος ο Θεός την γην, όπου κατοικούσαν οι
άνθρωποι, ότι ήτο αθεραπεύτως διεφθαρμένη, διότι κάθε άνθρωπος είχε παρεκκλίνει
από την ευθείαν οδόν και επορεύετο τον δρόμον της διαφθοράς.
Γεν. 6,13 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Νῶε· καιρὸς παντὸς ἀνθρώπου
ἥκει ἐναντίον μου, ὅτι ἐπλήσθη ἡ γῆ ἀδικίας
ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ
καταφθείρω αὐτοὺς καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 6,13 Είπε τότε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “το τέλος
όλων των ανθρώπων έφθασε, διότι εγέμισεν η γη από τας αμαρτίας των. Και ιδού
ότι εγώ θα καταστρέψω αυτούς και την γην, εις την οποίαν κατοικούν.
Γεν. 6,14 ποίησον οὖν
σεαυτῷ κιβωτὸν ἐκ ξύλων τετραγώνων· νοσσιὰς
ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ ἀσφαλτώσεις αὐτὴν ἔσωθεν
καὶ ἔξωθεν τῇ ἀσφάλτῳ.
Γεν. 6,14 Συ όμως να κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου μίαν
κιβωτόν από ξύλα πλανισμένα τετράγωνα· να την χωρίσης εις μικρά δωμάτια και να
την αλείψης με πίσσαν από μέσα και απ' έξω.
Γεν. 6,15 καὶ οὕτω
ποιήσεις τὴν κιβωτόν· τριακοσίων πήχεων τὸ μῆκος τῆς
κιβωτοῦ καὶ πεντήκοντα πήχεων τὸ πλάτος καὶ τριάκοντα
πήχεων τὸ ὕψος αὐτῆς·
Γεν. 6,15 Ως εξής θα κατασκεύασης την κιβωτόν. Το μήκος
αυτής θα είναι τριακόσιοι πήχεις (
Γεν. 6,16 ἐπισυνάγων
ποιήσεις τὴν κιβωτὸν καὶ εἰς πῆχυν συντελέσεις αὐτὴν
ἄνωθεν· τὴν δὲ θύραν τῆς κιβωτοῦ ποιήσεις ἐκ
πλαγίων· κατάγαια διώροφα καὶ τριώροφα ποιήσεις αὐτήν.
Γεν. 6,16 Θα συγκλείσης δε τας πλευράς της κιβωτού στο ύψος,
ώστε η επάνω σκέπη αυτής θα έχη το πλάτος ενός μόνον πήχεως. Την θύραν της
κιβωτού θα την κατασκευάσης εις τα πλάγια αυτής. Θα διαιρέσης την κιβωτόν εις
τρεις ορόφους, στο ισόγειον, τον πρώτον όροφον και τον δεύτερον.
Γεν. 6,17 ἐγὼ δὲ
ἰδοὺ ἐπάγω τὸν κατακλυσμόν, ὕδωρ ἐπὶ
τὴν γῆν καταφθεῖραι πᾶσαν σάρκα, ἐν ᾗ ἐστι
πνεῦμα ζωῆς, ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ· καὶ
ὅσα ἐὰν ᾖ ἐπὶ τῆς γῆς,
τελευτήσει.
Γεν. 6,17 Εγώ δε θα εξαπολύσω τον κατακλυσμόν, ύδατα πολλά
επάνω εις την επιφάνειαν της γης, ώστε να καταστραφή κάθε σαρξ, κάθε τι το
οποίον κάτω από τον ουρανόν έχει ζωήν όλα όσα υπάρχουν επάνω εις την γην,
άνθρωποι και πτηνά και τετράποδα και ερπετά θα αποθάνουν.
Γεν. 6,18 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου μετὰ σοῦ· εἰσελεύσῃ δὲ εἰς
τὴν κιβωτὸν σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ ἡ
γυνή σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου μετὰ
σοῦ.
Γεν. 6,18 Συ όμως δια την αρετήν σου θα σωθής θα εισέλθης
εις την κιβωτόν, συ και τα παιδιά σου και η γυναίκα σου και αι γυναίκες των
παιδιών σου μαζή με σέ.
Γεν. 6,19 καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπετῶν
καὶ ἀπὸ πάντων τῶν θηρίων καὶ ἀπὸ
πάσης σαρκός, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσάξεις εἰς τὴν
κιβωτόν, ἵνα τρέφῃς μετὰ σεαυτοῦ· ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἔσονται.
Γεν. 6,19 Και θα πάρης μαζή σου από όλα τα κτήνη και από όλα
τα ερπετά και από όλα τα θηρία και από κάθε είδος που ζη εις την γην κατά
ζεύγη, θα τα εισαγάγης εις την κιβωτόν, ώστε μαζή με σε να σωθούν, και συ θα
έχης την φροντίδα της διατροφής των. Καθε ζεύγος ζώων θα αποτελήται από
αρσενικόν και θηλυκόν.
Γεν. 6,20 ἀπὸ πάντων
τῶν ὀρνέων τῶν πετεινῶν κατὰ γένος, καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν κατὰ γένος καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς
γῆς κατὰ γένος αὐτῶν, δύο δύο ἀπὸ πάντων εἰσελεύσονται
πρὸς σὲ τρέφεσθαι μετὰ σοῦ, ἄρσεν καὶ θῆλυ.
Γεν. 6,20 Θα πάρης μαζή σου από όλα τα είδη των κτηνών, των
μικρών και των μεγάλων, και από όλα τα ερπετά που έρπουν εις την γην κατά το
γένος αυτών. Ζεύγος άρσεν και θήλυ από όλα αυτά θα εισέλθουν εις την κιβωτόν,
δια να διασωθούν και τραφούν μαζή σου.
Γεν. 6,21 σὺ δὲ λήψῃ
σεαυτῷ ἀπὸ πάντων τῶν βρωμάτων, ἃ ἔδεσθε,
καὶ συνάξεις πρὸς σεαυτόν, καὶ ἔσται σοι καὶ ἐκείνοις
φαγεῖν.
Γεν. 6,21 Συ δε θα πάρης ακόμη μαζή σου από όλα τα είδη των
τροφών, τας οποίας τρώγετε, και θα τας συγκεντρώσης δια τον εαυτόν σου. Ακόμη
δε θα μεριμνήσης και δια την διατροφήν των ζώων, ώστε και συ και εκείνα να
έχουν τροφάς κατά το διάστημα του κατακλυσμού.
Γεν. 6,22 καὶ ἐποίησε
Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ
Θεός, οὕτως ἐποίησε.
Γεν. 6,22 Ο Νώε εξετέλεσε με ακρίβειαν όλα όσα διέταξε Κυριος
ο Θεός· έπραξεν, όπως εκείνος είχε διατάξει.
ΓΕΝΕΣΙΣ
7
Γεν. 7,1 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· εἴσελθε σὺ καὶ
πᾶς ὁ οἶκός σου εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι σὲ
εἶδον δίκαιον ἐναντίον μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ.
Γεν. 7,1 Τοτε είπε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “είσελθε
συ και όλη η οικογένειά σου εις την κιβωτόν, διότι μόνον σε μέσα εις την γενεάν
αυτήν ευρήκα πιστόν και ενάρετον ενώπιόν μου.
Γεν. 7,2 ἀπὸ δὲ
τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν εἰσάγαγε πρὸς σὲ
ἑπτὰ ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, ἀπὸ
δὲ τῶν κτηνῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν
καὶ θῆλυ,
Γεν. 7,2 Από τα ζώα τα καθαρά εισάγαγε εις την κιβωτόν
ανά επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ· από δε τα κτήνη τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη
άρσεν και θήλυ.
Γεν. 7,3 καὶ ἀπὸ
τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ τῶν καθαρῶν ἑπτὰ
ἑπτά, ἄρσεν καὶ θῆλυ, καὶ ἀπὸ πάντων
τῶν πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν δύο δύο, ἄρσεν
καὶ θῆλυ, διαθρέψαι σπέρμα ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 7,3 Επίσης από τα πτηνά του ουρανού τα καθαρά ανά
επτά ζεύγη, άρσεν και θήλυ και από όλα τα πτηνά τα μη καθαρά ανά δύο ζεύγη,
άρσεν και θήλυ, ώστε να διατραφούν και σωθούν από τον κατακλυσμόν και
πολλαπλασιασθούν κατόπιν εις όλην την γην.
Γεν. 7,4 ἔτι γὰρ ἡμερῶν
ἑπτὰ ἐγὼ ἐπάγω ὑετὸν ἐπὶ
τὴν γῆν τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας καὶ
ἐξαλείψω πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἐποίησα, ἀπὸ
προσώπου πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 7,4 Καμε σύντομα τούτο, διότι μετά επτά ημέρας θα
εξαπολύσω κατακλυσμόν εις ολόκληρον την γην επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια και θα
εξαφανίσω από το πρόσωπον της γης ανθρώπους και ζώα, τα οποία είχον
δημιουργήσει”.
Γεν. 7,5 καὶ ἐποίησε
Νῶε πάντα, ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος ὁ
Θεός.
Γεν. 7,5 Και εξετέλεσεν ο Νώε όλα όσα διέταξε και
υπέδειξεν εις αυτόν Κυριος ο Θεός.
Γεν. 7,6 Νῶε δὲ ἦν
ἐτῶν ἑξακοσίων, καὶ ὁ κατακλυσμὸς τοῦ
ὕδατος ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,6 Ο δε Νώε ήτο εξακοσίων ετών τότε, που έγινεν ο
κατακλυσμός εις την γην.
Γεν. 7,7 εἰσῆλθε δὲ
Νῶε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἡ
γυνὴ αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὴν κιβωτὸν
διὰ τὸ ὕδωρ τοῦ κατατακλυσμοῦ.
Γεν. 7,7 Εισήλθε, σύμφωνα με την διαταγήν του Θεού, εις
την κιβωτόν αυτός και μαζή με αυτόν τα παιδιά του και η γυναίκα του και αι
γυναίκες των παιδιών του, δια να σωθούν από τα ύδατα του κατακλυσμού.
Γεν. 7,8 καὶ ἀπὸ
τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν
πετεινῶν τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν
κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ τῶν κτηνῶν
τῶν μὴ καθαρῶν καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἑρπόντων
ἐπὶ τῆς γῆς
Γεν. 7,8 Μαζή του επίσης εισήλθον από τα καθαρά και
ακάθαρτα πτηνά, από τα καθαρά και ακάθαρτα ζώα και από όλα τα ερπετά, που
σύρονται εις την γην.
Γεν. 7,9 δύο δύο εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε.
Γεν. 7,9 Εισήλθον μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν κατά
ζεύγη, αρσενικόν και θηλυκόν, όπως είχε διατάξει ο Θεός.
Γεν. 7,10 καὶ ἐγένετο
μετὰ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας καὶ τὸ ὕδωρ
τοῦ κατακλυσμοῦ ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 7,10 Επτά δε ημέρας μετά την είσοδον αυτών εξεχύθησαν
τα ύδατα του κατακλυσμού επάνω εις την γην.
Γεν. 7,11 ἐν τῷ ἑξακοσιοστῷ
ἔτει ἐν τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ δευτέρου
μηνός, ἑβδόμῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ ἐῤῥάγησαν πᾶσαι αἱ πηγαὶ τῆς
ἀβύσσου, καὶ οἱ καταῤῥάκται τοῦ οὐρανοῦ
ἠνεῴχθησαν.
Γεν. 7,11 Κατά το εξακοσιοστόν έτος της ηλικίας του Νώε,
εις τας είκοσι δύο του δευτέρου μηνός διερράγησαν όλαι αι πηγαί των υπογείων
υδάτων και των θαλασσών και ήνοιξαν οι καταρράκται του ουρανού εις
καταρρακτώδεις βροχάς.
Γεν. 7,12 καὶ ἐγένετο
ὑετὸς ἐπὶ τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας
καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.
Γεν. 7,12 Εβρεχε δε συνεχώς επί τεσσαράκοντα ημερονύκτια εις
την γην.
Γεν. 7,13 ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ταύτῃ εἰσῆλθε Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, οἱ υἱοὶ
Νῶε, καὶ ἡ γυνὴ Νῶε καὶ αἱ τρεῖς
γυναῖκες τῶν υἱῶν αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ
εἰς τὴν κιβωτόν.
Γεν. 7,13 Κατά την ημέραν αυτήν, όπως είχε διατάξει ο Θεός,
εισήλθεν εις την κιβωτόν ο Νώε και τα παιδιά του, ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ, η
γυναίκα του Νώε και αι τρεις γυναίκες των παιδιών του.
Γεν. 7,14 καὶ πάντα τὰ
θηρία κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος καὶ πᾶν ὄρνεον πετεινὸν κατὰ
γένος αὐτοῦ
Γεν. 7,14 Μαζή του επίσης είχον εισέλθει όλα τα θηρία κατά
τα είδη αυτών και όλα τα κτήνη κατά τα είδη αυτών και όλα τα είδη των ερπετών
που σύρονται εις την γην, και όλα τα πτηνά του ουρανού κατά τα είδη αυτών.
Γεν. 7,15 εἰσῆλθον
πρὸς Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, δύο δύο ἄρσεν καὶ
θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκός, ἐν ᾧ ἐστι πνεῦμα
ζωῆς.
Γεν. 7,15 Κατά ζεύγη, άρρενα και θήλεα, εισήλθον μαζή με
τον Νώε εις την κιβωτόν, κάθε ζωντανόν της ξηράς.
Γεν. 7,16 καὶ τὰ εἰσπορευόμενα
ἄρσεν καὶ θῆλυ ἀπὸ πάσης σαρκὸς εἰσῆλθε,
καθὰ ἐνετείλατο ὁ Θεὸς τῷ Νῶε. καὶ ἔκλεισε
Κύριος ὁ Θεὸς τὴν κιβωτὸν ἔξωθεν αὐτοῦ.
Γεν. 7,16 Τα εισελθόντα εις την κιβωτόν ζώα ήσαν από όλα τα
είδη αρσενικά και θηλυκά, όπως είχε διατάξει ο Θεός τον Νώε. Και αφού τα πάντα
ησφαλίσθησαν εις την κιβωτόν, έκλεισεν ο ίδιος ο Θεός απ' έξω την κιβωτόν.
Γεν. 7,17 Καὶ ἐγένετο
ὁ κατακλυσμὸς τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα
νύκτας ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπεπληθύνθη τὸ
ὕδωρ καὶ ἐπῆρε τὴν κιβωτόν, καὶ ὑψώθη
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 7,17 Ο κατακλυσμός εγίνετο επί τεσσαράκοντα κατά
συνέχειαν ημερονύκτια εις την γην και επληθύνθη πάρα πολύ το νερό επάνω εις την
γην, ανεσήκωσε την κιβωτόν εις την επιφάνειάν του και την ύψωσεν επάνω από την
γην.
Γεν. 7,18 καὶ ἐπεκράτει
τὸ ὕδωρ καὶ ἐπληθύνετο σφόδρα ἐπὶ τῆς
γῆς, καί ἐπεφέρετο ἡ κιβωτὸς ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
Γεν. 7,18 Και εκυριάρχει συνεχώς το ύδωρ και επληθύνετο
ολονέν και περισσότερον επάνω εις την γην, η δε κιβωτός εφέρετο επάνω εις τα
ύδατα.
Γεν. 7,19 τὸ δὲ ὕδωρ
ἐπεκράτει σφόδρα σφόδρα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκάλυψε
πάντα τὰ ὄρη τὰ ὑψηλά, ἃ ἦν ὑποκάτω
τοῦ οὐρανοῦ·
Γεν. 7,19 Και εξωγκώθη ακόμη περισσότερον το ύδωρ και
υπερεπληθύνθη και εσκέπασεν όλα τα όρη τα υψηλά, όσα υπήρχον κάτω από τον
ουρανόν.
Γεν. 7,20 πεντεκαίδεκα πήχεις ὑπεράνω
ὑψώθη τὸ ὕδωρ καὶ ἐπεκάλυψε πάντα τὰ ὄρη
τὰ ὑψηλά.
Γεν. 7,20 Δέκα πέντε πήχεις επάνω από τα υψηλότερα όρη υψώθη
το ύδωρ και εσκέπασεν εξ ολοκλήρου αυτά.
Γεν. 7,21 καὶ ἀπέθανε
πᾶσα σὰρξ κινουμένη ἐπὶ τῆς γῆς τῶν
πετεινῶν καὶ τῶν κτηνῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ
πᾶς ἄνθρωπος.
Γεν. 7,21 Επνίγη δε και απέθανε μέσα εις τα ύδατα του
κατακλυσμού κάθε ζωϊκή υπαρξις της γης, τα πτηνά του ουρανού και τα κτήνη και
τα θηρία και τα ερπετά που σύρονται εις την γην και κάθε άνθρωπος·
Γεν. 7,22 καὶ πάντα, ὅσα
ἔχει πνοὴν ζωῆς, καὶ πᾶν, ὃ ἦν ἐπὶ
τῆς ξηρᾶς, ἀπέθανε.
Γεν. 7,22 και όλα όσα έχουν ζωήν και αναπνέουν, κάθε τι το
οποίον έζη εις την ξηράν επνίγη.
Γεν. 7,23 καὶ ἐξήλειψε
πᾶν τὸ ἀνάστημα, ὃ ἦν ἐπί προσώπου τῆς
γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἑρπετῶν
καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξηλείφθησαν
ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ κατελείφθη μόνος Νῶε
καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ.
Γεν. 7,23 Τοιουτοτρόπως ο Θεός εξηφάνισε κάθε ζωντανήν
ύπαρξιν επί της γης από ανθρώπου μέχρι των κτηνών και ερπετών και πτηνών του
ουρανού· τα πάντα εξηφανίσθησαν από το πρόσωπον της γης. Εμεινε δε εν τη ζωή
μόνον ο Νώε και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν εις την κιβωτόν.
Γεν. 7,24 καὶ ὑψώθη
τὸ ὕδωρ ἐπὶ τῆς γῆς ἡμέρας ἑκατὸν
πεντήκοντα.
Γεν. 7,24 Και το ύδωρ κατεπλημμύρισε την επιφάνειαν της γης
επί εκατόν πεντήκοντα ημέρας.
ΓΕΝΕΣΙΣ
8
Γεν. 8,1 Καὶ ἀνεμνήσθη
ὁ Θεὸς τοῦ Νῶε καὶ πάντων τῶν θηρίων καὶ
πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάντων τῶν πετεινῶν καὶ
πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων, ὅσα ἦν
μετ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ κιβωτῷ, καὶ ἐπήγαγεν
ὁ Θεὸς πνεῦμα ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐκόπασε
τὸ ὕδωρ,
Γεν. 8,1 Ενεθυμήθη δε ο Θεός τον Νώε και όλα τα θηρία
και όλα τα κτήνη και όλα τα πτηνά και όλα τα ερπετά, που σύρονται εις την γην,
όλα όσα ευρίσκοντο μαζή με τον Νώε εις την κιβωτόν· και έστειλε τότε ο Θεός
άνεμον εις την γην, συνεπεία του οποίου ήρχισε να υποχωρή και να ελαττώνεται το
ύδωρ, που εσκέπαζε την γην.
Γεν. 8,2 καὶ ἐπεκαλύφθησαν
αἱ πηγαὶ τῆς ἀβύσσου καὶ οἱ καταῤῥάκται
τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συνεσχέθη ὁ ὑετὸς ἀπὸ
τοῦ οὐρανοῦ.
Γεν. 8,2 Επωματίσθησαν κατά διαταγήν του Θεού αι πηγαί
της ξηράς και της θαλάσσης, έκλεισαν οι καταρράκται του ουρανού και εσταμάτησε
τελείως η κατακλυσμιαία βροχή.
Γεν. 8,3 καὶ ἐνεδίδου
τὸ ὕδωρ πορευόμενον ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἠλαττονοῦτο
τὸ ὕδωρ μετὰ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν ἡμέρας.
Γεν. 8,3 Το ύδωρ υποχωρούσε ολονέν και περισσότερον και
απεσύρετο από την γην. Μετά εκατόν πεντήκοντα ημέρας από την έναρξιν του
κατακλυσμού ήρχισε να υποχωρή το ύδωρ.
Γεν. 8,4 καὶ ἐκάθισεν
ἡ κιβωτὸς ἐν μηνὶ τῷ ἑβδόμῳ, ἑβδόμῃ
καὶ εἰκάδι τοῦ μηνός, ἐπὶ τὰ ὄρη τὰ
Ἀραράτ.
Γεν. 8,4 Η κιβωτός εκάθισεν ομαλώς εις τα όρη Αραράτ κατά
την εικοστήν εβδόμην του εβδόμου μηνός.
Γεν. 8,5 τὸ δὲ ὕδωρ
ἠλαττονοῦτο ἕως τοῦ δεκάτου μηνός· καὶ ἐν
τῷ δεκάτῳ μηνί, τῇ πρώτῃ τοῦ μηνός, ὤφθησαν
αἱ κεφαλαὶ τῶν ὀρέων.
Γεν. 8,5 Το δε ύδωρ συνεχώς ηλαττώνετο μέχρι του δεκάτου
μηνός. Κατά την πρώτην του δεκάτου μηνός εφάνησαν αι κορυφαί και των άλλων
ορέων.
Γεν. 8,6 καὶ ἐγένετο
μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν
θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε
τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκόπακε τὸ ὕδωρ·
Γεν. 8,6 Τεσσαράκοντα δε ημέρας κατόπιν ήνοιξεν ο Νώε την
θυρίδα της κιβωτού, την οποίαν είχε κατασκευάσει, και απέλυσε τον κόρακα, δια
να ίδη εάν έπαυσε να υπάρχη νερό εις την ξηράν.
Γεν. 8,7 καὶ ἐξελθών,
οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ
ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,7 Ο κόραξ εξελθών από την κιβωτόν δεν επέστρεψε
πλέον, ούτε και όταν εξηράνθη εντελώς το ύδωρ από την επιφάνειαν της γης.
Γεν. 8,8 καὶ ἀπέστειλε
τὴν περιστερὰν ὀπίσω αὐτοῦ ἰδεῖν, εἰ
κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς.
Γεν. 8,8 Επειτα από τον κόρακα έστειλεν ο Νώε την
περιστεράν, δια να ίδη εάν είχε παύσει το ύδωρ να σκεπάζη την επιφάνειαν της
γης.
Γεν. 8,9 καὶ οὐχ εὑροῦσα
ἡ περιστερὰ ἀνάπαυσιν τοῖς ποσὶν αὐτῆς,
ἀνέστρεψε πρὸς αὐτὸν εἰς τὴν κιβωτόν, ὅτι
ὕδωρ ἦν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς,
καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἔλαβεν αὐτήν, καὶ
εἰσήγαγεν αὐτὴν πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὴν
κιβωτόν.
Γεν. 8,9 Η περιστερά επειδή δεν εύρε τόπον ξηρόν, δια να
πατήση και αναπαυθή, διότι το ύδωρ εξηκολούθει να καλύπτη την επιφάνειαν της
γης, επέστρεψεν εις την κιβωτόν. Ο Νώε ήπλωσε το χέρι του, επήρε την περιστεράν
και την εισήγαγεν εις την κιβωτόν, όπου και αυτός ευρίσκετο.
Γεν. 8,10 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστερὰν ἐκ τῆς κιβωτοῦ·
Γεν. 8,10 Επερίμενεν επτά ακόμη ημέρας και απέστειλε πάλιν
την περιστεράν από την κιβωτόν.
Γεν. 8,11 καὶ ἀνέστρεψε
πρὸς αὐτὸν ἡ περιστερὰ τὸ πρὸς ἑσπέραν,
καὶ εἶχε φύλλον ἐλαίας κάρφος ἐν τῷ στόματι αὐτῆς,
καὶ ἔγνω Νῶε ὅτι κεκόπακε τὸ ὕδωρ ἀπὸ
τῆς γῆς.
Γεν. 8,11 Η περιστερά επέστρεψε προς τον Νώε κατά την
εσπέραν φέρουσα στο ράμφος της κλωναράκι εληάς. Ενόησε τότε ο Νώε ότι είχεν
αποσυρθή πλέον το ύδωρ από την γην.
Γεν. 8,12 καὶ ἐπισχὼν
ἔτι ἡμέρας ἑπτὰ ἑτέρας, πάλιν ἐξαπέστειλε τὴν
περιστεράν, καὶ οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς
αὐτὸν ἔτι.
Γεν. 8,12 Επερίμενεν ο Νώε άλλας επτά ημέρας και έστειλε
πάλιν την περιστεράν. Αλλά η περιστερά δεν επέστρεψε πλέον προς αυτόν.
Γεν. 8,13 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἑξακοσιοστῷ ἔτει ἐν
τῇ ζωῇ τοῦ Νῶε, τοῦ πρώτου μηνός, μιᾷ τοῦ
μηνός, ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς·
καὶ ἀπεκάλυψε Νῶε τὴν στέγην τῆς κιβωτοῦ, ἣν
ἐποίησε, καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ὕδωρ
ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς.
Γεν. 8,13 Οταν δε ο Νώε το εξακοσίων και ενός ετών, κατά την
πρώτην του πρώτου μηνός, εξηφηνίσθη ολοτελώς από την επιφάνειαν το ύδωρ του
κατακλυσμού. Τοτε ο Νώε εξεσκέπασε την στέγην της κιβωτού, την οποίαν είχε
κατασκευάσει, και είδεν ότι πράγματι είχεν εκλείψει το ύδωρ του κατακλυσμού από
την ξηράν.
Γεν. 8,14 ἐν δὲ τῷ
δευτέρῳ μηνὶ ἐξηράνθη ἡ γῆ, ἑβδόμῃ καὶ
εἰκάδι τοῦ μηνός.
Γεν. 8,14 Κατά δε την εικοστήν εβδόμην του δευτέρου μηνός
εστέγνωσεν η ξηρά από τα ύδατα του κατακλυσμού.
Γεν. 8,15 Καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε λέγων·
Γεν. 8,15 Τοτε ωμίλησε Κυριος ο Θεός προς τον Νώε και του
είπε·
Γεν. 8,16 ἔξελθε ἐκ
τῆς κιβωτοῦ, σὺ καὶ ἡ γυνή σου καὶ οἱ
υἱοί σου καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν σου
μετὰ σοῦ
Γεν. 8,16 “έβγα από την κιβωτόν, συ μαζή δέ με σε και η
γυναίκα σου και τα παιδιά σου και αι γυναίκες των παιδιών σου·
Γεν. 8,17 καὶ πάντα τὰ
θηρία, ὅσα ἐστὶ μετὰ σοῦ, καὶ πᾶσα σὰρξ
ἀπὸ πετεινῶν ἕως κτηνῶν, καὶ πᾶν ἑρπετὸν
κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάγαγε μετὰ σεαυτοῦ·
καὶ αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 8,17 Βγάλε από την κιβωτόν όλα τα θηρία όσα υπάρχουν
εις αυτήν και κάθε τι έμψυχον από τα πτηνά έως τα κτήνη και κάθε ερπετόν, που
σύρεται εις την γην, ώστε τίποτε πλέον να μη μείνη εις την κιβωτόν. Αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε εις όλην την γην”.
Γεν. 8,18 καὶ ἐξῆλθε
Νῶε καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ καὶ αἱ γυναῖκες τῶν υἱῶν
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 8,18 Και πράγματι εξήλθεν από την κιβωτόν ο Νώε και η
σύζυγος αυτού, τα παιδιά του και αι γυναίκες των παιδιών του μαζή με αυτόν.
Γεν. 8,19 καὶ πάντα τὰ
θηρία, καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ πᾶν πετεινόν, καὶ
πᾶν ἑρπετὸν κινούμενον ἐπὶ τῆς γῆς
κατὰ γένος αὐτῶν, ἐξήλθοσαν ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 8,19 Εξήλθον επίσης από την κιβωτόν όλα τα θηρία και
όλα τα κτήνη και κάθε πτηνόν και κάθε ερπετόν, που κινείται εις την επιφάνειαν
της γης, κατά το είδος αυτών.
Γεν. 8,20 καὶ ᾠκοδόμησε
Νῶε θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔλαβεν ἀπὸ
πάντων τῶν κτηνῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀπὸ
πάντων τῶν πετεινῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἀνήνεγκεν
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον.
Γεν. 8,20 Και έκτισεν ο Νώε θυσιαστήριον εις έκφρασιν
ευγνωμοσύνης και δοξολογίας προς τον Κυριον. Επήρε δε και προσέφερε θυσίαν
ολοκαυτώματος προς τον Θεόν από όλα τα καθαρά κτήνη και από όλα τα καθαρά
πτηνά.
Γεν. 8,21 καὶ ὠσφράνθη
Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας, καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς διανοηθείς· οὐ προσθήσω ἔτι
καταράσασθαι τὴν γῆν διὰ τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων,
ὅτι ἔγκειται ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς
ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ·
οὐ προσθήσω οὖν ἔτι πατάξαι πᾶσαν σάρκα ζῶσαν,
καθὼς ἐποίησα.
Γεν. 8,21 Ο δε Θεός ωσφράνθη την ευώδη οσμήν της
ευχαριστηρίου θυσίας και σκεφθείς απεφάσισε και είπε· “δεν θα καταρασθώ πλέον
την γην εξ αιτίας των πονηρών έργων των ανθρώπων, μολονότι η καρδία του κάθε ανθρώπου
ρέπει και είναι προσηλωμένη επιμελώς στο πονηρόν εκ νεότητος αυτού. Δεν θα
πλήξω και δεν θα καταστρέψω άλλην φοράν κάθε ζωντανήν υπαρξιν επί της γης δια
κατακλυσμού, όπως έκαμα τώρα.
Γεν. 8,22 πάσας τὰς ἡμέρας
τῆς γῆς, σπέρμα καὶ θερισμός, ψῦχος καὶ καῦμα,
θέρος καὶ ἔαρ, ἡμέραν καὶ νύκτα οὐ καταπαύσουσι.
Γεν. 8,22 Εφ' όσον θα υπάρχη η γη, δεν θα παύσουν να υπάρχουν
σπορά και θερισμός, κρύο και ζέστη, άνοιξις και θέρος, ημέρα και νύκτα.
ΓΕΝΕΣΙΣ
9
Γεν. 9,1 Καὶ εὐλόγησεν
ὁ Θεὸς τὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ
καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐξάνεσθε καὶ
πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,1 Ευλόγησε τότε ο Θεός τον Νώε και τα παιδιά
αυτού και είπε προς αυτούς· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και απλωθήτε εις όλην την
γην και γενήτε κύριοι αυτής.
Γεν. 9,2 καὶ ὁ
τρόμος καὶ ὁ φόβος ὑμῶν ἔσται ἐπὶ πᾶσι
τοῖς θηρίοις τῆς γῆς, ἐπὶ πάντα τὰ πετεινὰ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ
κινούμενα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐπὶ πάντας
τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης· ὑπὸ χεῖρας ὑμῖν
δέδωκα.
Γεν. 9,2 Ας είσθε τρόμος και φόβος εις όλα τα θηρία της
γης, εις όλα τα πτηνά του ουρανού, εις κάθε τι που ζη και κινείται έτι της
ξηράς, και εις όλους τους ιχθύας της θαλάσσης. Υπό την εξουσίαν σας έδωκα όλα
αυτά.
Γεν. 9,3 καὶ πᾶν ἑρπετόν,
ὅ ἐστι ζῶν, ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν·
ὡς λάχανα χόρτου δέδωκα ὑμῖν τὰ πάντα.
Γεν. 9,3 Καθε τι που ζη και κινείται επί της γης, θα
είναι προς διατροφήν σας. Σας δίδω όλα αυτά εις τροφήν, όπως σας έδωσα τα
λάχανα και τα χόρτα.
Γεν. 9,4 πλὴν κρέας ἐν
αἵματι ψυχῆς οὐ φάγεσθε·
Γεν. 9,4 Πλην όμως κρέας μαζή με το αίμα, επί του οποίου
βασίζεται η ζωή του ζώου, δεν θα φάγετε.
Γεν. 9,5 καὶ γὰρ τὸ
ὑμέτερον αἷμα τῶν ψυχῶν ὑμῶν ἐκ χειρὸς
πάντων τῶν θηρίων ἐκζητήσω αὐτὸ καὶ ἐκ χειρὸς
ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ
ἀνθρώπου.
Γεν. 9,5 Δια δε το αίμα των συνανθρώπων σας, το οποίον
τυχόν με τα χέρια σας εγκληματούντες θα χύσετε, θα τιμωρήσω δια των αγρίων
ζώων, τα οποία θα εξαπολύσω εναντίον σας. Αλλά και δι' άλλου ανθρώπου θα
τιμωρήσω εκείνον, ο οποίος αφαιρεί ανθρωπίνην ζωήν.
Γεν. 9,6 ὁ ἐκχέων
αἷμα ἀνθρώπου, ἀντὶ τοῦ αἵματος αὐτοῦ
ἐκχυθήσεται, ὅτι ἐν εἰκόνι Θεοῦ ἐποίησα τὸν
ἄνθρωπον.
Γεν. 9,6 Εκείνος δηλαδή ο οποίος χύνει αίμα ανθρώπου, εις
τιμωρίαν του δια το εκχυθέν υπ' αυτού αίμα, θα φονευθή και θα χυθή έτσι και το
ιδικόν του αίμα, διότι εγώ ο Θεός εδημιούργησα κατ' εικόνα ιδικήν μου τον
άνθροπον και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του αφαιρέση την ζωήν.
Γεν. 9,7 ὑμεῖς δὲ
αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν,
καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς.
Γεν. 9,7 Σεις δε αυξάνεσθε και πληθύνεσθε και γεμίσατε
όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής”.
Γεν. 9,8 Καὶ εἶπεν
ὁ Θεός τῷ Νῷε καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ
μετ᾿ αὐτοῦ λέγων·
Γεν. 9,8 Είπε δε ακόμη ο Θεός στον Νώε και εις τα παιδιά
αυτού λέγων·
Γεν. 9,9 καὶ ἰδοὺ
ἐγὼ ἀνίστημι τὴν διαθήκην μου ὑμῖν καὶ
τῷ σπέρματι ὑμῶν μεθ᾿ ὑμᾶς
Γεν. 9,9 “ιδού εγώ σήμερον συνάπτω και κλείω μίαν
συμφωνίαν μαζή σας και με τους απογόνους σας, οι οποίοι θα σας διαδεχθούν.
Γεν. 9,10 καὶ πάσῃ
ψυχῇ ζώσῃ μεθ᾿ ὑμῶν, ἀπὸ ὀρνέων
καὶ ἀπὸ κτηνῶν, καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις
τῆς γῆς, ὅσα ἐστὶ μεθ᾿ ὑμῶν ἀπὸ
πάντων τῶν ἐξελθόντων ἐκ τῆς κιβωτοῦ.
Γεν. 9,10 Η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου αυτή επεκτείνεται
και εις κάθε ζώσαν ψυχήν, που υπάρχει μαζή σας και γύρω σας, εις τα πτηνά του
ουρανού και εις όλα τα κτήνη και τα θηρία της γης, όσα μαζή με σας εξήλθον από
την κιβωτόν.
Γεν. 9,11 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου πρὸς ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἀποθανεῖται
πᾶσα σὰρξ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ
κατακλυσμοῦ, καὶ οὐκ ἔτι ἔσται κατακλυσμὸς ὕδατος
τοῦ καταφθεῖραι πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 9,11 Καμνω διαθήκην και σας υπόσχομαι ότι δεν θα
καταστραφή ποτέ πλέον το ζωϊκόν βασίλειον από ύδατα του κατακλυσμού και δεν θα
γίνη ποτέ κατακλυσμός, δια να καταστρέψη όλην την γην”.
Γεν. 9,12 καὶ εἶπε
Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον
τῆς διαθήκης, ὃ ἐγὼ δίδωμι ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς
ζώσης, ἥ ἐστι μεθ᾿ ὑμῶν εἰς γενεὰς αἰωνίους·
Γεν. 9,12 Είπε δε ακόμη Κυριος ο Θεός προς τον Νώε· “σημείον
δε αυτής της υποσχέσεως, την οποίαν εγώ δίδω, ώστε να μένη μεταξύ εμού και
μεταξύ σας και μεταξύ πάσης ζώσης υπάρξεως η οποία υπάρχει σήμερον μαζή σας και
θα υπάρχη εις γενεάς γενεών, είναι τούτο·
Γεν. 9,13 τὸ τόξον μου
τίθημι ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον
διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,13 Θέτω το ουράνιον τόξον εις τα νέφη, και αυτό θα
είναι εις σημείον και εις υπόμνησιν της διαθήκης μου μεταξύ Εμού και όλων των
ζώντων επί της γης, ανθρώπων και ζώων.
Γεν. 9,14 καὶ ἔσται ἐν
τῷ συννεφεῖν με νεφέλας ἐπὶ τὴν γῆν, ὀφθήσεται
τὸ τόξον ἐν τῇ νεφέλῃ,
Γεν. 9,14 Οταν θα συναθροίζω τα νέφη στον ουρανόν της γης,
θα φαίνεται το ουράνιον τόξον επάνω εις αυτά,
Γεν. 9,15 καὶ μνησθήσομαι
τῆς διαθήκης μου, ἥ ἐστιν ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν, καὶ ἀνὰ μέσον πάσης ψυχῆς
ζώσης ἐν πάσῃ σαρκί, καὶ οὐκ ἔσται ἔτι τὸ
ὕδωρ εἰς κατακλυσμόν, ὥστε ἐξαλεῖψαι πᾶσαν
σάρκα.
Γεν. 9,15 και θα ενθυμούμαι την διαθήκην μου, την οποίαν
έκαμα προς σας και προς κάθε άλλην ζωντανήν υπαρξιν, προς κάθε σάρκα και δεν θα
πέση ύδωρ επί της γης εις κατακλυσμόν αυτής, ώστε να καταστραφή κάθε ζώσα
ύπαρξις από ανθρώπου έως ζώου.
Γεν. 9,16 καὶ ἔσται
τὸ τόξον μου ἐν τῇ νεφέλῃ, καὶ ὄψομαι τοῦ
μνησθῆναι διαθήκην αἰώνιον ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ τῆς γῆς καὶ ἀνὰ μέσον ψυχῆς ζώσης
ἐν πᾶσι σαρκί, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,16 Τούτο το ουράνιόν μου τόξον θα υπάρχη εις τα νέφη,
και θα το βλέπω, ώστε να ενθυμούμαι, την αιωνίαν και απαράβατον συμφωνίαν
μεταξύ εμού και των ανθρώπων της γης και πάσης άλλης ζωής που θα υπάρχη εις
κάθε ζωϊκόν οργανισμόν επάνω εις την γην”.
Γεν. 9,17 καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς τῷ Νῶε· τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς
διαθήκης, ἧς διεθέμην ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον πάσης σαρκός, ἥ ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 9,17 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Νώε· “λοιπόν αυτό το
ουράνιον τόξον είναι το αιώνιον σημείον της συμφωνίας, την οποίαν έκαμα μεταξύ
εμού και παντός ζωϊκού οργανισμού επί της γης και της υποσχέσεώς μου ότι δεν θα
αποστείλω πλέον κατακλυσμόν εις την γην”.
Γεν. 9,18 Ἦσαν δὲ οἱ
υἱοὶ Νῶε, οἱ ἐξελθόντες ἐκ τῆς κιβωτοῦ,
Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ· Χάμ δὲ ἦν πατὴρ Χαναάν.
Γεν. 9,18 Τα παιδιά του Νώε, τα οποία εξήλθον από την
κιβωτόν, ήσαν ο Σημ, ο Χαμ και ο Ιάφεθ. Ο Χαμ ήτο γενάρχης των Χαναναίων.
Γεν. 9,19 τρεῖς οὗτοί
εἰσιν υἱοὶ Νῶε· ἀπὸ τούτων διεσπάρησαν
ἐπί πᾶσαν τὴν γῆν.
Γεν. 9,19 Αυτοί οι τρεις ήσαν οι υιοί του Νώε. Από αυτούς δε
εγεννήθησαν και επληθύνθησαν οι άνθρωποι και διεσπάρησαν εις όλην την γην.
Γεν. 9,20 Καὶ ἤρξατο
Νῶε ἄνθρωπος γεωργὸς γῆς καὶ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα.
Γεν. 9,20 Ο Νώε έγινε γεωργός, ήρχισε να καλλιεργή την γην,
και εφύτευσε μεταξύ των άλλων, και αμπελώνα.
Γεν. 9,21 καὶ ἔπιεν ἐκ
τοῦ οἴνου καὶ ἐμεθύσθη καὶ ἐγυμνώθη ἐν
τῷ οἴκῳ αὐτοῦ.
Γεν. 9,21 Επιε δε από τον οίνον και εμέθυσε. Μεθυσμένος δε
καθώς ήτο, εγυμνώθη εντός της οικίας του, χωρίς να το αντιληφθή.
Γεν. 9,22 καὶ εἶδε Χὰμ
ὁ πατὴρ Χαναὰν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
καὶ ἐξελθὼν ἀνήγγειλε τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς
αὐτοῦ ἔξω.
Γεν. 9,22 Ο Χαμ, ο πρόγονος των Χαναναίων, είδε την γύμνωσιν
του πατρός του και εξελθών εγνωστοποίησεν εμπαικτικώς το γεγονός στους δύο
αδελφούς του, οι οποίοι ευρίσκοντο έξω.
Γεν. 9,23 καὶ λαβόντες Σὴμ
καὶ Ἰάφεθ τὸ ἱμάτιον ἐπέθεντο ἐπὶ τὰ
δύο νῶτα αὐτῶν καὶ ἐπορεύθησαν ὀπισθοφανῶς
καὶ συνεκάλυψαν τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν,
καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῶν ὀπισθοφανῶς, καὶ
τὴν γύμνωσιν τοῦ πατρὸς αὐτῶν οὐκ εἶδον.
Γεν. 9,23 Αμέσως δε ο Σημ και ο Ιάφεθ έλαβον το ιμάτιον του
πατρός των, έθεσαν αυτό στους ώμους των και οπισθοβατούντες μέχρι του πατρός
των εσκέπασαν την γύμνωσιν αυτού έχοντες το πρόσωπόν των προς την αντιθέτον
διεύθυνσιν, και έτσι δεν είδον καθόλου την γύμνωσιν του πατρός των.
Γεν. 9,24 ἐξένηψε δὲ
Νῶε ἀπὸ τοῦ οἴνου καὶ ἔγνω ὅσα ἐποίησεν
αὐτῷ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ νεώτερος,
Γεν. 9,24 Ανένηψε και συνήλθε ο Νώε από την επίδρασίν του
οίνου, έμαθε όσα έκαμεν ο νεώτερος υιός του ο Χαμ
Γεν. 9,25 καὶ εἶπεν·
ἐπικατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης ἔσται τοῖς
ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,25 και είπε· “κατηραμένος θα είναι ο Χαμ και οι
απόγονοί του. Υπηρέτης και δούλος θα είναι στους αδελφούς του”.
Γεν. 9 ,26 καὶ εἶπεν·
εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Σήμ, καὶ ἔσται
Χαναὰν παῖς οἰκέτης αὐτοῦ.
Γεν. 9,26 Είπε δε ακόμη ο Νώε· “ευλογημένος ο Θεός του Σημ
και ο Χαναάν θα είναι δούλος αυτού κατά την δικαίαν απόφασιν του Θεού.
Γεν. 9,27 πλατύναι ὁ Θεὸς
τῷ Ἰάφεθ, καὶ κατοικησάτω ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ
Σὴμ καὶ γενηθήτω Χαναὰν παῖς αὐτοῦ.
Γεν. 9,27 Ας αυξήση και ας πλατύνη ο Θεός την γενεάν και τας
χώρας του Ιάφεθ και ας βάλη αυτόν να κατοική εις τας περιοχάς του Σημ, ο δε
Χαναάν ας γίνη υπηρέτης του”.
Γεν. 9,28 Ἔζησε δὲ Νῶε
μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἔτη τριακόσια πεντήκοντα.
Γεν. 9,28 Εζησε δε ο Νώε μετά τον κατακλυσμόν τριακόσια
πεντήκοντα έτη.
Γεν. 9,29 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Νῶε ἐννακόσια πεντήκοντα ἔτη,
καὶ ἀπέθανεν.
Γεν. 9,29 Εφθασαν εν συνόλω τα έτη της ζωής του Νώε
εννεακόσια πεντήκοντα και έπειτα απέθανε.
ΓΕΝΕΣΙΣ
10
Γεν. 10,1 Αὗται δὲ αἱ
γενέσεις τῶν υἱῶν Νῶε, Σήμ, Χάμ, Ἰάφεθ, καὶ
ἐγεννήθησαν αὐτοῖς υἱοὶ μετὰ τὸν
κατακλυσμόν.
Γεν. 10,1 Οι απόγονοι, των υιών του Νώε, του Σημ του Χαμ και
του Ιάφεθ, οι οποίοι εγεννήθησαν μετά τον κατακλυσμόν, είναι οι εξής·
Γεν. 10,2 Υἱοὶ Ἰάφεθ·
Γαμὲρ καὶ Μαγὼγ καὶ Μαδοὶ καὶ Ἰωύαν
καὶ Ἐλισὰ καὶ Θοβὲλ καὶ Μοσόχ καὶ
Θείρας.
Γεν. 10,2 Υιοί και απόγονοι του Ιάφεθ είναι οι Γαμέρ και ο
Μαγώγ, Μήδοι και Ιωνες, Ελισά και Θοβέλ, Μοσόχ και Θείρας.
Γεν. 10,3 καὶ υἱοὶ
Γαμέρ· Ἀσχανὰζ καὶ Ῥιφὰθ καὶ Θοργαμά.
Γεν. 10,3 Υιοί δε και απόγονοι του Γαμέρ είναι οι Ασχανάζ,
Ριφάθ και Θοργαμά.
Γεν. 10,4 καὶ υἱοὶ
Ἰωύαν· Ἐλισὰ καὶ Θάρσεις, Κίτιοι, Ῥόδιοι.
Γεν. 10,4 Υιοί και απόγονοι του Ιωύαν οι Ελισά, Θαρσείς,
Κιτιοι και Ροδιοι.
Γεν. 10,5 ἐκ τούτων ἀφωρίσθησαν
νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,
ἕκαστος κατὰ γλῶσσαν ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν
καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν αὐτῶν.
Γεν. 10,5 Από αυτούς προήλθον λαοί, οι οποίοι διεσπάρησαν
εις διαφόρους ειδωλολατρικάς νήσους, ιδίως της Μεσογείου θαλάσσης, και εις
άλλας χώρας κατά τας γλώσσας αυτών, τας φυλάς και τα έθνη των.
Γεν. 10,6 Υἱοὶ δὲ
Χάμ· Χοὺς καὶ Μερσαΐν, Φοὺδ καὶ Χαναάν.
Γεν. 10,6 Υιοί και απόγονοι του Χαμ είναι οι Χούς, Μεσραΐν,
Φουδ και Χαναάν.
Γεν. 10,7 υἱοὶ δὲ
Χούς· Σαβὰ καὶ Εὐϊλὰ καὶ Σαβαθὰ καὶ
Ῥεγμὰ καὶ Σαβαθακά. υἱοὶ δὲ Ῥεγμά·
Σαβὰ καὶ Δαδάν.
Γεν. 10,7 Υιοί δε και απόγονοι του Χους είναι οι Σαβά,
Ευϊλά, Σαβαθά, Ρεγμά και Σαβαθακά. Υιοί δε του Ρεγμά, ο Σαβά και ο Δαδάν.
Γεν. 10,8 Χοὺς δὲ ἐγέννησε
τὸν Νεβρώδ. οὗτος ἤρξατο εἶναι γίγας ἐπὶ τῆς
γῆς·
Γεν. 10,8 Ο δε Χους απέκτησεν υιόν τον Νεβρώδ. Αυτός υπήρξεν
ο πρώτος γίγας εις την περιοχήν του.
Γεν. 10,9 οὗτος ἦν
γίγας κυνηγὸς ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ· διὰ
τοῦτο ἐροῦσιν, ὡς Νεβρὼδ γίγας κυνηγὸς ἐναντίον
Κυρίου.
Γεν. 10,9 Ητο επίσης και ανδρείος κυνηγός, ήρως ενώπιον
Κυρίου του Θεού. Ητο τόσον ονομαστός δια την δύναμιν και την ανδρείαν του, ώστε
ως παροιμία θα λέγουν οι άνθρωποι, όταν θα θέλουν να εξάρουν την ανδρείαν
κάποιου, “ούτος είναι σαν τον Νεβρώδ ανδρείος κυνηγός ενώπιον του Κυρίου”.
Γεν. 10,10 καὶ ἐγένετο
ἀρχὴ τῆς βασιλείας αὐτοῦ Βαβυλὼν καὶ Ὀρὲχ
καὶ Ἀρχὰδ καὶ Χαλάννη ἐν τῇ γῇ
Σεναάρ.
Γεν. 10,10 Η αρχή και ο πυρήν της βασιλείας του Νεδρώδ υπήρξεν
η Βαβυλών, η Ορέχ, η Αρχάδ και η Χαλάννη εις την χώραν Σεναάρ.
Γεν. 10,11 ἐκ τῆς γῆς
ἐκείνης ἐξῆλθεν Ἀσσοὺρ καὶ ᾠκοδόμησε
τὴν Νινευΐ καὶ τὴν Ῥοωβὼθ πόλιν καὶ τὴν
Χαλὰχ
Γεν. 10,11 Από την περιοχήν αυτήν Σεναάρ ανεχώρησεν ο Ασσούρ
και έκτισε την Νινευΐ, την πόλιν Ροωβώθ, την Χαλάχ
Γεν. 10,12 καὶ τὴν Δασὴ
ἀνὰ μέσον Νινευΐ καὶ ἀνὰ μέσον Χαλάχ· αὕτη
ἡ πόλις μεγάλη.
Γεν. 10,12 και την Δασή μεταξύ της πόλεως Νινευί και της Χαλάχ.
Η δε Νινευί είναι η ονομαστή μεγάλη πόλις.
Γεν. 10,13 καὶ Μεσραΐν ἐγέννησε
τοὺς Λουδιεὶμ καὶ τοὺς Ἐνεμετιεὶμ καὶ
τοὺς Λαβιεὶμ καὶ τοὺς Νεφθαλιεὶμ καὶ τοὺς
Πατροσωνιεὶμ
Γεν. 10,13 Ο Μεσραίν εγέννησεν υιούς και απογόνους, τους
Λουδιείμ, τους Ενεμετιείμ, τους Λαβιείμ, τους Νεφθαλιείμ, τους Πατροσωνιείμ,
Γεν. 10,14 καὶ τοὺς
Χασλωνιείμ, ὅθεν ἐξῆλθε Φυλιστιείμ, καὶ τοὺς
Καφθοριείμ.
Γεν. 10,14 τους Χασλωνιείμ, από τους οποίους προήλθον οι
Φιλισταίοι, και τους Καφθοριείμ.
Γεν. 10,15 Χαναὰν δὲ ἐγέννησε
τὸν Σιδῶνα πρωτότοκον αὐτοῦ
Γεν. 10,15 Ο δε Χαναάν απέκτησε πρωτότοκον υιόν αυτού τον
Σιδώνα, και άλλους έπειτα υιούς,
Γεν. 10,16 καὶ τὸν
Χετταῖον καὶ τὸν Ἰεβουσαῖον καὶ τὸν Ἀμοῤῥαῖον
καὶ τὸν Γεργεσαῖον καὶ τὸν Εὐαῖον καὶ
τὸν Ἀρουκαῖον
Γεν. 10,16 δηλαδή τον Χετταίον, τον Ιεβουσαίον, τον Αμορραίον,
τον Γεργεσαίον, τον Ευαίον, τον Αρουκαίον,
Γεν. 10,17 καὶ τὸν Ἀσενναῖον
καὶ τὸν Ἀράδιον καὶ τὸν Σαμαραῖον καὶ
τὸν Ἀμαθί.
Γεν. 10,17 τον Ασενναίον, τον Αράδιον, τον Σαμαραίον και
Αμαθί.
Γεν. 10,18 καὶ μετὰ τοῦτο
διεσπάρησαν αἱ φυλαὶ τῶν Χαναναίων,
Γεν. 10,18 Μετά δε ταύτα διεσπάρησαν αι φυλαί των Χαναναίων ανά
την περιοχήν της Χαναάν.
Γεν. 10,19 καὶ ἐγένετο
τὰ ὅρια τῶν Χαναναίων ἀπὸ Σιδῶνος ἕως
ἐλθεῖν εἰς Γεραρὰ καὶ Γαζάν, ἕως ἐλθεῖν
ἕως Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας, Ἀδαμὰ καὶ
Σεβωΐμ ἕως Δασά.
Γεν. 10,19 Εξετείνοντο δε τα όρια της περιοχής των Χαναναίων
από την Σιδώνα έως τα Γέραρα και την Γαζαν, έως τα Σοδομα και την Γομόρραν, την
Αδαμά και Σεβωίμ έως Δασά.
Γεν. 10,20 οὗτοι υἱοὶ
Χάμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν,
ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
αὐτῶν.
Γεν. 10,20 Αυτοί είναι οι υιοί και απόγονοι του Χαμ, κατά τας
φυλάς αυτών και τας διαλέκτους αυτών εις τας χώρας αυτών και εις τα έθνη, που
διεσπάρησαν.
Γεν. 10,21 Καὶ τῷ Σὴμ
ἐγεννήθη καὶ αὐτῷ, πατρὶ πάντων τῶν υἱῶν
Ἕβερ, ἀδελφῷ Ἰάφεθ τοῦ μείζονος.
Γεν. 10,21 Και ο Σημ πρεσβύτερος αδελφός του Ιάφεθ απέκτησεν
υιούς και απογόνους και ανεδείχθη ο γενάρχης των υιών Εβερ.
Γεν. 10,22 υἱοὶ
Σήμ· Ἐλὰμ καὶ Ἀσσοὺρ καὶ Ἀρφαξὰδ
καὶ Λοὺδ καὶ Ἀρὰμ καὶ Καϊνᾶν.
Γεν. 10,22 Υιοί του Σημ είναι οι Ελάμ, Ασσούρ, Αρφαξάδ, Λούδ,
Αράμ και Καϊνάν.
Γεν. 10,23 καὶ υἱοὶ
Ἀράμ· Οὒζ καί Οὒλ καὶ Γατὲρ καὶ Μοσόχ.
Γεν. 10,23 Υιοί του Αράμ ήσαν ο Ουζ, ο Ουλ, ο Γατέρ και ο
Μοσόχ.
Γεν. 10,24 καὶ Ἀρφαξὰδ
ἐγέννησε τὸν Καϊνᾶν, καὶ Καϊνᾶν ἐγέννησε τὸν
Σαλά, Σαλὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἕβερ.
Γεν. 10,24 Ο δε Αρφαξάδ εγέννησεν υιόν τον Καϊνάν, ο Καϊνάν εγέννησε
τον Σαλά, ο δε Σαλά εγέννησε τον Εβερ.
Γεν. 10,25 καὶ τῷ Ἕβερ
ἐγεννήθησαν δύο υἱοί· ὄνομα τῷ ἑνὶ
Φαλέγ, ὅτι ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ διεμερίσθη
ἡ γῆ, καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ
Ἰεκτάν.
Γεν. 10,25 Ο Εβερ απέκτησε δύο υιούς· το όνομα του ενός ήτο
Φαλέγ- που σημαίνει χωρισμός- διότι επί των ημερών αυτού διεσπάρησαν οι
κάτοικοι της γης, όταν επεχείρησαν να κτίσουν τον πύργον Βαβέλ, το δε όνομα του
αδελφού του ήτο Ιεκτάν.
Γεν. 10 ,26 Ἰεκτὰν δὲ
ἐγέννησε τὸν Ἐλμωδὰδ καὶ Σαλὲθ καὶ τὸν
Σαρμὼθ καὶ Ἰαρὰχ καὶ Ὁδοῤῥὰ
καὶ Αἰβὴλ καὶ Δεκλὰ
Γεν. 10,26 Ο Ιεκτάν απέκτησεν υιούς τον Ελμωδάδ, τον Σαλέθ, τον
Σαρμώθ, τον Ιαράχ, τον Οδορρά, τον Αιβήλ, τον Δεκλά,
Γεν. 10,27 καὶ Εὐὰλ
καὶ Ἀβιμαὲλ καὶ Σαβὰ
Γεν. 10,27 τον Ευάλ, τον Αβιμαέλ, τον Σαβά,
Γεν. 10,28 καὶ Οὐφεὶρ
καὶ Εὐειλὰ καὶ Ἰωβάβ.
Γεν. 10,28 τον Ουφείρ, τον Ευειλά και τον Ιωβάβ.
Γεν. 10,29 πάντες οὗτοι υἱοὶ
Ἰεκτάν.
Γεν. 10,29 Ολοι αυτοί ήσαν υιοί του Ιεκτάν.
Γεν. 10,30 καὶ ἐγένετο
ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἀπὸ Μασσῆ ἕως ἐλθεῖν
εἰς Σαφηρά, ὄρος ἀνατολῶν.
Γεν. 10,30 Η δε περιοχή, την οποίαν κατοικούσαν, εξετείνετο από
Μασσή μέχρι Σαφηρά στο όρος το προς ανατολάς.
Γεν. 10,31 οὗτοι υἱοὶ
Σήμ, ἐν ταῖς φυλαῖς αὐτῶν, κατὰ γλώσσας αὐτῶν,
ἐν ταῖς χώραις αὐτῶν καὶ ἐν τοῖς ἔθνεσιν
αὐτῶν.
Γεν. 10,31 Αυτοί ήσαν οι υιοί και απόγονοι του Σημ κατά τας
διαφόρους αυτών φυλάς και τας διαλέκτους, εις τας χώρας και τους λαούς όπου
διεσκορπίσθησαν.
Γεν. 10,32 Αὗται αἱ
φυλαὶ υἱῶν Νῶε κατὰ γενέσεις αὐτῶν,
κατὰ ἔθνη αὐτῶν· ἀπὸ τούτων
διεσπάρησαν νῆσοι τῶν ἐθνῶν ἐπὶ τῆς γῆς
μετὰ τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 10,32 Αυταί είναι αι φυλαί των υιών του Νώε κατά τας
γενεαλογίας αυτών και κατά τους λαούς. Από αυτούς οι απόγονοί των διεσπάρησαν
επί της γης μετά τον κατακλυσμόν εις διαφόρους χώρας και νήσους.
ΓΕΝΕΣΙΣ
11
Γεν. 11,1 Καὶ ἦν πᾶσα
ἡ γῆ χεῖλος ἕν, καὶ φωνὴ μία πᾶσι.
Γεν. 11,1 Απ' αρχής και μέχρι της εποχής εκείνης όλοι οι
άνθρωποι ωμιλούσαν μίαν γλώσσαν, είχον την ίδιαν ομιλίαν.
Γεν. 11,2 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ κινῆσαι αὐτοὺς ἀπὸ ἀνατολῶν,
εὗρον πεδίον ἐν γῇ Σενναὰρ καὶ κατῴκησαν ἐκεῖ.
Γεν. 11,2 Οταν οι απόγονοι του Νώε εξεκίνησαν από τα
ανατολικά μέρη, εύρον την πεδιάδα εις την περιοχήν Σενναάρ και κατώκησαν εκεί.
Γεν. 11,3 καὶ εἶπεν ἄνθρωπος
τῷ πλησίον αὐτοῦ· δεῦτε πλινθεύσωμεν πλίνθους καὶ
ὀπτήσωμεν αὐτὰς πυρί. καὶ ἐγένετο αὐτοῖς
ἡ πλίνθος εἰς λίθον, καὶ ἄσφαλτος ἦν αὐτοῖς
ὁ πηλός.
Γεν. 11,3 Εκεί είπεν ο ένας στον άλλον· “ελάτε να πλάσωμεν
όλοι μαζή πλίνθους και να τας ψήσωμεν εις την φωτιά”. Αι πλίνθοι εχρησίμευσαν
εις αυτούς ως λίθοι οικοδομής· ως συνδετικόν δε υλικόν, ως πηλόν, μεταξύ των
πλίνθων, εχρησιμοποίησαν την άσφαλτον.
Γεν. 11,4 καὶ εἶπαν·
δεῦτε οἰκοδομήσωμεν ἑαυτοῖς πόλιν καὶ πύργον, οὗ
ἔσται ἡ κεφαλὴ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ
ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα πρὸ τοῦ διασπαρῆναι
ἡμᾶς ἐπὶ προσώπου πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 11,4 Είπαν δε κατόπιν μεταξύ των· “ελάτε να
οικοδομήσωμεν όλοι μαζή δια τον εαυτόν μας και την φήμην μας πόλιν και ένα
πύργον, του οποίου η κορυφή θα φθάνη έως τον ουρανόν. Ετσι θα αφήσωμεν όνομα
στους απογόνους μας, πριν διασκορπισθώμεν στο πρόσωπον όλης της γης”. Και
ήρχισαν να κτίζουν την πόλιν και τον πύργον.
Γεν. 11,5 καὶ κατέβη Κύριος
ἰδεῖν τὴν πόλιν καὶ τὸν πύργον, ὃν ᾠκοδόμησαν
οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων.
Γεν. 11,5 Κατέβη τότε ο Θεός από τον ουρανόν να ίδη την
πόλιν και τον πύργον, που είχαν αρχίσει να οικοδομούν οι άνθρωποι.
Γεν. 11,6 καὶ εἶπε
Κύριος· ἰδοὺ γένος ἓν καὶ χεῖλος ἓν
πάντων, καὶ τοῦτο ἤρξαντο ποιῆσαι, καὶ νῦν
οὐκ ἐκλείψει ἀπ᾿ αὐτῶν πάντα, ὅσα ἂν
ἐπιθῶνται ποιεῖν.
Γεν. 11,6 Και είπε τότε ο Κυριος· “ιδού έως τώρα ένας λαός
είναι αυτοί και μίαν γλώσσαν ομιλούν όλοι. Ιδού ότι ήρχισαν δι' αλαζονείαν και
επίδειξιν το οικοδομικόν έργον των. Και νομίζουν ότι τώρα δεν θα τους λείψη
τίποτε από όσα σκέπτονται να κάμουν”.
Γεν. 11,7 δεῦτε καὶ
καταβάντες συγχέωμεν αὐτῶν ἐκεῖ τὴν γλῶσσαν,
ἵνα μὴ ἀκούσωσιν ἕκαστος τὴν φωνὴν τοῦ
πλησίον.
Γεν. 11,7 Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “εμπρός ας
καταβώμεν εκεί και ας επιφέρωμεν σύγχυσιν εις την γλώσσαν των, ώστε να μην
εννοή ο ένας την γλώσσαν του άλλου”. Ετσι και έγινε.
Γεν. 11,8 καὶ διέσπειρεν αὐτοὺς
Κύριος ἐκεῖθεν ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς,
καὶ ἐπαύσαντο οἰκοδομοῦντες τὴν πόλιν καὶ τὸν
πύργον.
Γεν. 11,8 Με την σύγχυσιν δε αυτήν των γλωσσών και την
αδυναμίαν των να συνεννοούνται μεταξύ των οι άνθρωποι, τους ηνάγκασεν ο Θεός να
ξεχωρισθούν εις ομάδας μεταξύ των, να διασκορπισθούν εις όλην την γην και να
παύσουν πλέον να οικοδομούν την υπερήφανον πόλιν και τον πύργον των.
Γεν. 11,9 διὰ τοῦτο ἐκλήθη
τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῖ
συνέχεε Κύριος τὰ χείλη πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐκεῖθεν
διέσπειρεν αὐτοὺς Κύριος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς.
Γεν. 11,9 Δια τούτο και εκλήθη το όνομα της περιοχής αυτής
“Συγχυσις”, διότι εκεί επέφερεν ο Θεός σύγχυσιν εις τας γλώσσας των ανθρώπων
και διεσκόρπισεν αυτούς εις όλην την γην.
Γεν. 11,10 Καὶ αὗται αἱ
γενέσεις Σήμ. καί ἦν Σὴμ υἱὸς ἑκατὸν ἐτῶν,
ὅτε ἐγέννησε τὸν Ἀρφαξάδ, δευτέρου ἔτους μετὰ
τὸν κατακλυσμόν.
Γεν. 11,10 Οι απόγονοι του Σημ ήσαν οι εξής. Ο Σημ εις ηλικίαν
εκατόν ετών, και κατά το δεύτερον έτος μετά τον κατακλυσμόν, απέκτησεν υιόν τον
Αρφαξάδ.
Γεν. 11,11 καὶ ἔζησε Σὴμ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἀρφαξὰδ
ἔτη πεντακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,11 Μετά δε την γέννησιν του Αρφαξάδ έζησεν ο Σημ
πεντακόσια ακόμη έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε.
Γεν. 11,12 Καὶ ἔζησεν Ἀρφαξὰδ
ἑκατὸν τριάκοντα πέντε ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Καϊνᾶν.
Γεν. 11,12 Ο δε Αρφαξάδ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα πέντε
ετών απέκτησεν υιόν τον Καϊνάν.
Γεν. 11,13 καὶ ἔζησεν Ἀρφαξὰδ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Καϊνᾶν ἔτη
τετρακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ
ἀπέθανε. Καὶ ἔζησε Καϊνᾶν ἑκατὸν καὶ
τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν Σαλά. καὶ ἔζησε
Καϊνᾶν μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τόν Σαλὰ
ἔτη τριακόσια τριάκοντα καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,13 Μετά δε την γέννησιν του Καϊνάν έζησε τετρακόσια
ακόμη έτη, απέκτησε υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε. Ο Καϊνάν εις
ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησεν υιόν τον Σαλά. Εζησε δε ο Καϊνάν μετά
την γέννησιν του Σαλά τριακόσια τριάκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας
και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,14 Καὶ ἔζησε
Σαλὰ ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ἕβερ.
Γεν. 11,14 Εζησεν ο Σαλά εκατόν τριάκοντα έτη και απέκτησεν
υιόν τον Εβερ.
Γεν. 11,15 καὶ ἔζησε
Σαλὰ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ἕβερ
τριακόσια τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,15 Μετά δε την γέννησιν του Εβερ έζησε τριακόσια
τριάκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανε.
Γεν. 11,16 Καὶ ἔζησεν Ἕβερ
ἑκατὸν τριάκοντα τέσσαρα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Φαλέγ.
Γεν. 11,16 Ο Εβερ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα τεσσάρων ετών απέκτησεν
υιόν τον Φαλέγ.
Γεν. 11,17 καί ἔζησεν Ἕβερ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Φαλὲγ ἔτη
διακόσια ἑβδομήκοντα καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ
θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,17 Μετά δε την γέννησιν του Φαλέγ έζησεν ο Εβερ
διακόσια εβδομήκοντα έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,18 Καὶ ἔζησε
Φαλὲγ τριάκοντα καὶ ἑκατὸν ἔτη καὶ ἐγέννησε
τὸν Ῥαγαῦ.
Γεν. 11,18 Ο Φαλέγ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησεν
υιόν τον Ραγαύ.
Γεν. 11,19 καὶ ἔζησε
Φαλὲγ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ῥαγαῦ
ἐννέα καὶ διακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱούς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,19 Μετά δε την γέννησιν του Ραγαύ έζησεν ο Φαλέγ
διακόσια εννέα έτη, απέκτησε υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11,20 Καὶ ἔζησε Ῥαγαῦ
ἑκατὸν τριάκοντα καὶ δύο ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Σερούχ.
Γεν. 11,20 Ο Ραγαύ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα δύο ετών
απέκτησεν υιόν τον Σερούχ.
Γεν. 11,21 καὶ ἔζησε Ῥαγαῦ
μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Σεροὺχ
διακόσια ἑπτὰ ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,21 Εζησε δε μετά την γέννησιν του Σερούχ διακόσια επτά
έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανε.
Γεν. 11,22 καὶ ἔζησε
Σεροὺχ ἑκατὸν τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν
Ναχώρ.
Γεν. 11,22 Ο Σερούχ εις ηλικίαν εκατόν τριάκοντα ετών απέκτησε
υιόν, τον Ναχώρ.
Γεν. 11,23 Καὶ ἔζησε
Σερούχ, μετὰ τό γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Ναχώρ, ἔτη
διακόσια καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας καὶ
ἀπέθανε.
Γεν. 11,23 Μετά δε την γέννησιν του Ναχώρ έζησεν ο Σερούχ
διακόσια έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και κατόπιν απέθανεν.
Γεν. 11,24 Καὶ ἔζησε
Ναχὼρ ἔτη ἑκατὸν ἑβδομήκοντα ἐννέα καὶ
ἐγέννησε τὸν Θάρα.
Γεν. 11,24 Ο Ναχώρ εις ηλικίαν εκατόν εβδομήκοντα εννέα ετών
απέκτησεν υιόν τον Θαρα.
Γεν. 11,25 καὶ ἔζησε
Ναχώρ, μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν Θάρα, ἔτη
ἑκατὸν εἰκοσιπέντε καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς
καὶ θυγατέρας καὶ ἀπέθανε.
Γεν. 11,25 Μετά δε την γέννησιν του Θαρα έζησεν ακόμη εκατόν
είκοσι πέντε έτη, απέκτησεν υιούς και θυγατέρας και έπειτα απέθανεν.
Γεν. 11 ,26 Καὶ ἔζησε
Θάρα ἑβδομήκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησε τὸν Ἅβραμ
καὶ τὸν Ναχὼρ καὶ τὸν Ἀῤῥάν.
Γεν. 11,26 Ο Θαρα εις ηλικίαν εβδομήκοντα ετών απέκτησεν υιόν
τον Αβραμ, τον Ναχώρ και τον Αρράν.
Γεν. 11,27 Αὗται αἱ
γενέσεις Θάρα· Θάρα ἐγέννησε τὸν Ἅβραμ καὶ τὸν
Ναχὼρ καὶ τὸν Ἀῤῥάν, καὶ Ἀῤῥὰν
ἐγέννησε τὸν Λώτ.
Γεν. 11,27 Οι απόγονοι του Θαρα είναι οι εξής. Ο Θαρα εγέννησε
τον Αβραμ, τον Ναχώρ και τον Αρράν· ο Αρράν απέκτησεν υιόν τον Λωτ.
Γεν. 11,28 καὶ ἀπέθανεν
Ἀῤῥὰν ἐνώπιον Θάρα τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἐγεννήθη, ἐν τῇ χώρᾳ
τῶν Χαλδαίων.
Γεν. 11,28 Ο Αρράν απέθανεν εις την χώραν των Χαλδαίων, όπου
είχε γεννηθή, ενώ ακόμη έζη ο πατήρ αυτού ο Θαρα.
Γεν. 11,29 καὶ ἔλαβον Ἅβραμ
καὶ Ναχὼρ ἑαυτοῖς γυναῖκας· ὄνομα τῇ
γυναικὶ Ἅβραμ Σάρα, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ
Ναχὼρ Μελχά, θυγάτηρ Ἀῤῥὰν καὶ πατὴρ
Μελχὰ καὶ πατὴρ Ἰεσχά.
Γεν. 11,29 Οι δύο άλλοι υιοί του Θαρα, ο Αβραμ και ο Ναχώρ
έλαβον συζύγους. Το όνομα της γυναικός του Αβραμ ήτο Σαρα και το όνομα της
γυναικός του Ναχώρ ήτο Μελχά. Η δε Μελχά ήτο θυγάτηρ του Αρράν, ο οποίος ήτο
πατήρ της Μελχά και της Ιεσχά.
Γεν. 11,30 καὶ ἦν Σάρα
στεῖρα καὶ οὐκ ἐτεκνοποίει.
Γεν. 11,30 Η δε Σαρα ήτο στείρα και δεν ετεκνοποιούσε.
Γεν. 11,31 καὶ ἔλαβε
Θάρα τὸν Ἅβραμ υἱὸν αὐτοῦ καὶ τὸν
Λὼτ υἱὸν Ἀῤῥάν, υἱὸν τοῦ
υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ τὴν Σάραν τὴν νύμφην
αὐτοῦ, γυναῖκα Ἅβραμ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ,
καὶ ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐκ τῆς χώρας τῶν
Χαλδαίων πορευθῆναι εἰς γῆν Χαναὰν καὶ ἦλθον
ἕως Χαῤῥὰν καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ.
Γεν. 11,31 Ελαβε δε ο Θαρα τον υιόν αυτού τον Αβραμ και τον
έγγονόν του Λωτ, υιόν του υιού του Αρράν, την νύμφην αυτού την Σαραν, σύζυγον
του παιδιού του Αβραμ, και έβγαλεν αυτούς από την χώραν των Χαλδαίων με τον
σκοπόν να μεταβούν και κατοικήσουν εις την γην Χαναάν. Εφθασαν εις την Χαρράν
και εγκατεστάθησαν εκεί.
Γεν. 11,32 καὶ ἐγένοντο
πᾶσαι αἱ ἡμέραι Θάρα ἐν γῇ Χαῤῥὰν
διακόσια πέντε ἔτη, καὶ ἀπέθανε Θάρα ἐν Χαῤῥάν.
Γεν. 11,32 Ο Θαρα έφθασεν εις την ηλικίαν των διακοσίων πέντε
ετών και απέθανεν εις την Χαρράν.
ΓΕΝΕΣΙΣ
12
Γεν. 12,1 Καὶ εἶπε
Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου
καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου
τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἣν
ἄν σοι δείξω·
Γεν. 12,1 Τοτε είπεν ο Κυριος στον Αβραμ· “έβγα από την
πατρίδα σου, από τους συγγενείς σου και τον πατρικόν σου οίκον, και ξεκίνα και
πήγαινε εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα σου δείξω.
Γεν. 12,2 καὶ ποιήσω σε εἰς
ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά
σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος·
Γεν. 12,2 Θα σε κάμω δε γενάρχην μεγάλου έθνους, θα σου δώσω
πλουσίας τας υλικάς και πνευματικάς ευλογίας μου, θα καταστήσω ένδοξον το όνομά
σου και έτσι θα είσαι πλούσιος και δοξασμένος εν μέσω των ανθρώπων.
Γεν. 12,3 καὶ εὐλογήσω
τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε
καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται ἐν σοὶ πᾶσαι
αἱ φυλαὶ τῆς γῆς.
Γεν. 12,3 Θα ευλογήσω δε εκείνους, οι οποίοι θα σε σέβωνται
και θα σε τιμούν, θα καταρασθώ δε εκείνους οι οποίοι θα σε υβρίζουν και θα σε
πολεμούν. Και το σπουδαιότερον, ότι δι' ενός από τους απογόνους σου θα
ευλογηθούν όλαι αι φυλαί της γης”.
Γεν. 12,4 καὶ ἐπορεύθη
Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ᾤχετο
μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν
ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαῤῥάν.
Γεν. 12,4 Υπήκουσεν ο Αβραμ και ανεχώρησεν από την Χαρράν,
όπως του είχεν είπει ο Κυριος. Μαζή του δε ανεχώρησε και ο Λωτ. Οταν δε ο Αβραμ
ανεχώρησεν από την Χαρράν δια την Χαναάν, ήτο εβδομήκοντα πέντε ετών.
Γεν. 12,5 καὶ ἔλαβεν Ἅβραμ
Σάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν
τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα
αὐτῶν, ὅσα ἐκτήσαντο, καὶ πᾶσαν ψυχήν, ἣν
ἐκτήσαντο ἐκ Χαῤῥάν, καὶ ἐξήλθοσαν πορευθῆναι
εἰς γῆν Χαναάν.
Γεν. 12,5 Επήρε μαζή τοο ο Αβραμ την γυναίκα αυτού την
Σαραν, το παιδί του αδελφού του τον Λωτ, όλους τους δούλους και όλα τα
υπάρχοντά των όσα είχον αποκτήσει εις Χαρράν, και έφυγον από την πόλιν Χαρράν,
δια να μεταβούν εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 12,6 καὶ διώδευσεν Ἅβραμ
τὴν γῆν εἰς τὸ μῆκος αὐτῆς ἕως
τοῦ τόπου Συχέμ, ἐπὶ τὴν δρῦν τὴν ὑψηλήν·
οἱ δὲ Χαναναῖοι τότε κατῴκουν τὴν γῆν.
Γεν. 12,6 Ο Αβραμ διεπέρασε κατά μήκος από βορρά προς νότον
την Χαναάν μέχρι του τόπου της Συχέμ, πλησίον της τοποθεσίας, της λεγομένης
“υψηλή δρυς”. Οι Χαναναίοι δέ, οι απόγονοι δηλαδή του Χαμ, κατοικούσαν τότε την
περιοχήν αυτήν.
Γεν. 12,7 καὶ ὤφθη
Κύριος τῷ Ἅβραμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· τῷ
σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην. καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ
Ἅβραμ θυσιαστήριον Κυρίῳ τῷ ὀφθέντι αὐτῷ.
Γεν. 12,7 Εκεί εφανερώθηκε ο Κυριος στον Αβραμ και του
είπεν· “αυτήν όλην την χώραν θα την δώσω στους απογόνους σου”. Ο Αβραμ,
ευγνώμων προς τον Θεόν και δια τον λόγον ότι εκεί εφανερώθηκε εις αυτόν ο
Κυριος, έκτισε προς τιμήν Αυτού θυσιαστήριον.
Γεν. 12,8 καὶ ἀπέστη ἐκεῖθεν
εἰς τὸ ὄρος κατὰ ἀνατολὰς Βαιθὴλ καὶ
ἔστησεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, Βαιθὴλ
κατὰ θάλασσαν καὶ Ἀγγαὶ κατὰ ἀνατολάς·
καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ
καὶ ἐπεκαλέσατο ἐπὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου.
Γεν. 12,8 Ανεχώρησεν από την τοποθεσίαν αυτήν ο Αβραμ,
μετέβη εις κάποιο όρος ανατολικά της Βαιθήλ και έστησε την σκηνήν του μεταξύ
της Βαιθήλ, η οποία ευρίσκετο προς δυσμάς εις την θάλασσαν και της Αγγαί, η
οποία ευρίσκετο προς ανατολάς. Εκτισε δε εκεί θυσιαστήριον προς τον Κυριον, του
οποίου και επεκαλέσθη το όνομα.
Γεν. 12,9 καὶ ἀπῇρεν
Ἅβραμ καὶ πορευθεὶς ἐστρατοπέδευσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Γεν. 12,9 Αλλά και από εκεί ανεχώρησεν ο Αβραμ και
εγκατεστάθη νοτιώτερα εις την έρημον περιοχήν.
Γεν. 12,10 Καὶ ἐγένετο
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ κατέβη Ἅβραμ εἰς
Αἴγυπτον παροικῆσαι ἐκεῖ, ὅτι ἐνίσχυσεν ὁ
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 12,10 Τοτε δε έγινε λιμός και ήλθε πείνα εις την Χαναάν.
Δι' αυτό ο Αβραμ κατέβηκε εις την Αίγυπτον, δια να κατοικήση εκεί, επειδή ήτο
μεγάλη η πείνα εις την χώραν Χαναάν.
Γεν. 12,11 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἤγγισεν Ἅβραμ εἰσελθεῖν εἰς Αἴγυπτον, εἶπεν
Ἅβραμ Σάρᾳ τῇ γυναικί· γινώσκω ἐγώ, ὅτι γυνὴ
εὐπρόσωπος εἶ·
Γεν. 12,11 Οταν δε επλησίαζε να εισέλθη εις την Αίγυπτον,
είπεν εις την Σαραν την συζυγόν του· “εγώ γνωρίζω καλά ότι είσαι εύμορφη γυνή.
Γεν. 12,12 ἔσται οὖν, ὡς
ἂν ἴδωσί σε οἱ Αἰγύπτιοι, ἐροῦσιν ὅτι
γυνὴ αὐτοῦ ἐστιν αὐτή, καὶ ἀποκτενοῦσί
με, σὲ δὲ περιποιήσονται.
Γεν. 12,12 Υπάρχει φόβος, όταν σε ιδουν οι Αιγύπτιοι, να είπουν
ότι η γυναίκα αυτή είναι σύζυγός του. Τοτε εμέ μεν θα φονεύσουν, σε δε θα
περιποιηθούν.
Γεν. 12,13 εἰπὸν οὖν,
ὅτι ἀδελφὴ αὐτοῦ εἰμι, ὅπως ἂν
εὖ μοι γένηται διὰ σέ, καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν
σου.
Γεν. 12,13 Δια τούτο είπε ότι είμαι αδελφή του, ώστε χάριν σου
να εύρω και εγώ μίαν ευμενή υποδοχήν, να διαφύγω τον θάνατον και να ζήσω χάρις
εις σέ”.
Γεν. 12,14 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
εἰσῆλθεν Ἅβραμ εἰς Αἴγυπτον, ἰδόντες οἱ
Αἰγύπτιοι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, ὅτι καλὴ
ἦν σφόδρα,
Γεν. 12,14 Πράγματι· όταν ο Αβραμ εισήλθεν εις την Αίγυπτον,
είδον οι Αιγύπτιοι την σύζυγόν του, ότι ήτο ωραιοτάτη.
Γεν. 12,15 καὶ εἶδον αὐτὴν
οἱ ἄρχοντες Φαραὼ καὶ ἐπῄνεσαν αὐτὴν
πρὸς Φαραὼ καὶ εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὸν
οἶκον Φαραώ·
Γεν. 12,15 Και οι άρχοντες ακόμη του Φαραώ την είδον, επήνεσαν
αυτήν προς τον Φαραώ και την ωδήγησαν εις τα ανάκτορά του.
Γεν. 12,16 καὶ τῷ Ἅβραμ
εὖ ἐχρήσαντο δι᾿ αὐτήν, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ
πρόβατα καὶ μόσχοι καὶ ὄνοι καὶ παῖδες καὶ
παιδίσκαι καὶ ἡμίονοι καὶ κάμηλοι.
Γεν. 12,16 Χαριν δε αυτής υπεδέχθησαν με ευμένειαν και
επεριποιήθησαν τον Αβραμ, ώστε αυτός να αποκτήση πρόβατα και μόσχους και όνους
και δούλους και δούλας και ημιόνους και καμήλους.
Γεν. 12,17 καὶ ἤτασεν ὁ
Θεὸς τὸν Φαραὼ ἐτασμοῖς μεγάλοις καὶ πονηροῖς
καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ περὶ Σάρας τῆς
γυναικὸς Ἅβραμ.
Γεν. 12,17 Ο Θεός όμως ετιμώρησε και εβασάνισε τον Φαραώ με
πολλάς και οδυνηράς θλίψεις αυτόν και την οικογένειάν του δια τας απρεπείς
διαθέσεις που είχε προς την Σαραν, την γυναίκα του Αβραμ.
Γεν. 12,18 καλέσας δὲ Φαραὼ
τὸν Ἅβραμ εἶπε· τί τοῦτο ἐποίησάς μοι, ὅτι
οὐκ ἀπήγγειλάς μοι, ὅτι γυνή σου ἐστίν;
Γεν. 12,18 Ο Φαραώ αντιληφθείς την αιτίαν των δοκιμασιών
εκείνων εκάλεσε τον Αβραμ και του είπε· “τι είναι αυτό το οποίον μου έκαμες;
Διατί δεν μου ανήγγειλες ότι αυτή είναι σύζυγός σου;
Γεν. 12,19 ἱνατί εἶπας
ὅτι ἀδελφή μου ἐστί; καὶ ἔλαβον αὐτὴν
ἐμαυτῷ γυναῖκα, καὶ νῦν ἰδοὺ ἡ
γυνή σου ἔναντί σου· λαβὼν ἀπότρεχε.
Γεν. 12,19 Διατί μου είπες ότι είναι αδελφή σου και έλαβον
αυτήν ως σύζυγόν μου; Και τώρα ιδού η σύζυγός σου είναι ενώπιόν σου. Παρε την
και φύγε έξω από την Αίγυπτον”.
Γεν. 12,20 καὶ ἐνετείλατο
Φαραὼ ἀνδράσι περὶ Ἅβραμ συμπροπέμψαι αὐτὸν
καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ πάντα, ὅσα ἦν
αὐτῷ.
Γεν. 12,20 Διέταξε δε ο Φαραώ μερικούς άνδρας να πορευθούν και
να προπέμψουν τιμητικώς εκτός της Αιγύπτου τον Αβραμ, την γυναίκα του και όλα
τα υπάρχοντά του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
13
Γεν. 13,1 Ἀνέβη δὲ Ἅβραμ
ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ
καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ Λὼτ μετ᾿ αὐτοῦ,
εἰς τὴν ἔρημον.
Γεν. 13,1 Ο Αβραμ και η σύζυγός του με όλα τα υπάρχοντά των
και ο Λωτ μαζή με αυτόν, έφυγον από την Αίγυπτον και ήλθον εις την έρημον
περιοχήν, εις τα νότια μέρη της Χαναάν.
Γεν. 13,2 Ἅβραμ δὲ ἦν
πλούσιος σφόδρα κτήνεσι καὶ ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ.
Γεν. 13,2 Ητο δε ο Αβραμ πολύ πλούσιος εις ζώα, εις άργυρον
και εις χρυσόν.
Γεν. 13,3 καὶ ἐπορεύθη
ὅθεν ἦλθεν εἰς τὴν ἔρημον ἕως Βαιθήλ, ἕως
τοῦ τόπου, οὗ ἦν ἡ σκηνὴ αὐτοῦ τὸ
πρότερον, ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ καὶ ἀνὰ μέσον Ἀγγαί,
Γεν. 13,3 Από δε την έρημον αυτήν επορεύθησαν έως εις την
Βαιθήλ και άκριβώς στο μέρος εκείνο, όπου προηγουμένως ο Αβραμ είχε στήσει την
σκηνήν του, μεταξύ Βαιθήλ και Αγγαί·
Γεν. 13,4 εἰς τὸν
τόπον τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησεν ἐκεῖ τὴν
ἀρχήν· καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ Ἅβραμ τὸ
ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Γεν. 13,4 εις την τοποθεσίαν, όπου έκτισεν, αμέσως μόλις
είχε φθάσει προηγουμένως, θυσιαστήριον προς τιμήν του Θεού, του οποίου το όνομα
είχεν επικαλεσθή.
Γεν. 13,5 καὶ Λὼτ τῷ
συμπορευομένῳ μετὰ Ἅβραμ ἦν πρόβατα καὶ βόες καὶ
σκηναί.
Γεν. 13,5 Και ο Λωτ, ο οποίος συνεπορεύετο μαζή με τον
Αβραμ, είχεν επίσης πρόβατα και βόδια και ιδικόν του υπηρετικόν προσωπικόν,
σκηνίτας.
Γεν. 13,6 καὶ οὐκ ἐχώρει
αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα, ὅτι ἦν
τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν πολλά, καὶ οὐκ ἐχώρει
αὐτοὺς ἡ γῆ κατοικεῖν ἅμα.
Γεν. 13,6 Επειδή δε τα πρόβατα, τα ζώα και τα αλλά υπάρχοντα
του Αβραμ και του Λωτ, ήσαν πολλά και δεν τα εχωρούσε όλα μαζή η περιοχή
εκείνη,
Γεν. 13,7 καὶ ἐγένετο
μάχη ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ Ἅβραμ
καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων τῶν κτηνῶν τοῦ
Λώτ· οἱ δὲ Χαναναῖοι καὶ οἱ Φερεζαῖοι
τότε κατῴκουν τὴν γῆν.
Γεν. 13,7 έγινε φιλονεικία μεταξύ των ποιμένων του Αβραμ
και των ποιμένων του Λωτ. Τοτε δε κατοικούσαν την Χαναάν εκτός των Χαναναίων
και οι Φερεζαίοι.
Γεν. 13,8 εἶπε δὲ Ἅβραμ
τῷ Λώτ· μὴ ἔστω μάχη ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων μου καὶ
ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων σου, ὅτι ἄνθρωποι ἀδελφοί
ἐσμεν ἡμεῖς.
Γεν. 13,8 Είπε δε ο ειρηνικός Αβραμ στον Λωτ· “δεν πρέπει να
υπάρχουν φιλονεικίαι και έριδες μεταξύ μας ούτε μεταξύ των ποιμένων μου και των
ποιμένων σου, διότι ημείς είμεθα συγγενείς, είμεθα αδελφοί.
Γεν. 13,9 οὐκ ἰδοὺ
πᾶσα ἡ γῆ ἐναντίον σου ἐστί; διαχωρίσθητι ἀπ᾿
ἐμοῦ· εἰ σὺ εἰς ἀριστερά, ἐγὼ
εἰς δεξιά· εἰ δὲ σὺ εἰς δεξιά, ἐγὼ
εἰς ἀριστερά.
Γεν. 13,9 Διατί να φιλονεικούμεν; Εις την διάθεσίν μας δεν
ευρίσκεται όλη αυτή η χώρα; Λοιπόν ας χωρισθώμεν. Πηγαινε συ, όπου θέλεις. Εάν
μεταβής εις αριστερά, εγώ θα πορευθώ εις τα δεξιά εάν συ υπάγης δεξιά, εγώ θα
προχωρήσω αριστερά”.
Γεν. 13,10 καὶ ἐπάρας
Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε
πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν
ποτιζομένη πρὸ τοῦ καταστρέψαι τὸν Θεὸν Σόδομα καὶ
Γόμοῤῥα, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ καὶ
ὡς ἡ γῆ Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν εἰς
Ζόγορα.
Γεν. 13,10 Ο Λωτ εσηκωσε τα μάτια του, επεθεώρησε με προσοχήν
την περίχωρον του Ιορδάνου. Είδεν ότι όλη αυτή μέχρι Ζογορα εποτίζετο και είχε
πλουσίαν βλάστησιν, και ότι, πριν ο Θεός καταστρέψη τα Σοδομα και Γομορρα,
εφαίνετο σαν παράδεισος του Θεού και σαν την χώραν της Αιγύπτου που ποτίζεται
από τον Νείλον ποταμόν,
Γεν. 13,11 καὶ ἐξελέξατο
ἑαυτῷ Λὼτ πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου,
καὶ ἀπῇρε Λὼτ ἀπὸ ἀνατολῶν, καὶ
διεχωρίσθησαν ἕκαστος ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Γεν. 13,11 και επροτίμησεν όλην αυτήν την περίχωρον του
Ιορδάνου. Επήρε τα υπάρχοντά του και μετέβη προς ανατολάς. Ετσι δε εχωρίσθησαν
μεταξύ των οι δύο αυτοί συγγενείς, ο θείος και ανεψιός.
Γεν. 13,12 Ἅβραμ δὲ
κατῴκησεν ἐν γῇ Χαναάν, Λὼτ δὲ κατῴκησεν ἐν
πόλει τῶν περιχώρων καὶ ἐσκήνωσεν ἐν Σοδόμοις·
Γεν. 13,12 Ο Αβραμ έμεινε και κατώκησεν εις την γην Χαναάν, ο δε
Λωτ εις μίαν πόλιν πέραν από τα μέρη του Ιορδάνου και έστησε την σκηνήν του εις
τα Σοδομα.
Γεν. 13,13 οἱ δὲ ἄνθρωποι
οἱ ἐν Σοδόμοις πονηροὶ καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐναντίον
τοῦ Θεοῦ σφόδρα.
Γεν. 13,13 Οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν πάρα πολύ πονηροί και
αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού.
Γεν. 13,14 Ὁ δὲ Θεὸς
εἶπε τῷ Ἅβραμ μετὰ τὸ διαχωρισθῆναι τὸν
Λὼτ ἀπ᾿ αὐτοῦ· ἀνάβλεψον τοῖς ὀφθαλμοῖς
σου καὶ ἴδε ἀπὸ τοῦ τόπου, οὗ νῦν σύ
εἶ, πρὸς βοῤῥᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς
καὶ θάλασσαν·
Γεν. 13,14 Αφού ο Λωτ, ιδιοτελώς σκεπτόμενος, εχωρίσθη από τον
Αβραμ, είπεν ο Θεός στον πράον και μεγαλόκαρδον Αβραμ· “σήκωσε τα βλέμματά σου,
ίδε ολόγυρα από τον τόπον όπου τώρα ευρίσκεσαι, προς Βορράν και Νοτον, προς
Ανατολάς και Δυσμάς,
Γεν. 13,15 ὅτι πᾶσαν τὴν
γῆν, ἣν σὺ ὁρᾷς, σοὶ δώσω αὐτὴν
καὶ τῷ σπέρματί σου ἕως αἰῶνος.
Γεν. 13,15 διότι όλην αυτήν την γην, την οποίαν βλέπεις, θα
την δώσω εις σε και στους απογόνους σου στους αιώνας.
Γεν. 13,16 καὶ ποιήσω τὸ
σπέρμα σου ὡς τὴν ἄμμον τῆς γῆς· εἰ
δύναταί τις ἐξαριθμῆσαι τὴν ἄμμον τῆς γῆς,
καὶ τὸ σπέρμα σου ἐξαριθμηθήσεται.
Γεν. 13,16 Και θα πληθύνω τους απογόνους σου ωσάν την άμμον
της γης. Εάν κανείς ημπορή να μετρήση την άμμον της θαλάσσης θα δυνηθή να
μετρήση και τους ιδικούς σου απογόνους.
Γεν. 13,17 ἀναστὰς
διόδευσον τὴν γῆν εἴς τε τὸ μῆκος αὐτῆς
καὶ εἰς τὸ πλάτος, ὅτι σοὶ δώσω αὐτὴν
καὶ τῷ σπέρματί σου εἰς τὸν αἰῶνα.
Γεν. 13,17 Σηκω, διόδευσε την χώραν αυτήν κατά μήκος και κατά
πλάτος, δια να την γνωρίσης καλά, διότι εις σε και στους απογόνους σου θα την
δώσω ως παντοτεινήν κατοικίαν σας”.
Γεν. 13,18 καὶ ἀποσκηνώσας
Ἅβραμ, ἐλθὼν κατῴκησε παρὰ τὴν δρῦν τὴν
Μαμβρῆ, ἣ ἦν ἐν Χεβρώμ, καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ
θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ.
Γεν. 13,18 Επειτα από αυτά ο Αβραμ εσήκωσε την σκηνήν του,
επήρε τα υπάρχοντά του και ελθών εγκατεστάθη πλησίον εις την δρυν Μαμβρή, η
οποία ευρίσκετο εις την Χεβρών, εκεί και έκτισε θυσιαστήριον προς τιμήν του
Κυρίου.
ΓΕΝΕΣΙΣ
14
Γεν. 14,1 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ βασιλείᾳ τῇ Ἀμαρφὰλ βασιλέως Σενναάρ, καὶ
Ἀριὼχ βασιλέως Ἐλλασάρ, Χοδολλογομὸρ βασιλεὺς Ἐλὰμ
καὶ Θαργὰλ βασιλεὺς ἐθνῶν
Γεν. 14,1 Τοτε βασιλεύς της Σενναάρ ήτο ο Αμαρφάλ, βασιλεύς
της Ελλασάρ ήτο ο Αριώχ, βασιλεύς της Ελάμ ήτο ο Χοδολλογομόρ και βασιλεύς των
εθνών ήτο ο Θαργάλ.
Γεν. 14,2 ἐποίησαν πόλεμον
μετὰ Βαλλὰ βασιλέως Σοδόμων καὶ μετὰ Βαρσὰ
βασιλέως Γομόῤῥας καὶ μετὰ Σενναὰρ βασιλέως Ἀδαμὰ
καὶ μετὰ Συμοβὸρ βασιλέως Σεβωείμ, καὶ βασιλέως Βαλάκ
(αὕτη ἐστὶ Σηγώρ).
Γεν. 14,2 Αυτοί εκήρυξαν πόλεμον εναντίον του Βαλλά,
βασιλέως των Σοδόμον, εναντίον του Βαρσά βασιλέως της Γομόρρας, εναντίον
Σενναάρ βασιλέως Αδαμά, εναντίον Συμοβόρ βασιλέως Σεβωείμ και εναντίον του
βασιλέως της Βαλάκ, η οποία Βαλάκ είναι η ίδια με την Σηγώρ,
Γεν. 14,3 πάντες οὗτοι
συνεφώνησαν ἐπὶ τὴν φάραγγα τὴν ἁλυκὴν (αὕτη
ἡ θάλασσα τῶν ἁλῶν).
Γεν. 14,3 Οι πέντε αυτοί βασιλείς συνεκεντρώθησαν, με τα στρατεύματά
των εις την φάραγγα, η οποία ελέγετο αλμυρά (αυτή είναι η θάλασσα των αλάτων).
Γεν. 14,4 δώδεκα ἔτη αὐτοὶ
ἐδούλευσαν τῷ Χοδολλογομόρ, τῷ δὲ τρισκαιδεκάτῳ ἔτει
ἀπέστησαν.
Γεν. 14,4 Οι πέντε αυτοί βασιλείς επί δώδεκα έτη ήσαν δούλοι
στον Χοδολλογομόρ. Κατά δε το δέκατον τρίτον έτος επανεστάτησαν.
Γεν. 14,5 ἐν δὲ τῷ
τεσσαρεσκαιδεκάτῳ ἔτει ἦλθε Χοδολλογομὸρ καὶ οἱ
βασιλεῖς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέκοψαν τοὺς
γίγαντας τοὺς ἐν Ἀσταρὼθ καὶ Καρναΐν, καὶ ἔθνη
ἰσχυρὰ ἅμα αὐτοῖς καὶ τοὺς Ὀμμαίους
τοὺς ἐν Σαυῇ τῇ πόλει
Γεν. 14,5 Κατά το δέκατον τέταρτον όμως έτος επήλθεν
εναντίον αυτών ο Χοδολλογομόρ και μαζή με αυτόν οι σύμμαχοί του βασιλείς και
κατέκοψαν τους γίγαντας της πόλεως Ασταρώθ και Καρναΐν, μαζή δε με αυτούς και
άλλα έθνη ισχυρά, τους Ομμαίους της πόλεως Σαυή,
Γεν. 14,6 καὶ τοὺς Χοῤῥαίους
τοὺς ἐν τοῖς ὄρεσι Σηείρ, ἕως τῆς
τερεβίνθου τῆς Φαράν, ἥ ἐστιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Γεν. 14,6 τους Χορραίρυς των ορέων Σηείρ μέχρι της
τερεβίνθου της Φαράν, η οποία ευρίσκεται εις την έρημον, εις τα νότια μέρη της
Χαναάν.
Γεν. 14,7 καὶ ἀναστρέψαντες
ἦλθον ἐπὶ τὴν πηγὴν τῆς κρίσεως (αὕτη
ἐστὶ Κάδης) καὶ κατέκοψαν πάντας τοὺς ἄρχοντας Ἀμαλὴκ
καὶ τοὺς Ἀμοῤῥαίους τοὺς κατοικοῦντας
ἐν Ἀσασονθαμάρ.
Γεν. 14,7 Οι τέσσαρες αυτοί πολεμισταί βασιλείς επέστρεψαν
από την περιοχήν Φαράν, ήλθον εις την “Πηγήν της Κρίσεως”, δηλαδή εις την
Καδης, και εκεί κατέκοψαν όλους τους άρχοντας των Αμαληκιτών και τους
Αμορραίους, οι οποίοι κατοικούσαν εις Ασασονθαμάρ, κοντά εις την Νεκράν
Θαλασσαν.
Γεν. 14,8 ἐξῆλθε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ
βασιλεὺς Ἀδαμὰ καὶ βασιλεὺς Σεβωεὶμ καὶ
βασιλεὺς Βαλάκ (αὕτη ἐστὶ Σηγώρ) καὶ παρετάξαντο
αὐτοῖς εἰς πόλεμον ἐν τῇ κοιλάδι τῇ ἁλυκῇ,
Γεν. 14,8 Τοτε οι πέντε βασιλείς, δηλαδή ο βασιλεύς Σοδόμων,
ο βασιλεύς Γομόρρας, ο βασιλεύς Αδαμά, ο βασιλεύς Σεβωείμ και ο βασιλεύς της
Βαλάκ (αυτή είναι η πόλις Σηγώρ) εξήλθον και παρετάχθησαν εις την κοιλάδα την
αλμυράν, δια να πολεμήσουν
Γεν. 14,9 πρὸς Χοδολλογομὸρ
βασιλέα Ἐλὰμ καὶ Θαργὰλ βασιλέα ἐθνῶν καὶ
Ἀμαρφὰλ βασιλέα Σενναὰρ καὶ Ἀριὼχ βασιλέα Ἐλλασάρ,
οἱ τέσσαρες βασιλεῖς πρὸς τοὺς πέντε.
Γεν. 14,9 εναντίον των τεσσάρων βασιλέων, ήτοι εναντίον του
Χοδολλογομόρ βασιλέως Ελάμ, εναντίον Θαργάλ βασιλέως των εθνών, εναντίον
Αμαρφάλ βασιλέως Σενναάρ και εναντίον Αριώχ βασιλέως Ελλασάρ. Οι τέσσαρες αυτοί
τελευταίοι βασιλείς αντιπαρετάχθησαν εναντίον των πέντε βασιλέων.
Γεν. 14,10 ἡ δὲ κοιλὰς
ἡ ἁλυκή, φρέατα ἀσφάλτου. ἔφυγε δὲ βασιλεὺς
Σοδόμων καὶ βασιλεὺς Γομόῤῥας καὶ ἐνέπεσαν ἐκεῖ,
οἱ δὲ καταλειφθέντες εἰς τὴν ὀρεινὴν ἔφυγον.
Γεν. 14,10 Η αλμυρά εκείνη κοιλάς είχε φρέατα ασφάλτου.
Γενομένης μάχης μεταξύ των αντιπάλων μερών ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ο
βασιλεύς των Σοδόμων και ο βασιλεύς της Γομόρρας, οι οποίοι όμως ενέπεσαν εις
τα εκεί φρέατα. Οι υπόλοιποι έφυγον εις την ορεινήν περιοχήν.
Γεν. 14,11 ἔλαβον δὲ τὴν
ἵππον πᾶσαν τὴν Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ
πάντα τὰ βρώματα αὐτῶν καὶ ἀπῆλθον.
Γεν. 14,11 Οι νικηταί τέσσαρες βασιλείς επήραν ως λάφυρα όλον
το ιππικόν των Σοδόμων και της Γομόρας και όλα τα τρόφιμα αυτών και έφυγον.
Γεν. 14,12 ἔλαβον δὲ
καὶ τὸν Λὼτ τὸν υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ
Ἅβραμ καὶ τὴν ἀποσκευὴν αὐτοῦ καὶ
ἀπῴχοντο· ἦν γὰρ κατοικῶν ἐν Σοδόμοις.
Γεν. 14,12 Συνέλαβον δε και τον Λωτ, τον υιόν του αδελφού του
Αβραμ, επήραν και τα υπάρχοντα αυτού και έφυγαν. Αυτό δε το επαθεν ο Λωτ, διότι
κατοικούσε εις την περιοχήν των Σοδόμων.
Γεν. 14,13 Παραγενόμενος δὲ
τῶν ἀνασωθέντων τις ἀπήγγειλεν Ἅβραμ τῷ περάτῃ·
αὐτὸς δὲ κατῴκει παρὰ τῇ δρυΐ τῇ
Μαμβρῇ Ἀμοῤῥαίου τοῦ ἀδελφοῦ Ἐσχὼλ
καὶ τοῦ ἀδελφοῦ Αὐνάν, οἳ ἦσαν
συνωμόται τοῦ Ἅβραμ.
Γεν. 14,13 Ενας δε από τους διασωθέντας ήλθεν στον Αβραμ, στον
περάτην όπως τον ωνόμαζον οι εντόπιοι, και του ανήγγειλε τα θλιβερά γεγονότα. Ο
Αβραμ κατοικούσε τότε κοντά εις την δρυν του Μαμβρή του Αμορραίου, αδελφού του
Εσχώλ και του Αυνάν, οι οποίοι είχον συνάψει ένα σύμφωνον φιλίας και συμμαχίας
με τον Αβραμ.
Γεν. 14,14 ἀκούσας δὲ Ἅβραμ
ὅτι ᾐχμαλώτευται Λὼτ ὁ ἀδελφιδοῦς αὐτοῦ,
ἠρίθμησε τοὺς ἰδίους οἰκογενεῖς αὐτοῦ,
τριακοσίους δέκα καὶ ὀκτώ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω αὐτῶν
ἕως Δάν.
Γεν. 14,14 Πληροφορηθείς ο Αβραμ ότι συνελήφθη αιχμάλωτος ο
ανεψιός του ο Λωτ επεστράτευσε τους δούλους, που είχαν γεννηθή και εζούσαν στον
οίκον του, τριακοσίους δέκα οκτώ άνδρας, και κατεδίωξε τους νικητάς βασιλείς
μέχρι της πόλεως Δαν.
Γεν. 14,15 καὶ ἐπέπεσεν
ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα αὐτὸς καὶ
οἱ παῖδες αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς
καὶ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως Χοβά, ἥ ἐστιν ἐν
ἀριστερᾷ Δαμασκοῦ.
Γεν. 14,15 Επέπεσεν εναντίον αυτών κατά την νύκτα, αυτός και
οι δούλοι του, εκτύπησε και ενίκησεν αυτούς και τους κατεδίωξεν έως εις την
πόλιν Χοβά, η οποία ευρίσκεται προς τα αριστερά της Δαμασκού.
Γεν. 14,16 καὶ ἀπέστρεψε
πᾶσαν τὴν ἵππον Σοδόμων, καὶ Λὼτ τὸν ἀδελφιδοῦν
αὐτοῦ ἀπέστρεψε καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ
καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὸν λαόν.
Γεν. 14,16 Εκυρίευσεν ο Αβραμ όλον το ιππικόν των Σοδόμων,
απηλευθέρωσε τον ανεψιόν του τον Λωτ με όλα τα υπάρχοντά του, με τας γυναίκας
και τον λαόν.
Γεν. 14,17 Ἐξῆλθε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων εἰς συνάντησιν αὐτῷ, μετὰ τὸ
ὑποστρέψαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς κοπῆς τοῦ
Χοδολλογομὸρ καὶ τῶν βασιλέων τῶν μετ᾿ αὐτοῦ,
εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Σαβύ (τοῦτο ἦν τὸ
πεδίον τῶν βασιλέων).
Γεν. 14,17 Μετά δε την συντριπτικήν ήτταν του Χοδολλογομόρ και
των συμμάχων του βασιλέων ο Αβραμ επέστρεψε και έφθασεν έξω από την Ιερουσαλήμ.
Εκεί, εις την κοιλάδα του Σαβύ (δηλαδή εις την πεδιάδα των βασιλέων), εξήλθε
προς συνάντησίν του ο βασιλεύς των Σοδόμων.
Γεν. 14,18 καὶ Μελχισεδὲκ
βασιλεὺς Σαλὴμ ἐξήνεγκεν ἄρτους καὶ οἶνον·
ἦν δὲ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου.
Γεν. 14,18 Ο δε Μελχισεδέκ, ο οποίος ήτο ιερεύς του Θεού του
Υψίστου και βασιλεύς της Ιερουσαλήμ, προσέφερε προς τον Θεόν ως ευχαριστήριον
θυσίαν δια την νίκην του Αβραμ άρτους και οίνον.
Γεν. 14,19 καὶ εὐλόγησε
τὸν Ἅβραμ καὶ εἶπεν· εὐλογημένος Ἅβραμ
τῷ Θεῷ τῷ ὑψίστῳ, ὃς ἔκτισε τὸν
οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.
Γεν. 14,19 Αυτός ευλόγησε τον Αβραμ και είπεν “ας είναι ευλογημένος
ο Αβραμ από τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την
γην.
Γεν. 14,20 καὶ εὐλογητὸς
ὁ Θεὸς ὁ ὕψιστος, ὃς παρέδωκε τοὺς ἐχθρούς
σου ὑποχειρίους σοι. καὶ ἔδωκεν αὐτῷ Ἅβραμ
δεκάτην ἀπὸ πάντων.
Γεν. 14,20 Και δοξασμένος ας είναι ο Θεός ο Υψιστος, ο οποίος
παρέδωσε υποχειρίους εις σε τους εχθρούς σου”. Ο Αβραμ έδωσε τότε στον
Μελχισεδέκ το δέκατον από όλα τα λάφυρα, τα οποία είχε κυριεύσει.
Γεν. 14,21 εἶπε δὲ
βασιλεὺς Σοδόμων πρὸς Ἅβραμ· δός μοι τοὺς ἄνδρας,
τὴν δὲ ἵππον λάβε σεαυτῷ.
Γεν. 14,21 Ο δε βασιλεύς των Σοδόμων είπε προς τον Αβραμ· “δος
μου τους άνδρας μου, τους οποίους απηλευθέρωσες, και κράτησε δια τον εαυτόν σου
το ιππικόν”.
Γεν. 14,22 εἶπε δὲ Ἅβραμ
πρὸς τὸν βασιλέα Σοδόμων· ἐκτενῶ τὴν χεῖρά
μου πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τὸν ὕψιστον, ὃς ἔκτισε
τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν,
Γεν. 14,22 Απήντησε δε Αβραμ προς τον βασιλέα των Σοδόμων·
“απλώνω το χέρι μου και ορκίζομαι εις Κυριον τον Θεόν τον Υψιστον, ο οποίος
εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην,
Γεν. 14,23 εἰ ἀπὸ
σπαρτίου ἕως σφυρωτῆρος ὑποδήματος λήψομαι ἀπὸ
πάντων τῶν σῶν, ἵνα μὴ εἴπῃς, ὅτι ἐγὼ
ἐπλούτισα τὸν Ἅβραμ·
Γεν. 14,23 ότι δεν θα πάρω τίποτε, από όσα σου ανήκουν, από
κλωστήν έως σχοινί υποδήματος, δια να μη είπης ότι εγώ επλούτισα τον Αβραμ.
Γεν. 14,24 πλὴν ὧν ἔφαγον
οἱ νεανίσκοι καὶ τῆς μερίδος τῶν ἀνδρῶν τῶν
συμπορευθέντων μετ᾿ ἐμοῦ, Ἐσχώλ, Αὐνάν, Μαμβρῆ,
οὗτοι λήψονται μερίδα.
Γεν. 14,24 Θα λάβω μόνον τας τροφάς, τας οποίας κατηνάλωσαν οι
δούλοι μου κατά τον χρόνον της επιθέσεως αυτής. Επίσης αυτοί που εξεστράτευσαν
μαζή με εμέ, οι άνδρες του Εσχώλ, του Αυνάν και Μαμβρή, θα λάβουν την δικαίαν
μερίδα από τα λάφυρα”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
15
Γεν. 15,1 Μετὰ δὲ τὰ
ῥήματα ταῦτα ἐγενήθη ῥῆμα Κυρίου πρὸς Ἅβραμ
ἐν ὁράματι, λέγων· μὴ φοβοῦ Ἅβραμ, ἐγὼ
ὑπερασπίζω σου· ὁ μισθός σου πολὺς ἔσται σφόδρα.
Γεν. 15,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά παρουσιάσθη ο Θεός με
όραμα στον Αβραμ και του είπε· “Αβραμ, μη φοβήσαι· εγώ σε υπερασπίζω πάντοτε· ο
μισθός σου δια την πίστιν και δικαιοσύνην σου θα είναι πολύς, πάρα πολύς”.
Γεν. 15,2 λέγει δὲ Ἅβραμ·
δέσποτα Κύριε, τί μοι δώσεις; ἐγὼ δὲ ἀπολύομαι ἄτεκνος·
ὁ δὲ υἱὸς Μασὲκ τῆς οἰκογενοῦς
μου, οὗτος Δαμασκὸς Ἐλιέζερ.
Γεν. 15,2 Είπε δε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, τι θα μου δώσης;
Εγώ έπειτα από ολίγον αποθνήσκω άτεκνος. Κληρονόμος μου θα είναι ο Ελιέζερ, ο
καταγόμενος από την Δαμασκόν, ο υιός της δούλης μου Μασέκ, η οποία εγεννήθη
στον οίκον μου”.
Γεν. 15,3 καὶ εἶπεν Ἅβραμ·
ἐπειδὴ ἐμοὶ οὐκ ἔδωκας σπέρμα, ὁ δὲ
οἰκογενής μου κληρονομήσει μοι.
Γεν. 15,3 Και επαναλαμβάνει ο Αβραμ προς τον Θεόν· “ναι,
Κυριε, ο δούλος μου ο γεννηθείς στον οίκον μου, αυτός θα με κληρονομήση, διότι
εις εμέ δεν έδωσες τέκνον”.
Γεν. 15,4 καὶ εὐθὺς
φωνὴ Κυρίου ἐγένετο πρὸς αὐτὸν λέγουσα· οὐ
κληρονομήσει σε οὗτος, ἀλλ᾿ ὃς ἐξελεύσεται ἐκ
σοῦ, οὗτος κληρονομήσει σε.
Γεν. 15,4 Αμέσως ηκούσθη η φωνή του Κυρίου λέγουσα προς
αυτόν· “όχι ! Δεν θα σε κληρονομήση αυτός, αλλά θα σε κληρονομήση εκείνος που
θα γεννηθή από σένα”.
Γεν. 15,5 ἐξήγαγε δὲ
αὐτὸν ἔξω καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβλεψον
δὴ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἀρίθμησον τοὺς
ἀστέρας, εἰ δυνήσῃ ἐξαριθμῆσαι αὐτούς. καὶ
εἶπεν· οὕτως ἔσται τὸ σπέρμα σου.
Γεν. 15,5 Εβγαλε δε ο Θεός τον Αβραμ έξω από την σκηνήν και
του είπε· “σήκωσε, λοιπόν, το βλέμμα σου στον ουρανόν και μέτρησε τα αστέρια
του ουρανού, εάν ημπορής ποτέ να τα μετρήσης”. Και προσέθεσεν ο Θεός· “τόσον
πολλοί θα είναι οι απόγονοί σου”.
Γεν. 15,6 καὶ ἐπίστευσεν
Ἅβραμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς
δικαιοσύνην.
Γεν. 15,6 Επίστευσεν ο Αβραμ υλοψύχως στον Θεόν και η πίστις
του αυτή εθεωρήθη ως μεγάλη αρετή και σύνολον αρετών.
Γεν. 15,7 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτόν· ἐγὼ ὁ Θεὸς ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ
χώρας Χαλδαίων, ὥστε δοῦναί σοι τὴν γῆν ταύτην κληρονομῆσαι.
Γεν. 15,7 Είπεν ακόμη ο Θεός προς τον Αβραμ· “εγώ σε έβγαλα
από την χώραν των Χαλδαίων, δια να δώσω εις σε και εις τους απογόνους σου ως
κληρονομίαν την γην αυτήν”.
Γεν. 15,8 εἶπε δέ, Δέσποτα
Κύριε, κατὰ τί γνώσομαι ὅτι κληρονομήσω αὐτήν;
Γεν. 15,8 Είπε τότε ο Αβραμ· “Δεσπότα Κυριε, πως εγώ θα
πληροφορηθώ σαφώς και θα εννοήσω ότι θα κληρονομήσω αυτήν την χώραν;”
Γεν. 15,9 εἶπε δὲ αὐτῷ·
λάβε μοι δάμαλιν τριετίζουσαν καὶ αἶγα τριετίζουσαν καὶ κριὸν
τριετίζοντα καὶ τρυγόνα καὶ περιστεράν.
Γεν. 15,9 Είπε προς αυτόν ο Θεός· “πάρε δι' εμέ μίαν δάμαλιν
τριών ετών, αίγα επίσης τριών ετών και κριον τριών ετών, ακόμη δε μίαν τρυγόνα
και μίαν περιστεράν”.
Γεν. 15,10 ἔλαβε δὲ αὐτῷ
πάντα ταῦτα καὶ διεῖλεν αὐτὰ μέσα καὶ ἔθηκεν
αὐτὰ ἀντιπρόσωπα ἀλλήλοις, τὰ δὲ ὄρνεα
οὐ διεῖλε.
Γεν. 15,10 Επήρε ο Αβραμ όλα αυτά, τα εδιχοτόμησε και έθεσε τα
τεμάχια τα μεν απέναντι των δέ. Τα πτηνά όμως δεν τα εδιχοτόμησε.
Γεν. 15,11 κατέβη δὲ ὄρνεα
ἐπὶ τὰ σώματα, ἐπὶ τὰ διχοτομήματα αὐτῶν,
καὶ συνεκάθησεν αὐτοῖς Ἅβραμ.
Γεν. 15,11 Εις τα διχοτομημένα αυτά σώματα των ζώων επέπεσαν
με ορμήν αρπακτικά όρνεα και ο Αβραμ εκάθησε κοντά εις τα διχοτομημένα εκείνα
σώματα, δια να διώχνη τα όρνεα.
Γεν. 15,12 περὶ δὲ ἡλίου
δυσμὰς ἔκστασις ἐπέπεσε τῷ Ἅβραμ, καὶ ἰδοὺ
φόβος σκοτεινὸς μέγας ἐπιπίπτει αὐτῷ.
Γεν. 15,12 Κατά δε το ηλιοβασίλεμμα εβυθισθη ο Αβραμ εις
έκστασιν και ένας σκοτεινός μεγάλος φόβος τον κατέλαβεν.
Γεν. 15,13 καὶ ἐῤῥέθη
πρὸς Ἅβραμ· γινώσκων γνώσῃ ὅτι πάροικον ἔσται
τὸ σπέρμα σου ἐν γῇ οὐκ ἰδίᾳ, καὶ
δουλώσουσιν αὐτοὺς καὶ κακώσουσιν αὐτοὺς καὶ
ταπεινώσουσιν αὐτοὺς τετρακόσια ἔτη.
Γεν. 15,13 Εις τοιαύτην ψυχολογικήν κατάστασιν ευρισκόμενος
ήκουσε τον Θεόν να του λέγη· “μάθε και κατανόησε καλά ότι οι απόγονοί σου επί
τετρακόσια ολόκληρα έτη θα ζήσουν ως ξένοι εις ξένην χώραν, οι κάτοικοι της
οποίας θα έχουν αυτούς ως δούλους· θα τους ταλαιπωρήσουν και θα τους
εξευτελίσουν επί τετρακόσια έτη.
Γεν. 15,14 τὸ δὲ ἔθνος,
ᾧ ἐὰν δουλεύσωσι, κρινῶ ἐγώ· μετὰ δὲ
ταῦτα ἐξελεύσονται ὧδε μετὰ ἀποσκευῆς πολλῆς.
Γεν. 15,14 Το δε έθνος, το οποίον θα μεταχειρισθή τους
απογόνους σου ως δούλους, θα το τιμωρήσω εγώ. Μετά δε τα τετρακόσια αυτά χρόνια
οι απόγονοί σου θα εξέλθουν από την χώραν εκείνην και θα έλθουν εδώ εις την
Χαναάν με πολλά αγαθά, λαός πολύς.
Γεν. 15,15 σὺ δὲ ἀπελεύσῃ
πρὸς τοὺς πατέρας σου ἐν εἰρήνῃ, τραφεὶς ἐν
γήρᾳ καλῷ.
Γεν. 15,15 Συ δε με ένα ειρηνικόν θάνατον, αφού πλέον θα έχεις
φθάσει εις ευτυχιαμένα γεράματα, θα μεταβής στους προπάτοράς σου εις την
αιωνιότητα.
Γεν. 15,16 τετάρτῃ δὲ
γενεᾷ ἀποστραφήσονται ὧδε· οὔπω γὰρ ἀναπεπλήρωνται
αἱ ἁμαρτίαι τῶν Ἀμοῤῥαίων ἕως τοῦ
νῦν.
Γεν. 15,16 Οι απόγονοί σου θα επιστρέψουν εδώ από την ξένην
χώραν κατά την τετάρτην γενεάν. Και τούτο, διότι αι κακίαι των Αμορραίων δεν θα
έχουν φθάσει ενωρίτερον στο αποκορύφωμά των, δια να τιμωρηθούν αυτοί όπως τους
πρέπει”.
Γεν. 15,17 ἐπεὶ δὲ
ὁ ἥλιος ἐγένετο πρὸς δυσμάς, φλὸξ ἐγένετο,
καὶ ἰδοὺ κλίβανος καπνιζόμενος καὶ λαμπάδες πυρός, αἳ
διῆλθον ἀνὰ μέσον τῶν διχοτομημάτων τούτων.
Γεν. 15,17 Οταν δε ο ήλιος έδυε, ήναψε μια φλοξ και ιδού εφάνη
ένα καμίνι να καπνίζη και λαμπάδες πυρός, αι οποίαι επέρασαν ανάμεσα από τα
διχοτομημένα σώματα των ζώων.
Γεν. 15,18 ἐν τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ διέθετο Κύριος τῷ Ἅβραμ διαθήκην λέγων· τῷ
σπέρματί σου δώσω τὴν γῆν ταύτην, ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ
Αἰγύπτου ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου, ποταμοῦ
Εὐφράτου,
Γεν. 15,18 Κατά την ημέραν εκείνην έκαμε διαθήκην ο Θεός προς
τον Αβραμ και του έδωσε την υπόσχεσιν λέγων· “στους απογόνους σου θα δώσω την
χώραν αυτήν από τον ποταμόν της Αιγύπτου έως τον μεγάλον ποταμόν της
Μεσοποταμίας, τον Ευφράτην.
Γεν. 15,19 τοὺς Κεναίους καὶ
τοὺς Κενεζαίους καὶ τούς Κεδμωναίους
Γεν. 15,19 Θα σας δώσω επίσης υπό την εξουσίαν σας τους
Κεναίους, τους Κενεζαίους, τους Κεδμωναίους,
Γεν. 15,20 καὶ τοὺς
Χετταίους καὶ τοὺς Φερεζαίους καὶ Ῥαφαεὶν καὶ
τοὺς Ἀμοῤῥαίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ
τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Γεργεσαίους καὶ τοὺς Ἰεβουσαίους.
Γεν. 15,20 τους Χετταίους, τους Φερεζαίους, τους Ραφαείν, τους
Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Ευαίους, τους Γεργεσαίους και τους
Ιεβουσαίους”.
ΓΕΝΕΣΙΣ
16
Γεν. 16,1 Σάρα δὲ γυνὴ
Ἅβραμ οὐκ ἔτικτεν αὐτῷ. ἦν δὲ αὐτῇ
παιδίσκη Αἰγυπτία, ᾗ ὄνομα Ἄγαρ.
Γεν. 16,1 Η Σαρα, η σύζυγος του Αβραμ, δεν εγεννοσε τέκνα.
Εις την υπηρεσίαν αυτής ευρίσκετο μία δούλη από την Αίγυπτον, η οποία ωνομάζετο
Αγαρ.
Γεν. 16,2 εἶπε δὲ
Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἰδοὺ συνέκλεισέ με Κύριος τοῦ
μὴ τίκτειν· εἴσελθε οὖν πρὸς τὴν παιδίσκην
μου, ἵνα τεκνοποιήσωμαι ἐξ αὐτῆς. ὑπήκουσε δὲ
Ἅβραμ τῆς φωνῆς Σάρας.
Γεν. 16,2 Είπε η Σαρα προς τον Αβραμ· “ιδού, ο Κυριος με
έχει εμποδίσει να συλλάβω και γεννήσω τέκνον. Λοιπόν, πήγαινε εις την δούλην
μου, δια να αποκτήσω, έστω και από αυτήν, ένα τέκνον”. Υπήκουσεν ο Αβραμ στον
λόγον αυτόν της Σαρας.
Γεν. 16,3 καὶ λαβοῦσα
Σάρα ἡ γυνὴ Ἅβραμ Ἄγαρ τὴν Αἰγυπτίαν τὴν
ἑαυτῆς παιδίσκην, μετὰ δέκα ἔτη τοῦ οἰκῆσαι
Ἅβραμ ἐν γῇ Χαναάν, ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Ἅβραμ
ἀνδρὶ αὐτῆς αὐτῷ γυναῖκα.
Γεν. 16,3 Η Σαρα, η γυνή του Αβραμ, έλαβε την Αγαρ την
Αιγυπτίαν δούλην της, δέκα έτη μετά την έλευσιν του Αβραμ εις την Χαναάν και
έδωσεν εκείνην εις αυτόν ως γυναίκα.
Γεν. 16,4 καὶ εἰσῆλθε
πρὸς Ἄγαρ, καὶ συνέλαβε. καὶ εἶδεν ὅτι ἐν
γαστρὶ ἔχει, καὶ ἠτιμάσθη ἡ κυρία ἐναντίον
αὐτῆς.
Γεν. 16,4 Ο Αβραμ έλαβε την Αγαρ, η οποία και κατέστη
κατόπιν έγκυος. Οταν η Αγαρ είδεν ότι είναι έγκυος, υπερηφανεύθη, πράγμα το
οποίον απετέλεσε περιφρόνησιν δια την κυρίαν της την Σαραν.
Γεν. 16,5 εἶπε δὲ
Σάρα πρὸς Ἅβραμ· ἀδικοῦμαι ἐκ σοῦ·
ἐγὼ δέδωκα τὴν παιδίσκην μου εἰς τὸν κόλπον σου, ἰδοῦσα
δὲ ὅτι ἐν γαστρὶ ἔχει, ἠτιμάσθην ἐναντίον
αὐτῆς· κρίναι ὁ Θεὸς ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ σοῦ.
Γεν. 16,5 Είπε τότε η Σαρα προς τον Αβραμ· “αδικούμαι από
σέ· εγώ σου έδωσα την δούλην μου εις την αγκάλην σου. Εκείνη δέ, όταν είδεν ότι
είναι έγκυος, υπερηφανεύθη εναντίον μου και με περιεφρόνησε. Ο Θεός ας κρίνη μεταξύ
εμού και σου, διότι φαίνεται ότι συ ανέχεσαι αυτήν την διαγωγήν της”.
Γεν. 16,6 εἶπε δὲ Ἅβραμ
πρὸς Σάραν· ἰδοὺ ἡ παιδίσκη σου ἐν ταῖς
χερσί σου· χρῶ αὐτῇ ὡς ἄν σοι ἀρεστόν ᾖ.
καὶ ἐκάκωσεν αὐτὴν Σάρα, καὶ ἀπέδρα ἀπὸ
προσώπου αὐτῆς.
Γεν. 16,6 Ο Αβραμ είπε τότε προς την Σαραν “η δούλη σου
είναι εις τα χέρια σου. Την αφήνω εις την διάθεσίν σου. Μεταχειρίσου την, όπως
σου αρέσει”. Η Σαρα εταλαιπώρησε τότε και εβασάνισε την Αγαρ, η οποία και
εδραπέτευσεν από την σκληράν κυρίαν της.
Γεν. 16,7 Εὗρε δὲ αὐτὴν
ἄγγελος Κυρίου ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐπὶ τῆς πηγῆς ἐν
τῇ ὁδῷ Σούρ.
Γεν. 16,7 Αγγελος όμως Κυρίου εύρε την Αγαρ περιπλανωμένην
εις την έρημον, πλησίον κάποιας πηγής που ευρίσκετο εις την οδόν την οδηγούσαν
προς την έρημον Σούρ,
Γεν. 16,8 καὶ εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου. Ἄγαρ, παιδίσκη Σάρας, πόθεν ἔρχῃ
καὶ ποῦ πορεύῃ; καὶ εἶπεν· ἀπὸ
προσώπου Σάρας τῆς κυρίας μου ἐγὼ ἀποδιδράσκω.
Γεν. 16,8 και είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “Αγαρ,
δούλη της Σαρας, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις;” Εκείνη απήντησε·
“εδραπέτευσα από την κυρίαν μου την Σαραν”.
Γεν. 16,9 εἶπε δὲ αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἀποστράφηθι πρὸς τὴν
κυρίαν σου καὶ ταπεινώθητι ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτῆς.
Γεν. 16,9 Είπε προς αυτήν ο άγγελος του Κυρίου· “να
επιστρέψης εις την κυρίαν σου, να ταπεινωθής και να υποταχθής εις την εξουσίαν
της”.
Γεν. 16,10 καὶ εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου,
καὶ οὐκ ἀριθμηθήσεται ὑπὸ τοῦ πλήθους.
Γεν. 16,10 Και προσέθεσεν ο άγγελος· “θα πληθύνω πολύ τους
απογόνους σου, τόσον πολύ ώστε λόγω του πλήθους των να μη είναι δυνατόν να
καταμετρηθούν.
Γεν. 16,11 καί εἶπεν αὐτῇ
ὁ ἄγγελος Κυρίου· ἰδού, σὺ ἐν γαστρί ἔχεις
καὶ τέξῃ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἰσμαήλ, ὅτι ἐπήκουσε Κύριος τῇ ταπεινώσει σου.
Γεν. 16,11 Συ είσαι τώρα έγκυος, θα γεννήσης τέκνον και θα το
ονομάσης Ισμαήλ, διότι Κυριος ο Θεός ήκουσε την δέησίν σου και διετέθη ευμενώς
δια σε εξ αιτίας της θλίψεώς σου αυτής.
Γεν. 16,12 οὗτος ἔσται
ἄγροικος ἄνθρωπος αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐπὶ
πάντας, καὶ αἱ χεῖρες πάντων ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ
κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ
κατοικήσει.
Γεν. 16,12 Αυτός δε ο υιός σου θα είναι άνθρωπος της υπαίθρου,
τραχύς· θα στρέφεται εναντίον όλων και όλοι θα στρέφωνται εναντίον αυτού. Αυτός
και οι απόγονοί του θα κατοικήσουν απέναντι όλων των συγγενών των”.
Γεν. 16,13 καὶ ἐκάλεσεν
Ἄγαρ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ λαλοῦντος πρὸς αὐτήν·
σὺ ὁ Θεὸς ὁ ἐπιδών με, ὅτι εἶπε·
καὶ γὰρ ἐνώπιον εἶδον ὀφθέντα μοι.
Γεν. 16,13 Η Αγαρ επεκαλέσθη τότε με σεβασμόν και ευγνομοσύνην
το όνομα του Κυρίου, ο οποίος ωμίλει προς αυτήν, και είπε· “συ είσαι ο Θεός, ο
οποίος έρριψες βλέμμα στοργής προς εμέ την ταλαίπωρον”. Και ωμολόγησεν η Αγαρ·
“πράγματι είδον ενώπιόν μου να φανερώνεται ο Θεός” !
Γεν. 16,14 ἕνεκεν τούτου ἐκάλεσε
τὸ φρέαρ Φρέαρ οὗ ἐνώπιον εἶδον· ἰδοὺ ἀνὰ
μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Βαράδ.
Γεν. 16,14 Εξ αιτίας του μεγάλου τούτου γεγονότος ωνόμασε το
φρέαρ εκείνο “φρέαρ όπου είδον ενώπιόν μου τον Θεόν”. Τούτο ευρίσκεται μεταξύ
Καδης και Βαράδ.
Γεν. 16,15 Καὶ ἔτεκεν Ἄγαρ
τῷ Ἅβραμ υἱόν, καὶ ἐκάλεσεν Ἅβραμ τὸ ὄνομα
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ
Ἄγαρ, Ἰσμαήλ.
Γεν. 16,15 Η Αγαρ εγέννησε πράγματι, υστέρα από ολίγον, τέκνον
στον Αβραμ. Ο δε Αβραμ ωνόμασε το παιδί του, το οποίον του εγέννησεν η Αγαρ, με
το όνομα Ισμαήλ.
Γεν. 16,16 Ἅβραμ δὲ ἦν
ἐτῶν ὀγδοηκονταέξ, ἡνίκα ἔτεκεν Ἄγαρ τῷ
Ἅβραμ τὸν Ἰσμαήλ.
Γεν. 16,16 Ητο δε τότε ο Αβραμ, όταν εγέννησεν εις αυτόν η Αγαρ
τον Ισμαήλ, ετών ογδοήκοντα εξ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
17
Γεν. 17,1 Ἐγένετο δὲ Ἅβραμ
ἐτῶν ἐνενηκονταεννέα, καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Ἅβραμ
καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐγώ εἰμι ὁ Θεός
σου· εὐαρέστει ἐνώπιον ἐμοῦ καὶ γίνου ἄμεμπτος,
Γεν. 17,1 Οταν ο Αβραμ έφθασεν εις ηλικίαν ενενήκοντα εννέα
ετών, παρουσιάσθη ο Κυριος εις αυτόν και του είπεν· “εγώ είμαι, ο Θεός σου·
γίνε ευάρεστος ενώπιόν μου, ανεπίληπτος και ενάρετος·
Γεν. 17,2 καὶ θήσομαι τὴν
διαθήκην μου ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ἀνὰ
μέσον σοῦ καὶ πληθυνῶ σε σφόδρα.
Γεν. 17,2 και θα συνάψω την διαθήκην μου μεταξύ εμού και σου
και θα πληθύνω τους απογόνους σου πάρα πολύ”.
Γεν. 17,3 καὶ ἔπεσεν Ἅβραμ
ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεὸς λέγων·
Γεν. 17,3 Γεμάτος ιερόν δέος και ευγνωμοσύνην ο Αβραμ έπεσε
πρηνής ενώπιον του Θεού, ο οποίος ωμίλησε πάλιν και του είπεν·
Γεν. 17,4 καὶ ἐγὼ
ἰδοὺ ἡ διαθήκη μου μετὰ σοῦ, καὶ ἔσῃ
πατὴρ πλήθους ἐθνῶν,
Γεν. 17,4 “Ιδού η συμφωνία και η υπόσχεσίς μου προς σέ· θα
γίνης γενάρχης πολυαρίθμων εθνών.
Γεν. 17,5 καὶ οὐ
κληθήσεται ἔτι τὸ ὄνομά σου Ἅβραμ, ἀλλ᾿ ἔσται
τὸ ὄνομά σου Ἁβραάμ, ὅτι πατέρα πολλῶν ἐθνῶν
τέθεικά σε.
Γεν. 17,5 Το όνομά σου δεν θα είναι πλέον Αβραμ, αλλά θα
ονομάζεσαι Αβραάμ, διότι σε έχω προορίσει ως πρόγονον και πατριάρχην πολλών
λαών.
Γεν. 17,6 καὶ αὐξανῶ
σε σφόδρα σφόδρα καὶ θήσω σε εἰς ἔθνη, καὶ βασιλεῖς
ἐκ σοῦ ἐξελεύσονται.
Γεν. 17,6 Θα σε αυξήσω πολύ, πάρα πολύ, θα σε αναδείξω
πρόγονον πολλών εθνών και βασιλείς θα προέλθουν από σέ.
Γεν. 17,7 καὶ στήσω τὴν
διαθήκην μου ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ
σπέρματός σου μετά σέ, εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν, εἰς
διαθήκην αἰώνιον, εἶναί σου Θεὸς καὶ τοῦ
σπέρματός σου μετὰ σέ.
Γεν. 17,7 Και θα στήσω έγκυρον και ακατάλυτον την συμφωνίαν
και την υπόσχεσίν μου αυτήν και στους απογόνους σου έπειτα από σε εις όλας τας
γενεάς αυτών· υπόσχεσιν παντοτεινήν και ανέκκλητον ότι θα είμαι ιδικός σου Θεός
και Θεός των έπειτα από σε απογόνων σου.
Γεν. 17,8 καὶ δώσω σοι καὶ
τῷ σπέρματί σου μετὰ σὲ τὴν γῆν, ἣν παροικεῖς,
πᾶσαν τὴν γῆν Χαναάν, εἰς κατάσχεσιν αἰώνιον καὶ
ἔσομαι αὐτοῖς εἰς Θεόν.
Γεν. 17,8 Και θα δώσω εις σε και, έπειτα από σε στους
απογόνους σου ως αιωνίαν ιδιοκτησίαν όλην αυτήν την γην Χαναάν, εις την οποίαν
τώρα κατοικείς ως ξένος· και θα είμαι στους απογόνους σου ο Θεός των”.
Γεν. 17,9 καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς πρὸς Ἁβραάμ· σὺ δὲ τὴν διαθήκην
μου διατηρήσεις, σὺ καὶ τὸ σπέρμα σου μετὰ σὲ εἰς
τὰς γενεὰς αὐτῶν.
Γεν. 17,9 Είπε δε ακόμη ο Θεός προς τον Αβραάμ· “συ θα
φυλάξης την διαθήκην μου αυτήν, συ και οι απόγονοί σου εις όλας τας γενεάς των.
Γεν. 17,10 καὶ αὕτη ἡ
διαθήκη, ἣν διατηρήσεις, ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου μετὰ
σὲ εἰς τὰς γενεὰς αὐτῶν·
περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν,
Γεν. 17,10 Σημείον δε και εξωτερικόν γνώρισμα της συμφωνίας μεταξύ
εμού και υμών και των απογόνων σου έπειτα από σέ, εις όλας τας γενεάς αυτών ότι
θα τηρήσετε την διαθήκην μου είναι τούτο· Από τώρα και στο εξής θα περιτέμνεται
κάθε αρσενικόν τέκνον σας.
Γεν. 17,11 καὶ
περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ
ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ
καὶ ὑμῶν.
Γεν. 17,11 Θα περικόψετε την σαρκίνην ακροβυστίαν σας· και
τούτο θα είναι σημείον της συμφωνίας μας μεταξύ εμού και υμών.
Γεν. 17,12 καὶ παιδίον ὀκτὼ
ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν
εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ὁ οἰκογενὴς
καὶ ὁ ἀργυρώνητος, ἀπὸ παντὸς υἱοῦ
ἀλλοτρίου, ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ σπέρματός
σου.
Γεν. 17,12 Καθε αρσενικόν παιδί θα περιτέμνεται οκτώ ημέρας
μετά την γέννησίν του, κάθε αρσενικόν εις όλας τας γενεάς σας, όπως επίσης θα
περιτέμνεται και ο δούλος, ο οποίος θα αγορασθή με χρήματα, και το παιδί παντός
ξένου ο οποίος κατοικεί μαζή σας, έστω και αν δεν είναι απόγονός σου.
Γεν. 17,13 περιτομῇ
περιτμηθήσεται ὁ οἰκογενὴς τῆς οἰκίας σου καὶ
ὁ ἀργυρώνητος, καὶ ἔσται ἡ διαθήκη μου ἐπὶ
τῆς σαρκὸς ὑμῶν εἰς διαθήκην αἰώνιον.
Γεν. 17,13 Θα περιτμηθή όπως δήποτε ο δούλος, που εγεννήθη εις
την οικίαν σου, και ο δούλος, που ηγοράσθη με χρήματα. Η περιτομή αυτή της
σαρκός σας θα είναι υποχρέωσις απορρέουσα από την συμφωνίαν μας, η οποία θα έχη
αιωνίαν ισχύν.
Γεν. 17,14 καὶ ἀπερίτμητος
ἄρσην, ὃς οὐ περιτμηθήσεται τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας
αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ, ἐξολοθρευθήσεται
ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ τοῦ γένους αὐτῆς, ὅτι
τὴν διαθήκην μου διεσκέδασε.
Γεν. 17,14 Καθε αρσενικόν, του οποίου δεν περιεκόπη η σαρξ της
ακροβυστίας του κατά την ογδόην ημέραν από της γεννήσεώς του και έμεινεν
απερίτμητον, θα εξολοθρευθή η ύπαρξις αυτή εκ μέσου της φυλής του, διότι
κατεφρόνησε και κατεπάτησε την εντολήν μου”.
Γεν. 17,15 Καὶ εἶπεν ὁ
Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· Σάρα ἡ γυνή σου οὐ
κληθήσεται τὸ ὄνομα αὐτῆς Σάρα, ἀλλὰ Σάῤῥα
ἔσται τὸ ὄνομα αὐτῆς.
Γεν. 17,15 Είπεν ακόμη ο Θεός στον Αβραάμ· “η σύζυγός σου η
Σαρα δεν θα λέγεται πλέον Σαρα, αλλά θα ονομάζεται Σαρρα.
Γεν. 17,16 εὐλογήσω δὲ
αὐτήν, καὶ δώσω σοι ἐξ αὐτῆς τέκνον· καὶ
εὐλογήσω αὐτό, καὶ ἔσται εἰς ἔθνη, καὶ
βασιλεῖς ἐθνῶν ἐξ αὐτοῦ ἔσονται.
Γεν. 17,16 Θα ευλογήσω δε αυτήν, θα λύσω την ατεκνίαν της και
θα δώσω εις σε από αυτήν τέκνον. Εγώ δε θα ευλογήσω αυτό και θα το αναδείξω
πατριάρχην εθνών πολλών, και βασιλείς εθνών θα προέλθουν από αυτό”.
Γεν. 17,17 καὶ ἔπεσεν Ἁβραὰμ
ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐγέλασε καὶ εἶπεν
ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτοῦ λέγων· εἰ τῷ
ἑκατονταετεῖ γενήσεται υἱός; καὶ εἰ ἡ Σάῤῥα
ἐνενήκοντα ἐτῶν τέξεται;
Γεν. 17,17 Επεσεν ο Αβραάμ πρηνής ενώπιον του Θεού, εχάρη και
είπεν από μέσα του· “λοιπόν εις ηλικίαν εκατόν ετών θα αποκτήσω υιόν και η
Σαρρα εις ηλικίαν ενενήκοντα ετών θα γεννήση;”
Γεν. 17,18 εἶπε δὲ Ἁβραὰμ
πρὸς τὸν Θεόν· Ἰσμαὴλ οὗτος ζήτω ἐναντίον
σου.
Γεν. 17,18 Είπε δε ο Αβραάμ προς τον Θεόν· “ο Ισμαήλ είναι και
αυτός υιός μου· ας ζήση και αυτός ενώπιόν σου και με την ευλογίαν σου”.
Γεν. 17,19 εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς πρὸς Ἁβραὰμ· ναί· ἰδοὺ Σάῤῥα
ἡ γυνή σου τέξεταί σοι υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα
αὐτοῦ Ἰσαάκ, καὶ στήσω τὴν διαθήκην μου πρὸς
αὐτὸν εἰς διαθήκην αἰώνιον, εἶναι αὐτῷ
Θεὸς καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν.
Γεν. 17,19 Απήντησεν ο Θεός προς τον Αβραάμ· “ναι· ιδού η
Σαρρα η σύζυγός σου θα γεννήση προς μεγάλην σου χαράν υιόν και θα ονομάσης
αυτόν Ισαάκ, και προς αυτόν εγώ θα συνάψω την διαθήκην μου, διαθήκην αιωνίαν,
ότι θα είμαι εις αυτόν και στους απογόνους αυτού ο Θεός των.
Γεν. 17,20 περὶ δὲ Ἰσμαὴλ
ἰδοὺ ἐπήκουσά σου· καὶ ἰδοὺ εὐλόγηκα
αὐτὸν καὶ αὐξανῶ αὐτόν καὶ πληθυνῶ
αὐτὸν σφόδρα· δώδεκα ἔθνη γεννήσει καὶ δώσω αὐτὸν
εἰς ἔθνος μέγα.
Γεν. 17,20 Την δε παράκλησίν σου περί του Ισμαήλ ιδού την
ήκουσα και την εδέχθην· τον έχω ευλογήσει και αυτόν. Θα τον αυξήσω και θα τον
πληθύνω πολύ· δώδεκα έθνη θα προέλθουν από αυτόν και θα αναδείξω αυτόν γενάρχην
μεγάλου λαού.
Γεν. 17,21 τὴν δὲ
διαθήκην μου στήσω πρὸς Ἰσαάκ, ὃν τέξεταί σοι Σάῤῥα
εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ
τῷ ἑτέρῳ.
Γεν. 17,21 Αλλά την διαθήκην μου θα συνάψω και θα
πραγματοποιήσω προς τον Ισαάκ, τον οποίον θα γεννήση εις σε η Σαρρα την εποχήν
αυτήν κατά το επόμενον έτος”.
Γεν. 17,22 συνετέλεσε δὲ λαλῶν
πρὸς αὐτὸν καὶ ἀνέβη ὁ Θεὸς ἀπό
Ἁβραάμ.
Γεν. 17,22 Ετελείωσε την ομιλίαν του ο Θεός προς τον Αβραάμ και
ανεχώρησεν από αυτόν.
Γεν. 17,23 Καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ
Ἰσμαὴλ τὸν υἱὸν ἑαυτοῦ καὶ
πάντας τοὺς οἰκογενεῖς αὐτοῦ καὶ πάντας τοὺς
ἀργυρωνήτους καὶ πᾶν ἄρσεν τῶν ἀνδρῶν
τῶν ἐν τῷ οἴκῳ Ἁβραὰμ καὶ
περιέτεμε τὰς ἀκροβυστίας αὐτῶν ἐν τῷ καιρῷ
τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ
ὁ Θεός.
Γεν. 17,23 Ο Αβραάμ, την εντολήν του Θεού αμέσως εκτελών, έλαβε
τον υιόν του τον Ισμαήλ και όλους τους δούλους, οι οποίοι εγεννήθησαν στον
οίκον του, και όλους όσοι ηγοράσθησαν με χρήματα, όλα τα αρσενικά των ανθρώπων,
που ήσαν στον οίκον του, και περιέτεμεν αυτούς κατά την ημέραν εκείνην σύμφωνα
με την εντολήν, που του είχε δώσει ο Θεός.
Γεν. 17,24 Ἁβραὰμ δὲ
ἐνενηκονταεννέα ἦν ἐτῶν, ἡνίκα περιετέμετο τὴν
σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.
Γεν. 17,24 Κατά δε την ημέραν εκείνην, που περιέκοψεν ο Αβραάμ
και την ιδικήν του σαρκίνην ακροβυστίαν, ήτο ηλικίας ενενήκοντα εννέα ετών.
Γεν. 17,25 Ἰσμαὴλ δὲ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἦν ἐτῶν δεκατριῶν,
ἡνίκα περιετέμετο τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας αὐτοῦ.
Γεν. 17,25 Ο δε υιός του ο Ισμαήλ ήτο δέκα τριών ετών, όταν
έλαβε την περιτομήν.
Γεν. 17 ,26 ἐν δὲ τῷ
καιρῷ τῆς ἡμέρας ἐκείνης περιετμήθη Ἁβραὰμ
καὶ Ἰσμαὴλ ὁ υἱὸς αὐτοῦ·
Γεν. 17,26 Την ιδίαν ημέραν, που έλαβε την εντολήν από τον
Θεόν, περιετμήθη ο Αβραάμ, ο υιός του Ισμαήλ,
Γεν. 17,27 καὶ πάντες οἱ
ἄνδρες τοῦ οἴκου αὐτοῦ καὶ οἱ οἰκογενεῖς
αὐτοῦ καὶ οἱ ἀργυρώνητοι ἐξ ἀλλογενῶν
ἐθνῶν, περιέτεμεν αὐτούς.
Γεν. 17,27 όλοι οι άνδρες του οίκου του, οι δούλοι οι γεννηθέντες
στον οίκον του, οι δούλοι οι αγορασθέντες από άλλους λαούς· όλους αυτούς
περιέτεμεν ο Αβραάμ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
18
Γεν. 18,1 Ὤφθη δὲ αὐτῷ
ὁ Θεὸς πρὸς τῇ δρυΐ τῇ Μαμβρῇ, καθημένου αὐτοῦ
ἐπὶ τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ
μεσημβρίας.
Γεν. 18,1 Εφανερώθηκε δε ο Θεός στον Αβραάμ, που ήτο κοντά
εις την δρυν Μαμβρή και εκάθητο εις την θύραν της σκηνής του κατά τον Νοτον.
Γεν. 18,2 ἀναβλέψας δέ τοῖς
ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε, καὶ ἰδοὺ
τρεῖς ἄνδρες εἱστήκεισαν ἐπάνω αὐτοῦ·
καὶ ἰδὼν προσέδραμεν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ
τῆς θύρας τῆς σκηνῆς αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν
ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 18,2 Εσήκωσε τα μάτια του ο Αβραάμ και είδεν αίφνης
τρεις άνδρας ορθίους απέναντι του. Αμέσως ετρεξεν εις συνάντησίν των από την
θύραν της σκηνής του, προσεκύνησεν αυτούς έως στο έδαφος.
Γεν. 18,3 καὶ εἶπε·
κύριε, εἰ ἄρα εὗρον χάριν ἐναντίον σου, μὴ παρέλθῃς
τὸν παῖδά σου·
Γεν. 18,3 Και ειπε· “Κυριε, εάν τυχόν ευρήκα χάριν ενώπιόν
σου, σε παρακαλώ μη καταφρονήσης τον δούλον σου·
Γεν. 18,4 ληφθήτω δὴ ὕδωρ,
καὶ νιψάτωσαν τοὺς πόδας ὑμῶν, καὶ καταψύξατε ὑπὸ
τὸ δένδρον·
Γεν. 18,4 ας μου επιτροπή, λοιπόν, να φέρω νερό και οι
δούλοί μου να νίψουν τους πόδας σας, και να δροσισθήτε κάτω από το δένδρον.
Γεν. 18,5 καὶ λήψομαι ἄρτον,
καὶ φάγεσθε, καὶ μετὰ τοῦτο παρελεύσεσθε εἰς τὴν
ὁδὸν ὑμῶν, οὗ ἕνεκεν ἐξεκλίνατε πρὸς
τὸν παῖδα ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὕτω
ποίησον, καθὼς εἴρηκας.
Γεν. 18,5 Εγώ δε θα ετοιμάσω και θα σας φέρω φαγητόν, δια να
φάγετε, έπειτα δε θα συνεχίσετε τον δρόμον σας, από τον οποίον παρεξεκλίνατε
έως εμέ, τον δούλον σας, δια να μου κάμετε την τιμήν να σας περιποιηθώ”.
Εκείνοι δε είπαν· “κάμε όπως είπες”.
Γεν. 18,6 καὶ ἔσπευσεν
Ἁβραὰμ ἐπὶ τὴν σκηνὴν πρὸς Σάῤῥαν
καὶ εἶπεν αὐτῇ· σπεῦσον καὶ φύρασον
τρία μέτρα σεμιδάλεως καὶ ποίησον ἐγκρυφίας.
Γεν. 18,6 Ετρεξεν ο Αβραάμ εις την σκηνήν, όπου ευρίσκετο η
Σαρρα και της είπε· “τρέξε και ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι και κάμε το λαγάνες
εις την φωτιά”.
Γεν. 18,7 καὶ εἰς τὰς
βόας ἔδραμεν Ἁβραὰμ καὶ ἔλαβεν ἁπαλὸν
μοσχάριον καὶ καλὸν καὶ ἔδωκε τῷ παιδί, καὶ
ἐτάχυνε τοῦ ποιῆσαι αὐτό.
Γεν. 18,7 Ετρεξε δε εκεί, που έβοσκαν τα βόδια του, επήρε
τρυφερό και παχύ μοσχάρι και το έδωσεν στον υπηρέτην, ο οποίος έσπευσε να το
ετοιμάση.
Γεν. 18,8 ἔλαβε δὲ
βούτυρον, καὶ γάλα, καὶ τὸ μοσχάριον ὃ ἐποίησε,
καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· αὐτὸς
δὲ παρειστήκει αὐτοῖς ὑπὸ τὸ δένδρον.
Γεν. 18,8 Επειτα από ολίγην ώραν έλαβεν ο Αβραάμ βούτυρον
και γάλα και το μοσχάρι, το οποίον έψησεν ο υπηρέτης, παρέθεσεν αυτά στους
ξένους και έφαγον. Αυτός δε εστέκετο όρθιος πλησίον αυτών κάτω από το δένδρον.
Γεν. 18,9 Εἶπε δὲ πρὸς
αὐτόν· ποῦ Σάῤῥα ἡ γυνή σου; ὁ δὲ
ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἰδοὺ ἐν τῇ
σκηνῇ.
Γεν. 18,9 Είπε δε προς αυτόν ένας από τους φιλοξενουμένους·
“που είναι η γυναίκα σου η Σαρρα;” Ο δε Αβραάμ απεκρίθη· “ιδού ευρίσκεται εις
την σκηνήν”.
Γεν. 18,10 εἶπε δέ· ἐπαναστρέφων
ἥξω πρὸς σὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον εἰς
ὥρας, καὶ ἕξει υἱὸν Σάῤῥα ἡ
γυνή σου. Σάῤῥα δὲ ἤκουσε πρὸς τῇ θύρᾳ
τῆς σκηνῆς, οὖσα ὄπισθεν αὐτοῦ.
Γεν. 18,10 Είπε δε ο ξένος αυτός προς τον Αβραμ· “όταν το
επόμενον έτος κατά την εποχήν αυτήν επιστρέφων έλθω προς σέ, η Σαρρα, η σύζυγός
σου, θα έχη τέκνον”. Η δε Σαρρα, ευρισκομένη εις την θύραν της σκηνής πίσω από
τον Αβραάμ ήκουσε τα λόγια αυτά του ξένου.
Γεν. 18,11 Ἁβραὰμ δὲ
καὶ Σάῤῥα πρεσβύτεροι προβεβηκότες ἡμερῶν, ἐξέλιπε
δὲ τῇ Σάῤῥᾳ γίνεσθαι τὰ γυναικεῖα.
Γεν. 18,11 Ο Αβραάμ και η Σαρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι
εις τα χρόνια, εις δε την Σαρραν έπαυσαν πλέον να υπάρχουν τα συμπτώματα της
γονιμότητας.
Γεν. 18,12 ἐγέλασε δὲ
Σάῤῥα ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· οὔπω μέν μοι
γέγονεν ἕως τοῦ νῦν, ὁ δὲ κύριός μου πρεσβύτερος.
Γεν. 18,12 Εγέλασε δε η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· “μέχρι
σήμερα δεν απέκτησα υιόν και θα αποκτήσω τώρα ! Αλλωστε ο σύζυγός μου είναι
γέρων”.
Γεν. 18,13 καὶ εἶπε
Κύριος πρὸς Ἁβραάμ· τί ὅτι ἐγέλασε Σάῤῥα
ἐν ἑαυτῇ, λέγουσα· ἆρά γε ἀληθῶς
τέξομαι; ἐγὼ δὲ γεγήρακα.
Γεν. 18,13 Είπε δε προς τον Αβραάμ ο ξένος εκείνος, ο οποίος
ήτο ο Θεός· “διατί εγέλασεν η Σαρρα από μέσα της λέγουσα· Θα γεννήσω πράγματι
παιδί; Εγώ έχω πλέον γηράσειν !
Γεν. 18,14 μὴ ἀδυνατήσει
παρὰ τῷ Θεῷ ῥῆμα; εἰς τὸν καιρὸν
τοῦτον ἀναστρέψω πρὸς σὲ εἰς ὥρας· καὶ
ἔσται τῇ Σάῤῥᾳ υἱός.
Γεν. 18,14 Μηπως υπάρχει τίποτε αδύνατον δια τον Θεόν; Λοιπόν,
το επόμενον έτος και κατά την εποχήν αυτήν θα επιστρέψω εις σέ· και η Σαρρα θα
έχη παιδί”.
Γεν. 18,15 ἠρνήσατο δὲ
Σάῤῥα λέγουσα· οὐκ ἐγέλασα· ἐφοβήθη
γάρ. καὶ εἶπεν αὐτῇ· οὐχί, ἀλλὰ ἐγέλασας.
Γεν. 18,15 Η δε Σαρρα, επειδή εφοβήθη, ηρνήθη λέγουσα· “δεν
εγέλασα”. Είπεν όμως προς αυτήν ο Κυριος· “όχι ! εγέλασες”.
Γεν. 18,16 Ἐξαναστάντες δὲ
ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες κατέβλεψαν ἐπὶ πρόσωπον
Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας. Ἁβραὰμ δὲ
συνεπορεύετο μετ᾿ αὐτῶν συμπροπέμπων αὐτούς.
Γεν. 18,16 Οι φιλοξενούμενοι τρεις άνδρες ηγέρθησαν από το
τραπέζι, έστρεψαν το πρόσωπόν των προς τα Σοδομα και τα Γομορρα και επορεύοντο
προς αυτά. Μαζή δε με αυτούς και προπέμπων αυτούς επορεύετο και ο Αβραάμ.
Γεν. 18,17 ὁ δὲ Κύριος
εἶπεν· οὐ μὴ κρύψω ἐγὼ ἀπὸ Ἁβραὰμ
τοῦ παιδός μου, ἃ ἐγὼ ποιῶ.
Γεν. 18,17 Είπε δε τότε ο Κυριος· “δεν θα κρύψω εγώ από τον
Αβραάμ, τον δούλον μου, αυτά, τα οποία θα κάμω.
Γεν. 18,18 Ἁβραὰμ δὲ
γινόμενος ἔσται εἰς ἔθνος μέγα καὶ πολύ, καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς.
Γεν. 18,18 Ο Αβραάμ θα αναδειχθή γενάρχης, πατριάρχης μεγάλου
και ισχυρού έθνους και δι' αυτού θα λάβουν τας θείας ευλογίας όλοι οι λαοί της
γης.
Γεν. 18,19 ᾔδειν γὰρ ὅτι
συντάξει τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ καὶ τῷ οἴκῳ
αὐτοῦ μετ᾿ αὐτόν, καὶ φυλάξουσι τὰς ὁδοὺς
Κυρίου ποιεῖν δικαιοσύνην καὶ κρίσιν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ
Κύριος ἐπὶ Ἁβραὰμ πάντα, ὅσα ἐλάλησε πρὸς
αὐτόν.
Γεν. 18,19 Διότι εγώ εγνώριζον απ' αρχής ότι ο πιστός και
ενάρετος Αβραάμ θα διδάξη τα τέκνα του, εφ' όσον ζη, και δι' αυτών τους
απογόνους του που θα γεννηθούν υστέρα απ' αυτόν, να τηρούν τας εντολάς του
Κυρίου, ώστε να ζουν δικαιοσύνην και να εφαρμόζουν δικαίαν κρίσιν, δια να
αποστείλη ο Κυριος στον Αβραάμ και τους απογόνους αυτού όλα όσα του έχει
υποσχεθή”.
Γεν. 18,20 εἶπε δὲ
Κύριος· κραυγὴ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας πεπλήθυνται
πρός με, καὶ αἱ ἁμαρτίαι αὐτῶν μεγάλαι σφόδρα.
Γεν. 18,20 Είπε δε εν συνεχεία ο Κυριος· “κραυγαί πολλαί από τα
Σοδομα και την Γομόρραν ανέρχονται προς εμέ· αι αμαρτίαι των είναι πάρα πολύ
μεγάλαι.
Γεν. 18,21 καταβὰς οὖν
ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν
ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ μή, ἵνα γνῶ.
Γεν. 18,21 Θα καταβώ, λοιπόν, εκεί, δια να ίδω, εάν πράγματι αι
αμαρτίαι των είναι όπως αι κραυγαί που ανέρχονται προς εμέ η όχι. Οπωσδήποτε
θέλω να μάθω”!
Γεν. 18,22 καὶ ἀποστρέψαντες
ἐκεῖθεν οἱ ἄνδρες ἦλθον εἰς Σόδομα. Ἁβραὰμ
δὲ ἔτι ἦν ἑστηκὼς ἐναντίον Κυρίου.
Γεν. 18,22 Δυο δε από τους ξένους αυτούς άνδρας ανεχώρησαν από
εκεί και ήλθαν εις τα Σοδομα. Ο Αβραάμ ήτο όρθιος εκεί πλησίον του Κυρίου.
Γεν. 18,23 καὶ ἐγγίσας
Ἁβραὰμ εἶπε· μὴ συναπολέσῃς δίκαιον μετὰ
ἀσεβοῦς καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς ὁ ἀσεβής;
Γεν. 18,23 Επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “θα κατάστρεψης
τάχα τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή και θα είναι ο δίκαιος εις την αυτήν θέσιν,
όπως και ο ασεβής;
Γεν. 18,24 ἐὰν ὦσι
πεντήκοντα δίκαιοι ἐν τῇ πόλει, ἀπολεῖς αὐτούς; οὐκ
ἀνήσεις πάντα τὸν τόπον ἕνεκεν τῶν πεντήκοντα δικαίων, ἐὰν
ὦσιν ἐν αὐτῇ;
Γεν. 18,24 Εάν ευρίσκωνται πενήντα δίκαιοι εις την πόλιν αυτήν,
θα καταστρέψης και αυτούς μαζή με τους πονηρούς; Δεν θα αφήσης άθικτον όλην την
πόλιν ένεκα των πεντήκοντα αυτών δικαίων, οι οποίοι θα ευρίσκωνται εις αυτήν;
Γεν. 18,25 μηδαμῶς σὺ
ποιήσεις ὡς τὸ ῥῆμα τοῦτο, τοῦ ἀποκτεῖναι
δίκαιον μετὰ ἀσεβοῦς, καὶ ἔσται ὁ δίκαιος ὡς
ὁ ἀσεβής. μηδαμῶς· ὁ κρίνων πᾶσαν τὴν
γῆν, οὐ ποιήσεις κρίσιν;
Γεν. 18,25 Ποτέ συ ο δίκαιος Θεός δεν θα κάμης κάτι τέτοιο, να
φονεύσης δηλαδή τον δίκαιον μαζή με τον ασεβή, ώστε να έχη ο δίκαιος την αυτήν
τύχην με τον ασεβή. Ποτέ δεν θα κάμης κάτι τέτοιο. Λοιπόν, συ ο δίκαιος κριτής
όλης της οικουμένης δεν θα κάμης και εις την περίστασιν αυτήν δικαίαν κρίσιν;”
Γεν. 18 ,26 εἶπε δὲ
Κύριος· ἐὰν ὦσιν ἐν Σοδόμοις πεντήκοντα δίκαιοι ἐν
τῇ πόλει, ἀφήσω ὅλην τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν
τόπον δι᾿ αὐτούς.
Γεν. 18,26 Απήντησεν ο Κυριος· “εάν υπάρχουν εις την πόλιν των
Σοδόμων πενήντα δίκαιοι, εγώ χάριν αυτών θα αφήσω άθικτον όλην την πόλιν και
την περιοχήν αυτής”.
Γεν. 18,27 καὶ ἀποκριθεὶς
Ἁβραὰμ εἶπε· νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς
τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δέ εἰμι γῆ καὶ
σποδός·
Γεν. 18,27 Λαβών τον λόγον και πάλιν ο Αβραάμ είπε· “έχω ήδη
αρχίσει να ομιλώ προς τον Κυριον, αν και εγώ είμαι χώμα και στάκτη. Επίτρεψέ
μου να ερωτήσω και πάλιν.
Γεν. 18,28 ἐὰν δὲ
ἐλαττονωθῶσιν οἱ πεντήκοντα δίκαιοι εἰς
τεσσαρακονταπέντε, ἀπολεῖς ἕνεκεν τῶν πέντε πᾶσαν
τὴν πόλιν; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν
εὕρω ἐκεῖ τεσσσαρακονταπέντε.
Γεν. 18,28 Εάν ελαττωθούν οι πενήντα δίκαιοι εις σαράντα πέντε,
ένεκα των πέντε δικαίων που θα λείπουν, θα καταστρέψης την πόλιν;” Και είπεν ο
Θεός· “δεν θα την καταστρέψω, εάν εύρω εκεί σαράντα πέντε δικαίους”.
Γεν. 18,29 καὶ προσέθηκεν ἔτι
λαλῆσαι πρὸς αὐτόν, καὶ εἶπεν· ἐὰν
δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ τεσσαράκοντα; καὶ εἶπεν·
οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν τεσσαράκοντα.
Γεν. 18,29 Ετόλμησεν ο Αβραάμ να ομιλήση ακόμη προς τον Θεόν
και είπε· “εάν ευρεθούν εκεί σαράντα διικαιοι, θα καταστρέψης την πόλιν;”
Απήντησεν ο Θεός· “δεν θα την καταστρέψω ένεκα των τεσισαράκοντα δικαίων”.
Γεν. 18,30 καὶ εἶπε·
μή τι κύριε, ἐὰν λαλήσω; ἐὰν δὲ εὑρεθῶσιν
ἐκεῖ τριάκοντα; καὶ εἶπεν· οὐ μὴ ἀπολέσω
ἕνεκεν τῶν τριάκοντα.
Γεν. 18,30 Είπεν ακόμη ο Αβραάμ· “μήπως, Κυριε, θα οργισθής,
εάν και πάλιν ομιλήσω; Εάν ευρεθούν εκεί τριάκοντα δίκαιοι;” Και είπεν ο Θεός·
“προς χάριν αυτών των τριάκοντα δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.
Γεν. 18,31 καὶ εἶπεν·
ἐπειδὴ ἔχω λαλῆσαι πρὸς τὸν κύριον· ἐὰν
δὲ εὑρεθῶσιν ἐκεῖ εἴκοσι; καὶ εἶπεν·
οὐ μὴ ἀπολέσω, ἐὰν εὕρω ἐκεῖ εἴκοσι.
Γεν. 18,31 Είπε πάλιν ο Αβραάμ· “Ας με συγχωρήσα ο Κυριος
επειδή έχω ακόμη κάτι να ερωτήσω αυτόν. Εάν ευρεθούν εκεί είκοσι;” Και είπεν ο
Θεός· “Και είκοσι εάν εύρω εκεί, δεν θα καταστρέψω την πόλιν”.
Γεν. 18,32 καὶ εἶπε·
μήτι κύριε, ἐὰν λαλήσω ἔτι ἅπαξ· ἐὰν δὲ
εὑρεθῶσιν ἐκεῖ δέκα; καὶ εἶπεν· οὐ
μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα.
Γεν. 18,32 Είπε δε ο Αβραάμ· “Μηπως Κυριε, θα οργισθής εναντίον
μου εάν υποβάλω μίαν ακόμη ερώτησιν; Εάν ευρεθούν εκεί δέκα;” Απήντησεν ο Θεός·
“δεν θα καταστρέψω την πόλιν προς χάριν αυτών των δέκα”.
Γεν. 18,33 ἀπῆλθε δὲ
ὁ Κύριος, ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τῷ Ἁβραάμ, καὶ
Ἁβραὰμ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Γεν. 18,33 Οταν δε έπαυσε πλέον να ομιλή ο Αβραάμ, ανεχώρησεν ο
Θεός· και ο Αβραάμ επανήλθεν στον τόπον του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
19
Γεν. 19,1 Ἦλθον δὲ οἱ
δύο ἄγγελοι εἰς Σόδομα ἑσπέρας· Λὼτ δὲ ἐκάθητο
παρὰ τὴν πύλην Σοδόμων. ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη
εἰς συνάντησιν αὐτοῖς καὶ προσεκύνησε τῷ προσώπῳ
ἐπὶ τὴν γῆν.
Γεν. 19,1 Κατά δε την εσπέραν έφθασαν οι δύο άγγελοι εις τα
Σοδομα. Ο Λωτ εκάθητο κοντά εις την πύλην των Σοδόμων. Οταν είδε τους ξένους,
ηγέρθη, επροχώρησεν εις συνάντησίν των, τους επροσκύνησε μέχρις εδάφους
Γεν. 19,2 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ κύριοι, ἐκκλίνατε εἰς τὸν οἶκον τοῦ
παιδὸς ὑμῶν καὶ καταλύσατε καὶ νίψασθε τοὺς
πόδας ὑμῶν, καὶ ὀρθρίσαντες ἀπελεύσεσθε εἰς
τὴν ὁδὸν ὑμῶν. καὶ εἶπαν· οὐχί,
ἀλλ᾿ ἐν τῇ πλατείᾳ καταλύσομεν.
Γεν. 19,2 και είπεν· “ιδού σας παρακαλώ, κύριοι,
λοξοδρομήσατε στον οίκον του δούλου σας να καταλύσετε εκεί, να πλύνετε τους
πόδας σας και ενωρίς το πρωϊ συνεχίζετε τον δρόμον σας”. Εκείνοι είπον· “όχι.
Εις την πλατείαν, στο ύπαιθρον θα διανυκτερεύσωμεν”.
Γεν. 19,3 καὶ κατεβιάζετο αὐτούς,
καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς
πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον.
Γεν. 19,3 Ο Λωτ παρακλητικώς επίεζεν αυτούς, ώστε εκείνοι
υπεχώρησαν. Επήγαν προς αυτόν και εισήλθον στον οίκον του. Ο Λωτ παρέθεσεν εις
αυτούς δείπνον. Εψησεν άζυμον άρτον εις την φωτιά και έφαγον.
Γεν. 19,4 πρὸ τοῦ
κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται
περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως
πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.
Γεν. 19,4 Αλλά πριν κοιμηθούν, οι άνδρες της πόλεως, οι
πονηροί Σοδομίται από του νεωτέρου έως του γεροντοτέρου, όλος ο λαός μαζή,
περιεκύκλωσαν την οικίαν του Λωτ,
Γεν. 19,5 καὶ ἐξεκαλοῦντο
τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ
εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ
τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα
συγγενώμεθα αὐτοῖς.
Γεν. 19,5 και έξω από αυτήν εφώναζον προς τον Λωτ και του
έλεγαν· “που είναι οι άνδρες, οι οποίοι κατά την εσπέραν εισήλθον στο σπίτι
σου; Βγάλε τους προς ημάς έξω, δια να ασελγήσωμεν επάνω εις αυτούς” !
Γεν. 19,6 ἐξῆλθε δὲ
Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν
δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ.
Γεν. 19,6 Εβγήκεν ο Λωτ προς αυτούς έμπροσθεν από την θύραν,
την δε θύραν έκλεισεν ασφαλώς οπίσω απ' αυτόν.
Γεν. 19,7 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτούς· μηδαμῶς ἀδελφοί, μὴ πονηρεύσησθε.
Γεν. 19,7 Είπε δε προς αυτούς· “αδελφοί, κατ' ουδένα τρόπον
και λόγον δεν πρέπει να πραγματοποιήσετε το πονηρόν τούτο.
Γεν. 19,8 εἰσὶ δέ μοι
δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς
πρὸς ὑμᾶς, καὶ χρᾶσθε αὐταῖς, καθὰ
ἂν ἀρέσκῃ ὑμῖν· μόνον εἰς τοὺς ἄνδρας
τούτους μὴ ποιήσητε ἄδικον, οὗ εἵνεκεν εἰσῆλθον
ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δοκῶν μου.
Γεν. 19,8 Εντός του σπιτιού μου υπάρχουν αι δύο, θυγατέρες
μου, παρθένοι, αι οποίαι δεν εγνώρισαν άνδρα. Θα τας φέρω προς σας και
χρησιμοποιήσατέ τας, όπως σας αρέσει. Μονον στους άνδρας αυτούς μη θελήσετε να
κάμετε κάτι το κακόν, διότι εισήλθον υπό την στέγην μου και ως φιλοξενούμενοι
ευρίσκονται υπό την προστασίαν μου”.
Γεν. 19,9 εἶπαν δὲ αὐτῷ·
ἀπόστα ἐκεῖ. εἰσῆλθες παροικεῖν· μὴ
καὶ κρίσιν κρίνειν; νῦν οὖν σὲ κακώσωμεν μᾶλλον ἢ
ἐκείνους. καὶ παρεβιάζοντο τὸν ἄνδρα τὸν Λὼτ
σφόδρα. καὶ ἤγγισαν συντρίψαι τὴν θύραν.
Γεν. 19,9 Εκείνοι εξηγριωμένοι ειπόν εις αυτόν· “παραμέρισε
από εκεί και φύγε· ήλθες από άλλην χώραν και μένεις σαν ξένος μαζή μας. Μηπως
θέλεις να γίνης και δικαστής μας; Λοιπόν τώρα θα κακοποιήσωμεν περισσότερον εσέ
παρά εκείνους”. Ωρμησαν εξηγριωμένοι και εχειροδίκουν εναντίον του Λωτ, τον
απωθούσαν βιαίως και επλησίασαν δια να συντρίψουν την θύραν.
Γεν. 19,10 ἐκτείναντες δὲ
οἱ ἄνδρες τὰς χεῖρας εἰσεσπάσαντο τὸν Λὼτ
πρὸς ἑαυτοὺς εἰς τὸν οἶκον, καὶ τὴν
θύραν τοῦ οἴκου ἀπέκλεισαν·
Γεν. 19,10 Οι δύο άνδρες όμως άπλωσαν τα χέρια των, ετράβηξαν
προς τον εαυτόν των και έβαλαν τον Λωτ στον οίκον και έκλεισαν ασφαλώς την
θύραν του σπιτιού.
Γεν. 19,11 τοὺς δὲ ἄνδρας
τοὺς ὄντας ἐπὶ τῆς θύρας τοῦ οἴκου ἐπάταξαν
ἐν ἀορασίᾳ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου, καὶ
παρελύθησαν ζητοῦντες τὴν θύραν.
Γεν. 19,11 Τους δε άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την θύραν,
τους ετιμώρησαν όλους με τύφλωσιν από μικρού έως μεγάλου και έτσι εκείνοι
απέκαμαν ψάχνοντες να εύρουν την θύραν.
Γεν. 19,12 Εἶπαν δὲ οἱ
ἄνδρες πρὸς Λώτ· εἰσί σοι ὧδε γαμβροὶ ἢ
υἱοὶ ἢ θυγατέρες; ἢ εἴτις σοι ἄλλος ἐστὶν
ἐν τῇ πόλει, ἐξάγαγε ἐκ τοῦ τόπου τούτου·
Γεν. 19,12 Οι δύο ξένοι ειπόν τότε στον Λωτ· μήπως υπάρχουν εδώ
εις την πόλιν αυτήν γαμβροί σου η υιοί σου η θυγατέρες η κανένας άλλος ιδικός
σου; Παρε τους και βγάλε τους από τον τόπον αυτόν.
Γεν. 19,13 ὅτι ἡμεῖς
ἀπόλλυμεν τὸν τόπον τοῦτον, ὅτι ὑψώθη ἡ
κραυγὴ αὐτῶν ἔναντι Κυρίου, καὶ ἀπέστειλεν ἡμᾶς
Κύριος ἐκτρίψαι αὐτήν.
Γεν. 19,13 Διότι ημείς καταστρέφομεν τον τόπον αυτόν, επειδή η
κραυγή των φοβερών ανομιών των έφθασε μεγάλη ενώπιον του Κυρίου. Και ο Κυριος
μας απέστειλε να καταστρέψωμεν και να εξαφανίσωμεν εξ ολοκλήρου αυτούς και τον
τόπον των”.
Γεν. 19,14 ἐξῆλθε δὲ
Λὼτ καὶ ἐλάλησε πρὸς τοὺς γαμβροὺς αὐτοῦ
τοὺς εἰληφότας τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ εἶπεν·
ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ τόπου τούτου, ὅτι
ἐκτρίβει Κύριος τὴν πόλιν. ἔδοξε δὲ γελοιάζειν ἐναντίον
τῶν γαμβρῶν αὐτοῦ.
Γεν. 19,14 Εξήλθεν ο Λωτ από το σπίτι του, ωμίλησε προς τους
μνηστήρας των θυγατέρων του και τους είπε· “σηκωθήτε αμέσως και φύγετε μακρυά
από τον τόπον τούτον, διότι ο Κυριος θα καταστρέψη την πόλιν”. Οι γαμβροί του
όμως ενόμισαν ότι ο Λωτ αστειεύεται μαζή των.
Γεν. 19,15 ἡνίκα δὲ ὄρθρος
ἐγίνετο, ἐσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ
λέγοντες· ἀναστὰς λάβε τὴν γυναῖκά σου καὶ τὰς
δύο θυγατέρας σου, ἃς ἔχεις, καὶ ἔξελθε, ἵνα μὴ
καὶ σὺ συναπόλῃ ταῖς ἀνομίαις τῆς πόλεως.
Γεν. 19,15 Κατά δε τα εξημερώματα οι δύο άγγελοι επίεζον και
εβίαζαν τον Λωτ λέγοντες· “σήκω αμέσως, πάρε την γυναίκα σου και τας δύο θυγατέρας
σου και φύγε έξω, δια να μη καταστραφής και συ μαζή με τους αμαρτωλούς
κατοίκους αυτής της πόλεως”.
Γεν. 19,16 καὶ ἐταράχθησαν·
καὶ ἐκράτησαν οἱ ἄγγελοι τῆς χειρὸς αὐτοῦ
καὶ τῆς χειρὸς τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ
τῶν χειρῶν τῶν δύο θυγατέρων αὐτοῦ, ἐν τῷ
φείσασθαι Κύριον αὐτοῦ.
Γεν. 19,16 Ο Λωτ και οι περί αυτόν εταράχθησαν σαν να τα
έχασαν. Οι άγγελοι επήραν τότε το χέρι του Λωτ, το χέρι της γυναικός του και τα
χέρια των δύο θυγατέρων του και τους ωδήγησαν έξω από την πόλιν, διότι ο Κυριος
ελυπήθη τον Λωτ.
Γεν. 19,17 καὶ ἐγένετο,
ἡνίκα ἐξήγαγον αὐτοὺς ἔξω καὶ εἶπαν·
σῴζων σῷζε τὴν σεαυτοῦ ψυχήν· μὴ περιβλέψῃ
εἰς τὰ ὀπίσω, μηδὲ στῇς ἐν πάσῃ τῇ
περιχώρῳ· εἰς τὸ ὄρος σῴζου, μήποτε
συμπαραληφθῇς.
Γεν. 19,17 Οταν δε οι άγγελοι έφερον αυτούς έξω από την πόλιν,
είπαν στον Λωτ και τας τρεις γυναίκας· “σπεύσε να σώσης την ζωήν σου, φύγε από
την περιοχήν αυτήν· ούτε να στρέψετε το κεφάλι σας εις τα οπίσω, ούτε και να
σταματήσετε πουθενά εις τα περίχωρα των Σοδόμων. Σπεύσατε στο απέναντι όρος,
δια να σωθήτε, διότι άλλως υπάρχει φόβος να συμπεριληφθήτε και σεις εις την
φοβεράν καταστροφήν”.
Γεν. 19,18 εἶπε δὲ Λὼτ
πρὸς αὐτούς· δέομαι κύριε,
Γεν. 19,18 Είπε δε ο Λωτ προς ένα από αυτούς· “Κυριε, σε
παρακαλώ,
Γεν. 19,19 ἐπειδὴ εὗρεν
ὁ παῖς σου ἔλεος ἐναντίον σου καὶ ἐμεγάλυνας
τὴν δικαιοσύνην σου, ὃ ποιεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ
τοῦ ζῆν τὴν ψυχήν μου, ἐγὼ δὲ οὐ
δυνήσομαι διασωθῆναι εἰς τὸ ὄρος, μήποτε καταλάβῃ
με τὰ κακὰ καὶ ἀποθάνω.
Γεν. 19,19 αφού ο δούλος σου ευρήκεν έλεος απέναντί σου και
έδειξες την μεγάλην σου καλωσύνην με το να ενδιαφερθής δια την ασφάλειαν της
ζωής μου, εγώ δεν θα ημπορέσω και δεν θα προλάβω να φθάσω στο όρος εκείνο.
Φοβούμαι, μήπως με προλάβουν αι επερχόμεναι τιμωρίαι και χάσω την ζωήν μου.
Γεν. 19,20 ἰδοὺ ἡ
πόλις αὕτη ἐγγὺς τοῦ καταφυγεῖν με ἐκεῖ,
ἥ ἐστι μικρά, καὶ ἐκεῖ διασωθήσομαι· οὐ
μικρά ἐστι; καὶ ζήσεται ἡ ψυχή μου ἕνεκέν σου.
Γεν. 19,20 Ιδού η πόλις εκείνη ευρίσκεται κοντά· εκεί ημπορώ να
καταφύγω. Μικρά δεν είναι αυτή η πόλις; Διατί να καταστροφή; Εάν μου κάμης
αυτήν την χάριν, θα σωθή η ζωη μου από σέ”.
Γεν. 19,21 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
ἰδοὺ ἐθαύμασά σου τὸ πρόσωπον καὶ ἐπὶ
τῷ ῥήματι τούτῳ τοῦ μὴ καταστρέψαι τὴν
πόλιν, περὶ ἧς ἐλάλησας·
Γεν. 19,21 Είπεν εις αυτόν ο άγγελος· “ιδού· εθαύμααα εγώ την
καρδίαν σου, εδέχθην την παράκλησίν σου και χάρις εις αυτήν δεν θα καταστρέψω
την μικράν εκείνην πόλιν, δια την οποίαν με παρεκάλεσες.
Γεν. 19,22 σπεῦσον οὖν
τοῦ σωθῆναι ἐκεῖ· οὐ γὰρ δυνήσομαι ποιῆσαι
πρᾶγμα, ἕως τοῦ ἐλθεῖν σε ἐκεῖ. διὰ
τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ἐκείνης
Σηγώρ.
Γεν. 19,22 Λοιπόν, σπεύσε εκεί να σωθής. Εγώ δεν θα αποστείλω
την καταστροφήν, μέχρις ότου συ φθάσης εκεί” Δια τούτο εκάλεσε το όνομα της
πόλεως εκείνης “Σηγώρ”.
Γεν. 19,23 ὁ ἥλιος ἐξῆλθεν
ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ Λὼτ εἰσῆλθεν εἰς
Σηγώρ,
Γεν. 19,23 Ανέτειλεν ο ήλιος εις την χώραν εκείνην και ο Λωτ
έφθασεν ασφαλής εις την Σηγώρ.
Γεν. 19,24 καὶ Κύριος ἔβρεξεν
ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ
παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ
Γεν. 19,24 Και τότε ο Κυριος έβρεξεν επάνω εις τα Σοδομα και
Γομορρα θειάφι και έρριψεν από τον ουρανόν φωτιά
Γεν. 19,25 καὶ κατέστρεψε τὰς
πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς
κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα
ἐκ τῆς γῆς.
Γεν. 19,25 και κατέστρεψεν αυτάς τας πόλεις και όλην την
περίχωρον και όλους τους κατοίκους των πόλεων και κάθε τι, που εβλάστανεν εις
την χώραν εκείνην.
Γεν. 19 ,26 καὶ ἐπέβλεψεν
ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἐγένετο
στήλη ἁλός.
Γεν. 19,26 Η σύζυγος του Λωτ, περίεργος καθώς ήτο και παρά την
εντολήν του αγγέλου, έστρεψε την κεφαλήν εις τα οπίσω, δια να ίδη την καταστροφήν·
και αμέσως έγινε στήλη άλατος.
Γεν. 19,27 Ὤρθρισε δὲ Ἁβραὰμ
τῷ πρωΐ εἰς τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ἐναντίον
Κυρίου.
Γεν. 19,27 Ο δε Αβραάμ εσηκώθη από τα χαράματα και μετέβη στον
τόπον, όπου χθες είχε σταθή ενώπιον του Κυρίου.
Γεν. 19,28 καὶ ἐπέβλεψεν
ἐπὶ πρόσωπον Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας καὶ ἐπὶ
πρόσωπον τῆς περιχώρου καὶ εἶδε, καὶ ἰδοὺ ἀνέβαινε
φλὸξ ἐκ τῆς γῆς, ὡσεὶ ἀτμὶς
καμίνου.
Γεν. 19,28 Προσήλωσε τα βλέμματά του εις τα Σοδομα και Γομορρα
και εις την περιοχήν αυτών και είδε· και ιδού ανέβαινεν φλόγα από την γην, όπως
βγαίνει ο καπνός από το καμίνι.
Γεν. 19,29 καὶ ἐγένετο
ἐν τῷ ἐκτρίψαι Κύριον πάσας τὰς πόλεις τῆς
περιοίκου, ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ Ἁβραὰμ καὶ
ἐξαπέστειλε τὸν Λὼτ ἐκ μέσου τῆς καταστροφῆς,
ἐν τῷ καταστρέψαι Κύριον τὰς πόλεις, ἐν αἷς κατῴκει
ἐν αὐταῖς Λώτ.
Γεν. 19,29 Οταν ο Θεός είχε πάρει την απόφασιν να καταστρέψη
τας πόλεις της περιοχής εκείνης, ενδιεφέρθη δια τον Αβραάμ και απεμάκρυνε τον
Λωτ από την φοβεράν εκείνην καταστροφήν, ότε κατέστρεψε τας πόλεις εις τας
οποίας κατοικούσε ο Λωτ.
Γεν. 19,30 Ἀνέβη δὲ Λὼτ
ἐκ Σηγὼρ καὶ ἐκάθητο ἐν τῷ ὄρει αὐτὸς
καὶ αἱ δύο θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ·
ἐφοβήθη γὰρ κατοικῆσαι ἐν Σηγώρ. καὶ κατῴκησεν
ἐν τῷ σπηλαίῳ, αὐτὸς καὶ αἱ δύο
θυγατέρες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 19,30 Ο δε Λωτ ανέβη από την Σηγώρ και εκάθησεν στο όρος
αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του, διότι εφοβήθη να κατοικήση μέσα εις την
Σηγώρ. Εμεινε δε στο σπήλαιον αυτός και αι δύο θυγατέρες μαζή του.
Γεν. 19,31 εἶπε δὲ ἡ
πρεσβυτέρα πρὸς τὴν νεωτέραν· ὁ πατὴρ ἡμῶν
πρεσβύτερος, καὶ οὐδείς ἐστιν ἐπὶ τῆς γῆς,
ὃς εἰσελεύσεται πρὸς ἡμᾶς, ὡς καθήκει πάσῃ
τῇ γῇ·
Γεν. 19,31 Είπε δε η μεγαλυτέρα θυγάτηρ εις την μικροτέραν· “ο
πατήρ μας είναι ηλικιωμένος και δεν υπάρχει κανείς εις την περιοχήν, που
κατοικούμε, ο οποίος να μας νυμφευθή, όπως γίνεται εις όλην την οικουμένην.
Γεν. 19,32 δεῦρο καὶ
ποτίσωμεν τὸν πατέρα ἡμῶν οἶνον καὶ κοιμηθῶμεν
μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,32 Ελα, λοιπόν, να δώσωμεν κρασί στον πατέρα μας, να
κοιμηθώμεν μαζή του και να αποκτήσωμεν απογόνους από τον πατέρα μας”
Γεν. 19,33 ἐπότισαν δὲ
τὸν πατέρα αὐτῶν οἶνον ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ,
καὶ εἰσελθοῦσα ἡ πρεσβυτέρα ἐκοιμήθη μετὰ
τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ,
καὶ οὐκ ᾔδει ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν
καὶ ἐν τῷ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,33 Επότισαν πράγματι τον πατέρα των κατά την νύκτα
εκείνην με κρασί και η μεγαλυτέρα κόρη εισήλθεν στον κοιτώνα του πατρός της και
εκοιμήθη μαζή του κατά την νύκτα εκείνη. Αυτός δε δεν αντελήφθη τι έκαμεν ούτε
όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,34 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἐπαύριον καὶ εἶπεν ἡ πρεσβυτέρα πρὸς τὴν
νεωτέραν· ἰδοὺ ἐκοιμήθην χθὲς μετὰ τοῦ
πατρὸς ἡμῶν· ποτίσωμεν αὐτὸν οἶνον καὶ
ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, καὶ εἰσελθοῦσα
κοιμήθητι μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἐξαναστήσωμεν ἐκ
τοῦ πατρὸς ἡμῶν σπέρμα.
Γεν. 19,34 Κατά δε την άλλην ημέραν είπεν η μεγαλυτέρα προς την
νεωτέραν· “ιδού χθες εκοιμήθην εγώ με τον πατέρα μας. Ας τον ποτίσωμεν κρασί
και κατά την νύκτα αυτήν, και συ πήγαινε και κοιμήσου μαζή με αυτόν, ώστε να
αποκτήσω μεν απογόνους από τον πατέρα μας”.
Γεν. 19,35 ἐπότισαν δὲ
καὶ ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ τὸν πατέρα αὐτῶν
οἶνον, καὶ εἰσελθοῦσα ἡ νεωτέρα ἐκοιμήθη
μετὰ τοῦ πατρὸς αὐτῆς, καὶ οὐκ ᾔδει
ἐν τῷ κοιμηθῆναι αὐτὸν καὶ ἀναστῆναι.
Γεν. 19,35 Επότισαν πράγματι και κατά την νύκτα εκείνην τον
πατέρα των οίνον, τον εμέθυσαν και εισελθούσα η νεωτέρα εκοιμήθη μαζή του.
Εκείνος δε δεν αντελήφθη τίποτε ούτε όταν εκοιμήθη με την κόρην του ούτε και
όταν εξύπνησε.
Γεν. 19,36 καὶ συνέλαβον αἱ
δύο θυγατέρες Λὼτ ἐκ τοῦ πατρὸς αὐτῶν.
Γεν. 19,36 Συνέλαβον δε και αι δύο θυγατέρες από τον πατέρα των
τον Λωτ.
Γεν. 19,37 καὶ ἔτεκεν ἡ
πρεσβυτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Μωὰβ λέγουσα· ἐκ τοῦ πατρός μου· οὗτος πατὴρ
Μωαβιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,37 Εγέννησεν η μεγαλύτερα τέκνον και εκάλεσεν αυτό
Μωάβ, λέγουσα· “Από τον πατέρα μου απέκτησα υιόν”. Αυτός έγινε γενάρχης των
Μωαβιτών, οι οποίοι και ζουν μέχρι σήμερα.
Γεν. 19,38 ἔτεκε δὲ καὶ
ἡ νεωτέρα υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἀμμάν, λέγουσα· υἱὸς γένους μου· οὗτος πατὴρ
Ἀμμανιτῶν ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας.
Γεν. 19,38 Εγέννησε δε και η νεωτέρα θυγάτηρ υιόν και έδωσεν
εις αυτόν το όνομα Αμμάν, το οποίον σημαίνει “αυτός είναι υιός εκ του γένους
μου”. Αυτός είναι γενάρχης των Αμμανιτών έως σήμερον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
20
Γεν. 20,1 Καὶ ἐκίνησεν
ἐκεῖθεν Ἁβραὰμ εἰ γῆν πρὸς λίβα καὶ
ᾤκησεν ἀνὰ μέσον Κάδης καὶ ἀνὰ μέσον Σούρ.
καὶ παρῴκησεν ἐν Γεράροις.
Γεν. 20,1 Από την Βαιθήλ εξεκίνησεν ο Αβραάμ προς, Νοτον και
κατεσκήνωσε μεταξύ Καδης και της ερήμου Σούρ. Από εκεί εγκατεστάθη προσωρινώς
εις Γέραρα.
Γεν. 20,2 εἶπε δὲ Ἁβραὰμ
περὶ Σάῤῥας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι
ἀδελφή μου ἐστίν· ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι
γυνή μου ἐστί, μή ποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες
τῆς πόλεως δι᾿ αὐτήν. ἀπέστειλε δὲ Ἀβιμέλεχ,
βασιλεὺς Γεράρων, καὶ ἔλαβε τὴν Σάῤῥαν.
Γεν. 20,2 Είπε δε ο Αβραάμ περί της γυναικός του της Σαρρας
προς τους κατοίκους της περιοχής ότι είναι αδελφή του. Εφοβήθη να είπη ότι
είναι σύζυγός του, μήπως τυχόν και εξ αιτίας της τον φονεύσουν οι άνδρες της
πόλεως εκείνης. Ο δε βασιλεύς των Γεράρων, ο Αβιμέλεχ, έστειλεν ανθρώπους και
έλαβε την Σαρραν, δια να την έχη ως συζυγόν του.
Γεν. 20,3 καὶ εἰσῆλθεν
ὁ Θεὸς πρὸς Ἀβιμέλεχ ἐν ὕπνῳ τὴν
νύκτα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ σὺ ἀποθνήσκεις
περὶ τῆς γυναικός, ἧς ἔλαβες, αὕτη δέ ἐστι
συνῳκηυῖα ἀνδρί.
Γεν. 20,3 Ο Θεός όμως παρουσιάσθη στον Αβιμέλεχ κατά την
νύκτα στο όνειρόν του και του είπε· “ιδού συ αποθνήσκεις εξ αιτίας της
γυναικός, την οποίαν έλαβες, διότι αυτή είναι σύζυγος άλλου ανδρός, του
Αβραάμ”.
Γεν. 20,4 Ἀβιμέλεχ δὲ
οὐχ ἥψατο αὐτῆς καὶ εἶπε· Κύριε, ἔθνος
ἀγνοοῦν καὶ δίκαιον ἀπολεῖς;
Γεν. 20,4 Ο Αβιμέλεχ δεν ήγγισεν αυτήν και είπε· “Κυριε, θα
τιμωρήσης με θάνατον δικαίους ανθρώπους εξ αιτίας της αγνοίας των;
Γεν. 20,5 οὐκ αὐτός
μοι εἶπεν, ἀδελφή μου ἐστί; καὶ αὕτη μοι εἶπεν,
ἀδελφός μου ἐστίν; ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καὶ ἐν
δικαιοσύνῃ χειρῶν ἐποίησα τοῦτο.
Γεν. 20,5 Δεν μου είπεν ο ίδιος ο Αβραάμ ότι η Σαρρα είναι
αδελφή του; Και αυτή δεν μου είπεν ότι εκείνος είναι αδελφός της; Επομένως εγώ
με καθαράν καρδίαν και με δικαίας τας χείρας ηθέλησα να λάβω αυτήν ως σύζυγον”.
Γεν. 20,6 εἶπε δὲ αὐτῷ
ὁ Θεὸς καθ᾿ ὕπνον· κἀγὼ ἔγνων ὅτι
ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ ἐποίησας τοῦτο, καὶ ἐφεισάμην
σου τοῦ μὴ ἁμαρτεῖν σε εἰς ἐμέ· ἕνεκα
τούτου οὐκ ἀφῆκά σε ἅψασθαι αὐτῆς.
Γεν. 20,6 Είπε δε ο Θεός προς αυτόν κατά τον ύπνον του· “και
εγώ κατενόησα ότι με καθαράν καρδίαν έκαμες αυτό, σε ελυπήθηκα και σε επρόλαβα,
ώστε να μη αμαρτήσης ενώπιόν μου. Δια τούτο και δεν σε αφήκα να εγγίσης την
Σαρραν.
Γεν. 20,7 νῦν δὲ ἀπόδος
τὴν γυναῖκα τῷ ἀνθρώπῳ, ὅτι προφήτης ἐστὶ
καὶ προσεύξεται περὶ σοῦ καὶ ζήσῃ· εἰ
δὲ μὴ ἀποδίδως, γνώσῃ ὅτι ἀποθανῇ σὺ
καὶ πάντα τὰ σά.
Γεν. 20,7 Και τώρα απόδωσε την γυναίκα στον σύζυγόν της τον
Αβραάμ, διότι είναι προφήτης και θα προσευχηθή υπέρ σου και θα σου χαρισθή η
ζωη. Εάν δε τυχόν και δεν την επιστρέψης εις αυτόν, μάθε ότι θα αποθάνης και συ
και όλοι οι ιδικοί σου”.
Γεν. 20,8 καὶ ὤρθρισεν
Ἀβιμέλεχ τῷ πρωΐ καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς παῖδας
αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα
εἰς τὰ ὦτα αὐτῶν, ἐφοβήθησαν δὲ
πάντες οἱ ἄνθρωποι σφόδρα.
Γεν. 20,8 Ταραγμένος ο Αβιμέλεχ εσηκώθη πολύ πρωϊ, εκάλεσεν
όλους τους δούλους του, ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα όσα του είπεν ο Θεός και
όλοι οι άνθρωποι κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον.
Γεν. 20,9 καὶ ἐκάλεσεν
Ἀβιμέλεχ τὸν Ἁβραάμ, καὶ εἶπεν αὐτῷ·
τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μήτι ἡμάρτομεν εἰς
σέ, ὅτι ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμὲ καὶ ἐπὶ
τὴν βασιλείαν μου ἁμαρτίαν μεγάλην; ἔργον, ὃ οὐδεὶς
ποιήσει, πεποίηκάς μοι.
Γεν. 20,9 Εκάλεσε δε τον Αβραάμ και του είπε· “τι είναι αυτό
που μας έκαμες; Μηπως επταίσαμεν εις κάτι απέναντί σου και ηθέλησες να φέρης
επάνω εις την κεφαλήν μου και εις την βασιλείαν μου αμαρτίαν και ενοχήν
μεγάλην; Εκαμες απέναντί μου έργον, το οποίον κανείς ποτέ δεν επιτρέπεται να
κάμη”.
Γεν. 20,10 εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· τί ἐνιδὼν ἐποίησας τοῦτο;
Γεν. 20,10 Είπε δε ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “εις τι
αποβλέπων έκαμες τούτο;”
Γεν. 20,11 εἶπε δὲ Ἁβραάμ·
εἶπα γάρ, ἄρα οὐκ ἔστι θεοσέβεια ἐν τῷ τόπῳ
τούτῳ, ἐμέ τε ἀποκτενοῦσιν ἕνεκεν τῆς
γυναικός μου.
Γεν. 20,11 Απήντησεν ο Αβραάμ· “το έκαμα, διότι είπα· Δεν
υπάρχει ευσέβεια και φόβος Θεού στον τόπον αυτόν. Θα με φονεύσουν ένεκα της
γυναικός δια να πάρουν αυτήν ως σύζυγόν των.
Γεν. 20,12 καὶ γὰρ ἀληθῶς
ἀδελφή μου ἐστὶν ἐκ πατρός, ἀλλ᾿ οὐκ ἐκ
μητρός· ἐγενήθη δέ μοι εἰς γυναῖκα.
Γεν. 20,12 Αλλωστε είναι πράγματι αδελφή μου εκ πατρός αλλ' όχι
εκ μητρός. Δι' αυτό και την επήρα ως σύζυγόν μου.
Γεν. 20,13 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἐξήγαγέ με ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ
πατρός μου, καὶ εἶπα αὐτῇ· ταύτην τὴν
δικαιοσύνην ποιήσεις εἰς ἐμέ, εἰς πάντα τόπον οὗ ἐὰν
εἰσέλθωμεν ἐκεῖ, εἰπὸν ἐμέ, ὅτι ἀδελφός
μου ἐστίν.
Γεν. 20,13 Οταν δε ο Θεός με διέταξε να φύγω από τον πατρικόν
μου οίκον, είπα εις αυτήν· Αυτήν την δικαίαν αξίωσα έχω από σέ· εις κάθε τόπον,
όπου θα εισερχώμεθα να λέγης δι' εμέ ότι είμαι αδελφός σου”.
Γεν. 20,14 ἔλαβε δὲ Ἀβιμέλεχ
χίλια δίδραχμα καὶ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ παῖδας καὶ
παιδίσκας καὶ ἔδωκε τῷ Ἁβραὰμ καὶ ἀπέδωκεν
αὐτῷ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Γεν. 20,14 Επήρεν ο Αβιμέλεχ χίλια δίδραχμα και πρόβατα και
μοσχάρια και δούλους και δούλας και έδωσεν αυτά ως δώρα στον Αβραάμ. Επέστρεψε
δε εις αυτόν και την Σαρραν την σύζυγόν του.
Γεν. 20,15 καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· ἰδοὺ ἡ γῆ μου ἐναντίον
σου· οὗ ἐάν σοι ἀρέσκῃ, κατοίκει.
Γεν. 20,15 Είπεν ακόμη ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ· “ιδού η χώρα μου
είναι ενώπιόν σου. Οπου σου αρέσει, είσαι ελεύθερος να κατοικής”.
Γεν. 20,16 τῇ δὲ Σάῤῥᾳ
εἶπεν· ἰδοὺ δέδωκα χίλια δίδραχμα τῷ ἀδελφῷ
σου· ταῦτα ἔσται σοι εἰς τὴν τιμὴ τοῦ
προσώπου σου καὶ πάσαις ταῖς μετὰ σοῦ· καὶ
πάντα ἀλήθευσον.
Γεν. 20,16 Εις δε την Σαρραν είπεν· “ιδού έδωσα χίλια δίδραχμα
στον αδελφόν σου. Αυτά είναι το αντίτιμον δια την εντροπήν, την οποίαν
εδοκίμασες συ και αι ακόλουθοί σου εξ αιτίας μου. Αλλά στο εξής να λέγης την
αλήθειαν πάντοτε”.
Γεν. 20,17 προσηύξατο δὲ Ἁβραὰμ
πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἰάσατο ὁ Θεὸς τὸν Ἀβιμέλεχ
καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰς
παιδίσκας αὐτοῦ, καὶ ἔτεκον·
Γεν. 20,17 Επειδή δε η οικογένεια του Αβιμέλεχ
είχε προσβληθή από δυστοκίαν, προσηυχήθη ο Αβραάμ προς τον Θεόν, και
εθεράπευσεν ο Θεός τον Αβιμέλεχ και την γυναίκα αυτού και τας δούλας αυτού από
την δυστοκίαν και εγεννούσαν χωρίς δυσκολίαν.
Γεν. 20,18 ὅτι συγκλείων
συνέκλεισε Κύριος ἔξωθεν πᾶσαν μήτραν ἐν τῷ οἴκῳ
Ἀβιμέλεχ, ἕνεκεν Σάῤῥας τῆς γυναικὸς Ἁβραάμ.
Γεν. 20,18 Διότι ο Θεός είχε κλείσει απολύτως πάσαν μήτραν προς
τοκετόν στον οίκον του Αβιμέλεχ εξ αιτίας της Σαρρας της γυναικός Αβραάμ, την
οποίαν εκείνος ηθέλησεν ως σύζυγόν του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
21
Γεν. 21,1 Καὶ Κύριος ἐπεσκέψατο
τὴν Σάῤῥαν, καθὰ εἶπε, καὶ ἐποίησε
Κύριος τῇ Σάῤῥᾳ καθὰ ἐλάλησε,
Γεν. 21,1 Ο πανάγαθος Κυριος επεσκέφθη εν τη αγαθότητι
αυτού την Σαρραν, καθώς είχεν είπει, και εξεπλήρωσε την υπόσχεσίν του προς
αυτήν.
Γεν. 21,2 καὶ συλλαβοῦσα
ἔτεκε τῷ Ἁβραὰμ υἱὸν εἰς τὸ γῆρας,
εἰς τὸν καιρόν, καθὰ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος.
Γεν. 21,2 Και η Σαρρα κατέστη έγκυος και εγέννησεν στον
Αβραάμ υιόν κατά τον καιρόν, που είχεν υποσχεθή εις αυτόν ο Θεός.
Γεν. 21,3 καὶ ἐκάλεσεν
Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ
τοῦ γενομένου αὐτῷ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Σάῤῥα,
Ἰσαάκ.
Γεν. 21,3 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον υιόν του αυτόν, τον οποίον
του εγέννησεν η Σαρρα, Ισαάκ.
Γεν. 21,4 περιέτεμε δὲ Ἁβραὰμ
τὸν Ἰσαὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ,
καθὰ ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός.
Γεν. 21,4 Τον περιέταμε δε κατά την ογδόην ημέραν από της
γεννήσεώς του σύμφωνα με την εντολήν, που είχε δώσει εις αυτόν ο Θεός.
Γεν. 21,5 καὶ Ἁβραὰμ
ἦν ἑκατὸν ἐτῶν, ἡνίκα ἐγένετο αὐτῷ
Ἰσαὰκ ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
Γεν. 21,5 Οταν δε απέκτησεν ο Αβραάμ τον υιόν του τον Ισαάκ,
ήτο ηλικίας εκατόν ετών.
Γεν. 21,6 εἶπε δὲ Σάῤῥα·
γέλωτά μοι ἐποίησε Κύριος· ὃς γὰρ ἂν ἀκούσῃ,
συγχαρεῖταί μοι.
Γεν. 21,6 Γεμάτη δε χαράν η Σαρρα είπε· “χαρά και γέλοιο μου
έδωσεν ο Κυριος. Και όποιος ακόμη ακούση το γεγονός αυτό, ασφαλώς θα χαρή μαζή
με εμέ.
Γεν. 21,7 καὶ εἶπε·
τίς ἀναγγελεῖ τῷ Ἁβραάμ, ὅτι θηλάζει παιδίον Σάῤῥα;
ὅτι ἔτεκον υἱὸν ἐν τῷ γήρᾳ μου.
Γεν. 21,7 Ποιός τώρα θα αναγγείλη στον Αβραάμ, ότι θηλάζει η
Σαρρα παιδίον; Οτι εγέννησα τέκνον εις τα γεράματά μου;”
Γεν. 21,8 Καὶ ηὐξήθη
τὸ παιδίον καὶ ἀπεγαλακτίσθη, καὶ ἐποίησεν Ἁβραὰμ
δοχὴν μεγάλην, ᾗ ἡμέρᾳ ἀπεγαλακτίσθη Ἰσαὰκ
ὁ υἱὸς αὐτοῦ.
Γεν. 21,8 Το παιδίον εμεγάλωσε και εις ηλικίαν δύο περίπου
ετών απεγαλακτίσθη. Κατά δε την ημέραν του απογαλακτισμού του ωργάνωσεν ο
Αβραάμ εορτήν και παρέθεσε συμπάσιον, σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής εκείνης.
Γεν. 21,9 ἰδοῦσα δὲ
Σάῤῥα τὸν υἱὸν Ἄγαρ τῆς Αἰγυπτίας,
ὃς ἐγένετο τῷ Ἁβραάμ, παίζοντα μετὰ Ἰσαὰκ
τοῦ υἱοῦ αὐτῆς·
Γεν. 21,9 Η Σαρρα όμως, όταν είδε το παιδί της τον Ισαάκ να
παίζη με τον Ισμαήλ, το παιδί του Αβραάμ και της Αγαρ της Αιγυπτίας,
εστενοχωρήθη. Εθεώρησε το γεγονός υποτιμητικόν δια το παιδί της, τον “υιόν της
επαγγελίας”.
Γεν. 21,10 καὶ εἶπε τῷ
Ἁβραάμ· ἔκβαλε τὴν παιδίσκην ταύτην καὶ τὸν
υἱὸν αὐτῆς· οὐ γὰρ μὴ
κληρονομήσει ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης ταύτης μετὰ τοῦ
υἱοῦ μου Ἰσαάκ.
Γεν. 21,10 Και είπεν στον Αβραάμ· “διώξε αυτήν την δούλην και
το παιδί της μαζή με αυτήν. Διότι κατ' ουδένα τρόπον και λόγον δεν πρέπει ο
υιός αυτής της δούλης να κληρονομήση μαζή με το παιδί μου τον Ισαάκ”.
Γεν. 21,11 σκληρὸν δὲ ἐφάνη
τὸ ῥῆμα σφόδρα ἐναντίον Ἁβραὰμ περὶ
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
Γεν. 21,11 Βαρύς πολύ και οδυνηρός εφάνη στον Αβραάμ ο λόγος
αυτός της Σαρρας δια τον υιόν του τον Ισμαήλ.
Γεν. 21,12 εἶπε δὲ ὁ
Θεὸς τῷ Ἁβραάμ· μὴ σκληρὸν ἔστω ἐναντίον
σου περὶ τοῦ παιδίου καὶ περὶ τῆς παιδίσκης·
πάντα ἂν ὅσα εἴπῃ σοι Σάῤῥα, ἄκουε τῆς
φωνῆς αὐτῆς, ὅτι ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί
σοι σπέρμα.
Γεν. 21,12 Είπεν όμως ο Θεός στον Αβραάμ· “μη θεωρής τον λόγον
αυτόν της Σαρρας εναντίον του παιδιού σου και της δούλης σου ως σκληρόν. Τουναντίον
όσα θα σου είπη η Σαρρα να τα ακούσης, διότι σύμφωνα με την ιδικήν μου δούλην
οι απόγονοι του Ισαάκ θα αναγνωρισθούν κυρίως ως απόγονοι ιδικοί σου.
Γεν. 21,13 καὶ τὸν υἱὸν
δὲ τῆς παιδίσκης ταύτης εἰς ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτόν,
ὅτι σπέρμα σόν ἐστιν.
Γεν. 21,13 Ως προς δε τον υιόν της δούλης σου θα φροντίσω εγώ.
Θα τον αναδείξω γενάρχην μεγάλου λαού, διότι είναι και αυτός ιδικόν σου
τέκνον”.
Γεν. 21,14 ἀνέστη δὲ Ἁβραὰμ
τὸ πρωΐ καὶ ἔλαβεν ἄρτους καὶ ἀσκὸν ὕδατος
καὶ ἔδωκε τῇ Ἄγαρ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ
τῶν ὤμων αὐτῆς τὸ παιδίον καὶ ἀπέστειλεν
αὐτήν. ἀπελθοῦσα δὲ ἐπλανᾶτο κατὰ τὴν
ἔρημον, κατὰ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 21,14 Επειτα από την εντολήν αυτήν του Θεού ηγέρθη ο
Αβραάμ το πρωϊ, επήρεν άρτους και ένα ασκόν γεμάτον νερό, έδωκεν αυτά εις την
Αγαρ, έβαλε το παιδί της στους ώμους της και την απεμάκρυνεν από την
κατασκήνωσιν εκείνην. Η δε Αγαρ αναχωρήσασα περιεπλανάτο εις την έρημον
περιοχήν, νοτίως της Χαναάν, εκεί όπου υπήρχε το φρέαρ του όρκου.
Γεν. 21,15 ἐξέλιπε δὲ
τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, καὶ ἔῤῥιψε
τὸ παιδίον ὑποκάτω μιᾶς ἐλάτης.
Γεν. 21,15 Κατά την πολύωρον πεζοπορίαν της εξηντλήθη το ύδωρ
του ασκού, τους εβασάνιζεν η δίψα και αυτή έρριψε το παιδίον κάτω από ένα
ελάτον, δια να αποθάνη εκεί.
Γεν. 21,16 ἀπελθοῦσα δὲ
ἐκάθητο ἀπέναντι αὐτοῦ μακρόθεν ὡσεὶ τόξου
βολήν· εἶπε γάρ, οὐ μὴ ἴδω τὸν θάνατον τοῦ
παιδίου μου. καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι αὐτοῦ, ἀναβοῆσαν
δὲ τὸ παιδίον ἔκλαυσεν.
Γεν. 21,16 Απομακρυνθείσα δε από εκεί εκάθησαν απέναντι αυτού
μακράν, όσον ημπορεί να ρίψη κανείς με το τόξον του ένα βέλος· διότι είπε· “δεν
αντέχω να ίδω τον θάνατον του παιδιού μου”. Εκάθησε λοιπόν απέναντί του. Το δε
παιδίον εφώναξε και έκλαυσε.
Γεν. 21,17 εἰσήκουσε δὲ
ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ
τόπου, οὗ ἦν, καὶ ἐκάλεσεν ἄγγελος Θεοῦ τὴν
Ἄγαρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἶπεν αὐτῇ·
τί ἐστιν Ἄγαρ; μὴ φοβοῦ· ἐπακήκοε γὰρ ὁ
Θεὸς τῆς φωνῆς τοῦ παιδίου ἐκ τοῦ τόπου, οὗ
ἐστιν.
Γεν. 21,17 Ο Θεός ήκουσε το γοερόν κλάμα του παιδιού από τον
τόπον, όπου αυτό ευρίσκετο, και άγγελος από τον ουρανόν εκάλεσε την Αγαρ και
της είπε· “Αγαρ, τι συμβαίνει; Μη φοβήσαι· εισήκουσεν ο Θεός την φωνήν του
παιδιού, το οποίον ευρίσκεται σαν πεταμένο στον τόπον αυτόν.
Γεν. 21,18 ἀνάστηθι καὶ
λαβὲ τὸ παιδίον καὶ κράτησον τῇ χειρί σου αὐτό·
εἰς γὰρ ἔθνος μέγα ποιήσω αὐτό.
Γεν. 21,18 Σηκω, πάρε το παιδί σου και κράτησέ το με στοργήν
και εμπιστοσύνην από το χέρι, διότι εγώ θα το αναδείξω γενάρχην έθνους”.
Γεν. 21,19 καὶ ἀνέῳξεν
ὁ Θεὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ
εἶδε φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔπλησε
τὸν ἀσκὸν ὕδατος καὶ ἐπότισε τὸ
παιδίον.
Γεν. 21,19 Και αμέσως ο Θεός ήνοιξε τα μάτια της Αγαρ και είδεν
αυτή εκεί πλησίον πηγήν, που ανέβλυζε δροσερόν ύδωρ. Επήγεν εκεί, εγέμισε τον
ασκόν με νερό και επότισε το παιδί της.
Γεν. 21,20 καὶ ἦν ὁ
Θεὸς μετὰ τοῦ παιδίου, καὶ ηὐξήθη. καὶ κατῴκησεν
ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐγένετο δὲ τοξότης.
Γεν. 21,20 Ο δε Θεός ήτο συμπαραστάτης και βοηθός του παιδιού,
το οποίον εμεγάλωσεν, εγκατεστάθη εις την έρημον αυτήν και έγινε τοξότης.
Γεν. 21,21 καὶ κατῴκησεν
ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Φαράν, καὶ ἔλαβεν αὐτῷ
ἡ μήτηρ γυναῖκα ἐκ γῆς Αἰγύπτου.
Γεν. 21,21 Εγκατεστάθη εις την έρημον, η οποία λέγεται Φαράν. Η
δε μητέρα του εδιάλεξε δι' αυτόν γυναίκα από την Αίγυπτον, την οποίαν και του
έδωσεν ως σύζυγον.
Γεν. 21,22 Ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ καὶ
Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ
ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ πρὸς Ἁβραὰμ
λέγων· ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς
ἐὰν ποιῇς·
Γεν. 21,22 Κατά την εποχήν εκείνην ο Αβιμέλεχ συνοδευόμενος από
τον νυμφαγωγόν του Οχοζάθ και τον αρχιστράτηγον της στρατιάς του Φιχόλ,
επεσκέφθη τον Αβραάμ και του είπε· “γνωρίζω ότι ο Θεός είναι μαζή σου και
ευλογεί κάθε τι που κάμνεις.
Γεν. 21,23 νῦν οὖν ὄμοσόν
μοι τὸν Θεόν, μὴ ἀδικήσειν με μηδὲ τὸ σπέρμα μου,
μηδὲ τὸ ὄνομά μου· ἀλλὰ κατὰ τὴν
δικαιοσύνην, ἣν ἐποίησα μετὰ σοῦ, ποιήσεις μετ᾿ ἐμοῦ,
καὶ τῇ γῇ, ᾗ σὺ παρῴκησας ἐν αὐτῇ.
Γεν. 21,23 Τωρα λοιπόν ορκίσου μου στον Θεόν, ότι δεν θα κάμης
ποτέ τίποτε κακόν και άδικον ούτε εναντίον μου ούτε εναντίον των απογόνων μου
ούτε εις βάρος του καλού ονόματός μου. Αλλά, όπως εγώ εφάνηκα δίκαιος και καλός
απέναντί σου, κατά παρόμοιον τρόπον και συ θα φανής καλός προς εμέ και προς την
χώραν αυτήν, όπου προσωρινώς έμεινες”.
Γεν. 21,24 καὶ εἶπεν Ἁβραάμ·
ἐγὼ ὀμοῦμαι.
Γεν. 21,24 Ο δε Αβραάμ είπε· “ναι, εγώ ορκίζομαι ότι δέχομαι
την πρότασίν σου και θα φερθώ, όπως μου ζητείς”.
Γεν. 21,25 καὶ ἤλεγξεν
Ἁβραὰμ τὸν Ἀβιμέλεχ περὶ τῶν φρεάτων τοῦ
ὕδατος, ὧν ἀφείλοντο οἱ παῖδες τοῦ Ἀβιμέλεχ.
Γεν. 21,25 Με την ευκαιρίαν δε της συναντήσεως αυτής ο Αβραάμ
παρεπονέθη προς τον Αβιμέλεχ δια τα φρέατα, τα οποία, ενώ τα είχεν ανοίξει ο
Αβραάμ, τα ήρπασαν οι υπηρέται του Αβιμέλεχ.
Γεν. 21,,26 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἀβιμέλεχ· οὐκ ἔγνων τίς ἐποίησέ σοι τὸ ῥῆμα
τοῦτο, οὐδὲ σύ μοι ἀπήγγειλας, οὐδὲ ἐγὼ
ἤκουσα, ἀλλ᾿ ἢ σήμερον.
Γεν. 21,26 Απήντησεν ο Αβιμέλεχ στον Αβραάμ και είπε· “δεν
επληροφορήθην ποιός έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν· ούτε συ μου έκαμες λόγον δι'
αυτήν ούτε εγώ από κανένα άλλον ήκουσα. Πρώτην φοράν την πληροφορούμαι
σήμερον”. Και διέταξε να αποδοθούν τα φρέατα στον Αβραάμ.
Γεν. 21,27 καὶ ἔλαβεν Ἁβραὰμ
πρόβατα καὶ μόσχους, καὶ ἔδωκε τῷ Ἀβιμέλεχ, καὶ
διέθεντο ἀμφότεροι διαθήκην.
Γεν. 21,27 Επήρε τότε ο Αβραάμ από τα ποίμνιά του πρόβατα και
μοσχάρια και τα έδωσεν ως δώρον αγάπης στον Αβιμέλεχ. Οι δύο των δε κατά την
ημέραν εκείνην συνήψαν σύμφωνον αμοιβαίας φιλίας.
Γεν. 21,28 καὶ ἔστησεν
Ἁβραὰμ ἑπτὰ ἀμνάδας προβάτων μόνας.
Γεν. 21,28 Ο Αβραάμ εν συνεχεία εξεχώρισεν επτά αμνάδας
ιδιαιτέρως δια τον Αβιμέλεχ.
Γεν. 21,29 καὶ εἶπεν Ἀβιμέλεχ
τῷ Ἁβραάμ· τί εἰσιν αἱ ἑπτὰ ἀμνάδες
τῶν προβάτων τούτων, ἃς ἔστησας μόνας;
Γεν. 21,29 Ο Αβιμέλεχ τον ηρώτησε· “τι σημαίνουν τα επτά αυτά
θηλυκά αρνιά τα οποία εξεχώρισες ιδιαιτέρως;”
Γεν. 21,30 καὶ εἶπεν Ἁβραάμ,
ὅτι τὰς ἑπτὰ ἀμνάδας λήψῃ παρ᾿ ἐμοῦ,
ἵνα ὦσί μοι εἰς μαρτύριον, ὅτι ἐγὼ ὤρυξα
τὸ φρέαρ τοῦτο.
Γεν. 21,30 Ο Αβραάμ τότε του είπε· “τας επτά αυτάς αμνάδας θα
τας πάρης εκ μέρους μου, δια να είναι μάρτυρες και να σου υπενθυμίζουν ότι εγώ
ήνοιξα τούτο το φρέαρ”.
Γεν. 21,31 διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε
τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Φρέαρ ὁρκισμοῦ,
ὅτι ἐκεῖ ὤμοσαν ἀμφότεροι.
Γεν. 21,31 Εξ αιτίας δε αυτού του γεγονότος ωνόμασεν ο Αβραάμ
τον τόπον εκείνον Βηρσαβεέ δηλαδή “Φρέαρ του όρκου”, επειδή εκεί ωρκίσθησαν οι
δύο των.
Γεν. 21,32 καὶ διέθεντο
διαθήκην ἐν τῷ φρέατι τοῦ ὁρκισμοῦ. ἀνέστη
δὲ Ἀβιμέλεχ καὶ Ὁχοζὰθ ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ
καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστάτητος τῆς δυνάμεως αὐτοῦ,
καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν γῆν τῶν Φυλιστιείμ.
Γεν. 21,32 Εκλεισαν συμφωνίαν μεταξύ των εκεί στο φρέαρ του
όρκου. Επειτα από αυτά ηγέρθησαν ο Αβιμέλεχ, ο νυμφαγωγός του Οχοζάθ, ο
αρχιστράτηγος των δυνάμεών του Φιχόλ και επανήλθον εις την χώραν των
Φιλισταίων.
Γεν. 21,33 καὶ ἐφύτευσεν
Ἁβραὰμ ἄρουραν ἐπὶ τῷ φρέατι τοῦ ὅρκου
καὶ ἐπεκαλέσατο ἐκεῖ τὸ ὄνομα Κυρίου, Θεὸς
αἰώνιος.
Γεν. 21,33 Ο Αβραάμ, εις πιστοποίησιν και ανάμνησιν, εφύτευσε
δένδρα στον αγρόν πλησίον του φρέατος του όρκου και επεκαλέσθη εκεί το όνομα
Κυρίου, “Θεός αιώνιος”.
Γεν. 21,34 παρῴκησε δὲ
Ἁβραὰμ ἐν τῇ γῇ τῶν Φυλιστιεὶμ ἡμέρας
πολλάς.
Γεν. 21,34 Κατώκησε δε εις την χώραν αυτήν των Φιλισταίων ο
Αβραάμ επί αρκετόν χρόνον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
22
Γεν. 22,1 Καὶ ἐγένετο
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα ὁ Θεός ἐπείρασε τὸν
Ἁβραὰμ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ.
ὁ δὲ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 22,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, υπέβαλεν ο Θεός εις
δοκιμασίαν τον Αβραάμ και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ” ! Εκείνος απήντησε· “ιδού
εγώ, Κυριε, είμαι παρών”.
Γεν. 22,2 καὶ εἶπε·
λαβὲ τὸν υἱόν σου τὸν ἀγαπητόν, ὃν ἠγάπησας,
τὸν Ἰσαάκ, καὶ πορεύθητι εἰς τὴν γῆν τὴν
ὑψηλὴν καὶ ἀνένεγκον αὐτὸν ἐκεῖ
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ᾿ ἓν τῶν ὀρέων, ὧν
ἄν σοι εἴπω.
Γεν. 22,2 Του είπε δε ο Θεός· “πάρε το παιδί σου το
αγαπημένο, τον Ισαάκ, τον οποίον τόσον πολύ ένεις αγαπήσει, πήγαινε μαζή με
αυτόν εις την υψηλήν περιοχήν και πρόσφερέ τον ολοκαύτωμα επάνω εις ένα από
τους λόφους εκείνους που εγώ θα σου είπω”.
Γεν. 22,3 ἀναστὰς δὲ
Ἁβραὰμ τὸ πρωΐ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ·
παρέλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ δύο παῖδας καὶ Ἰσαὰκ
τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ σχίσας ξύλα εἰς ὁλοκάρπωσιν,
ἀναστὰς ἐπορεύθη καὶ ἦλθεν ἐπὶ τὸν
τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός, τῇ ἡμέρᾳ
τῇ τρίτῃ.
Γεν. 22,3 Πειθαρχικός ο Αβραάμ εις την φωνήν του Κυρίου,
εσηκώθη αμέσως το πρωϊ, εσαμάρωσε την όνον του, παρέλαβε μαζή του τον υιόν του
τον Ισαάκ και δύο δούλους, έσχισε και εφόρτωσε ξύλα δια την θυσίαν του
ολοκαυτώματος, εξεκίνησεν από εκεί όπου ευρίσκετο, και κατά την τρίτην ημέραν
έφθασεν στον τόπον, τον οποίον του είχεν ορίσει ο Θεός.
Γεν. 22,4 καὶ ἀναβλέψας
Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ, εἶδε
τὸν τόπον μακρόθεν.
Γεν. 22,4 Πριν δε φθάση εις αυτόν εσήκωσε τα μάτια του και
είδε από μακρυά τον καθωρισμένον δια την θυσίαν του υιού του τόπον.
Γεν. 22,5 καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τοῖς παισὶν αὐτοῦ· καθίσατε αὐτοῦ μετὰ
τῆς ὄνου, ἐγὼ δὲ καὶ τὸ παιδάριον
διελευσόμεθα ἕως ὧδε καὶ προσκυνήσαντες ἀναστρέψομεν πρὸς
ὑμᾶς.
Γεν. 22,5 Είπε δε στους δούλους του· “σεις καθήστε εδώ με
την όνον. Εγώ δε και το παιδί μου θα πορευθώμεν έως εκεί και αφού προσκυνήσωμεν
τον Κυριον θα επανέλθωμεν”.
Γεν. 22,6 ἔλαβε δὲ Ἁβραὰμ
τὰ ξύλα τῆς ὁλοκαρπώσεως καὶ ἐπέθηκεν Ἰσαὰκ
τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἔλαβε δὲ μετὰ
χεῖρας καὶ τὸ πῦρ καὶ τὴν μάχαιραν, καὶ
ἐπορεύθησαν οἱ δύο ἅμα.
Γεν. 22,6 Επήρεν ο Αβραάμ τα ξύλα δια την ολοκαύτωσιν και τα
εφόρτωσεν στον υιόν του τον Ισαάκ. Αυτός δε επήρεν εις τα χέρια του το πυρ και
την μάχαιραν και εβάδισαν και οι δύο μαζή στον τόπον της θυσίας.
Γεν. 22,7 εἶπε δὲ Ἰσαὰκ
πρὸς Ἁβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ· πάτερ. ὁ
δὲ εἶπε· τί ἐστι, τέκνον; εἶπε δέ· ἰδοὺ
τὸ πῦρ καὶ τὰ ξύλα· ποῦ ἐστι τὸ
πρόβατον τὸ εἰς ὁλοκάρπωσιν;
Γεν. 22,7 Είπε τότε ο Ισαάκ προς τον Αβραάμ, τον πατέρα του·
“πάτερ”. Τι είναι παιδί μου;” είπεν εκείνος. “Πατερ, ηρώτησεν ο Ισαάκ, ιδού η
φωτιά και τα ξύλα. Αλλά που είναι το πρόβατον, το οποίον θα προσφέρωμεν ως
θυσίαν ολοκαυτώματος;”
Γεν. 22,8 εἶπε δὲ Ἁβραάμ·
ὁ Θεὸς ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν,
τέκνον. πορευθέντες δὲ ἀμφότεροι ἅμα,
Γεν. 22,8 “Παιδί μου, είπεν ο Αβραάμ, ο Θεός θα φροντίση
μόνος του δια το πρόβατον της θυσίας”. Βαδίζοντες δε και οι δύο μαζή,
Γεν. 22,9 ἦλθον ἐπὶ
τὸν τόπον, ὃν εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός. καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ Ἁβραὰμ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐπέθηκε
τὰ ξύλα, καὶ συμποδίσας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν
αὐτοῦ, ἐπέθηκεν αὐτὸν ἐπὶ τὸ
θυσιαστήριον ἐπάνω τῶν ξύλων.
Γεν. 22,9 έφθασαν εις τον τόπον, που είχεν ορίσει ο Θεός.
Κατεσκεύασεν εκεί το θυσιαστήριον ο Αβραάμ, ετοποθέτησεν επάνω εις αυτό τα
ξύλα, έδεσε τα πόδια του παιδιού του του Ισαάκ, ετοποθέτησεν αυτόν επάνω εις τα
ξύλα
Γεν. 22,10 καὶ ἐξέτεινεν
Ἁβραὰμ τὴν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τὴν
μάχαιραν σφάξαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ.
Γεν. 22,10 και άπλωσε το χέρι του να πάρη την μάχαιραν, δια να
σφάξη τον υιόν
Γεν. 22,11 καὶ ἐκάλεσεν
αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ
καὶ εἶπεν· Ἁβραάμ, Ἁβραάμ. ὁ δὲ εἶπεν·
ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 22,11 Την στιγμήν εκείνην άγγελος Κυρίου από τον ουρανόν
τον εκάλεσε και του είπεν· “Αβραάμ, Αβραάμ !” Εκείνος δε απήντησεν· “ιδού εγώ
Κυριε”.
Γεν. 22,12 καὶ εἶπε·
μὴ ἐπιβάλῃς τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ
παιδάριον μηδὲ ποιήσῃς αὐτῷ μηδέν· νῦν γὰρ
ἔγνων, ὅτι φοβῇ σὺ τὸν Θεὸν καὶ οὐκ
ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ ἀγαπητοῦ δι᾿
ἐμέ.
Γεν. 22,12 Και είπε προς αυτόν ο άγγελος· “μη απλώσης το
ωπλισμένον με την μάχαιραν χέρι σου επάνω στο παιδίον και μη κάμης εις αυτό
κανένα κακόν· διότι τώρα εκατάλαβα καλά ότι συ αέδεσαι και λατρεύστον Θεόν,
αφού προς χάριν μου δεν ελυπήθης τον αγαπητόν σου υιόν”.
Γεν. 22,13 καὶ ἀναβλέψας
Ἁβραὰμ τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ εἶδε,
καὶ ἰδοὺ κριὸς εἷς κατεχόμενος ἐν φυτῷ
Σαβὲκ τῶν κεράτων· καὶ ἐπορεύθη Ἁβραὰμ
καὶ ἔλαβε τὸν κριὸν καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν
εἰς ὁλοκάρπωσιν ἀντὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ.
Γεν. 22,13 Εσήκωσε τα βλέμματά του ο Αβραάμ και είδεν έξαφνα,
εκεί κοντά ένα κριόν, του οποίου τα κέρατα είχον περιπλακή εις ένα φυτόν
υνομαζόμενον Σαβέκ. Επήγεν ο Αβραάμ εκεί, επήρε τον κριον και προσέφερεν αυτόν
ως θυσίαν ολοκαυτώματος αντί του παιδιού του του Ισαάκ.
Γεν. 22,14 καὶ ἐκάλεσεν
Ἁβραὰμ τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Κύριος εἶδεν,
ἵνα εἴπωσι σήμερον, ἐν τῷ ὄρει Κύριος ὤφθη.
Γεν. 22,14 Ωνόμασε δε ο Αβραάμ τον τόπον εκείνον ο Κυριος
είδε”· ώστε μέχρι, σήμερον οι άνθρωποι ονομάζουν αυτόν “στούτο το όρος
εφανερώθη ο Κυριος”.
Γεν. 22,15 καὶ ἐκάλεσεν
ἄγγελος Κυρίου τὸν Ἁβραὰμ δεύτερον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ,
λέγων·
Γεν. 22,15 Δια δευτέραν φοράν άγγελος Κυρίου εκάλεσεν από τον
ουρανόν τον Αβραάμ και είπεν·
Γεν. 22,16 κατ᾿ ἐμαυτοῦ
ὤμοσα, λέγει Κύριος, οὗ εἵνεκεν ἐποίησας τὸ ῥῆμα
τοῦτο, καὶ οὐκ ἐφείσω τοῦ υἱοῦ σου τοῦ
ἀγαπητοῦ δι᾿ ἐμέ,
Γεν. 22,16 στον εαυτόν μου ωρκίσθηκα, λέγει ο Κυριος, επειδή
υπήκουσες και εξεπλήρωσες την εντολήν μου αυτήν και δεν ελυπήθης προς χάριν μου
τον υιόν σου τον αγαπητόν,
Γεν. 22,17 ἦ μὴν εὐλογῶν
εὐλογήσω σε, καὶ πληθύνων πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου, ὡς
τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν
ἄμμον τὴν παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης, καὶ
κληρονομήσει τὸ σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων·
Γεν. 22,17 σου υπόσχομαι ότι πλουσίως θα σε ευλογήσω και θα
πληθύνω πολύ τους απογόνους σου, σαν τα αστέρια του ουρανού και σαν την άμμον
που υπάρχει εις την παραλίαν της θαλάσσης. Οι απόγονοί σου με την ιδικήν μου
προστασίαν και δύναμιν θα κυριεύσουν τας πόλεις των εχθρών.
Γεν. 22,18 καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, ἀνθ᾿
ὧν ὑπήκουσας τῆς ἐμῆς φωνῆς.
Γεν. 22,18 Επί πλέον, επειδή τόσον προθύμως και πλήρως
υπήκουσες εις την εντολήν μου, σου υπόσχομαι ότι με ένα από τους απογόνους σου,
τον Χριστόν, θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης”.
Γεν. 22,19 ἀπεστράφη δὲ
Ἁβραὰμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ, καὶ
ἀναστάντες ἐπορεύθησαν ἅμα ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ
ὅρκου. καὶ κατῴκησεν Ἁβραὰμ ἐπὶ τὸ
φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 22,19 Επειτα από αυτά, ο Αβραάμ με τον Ισαάκ επέστρεψαν
προς τους δούλους του, που είχαν αφήσει στους πρόποδας του όρους, και όλοι μαζή
εξεκίνησαν, δια να μεταβούν στο φρέαρ του όρκου. Εκεί, στο φρέαρ του όρκου,
εγκατεστάθη μονίμως πλέον ο Αβραάμ.
Γεν. 22,20 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὰ ῥήματα ταῦτα καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἁβραὰμ
λέγοντες· ἰδοὺ τέτοκε Μελχὰ καὶ αὐτὴ υἱοὺς
τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ σου,
Γεν. 22,20 Επειτα από αυτά ανήγγειλαν στον Αβραάμ και ένα άλλο
γεγονός ευχάριστον· “ιδού, του είπαν, η νύμφη σου η Μελχά εγέννησε και αυτή
υιούς στον αδελφόν σου τον Ναχώρ,
Γεν. 22,21 τὸν Οὒζ
πρωτότοκον καὶ τὸν Βαὺξ ἀδελφὸν αὐτοῦ
καὶ τὸν Καμουὴλ πατέρα Σύρων
Γεν. 22,21 τον πρωτότοκον Ουζ, τους αδελφούς του Βαυξ και
Καμουήλ, γενάρχην των Συρων,
Γεν. 22,22 καὶ τὸν Χαζὰδ
καὶ Ἀζαῦ καὶ τὸν Φαλδὲς καὶ τὸν
Ἰελδὰφ καὶ τὸν Βαθουήλ·
Γεν. 22,22 και τους Χαζάδ, Αζαύ, Φαλδές, Ιελδάφ και Βαθουήλ.
Γεν. 22,23 Βαθουὴλ δὲ ἐγέννησε
τὴν Ῥεβέκκαν. ὀκτὼ οὗτοι υἱοί, οὓς ἔτεκε
Μελχὰ τῷ Ναχὼρ τῷ ἀδελφῷ Ἁβραάμ.
Γεν. 22,23 Ο δε Βαθουήλ απέκτησε κόρην την Ρεβέκκαν. Οι οκτώ
αυτοί είναι υιοί του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ, τους οποίους απέκτησεν από
την Μελχά.
Γεν. 22,24 καὶ ἡ
παλλακὴ αὐτοῦ, ᾗ ὄνομα Ῥεημά, ἔτεκε
καὶ αὐτὴ τὸν Ταβὲκ καὶ τὸν Ταὰμ
καὶ τὸν Τοχὸς καὶ τὸν Μοχά.
Γεν. 22,24 Από δε την παλλακήν αυτού, την δευτέρας σειράς
σύζυγόν του, η οποία ωνομάζετο Ρεημά, απέκτησεν υιούς τον Ταβέκ, τον Ταάμ, τον
Τοχός και τον Μοχά.
ΓΕΝΕΣΙΣ
23
Γεν. 23,1 Ἐγένετο δὲ ἡ
ζωὴ Σάῤῥας ἔτη ἑκατὸν εἰκοσιεπτά.
Γεν. 23,1 Η Σαρρα έφθασεν εις την ηλικίαν των εκατόν είκοσι
επτά ετών,
Γεν. 23,2 καὶ ἀπέθανε
Σάῤῥα ἐν πόλει Ἀρβόκ, ἥ ἐστιν ἐν τῷ
κοιλώματι (αὕτη ἐστὶ Χεβρών) ἐν τῇ γῇ
Χαναάν. ἦλθε δὲ Ἁβραὰμ κόψασθαι Σάῤῥαν καὶ
πενθῆσαι.
Γεν. 23,2 οπότε και απέθανεν εις την πόλιν Αρβόκ (αύτη δε
είναι η Χεβρών), η οποία ευρίσκεται εις κάποιο βαθύπεδον της περιοχής Χαναάν. Ο
Αβραάμ ήλθεν από την Βηρσαβεέ ει, την Χεβρών, δια να θρηνήση και πενθήση την
αποθανούσαν σύζυγόν του, την Σαρραν.
Γεν. 23,3 καὶ ἀνέστη Ἁβραὰμ
ἀπὸ τοῦ νεκροῦ αὐτοῦ καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τοῖς υἱοῖς τοῦ Χὲτ λέγων·
Γεν. 23,3 Ηγέρθη ο Αβραάμ από το πένθος του αγαπημένου του
αυτού νεκρού και είπεν στους Χετταίους.
Γεν. 23,4 πάροικος καὶ
παρεπίδημος ἐγώ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· δότε μοι οὖν
κτῆσιν τάφου μεθ᾿ ὑμῶν, καὶ θάψω τὸν νεκρόν
μου ἀπ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 23,4 “Εγώ, όπως γνωρίζετε, είμαι πάροικος και
παρεπίδημος μεταξύ σας. Σας παρακαλώ, δόστε μου να αγοράσω ως ιδιοκτησίαν ένα
τάφον εις την περιοχήν σας, δια να θάψω την νεκράν μου σύζυγον”.
Γεν. 23,5 ἀπεκρίθησαν δὲ
οἱ υἱοὶ Χὲτ πρὸς Ἁβραὰμ
λέγοντες· μὴ κύριε·
Γεν. 23,5 Απεκρίθησαν δε οι Χετταίοι προς τον Αβραάμ και
είπον· “όχι, κύριε, δεν είναι σωστόν αυτό, που λέγεις να αγοράσης τάφον.
Γεν. 23,6 ἄκουσον δὲ ἡμῶν.
βασιλεὺς παρὰ Θεοῦ σὺ εἶ ἐν ἡμῖν·
ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς μνημείοις ἡμῶν θάψον τὸν
νεκρόν σου· οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν οὐ μὴ
κωλύσει τὸ μνημεῖον αὐτοῦ ἀπὸ σοῦ τοῦ
θάψαι τὸν νεκρόν σου ἐκεῖ.
Γεν. 23,6 Ακουσέ μας· συ είσαι ιμεταξύ μας σαν ένας βασιλεύς
εκ μέρους του Θεού σταλμένος. Δια τούτο εις ένα από τα εκλεκτά μας μνημεία θάψε
τον νεκρόν σου· διότι κανείς από ημάς δεν θα αρνηθή το μνημείον του, δια να
θάψης εις αυτό την νεκράν σύζυγόν σου”.
Γεν. 23,7 ἀναστὰς δὲ
Ἁβραὰμ προσεκύνησε τῷ λαῷ τῆς γῆς, τοῖς
υἱοῖς τοῦ Χέτ,
Γεν. 23,7 Εσηκώθη ο Αβραάμ και γεμάτος ευγνωμοσύνην
επροσκύνηοε τους Χετταίους, τους κατοίκους της περιοχής εκείνης.
Γεν. 23,8 καὶ ἐλάλησε
πρὸς αὐτοὺς Ἁβραὰμ λέγων· εἰ ἔχετε
τῇ ψυχῇ ὑμῶν, ὥστε θάψαι τὸν νεκρόν μου ἀπὸ
προσώπου μου, ἀκούσατέ μου καὶ λαλήσατε περὶ ἐμοῦ
Ἐφρὼν τῷ τοῦ Σαάρ,
Γεν. 23,8 Κατόπιν ωμίλησε προς αυτούς και τους είπε· “αφού
έχετε την καλωσύνην της ψυχής, ώστε να μου επιτρέψετε να θάψω τον νεκρόν μου,
ακούσατε την παράκλησίν μου. Ομιλήσατε σας παρακαλώ περί εμού στον Εφρών, τον
υιόν του Σαάρ,
Γεν. 23,9 καὶ δότω μοι τὸ
σπήλαιον τὸ διπλοῦν, ὅ ἐστιν αὐτῷ, τὸ
ὂν ἐν μέρει τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ· ἀργυρίου
τοῦ ἀξίου δότω μοι αὐτὸ ἐν ὑμῖν εἰς
κτῆσιν μνημείου.
Γεν. 23,9 και πείσατέ τον να μου πωλήση το διπλούν σπήλαιον,
που ανήκει εις αυτόν και το οποίον ευρίσκεται εις κάποιο μέρος του αγρού του.
Αντί των χρημάτων που αξίζει, ας μου δώση τώρα ενώπιόν σας ως ιδιοκτησίαν μου
το μνημείον αυτό”.
Γεν. 23,10 Ἐφρὼν δὲ
ἐκάθητο ἐν μέσῳ τῶν υἱῶν Χέτ· ἀποκριθεὶς
δὲ Ἐφρὼν ὁ Χετταῖος πρὸς Ἁβραὰμ
εἶπεν, ἀκουόντων τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ τῶν
εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν πάντων, λέγων·
Γεν. 23,10 Ο Εφρών ήτο και αυτός ένας από τον λαόν των
Χετταίων. Αμέσως δε απήντησε προς τον Αβραάμ, εκεί εις την πύλην της πόλεως,
ώστε να τον ακούουν οι Χετταίοι όσοι εισήρχοντο εις την πόλιν, και είπε·
Γεν. 23,11 παρ᾿ ἐμοὶ
γενοῦ, κύριε, καὶ ἄκουσόν μου· τὸν ἀγρὸν
καὶ τὸ σπήλαιον τὸ ἐν αὐτῷ σοὶ
δίδωμι· ἐναντίον πάντων τῶν πολιτῶν μου δέδωκά σοι·
θάψον τὸν νεκρόν σου·
Γεν. 23,11 “πλησίασε κοντά μου, κύριε, και άκουσέ με· τον
αγρόν και το σπήλαιον, που υπάρχει εις αυτόν, σου τον δίδω. Ενώπιον όλων των
συμπολιτών μου σου τα έχω πλέον παραχωρήσει. Θαψε εκεί τον νεκρόν άνθρωπόν
σου”.
Γεν. 23,12 καὶ προσεκύνησεν Ἁβραὰμ
ἐναντίον τοῦ λαοῦ τῆς γῆς
Γεν. 23,12 Ο Αβραάμ ευχαριστών δια την καλωσύνην των
προσεκύνησε τον λαόν της χώρας
Γεν. 23,13 καὶ εἶπε τῷ
Ἐφρὼν εἰς τὰ ὦτα ἐναντίον τοῦ λαοῦ
τῆς γῆς· ἐπειδὴ πρὸς ἐμοῦ εἶ,
ἄκουσόν μου· τὸ ἀργύριον τοῦ ἀγροῦ
λάβε παρ᾿ ἐμοῦ, καὶ θάψω τὸν νεκρόν μου ἐκεῖ.
Γεν. 23,13 και είπε προς τον Εφρών, ώστε να τον ακούσουν όλοι
οι κάτοικοι της πόλεως· “Εφρών, επειδή ευρίσκεσαι τώρα ενώπιόν μου και θα
συνάψωμεν συμφωνίαν, άκουσέ με· Παρε εκ μέρους μου τα αργύρια, που πρέπει, ως
αξίαν του αγρού, και εγώ θα θάψω πλέον εκεί τον νεκρόν μου”.
Γεν. 23,14 ἀπεκρίθη δὲ
Ἐφρὼν τῷ Ἀβραὰμ λέγων·
Γεν. 23,14 Απήντησεν ο Εφρών προς τον Αβραάμ και είπε, με
κάποιαν δόσιν υποκριτικής ευγενείας.
Γεν. 23,15 οὐχὶ κύριε,
ἀκήκοα γάρ, γῆ τετρακοσίων διδράχμων ἀργυρίου, ἀλλὰ
τί ἂν εἴη τοῦτο ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ
σοῦ; σὺ δὲ τὸν νεκρόν σου θάψον.
Γεν. 23,15 “Οχι, κύριε, δεν θέλω χρήματα. Εχω βέβαια
πληροφορηθή ότι ο αγρός αυτός αξίζει τετρακόσια αργυρά δίδραχμα, αλλά τι είναι
αυτά μεταξύ μας; Θαψε, λοιπόν, τον νεκρόν σου, χωρίς να γίνεται πλέον λόγος δι'
αγοραπωλησίαν”.
Γεν. 23,16 καὶ ἤκουσεν
Ἁβραὰμ τοῦ Ἐφρών, καὶ ἀποκατέστησεν Ἁβραὰμ
τῷ Ἐφρὼν τὸ ἀργύριον, ὃ ἐλάλησεν εἰς
τὰ ὦτα τῶν υἱῶν Χέτ, τετρακόσια δίδραχμα ἀργυρίου
δοκίμου ἐμπόροις.
Γεν. 23,16 Ο Αβραάμ όμως, όταν ήκουσεν από τον Εφρών την τιμήν
του αγρού, έδωσε αμέσως εις αυτόν τα χρήματα, τα οποία εις επήκοον του λαού των
Χετταίων είχεν ορίσει ούτος εις τετρακόσια αργυρά δίδραχμα εις έγκυρον νόμισμα
που εκυκλοφορούσε τότε μεταξύ των εμπόρων.
Γεν. 23,17 καὶ ἔστη ὁ
ἀγρὸς Ἐφρών, ὃς ἦν ἐν τῷ διπλῷ
σπηλαίῳ, ὅς ἐστι κατὰ πρόσωπον Μαμβρῆ, ὁ ἀγρὸς
καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν αὐτῷ, καὶ
πᾶν δένδρον, ὃ ἦν ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ
πᾶν ὅ ἐστιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ
κύκλῳ,
Γεν. 23,17 Κατόπιν αυτής της συμφωνίας παρεδόθη ο αγρός του
Εφρών μαζή με το διπλούν σπήλαιον, που ευρίσκετο απέναντι εις την Δρυν Μαμβρή,
όπως επίσης και όλα τα δένδρα και κάθε τι, που υπήρχεν στον αγρόν και εις τα
σύνορα αυτού κύκλω,
Γεν. 23,18 τῷ Ἁβραάμ,
εἰς κτῆσιν ἐναντίον τῶν υἱῶν Χὲτ καὶ
πάντων τῶν εἰσπορευομένων εἰς τὴν πόλιν.
Γεν. 23,18 ως ιδιοκτησία πλέον στον Αβραάμ επί παρουσία του
λαού των Χετταίων και των εισερχομένων δια της πύλης εις την πόλιν.
Γεν. 23,19 μετὰ ταῦτα ἔθαψεν
Ἁβραὰμ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ
ἐν τῷ σπηλαίῳ τοῦ ἀγροῦ τῷ διπλῷ,
ὅ ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ (αὕτη ἐστὶ
Χεβρών) ἐν τῇ γῇ Χαναάν.
Γεν. 23,19 Επειτα από αυτά έθαψεν ο Αβραάμ την γυναίκα του την
Σαρραν στο διπλούν αυτό σπήλαιον του αγρού, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι της
Μαμβρή εις Χεβρών της χώρας Χαναάν.
Γεν. 23,20 καὶ ἐκυρώθη
ὁ ἀγρὸς καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἦν ἐν
αὐτῷ, τῷ Ἁβραὰμ εἰς κτῆσιν τάφου παρὰ
τῶν υἱῶν Χέτ.
Γεν. 23,20 Ετσι δε επεκυρώθη ενώπιον των Χετταίων ο αγρός και το
διπλούν σπήλαιον ως ιδιοκτησία πλέον του Αβραάμ δια μνημείον.
ΓΕΝΕΣΙΣ
24
Γεν. 24,1 Καὶ Ἁβραὰμ
ἦν πρεσβύτερος προβεβηκὼς ἡμερῶν, καὶ ὁ
Κύριος ηὐλόγησε τὸν Ἁβραὰμ κατὰ πάντα.
Γεν. 24,1 Ο Αβραάμ ήτο πλέον γέρων, προχωρημένος πολύ εις
τας ημέρας της ζωής του. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον Αβραάμ εις όλην του την ζωήν
και εις όλα του τα έργα.
Γεν. 24,2 καὶ εἶπεν Ἁβραὰμ
τῷ παιδὶ αὐτοῦ τῷ πρεσβυτέρῳ τῆς οἰκίας
αὐτοῦ τῷ ἄρχοντι πάντων τῶν αὐτοῦ·
θὲς τὴν χεῖρά σου ὑπὸ τὸν μηρόν μου,
Γεν. 24,2 Είπε δε Αβραάμ στον Ελιέζερ, τον μεγαλύτερον κατά
την ηλικίαν δούλον της οικογενείας του, τον επιστάτην όλων των άλλων δούλων·
“βάλε την χείρα σου υπό τον μηρόν μου·
Γεν. 24,3 καὶ ἐξορκιῶ
σε Κύριον τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν
Θεὸν τῆς γῆς, ἵνα μὴ λάβῃς γυναῖκα τῷ
υἱῷ μου Ἰσαὰκ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν
Χαναναίων, μεθ᾿ ὧν ἐγὼ οἰκῶ ἐν αὐτοῖς,
Γεν. 24,3 σε εξορκίζω ενώπιον Κυρίου, του Θεού του ουρανού
και της γης, να μη λάβης δια τον υιόν μου τον Ισαάκ σύζυγον από τας θυγατέρας
των κατοίκων Χαναάν, μεταξύ των οποίων εγώ μέχρι σήμερον ζω,
Γεν. 24,4 ἀλλ᾿ ἢ
εἰς τὴν γῆν μου, οὗ ἐγεννήθην, πορεύσῃ καὶ
εἰς τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου Ἰσαὰκ ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,4 άλλα από την χώραν της καταγωγής μου, όπου εγώ
εγεννήθην. Θα υπάγης εκεί εις την φυλήν μου και από τους εκεί συγγενείς μου θα
εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν μου τον Ισαάκ”
Γεν. 24,5 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτὸν ὁ παῖς· μή ποτε οὐ βούληται ἡ
γυνὴ πορευθῆναι μετ᾿ ἐμοῦ ὀπίσω εἰς τὴν
γῆν ταύτην· ἀποστρέψω τὸν υἱόν σου εἰς τὴν
γῆν, ὅθεν ἐξῆλθες ἐκεῖθεν;
Γεν. 24,5 Ηρώτησε δε αυτόν ο Ελιέζερ, ο δούλος· “εάν τυχόν η
γυναίκα, που θα εκλέξω ως σύζυγον του Ισαάκ, δεν θελήση να με ακολουθήση εις
την χώραν της Χαναάν, θα οδηγήσω τον υιόν σου στον τόπον, από τον οποίον συ
ανεχώρησες και ήλθες;”
Γεν. 24,6 εἶπε δὲ πρὸς
αὐτὸν Ἁβραάμ· πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἀποστρέψῃς
τὸν υἱόν μου ἐκεῖ.
Γεν. 24,6 Ο Αβραάμ του απήντησε· “πρόσεξε πολύ και βάλε το
μέσα στον νουν σου· μη επαναφέρης έκεί τον υιόν μου,
Γεν. 24,7 Κύριος ὁ Θεὸς
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ Θεὸς τῆς γῆς,
ὃς ἔλαβέ με ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου καὶ
ἐκ τῆς γῆς, ἧς ἐγεννήθην, ὃς ἐλάλησέ
μοι καὶ ὃς ὤμοσέ μοι λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν
ταύτην καὶ τῷ σπέρματί σου, αὐτὸς ἀποστελεῖ
τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἔμπροσθέν σου. καὶ λήψῃ
γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,7 διότι ο Κυριος ο Θεός του ουρανού και της γης, ο
οποίος με επήρε από τον πατρικόν μου οίκον και από την γην, εις την οποίαν
εγεννήθην, και με έφερεν εδώ, αυτός μου είπε και μου ωρκίσθη λέγων· Εις σε και
στους απογόνους σου θα δώσω την χώραν αυτήν. Αυτός, λοιπόν, ο Θεός θα στείλη
ενώπιόν σου άγγελον οδηγόν και θα σε δοηθήση να εκλέξης από εκεί σύζυγον δια
τον υιόν μου.
Γεν. 24,8 ἐὰν δὲ
μὴ θέλῃ ἡ γυνὴ πορευθῆναι μετὰ σοῦ εἰς
τὴν γῆν ταύτην, καθαρὸς ἔσῃ ἀπὸ τοῦ
ὅρκου μου· μόνον τὸν υἱόν μου μὴ ἀποστρέψῃς
ἐκεῖ.
Γεν. 24,8 Εάν δε και δεν θελήση η γυναίκα να έλθη μαζή σου
εις την χώραν αυτήν, είσαι απηλλαγμένος από τον όρκον, στον οποίν σε υπέβαλα. Η
μόνη σου υποχρέωσις είναι, να μη οδηγήσης τον υιόν μου εκεί”.
Γεν. 24,9 καὶ ἔθηκεν ὁ
παῖς τὴν χεῖρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸν
μηρὸν Ἁβραὰμ τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν
αὐτῷ περὶ τοῦ ῥήματος τούτου.
Γεν. 24,9 Ο Ελιέζερ, ο δούλος, έθεσε την χείρα αυτού κάτω από
τον μηρόν του Αβραάμ, του κυρίου του, και του ωρκίσθη ότι θα συμμορφωθή με την
εντολήν του.
Γεν. 24,10 Καὶ ἔλαβεν ὁ
παῖς δέκα καμήλους ἀπὸ τῶν καμήλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ
καὶ ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαθῶν τοῦ κυρίου
αὐτοῦ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη
εἰς τὴν Μεσοποταμίαν εἰς τὴν πόλιν Ναχώρ.
Γεν. 24,10 Επήρε, λοιπόν, δέκα καμήλους από τας καμήλους του κυρίου
του, επήρεν ακόμη μαζή του από όλα τα αγαθά που είχεν ο κύριός του και
εξεκίνησε δια την Μεσοποταμίαν, δια την πόλιν του Μαχώρ, του αδελφού του
Αβραάμ.
Γεν. 24,11 καὶ ἐκοίμισε
τὰς καμήλους ἔξω τῆς πόλεως παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ
ὕδατος τὸ πρὸς ὀψέ, ἡνίκα ἐκπορεύονται αἱ
ὑδρευόμεναι.
Γεν. 24,11 Οταν, από ταξίδιον ημερών, επλησίασε κατά την
εσπέραν έξω από την πόλιν, αφήκεν εκεί κοντά στο φρέαρ να κατακλιθούν αι
κάμηλοι, την ώραν κατά την οποίαν εξέρχονται συνήθως από την πόλιν αι γυναίκες,
δια να αντλήσουν νερό.
Γεν. 24,12 καὶ εἶπε·
Κύριε ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εὐόδωσον ἐναντίον
ἐμοῦ σήμερον καὶ ποίησον ἔλεος μετὰ τοῦ
κυρίου μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,12 Προσηυχήθη δε εκεί προς τον Θεόν ο Ελιέζερ και είπε·
“Κυριε, συ ο Θεός του κυρίου μου του Αβραάμ, δώσε καλήν έκβασιν και επιτυχίαν
σήμερον εις τας ενεργείας μου και κάμε το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον
Αβραάμ.
Γεν. 24,13 ἰδοὺ ἐγὼ
ἕστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, αἱ
δὲ θυγατέρες τῶν οἰκούντων τὴν πόλιν ἐκπορεύονται
ἀντλῆσαι ὕδωρ,
Γεν. 24,13 Ιδού εγώ ευρίσκομαι κοντά εις την πηγήν αυτήν του
ύδατος. Αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια
να αντλήσουν νερό.
Γεν. 24,14 καὶ ἔσται ἡ
παρθένος, ᾗ ἂν ἐγὼ εἴπω, ἐπίκλινον τὴν
ὑδρίαν σου, ἵνα πίω, καὶ εἴπῃ μοι, πίε σύ, καὶ
τὰς καμήλους σου ποτιῶ, ἕως ἂν παύσωνται πίνουσαι,
ταύτην ἡτοίμασας τῷ παιδί σου τῷ Ἰσαάκ, καὶ ἐν
τούτῳ γνώσομαι ὅτι ἐποίησας ἔλεος μετὰ τοῦ
κυρίου μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,14 Δώσε, Κυριε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα
είπω “γύρε την στάμναν σου δια να πίω νερό” και εκείνη θα μου πη “πίε και συ
και θα ποτίσω τας καμήλους σου μέχρις ότου χορτάσουν και παύσουν πλέον να
πίνουν”, ώσε, ώστε αυτή να είναι εκείνη, την οποίαν συ έχεις προορίσει ως
σύζυγον δια τον δούλόν σου Ισαάκ. Με τον τρόπον δε αυτόν θα καταλάβω και εγώ,
ότι έκαμες το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ και εξεπλήρωσες την
επιθυμίαν του”.
Γεν. 24,15 καὶ ἐγένετο
πρὸ τοῦ συντελέσαι αὐτὸν λαλοῦντα ἐν τῇ
διανοίᾳ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο
ἡ τεχθεῖσα Βαθουήλ, υἱῷ Μελχὰς τῆς γυναικὸς
Ναχώρ, ἀδελφοῦ δὲ Ἁβραάμ, ἔχουσα τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτῆς.
Γεν. 24,15 Πριν ακόμη τελείωση ο Ελιέζερ την νοεράν αυτήν
προσευχήν του προς τον Θεόν, ιδού εξήρχετο από την πόλιν η Ρεβέκκα, η κόρη του
Βαθουήλ, υιού της Μελχάς, συζύγου του Ναχώρ, του αδελφού του Αβραάμ. Εφερε δε
επάνω στον ώμόν της την στάμναν.
Γεν. 24,16 ἡ δὲ
παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα· παρθένος ἦν,
ἀνὴρ οὐκ ἔγνω αὐτήν. καταβᾶσα δὲ ἐπὶ
τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ
ἀνέβη.
Γεν. 24,16 Η παρθένος αυτή ήτο εξαιρετικώς ωραία. Ητο παρθένος
και κανείς ανήρ δεν είχεν έλθει εις επαφήν με αυτήν. Κατέβηκε εις την πηγήν,
εγέμισε την στάμναν της και ανέβη πάλιν, δια να επιστρέψη εις την πόλιν.
Γεν. 24,17 ἐπέδραμε δὲ
ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῆς καὶ εἶπε·
πότισόν με μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου.
Γεν. 24,17 Την στιγμήν εκείνην έτρεξε προς συνάντησίν της ο
Ελιέζερ και είπε· “δος μου να πιώ ολίγον νερό από την στάμναν σου”.
Γεν. 24,18 ἡ δὲ εἶπε·
πίε, κύριε. καὶ ἔσπευσε καὶ καθεῖλε τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς καὶ ἐπότισεν αὐτόν,
ἕως ἐπαύσατο πίνων.
Γεν. 24,18 Εκείνη δε είπε· “πίε, κύριε”· κατέβασε την στάμναν
και την εστήριξεν στον βραχίονά της, την έγειρε και επότισεν αυτόν, έως ότου
αυτός εχόρτασε και έπαυσε να πίνη.
Γεν. 24,19 καὶ εἶπε·
καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, ἕως ἂν πᾶσαι
πίωσι.
Γεν. 24,19 Η Ρεβέκκα είπε· “θα ποτίσω και τας καμήλους σου, έως
ότου χορτάσουν όλες”.
Γεν. 24,20 καὶ ἔσπευσε
καὶ ἐξεκένωσε τὴν ὑδρίαν εἰς τὸ ποτιστήριον
καὶ ἔδραμεν ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι
πάλιν καὶ ὑδρεύσατο πάσαις ταῖς καμήλοις.
Γεν. 24,20 Αμέσως άδειασε την στάμναν της στο παρά το φρέαρ
ποτιστήριον των ζώων, έτρεξεν στο φρέαρ να αντλήση και άλλο ύδωρ, έως ότου
επότισεν όλας τας καμήλους.
Γεν. 24,21 ὁ δὲ ἄνθρωπος
κατεμάνθανεν αὐτὴν καὶ παρεσιώπα τοῦ γνῶναι, εἰ
εὐώδωκε Κύριος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ ἢ οὔ.
Γεν. 24,21 Ο δε Ελιέζερ την παρατηρούσε και την παρακολουθούσε
με πολλήν προσοχήν, χωρίς να βγάζη λέξιν, προσπαθών να γνωρίση, εάν ο Θεός τον
εβοήθησε να επιτύχη η όχι τον σκοπόν του ταξιδίου του.
Γεν. 24,22 ἐγένετο δέ, ἡνίκα
ἐπαύσαντο πᾶσαι αἱ κάμηλοι πίνουσαι, ἔλαβεν ὁ ἄνθρωπος
ἐνώτια χρυσᾶ ἀνὰ δραχμὴν ὁλκῆς καὶ
δύο ψέλλια ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς, δέκα χρυσῶν
ὁλκὴ αὐτῶν.
Γεν. 24,22 Οταν πλέον εποτίσθησαν όλαι αι κάμηλοι, επείσθη ο
Ελιέζερ ότι αυτή είναι η νύμφη, η από τον Θεόν προοριζομένη δια τον Ισαάκ.
Επήρε τότε από τας αποσκευάς του ο Ελιέζερ και έδωσεν εις την Ρεβέκκαν
σκουλαρίκια χρυσά, πεντέμισυ περίπου γραμμαρίων βάρους το καθένα, και δύο
βραχιόλια χρυσά βάρους και τα δύο διακοσίων είκοσι περίπου γραμμαρίων,
Γεν. 24,23 καὶ ἐπηρώτησεν
αὐτὴν καὶ εἶπε· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν
μοι, εἰ ἔστι παρὰ τῷ πατρί σου τόπος ἡμῖν
τοῦ καταλῦσαι.
Γεν. 24,23 ηρώτησεν αυτήν και της είπε· “τίνος είσαι κόρη;
Ημπορείς ακόμη να με πληροφορήσης, αν υπάρχη και για μας τόπος κοντά στον
πατέρα σου, δια να καταλύσωμεν εκεί;”
Γεν. 24,24 ἡ δὲ εἶπεν
αὐτῷ· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ Μελχάς, ὃν ἔτεκε
τῷ Ναχώρ.
Γεν. 24,24 Εκείνη απήντησεν· “είμαι κόρη του Βαθουήλ, υιού του
Ναχώρ και της Μελχάς”.
Γεν. 24,25 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
καὶ ἄχυρα καὶ χορτάσματα πολλὰ παρ᾿ ἡμῖν
καὶ τόπος τοῦ καταλῦσαι.
Γεν. 24,25 Και προσέθεσε· “βεβαίως υπάρχουν εις ημάς και άχυρα,
και τροφαί πολλαί και τόπος να καταλύσετε”.
Γεν. 24 ,26 καὶ εὐδοκήσας
ὁ ἄνθρωπος προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ καὶ εἶπεν·
Γεν. 24,26 Ο Ελιέζερ γεμάτος χαράν προσεκύνησε με ευγνωμοσύνην
τον Θεόν και είπε·
Γεν. 24,27 εὐλογητὸς
Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς οὐκ
ἐγκατέλιπε τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ καὶ τὴν ἀλήθειαν
ἀπὸ τοῦ κυρίου μου· ἐμέ τε εὐώδωκε Κύριος εἰς
οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ κυρίου μου.
Γεν. 24,27 “δοξασιμένος ας είναι ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, ο
οποίος και εις την περίστασιν αυτήν έδειξε την δικαιοσύνην και την αλήθειάν
του, ετήρησε την υπόσχεσίν του απέναντι του κυρίου μου, εμέ δε εβοήθησε να
φθάσω αισίως στον οίκον του Ναχώρ, αδελφού του Αβραάμ”.
Γεν. 24,28 Καὶ δραμοῦσα
ἡ παῖς ἀνήγγειλεν εἰς τὸν οἶκον τῆς
μητρὸς αὐτῆς κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα.
Γεν. 24,28 Η κόρη έτρεξε και ανήγγειλεν στον οίκον της μητρός
της όλα αυτά τα συμβάντα.
Γεν. 24,29 τῇ δὲ Ῥεβέκκᾳ
ἀδελφὸς ἦν ᾧ ὄνομα Λάβαν· καὶ ἔδραμε
Λάβαν πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἔξω ἐπὶ τὴν
πηγήν.
Γεν. 24,29 Είχε δε η Ρεβέκκα και αδελφόν ονομαζόμενον Λαβαν, ο
οποίος, όταν ήκουσε αυτά, έτρεξεν έξω εις την πηγήν προς τον ξένον εκείνον
άνθρωπον.
Γεν. 24,30 καὶ ἐγένετο
ἡνίκα εἶδε τὰ ἐνώτια καὶ τὰ ψέλλια ἐν
ταῖς χερσὶ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ καὶ
ὅτε ἤκουσε τὰ ῥήματα Ῥεβέκκας τῆς ἀδελφῆς
αὐτοῦ λεγούσης· οὕτω λελάληκέ μοι ὁ ἄνθρωπος,
καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον ἑστηκότος αὐτοῦ
ἐπὶ τῶν καμήλων ἐπὶ τῆς πηγῆς
Γεν. 24,30 Οταν δηλαδή είδε τα σκουλαρίκια και τα βραχιόλια εις
τα χέρια της αδελφής του, και όταν ήκουσεν αυτήν να διηγήται και να λέγη όσα
της είχεν είπει ο Ελιέζερ, ήλθεν ο Λαβαν προς αυτόν, που εστέκετο ακόμη όρθιος
κοντά εις τας καμήλους του πλησίον της πηγής,
Γεν. 24,31 καὶ εἶπεν αὐτῷ·
δεῦρο εἴσελθε· εὐλογητὸς Κυρίου· ἱνατί ἕστηκας
ἔξω; ἐγὼ δὲ ἡτοίμασα τὴν οἰκίαν καὶ
τόπον ταῖς καμήλοις.
Γεν. 24,31 και του είπε· “έλα μαζή μου· κόπιασε στο σπίτι μου·
συ είσαι ευλογημένος από τον Κυριον. Διατί στέκεις έξω όρθιος; Εγώ έχω
ετοιμάσει την οικίαν μου δια σε και τόπον δια τας καμήλους σου”.
Γεν. 24,32 εἰσῆλθε δὲ
ὁ ἄνθρωπος εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἀπέσαξε
τὰς καμήλους καὶ ἔδωκεν ἄχυρα καὶ χορτάσματα ταῖς
καμήλοις καὶ ὕδωρ νίψασθαι τοῖς ποσὶν αὐτοῦ
καὶ τοῖς ποσὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν μετ᾿
αὐτοῦ.
Γεν. 24,32 Εισήλθεν ο Ελιέζερ εις την οικίαν του Λαβαν και
εξεσαμάρωσε τας καμήλους. Ο δε Λαβαν έδωσεν εις μεν τας καμήλους άχυρα και
τροφάς, εις δε τον ξένον και τους συνοδούς του ύδωρ, δια να νίψουν τους πόδας
των.
Γεν. 24,33 καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς
ἄρτους φαγεῖν. καὶ εἶπεν· οὐ μὴ φάγω, ἕως
τοῦ λαλῆσαί με τὰ ῥήματά μου. καὶ εἶπαν·
λάλησον.
Γεν. 24,33 Επειτα δε παρέθεσε τράπεζαν εις αυτούς, δια να
φάγουν. Είπεν όμως ο Ελιέζερ· “δεν θα βάλω τίποτε στο στόμα μου, αν
προηγουμένως δεν σας είπω αυτά, που έχω να σας πω”. Εκείνοι του είπαν· “πές
μας· σε ακούομεν”.
Γεν. 24,34 Καὶ εἶπε·
παῖς Ἁβραὰμ ἐγώ εἰμι.
Γεν. 24,34 Ο Ελιέζερ τότε είπεν· “εγώ είμαι δούλος του Αβραάμ.
Γεν. 24,35 Κύριος δὲ ηὐλόγησε
τὸν κύριόν μου σφόδρα, καὶ ὑψώθη· καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ πρόβατα καὶ μόσχους καὶ ἀργύριον καὶ
χρυσίον, παῖδας καὶ παιδίσκας, καμήλους καὶ ὄνους.
Γεν. 24,35 Ο Κυριος και Θεός ηυλόγησε πάρα πολύ τον κύριόν μου
και τον εξύψωσεν, ώστε να γίνη μέγας. Του έδωσε πρόβατα και μόσχους και
αργύριον και χρυσίον, δούλους και δούλας, καμήλους και όνους.
Γεν. 24,36 καὶ ἔτεκε
Σάῤῥα ἡ γυνὴ τοῦ κυρίου μου υἱὸν ἕνα
τῷ κυρίῳ μου μετὰ τὸ γηράσαι αὐτόν, καὶ ἔδωκεν
αὐτῷ ὅσα ἦν αὐτῷ.
Γεν. 24,36 Η σύζυγος του κυρίου μου, η Σαρρα, εγέννησεν υιόν
στον κύριόν μου, όταν πλέον αυτός ήτο προχωρημένης ηλικίας. Ο δε κύριός μου
παρέδωσεν στον υιόν του αυτόν όλην την περιουσίαν.
Γεν. 24,37 καὶ ὥρκισέ
με ὁ κύριός μου, λέγων· οὐ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν Χαναναίων, ἐν οἷς
ἐγὼ παροικῶ ἐν τῇ γῇ αὐτῶν,
Γεν. 24,37 Με ώρκισε δε ενώπιον του Θεού και μου είπε· πρόσεξε,
δεν θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από τας θυγατέρας των κατοίκων Χαναάν,
εις την χώραν των οποίων εγώ μένω ως πάροικος,
Γεν. 24,38 ἀλλ᾿ ἢ
εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου πορεύσῃ καὶ εἰς
τὴν φυλήν μου καὶ λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ
μου ἐκεῖθεν.
Γεν. 24,38 αλλά θα μεταβής στον οίκον του πατρός μου και εις την
φυλήν, από την οποίαν κατάγομαι και από εκεί θα εκλέξης γυναίκα δια τον υιόν
μου.
Γεν. 24,39 εἶπα δὲ τῷ
κυρίῳ μου· μήποτε οὐ πορεύσεται ἡ γυνὴ μετ᾿ ἐμοῦ.
Γεν. 24,39 Είπα στον κύριόν μου, εάν όμως δεν θελήση η γυναίκα
αυτή να έλθη μαζή μου, τι θα γίνη;
Γεν. 24,40 καὶ εἶπέ
μοι· Κύριος ὁ Θεός, ᾧ εὐηρέστησα ἐναντίον αὐτοῦ,
αὐτὸς ἐξαποστελεῖ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ
μετὰ σοῦ καὶ εὐοδώσει τὴν ὁδόν σου, καὶ
λήψῃ γυναῖκα τῷ υἱῷ μου ἐκ τῆς φυλῆς
μου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός μου.
Γεν. 24,40 Εκείνος μου είπε· ο Κυριος και Θεός, ενώπιον του
οποίου εγώ έζησα και έπραξα όπως αρέσει εις αυτόν, θα στείλη μαζή σου τον
άγγελόν του, θα κατευοδώση τον δρόμον σου, θα εκπληρώση τον σκοπόν του ταξιδίου
σου και θα πάρης δια τον υιόν μου γυναίκα από την φυλήν μου και από την
οικογένειαν του πατρός μου.
Γεν. 24,41 τότε ἀθῷος ἔσῃ
ἀπὸ τῆς ἀρᾶς μου· ἡνίκα γὰρ ἐὰν
ἔλθῃς εἰς τὴν φυλήν μου καὶ μή σοι δῶσι, καὶ
ἔσῃ ἀθῷος ἀπὸ τοῦ ὁρκισμοῦ
μου.
Γεν. 24,41 Εάν έτσι προχωρήσης και φερθής, θα είσαι
απηλλαγμένος από την κατάραν μου. Εάν όμως έλθης εις την φυλήν μου και δεν σου
δώσουν νύμφην δια τον υιόν μου, θα είσαι αθώος από τον όρκον, στον οποίον σε
υπέβαλα.
Γεν. 24,42 καὶ ἐλθὼν
σήμερον ἐπὶ τὴν πηγὴν εἶπα· Κύριε ὁ Θεὸς
τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, εἰ σὺ εὐοδοῖς τὴν
ὁδόν μου, ἐν ᾗ νῦν ἐγὼ πορεύομαι ἐν αὐτῇ,
Γεν. 24,42 Λοιπόν, εγώ ήλθα σήμερον εις την πηγήν, προσηυχήθην
προς τον Θεόν και είπα· Κυριε ο Θεός του κυρίου μου Αβραάμ, κατευόδωσε και φέρε
εις αίσιον πέρας τον σκοπόν, δια τον οποίον εγώ ήλθον έως εδώ.
Γεν. 24,43 ἰδοὺ ἐγὼ
ἐφέστηκα ἐπὶ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος, καὶ
αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως ἐκπορεύονται
ἀντλῆσαι ὕδωρ, καὶ ἔσται ἡ παρθένος, ᾗ
ἂν ἐγὼ εἴπω, πότισόν με ἐκ τῆς ὑδρίας
σου μικρὸν ὕδωρ,
Γεν. 24,43 Ιδού εγώ στέκομαι όρθιος εις την πηγήν αυτήν του
ύδατος· αι θυγατέρες των κατοίκων της πόλεως αυτής εξέρχονται προς τα εδώ δια
να αντλήσουν ύδωρ. Δώσε, ώστε η παρθένος, εις την οποίαν εγώ θα είπω· Ποτισέ με
λίγο νερό από την στάμναν σου,
Γεν. 24,44 καὶ εἴπῃ
μοι, καὶ σὺ πίε καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι,
αὕτη ἡ γυνή, ἣν ἡτοίμασε Κύριος τῷ ἑαυτοῦ
θεράποντι Ἰσαάκ, καὶ ἐν τούτῳ γνώσομαι, ὅτι
πεποίηκας ἔλεος τῷ κυρίῳ μου Ἁβραάμ.
Γεν. 24,44 εκείνη δε θα μου πη· πίε και συ και εις τας καμήλους
σου εγώ θα δώσω ύδωρ, δώσε ώστε αυτή η γυνή να είναι η προωρισμένη ως σύζυγος
δια τον δούλον σου τον Ισαάκ. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα εννοήσω, ότι και πάλιν
έχεις κάμει το έλεός σου προς τον κύριόν μου τον Αβραάμ.
Γεν. 24,45 καὶ ἐγένετο
πρὸ τοῦ συντελέσαι με λαλοῦντα ἐν τῇ διανοίᾳ
μου, εὐθὺς Ῥεβέκκα ἐξεπορεύετο ἔχουσα τὴν ὑδρίαν
ἐπὶ τῶν ὤμων καὶ κατέβη ἐπὶ τὴν
πηγὴν καὶ ὑδρεύσατο. εἶπα δὲ αὐτῇ·
πότισόν με.
Γεν. 24,45 Πριν δε ακόμη τελειώσω την νοεράν προσευχήν μου,
εφάνη αμέσως η Ρεβέκκα εξερχομένη από την πόλιν, με την στάμναν στον ώμον της.
Κατέβηκε εις την πηγήν και ήντλησεν ύδωρ. Τοτε της είπα· Δος μου να πιώ και εγώ
νερό.
Γεν. 24,46 καί σπεύσασα καθεῖλε
τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς ἀφ᾿
ἑαυτῆς καὶ εἶπε· πίε σύ, καὶ τὰς
καμήλους σου ποτιῶ. καὶ ἔπιον καὶ τὰς καμήλους ἐπότισε.
Γεν. 24,46 Αυτή κατέβασε αμέσως την στάμναν της, την εστήριξεν
στον βραχίονά της και μου είπε· Πιέ συ, και θα ποτίσω και τας καμήλους σου.
Αφού έπιον εγώ επότισε πράγματι και τας καμήλους.
Γεν. 24,47 καὶ ἠρώτησα
αὐτήν· καὶ εἶπα· θυγάτηρ τίνος εἶ; ἀνάγγειλόν
μοι. ἡ δὲ ἔφη· θυγάτηρ Βαθουήλ εἰμι τοῦ υἱοῦ
Ναχώρ, ὃν ἔτεκεν αὐτῷ Μελχά. καὶ περιέθηκα αὐτῇ
τὰ ἐνώτια καί τὰ ψέλλια περὶ τὰς χεῖρας αὐτῆς·
Γεν. 24,47 Τοτε την ηρώτησα και της είπα· πες μου τίνος είσαι
θυγάτηρ; Εκείνη απήντησεν· είμαι θυγάτηρ του Βαθουήλ, υιού του Ναχώρ και της
Μελχά. Εδωσα κατόπιν εις αυτήν σκουλαρίκια και έθεσα βραχιόλια εις τα χέρια
της.
Γεν. 24,48 καὶ εὐδοκήσας
προσεκύνησα τῷ Κυρίῳ καὶ εὐλόγησα Κύριον τὸν Θεὸν
τοῦ κυρίου μου Ἁβραάμ, ὃς εὐώδωσέ με ἐν ὁδῷ
ἀληθείας, λαβεῖν τὴν θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ
τοῦ κυρίου μου τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Γεν. 24,48 Κατευχαριστημένος δε δι' όλα αυτά έσκυψα και
επροσκύνησα και εδόξασα τον Θεόν του κυρίου μου Αβραάμ, ο οποίος κατευώδωσε την
πορείαν μου, ώστε να εκλέξω την κόρην του ανεψιού του κυρίου μου ως σύζυγον του
υιού του.
Γεν. 24,49 εἰ οὖν ποιεῖτε
ὑμεῖς ἔλεος καὶ δικαιοσύνην πρὸς τὸν κύριόν
μου, ἀπαγγείλατέ μοι, εἰ δὲ μή, ἀπαγγείλατέ μοι, ἵνα
ἐπιστρέψω εἰς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν.
Γεν. 24,49 Εάν λοιπόν σεις θελήσετε να φανήτε καλοί και δίκαιοι
προς τον κύριόν μου, πέστε μου εάν δέχεσθε τας προτάσεις μου. Εάν όμως δεν τας
δέχεσθε, πέστε μου, ώστε να στραφώ δεξιά και αριστερά, δια να αναζητήσω αλλού
νύμφην δια τον Ισαάκ”.
Γεν. 24,50 Ἀποκριθεὶς
δὲ Λάβαν καὶ Βαθουὴλ εἶπαν· παρὰ Κυρίου ἐξῆλθε
τὸ πρόσταγμα τοῦτο· οὐ δυνησόμεθα οὖν σοι ἀντειπεῖν
κακὸν ἢ καλόν.
Γεν. 24,50 Ο Λαβαν και ο Βαθουήλ απεκρίθησαν με ένα στόμα και
είπαν· “ο Θεός έβγαλε αυτήν την διαταγήν και δεν ημπορούμεν να αρνηθώμεν και να
είπωμεν τίποτε κακόν η καλόν. Δεχόμεθα την πρότασίν σου.
Γεν. 24,51 ἰδοὺ Ῥεβέκκα
ἐνώπιόν σου· λαβὼν ἀπότρεχε. καί ἔστω γυνὴ τῷ
υἱῷ τοῦ κυρίου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος.
Γεν. 24,51 Ιδού η Ρεβέκκα είναι εις την διάθεσίν σου· πάρε την
μαζή σου και ας γίνη αυτή σύζυγος στον υιόν του κυρίου σου όπως ο Θεός
διέταξε”.
Γεν. 24,52 ἐγένετο δὲ ἐν
τῷ ἀκοῦσαι τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ
τῶν ῥημάτων τούτων, προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν
τῷ Κυρίῳ.
Γεν. 24,52 Οταν ο Ελιέζερ ήκουσε τα λόγια αυτά επροσκύνησε
μέχρις εδάφους τον Θεόν εις έκφρασιν της χαράς και της ευγνωμοσύνης του.
Γεν. 24,53 καὶ ἐξενέγκας
ὁ παῖς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμὸν
ἔδωκε τῇ Ῥεβέκκᾳ καὶ δῶρα ἔδωκε τῷ
ἀδελφῷ αὐτῆς καὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς.
Γεν. 24,53 Εβγαλε τότε ο Ελιέζερ από τας αποσκευάς του χρυσά και
αργυρά κοσμήματα και φορέματα και τα έδωσε εις την Ρεβέκκαν. Εδωσεν επίσης δώρα
στον αδελφόν της τον Λαβαν και εις την μητέρα της
Γεν. 24,54 καὶ ἔφαγον
καὶ ἔπιον καὶ αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες
οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὄντες, καὶ ἐκοιμήθησαν.
Καὶ ἀναστὰς τὸ πρωΐ εἶπεν· ἐκπέμψατέ
με, ἵνα ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.
Γεν. 24,54 Κατόπιν δε αυτών έφαγον και έπιον ο Ελιέζερ και οι
άνδρες, που ήσαν μαζή του, και μετά το δείπνον έπεσαν και εκοιμήθησαν. Το πρωϊ
δε σηκώθηκε ο Ελιέζερ και είπε· “κατευοδώσατέ με τώρα και επιτρέψατέ μου να
επανέλθω προς τον κύριόν μου”.
Γεν. 24,55 εἶπαν δὲ οἱ
ἀδελφοὶ αὐτῆς καὶ ἡ μήτηρ· μεινάτω ἡ
παρθένος μεθ᾿ ἡμῶν ἡμέρας ὡσεὶ δέκα, καὶ
μετὰ ταῦτα ἀπελεύσεται.
Γεν. 24,55 Οι αδελφοί της Ρεβέκκας και η μητέρα της είπαν· “ας
μείνη ακόμη μαζή μας η κόρη μας, έστω και δέκα ημέρας, μετά τας οποίας ας
αναχωρήση”.
Γεν. 24,56 ὁ δὲ εἶπε
πρὸς αὐτούς· μὴ κατέχετέ με, καὶ Κύριος εὐώδωσε
τὴν ὁδόν μου ἐν ἐμοί· ἐκπέμψατέ με, ἵνα
ἀπέλθω πρὸς τὸν κύριόν μου.
Γεν. 24,56 Ο δε Ελιέζερ είπε προς αυτούς· “μη με κρατήτε, διότι
ο Κυριος έφερεν εις πέρας την αποστολήν μου. Κατευοδώσατέ με να επιστρέψω στον
κύριόν μου”.
Γεν. 24,57 οἱ δὲ εἶπαν·
καλέσωμεν τὴν παῖδα καὶ ἐρωτήσωμεν τὸ στόμα αὐτῆς.
Γεν. 24,57 Εκείνοι απήντησαν· “Ας καλέσωμεν την κόρην να την
ερωτήσωμεν και να ακούσωμεν από το στόμα της τι γνώμην έχει”.
Γεν. 24,58 καὶ ἐκάλεσαν
τὴν Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· πορεύσῃ
μετὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; ἡ δὲ εἶπε·
πορεύσομαι.
Γεν. 24,58 Εκάλεσαν, λοιπόν, την Ρεβέκκαν και της είπαν·
“επιθυμείς να αναχωρήσης αμέσως με τον άνθρωπον αυτόν; Εκείνη είπεν· “ναι· θα
αναχωρήσω”.
Γεν. 24,59 καὶ ἐξέπεμψαν
Ῥεβέκκαν τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν καὶ τὰ
ὑπάρχοντα αὐτῆς καὶ τὸν παῖδα τοῦ Ἁβραὰμ
καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ.
Γεν. 24,59 Κατευώδωσαν τότε την αδελφήν των με όλα αυτής τα
υπάρχοντα και τον δούλον του Αβραάμ μαζή με τους συνοδούς του.
Γεν. 24,60 καὶ εὐλόγησαν
Ῥεβέκκαν καὶ εἶπαν αὐτῇ· ἀδελφὴ ἡμῶν
εἶ· γίνου εἰς χιλιάδας μυριάδων, καὶ κληρονομησάτω τὸ
σπέρμα σου τὰς πόλεις τῶν ὑπεναντίων.
Γεν. 24,60 Ηυχήθησαν δε την Ρεβέκκαν και της είπαν· “είσαι
αδελφή μας. Γινε προμήτωρ εις χιλιάδας μυριάδας γενεών και οι απόγονοί σου ας
είναι τόσον ισχυροί, ώστε να κυριεύσουν και να κληρονομήσουν τας πόλεις των εχθρών
των”.
Γεν. 24,61 ἀναστᾶσα δὲ
Ῥεβέκκα καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς, ἐπέβησαν ἐπὶ
τὰς καμήλους καὶ ἐπορεύθησαν μετὰ τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ ἀναλαβὼν ὁ παῖς τὴν Ῥεβέκκαν ἀπῆλθεν.
Γεν. 24,61 Ηγέρθη δε η Ρεβέκκα και αι θεραπαινίδες της,
ανέβησαν εις τας καμήλους και επορεύθησαν με τον άνθρωπον εκείνον. Και ο
Ελιέζερ, ο δούλος του Αβραάμ, λαβών την Ρεβέκκαν ανεχώρησε.
Γεν. 24,62 Ἰσαὰκ δὲ
διεπορεύετο διὰ τῆς ἐρήμου κατὰ τὸ φρέαρ τῆς
ὁράσεως· αὐτὸς δὲ κατώκει ἐν τῇ γῇ
τῇ πρὸς λίβα.
Γεν. 24,62 Ο δε Ισαάκ κατά τον καιρόν αυτόν επορεύετο δια μέσου
της ερήμου προς το φρέαρ, το οποίον ωνομάζετο “Φρέαρ της οράσεως”· κατοικούσε
δε εις την νότιον περιοχήν της Χαναάν.
Γεν. 24,63 καὶ ἐξῆλθεν
Ἰσαὰκ ἀδολεσχῆσαι εἰς τὸ πεδίον τὸ πρὸς
δείλης καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ
εἶδε καμήλους ἐρχομένας.
Γεν. 24,63 Καποιο δειλινόν εξήλθεν ο Ισαάκ να περιπατήση προς
ψυχαγωγίαν του εις την πεδιάδα. Υψωσε τα μάτια του και είδεν από μακράν
καμήλους να έρχωνται.
Γεν. 24,64 καὶ ἀναβλέψασα
Ῥεβέκκα τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδε τὸν Ἰσαὰκ
καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς καμήλου.
Γεν. 24,64 Η Ρεβέκκα ύψωσε και αυτή τους οφθαλμούς της, είδε τον
Ισαάκ και από αίσθημα αιδούς καταληφθείσα επήδησε κάτω από την κάμηλον.
Γεν. 24,65 καὶ εἶπε τῷ
παιδί· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὁ
πορευόμενος ἐν τῷ πεδίῳ εἰς συνάντησιν ἡμῖν;
εἶπε δὲ ὁ παῖς· οὗτός ἐστιν ὁ
κύριός μου. ἡ δὲ λαβοῦσα τὸ θέριστρον περιεβάλετο.
Γεν. 24,65 Ηρώτησε δε τον Ελιέζερ· “ποιός είναι ο άνθρωπος
εκείνος, που περιπατεί εις την πεδιάδα και έρχεται προς συνάντησίν μας;” Είπε
δε ο Ελιέζερ· “αυτός είναι ο νέος κύριός μου, ο Ισαάκ”. Εκείνη έλαβε καλύπτραν
και εσκεπάσθη.
Γεν. 24,66 καὶ διηγήσατο ὁ
παῖς τῷ Ἰσαὰκ πάντα τὰ ῥήματα, ἃ ἐποίησεν.
Γεν. 24,66 Οταν συνήντησαν τον Ισαάκ, διηγήθη ο Ελιέζερ όλα όσα
έκαμε εις την γην της Χαρράν.
Γεν. 24,67 εἰσῆλθε δὲ
Ἰσαὰκ εἰς τὸν οἶκον τῆς μητρὸς αὐτοῦ
καὶ ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν, καὶ ἐγένετο αὐτοῦ
γυνή, καὶ ἠγάπησεν αὐτήν· καὶ παρεκλήθη Ἰσαὰκ
περὶ Σάῤῥας τῆς μητρὸς αὐτοῦ.
Γεν. 24,67 Ο Ισαάκ έλαβε την Ρεβέκκαν, την εισήγαγεν εις την
σκηνήν της μητρός του, την ενυμφεύθη και την ηγάπησεν. Ετσι δε και επαρηγορήθη
δια τον θάνατον της μητρός του.
ΓΕΝΕΣΙΣ
25
Γεν. 25,1 Προσθέμενος δὲ Ἁβραὰμ
ἔλαβε γυναῖκα, ᾗ ὄνομα Χεττούρα.
Γεν. 25,1 Ο δε Αβραάμ έλαβε και δευτέραν γυναίκα, η οποία
ωνομάζετο Χεττούρα.
Γεν. 25,2 ἔτεκε δὲ αὐτῷ
τὸν Ζομβρᾶν καὶ τὸν Ἰεζὰν καὶ τὸν
Μαδὰλ καὶ τὸν Μαδιὰμ καὶ τὸν Ἰεσβὼκ
καὶ τὸν Σωκέ.
Γεν. 25,2 Απέκτησε δε από αυτήν υιούς τον Σομβράν, τον
Ιεζάν, τον Μαδάλ, τον Μαδιάμ, τον Ιεσβώκ και τον Σωκέ.
Γεν. 25,3 Ἰεζὰν δὲ
ἐγέννησε καὶ τὸν Θαιμὰν τὸν Σαβὰ καὶ
τὸν Δεδάν· υἱοὶ δὲ Δεδὰν ἐγένοντο Ῥαγουὴλ
καὶ Ναβδεὴλ καὶ Ἀσσουριεὶμ καὶ Λατουσιεὶμ
καὶ Λαωμείμ.
Γεν. 25,3 Ο Ιεζάν απέκτησε υιόν τον Θαιμάν, τον Σαβά και τον
Δεδάν. Οι υιοί δε του Δεδάν ήσαν ο Ραγουήλ, ο Ναβδεήλ, ο Ασσουριείμ, ο
Λατουσιείμ και ο Λαωμείμ.
Γεν. 25,4 υἱοὶ δὲ
Μαδιὰμ Γεφὰρ καὶ Ἀφεὶρ καὶ Ἐνὼχ
καὶ Ἀβειρὰ καὶ Ἐλδαγά. πάντες οὗτοι ἦσαν
υἱοὶ Χεττούρας.
Γεν. 25,4 Οι υιοί δε του Μαδιάμ ήσαν ο Γεφάρ, ο Αφείρ, ο
Ενώχ, ο Αβειρά και ο Ελδαγά. Ολοι δε αυτοί ήσαν απόγονοι της Χεττούρας.
Γεν. 25,5 Ἔδωκε δὲ Ἁβραὰμ
πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ Ἰσαὰκ τῷ υἱῷ
αὐτοῦ,
Γεν. 25,5 Ο δε Αβραάμ έδωσεν όλα τα υπάρχοντά του στον
Ισαάκ, τον υιόν της επαγγελίας.
Γεν. 25,6 καὶ τοῖς υἱοῖς
τῶν παλλακῶν αὐτοῦ ἔδωκεν Ἁβραὰμ
δόματα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς ἀπὸ Ἰσαὰκ
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ἔτι ζῶντος αὐτοῦ,
πρὸς ἀνατολὰς εἰς γῆν ἀνατολῶν.
Γεν. 25,6 Εις δε τους υιούς των γυναικών του της δευτέρας
σειράς έδωσε διάφορα δώρα και, ζων ακόμη, απεμάκρυνεν αυτούς εις διάφορα μέρη,
εις την ανατολικώς της Παλαιστίνης χώραν, την Αραβίαν, μακράν από τον υιόν του
τον Ισαάκ.
Γεν. 25,7 ταῦτα δὲ τὰ
ἔτη ἡμερῶν τῆς ζωῆς Ἁβραὰμ ὅσα ἔζησεν,
ἑκατὸν ἑβδομηκονταπέντε ἔτη.
Γεν. 25,7 Εζησε δε εν συνόλω ο Αβραάμ εκατόν εβδομήκοντα
πέντε έτη.
Γεν. 25,8 καὶ ἐκλείπων
ἀπέθανεν Ἁβραὰμ ἐν γήρᾳ καλῷ πρεσβύτης καὶ
πλήρης ἡμερῶν καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Γεν. 25,8 Εγκατέλειψαν αυτόν αι δυνάμστου, απέθανεν εις
ευτυχές γήρας, πρεσβύτης πλήρης ημερών, και προσετέθη στους εκ του κόσμου
τούτου εκδημήσαντας προγόνους του.
Γεν. 25,9 καὶ ἔθαψαν
αὐτὸν Ἰσαὰκ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ υἱοὶ
αὐτοῦ εἰς τὸ σπήλαιον τὸ διπλοῦν, εἰς
τὸν ἀγρὸν Ἐφρὼν τοῦ Σαὰρ τοῦ
Χετταίου, ὅς ἐστιν ἀπέναντι Μαμβρῆ,
Γεν. 25,9 Εθαψαν αυτόν ο Ισαάκ και ο Ισμαήλ, οι υιοί του,
στο διπλούν σπήλαιον, το οποίον ευρίσκετο στον αγρόν του Εφρών, υιού Σαάρ του
Χετταίου, απέναντι από την Δρυν Μαμβρή·
Γεν. 25,10 τὸν ἀγρὸν
καὶ τὸ σπήλαιον, ὃ ἐκτήσατο Ἁβραὰμ παρὰ
τῶν υἱῶν τοῦ Χέτ, ἐκεῖ ἔθαψαν Ἁβραὰμ
καὶ Σάῤῥαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ.
Γεν. 25,10 στον αγρόν αυτόν και το σπήλαιον, τα οποία είχεν
αγοράσει ο Αβραάμ από τους ανθρώπους της φυλής Χέτ, εκεί τον έθαψαν, όπου είχε
θάψει και την γυναίκα του, την Σαρραν.
Γεν. 25,11 ἐγένετο δὲ
μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Ἁβραάμ, εὐλόγησεν ὁ
Θεὸς τὸν Ἰσαὰκ υἱὸν αὐτοῦ·
καὶ κατῴκησεν Ἰσαὰκ παρὰ τὸ φρέαρ τῆς
ὁράσεως.
Γεν. 25,11 Μετά δε τον θάνατον του Αβραάμ ευλόγησεν ο Θεός τον
υιόν αυτού τον Ισαάκ, ο οποίος και εγκατεστάθη στο φρέαρ της οράσεως, δηλαδή
εις την Βηρσαβεέ.
Γεν. 25,12 Αὗται δέ αἱ
γενέσεις Ἰσμαὴλ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ, ὃν ἔτεκεν
Ἄγαρ ἡ Αἰγυπτία ἡ παιδίσκη Σάῤῥας τῷ Ἁβραάμ.
Γεν. 25,12 Οι δε απόγονοι του Ισμαήλ, του υιού του Αβραάμ και
της Αιγυπτίας δούλης Αγαρ, ήσαν οι εξής·
Γεν. 25,13 καὶ ταῦτα τὰ
ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσμαὴλ κατ᾿ ὀνόματα
τῶν γενεῶν αὐτοῦ· πρωτότοκος Ἰσμαὴλ
Ναβαιώθ, καὶ Κηδὰρ καὶ Ναβδεὴλ καὶ Μασσὰμ
Γεν. 25,13 Αυτά ήσαν τα ονόματα των υιών του Ισμαήλ, κατά τα
ονόματα των απογόνων του. Πρωτότοκος υιός του Ισμαήλ ήτο ο Ναβαιώθ, μετ' αυτόν
δε ο Κηδάρ, ο Ναβδεήλ, ο Μασσάμ,
Γεν. 25,14 καὶ Μασμὰ
καὶ Δουμὰ καὶ Μασσῆ
Γεν. 25,14 ο Μασμά, ο Δουμά, ο Μασσή,
Γεν. 25,15 καὶ Χοδδὰν
καὶ Θαιμὰν καὶ Ἰετοὺρ καὶ Ναφὲς καὶ
Κεδμά.
Γεν. 25,15 ο Χοδδάν, ο Θαιμάν, ο Ιετούρ, ο Ναφές και ο Κεδμά.
Γεν. 25,16 οὗτοί εἰσιν
οἱ υἱοὶ Ἰσμαὴλ καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα
αὐτῶν ἐν ταῖς σκηναῖς αὐτῶν καὶ
ἐν ταῖς ἐπαύλεσιν αὐτῶν· δώδεκα ἄρχοντες
κατὰ ἔθνη αὐτῶν.
Γεν. 25,16 Αυτοί ήσαν οι υιοί του Ισμαήλ και αυτά τα ονόματά
των, οι οποίοι κατοικούσαν εις σκηνάς και εις χωρία, και οι οποίοι ανεδείχθησαν
γενάρχαι και άρχοντες δώδεκα λαών, ενός λαού ο καθένας από αυτούς.
Γεν. 25,17 καὶ ταῦτα τὰ
ἔτη τῆς ζωῆς Ἰσμαήλ· ἑκατὸν
τριακονταεπτὰ ἔτη· καὶ ἐκλείπων ἀπέθανε καὶ
προσετέθη πρὸς τὸ γένος αὐτοῦ.
Γεν. 25,17 Τα έτη της ζωής του Ισμαήλ ανήλθον εις εκατόν
τριάκοντα επτά. Εξέλιπον τότε αι δυνάμστου, εξεδήμησεν από τον κόσμον αυτόν και
προσετέθη στους προαπελθόντας από το γένος του.
Γεν. 25,18 κατῴκησε δὲ
ἀπὸ Εὐϊλὰτ ἕως Σούρ, ἥ ἐστι κατὰ
πρόσωπον Αἰγύπτου, ἕως ἐλθεῖν πρὸς Ἀσσυρίους·
κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ κατῴκησε.
Γεν. 25,18 Οι απόγονοι του Ισμαήλ, οι Ισμαηλίται,
εγκατεστάθησαν εις την περιοχήν από Ευϊλάτ, έως την έρημον Σούρ, η οποία
ευρίσκεται ανατολικώς της Αιγύπτου και μέχρι της Ασσυρίας, εις χώραν δηλαδή
ανατολικώς της Παλαιστίνης, επί της οποίας Παλαιστίνης είχον εγκατασταθή οι
απόγονοι του Ισαάκ, αδελφού του Ισμαήλ, οι Ισραηλίται.
Γεν. 25,19 Καὶ αὗται αἱ
γενέσεις Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ Ἁβραάμ·
Γεν. 25,19 Ιδού δε η ιστορία και αι γενεαλογία του Ισαάκ, υιού
του Αβραάμ.
Γεν. 25,20 Ἁβραὰμ ἐγέννησε
τὸν Ἰσαάκ. ἦν δὲ Ἰσαὰκ ἐτῶν
τεσσαράκοντα, ὅτε ἔλαβε τὴν Ῥεβέκκαν θυγατέρα Βαθουὴλ
τοῦ Σύρου ἐκ τῆς Μεσοποταμίας Συρίας, ἀδελφὴν
Λάβαν τοῦ Σύρου, ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα.
Γεν. 25,20 Ο Αβραάμ απέκτησεν υιόν τον Ισαάκ. Ητο δε ο Ισαάκ
τεσσαράκοντα ετών, όταν έλαβεν ως σύζυγον την Ρεβέκκαν, θυγατέρα Βαθουήλ του
Συρου, του καταγομένου, δηλαδή, από την Μεσοποταμίαν της Συρίας, την αδελφήν
του Λαβαν του Συρου.
Γεν. 25,21 ἐδέετο δὲ Ἰσαὰκ
Κυρίου περὶ Ῥεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ, ὅτι
στεῖρα ἦν· ἐπήκουσε δὲ αὐτοῦ ὁ
Θεός, καὶ συνέλαβεν ἐν γαστρὶ Ῥεβέκκα ἡ γυνὴ
αὐτοῦ.
Γεν. 25,21 Ο Ισαάκ παρεκάλει θερμώς τον Κυριον δια την γυναίκα
αυτού την Ρεβέκκαν, επειδή αυτή ήτο στείρα. Ο Θεός εισήκουσε την δέησίν του,
ηυλόγησε την Ρεβέκκαν, την σύζυγον του Ισαάκ, η οποία συνέλαβε και έμεινε
έγκυος.
Γεν. 25,22 ἐσκίρτων δὲ
τὰ παιδία ἐν αὐτῇ· εἶπε δέ, εἰ οὕτω
μοι μέλλει γίνεσθαι, ἵνα τί μοι τοῦτο; ἐπορεύθη δὲ
πυθέσθαι παρὰ Κυρίου.
Γεν. 25,22 Δυο δε παιδιά εσκιρτούσαν και τρόπον τινά
διεπληκτίζοντο εις την κοιλίαν της. Η δε Ρεβέκκα είπε τότε· “εάν επρόκειτο να
μου συμβούν αυτά, να διαπληκτίζωνται δηλαδή τα παιδιά μου, πριν ακόμη
γεννηθούν, διατί να μείνω έγκυος;” Μετέβη λοιπόν και ηρώτησε σχετικώς τον
Κυριον.
Γεν. 25,23 καὶ εἶπε
Κύριος αὐτῇ· δύο ἔθνη ἐν γαστρί σου εἰσί, καὶ
δύο λαοὶ ἐκ τῆς κοιλίας σου διασταλήσονται· καὶ λαὸς
λαοῦ ὑπερέξει, καὶ ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι.
Γεν. 25,23 Είπε δε ο Κυριος εις αυτήν· “δύο λαοί υπάρχουν εις
την κοιλίαν σου, δύο διαφορετικαί φυλαί θα ξεχωρίσουν από σέ. Ο ένας εκ των δύο
λαών θα αναδειχθή ανώτερος του άλλου, και ο μεγαλύτερος θα είναι υποχείριος και
δούλος στον μικρότερον”.
Γεν. 25,24 καὶ ἐπληρώθησαν
αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν, καὶ τῇδε ἦν
δίδυμα ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς.
Γεν. 25,24 Συνεπληρώθησαν αι ημέραι του τοκετού της Ρεβέκκας,
εις την κοιλίαν της οποίας υπήρχον πράγματι δίδυμα.
Γεν. 25,25 ἐξῆλθε δὲ
ὁ πρωτότοκος πυῤῥάκης, ὅλος ὡσεὶ δορὰ
δασύς· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἡσαῦ.
Γεν. 25,25 Κατά τον τοκετόν εξήλθεν ο πρωτότοκος, ο οποίος είχε
χρώμα ερυθρόν και ήτο δασύθριξ σαν τριχωτόν δέρμα ζώου. Δι' αυτό δε και
ωνόμασαν αυτόν Ησαύ.
Γεν. 25,26 καὶ μετὰ τοῦτο
ἐξῆλθεν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, καὶ ἡ
χεὶρ αὐτοῦ ἐπειλημμένη τῆς πτέρνης Ἡσαῦ·
καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰακώβ. Ἰσαὰκ
δὲ ἦν ἐτῶν ἑξήκοντα, ὅτε ἔτεκεν αὐτοὺς
Ῥεβέκκα.
Γεν. 25,26 Εν συνεχεία εξήλθεν ο αδελφός του, του οποίου η χειρ
είχε συλλάβει την πτέρναν του Ησαύ. Δια τούτο τον ωνόμασαν Ιακώβ. Ητο δε τότε ο
Ισαάκ εξήκοντα ετών, όταν η Ρεβέκκα εγέννησε τα δίδυμα αυτά παιδιά.
Γεν. 25,27 Ηὐξήθησαν δὲ
οἱ νεανίσκοι, καὶ ἦν Ἡσαῦ ἄνθρωπος εἰδὼς
κυνηγεῖν, ἄγροικος, Ἰακὼβ δὲ ἄνθρωπος ἄπλαστος,
οἰκῶν οἰκίαν.
Γεν. 25,27 Εμεγάλωσαν οι νεαροί αυτοί αδελφοί. Ο Ησαύ ήτο
επιτήδειος κυνηγός, άνθρωπος της υπαίθρου, ενώ ο Ιακώβ ήτο άνθρωπος απλούς και
αφελής, ευχαριστούμενος να μένη στο σπίτι.
Γεν. 25,28 ἠγάπησε δὲ Ἰσαὰκ
τὸν Ἡσαῦ, ὅτι ἡ θήρα αὐτοῦ βρῶσις
αὐτῷ· Ῥεβέκκα δὲ ἠγάπα τὸν Ἰακώβ.
Γεν. 25,28 Ο Ισαάκ ηγάπησε περισσότερον τον Ησαύ, διότι έτρωγε
με ευχαρίστησιν τα θηράματα από το κυνήγιον αυτού, η δε Ρεβέκκα ηγάπησε τον
Ιακώβ ως άνθρωπον του σπιτιού.
Γεν. 25,29 ἥψησε δὲ Ἰακὼβ
ἕψημα· ἦλθε δὲ Ἡσαῦ ἐκ τοῦ
πεδίου ἐκλείπων,
Γεν. 25,29 Ο Ιακώβ εβραζε κάποτε ένα φαγητόν. Ο Ησαύ επέστρεψε
την ημέραν εκείνην από την πεδιάδα κατεξηντλημένος,
Γεν. 25,30 καὶ εἶπεν Ἡσαῦ
τῷ Ἰακώβ· γεῦσόν με ἀπὸ τοῦ ἑψήματος
τοῦ πυῤῥοῦ τούτου, ὅτι ἐκλείπω. διὰ
τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐδώμ.
Γεν. 25,30 Και είπεν στον Ιακώβ· “δος μου να γευθώ από αυτό το
κόκκινο φαγητό, διότι πεθαίνω από την πείνα”. -Δι' αυτό ωνομάσθη ο Ησαύ και
Εδώμ (κόκκινος).
Γεν. 25,31 εἶπε δὲ Ἰακὼβ
τῷ Ἡσαῦ· ἀπόδου μοι σήμερον τὰ πρωτοτόκιά
σου ἐμοί.
Γεν. 25,31 Ευρήκε τότε ευκαιρίαν ο Ιακώβ και είπεν στον Ησαύ·
“παραχώρησέ μου σήμερον τα πρωτοτόκιά σου και εγώ θα σου δώσω να φάγης”.
Γεν. 25,32 καὶ εἶπεν Ἡσαῦ·
ἰδοὺ ἐγὼ πορεύομαι τελευτᾶν, καὶ ἵνα
τί μοι ταῦτα τὰ πρωτοτόκια;
Γεν. 25,32 Και ο Ησαύ απήντησεν· “εγώ κοντεύω να πεθάνω από την
πείναν και τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια;”
Γεν. 25,33 καὶ εἶπεν αὐτῷ
Ἰακώβ· ὄμοσόν μοι σήμερον. καὶ ὤμοσεν αὐτῷ·
ἀπέδοτο δὲ Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια τῷ Ἰακώβ.
Γεν. 25,33 Είπεν εις αυτόν ο Ιακώβ· “κάμε μου σήμερον όρκον,
ότι μου παραχωρείς τα πρωτοτόκιά σου”. Ο Ησαύ ωρκίσθη και έτσι επώλησεν στον
Ιακώβ τα πρωτοτόκια αντί πινακίου φακής.
Γεν. 25,34 Ἰακὼβ δὲ
ἔδωκε τῷ Ἡσαῦ ἄρτον καὶ ἕψημα φακοῦ,
καὶ ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἀναστὰς ᾤχετο·
καὶ ἐφαύλισεν Ἡσαῦ τὰ πρωτοτόκια.
Γεν. 25,34 Τοτε ο Ιακώβ έδωσε ψωμί και μαγειρευμένες φακές στον
Ησαύ, ο οποίος έφαγε, έπιε και ανεχώρησε, χωρίς να δώση καμμίαν σημασίαν ότι
απεξενώθη από τα πρωτοτόκια. Ετσι δε ο Ησαύ περιεφρόνησε και εξηυτέλισε τα
πρωτοτόκια.
ΓΕΝΕΣΙΣ
26
Γεν. 26,1 Ἐγένετο δὲ
λιμὸς ἐπὶ τῆς γῆς χωρὶς τοῦ λιμοῦ
τοῦ πρότερον, ὃς ἐγένετο ἐν τῷ καιρῷ τοῦ
Ἁβραάμ· ἐπορεύθη δὲ Ἰσαὰκ πρὸς Ἀβιμέλεχ
βασιλέα Φυλιστιεὶμ εἰς Γέραρα.
Γεν. 26,1 Επεσε κατά την εποχήν εκείνην πείνα, ωσάν εκείνην
η οποία είχε γίνει προηγουμένως κατά τους χρόνους του Αβραάμ. Δια την εξεύρεσιν
δε τροφίμων ανεχώρησεν ο Ισαάκ εις Γέραρα προς τον Αβιμέλεχ, βασιλέα των Φιλισταίων,
δια να μεταβή από εκεί εις την Αίγυπτον.
Γεν. 26,2 ὤφθη δὲ αὐτῷ
Κύριος καὶ εἶπε· μὴ καταβῇς εἰς Αἴγυπτον·
κατοίκησον δὲ ἐν τῇ γῇ, ᾗ ἄν σοι εἴπω.
Γεν. 26,2 Παρουσιάσθη όμως εις αυτόν ο Κυριος και του είπε·
“μη μεταβής εις Αίγυπτον, αλλά να κατοικήσης εις την χώραν, την οποίαν εγώ θα
σου είπω.
Γεν. 26,3 καὶ παροίκει ἐν
τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ
εὐλογήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου
δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον
μου, ὃν ὤμοσα τῷ Ἁβραὰμ τῷ πατρί σου.
Γεν. 26,3 Μείνε προσωρινώς εις την γην αυτήν των Φιλισταίων,
και εγώ θα είμαι μαζή σου και θα σε ευλογήσω· διότι εις σε και στους απογόνους
σου θα δώσω όλην αυτήν την γώραν και θα εκπληρώσω έτσι την ένορκον υπόσχεσιν,
την οποίαν έδωκα στον Αβραάμ τον πατέρα σου.
Γεν. 26,4 καὶ πληθυνῶ
τὸ σπέρμα σου ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ
καὶ δώσω τῷ σπέρματί σου πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην, καὶ
εὐλογηθήσονται ἐν τῷ σπέρματί σου πάντα τὰ ἔθνη τῆς
γῆς,
Γεν. 26,4 Θα πληθύνω δε τους απογόνους σου ωσάν τα αστέρια
του ουρανού και θα δώσω όλην αυτήν την χώραν στους απογόνους σου. Δι' ενός δε
εκ των Απογόνων σου θα ευλογηθούν όλοι οι λαοί της γης.
Γεν. 26,5 ἀνθ᾿ ὧν
ὑπήκουσεν Ἁβραὰμ ὁ πατήρ σου τῆς ἐμῆς
φωνῆς καὶ ἐφύλαξε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰς
ἐντολάς μου καὶ τὰ δικαιώματά μου καὶ τὰ νόμιμά
μου.
Γεν. 26,5 Και ταύτα προς χάριν του πατρός σου του Αβραάμ, ο
οποίος υπήκουσεν εις την εντολήν μου, εφύλαξε τα προστάγματά μου και τας
εντολάς μου, τα δικαιώματά μου και τον νόμον μου”.
Γεν. 26,6 κατῴκησε δὲ
Ἰσαὰκ ἐν Γεράροις.
Γεν. 26,6 Πράγματι δε ο Ισαάκ εγκατεστάθη εις τα Γέραρα.
Γεν. 26,7 Ἐπηρώτησαν δὲ
οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου περὶ Ῥεβέκκας τῆς
γυναικὸς αὐτοῦ, καὶ εἶπεν· ἀδελφή μου ἐστίν·
ἐφοβήθη γὰρ εἰπεῖν ὅτι γυνή μου ἐστί,
μήποτε ἀποκτείνωσιν αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ
τόπου περὶ Ῥεβέκκας, ὅτι ὡραία τῇ ὄψει ἦν.
Γεν. 26,7 Καθ' ον χρόνον όμως έμενεν εκεί, οι άνδρες της
πόλεως του εζήτησαν πληροφορίας δια την γυναίκα του την Ρεβέκκαν, ποίαν δηλαδή
προς αυτήν συγγένειαν και σχέσιν έχει. Εκείνος απήντησεν ότι είναι αδελφή μου.
Εφοβήθη να είπη ότι είναι σύζυγός μου, μήπως και τον φονεύσουν οι άνδρες της
πόλεως εκείνης ένεκα της Ρεβέκκας, διότι αυτή ήτο ωραία κατά την εμφάνισιν.
Γεν. 26,8 ἐγένετο δὲ
πολυχρόνιος ἐκεῖ· καὶ παρακύψας Ἀβιμέλεχ ὁ
βασιλεὺς Γεράρων διὰ τῆς θυρίδος, εἶδε τὸν Ἰσαὰκ
παίζοντα μετὰ Ῥεβέκκας τῆς γυναικὸς αὐτοῦ.
Γεν. 26,8 Εμεινε δε εκεί ο Ισαάκ επί πολύ χρονικόν διάστημα.
Καποιαν ημέραν ο βασιλεύς των Γεράρων Αβιμέλεχ έσκυψε από τα ανάκτορά του και
είδε από την ανοικτήν θύραν της σκηνής τον Ισαάκ να χαριεντίζεται με την
Ρεβέκκαν την σύζυγόν του.
Γεν. 26,9 ἐκάλεσε δὲ Ἀβιμέλεχ
τὸν Ἰσαὰκ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἆρά
γε γυνή σου ἐστί; τί ὅτι εἶπας, ἀδελφή μου ἐστίν;
εἶπε δὲ αὐτῷ Ἰσαάκ· εἶπα γάρ, μήποτε ἀποθάνω
δι᾿ αὐτήν.
Γεν. 26,9 Εκάλεσε τότε τον Ισαάκ και του είπε· “ώστε λοιπόν
είναι γυναίκα σου η Ρεβέκκα; Διατί είπες ότι είναι αδελφή σου;” Ο Ισαάκ
απήντησεν εις αυτόν· “Είπα ότι είναι, αδελφή μου, διότι εφοβήθηκα μήπως εξ
αιτίας της φονευθώ”.
Γεν. 26,10 εἶπε δὲ αὐτῷ
Ἀβιμέλεχ· τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; μικροῦ
ἐκοιμήθη τις ἐκ τοῦ γένους μου μετὰ τῆς γυναικός
σου, καὶ ἐπήγαγες ἂν ἐφ᾿ ἡμᾶς ἄγνοιαν.
Γεν. 26,10 Ο δε Αβιμέλεχ του είπε· “τι είναι αυτό που μας
έκαμες; Παρ' ολίγον και να εκοιμάτο μαζή της κάποιος από την φυλήν μου, και θα
εγίνεσο συ αιτιά να πέση επάνω μας αμαρτία και ενοχή δια την άγνοιάν μας
αυτήν”.
Γεν. 26,11 συνέταξε δὲ Ἀβιμέλεχ
παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ, λέγων· πᾶς ὁ
ἁψάμενος τοῦ ἀνθρώπου τούτου ἢ τῆς γυναικὸς
αὐτοῦ, θανάτῳ ἔνοχος ἔσται.
Γεν. 26,11 Εβγαλε δε διαταγήν ο Αβιμέλεχ προς όλον τον λαόν του
και είπεν· “Εκείνος ο οποίος θα τολμήση να εγγίση τον άνθρωπον αυτόν η την
σύζυγόν του, θα είναι ένοχος θανάτου”.
Γεν. 26,12 ἔσπειρε δὲ Ἰσαὰκ
ἐν τῇ γῇ ἐκείνῃ καὶ εὗρεν ἐν τῷ
ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ ἑκατοστεύουσαν κριθήν· εὐλόγησε
δὲ αὐτὸν Κύριος.
Γεν. 26,12 Ο Ισαάκ εκαλλιέργησε και έσπειρε εις την χώραν
εκείνην και εθέρισε κριθάρι εκατονταπλάσιον. Ο δε Θεός τον ευλόγησε πλουσίως.
Γεν. 26,13 καὶ ὑψώθη ὁ
ἄνθρωπος. καὶ προβαίνων μείζων ἐγίνετο, ἕως οὗ
μέγας ἐγένετο σφόδρα·
Γεν. 26,13 Δι' αυτό και έγινε πλούσιος. Οσον δε επερνούσεν ο
καιρός, τόσον και πλουσιότερος εγίνετο, μέχρις ότου έγινε μέγας δια τα πολλά
του πλούτη και την δόξαν του.
Γεν. 26,14 ἐγένετο δὲ
αὐτῷ κτήνη προβάτων καὶ κτήνη βοῶν καὶ γεώργια
πολλά. ἐζήλωσαν δὲ αὐτὸν οἱ Φυλιστιείμ,
Γεν. 26,14 Απέκτησε δε κοπάδια πρόβατα και βόδια, όπως επίσης
και πολλά χωράφια. Ενεκα τούτου οι Φιλισταίοι τον εζήλευσαν και τον εφθόνησαν.
Γεν. 26,15 καὶ πάντα τὰ
φρέατα, ἃ ὤρυξαν οἱ παῖδες τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
ἐν τῷ χρόνῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐνέφραξαν
αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ καὶ ἔπλησαν αὐτὰ
γῆς.
Γεν. 26,15 Δια να τον βλάψουν δε επήγαν και εβοώλωσαν και
εγέμισαν με χώμα τα φρέατα, τα οποία είχον ανοίξει οι δούλοι του πατρός του
Αβραάμ, ενώ ακόμη εζούσε.
Γεν. 26,16 εἶπε δὲ Ἀβιμέλεχ
πρὸς Ἰσαάκ· ἄπελθε ἀφ᾿ ἡμῶν, ὅτι
δυνατώτερος ἡμῶν ἐγένου σφόδρα.
Γεν. 26,16 Και ο ίδιος ο Αβιμέλεχ, φθονήσας τον Ισαάκ, του
είπε· “φύγε μακρυά μας, διότι έγινε πολύ δυνατώτερος από ημάς”.
Γεν. 26,17 καὶ ἀπῆλθεν
ἐκεῖθεν Ἰσαὰκ καὶ κατέλυσεν ἐν τῇ
φάραγγι Γεράρων καὶ κατῴκησεν ἐκεῖ.
Γεν. 26,17 Τοτε ο Ισαάκ έφυγεν από εκεί, κατέλυσε ει την
κοιλάδα των Γεράρων, όπου και εγκατεστάθη μονίμως.
Γεν. 26,18 καὶ πάλιν Ἰσαὰκ
ὤρυξε τὰ φρέατα τοῦ ὕδατος, ἃ ὤρυξαν οἱ
παῖδες Ἁβραὰμ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ
ἐνέφραξαν αὐτὰ οἱ Φυλιστιεὶμ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν
Ἁβραὰμ τὸν πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐπωνόμασεν
αὐτοῖς ὀνόματα κατὰ τὰ ὀνόματα, ἃ ὠνόμασεν
ὁ πατὴρ αὐτοῦ.
Γεν. 26,18 Και πάλιν εκεί ήνοιξε τα φρέατα του ύδατος, τα οποία
είχον ανοίξει, ζώντος του Αβραάμ, οι δούλοι του, και τα οποία μετά τον θάνατο
του Αβραάμ είχον βουλώσει οι Φιλισταίοι. Τα φρέατα αυτά τα ωνόμασεν ο Ισαάκ με
τα ίδια ονόματα, που τους είχε δώση ο πατέρας του ο Αβραάμ.
Γεν. 26,19 καὶ ὤρυξαν
οἱ παῖδες Ἰσαὰκ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων καὶ
εὗρον ἐκεῖ φρέαρ ὕδατος ζῶντος.
Γεν. 26,19 Οι δούλοι του Ισαάκ έσκαψαν άλλο φρέαρ εις τα
φάραγγα των Γεράρων, οπού και ευρήκαν πηγαίον ύδωρ.
Γεν. 26,20 καὶ ἐμαχέσαντο
οἱ ποιμένες Γεράρων μετὰ τῶν ποιμένων Ἰσαάκ, φάσκοντες
αὐτῶν εἶναι τὸ ὕδωρ. καὶ ἐκάλεσαν τὸ
ὄνομα τοῦ φρέατος Ἀδικία· ἠδίκησαν γὰρ αὐτόν.
Γεν. 26,20 Οι ποιμένες όμως των Γεράρων εφιλονείκησαν και
συνεπλάκησαν με τους ποιμένας του Ισαάκ λέγοντες, ότι το πηγαίον αυτό ύδωρ του
νέου φρέατος είναι ιδικόν των. Οι ποιμένες του Ισαάκ ωνόμασαν το φρέαρ εκείνο
“Αδικία”, διότι οι Φιλισταίοι ηδίκησαν τον Ισαάκ.
Γεν. 26,21 ἀπάρας δὲ Ἰσαὰκ
ἐκεῖθεν ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, ἐκρίνοντο δὲ καὶ
περὶ ἐκείνου· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Ἐχθρία.
Γεν. 26,21 Παραλαβών τα υπάρχοντά του ο Ισαάκ ανεχώρησεν από
εκεί και ήνοιζε νέον φρέαρ. Αλλά και δι' αυτό εφιλονείκησαν οι Φιλισταίοι προς
αυτόν. Δια τούτο και το ωνόμασεν “Εχθρότης”.
Γεν. 26,22 ἀπάρας δὲ ἐκεῖθεν
ὤρυξε φρέαρ ἕτερον, καὶ οὐκ ἐμαχέσαντο περὶ
αὐτοῦ· καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ
Εὐρυχωρία, λέγων· διότι νῦν ἐπλάτυνε Κύριος ἡμῖν
καὶ ηὔξησεν ἡμᾶς ἐπὶ τῆς γῆς.
Γεν. 26,22 Αναχωρήσας και από εκεί, ήνοιξεν άλλο φρέαρ εις άλλην
περιοχήν. Δεν εφιλονίκησαν δι' αυτό οι Φιλισταίοι. Και το ωνόμασε ο Ισαάκ
“Ευρυχωρία” λέγων· “τώρα ο Κυριος μας εχάρισεν ευρυχωρίαν και μας επλούτισεν
εις την χώραν αυτήν”.
Γεν. 26,23 Ἀνέβη δὲ ἐκεῖθεν
ἐπὶ τὸ φρέαρ τοῦ ὅρκου.
Γεν. 26,23 Μετά ταύτα μετέβη από εκεί ο Ισαάκ εις την περιοχήν,
η οποία ωνομάζετο “Φρέαρ του όρκου”.
Γεν. 26,24 καὶ ὤφθη αὐτῷ
Κύριος ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν·
ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ τοῦ πατρός
σου· μὴ φοβοῦ· μετὰ σοῦ γάρ εἰμι καὶ
εὐλογήσω σε καὶ πληθυνῶ τὸ σπέρμα σου δι᾿ Ἁβραὰμ
τὸν πατέρα σου.
Γεν. 26,24 Εφανερώθη εις αυτόν ο Κυριος κατά την νύκτα εκείνην
και του είπεν· “Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ του πατρός σου. Μη φοβήσαι, διότι
είμαι μαζή σου και θα ευλογήσω σε προσωπικώς, θα πληθύνω δε και τους απογόνους
σου ένεκα του Αβραάμ του πατρός σου”.
Γεν. 26,25 καὶ ᾠκοδόμησεν
ἐκεῖ θυσιαστήριον καὶ ἐπεκαλέσατο τὸ ὄνομα
Κυρίου καὶ ἔπηξεν ἐκεῖ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ·
ὤρυξαν δὲ ἐκεῖ οἱ παῖδες Ἰσαὰκ
φρέαρ ἐν τῇ φάραγγι Γεράρων.
Γεν. 26,25 Ο Ισαάκ έκτισεν εκεί θυσιαστήριον στον Κυριον,
επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου, και έστησεν εκεί την σκηνήν του. Οι δε δούλοι
του ήνοιξαν φρέαρ (όπως και εις την φάραγγα των Γεράρων).
Γεν. 26,26 καὶ Ἀβιμέλεχ
ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν ἀπὸ Γεράρων καὶ Ὁχοζὰθ
ὁ νυμφαγωγὸς αὐτοῦ καὶ Φιχὸλ ὁ ἀρχιστράτηγος
τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
Γεν. 26,26 Ο Αβιμέλεχ μαζή με τον νυμφαγωγόν του τον Οχοζάθ και
τον Φιλόχ, τον αρχιστράτηγον των δυνάμεών του, μετέβη προς τον Ισαάκ εις την
Βηρσαβεέ.
Γεν. 26,27 καὶ εἶπεν αὐτοῖς
Ἰσαάκ· ἵνα τί ἤλθετε πρός με; ὑμεῖς δὲ
ἐμισήσατέ με καὶ ἐξαπεστείλατέ με ἀφ᾿ ὑμῶν.
Γεν. 26,27 Ο δε Ισαάκ τους ηρώτησε· “διατί ήλθατε προς εμέ; Σεις
με εμισήσατε και με εδιώξατε από την χώραν σας”.
Γεν. 26,28 οἱ δὲ εἶπαν·
ἰδόντες ἑωράκαμεν, ὅτι ἦν Κύριος μετὰ σοῦ,
καὶ εἴπαμεν· γενέσθω ἀρὰ ἀνὰ μέσον ἡμῶν
καὶ ἀνὰ μέσον σοῦ, καὶ διαθησόμεθα μετὰ σοῦ
διαθήκην,
Γεν. 26,28 Εκείνοι απήντησαν· “είδαμεν πλέον καθαρά και
επείσθημεν, ότι ο Κυριος είναι μαζή σου και είπομεν·
Γεν. 26,29 μὴ ποιῆσαι
μεθ᾿ ἡμῶν κακόν, καθότι οὐκ ἐβδελυξάμεθά σε ἡμεῖς,
καὶ ὃν τρόπον ἐχρησάμεθά σοι καλῶς καί ἐξαπεστείλαμέν
σε μετ᾿ εἰρήνης· καὶ νῦν εὐλογημένος σὺ
ὑπὸ Κυρίου.
Γεν. 26,29 ας γίνη συνθήκη μεταξύ ημών και σου, δια της οποίας
θα συμφωνήσωμεν να μη κάμης κανένα κακόν εναντίον μας, διότι ημείς δεν σε
εμισήσαμεν και να φερθής απέναντί μας καλώς, όπως και ημείς σου
συμπεριεφέρθημεν και σε επροπέμψαμεν με ειρήνην. Ετσι δε θα είσαι συ
ευλογημένος από τον Κυριον”.
Γεν. 26,30 καὶ ἐποίησεν
αὐτοῖς δοχήν, καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον·
Γεν. 26,30 Ο ανεξίκακος Ισαάκ εδέχθη την πρότασιν και τους
παρέθεσε τράπεζαν. Ολοι δε μαζή έφαγον και έπιον.
Γεν. 26,31 καὶ ἀναστάντες
τὸ πρωΐ, ὤμοσεν ἕκαστος τῷ πλησίον αὐτοῦ,
καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς Ἰσαάκ, καὶ ἀπῴχοντο
ἀπ᾿ αὐτοῦ μετὰ σωτηρίας.
Γεν. 26,31 Την πρωΐαν δε εγερθέντες ορκίσθησαν ο ένας προς τον
άλλον, ότι θα είναι φίλοι μεταξύ των. Ο Ισαάκ τους κατευώδωσε και εκείνοι
ανεχώρησαν από αυτόν ειρηνικοί.
Γεν. 26,32 ἐγένετο δὲ ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ παραγενόμενοι οἱ
παῖδες Ἰσαὰκ ἀπήγγειλαν αὐτῷ περὶ τοῦ
φρέατος, οὗ ὤρυξαν, καὶ εἶπαν· οὐχ εὕρομεν
ὕδωρ.
Γεν. 26,32 Κατά την ημέραν εκείνην οι δούλοι του Ισαάκ ήλθαν και
του είπαν, ότι δεν ευρήκαν πλέον ύδωρ στο φρέαρ, το οποίον είχαν ανοίξει.
Γεν. 26,33 καὶ ἐκάλεσεν
αὐτὸ Ὅρκος· διὰ τοῦτο ἐκάλεσεν ὄνομα
τῇ πόλει ἐκείνῃ Φρέαρ ὅρκου ἕως τῆς σήμερον
ἡμέρας.
Γεν. 26,33 Ωνόμασεν αυτό το φρέαρ ο Ισαάκ “Ορκος”. Εξ αιτίας
αυτού και ωνομάσθη η πόλις εκείνη μέχρι σήμερον “Φρέαρ του όρκου”.
Γεν. 26,34 Ἦν δὲ Ἡσαῦ
ἐτῶν τεσσαράκοντα καὶ ἔλαβε γυναῖκα Ἰουδίθ,
θυγατέρα Βεὼχ τοῦ Χετταίου καὶ τὴν Βασεμάθ, θυγατέρα Ἑλὼν
Χετταίου.
Γεν. 26,34 Ο Ησαύ ήτο τεσσαράκοντα ετών, οπότε έλαβε σύζυγόν του
την Ιουδίθ, θυγατέρα Βεώχ του Χετταίου και την Βασεμάθ, θυγατέρα Ελών του
Χετταίου.
Γεν. 26,35 καὶ ἦσαν ἐρίζουσαι
τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῇ Ῥεβέκκᾳ.
Γεν. 26,35 Αύται όμως διαρκώς εφιλονεικούσαν και με την Ρεβέκκαν
και με τον Ισαάκ.
ΓΕΝΕΣΙΣ
27
Γεν. 27,1 Ἐγένετο δὲ
μετὰ τὸ γηράσαι τὸν Ἰσαὰκ καὶ ἠμβλύνθησαν
οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ τοῦ ὁρᾶν, καὶ
ἐκάλεσεν Ἡσαῦ τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
πρεσβύτερον καί εἶπεν αὐτῷ· υἱέ μου· καὶ
εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ.
Γεν. 27,1 Οταν εγήρασεν ο Ισαάκ και αδυνάτησαν πλέον οι
οφθαλμοί του, εκάλεσε τον μεγαλύτερόν του υιόν, τον Ησαύ, και του είπε· “παιδί
μου”· και εκείνος του απήντησεν· “ιδού εγώ, πάτερ μου”.
Γεν. 27,2 καὶ εἶπεν·
ἰδοὺ γεγήρακα καὶ οὐ γινώσκω τὴν ἡμέραν τῆς
τελευτῆς μου·
Γεν. 27,2 “Εγώ έχω πλέον γηράσει και δεν γνωρίζω την ημέραν,
κατά την οποίαν θα λάβη τέλος η ζωη μου.
Γεν. 27,3 νῦν οὖν λαβὲ τὸ σκεῦός σου, τήν τε φαρέτραν καὶ τὸ τόξον, καὶ