ΕΞΟΔΟΣ

 

ΕΞΟΔΟΣ 1

 

Εξ. 1,1               Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ τῶν εἰσπεπορευμένων εἰς Αἴγυπτον ἅμα Ἰακὼβ τῷ πατρὶ αὐτῶν, ἕκαστος πανοικὶ αὐτῶν εἰσήλθοσαν.

Εξ. 1,1                        Αυτά είναι τα ονόματα των υιών του Ιακώβ, οι οποίοι εισήλθον εις την Αίγυπτον μαζή με τον πατέρα αυτών και με ολόκληρον την οικογένειάν του έκαστος.

Εξ. 1,2               Ῥουβήν, Συμεών, Λευΐ, Ἰούδας,

Εξ. 1,2                        Ρουβήν, Συμεών, Λευϊ, Ιούδας,

Εξ. 1,3               Ἰσσάχαρ, Ζαβουλὼν καὶ Βενιαμίν,

Εξ. 1,3                        Ισσάχαρ, Ζαβουλών και Βενιαμίν,

Εξ. 1,4               Δὰν καὶ Νεφαθλείμ, Γὰδ καὶ Ἀσήρ.

Εξ. 1,4                        Δαν και Νεφθαλείμ, Γαδ και Ασήρ.

Εξ. 1,5               Ἰωσὴφ δὲ ἦν ἐν Αἰγύπτῳ. ἦσαν δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐξ Ἰακὼβ πέντε καὶ ἑβδομήκοντα.

Εξ. 1,5                        Ο δε Ιωσήφ ευρίσκετο τότε εις την Αίγυπτον. Ολοι δε οι υιοί και οι απόγονοι του Ιακώβ, που εισήλθον εις την Αίγυπτον, ήσαν εβδομήκοντα πέντε.

Εξ. 1,6               ἐτελεύτησε δὲ Ἰωσὴφ καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη.

Εξ. 1,6                        Εν τη παρόδω των ετών απέθανεν ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού. Και όλη η γενεά εκείνη.

Εξ. 1,7               οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησαν καὶ χυδαῖοι ἐγένοντο. καὶ κατίσχυον σφόδρα σφόδρα, ἐπλήθυνε δὲ ἡ γῆ αὐτούς.

Εξ. 1,7                        Οι απόγονοί των όμως, οι Ισραηλίται, ηυξήθησαν και επληθύνθησαν εις την Αίγυπτον, έγιναν πλήθος πολύ. Χαρις δε στο πλήθος των και την άλλην πρόοδόν των έγιναν πάρα πολύ ισχυροί, διότι τους ηυνόησεν και η χώρα εις την αύξησιν και την ισχύν των.

Εξ. 1,8               Ἀνέστη δὲ βασιλεὺς ἕτερος ἐπ᾿ Αἴγυπτον, ὃς οὐκ ᾔδει τὸν Ἰωσήφ.

Εξ. 1,8                        Αλλά, μετά καιρούς, ήλθεν άλλος βασιλεύς εις την Αίγυπτον, ο οποίος δεν εγνώριζε τίποτε περί του Ιωσήφ ούτε και δια τας υπηρεσίας, τας οποίας εκείνος είχε προσφέρει εις την Αίγυπτον.

Εξ. 1,9               εἶπε δὲ τῷ ἔθνει αὐτοῦ· ἰδοὺ τὸ γένος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ μέγα πλῆθος καὶ ἰσχύει ὑπὲρ ἡμᾶς·

Εξ. 1,9                        Δυσμενώς δε διατεθειμένος προς τους υιούς Ισραήλ είπεν στον λαόν του· “ιδού, η φυλή των Ισραηλιτών είναι μεγάλη εις πληθυσμόν και ισχυροτέρα από ημάς.

Εξ. 1,10             δεῦτε οὖν κατασοφισώμεθα αὐτούς, μή ποτε πληθυνθῇ, καὶ ἡνίκα ἂν συμβῇ ἡμῖν πόλεμος, προστεθήσονται καὶ οὗτοι πρὸς τοὺς ὑπεναντίους καὶ ἐκπολεμήσαντες ἡμᾶς ἐξελεύσονται ἐκ τῆς γῆς.

Εξ. 1,10                      Ελάτε λοιπόν και να επινοήσωμεν ταλαιπωρίας εις κατάθλιψιν αυτών και μείωσιν του πληθυσμού των, δια να μη αυξηθούν περισσότερον. Τούτο δέ, διότι υπάρχει φόβος, αν τυχόν κανένα άλλο έθνος μας πολεμήση, να προστεθούν και ούτοι με τους εχθρούς μας, να πολεμήσουν εναντίον μας και να μας νικήσουν, οπότε νικηταί θα φύγουν ελεύθεροι από την χώραν μας και θα στερηθώμεν ημείς από τας εργασίας των”.

Εξ. 1,11             καὶ ἐπέστησεν αὐτοῖς ἐπιστάτας τῶν ἔργων, ἵνα κακώσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ἔργοις· καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς τῷ Φαραώ, τήν τε Πειθὼμ καὶ Ῥαμεσσῆ καὶ Ὤν, ἥ ἐστιν Ἡλιούπολις.

Εξ. 1,11                       Προς τούτο κατέστησεν ο βασιλεύς επιστάτας στους εργαζομένους Ισραηλίτας, δια να τους ταλαιπωρούν και τους βασανίζουν με πολλά και σκληρά έργα. Τοτε και ανοικοδόμησαν οι Ισραηλίται πόλεις οχυράς προς χάριν του Φαραώ, την Πειθώ, την Ραμεσσή και την Ων· η Ων είναι η άλλως καλουμένη Ηλιούπολις.

Εξ. 1,12             καθότι δὲ αὐτοὺς ἐταπείνουν, τοσούτῳ πλείους ἐγίγνοντο, καὶ ἴσχυον σφόδρα σφόδρα· καὶ ἐβδελύσσοντο οἱ Αἰγύπτιοι ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Εξ. 1,12                      Αλλά, όσον περισσότερον οι επιστάται κατεπίεζον τους Ισραηλίτας, τόσον περισσότεροι αυτοί εγίνοντο και εδυνάμωναν πάρα πολύ.

Εξ. 1,13             καὶ κατεδυνάστευον οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ βίᾳ

Εξ. 1,13                      Δια τούτο και το μίσος των Αιγυπτίων, εναντίον των Ισραηλιτών ήτο άσβεστον.

Εξ. 1,14             καὶ κατωδύνων αὐτῶν τὴν ζωὴν ἐν τοῖς ἔργοις τοῖς σκληροῖς, τῷ πηλῷ καὶ τῇ πλινθείᾳ καὶ πᾶσι τοῖς ἔργοις τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, κατὰ πάντα τὰ ἔργα, ὧν κατεδουλοῦντο αὐτοὺς μετὰ βίας.

Εξ. 1,14                      Κατέθλιβον ακόμη σκληρότερον την ζωήν των με τας βασανιστικάς βαρείας εργασίας της ζυμώσεως του πηλού, της κατασκευής πλίνθων και με όλα τα άλλα έργα, τα οποία έκαμνον οι Ισραηλίται εις τας πεδιάδας της Αιγύπτου και τα οποία ως δούλους τους υπεχρέωναν να εκτελούν δια της βίας.

Εξ. 1,15             Καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῶν Αἰγυπτίων ταῖς μαίαις τῶν Ἑβραίων· τῇ μιᾷ αὐτῶν ὄνομα Σεπφώρα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φουά,

Εξ. 1,15                      Είπε δε ο βασιλεύς αυτός εις τας Αιγυπτίας μαίας, που εξυπηρετούσαν τας Εβραίας γυναίκας- η μία από αυτάς ωνομάζετο Σεπφώρα και η άλλη Φουά-

Εξ. 1,16             καὶ εἶπεν· ὅταν μαιοῦσθε τὰς Ἑβραίας καὶ ὦσι πρὸς τῷ τίκτειν, ἐὰν μὲν ἄρσεν ᾖ, ἀποκτείνατε αὐτό, ἐὰν δὲ θῆλυ, περιποιεῖσθε αὐτό.

Εξ. 1,16                      “όταν πηγαίνετε να ξεγεννήσετε τας επιτόκους Εβραίας, την στιγμήν που το βρέφος γεννάται, εάν μεν είναι αρσενικόν φονεύσατέ το, εάν είναι θηλυκόν, περιποιηθήτε το”.

Εξ. 1,17             ἐφοβήθησαν δὲ αἱ μαῖαι τὸν Θεὸν καὶ οὐκ ἐποίησαν καθότι συνέταξεν αὐταῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου, καὶ ἐζωογόνουν τὰ ἄρσενα.

Εξ. 1,17                      Αι μαίαι όμως αυταί, ευλαβείς καθώς ήσαν, εφοβήθησαν τον Θεόν και δεν έκαμαν το έγκλημα, που τας είχε διατάξει ο βασιλεύς, αλλά άφηναν εις την ζωήν και τα αρσενικά παιδιά.

Εξ. 1,18             ἐκάλεσε δὲ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου τὰς μαίας καὶ εἶπεν αὐταῖς· τί ὅτι ἐποιήσατε τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἐζωογονεῖτε τὰ ἄρσενα;

Εξ. 1,18                      Εκάλεσε πάλιν ο βασιλεύς της Αιγύπτου τας μαίας και είπεν εις αυτάς· “τι είναι αυτό το οποίον εκάματε; Αφήνατε να ζουν και τα άρρενα τέκνα των Εβραίων;”

Εξ. 1,19             εἶπαν δὲ αἱ μαῖαι τῷ Φαραώ· οὐχ ὡς γυναῖκες Αἰγύπτου αἱ Ἑβραῖαι, τίκτουσι γὰρ πρὶν ἢ εἰσελθεῖν πρὸς αὐτὰς τὰς μαίας· καὶ ἔτικτον.

Εξ. 1,19                      Αι μαίαι απήντησαν στον Φαραώ· “δεν είναι, όπως αι γυναίκες των Αιγυπτίων αι Εβραίαι γυναίκες, διότι αυταί γεννούν, πριν φθάσουν προς αυτάς αι μαίαι”. Και έτσι εγεννούσαν αφόβως αι γυναίκες των Εβραίων.

Εξ. 1,20             εὖ δὲ ἐποίει ὁ Θεὸς τὰς μαίας, καὶ ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα.

Εξ. 1,20                     Ο Θεός ηυλόγει τας μαίας δια την καλήν αυτήν πράξιν των, ο δε ισραηλιτικός λαός επληθύνετο και εγίνετο ολονέν ισχυρότερος.

Εξ. 1,21             ἐπεὶ δὲ ἐφοβοῦντο αἱ μαῖαι τὸν Θεόν, ἐποίησαν ἑαυταῖς οἰκίας.

Εξ. 1,21                      Επειδή δε αι μαίαι εφοβούντο τον Θεόν, τας ευηργέτησεν ο Θεός, ώστε να αποκτήσουν ευτυχείς οικογενείας.

Εξ. 1,22             συνέταξε δὲ Φαραὼ παντὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ λέγων· πᾶν ἄρσεν, ὃ ἐὰν τεχθῇ τοῖς Ἑβραίοις, εἰς τὸν ποταμὸν ῥίψατε· καὶ πᾶν θῆλυ, ζωογονεῖτε αὐτό.

Εξ. 1,22                     Τοτε ο Φαραώ διέταξεν όλον τον λαόν του λέγων· “κάθε νεογέννητον αρσενικόν τέκνον των Εβραίων ρίψατέ το στον ποταμόν. Καθε δε θηλυκόν περιποιηθήτε το, ώστε να ζήση”.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 2

 

Εξ. 2,1               Ἦν δέ τις ἐκ τῆς φυλῆς Λευΐ, ὃς ἔλαβε τῶν θυγατέρων Λευΐ,

Εξ. 2,1                        Υπήρχε τότε ένας εκ των απογόνων της φυλής Λευϊ, ο οποίος επήρεν ως σύζυγον γυναίκα εκ της φυλής του.

Εξ. 2,2               καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβε καὶ ἔτεκεν ἄρσεν· ἰδόντες δὲ αὐτὸ ἀστεῖον ἐσκέπασαν αὐτὸ μῆνας τρεῖς.

Εξ. 2,2                       Αυτή συνέλαβε και εγέννησεν αρσενικόν. Οι γονείς του, ιδόντες ότι αυτό ήτο ωραίον, το έκρυψαν επί τρεις μήνας.

Εξ. 2,3               ἐπεὶ δὲ οὐκ ἠδύναντο αὐτὸ ἔτι κρύπτειν, ἔλαβεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θῖβιν καὶ κατέχρισεν αὐτὴν ἀσφαλτοπίσσῃ καὶ ἐνέβαλε τὸ παιδίον εἰς αὐτὴν καὶ ἔθηκεν αὐτὴν εἰς τὸ ἕλος παρὰ τὸν ποταμόν.

Εξ. 2,3                       Επειδή δε δεν ημπορούσαν επί περισσότερον χρόνον να το κρύπτουν, απεφάσισαν να το ρίψουν στον ποταμόν. Ελαβεν η μητέρα του ένα καλάθι, το ήλειψε με πολλήν άσφαλτον και πίσσαν, έβαλε μέσα εις αυτό το παιδίον και έθεσε το καλάθι στο έλος, κοντά στον Νείλον ποταμόν.

Εξ. 2,4               καὶ κατεσκόπευεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ μακρόθεν μαθεῖν, τί τὸ ἀποβησόμενον αὐτῷ.

Εξ. 2,4                       Η αδελφή του βρέφους παρακολουθούσε μετά προσοχής εκ του μακρόθεν κρυμμένη, δια να ίδη τι θα συνέβαινεν στο παιδίον.

Εξ. 2,5               κατέβη δὲ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ λούσασθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν, καὶ αἱ ἅβραι αὐτῆς παρεπορεύοντο παρὰ τὸν ποταμόν. καὶ ἰδοῦσα τὴν θῖβιν ἐν τῷ ἕλει, ἀποστείλασα τὴν ἅβραν ἀνείλατο αὐτήν.

Εξ. 2,5                       Κατά την ώραν εκείνην κατέβη από τα ανάκτορά της η θυγάτηρ του Φαραώ, δια να λουσθή στον ποταμόν. Οταν μαζή με τας θεραπαινίδας της, που την ακολουθούσαν, έφθασαν στον ποταμόν, εβάδιζαν παρά την όχθην του. Η θυγάτηρ του Φαραώ είδε το καλάθι στο έλος, απέστειλε μίαν υπηρέτριάν της και το επήρε.

Εξ. 2,6               ἀνοίξασα δὲ ὁρᾷ παιδίον κλαῖον ἐν τῇ θίβει, καὶ ἐφείσατο αὐτοῦ ἡ θυγάτηρ Φαραὼ καὶ ἔφη· ἀπὸ τῶν παιδίων τῶν Ἑβραίων τοῦτο.

Εξ. 2,6                       Οταν το άνοιξε, είδε μέσα στο καλάθι ένα παιδί να κλαίη. Το ελυπήθη η θυγάτηρ του Φαραώ και είπε· “αυτό ασφαλώς είναι από τα παιδιά των Εβραίων”.

Εξ. 2,7               καὶ εἶπεν ἡ ἀδελφὴ αὐτοῦ τῇ θυγατρὶ Φαραώ· θέλεις καλέσω σοι γυναῖκα τροφεύουσαν ἐκ τῶν Ἑβραίων καὶ θηλάσει σοι τὸ παιδίον;

Εξ. 2,7                       Η κρυμμένη αδελφή του βρέφους παρουσιάσθη τότε εις την θυγατέρα του Φαραώ και την ηρώτησε· “θέλεις να σου φωνάξω μια γυναίκα από τας Εβραίας, τροφόν δια να θηλάση προς λογαριασμόν σου το παιδί αυτό;”

Εξ. 2,8               ἡ δὲ εἶπεν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· πορεύου. ἐλθοῦσα δὲ ἡ νεᾶνις ἐκάλεσε τὴν μητέρα τοῦ παιδίου.

Εξ. 2,8                       Η θυγάτηρ του Φαραώ απήντησε· “ναι πήγαινε κάλεσέ την”. Ηλθεν η νεάνις και εκάλεσε την μητέρα του παιδιού.

Εξ. 2,9               εἶπε δὲ πρὸς αὐτὴν ἡ θυγάτηρ Φαραώ· διατήρησόν μοι τὸ παιδίον τοῦτο καὶ θήλασόν μοι αὐτό, ἐγὼ δὲ δώσω σοι τὸν μισθόν. ἔλαβε δὲ ἡ γυνὴ τὸ παιδίον καὶ ἐθήλαζεν αὐτό.

Εξ. 2,9                       Η θυγάτηρ του Φαραώ είπε· “ανάλαβε την συντήρησιν αυτού του παιδιού, θήλασέ μου το και εγώ θα σου δώσω την αμοιβήν σου”. Επήρε η γυναίκα το παιδί και το εθήλαζε.

Εξ. 2,10             ἀδρυνθέντος δὲ τοῦ παιδίου, εἰσήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν θυγατέρα Φαραώ, καὶ ἐγενήθη αὐτῇ εἰς υἱόν· ἐπωνόμασε δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μωυσῆν λέγουσα· ἐκ τοῦ ὕδατος αὐτὸν ἀνειλόμην.

Εξ. 2,10                     Οταν το παιδί εμεγάλωσε, το ωδήγησεν η μητέρα του προς την θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη δε το επήρε ως υιόν της, το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωϋσήν, λέγουσα ότι “του δίνω αυτό το όνομα, διότι το έβγαλα από το νερό· είναι υδατόσωστος”.

Εξ. 2,11             Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πολλαῖς ἐκείναις μέγας γενόμενος Μωυσῆς, ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ. κατανοήσας δὲ τὸν πόνον αὐτῶν ὁρᾷ ἄνθρωπον Αἰγύπτιον τύπτοντά τινα Ἑβραῖον τῶν ἑαυτοῦ ἀδελφῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ·

Εξ. 2,11                      Μετά πάροδον όμως αρκετού χρόνου, όταν ο Μωϋσής έγινε μέγας δια την σοφίαν και την δύναμιν, εξήλθεν από τα ανάκτορα και επεσκέφθη τους ομοεθνείς του, τους Ισραηλίτας. Ενώ παρακολουθούσε και έβλεπε την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν των, είδεν ένα Αιγύπτιον να κτυπά Εβραίον, ένα από τους αδελφούς του, τους Ισραηλίτας.

Εξ. 2,12             περιβλεψάμενος δὲ ὧδε καὶ ὧδε οὐχ ὁρᾷ οὐδένα καὶ πατάξας τὸν Αἰγύπτιον, ἔκρυψεν αὐτὸν ἐν τῇ ἄμμῳ.

Εξ. 2,12                     Ο Μωϋσής, εκύτταξεν ολόγυρά του από εδώ και από εκεί, δεν είδε κανένα και κτυπήσας θανασίμως τον Αιγύπτιον τον εφόνευσε, και έκρυψε το πτώμα του εις την άμμον.

Εξ. 2,13             ἐξελθὼν δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ ὁρᾷ δύο ἄνδρας Ἑβραίους διαπληκτιζομένους καὶ λέγει τῷ ἀδικοῦντι· διὰ τί σὺ τύπτεις τὸν πλησίον;

Εξ. 2,13                     Την άλλην ημέραν εξήλθε πάλιν ο Μωϋσής, είδε δύο Εβραίους να διαπληκτίζωνται και λέγει στον αδικούντα· “διατί συ κτυπάς τον πλησίον σου;”

Εξ. 2,14             ὁ δὲ εἶπε· τίς σε κατέστησεν ἄρχοντα καὶ δικαστὴν ἐφ᾿ ἡμῶν; μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις, ὃν τρόπον ἀνεῖλες χθὲς τὸν Αἰγύπτιον; ἐφοβήθη δὲ Μωυσῆς, καὶ εἶπεν· εἰ οὕτως ἐμφανὲς γέγονε τὸ ῥῆμα τοῦτο;

Εξ. 2,14                     Εκείνος του απήντησε με αναίδειαν· “ποίος σε διώρισεν άρχοντα και δικαστήν εις ημάς; Μηπως θέλεις να φονεύσης και εμέ, όπως χθες εφόνευσες τον Αιγύπτιον;” Εφοβήθη ο Μωϋσής από τους λόγους αυτούς και είπε· “λοιπόν, έγινε τόσον γνωστή η χθεσινή μου πράξις;”

Εξ. 2,15             ἤκουσε δὲ Φαραὼ τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ ἐζήτει ἀνελεῖν Μωυσῆν· ἀνεχώρησε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ προσώπου Φαραὼ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ Μαδιάμ, ἐλθὼν δὲ εἰς γῆν Μαδιὰμ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ φρέατος.

Εξ. 2,15                     Πράγματι δε ο Φαραώ είχε πληροφορηθή την πράξιν αυτήν και εζήτει να θανατώση τον Μωϋσέα. Ο Μωϋσής τότε ανεχώρησε μακράν από τον Φαραώ, ήλθεν εις την γην Μαδιάμ, όπου και εγκατεστάθη. Οταν δε έφθασε εις την χώραν Μαδιάμ, εκάθησεν εις ένα φρέαρ.

Εξ. 2,16             τῷ δὲ ἱερεῖ Μαδιὰμ ἦσαν ἑπτὰ θυγατέρες ποιμαίνουσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν Ἰοθόρ· παραγενόμεναι δὲ ἤντλουν ἕως ἔπλησαν τὰς δεξαμενὰς ποτίσαι τὰ πρόβατα τοῦ πατρὸς αὐτῶν Ἰοθόρ.

Εξ. 2,16                     Ο ιερεύς της Μαδιάμ, ο Ιοθόρ, είχεν επτά θυγατέρας, αι οποίαι έβοσκαν τα πρόβατα του πατρός των. Αυταί ήλθαν στο φρέαρ, ήντλησαν νερό και εγέμισαν τα ποτιστήρια των προβάτων, δια να ποτίσουν το κοπάδι του πατρός των.

Εξ. 2,17             παραγενόμενοι δὲ οἱ ποιμένες ἐξέβαλλον αὐτάς· ἀναστὰς δὲ Μωυσῆς ἐῤῥύσατο αὐτὰς καὶ ἤντλησεν αὐταῖς καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα αὐτῶν·

Εξ. 2,17                     Αλλά ελθόντες οι άλλοι ποιμένες τας εξεδίωκον. Εσηκώθη όμως τότε ο Μωϋσής τας υπερήσπισε και τας εγλύτωσε από τους ποιμένας· ήντλησεν ο ίδιος νερό και επότυσε τα πρόβατά των.

Εξ. 2,18             παρεγένοντο δὲ πρὸς Ῥαγουὴλ τὸν πατέρα αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν αὐταῖς· διατί ἐταχύνατε τοῦ παραγενέσθαι σήμερον;

Εξ. 2,18                     Εκείναι επέστρεψαν προς τον πατέρα των τον Ραγουήλ, ο οποίος και τας ηρώτησε· “διατί τόσον ενωρίς επεστρέψατε σήμερον;”

Εξ. 2,19             αἱ δὲ εἶπαν· ἄνθρωπος Αἰγύπτιος ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ποιμένων καὶ ἤντλησεν ἡμῖν καὶ ἐπότισε τὰ πρόβατα ἡμῶν.

Εξ. 2,19                     Αυταί απήντησαν· “ένας Αιγύπτιος μας υπερήσπισε και μας εφύλαξεν από τους άλλους ποιμένας, έβγαλε δε νερό από το φρέαρ και επότισε τα πρόβατά μας”.

Εξ. 2,20             ὁ δὲ εἶπε ταῖς θυγατράσιν αὐτοῦ· καὶ ποῦ ἐστι; καὶ ἱνατί οὕτως καταλελοίπατε τὸν ἄνθρωπον; καλέσατε οὖν αὐτόν, ὅπως φάγῃ ἄρτον.

Εξ. 2,20                    Ο ιερεύς ηρώτησε τας θυγατέρας του· “και που είναι τώρα αυτός ο άνθρωπος; Διατί, αφού τόσον σας εξυπηρέτησε, τον εγκατελείψατε; Πηγαίνετε και καλέσατέ τον να φάγη άρτον μαζή μας”.

Εξ. 2,21             κατῳκίσθη δὲ Μωυσῆς παρὰ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ἐξέδοτο Σεπφώραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ Μωυσῇ γυναῖκα.

Εξ. 2,21                     Ο Μωϋσής εγνωρίσθη με την οικογένειαν του Ιοθόρ, κατώκησε πλησίον αυτού, ο οποίος και του έδωσεν ως σύζυγον την θυγατέρα του, την Σεπφώραν.

Εξ. 2,22             ἐν γαστρὶ δὲ λαβοῦσα ἡ γυνὴ ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐπωνόμασε Μωυσῆς τὸ ὄνομα αὐτοῦ Γηρσὰμ λέγων· ὅτι πάροικός εἰμι ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ.

Εξ. 2,22                    Η Σεπφώρα συνέλαβε και εγέννησεν υιόν. Ο Μωϋσής ωνόμασεν αυτόν Γηρσάμ, λέγων ότι του δίνω αυτό το όνομα “διότι είμαι προσωρινός εις την ξένην αυτήν χώραν”.

Εξ. 2,23             Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας τὰς πολλὰς ἐκείνας ἐτελεύτησεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου. καὶ κατεστέναξαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῶν ἔργων καὶ ἀνεβόησαν, καὶ ἀνέβη ἡ βοὴ αὐτῶν πρὸς τὸν Θεὸν ἀπὸ τῶν ἔργων.

Εξ. 2,23                     Επειτα από αρκετόν χρόνον απέθανεν ο βασιλεύς εκείνος της Αιγύπτου, ο οποίος κατέθλιβε τους Ισραηλίτας με τον πολύν φόρτον σκληρών εργασιών. Ανεστέναξαν βαθύτατα οι Ισραηλίται εξ αιτίας της θλίψεως των καταναγκαστικών έργων, εβόησαν προς τον Θεόν και η κραυγή των έφθασεν στον Θεόν.

Εξ. 2,24             καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τὸν στεναγμὸν αὐτῶν, καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.

Εξ. 2,24                    Ηκουσεν ο Θεός τον στεναγμόν των, ενεθυμήθη την υπόσχεσίν που είχε δώσει προς τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.

Εξ. 2,25             καὶ ἐπεῖδεν ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ἐγνώσθη αὐτοῖς.

Εξ. 2,25                     Ερριψεν ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας προς τους ταλαιπωρουμένους Ισραηλίτας και έγινε γνωστός εις αυτούς ως υπερασπιστής και λυτρωτής των.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 3

 

Εξ. 3,1               Καὶ Μωυσῆς ἦν ποιμαίνων τὰ πρόβατα Ἰοθόρ τοῦ γαμβροῦ αὐτοῦ τοῦ ἱερέως Μαδιὰμ καὶ ἤγαγε τὰ πρόβατα ὑπὸ τὴν ἔρημον καὶ ἦλθεν εἰς τὸ ὄρος Χωρήβ.

Εξ. 3,1                        Ο Μωϋσής εποίμαινε τα πρόβατα του πενθερού του Ιοθόρ, του ιερέως αυτού της χώρας Μαδιάμ και έφερεν αυτά κάποτε πέραν από την έρημον στο όρος Χωρήβ.

Εξ. 3,2               ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου ἐν πυρὶ φλογὸς ἐκ τοῦ βάτου, καὶ ὁρᾷ ὅτι ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο.

Εξ. 3,2                       Εκεί εφανερώθη προς αυτόν άγγελος Κυρίου εις φλόγα πυρός, η οποία εξήρχετο από την βάτον. Παραδόξως η βάτος εκείνη εφλέγετο, άλλα δεν κατεκαίετο.

Εξ. 3,3               εἶπε δὲ Μωυσῆς· παρελθὼν ὄψομαι τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο, ὅτι οὐ κατακαίεται ὁ βάτος.

Εξ. 3,3                       Ιδών τούτο ο Μωϋσής είπεν· “ας πλησιάσω εκεί να ίδω το θαυμαστόν τούτο φαινόμενον της βάτου, η οποία φλέγεται αλλά δεν κατακαίεται”.

Εξ. 3,4               ὡς δὲ εἶδε Κύριος ὅτι προσάγει ἰδεῖν, ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Κύριος ἐκ τοῦ βάτου λέγων· Μωυσῆ, Μωυσῆ. ὁ δὲ εἶπε· τί ἐστι;

Εξ. 3,4                       Οταν ο Κυριος είδεν ότι ο Μωϋσής πλησιάζει να ίδη το φαινόμενον, εκάλεσεν αυτόν από την βάτον λέγων· “Μωϋσή, Μωυσή” ! Εκείνος δε είπε· “τι είναι; Τι συμβαίνει;”

Εξ. 3,5               ὁ δὲ εἶπε· μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας, γῆ ἁγία ἐστί.

Εξ. 3,5                       Ο Θεός απήντησε· “μη πλησιάσης εδώ· λύσε και βγάλε τα υποδήματά σου, διότι ο τόπος, όπου ίστασαι, είναι γη αγία”!

Εξ. 3,6               καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 3,6                       Και προσέθεσεν εν συνεχεία· “εγώ είμαι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”. Γεμάτος ιερόν δέος ο Μωϋσής εγύρισεν αλλού το πρόσωπον, διότι ένεκα φόβου και σεβασμού δεν ετόλμα να ρίψη τα βλέμματά του προς τον Θεόν, που ήτο ενώπιόν του.

Εξ. 3,7               εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδὼν εἶδον τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου τοῦ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ τῆς κραυγῆς αὐτῶν ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν· οἶδα γὰρ τὴν ὀδύνην αὐτῶν,

Εξ. 3,7                       Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “είδα πολύ καλά και εγνώρισα την βαρείαν ταλαιπωρίαν του λαού μου εις την Αίγυπτον και ήκουσα την κραυγήν των, η οποία βγαίνει από τα στήθη των εξ αιτίας της σκληράς καταπιέσεως των επιστατών εις τα έργα. Εγνώρισα πολύ καλά την οδύνην αυτών,

Εξ. 3,8               καὶ κατέβην ἐξελέσθαι αὐτοὺς ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης καὶ εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, εἰς τὸν τόπον τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων

Εξ. 3,8                       και κατέβηκα να ελευθερώσω αυτούς από την δουλείαν των Αιγυπτίων, να τους βγάλω από την χώραν της Αιγύπτου και να τους οδηγήσω εις χώραν εύφορον και μεγάλην, εις γην ρέουσαν γάλα και μέλι, στον τόπον τον οποίον σήμερον κατέχουν οι Χαναναίοι, οι Χετταίοι, οι Αμορραίοι, οι Φερεζαίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι.

Εξ. 3,9               καὶ νῦν ἰδοὺ κραυγὴ τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἥκει πρός με, κἀγὼ ἑώρακα τὸν θλιμμόν, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι θλίβουσιν αὐτούς.

Εξ. 3,9                       Και τώρα ιδού, η γοερά κραυγή των Ισραηλιτών έχει φθάσει προς εμέ, και είδα εγώ την μεγάλην των θλίψιν, με την οποίαν οι Αιγύπτιοι τους καταθλίβουν.

Εξ. 3,10             καὶ νῦν δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ἐξάξεις τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 3,10                     Ελα, λοιπόν, τώρα και θα σε στείλω προς τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου, δια να βγάλης συ από την χώραν της Αιγύπτου τον λαόν μου, τους Ισραηλίτας”.

Εξ. 3,11             καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· τίς εἰμι ἐγώ, ὅτι πορεύσομαι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, καὶ ὅτι ἐξάξω τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου;

Εξ. 3,11                      Απήντησεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν· “τι είμαι εγώ, Κυριε, ώστε να μεταβώ προς τον Φαραώ τον βασιλέα της Αιγύπτου και να βγάλω τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον;”

Εξ. 3,12             εἶπε δὲ ὁ Θεὸς Μωυσῇ λέγων· ὅτι ἔσομαι μετὰ σοῦ, καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὅτι ἐγώ σε ἐξαποστέλλω ἐν τῷ ἐξαγαγεῖν σε τὸν λαόν μου ἐξ Αἰγύπτου καὶ λατρεύσετε τῷ Θεῷ ἐν τῷ ὄρει τούτῳ.

Εξ. 3,12                     Ο Θεός είπε προς τον Μωϋσέα· “θα πράξης τούτο, διότι εγώ θα είμαι μαζή σου. Αυτό δε θα είναι δια σε σημεισν και απόδειξις ότι εγώ σε αποστέλλω, δια να ελευθερώσης συ τον λαόν μου από την Αίγυπτον και λατρεύσετε τον Θεόν στο όρος τούτο”.

Εξ. 3,13             καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξελεύσομαι πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτούς· ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς. ἐρωτήσουσί με· τί ὄνομα αὐτῷ; τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς;

Εξ. 3,13                      Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “ναι, Κυριε, άλλα όταν εγώ μεταβώ προς τους Ισραηλίτας και είπω προς αυτούς ότι ο Θεός των πατέρων μας με έστειλε προς σας, εκείνοι θα με ερωτήσουν· Ποιό είναι το όνομά του; Εγώ τι θα απαντήσω προς αυτούς;”

Εξ. 3,14             καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγώ εἰμι ὁ ὤν. καὶ εἶπεν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὁ ὢν ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς.

Εξ. 3,14                     Είπε προς αυτόν ο Θεός· “Εγώ είμαι ο Ων, ο υπάρχων, ο έχων από τον εαυτόν μου και στον εαυτόν μου την απειροτελείαν και αιωνίαν ύπαρξιν. Ετσι θα ομιλήσης προς τους Ισραηλίτας· Ο Ων με έχει αποστείλει προς σας”.

Εξ. 3,15             καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πάλιν πρὸς Μωυσῆν· οὕτως ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακὼβ ἀπέσταλκέ με πρὸς ὑμᾶς· τοῦτό μού ἐστιν ὄνομα αἰώνιον καὶ μνημόσυνον γενεῶν γενεαῖς.

Εξ. 3,15                      Είπε πάλιν ο Θεός προς τον Μωϋσέα· “κατ' αυτόν τον τρόπον θα ομιλήσης προς τους Ισραηλίτας· Κυριος ο Θεός των πατέρων μας, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ, και ο Θεός του Ιακώβ με έχει στείλει προς σας· τούτο το όνομά μου, “ο Ων” θα είναι όνομα αιώνιον και με αυτό θα με ενθυμούνται όλαι αι γενεαί των γενεών.

Εξ. 3,16             ἐλθὼν οὖν συνάγαγε τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτούς· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν ὦπταί μοι, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ, λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπέσκεμμαι ὑμᾶς καὶ ὅσα συμβέβηκεν ὑμῖν ἐν Αἰγύπτῳ.

Εξ. 3,16                     Πηγαινε, λοιπόν, εις την Αίγυπτον, συγκέντρωσε τους γεροντοτέρους από τους Ισραηλίτας και ειπέ εις αυτούς· Κυριος ο Θεός των πατέρων μας εφανερώθη εις εμέ, ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ και μου είπε· Εχω παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον και προσοχήν και είδα τας συμφοράς, που σας έχουν συμβή εις την Αίγυπτον”.

Εξ. 3,17             καὶ εἶπεν· ἀναβιβάσω ὑμᾶς ἐκ τῆς κακώσεως τῶν Αἰγυπτίων εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι.

Εξ. 3,17                      Και είπεν εν συνεχεία ο Θεός· “θα σας ελευθερώσω από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν των Αιγυπτίων και θα σας οδηγήσω εις την χώραν των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Φερεζαίων, του Γεργεσαίων, των Ευαίων και των Ιεβουσαίων, εις χώραν ρέουσαν γάλα και μέλι.

Εξ. 3,18             καὶ εἰσακούσονταί σου τῆς φωνῆς· καὶ εἰσελεύσῃ σὺ καὶ ἡ γερουσία Ἰσραὴλ πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ἵνα θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Εξ. 3,18                     Εκείνοι θα ακούσουν τα λόγια σου. Και τότε συ και οι γεροντότεροι από τους Ισραηλίτας θα προσέλθετε προς τον Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου, και θα είπης προς αυτόν· Ο Θεός των Εβραίων μας έχει καλέσει να τον λατρεύσωμεν. Θα μεταβώμεν, λοιπόν, εις την έρημον, πορείαν τριών ημερών, δια να προσφέρωμεν θυσίας στον Θεόν μας.

Εξ. 3,19             ἐγὼ δὲ οἶδα ὅτι οὐ προήσεται ὑμᾶς Φαραὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου πορευθῆναι, ἐὰν μὴ μετὰ χειρὸς κραταιᾶς.

Εξ. 3,19                     Εγώ όμως γνωρίζω καλά, ότι ο Φαραώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου, δεν θα σας αφήση να αναχωρήσετε, εάν εγώ δεν κτυπήσω αυτόν με την παντοδύναμον δεξιάν μου.

Εξ. 3,20             καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους ἐν πᾶσι τοῖς θαυμασίοις μου, οἷς ποιήσω ἐν αὐτοῖς, καὶ μετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑμᾶς.

Εξ. 3,20                     Θα απλώσω την χείρα μου και θα κτυπήσω τους Αιγυπτίους με έργα θαυμαστά και καταπληκτικά, και κατόπιν θα σας αφήση ο Φαραώ να φύγετε.

Εξ. 3,21             καὶ δώσω χάριν τῷ λαῷ τούτῳ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων· ὅταν δὲ ἀποτρέχητε, οὐκ ἀπελεύσεσθε κενοί·

Εξ. 3,21                     Οταν δε θα πρόκειται να φύγετε, θα δώσω δια τον λαόν τούτον των Εβραίων τέτοιαν εύνοιαν εκ μέρους των Αιγυπτίων, ώστε όταν αναχωρήσετε από την Αίγυπτον να μη φύγετε με κενάς τας χείρας·

Εξ. 3,22             ἀλλὰ αἰτήσει γυνὴ παρὰ γείτονος καὶ συσκήνου αὐτῆς σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν, καὶ ἐπιθήσετε ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν καὶ σκυλεύσετε τούς Αἰγυπτίους.

Εξ. 3,22                     αλλά κάθε Εβραία γυναίκα θα ζητήση από την γείτονα η την σύνοικόν της Αιγυπτίαν σκεύη αργυρά και χρυσά και ιματισμόν, τα οποία θα φορτώσετε στους υιούς σας και τας θυγατέρας σας. Κατ' αυτόν τον τρόπον θα λαφυραγωγήσετε τους Αιγυπτίους και θα απέλθετε με πλούσια λάφυρα”.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 4

 

Εξ. 4,1               Ἀπεκρίθη δὲ Μωυσῆς καὶ εἶπεν· ἐὰν μὴ πιστεύσωσί μοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς μου, ἐροῦσι γάρ, ὅτι οὐκ ὦπταί σοι ὁ Θεός, τί ἐρῶ πρὸς αὐτούς;

Εξ. 4,1                        Ο Μωϋσής απήντησε προς τον Θεόν· “εάν δεν με πιστεύσουν, εάν δεν υπακούσουν εις τα λόγια μου, διότι είναι ενδεχόμενον να είπουν ότι δεν εφανερώθη εις σε ο Θεός, τι θα απαντήσω εγώ τότε προς αυτούς;”

Εξ. 4,2               εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· τί τοῦτό ἐστι τὸ ἐν τῇ χειρί σου; ὁ δὲ εἶπε· ῥάβδος.

Εξ. 4,2                       Του είπε δε ο Κυριος· “τι είναι αυτό που κρατάς στο χέρι σου;” Εκείνος είπε· “ράβδος”.

Εξ. 4,3               καὶ εἶπε· ῥίψον αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν. καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὴν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο ὄφις· καὶ ἔφυγε Μωυσῆς ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 4,3                       Του είπεν ο Θεός· “ρίψε αυτήν κατά γης”. Ο Μωϋσής την έρριψεν εις την γην και η ράβδος έγινεν όφις. Ο Μωϋσής φοβηθείς έφυγεν από τον όφιν αυτόν.

Εξ. 4,4               καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα καὶ ἐπιλαβοῦ τῆς κέρκου· ἐκτείνας οὖν τὴν χεῖρα ἐπελάβετο τῆς κέρκου, καὶ ἐγένετο ῥάβδος ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ·

Εξ. 4,4                       Είπε τότε ο Θεός στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου και πιάσε το φίδι από την ουράν”. Οταν ο Μωϋσής το έπιασεν, έγινεν ο όφις στο χέρι του πάλιν ράβδος.

Εξ. 4,5               ἵνα πιστεύσωσί σοι ὅτι ὦπταί σοι ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν, Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ Θεὸς Ἰακώβ.

Εξ. 4,5                       “Αυτό το σημείον θα κάμης, δια να πιστεύσουν τους λόγους σου οι Εβραίοι, ότι όντως εφανερώθη εις σε ο Θεός του Αβραάμ, ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ”.

Εξ. 4,6               εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὡσεὶ χιών.

Εξ. 4,6                       Είπε δε πάλιν εις αυτόν ο Κυριος· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Ο Μωϋσής εισήγαγε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλε από τον κόρφον του και έγινε το χέρι του λευκό, ωσάν το χιόνι.

Εξ. 4,7               καὶ εἶπε πάλιν· εἰσένεγκον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν κόλπον σου. καὶ εἰσήνεγκε τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ· καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὴν ἐκ τοῦ κόλπου αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀποκατέστη εἰς τὴν χρόαν τῆς σαρκὸς αὐτῆς.

Εξ. 4,7                       Του είπε πάλιν ο Θεός· “βάλε το χέρι σου στον κόρφον σου”. Εβαλε το χέρι του στον κόρφον του, το έβγαλεν από εκεί, και το χέρι του αποκατεστάθη και πάλιν εις την φυσικήν του προτέραν υγιά χροιάν.

Εξ. 4,8               ἐὰν δὲ μὴ πιστεύσωσί σοι, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ πρώτου, πιστεύσουσί σοι τῆς φωνῆς τοῦ σημείου τοῦ δευτέρου.

Εξ. 4,8                       “Εάν δε δεν σε πιστεύσουν, και δεν πεισθούν εις την μαρτυρίαν του πρώτου θαύματος, θα πιστεύσουν εις την μαρτυρίαν του δευτέρου θαύματος.

Εξ. 4,9               καὶ ἔσται ἐὰν μὴ πιστεύσωσί σοι τοῖς δυσὶ σημείοις τούτοις, μηδὲ εἰσακούσωσι τῆς φωνῆς σου, λήψῃ ἀπὸ τοῦ ὕδατος τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐκχεεῖς ἐπὶ τὸ ξηρόν, καὶ ἔσται τὸ ὕδωρ, ὃ ἐὰν λάβῃς ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ, αἷμα ἐπὶ τοῦ ξηροῦ.

Εξ. 4,9                       Εάν όμως δεν πιστεύσουν εις τα δύο αυτά σημεία και δεν υπακούσουν εις τα λόγια σου, τότε θα πάρης νερό από τον ποταμόν, θα το χύσης στο ξηρόν έδαφος και θα γίνη το νερό, που θα έχης λάβει από τον ποταμόν, αίμα επάνω στο ξηρόν έδαφος”.

Εξ. 4,10             εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον· δέομαι, Κύριε, οὐχ ἱκανός εἰμι πρὸ τῆς χθές, οὐδὲ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, οὐδὲ ἀφ᾿ οὗ ἤρξω λαλεῖν τῷ θεράποντί σου· ἰσχνόφωνος καὶ βραδύγλωσσος ἐγώ εἰμι.

Εξ. 4,10                     Περιδεής ο Μωϋσής δια την σοβαρότητα της αποστολής του είπε προς τον Θεόν· “Κυριε, σε παρακαλώ θερμώς, δεν έχω την ικανότητα εγώ να ομιλώ ούτε από την χθεσινήν ημέραν ούτε από την προχθεσινήν, από πολύν δηλαδή χρόνον, και μάλιστα από την στιγμήν, που ήρχισες συ ο Θεός να ομιλής προς εμέ τον δούλον σου! Εγώ έχω αδύνατον την φωνήν, είμαι δε και βραδύγλωσσος”.

Εξ. 4,11             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τίς ἔδωκε στόμα ἀνθρώπῳ, καὶ τίς ἐποίησε δύσκωφον καὶ κωφόν, βλέποντα καὶ τυφλόν; οὐκ ἐγὼ ὁ Θεός;

Εξ. 4,11                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ποιός έδωκε στόμα στον άνθρωπον, ποιός έκαμε βαρήκοον και κωφόν, βλέποντα η τυφλόν; Ουχί εγώ ο Θεός;

Εξ. 4,12             καὶ νῦν πορεύου, καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου, καὶ συμβιβάσω σε, ὃ μέλλεις λαλῆσαι.

Εξ. 4,12                     Και τώρα πήγαινε και εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και θα σε καθοδηγήσω περί του τι πρέπει να είπης”.

Εξ. 4,13             καὶ εἶπε Μωυσῆς· δέομαι, Κύριε, προχείρισαι δυνάμενον ἄλλον, ὃν ἀποστελεῖς.

Εξ. 4,13                     Παλιν ο Μωϋσής είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κυριε, ανάδειξε κάποιον άλλον ικανόν, τον οποίον και να αποστείλης δια το έργον αυτό”.

Εξ. 4,14             καὶ θυμωθεὶς ὀργῇ Κύριος ἐπὶ Μωυσῆν εἶπεν· οὐκ ἰδοὺ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου ὁ Λευΐτης; ἐπίσταμαι ὅτι λαλῶν λαλήσει αὐτός σοι· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται εἰς συνάντησίν σοι καὶ ἰδών σε χαρήσεται ἐν ἑαυτῷ.

Εξ. 4,14                     Ωργίσθη ο Θεός εναντίον του Μωϋσέως και του είπεν· “ιδού ο Ααρών ο Λευΐτης δεν είναι αδελφός σου; Σου καθιστώ γνωστόν ότι αυτός αντί σου θα ομιλή. Αυτός θα εξέλθη εις συνάντησίν σου και όταν σε ίδη, θα χαρή με όλην του την καρδιά.

Εξ. 4,15             καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτὸν καὶ δώσεις τὰ ῥήματά μου εἰς τὸ στόμα αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἀνοίξω τὸ στόμα σου καὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ συμβιβάσω ὑμᾶς ἃ ποιήσετε.

Εξ. 4,15                     Συ θα ομιλής προς αυτόν και θα θέτης τα λόγια μου στο στόμα του. Εγώ θα ανοίξω το στόμα σου και το στόμα εκείνου και θα σας καθοδηγήσω εις εκείνα, τα οποία θα κάμετε.

Εξ. 4,16             καὶ αὐτός σοι λαλήσει πρὸς τὸν λαόν, καὶ αὐτὸς ἔσται σου στόμα, σὺ δὲ αὐτῷ ἔσῃ τὰ πρὸς τὸν Θεόν.

Εξ. 4,16                     Αυτός θα ομιλή αντί σου προς τον λαόν, αυτός θα είναι το στόμα σου, συ δε θα είσαι εις αυτόν αντί του Θεού, διότι από εμέ θα λαμβάνης και θα μεταφέρης τας εντολάς.

Εξ. 4,17             καὶ τὴν ῥάβδον ταύτην τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου, ἐν ᾗ ποιήσεις ἐν αὐτῇ τὰ σημεῖα.

Εξ. 4,17                     Την δε ράβδον αυτήν, η οποία μετεβλήθη εις όφιν, θα πάρης στο χέρι σου, και με αυτήν θα κάμης τα σημεία, που σου είπα”.

Εξ. 4,18             Ἐπορεύθη δὲ Μωυσῆς καὶ ἀπέστρεψε πρὸς Ἰοθὸρ τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ καὶ λέγει· πορεύσομαι καὶ ἀποστρέψω πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ καὶ ὄψομαι, εἰ ἔτι ζῶσι. καὶ εἶπεν Ἰοθὸρ Μωυσῇ· βάδιζε ὑγιαίνων. μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας τὰς πολλὰς ἐκείνας ἐτελεύτησεν ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου.

Εξ. 4,18                     Υπήκουσεν ο Μωϋσής εις την διαταγήν του Θεού, ανεχώρησεν από εκεί, επέστρεψε προς τον πενθερόν του τον Ιοθόρ και του είπε· “θα υπάγω και θα επανέλθω προς τους αδελφούς μου εις την Αίγυπτον, δια να ίδω, εάν ακόμη ζουν”. Ο Ιοθόρ είπε προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε στο καλό». Επειτα από ικανόν χρόνον, απέθανε κατά τας ημέρας εκείνας ο βασιλεύς της Αιγύπτου.

Εξ. 4,19             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν ἐν Μαδιάμ· βάδιζε, ἄπελθε εἰς Αἴγυπτον· τεθνήκασι γὰρ πάντες οἱ ζητοῦντές σου τὴν ψυχήν.

Εξ. 4,19                     Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν, ο οποίος ευρίσκετο ακόμη εις την Μαδιάμ· “βάδιζε και πήγαινε εις την Αίγυπτον, διότι έχουν πλέον αποθάνει, εκείνοι, οι οποίοι εζητούσαν την ζωήν σου”.

Εξ. 4,20             ἀναλαβὼν δὲ Μωυσῆς τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία ἀνεβίβασεν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ὑποζύγια καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Αἴγυπτον· ἔλαβε δὲ Μωυσῆς τὴν ῥάβδον τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ.

Εξ. 4,20                    Παρέλαβεν ο Μωϋσής την γυναίκα και τα παιδιά του, ανεβίβασε τα παιδιά του εις τα υποζύγια και επέστρεψεν εις την Αίγυπτον. Είχε δε στο χέρι του την ράβδον του Θεού.

Εξ. 4,21             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· πορευομένου σου καὶ ἀποστρέφοντος εἰς Αἴγυπτον, ὅρα πάντα τὰ τέρατα, ἃ δέδωκα ἐν ταῖς χερσί σου, ποιήσεις αὐτὰ ἐναντίον Φαραώ· ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ, καὶ οὐ μὴ ἐξαποστείλῃ τὸν λαόν.

Εξ. 4,21                     Είπε δε προς τον Μωυσήν ο Θεός· “τώρα, που μεταβαίνεις και επιστρέφεις εις την Αίγυπτον, πρόσεξε, ώστε να κάμης ενώπιον του Φαραώ όλα τα μεγάλα θαύματα, που έδωσα εις τα χέρια σου. Σου προαναγγέλλω όμως ότι εγώ θα αφήσω να σκληρυνθή η καρδία του, ώστε εκείνος να μη συγκατατεθή και αφήση αμέσως ελεύθερον τον λαόν μου.

Εξ. 4,22             σὺ δὲ ἐρεῖς τῷ Φαραώ· τάδε λέγει Κύριος· υἱὸς πρωτότοκός μου Ἰσραήλ·

Εξ. 4,22                    Αλλά συ θα είπης στον Φαραώ· Αυτά λέγει ο Κυριος προς σέ· ο ισραηλιτικός λαός είναι ο πρωτότοκος υιός μου·

Εξ. 4,23             εἶπα δέ σοι· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ· εἰ μὲν οὖν μὴ βούλει ἐξαποστεῖλαι αὐτούς, ὅρα οὖν, ἐγὼ ἀποκτενῶ τὸν υἱόν σου τὸν πρωτότοκον.

Εξ. 4,23                     σε διατάσσω, άφησε τον λαόν μου ελεύθερον να αναχωρήση, δια να με λατρεύση εκεί που εγώ θα τον οδηγήσω. Εάν δε και δεν θελήσης να αφήσης αυτούς ελευθέρους, πρόσεξε πολύ, εγώ θα φονεύσω τον πρωτότοκον υιόν σου”.

Εξ. 4,24             ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἐν τῷ καταλύματι συνήντησεν αὐτῷ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι.

Εξ. 4,24                    Ενώ ο Μωϋσής εβάδιζε προς την Αίγυπτον, καθ' οδόν, εις κάποιο κατάλυμα, συνήντησεν αυτόν άγγελος Κυρίου και εζήτει να τον θανατώση- διότι το παιδί του ήτο απερίτμητον.

Εξ. 4,25             καὶ λαβοῦσα Σεπφώρα ψῆφον περιέτεμε τὴν ἀκροβυστίαν τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἔστη τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ παιδίου μου.

Εξ. 4,25                     Η Σεπφώρα έλαβε τότε μίαν κοπτερήν πέτραν, περιέταμε τον υιόν της, έπεσεν εμπρός εις τα πόδια του αγγέλου και του είπεν· “η περιτομή ετελείωσε, διότι εσταμάτησεν η αιμορραγία από την περιτομήν του παιδιού”.

Εξ. 4,26             καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, διότι εἶπεν· ἔστη τὸ αἷμα τῆς περιτομῆς τοῦ παιδίου μου.

Εξ. 4,26                    Ο άγγελος του Κυρίου ανεχώρησε, διότι η γυνή του Μωϋσέως του είπεν· Εσταμάτησεν η αιμορροή από την περιτομήν του παιδιού μου, γεγονός το οποίον μαρτυρεί ότι η περιτομή ωλοκληρώθη.

Εξ. 4,27             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Ἀαρών· πορεύθητι εἰς συνάντησιν Μωυσῆ εἰς τὴν ἔρημον· καὶ ἐπορεύθη καὶ συνήντησεν αὐτῷ ἐν τῷ ὄρει τοῦ Θεοῦ, καὶ κατεφίλησαν ἀλλήλους.

Εξ. 4,27                     Καθ' ον χρόνον ο Μωϋσής εβάδιζε προς την Αίγυπτον, είπεν ο Κυριος προς τον Ααρών· “πήγαινε να συναντήσης τον Μωϋσήν εις την έρημον”. Επορεύθη ο Ααρών, συνήντησε τον Μωϋσήν στο όρος του Θεού, στο Σινά, και κατεφίλησεν ο ένας τον άλλον.

Εξ. 4,28             καὶ ἀνήγγειλε Μωυσῆς τῷ Ἀαρὼν πάντας τοὺς λόγους Κυρίου, οὓς ἀπέστειλε, καὶ πάντα τὰ σημεῖα, ἃ ἐνετείλατο αὐτῷ.

Εξ. 4,28                    Ανήγγειλεν ο Μωϋσής στον Ααρών όλα όσα του είχεν είπει ο Κυριος και όλα τα σημεία, τα οποία τον διέταξε να κάμη.

Εξ. 4,29             ἐπορεύθη δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ συνήγαγον τὴν γερουσίαν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Εξ. 4,29                    Επορεύθη ο Μωϋσής μαζή με τον Ααρών προς τους Ισραηλίτας, συνεκέντρωσαν την γερουσίαν των Ισραηλιτών,

Εξ. 4,30             καὶ ἐλάλησεν Ἀαρὼν πάντα τὰ ῥήματα ταῦτα, ἃ ἐλάλησεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν, καὶ ἐποίησε τὰ σημεῖα ἐναντίον τοῦ λαοῦ.

Εξ. 4,30                     και ο Ααρών ανεκοίνωσεν εις αυτούς όλα αυτά τα λόγια, τα οποία είπεν ο Θεός προς τον Μωϋσήν, ο δε Μωϋσής έκαμεν ενώπιον του ισραηλιτικού λαού τα σημεία εκείνα.

Εξ. 4,31             καὶ ἐπίστευσεν ὁ λαὸς καὶ ἐχάρη, ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ ὅτι εἶδεν αὐτῶν τὴν θλίψιν· κύψας δὲ ὁ λαὸς προσεκύνησε.

Εξ. 4,31                     Ο ισραηλιτικός λαός επίστευσεν, εχάρη, διότι ο Θεός είδε τας ταλαιπωρίας των και επεσκέφθη τους Ισραηλίτας. Ολος ο λαός έσκυψε με ευγνωμοσύνην και σεβασμόν και προσεκύνησε τον Θεόν.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 5

 

Εξ. 5,1               Καὶ μετὰ ταῦτα εἰσῆλθε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν πρὸς Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι ἑορτάσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ.

Εξ. 5,1                        Μετά ταύτα εισήλθεν ο Μωϋσής με τον Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ και του είπαν· “τάδε λέγει Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού· Αφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να μεταβή εις την έρημον και τελέση εορτήν προς τιμήν μου”.

Εξ. 5,2               καὶ εἶπε Φαραώ· τίς ἐστιν οὗ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτοῦ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ; οὐκ οἶδα τὸν Κύριον καὶ τὸν Ἰσραὴλ οὐκ ἐξαποστέλλω.

Εξ. 5,2                       Ο Φαραώ απήντησε με αγερωχίαν· “ποιός είναι αυτός ο Κυριος και Θεός, εις την εντολήν του οποίου εγώ θα υπακούσω, ώστε να αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Δεν γνωρίζω εγώ αυτόν τον Κυριον και δεν θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν”.

Εξ. 5,3               καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων προσκέκληται ἡμᾶς· πορευσόμεθα οὖν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν εἰς τὴν ἔρημον, ὅπως θύσωμεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, μή ποτε συναντήσῃ ἡμῖν θάνατος ἢ φόνος.

Εξ. 5,3                       Είπον προς αυτόν ο Μωϋσής και ο Ααρών· “ο Θεός των Εβραίων μας έχει καλέσει. Θα πορευθώμεν λοιπόν πορείαν τριών ημερών εις την έρημον, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, ειδ' άλλως θα πέση επάνω μας θάνατος η θα εξοντωθώμεν από εχθρούς”.

Εξ. 5,4               καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου· ἱνατί Μωυσῆ καὶ Ἀαρὼν διαστρέφετε τὸν λαὸν ἀπὸ τῶν ἔργων; ἀπέλθατε ἕκαστος ὑμῶν πρὸς τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Εξ. 5,4                       Είπεν εις αυτούς ο βασιλεύς της Αιγύπτου· “διατί, Μωϋσή και Ααρών, αναταράσσετε τον λαόν και τον αποστρέφετε από τα έργα του; Πηγαίνετε ο καθένας σας εις τα έργα του”.

Εξ. 5,5               καὶ εἶπε Φαραώ· ἰδοὺ νῦν πολυπληθεῖ ὁ λαός· μὴ οὖν καταπαύσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῶν ἔργων.

Εξ. 5,5                       Και, αφού εκείνοι έφυγαν, είπεν ο Φαραώ στους αυλικούς του· “ιδού τώρα, αυτός ο λαός ολονέν και πολλαπλασιάζεται. Ας μη τους αφήσωμεν να αναπαυθούν καθόλου από τας εργασίας των”.

Εξ. 5,6               συνέταξε δὲ Φαραὼ τοῖς ἐργοδιώκταις τοῦ λαοῦ καὶ τοῖς γραμματεῦσι λέγων·

Εξ. 5,6                       Διέταξε δε ο Φαραώ τους Αιγυπτίους επιστάτας επί των έργων, που έκανεν ο λαός, και τους Ισραηλίτας γραμματείς λέγων·

Εξ. 5,7               οὐκέτι προστεθήσεσθε διδόναι ἄχυρον τῷ λαῷ εἰς τὴν πλινθουργίαν καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· ἀλλ᾿ αὐτοὶ πορευέσθωσαν καὶ συναγαγέτωσαν ἑαυτοῖς ἄχυρα.

Εξ. 5,7                       “δεν θα συνεχίσετε από εδώ και στο εξής να δίδετε άχυρον στον λαόν δια την κατασκευήν των πλίνθων, όπως εκάνατε προηγουμένως. Αλλά οι ίδιοι οι Ισραηλίται ας πηγαίνουν να μαζεύουν μόνοι των τα άχυρα, που τους χρειάζονται.

Εξ. 5,8               καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας, ἧς αὐτοὶ ποιοῦσι, καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐπιβαλεῖς αὐτοῖς, οὐκ ἀφελεῖς οὐδέν· σχολάζουσι γάρ· διὰ τοῦτο κεκράγασι λέγοντες· ἐγερθῶμεν καὶ θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Εξ. 5,8                       Και το ποσόν των πλίνθων, τους οποίους έως τώρα έκαμνον, θα τους υποχρεώσης να τους παρασκευάζουν κάθε ημέραν όπως και πρότερον. Δεν θα μειώσης καθόλου την εργασίαν των. Μένουν αργοί και δια τούτο κραυγάζουν λέγοντες· Θα υπάγωμεν να θυσιάσωμε στον Θεόν μας.

Εξ. 5,9               βαρυνέσθω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων τούτων, καὶ μεριμνάτωσαν ταῦτα καὶ μὴ μεριμνάτωσαν ἐν λόγοις κενοῖς.

Εξ. 5,9                       Επιβαρύνατε τους ανθρώπους τούτους με περισσότερα και δυσκολώτερα έργα και δώστε τους να εννοήσουν ότι πρέπει να φροντίζουν δι' αυτά και να μη κατατρίβωνται εις κούφια λόγια”.

Εξ. 5,10             κατέσπευδον δὲ αὐτοὺς οἱ ἐργοδιῶκται καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ ἔλεγον πρὸς τὸν λαὸν λέγοντες· τάδε λέγει Φαραώ· οὐκέτι δίδωμι ὑμῖν ἄχυρα·

Εξ. 5,10                     Τοιαύτας εντολάς λαβόντες οι Αιγύπτιοι επιστάται και οι Ισραηλίται γραμματείς, κατεπίεζαν τους Ισραηλίτας να σπεύδουν εις τα έργα των και έλεγον προς αυτούς· “αυτά διέταζεν ο Φαραώ· Δεν σας δίδομεν πλέον άχυρα δια τους πλίνθους.

Εξ. 5,11             αὐτοὶ ὑμεῖς πορευόμενοι συλλέγετε ἑαυτοῖς ἄχυρα, ὅθεν ἐὰν εὕρητε, οὐ γὰρ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τῆς συντάξεως ὑμῶν οὐδέν.

Εξ. 5,11                      Σεις οι ίδιοι πηγαίνετε και μαζεύετε, όπου εύρετε άχυρα, δια την εργασίαν σας. Δεν θα μειώσωμεν όμως καθόλου το ποσόν της εργασίας σας”.

Εξ. 5,12             καὶ διεσπάρη ὁ λαὸς ἐν ὅλῃ γῇ Αἰγύπτῳ, συναγαγεῖν καλάμην εἰς ἄχυρα·

Εξ. 5,12                     Διεσκορπίσθησαν οι Ισραηλίται εις όλην την Αίγυπτον να μαζεύουν καλαμιές δι' άχυρα.

Εξ. 5,13             οἱ δὲ ἐργοδιῶκται κατέσπευδον αὐτοὺς λέγοντες· συντελεῖτε τὰ ἔργα τὰ καθήκοντα καθ᾿ ἡμέραν, καθάπερ καὶ ὅτε τὸ ἄχυρον ἐδίδοτο ὑμῖν.

Εξ. 5,13                      Οι επιστάται δε των έργων τους κατεπίεζον λέγοντες· “εκτελείτε τα έργα της κάθε ημέρας, όπως και όταν σας εδίδετο το άχυρον”.

Εξ. 5,14             καὶ ἐμαστιγώθησαν οἱ γραμματεῖς τοῦ γένους τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, οἱ κατασταθέντες ἐπ᾿ αὐτοὺς ὑπὸ τῶν ἐπιστατῶν τοῦ Φαραώ, λέγοντες· διατί οὐ συνετελέσατε τὰς συντάξεις ὑμῶν τῆς πλινθείας καθάπερ χθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν, καὶ τὸ τῆς σήμερον;

Εξ. 5,14                     Οι επιστάται δε του Φαραώ εμαστίγωσαν τους Ισραηλίτας γραμματείς, τους οποίους είχαν καταστήσει οι ιδιοί ως επόπτας στον λαόν, και τους έλεγαν· “διατί δεν επραγματοποιήσατε κατά την σημερινήν ημέραν παραγωγήν πλίνθων, όσην είχατε πραγματοποιήσει προηγουμένως;”

Εξ. 5,15             εἰσελθόντες δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ κατεβόησαν πρὸς Φαραὼ λέγοντες· ἱνατί σὺ οὕτως ποιεῖς τοῖς σοῖς οἰκέταις;

Εξ. 5,15                      Οι γραμματείς των Ισραηλιτών εισήλθον εις τα ανάκτορα και με γοεράν φωνήν παρεπονέθησαν στον Φαραώ λέγοντες· “διατί συ κατ' αυτόν τον τρόπον μεταχειρίζεσαι τους δούλους σου;

Εξ. 5,16             ἄχυρον οὐ δίδοται τοῖς οἰκέταις σου, καὶ τὴν πλίνθον ἡμῖν λέγουσι ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδές σου μεμαστίγωνται· ἀδικήσεις οὖν τὸν λαόν σου.

Εξ. 5,16                     Αχυρον δεν δίδεται στους δούλους σου και οι επιστάται σου μας διατάσσουν να κατασκευάσωμεν το αυτό ποσόν των πλίνθων. Επειδή όμως αυτό είναι αδύνατον, οι δούλοι σου, ημείς εμαστιγώθημεν. Θα αδικήσης λοιπόν τον λαόν σου!”

Εξ. 5,17             καὶ εἶπεν αὐτοῖς· σχολάζετε, σχολασταί ἐστε· διὰ τοῦτο λέγετε· πορευθῶμεν, θύσωμεν τῷ Θεῷ ἡμῶν.

Εξ. 5,17                      Τους είπεν ο Φαραώ· “δεν εργάζεσθε, είσθε τεμπέληδες. Δι' αυτό και λέγετε· Θα πορευθώμεν εις την έρημον, δια να θυσιάσωμεν στον Θεόν μας.

Εξ. 5,18             νῦν οὖν πορευθέντες ἐργάζεσθε· τὸ γὰρ ἄχυρον οὐ δοθήσεται ὑμῖν, καὶ τὴν σύνταξιν τῆς πλινθείας ἀποδώσετε.

Εξ. 5,18                     Τωρα λοιπόν πηγαίνετε αμέσως να εργασθήτε, το άχυρον δεν θα σας δοθή και το ποσόν των πλίνθων θα το αποδίδετε στο ακέραιον” !

Εξ. 5,19             ἑώρων δὲ οἱ γραμματεῖς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἑαυτοὺς ἐν κακοῖς λέγοντες· οὐκ ἀπολείψετε τῆς πλινθείας τὸ καθῆκον τῇ ἡμέρᾳ.

Εξ. 5,19                     Οι γραμματείς των Ισραηλιτών έβλεπον ότι ευρίσκονται εις πολύ δύσκολον θέσιν και έλεγον στον λαόν· “δεν θα μειώσετε καθόλου την καθημερινήν ποσότητα των πλίνθων”.

Εξ. 5,20             συνήντησαν δὲ Μωυσῇ καὶ Ἀαρὼν ἐρχομένοις εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Φαραώ.

Εξ. 5,20                     Συνήντησαν δε τον Μωυσήν και Ααρών, που ήρχοντο εις συνάντησίν των, όταν αυτοί εξήρχοντο από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 5,21             καὶ εἶπαν αὐτοῖς· ἴδοι ὁ Θεὸς ὑμᾶς καὶ κρίναι, ὅτι ἐβδελύξατε τὴν ὀσμὴν ἡμῶν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, δοῦναι ῥομφαίαν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἀποκτεῖναι ἡμᾶς.

Εξ. 5,21                     Είπαν δε προς αυτούς οι γραμματείς· “ο Θεός να ίδη και να σας κρίνη, διότι εκάματε αποκρουστικήν την παρουσίαν μας ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του. Εδώσατε εις τα χέρια του μάχαιραν, δια να μας φονεύση”.

Εξ. 5,22             ἐπέστρεψε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· δέομαι, Κύριε· τί ἐκάκωσας τὸν λαὸν τοῦτον; καὶ ἱνατί ἀπέσταλκάς με;

Εξ. 5,22                     Ο Μωϋσής εστράφη προς τον Κυριον και με θερμήν προσευχήν του είπε· “θερμώς σε παρακαλώ, Κυριε· διατί τάσον πολύ ταλαιπωρείς τον λαόν αυτόν; Και διατί με απέστειλες προς τον Φαραώ;

Εξ. 5,23             καὶ ἀφ᾿ οὗ πεπόρευμαι πρὸς Φαραὼ λαλῆσαι ἐπὶ τῷ σῷ ὀνόματι, ἐκάκωσε τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ οὐκ ἐῤῥύσω τὸν λαόν σου.

Εξ. 5,23                     Από την ημέραν, που επορεύθην στον Φαραώ να του ομιλήσω εξ ονόματός σου, εκείνος έθλιψεν ακόμη περισσότερον τον λαόν τούτον· και συ δεν έσωσες και δεν απηλευθέρωσες τον λαόν από την σκληράν αυτήν τυραννίαν”.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 6

 

Εξ. 6,1               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἤδη ὄψει ἃ ποιήσω τῷ Φαραώ· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ ἐκβαλεῖ αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 6,1                        Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “τώρα θα ίδης, πόσα εγώ θα κάμω εναντίον του Φαραώ. Διότι τιμωρούμενος από την παντοδύναμον δεξιάν μου θα αναγκασθή να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας και εξουθενωμένος από την μεγαλοπρεπή δύναμίν μου ο ίδιος θα τους συστήση να φύγουν, όσον το δυνατόν συντομώτερον από την χώραν του” !

Εξ. 6,2               Ἐλάλησε δὲ ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐγὼ Κύριος·

Εξ. 6,2                       Ωμίλησεν ακόμη ο Θεός προς τον Μωϋσήν και του είπεν· “εγώ είμαι ο Κυριος.

Εξ. 6,3               καὶ ὤφθην πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, Θεὸς ὢν αὐτῶν, καὶ τὸ ὄνομά μου Κύριος οὐκ ἐδήλωσα αὐτοῖς·

Εξ. 6,3                       Ενεφανίσθην στον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, ως ο Θεός των ο παντοδύναμος. Αλλά το όνομά μου Κυριος δεν το εγνωστοποίησα εις αυτούς.

Εξ. 6,4               καὶ ἔστησα τὴν διαθήκην μου πρὸς αὐτοὺς ὥστε δοῦναι αὐτοῖς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων, τὴν γῆν, ἣν παρῳκήκασιν, ἐν ᾗ καὶ παρῴκησαν ἐπ᾿ αὐτῆς.

Εξ. 6,4                       Εκαμα επίσημον συμφωνίαν με αυτούς και τους έδωσα την υπόσχεσιν, ότι θα τους δώσω την χώραν των Χαναναίων, την χώραν εις την οποίαν έζησαν ως προσωρινοί και πάροικοι.

Εξ. 6,5               καὶ ἐγὼ εἰσήκουσα τὸν στεναγμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ὃν οἱ Αἰγύπτιοι καταδουλοῦνται αὐτούς, καὶ ἐμνήσθην τῆς διαθήκης ὑμῶν.

Εξ. 6,5                       Εγώ ήκουσα τον στεναγμόν των Ισραηλιτών, τον οποίον οι Αιγύπτιοι προκαλούν εις αυτούς με την σκληράν δουλείαν, εις την οποίαν τους υποβάλλουν. Ενεθυμήθην την υπόσχεσίν μου προς σας.

Εξ. 6,6               βάδιζε, εἰπὸν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἐγὼ Κύριος καὶ ἐξάξω ὑμᾶς ἀπὸ τῆς δυναστείας τῶν Αἰγυπτίων καὶ ῥύσομαι ὑμᾶς ἐκ τῆς δουλείας καὶ λυτρώσομαι ὑμᾶς ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ κρίσει μεγάλῃ

Εξ. 6,6                       Πηγαινε λοιπόν και ειπέ στους Ισραηλίτας· Εγώ είμαι ο Κυριος και εγώ θα σας βγάλω από την τυραννίαν των Αιγυπτίων, θα σας απολυτρώσω από την δουλείαν, και θα σας ελευθερώσω με την μεγαλοπρεπή δύναμίν μου και με την σκληράν τιμωρίαν που θα αποστείλω κατά των Αιγυπτίων.

Εξ. 6,7               καὶ λήψομαι ἐμαυτῷ ὑμᾶς λαὸν ἐμοὶ καὶ ἔσομαι ὑμῶν Θεός, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ ἐξαγαγὼν ὑμᾶς ἐκ τῆς καταδυναστείας τῶν Αἰγυπτίων,

Εξ. 6,7                       Σας θα εκλέξω και θα σας έχω ως ιδιαίτερον λαόν μου· θα είμαι ο Θεός σας και θα μάθετε, ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος σας έβγαλα από την καταπίεσιν των Αιγυπτίων.

Εξ. 6,8               καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν ἐξέτεινα τὴν χεῖρά μου, δοῦναι αὐτὴν τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ, καὶ δώσω ὑμῖν αὐτὴν ἐν κλήρῳ· ἐγὼ Κύριος.

Εξ. 6,8                       Θα σας οδηγήσω και θα σας εγκαταστήσω εις την χώραν, την οποίαν ωρκίσθην με υψωμένην την χείρα να δώσω στον Αβραάμ, στον Ισαάκ και στον Ιακώβ. Αυτήν λοιπόν την χώραν θα την δώσω προς σας ως κληρονομίαν. Εγώ είμαι ο Κυριος, ο οποίος εκπληρώνω πάντοτε όσα υπόσχομαι”.

Εξ. 6,9               ἐλάλησε δὲ Μωυσῆς οὕτω τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ οὐκ εἰσήκουσαν Μωυσῆ ἀπό τῆς ὀλιγοψυχίας καὶ ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν σκληρῶν.

Εξ. 6,9                       Οπως ο Θεός διέταξεν, έτσι ωμίλησεν ο Μωϋσής στους Ισραηλίτας. Εκείνοι όμως δεν υπήκουσαν στον Μωϋσήν ένεκα της αποκαρδιώσεως, εις την οποίαν είχαν καταντήσει από τα σκληρά έργα. Είχαν χάσει το ηθικόν των.

Εξ. 6,10             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 6,10                     Ο Κυριος είπεν στον Μωυσήν·

Εξ. 6,11             εἴσελθε, λάλησον Φαραὼ βασιλεῖ Αἰγύπτου, ἵνα ἐξαποστείλῃ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 6,11                      “πήγαινε εις τα ανάκτορα και ειπέ στον Φαραώ, τον βασιλέα της Αιγύπτου, να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας, δια να εξέλθουν από την χώραν του”.

Εξ. 6,12             ἐλάλησε δὲ Μωυσῆς ἔναντι Κυρίου λέγων· ἰδοὺ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οὐκ εἰσήκουσάν μου, καὶ πῶς εἰσακούσεταί μου Φαραώ; ἐγὼ δὲ ἄλογός εἰμι.

Εξ. 6,12                     Ο Μωϋσής απήντησε προς τον Κυριον και του είπεν· “ιδού, οι ίδιοι οι Ισραηλίται δεν υπήκουσαν εις τα λόγια μου, και θα υπακούση εις εμέ ο Φαραώ; Αλλωστε εγώ δεν έχω και την ικανότητα του λόγου”.

Εξ. 6,13             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ συνέταξεν αὐτοῖς πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 6,13                     Είπε τότε ο Κυριος στον Μωϋσήν και στον Ααρών και τους διέταξε να ομιλήσουν προς τον Φαραώ τον βασιλέα Αιγύπτου, να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας, δια να αναχωρήσουν από την Αίγυπτον.

Εξ. 6,14             Καὶ οὗτοι ἀρχηγοὶ οἴκων πατριῶν αὐτῶν. υἱοὶ Ῥουβὴν πρωτοτόκου Ἰσραήλ· Ἐνὼχ καὶ Φαλλούς, Ἀσρὼν καὶ Χαρμεί· αὕτη ἡ συγγένεια Ῥουβήν.

Εξ. 6,14                     Οι αρχηγοί δε των ισραηλιτικών οικογενειών κατά τας φυλάς αυτών ήσαν· Υιοί του Ρουβήν του πρωτοτόκου Ιακώβ ήσαν ο Ενώχ, ο Φαλλούς, ο Ασρών και ο Χαρμεί. Αυταί ήσαν αι οικογένειαι του Ρουβήν.

Εξ. 6,15             καὶ υἱοὶ Συμεών· Ἰεμουὴλ καὶ Ἰαμεὶν καὶ Ἀὼδ καὶ Ἰαχεὶν καὶ Σαὰρ καὶ Σαοὺλ ὁ ἐκ τῆς Φοινίσσης· αὗται αἱ πατριαὶ τῶν υἱῶν Συμεών.

Εξ. 6,15                     Υιοί του Συμεών ήσαν· ο Ιεμουήλ, ο Ιαμείν, ο Αώδ, ο Ιαχείν, ο Σαάρ και ο Σαούλ ο γεννηθείς από Φοίνισσαν γυναίκα. Αυταί ήσαν αι πατριαρχικαί οικογένειαι των υιών του Συμεών.

Εξ. 6,16             καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Λευὶ κατὰ συγγενείας αὐτῶν. Γεδσών, Καὰθ καὶ Μεραρεί· καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς Λευὶ ἑκατὸν τριακονταεπτά.

Εξ. 6,16                     Αυτά δε είναι τα ονόματα των υιών του Λευί κατά τας μεγάλας οικογενείας των· Γεδσών, Καάθ, και Μεραρεί· έζησε δε ο Λευί εκατόν τριάκοντα επτά έτη.

Εξ. 6,17             καὶ οὗτοι υἱοὶ Γεδσών· Λοβενεὶ καὶ Σεμεεί, οἶκοι πατριᾶς αὐτῶν.

Εξ. 6,17                     Οι υιοί του Γεδσών ήσαν· ο Λοβενεί και Σεμεεί, αρχηγός ο καθένας και γενάρχης πατριαρχικής οικογενείας.

Εξ. 6,18             καὶ υἱοὶ Καάθ· Ἀμβρὰμ καὶ Ἰσαάρ, Χεβρὼν καὶ Ὀζειήλ· καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς Καὰθ ἑκατὸν τριακοντατρία ἔτη.

Εξ. 6,18                     Οι υιοί του Καάθ ήσαν ο Αμβράμ, ο Ισσαάρ, ο Χεβρών και ο Οζειήλ. Εζησε δε ο Καάθ εκατόν τριάκοντα τρία έτη.

Εξ. 6,19             καὶ υἱοὶ Μεραρεί· Μοολεὶ καὶ Ὁμουσεί. οὗτοι οἱ οἶκοι πατριῶν Λευὶ κατὰ συγγενείας αὐτῶν.

Εξ. 6,19                     Υιοί του Μεραρεί ήσαν· ο Μοολεί και ο Ομουσεί. Αυταί ήσαν αι μεγάλαι οικογένειαι της φυλής Λευϊ κατά τας συγγενείας αυτών.

Εξ. 6,20             καὶ ἔλαβεν Ἀμβρὰμ τὴν Ἰωχαβὲδ θυγατέρα τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἐγέννησεν αὐτῷ τόν τε Ἀαρὼν καὶ τὸν Μωυσῆν καὶ Μαριὰμ τὴν ἀδελφὴν αὐτῶν· τὰ δὲ ἔτη τῆς ζωῆς Ἀμβρὰμ ἑκατὸν τριακονταδύο ἔτη.

Εξ. 6,20                    Ο Αμβράμ έλαβεν ως σύζυγον την Ιωχαβέδ, θυγατέρα του αδελφού του πατρός του, και απέκτησεν υιόν τον Ααρών, τον Μωϋσήν και την αδελφήν αυτών Μαριάμ. Εζησε δε ο Αμβράμ εκατόν τριάκοντα δύο έτη.

Εξ. 6,21             καὶ υἱοὶ Ἰσσαάρ· Κορὲ καὶ Ναφὲκ καὶ Ζεχρεί.

Εξ. 6,21                     Υιοί του Ισσαάρ ήσαν· ο Κορέ, ο Ναφέκ και ο Ζεχρεί.

Εξ. 6,22             καὶ υἱοὶ Ὀζειήλ· Μισαὴλ καὶ Ἐλισαφὰν καὶ Σεγρεί.

Εξ. 6,22                    Υιοί του Οζειήλ ήσαν· ο Μισαήλ, ο Ελισαφάν και ο Σεγρεί.

Εξ. 6,23             ἔλαβε δὲ Ἀαρὼν τὴν Ἐλισαβὲθ θυγατέρα Ἀμειναδὰβ ἀδελφὴν Ναασσὼν αὐτῷ γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τόν τε Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ τὸν Ἐλεάζαρ καὶ Ἰθάμαρ.

Εξ. 6,23                     Ο Ααρών έλαβεν ως σύζυγον την Ελισαβέθ, θυγατέρα του Αμειναδάβ και αδελφήν του Ναασσών. Απέκτησε δε από αυτήν υιούς τον Ναδάδ, τον Αβιούδ, τον Ελεάζαρ και τον Ιθάμαρ.

Εξ. 6,24             υἱοὶ δὲ Κορέ· Ἀσεὶρ καὶ Ἑλκανὰ καὶ Ἀβιάσαφ· αὗται αἱ γενέσεις Κορέ.

Εξ. 6,24                    Υιοί του Κορέ ήσαν· ο Ασείρ, ο Ελκανά και ο Αβιάσαφ. Αυτοί ήσαν οι απόγονοι του Κορέ.

Εξ. 6,25             καὶ Ἐλεάζαρ ὁ τοῦ Ἀαρὼν ἔλαβε τῶν θυγατέρων Φουτιὴλ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ τὸν Φινεές. αὗται αἱ ἀρχαὶ πατριᾶς Λευιτῶν κατὰ γενέσεις αὐτῶν.

Εξ. 6,25                     Ο Ελεάζαρ, ο υιός του Ααρών επήρεν ως σύζυγον μίαν από τας θυγατέρας του Φουτιήλ και απέκτησεν από αυτήν υιόν, τον Φινεές. Αυταί είναι αι αρχαί των μεγάλων λευϊτικών οικογενειών κατά τας γενέσεις αυτών.

Εξ. 6,26             οὗτος Ἀαρὼν καὶ Μωυσῆς, οἷς εἶπεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ἐξαγαγεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν δυνάμει αὐτῶν·

Εξ. 6,26                    Αυτός είναι ο Ααρών και ο Μωϋσής, στους οποίους είπεν ο Θεός να βγάλουν τον ισραηλιτικόν λαόν, με τον στρατόν αυτού, από την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 6,27             οὗτοί εἰσιν οἱ διαλεγόμενοι πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου καὶ ἐξήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου· αὐτὸς Ἀαρὼν καὶ Μωυσῆς.

Εξ. 6,27                     Αυτοί ήσαν εκείνοι, οι οποίοι ωμίλησαν προς τον Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου και έβγαλαν τον ισραηλιτικόν λαόν από την Αίγυπτον. Αυτός ήτο ο Ααρών και ο Μωϋσής.

Εξ. 6,28             ᾟ ἡμέρᾳ ἐλάλησε Κύριος Μωυσῇ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ,

Εξ. 6,28                    Κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ο Κυριος ωμίλησεν στον Μωϋσήν εις την Αίγυπτον,

Εξ. 6,29             καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἐγὼ Κύριος· λάλησον πρὸς Φαραὼ βασιλέα Αἰγύπτου ὅσα ἐγὼ λέγω πρὸς σέ.

Εξ. 6,29                    του είπεν· “εγώ είμαι ο Κυριος. Εγώ σου δίδω εντολήν· ανακοίνωσε στον Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου, όσα εγώ θα σου λέγω”.

Εξ. 6,30             καὶ εἶπε Μωυσῆς ἐναντίον Κυρίου· ἰδοὺ ἐγὼ ἰσχνόφωνός εἰμι, καὶ πῶς εἰσακούσεταί μου Φαραώ;

Εξ. 6,30                     Ο Μωϋσής είπεν ενώπιον του Κυρίου· “ιδού εγώ έχω αδύνατον την φωνήν και πως θα δώση προσοχήν εις εμέ και θα με ακούση ο Φαραώ;”

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 7

 

Εξ. 7,1               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· ἰδοὺ δέδωκά σε θεὸν Φαραώ, καὶ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου ἔσται σου προφήτης·

Εξ. 7,1                        Ο Κυριος είπεν στον Μωϋσήν· “ιδού σε καθιστώ είδος θεού, κύριον και κριτήν του Φαραώ, ο δε αδελφός σου ο Ααρών θα είναι αυτός που θα ομιλή αντί σου.

Εξ. 7,2               σὺ δὲ λαλήσεις αὐτῷ πάντα, ὅσα σοι ἐντέλλομαι, ὁ δὲ Ἀαρὼν ὁ ἀδελφός σου λαλήσει πρὸς Φαραώ, ὥστε ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ τῆς γῆς αὐτοῦ.

Εξ. 7,2                       Συ θα ανακοινώνης στον Ααρών όσα εγώ θα διατάσσω, ο δε Ααρών ο αδελφός σου θα λέγη αυτά προς τον Φαραώ, δια να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας και αναχωρήσουν από την χώραν του.

Εξ. 7,3               ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ πληθυνῶ τὰ σημεῖά μου καὶ τὰ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 7,3                       Σου προαναγγέλλω όμως ότι εγώ θα αφήσω να σκληρυνθή δια τας κακίας του η καρδία του Φαραώ, θα κάμω δε πάρα πολλά σημεία και θαύματα προς τιμωρίαν του εις την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 7,4               καὶ οὐκ εἰσακούσεται ὑμῶν Φαραώ· καὶ ἐπιβαλῶ τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον καὶ ἐξάξω σὺν δυνάμει μου τὸν λαόν μου τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν ἐκδικήσει μεγάλῃ.

Εξ. 7,4                       Παρ' όλα αυτά δεν θα υπακούση εις σας ο Φαραώ. Τοτε θα απλώσω την παντοδύναμον χείρα μου και θα επιφέρω μεγάλην τιμωρίαν εις την Αίγυπτον και θα βγάλω από εκεί τον στρατόν μου και τον λαόν μου, όλους τους Ισραηλίτας.

Εξ. 7,5               καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐκτείνων τὴν χεῖρά μου ἐπ᾿ Αἴγυπτον, καὶ ἐξάξω τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ μέσου αὐτῶν.

Εξ. 7,5                       Και θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος, ο οποίος εξέτεινα την ακατανίκητον δεξιάν μου εναντίον των και έβγαλα τους Ισραηλίτας εκ μέσου αυτών”.

Εξ. 7,6               ἐποίησε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος, οὕτως ἐποίησαν.

Εξ. 7,6                       Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως τους είχε διατάξει ο Θεός. Ετσι ακριβώς έκαμαν.

Εξ. 7,7               Μωυσῆς δὲ ἦν ἐτῶν ὀγδοήκοντα, Ἀαρὼν δὲ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐτῶν ὀγδοηκοντατριῶν, ἡνίκα ἐλάλησε πρὸς Φαραώ.

Εξ. 7,7                       Ητο δε τότε ο Μωϋσής ογδοήκοντα ετών, ο δε αδελφός του Ααρών ογδοήκοντα τριών, όταν ο Θεός τους έδωσε την εντολήν να ομιλήσουν προς τον Φαραώ.

Εξ. 7,8               Καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων·

Εξ. 7,8                       Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών·

Εξ. 7,9               καὶ ἐὰν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾶς Φαραὼ λέγων· δότε ἡμῖν σημεῖον ἢ τέρας, καὶ ἐρεῖς Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ῥάβδον καὶ ῥίψον ἐπὶ τὴν γῆν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἔσται δράκων.

Εξ. 7,9                       “εάν ο Φαραώ σας είπη, δόστε μου ένα σημείον η κάμετε ένα θαύμα, δια να πιστεύσω ότι σας στέλλει ο Θεός, θα είπης στον Ααρών τον αδελφόν σου· πάρε την ράδδον μου και ρίψε αυτήν κατά γης ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού και θα γίνη μέγας όφις”.

Εξ. 7,10             εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν οὕτως, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἔῤῥιψεν Ἀαρὼν τὴν ῥάβδον ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο δράκων.

Εξ. 7,10                     Ο Μωϋσής και ο Ααρών παρουσιάσθησαν ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών αυτού και έκαμαν, όπως τους είχε δώσει εντολήν ο Κυριος. Ερριψεν ο Ααρών την ράβδον ενώπιον του Φαραώ και των αυλικών του και αυτή έγινε μεγάλος όφις.

Εξ. 7,11             συνεκάλεσε δὲ Φαραὼ τοὺς σοφιστὰς Αἰγύπτου καὶ τοὺς φαρμακούς, καὶ ἐποίησαν καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ὡσαύτως.

Εξ. 7,11                      Δυσπιστος ο Φαραώ δια την θείαν αποστολήν του Μωϋσή και Ααρών προσεκάλεσε τους μάντεις και τους μάγους της Αιγύπτου. Αυτοί, μάγοι και εξορκισταί των Αιγυπτίων, έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των.

Εξ. 7,12             καὶ ἔῤῥιψαν ἕκαστος τὴν ῥάβδον αὐτῶν, καὶ ἐγένοντο δράκοντες· καὶ κατέπιεν ἡ ῥάβδος ἡ Ἀαρὼν τὰς ἐκείνων ῥάβδους.

Εξ. 7,12                     Ερριψαν δηλαδή ο καθένας την ράβδον του και έγιναν όλαι μεγάλοι όφεις. Αλλά η ράβδος του Ααρών, που είχε γίνει όφις, κατέπιε τας ράβδους των μάγων, αι οποίαι επίσης είχον γίνει όφεις.

Εξ. 7,13             καὶ κατίσχυσεν ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος.

Εξ. 7,13                      Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν υπήκουσεν στον Μωϋσήν και Ααρών, δια να κάμη όσα δια μέσου αυτών διέταξεν ο Θεός.

Εξ. 7,14             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· βεβάρηται ἡ καρδία Φαραὼ τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν.

Εξ. 7,14                     Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “η καρδία του Φαραώ έχει σκληρυνθή και δεν θέλει να αφήση ελεύθερον τον λαόν.

Εξ. 7,15             βάδισον πρὸς Φαραὼ τὸ πρωΐ· ἰδοὺ αὐτὸς ἐκπορεύεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἔσῃ συναντῶν αὐτῷ ἐπὶ τὸ χεῖλος τοῦ ποταμοῦ καὶ τὴν ῥάβδον τὴν στραφεῖσαν εἰς ὄφιν λήψῃ ἐν τῇ χειρί σου.

Εξ. 7,15                      Πηγαινε στον Φαραώ το πρωϊ. Είναι η στιγμή κατά την οποίαν εκείνος εξέρχεται, δια να μεταβή προς το ύδωρ του Νείλου, θα τον συναντήσης εις την όχθην του ποταμού, θα πάρης στο χέρι σου την ράβδον, η οποία είχε γίνει όφις,

Εξ. 7,16             καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων ἀπέσταλκέ με πρὸς σὲ λέγων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσῃ ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ ἰδοὺ οὐκ εἰσήκουσας ἕως τούτου.

Εξ. 7,16                     και θα είπης προς αυτόν· Κυριος ο Θεός των Εβραίων με απέστειλε προς σε δια να σου είπω εκ μέρους του· άφησε τον λαόν μου ελεύθερον, δια να με λατρεύση εις την έρημον. Και ιδού ότι συ μέχρι της ώρας αυτής δεν υπήκουσες.

Εξ. 7,17             τάδε λέγει Κύριος· ἐν τούτῳ γνώσῃ ὅτι ἐγὼ Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω τῇ ῥάβδῳ τῇ ἐν χειρί μου ἐπὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ, καὶ μεταβαλεῖ εἰς αἷμα·

Εξ. 7,17                      Δια τούτο τάδε λέγει Κυριος· Με το σημείον, που θα επακολουθήση, θα μάθης ότι εγώ είμαι ο Κυριος. Ιδού εγώ κτυπώ με την ράβδον, που κρατώ στο χέρι μου, το ύδωρ του ποταμού, και αυτό θα μεταβληθή εις αίμα.

Εξ. 7,18             καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ τελευτήσουσι, καὶ ἐποζέσει ὁ ποταμός, καὶ οὐ δυνήσονται οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ.

Εξ. 7,18                     Οι ιχθύες του ποταμού θα ψοφήσουν, ο ποταμός θα βρωμήση και δεν θα ημπορούν οι Αιγύπτιοι να πίνουν νερό από τον ποταμόν”.

Εξ. 7,19             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· λάβε τὴν ῥάβδον σου ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας αὐτῶν καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη αὐτῶν καὶ ἐπὶ πᾶν συνεστηκὸς ὕδωρ αὐτῶν, καὶ ἔσται αἷμα, καὶ ἐγένετο αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἔν τε τοῖς ξύλοις καὶ ἐν τοῖς λίθοις.

Εξ. 7,19                     Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου, τον Ααρών· Παρε στο χέρι σου την ράβδον σου, άπλωσε το χέρι σου προς όλα τα ύδατα της Αιγύπτου, στους ποταμούς της, εις τας διώρυγας και τα έλη της και γενικώς εις κάθε σημείον, όπου υπάρχει συγκεντρωμένον νερό, και θα μεταβληθούν τα ύδατα αυτά εις αίμα. Θα γίνη αίμα εις όλην την Αίγυπτον και αυτό ακόμη το ύδωρ, που υπάρχει μέσα εις τα ξύλινα και τα λίθινα δοχεία”.

Εξ. 7,20             καὶ ἐποίησαν οὕτως Μωυσῆς καὶ Ἀαρών, καθάπερ ἐνετείλατο αὐτοῖς Κύριος· καὶ ἐπάρας τῇ ῥάβδῳ αὐτοῦ ἐπάταξε τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ μετέβαλε πᾶν τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῷ ποταμῷ εἰς αἷμα.

Εξ. 7,20                     Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν, όπως ακριβώς τους είχε διατάξει ο Κυριος· ύψωσε δηλαδή την ράβδον του ο Ααρών, εκτύπησε το ύδωρ του ποταμού ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών του και μετέβαλεν όλον το ύδωρ του ποταμού εις αίμα.

Εξ. 7,21             καὶ οἱ ἰχθύες οἱ ἐν τῷ ποταμῷ ἐτελεύτησαν, καὶ ἐπώζεσεν ὁ ποταμός, καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ Αἰγύπτιοι πιεῖν ὕδωρ ἐκ τοῦ ποταμοῦ, καὶ ἦν τὸ αἷμα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 7,21                     Οι ιχθύες του ποταμού εψόφησαν, εβρώμησεν όλος ο ποταμός και οι Αιγύπτιοι δεν ημπορούσαν να πίουν νερό εκ του ποταμού. Το αίμα ήτο εις όλα τα νερά της Αιγύπτου.

Εξ. 7,22             ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν· καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος.

Εξ. 7,22                     Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν το ίδιο με τας μαγείας των. Η καρδία του Φαραώ εσκληρύνθη και δεν υπήκουσεν στον Μωϋσήν και Ααρών, εις όσα δηλαδή είχε διατάξει ο Κυριος.

Εξ. 7,23             ἐπιστραφεὶς δὲ Φαραὼ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπέστησε τὸν νοῦν αὐτοῦ οὐδὲ ἐπὶ τούτῳ.

Εξ. 7,23                     Ο Φαραώ επέστρεψεν εσκληρυμμένος εις τα ανάκτορά του και δεν εσκέπτετο πλέον το ζήτημα αυτό, το να αφήση δηλαδή ελευθέρους τους Ισραηλίτας, ούτε και κοτόπιν από αυτό το θαύμα.

Εξ. 7,24             ὤρυξαν δὲ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι κύκλῳ τοῦ ποταμοῦ ὥστε πιεῖν ὕδωρ, καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ὕδωρ ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ.

Εξ. 7,24                     Ολοι οι Αιγύπτιοι εν τω μεταξύ έσκαψαν λάκκους και ήνοιξαν φρέατα γύρω από τον Νείλον ποταμόν, δια να εύρουν πόσιμον ύδωρ, επειδή δεν ημπορούσαν να πίουν ύδωρ από τον ποταμόν.

Εξ. 7,25             καὶ ἀνεπληρώθησαν ἑπτὰ ἡμέραι μετὰ τὸ πατάξαι Κύριον τὸν ποταμόν.

Εξ. 7,25                     Επέρασαν επτά ημέραι από την ημέραν που εκτύπησεν ο Κυριος τον ποταμόν και μετέβαλε τα ύδατά του εις αίμα.

Εξ. 7,26             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν·

Εξ. 7,26                     Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε στον Φαραώ και ειπέ του· Αυτά διατάσσει ο Κυριος. Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου δια να με λατρεύση εις την έρημον.

Εξ. 7,27             εἰ δὲ μὴ βούλει σὺ ἐξαποστεῖλαι, ἰδοὺ ἐγὼ τύπτω πάντα τὰ ὅριά σου τοῖς βατράχοις.

Εξ. 7,27                     Εάν δε και δεν θελήσης να τον αφήσης ελεύθερον, ιδού εγώ πλήττω όλην την χώραν σου από τα όριά της και εντεύθεν δια βατράχων.

Εξ. 7,28             καὶ ἐξερεύξεται ὁ ποταμὸς βατράχους, καὶ ἀναβάντες εἰσελεύσονται εἰς τοὺς οἴκους σου καὶ εἰς τὰ ταμιεῖα τῶν κοιτώνων σου καὶ ἐπὶ τῶν κλινῶν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐν τοῖς φυράμασί σου καὶ ἐν τοῖς κλιβάνοις σου·

Εξ. 7,28                     Ο Νείλος ποταμός θα βγάλη βατράχους, οι οποίοι, ατελείωτα πλήθη, θα ανεβούν από αυτόν, θα εισέλθουν εις τα ανάκτορά σου, εις τα δωμάτια του ύπνου σου, επάνω εις τα κρεββάτια σου, εις τα σπίτια των αυλικών σου και του λαού σου, εις τα ζυμάρια του αλεύρου και στους φούρνους σου.

Εξ. 7,29             καὶ ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἀναβήσονται οἱ βάτραχοι.

Εξ. 7,29                     Θα ανεβούν επάνω σου, επάνω στους αυλικούς σου, θα ανεβούν επάνω στους κατοίκους της Αιγύπτου.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 8

 

Εξ. 8,1               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρὼν τῷ ἀδελφῷ σου· ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον σου ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ ἐπὶ τὰς διώρυγας καὶ ἐπὶ τὰ ἕλη καὶ ἀνάγαγε τοὺς βατράχους·

Εξ. 8,1                        Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον αδελφόν σου τον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου στους ποταμούς και εις τας διώρυγας και εις τα έλη και βγάλε από εκεί βατράχους”.

Εξ. 8,2               καὶ ἐξέτεινεν Ἀαρὼν τὴν χεῖρα ἐπὶ τὰ ὕδατα Αἰγύπτου καὶ ἀνήγαγε τοὺς βατράχους· καὶ ἀνεβιβάσθη ὁ βάτραχος καὶ ἐκάλυψε τὴν γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 8,2                       Ο Ααρών εξέτεινε την χείρα του με την ράβδον εις τα ύδατα της Αιγύπτου και έβγαλε βατράχους. Ανέβησαν οι βάτραχοι από τα ύδατα και εσκέπασαν όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 8,3               ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ τῶν Αἰγυπτίων ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν καὶ ἀνήγαγον τοὺς βατράχους ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 8,3                       Αλλά και οι μάγοι των Αιγυπτίων έκαμαν τα ίδια με τας μαγείας των και έφεραν βατράχους εις την γην της Αιγύπτου.

Εξ. 8,4               καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ εἶπεν· εὔξασθε περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ περιελέτω τοὺς βατράχους ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ ἐμοῦ λαοῦ, καὶ ἐξαποστελῶ αὐτούς, καὶ θύσωσι τῷ Κυρίῳ.

Εξ. 8,4                       Καταπτοημένος ο Φαραώ από την πληγήν αυτήν εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “προσευχηθήτε δι' εμέ στον Θεόν, δια να αποσύρη και απομακρύνη τους βατράχους από εμέ και από τον λαόν μου, και εγώ θα αφήσω ελευθέρους τους Ισραηλίτας να προσφέρουν τας θυσίας των προς τον Κυριον”.

Εξ. 8,5               εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Φαραώ· τάξαι πρός με πότε εὔξομαι περὶ σοῦ καὶ περὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου ἀφανίσαι τοὺς βατράχους ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου καὶ ἐκ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται.

Εξ. 8,5                       Είπε δε ο Μωϋσής, προς τον Φαραώ· “όρισέ μου, πότε θέλεις να προσευχηθώ δια σέ, δια τους αυλικούς και τον λαόν σου, δια να εξαφανίση ο Θεός τους βατράχους από σένα, από τον λαόν σου και από τας οικίας σας. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”.

Εξ. 8,6               ὁ δὲ εἶπεν· εἰς αὔριον. εἶπεν οὖν· ὡς εἴρηκας, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστι ἄλλος πλὴν Κυρίου·

Εξ. 8,6                       “Αύριον”, απήντησεν ο Φαραώ. Ο Μωϋσής είπε· “θα κάμω, όπως μου είπες, δια να μάθης καλά ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην του Κυρίου ημών.

Εξ. 8,7               καὶ περιαιρεθήσονται οἱ βάτραχοι ἀπὸ σοῦ καὶ ἀπὸ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου, πλὴν ἐν τῷ ποταμῷ ὑπολειφθήσονται.

Εξ. 8,7                       Οι βάτραχοι θα περιμαζευθούν και θα απομακρυνθούν από σε, από τα σπίτια σας, από τα εξοχικά σας σπίτια, από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Δεν θα μείνουν παρά μόνον στον Νείλον ποταμόν”.

Εξ. 8,8               ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἀπὸ Φαραώ· καὶ ἐβόησε Μωυσῆς πρὸς Κύριον περὶ τοῦ ὁρισμοῦ τῶν βατράχων, ὡς ἐτάξατο Φαραώ.

Εξ. 8,8                       Εξήλθον ο Μωϋσής και ο Ααρών από τα ανάκτορα του Φαραώ. Ο Μωϋσής προσηυχήθη θερμώς προς τον Κυριον δια την εκδίωξιν των βατράχων, όπως είχεν υποσχεθή στον Φαραώ.

Εξ. 8,9               ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς καὶ ἐτελεύτησαν οἱ βάτραχοι ἐκ τῶν οἰκιῶν καὶ ἐκ τῶν ἐπαύλεων καὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν·

Εξ. 8,9                       Ο Κυριος έκαμεν όπως τον είχε παρακαλέσει ο Μωϋσής και εψόφησαν οι βάτραχοι, που υπήρχον εις τας οικίας, εις τα αγροτικά σπίτια και εις την ύπαιθρον.

Εξ. 8,10             καὶ συνήγαγον αὐτοὺς θημωνίας θημωνίας, καὶ ὤζεσεν ἡ γῆ.

Εξ. 8,10                     Τους εμαζεψαν εις σωρούς-σωρούς οι Αιγύπτιοι και εγέμισεν η χώρα από την κακοσμίαν των αποσυντεθειμένων βατράχων.

Εξ. 8,11             ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι γέγονεν ἀνάψυξις, ἐβαρύνθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος.

Εξ. 8,11                      Ο Φαραώ όμως, όταν είδε ότι ήλθεν αναψυχή εις αυτόν και τον λαόν του από την εξαφάνισιν των βατράχων, εσικληρήνθη πάλιν και δεν υπήκουσεν εις όσα ο Κυριος είχε διατάξει δια του Μωϋσέως και του Ααρών.

Εξ. 8,12             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἰπὸν Ἀαρών, ἔκτεινον τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον σου καὶ πάταξον τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἔσονται σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 8,12                     Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ειπέ στον Ααρών· Απλωσε με το χέρι την ράβδον σου και κτύπησε το χώμα της γης, και θα γίνουν σκνίπες, αι οποίαι θα επιπέσουν στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 8,13             ἐξέτεινεν οὖν Ἀαρὼν τῇ χειρὶ τὴν ῥάβδον καὶ ἐπάταξε τὸ χῶμα τῆς γῆς, καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἐν τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι, καὶ ἐν παντὶ χώματι τῆς γῆς ἐγένοντο οἱ σκνῖφες.

Εξ. 8,13                     Ηπλωσεν ο Ααρών δια της χειρός του την ράβδον, εκτύπησε το χώμα της γης και έγιναν σκνίπες. Εις τους ανθρώπους, εις τα τετράποδα, εις όλον το χώμα της γης έγιναν σκνίπες.

Εξ. 8,14             ἐποίησαν δὲ ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπαοιδοὶ ταῖς φαρμακείαις αὐτῶν ἐξαγαγεῖν τὸν σκνῖφα καὶ οὐκ ἠδύναντο. καὶ ἐγένοντο οἱ σκνῖφες ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσιν.

Εξ. 8,14                     Προσπάθησαν και οι μάγοι της Αιγύπτου με τας μαγείας των να βγάλουν σκνίπες από την γην, αλλά δεν το κατώρθωσαν. Αι σκνίπες όμως, που με το χέρι του Ααρών ανεπήδησαν εις ατελείωτα σμήνη από την γην, επέπεσαν στους ανθρώπους και εις τα ζώα.

Εξ. 8,15             εἶπαν οὖν οἱ ἐπαοιδοὶ τῷ Φαραώ· δάκτυλος Θεοῦ ἐστι τοῦτο. καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος.

Εξ. 8,15                     Είπαν τότε οι μάγοι προς τον Φαραώ· “δάκτυλος Θεού είναι τούτο”. Αλλά η καρδία του Φαραώ εοκληρύνθη περισσότερον και δεν υπήκουσεν εις όσα δια του Μωϋσέως και Ααρών διέταξεν ο Κυριος.

Εξ. 8,16             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραώ· καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἐξελεύσεται ἐπὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ·

Εξ. 8,16                     Είπε πάλιν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “Σηκω πολύ πρωί και στάσου ενώπιον του Φαραώ. Κατά την ώραν εκείνην αυτός θα εξέλθη προς το ύδωρ του Νείλου και είπε προς αυτόν· Αυτά διατάσσει ο Κυριος· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου να με λατρεύση εις την έρημον.

Εξ. 8,17             ἐὰν δὲ μὴ βούλῃ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐξαποστέλλω ἐπὶ σὲ καὶ ἐπὶ τοὺς θεράποντάς σου καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου καὶ ἐπὶ τοὺς οἴκους ὑμῶν κυνόμυιαν, καὶ πλησθήσονται αἱ οἰκίαι τῶν Αἰγυπτίων τῆς κυνομυίης καὶ εἰς τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἧς εἰσιν ἐπ᾿ αὐτῆς.

Εξ. 8,17                     Εάν δεν θελήσης να αφήσης ελεύθερον τον λαόν μου, εγώ θα εξαποστείλω εναντίον σου και εναντίον των αυλικών σου και εναντίον του λαού σου και εις τα σπίτια σας σκυλόμυιγα, που κεντά οδυνηρώς ανθρώπους και ζώα. Τα σπίτια των Αιγυπτίων θα γεμίσουν από αυτήν την σκυλόμυιγαν εις κάθε μέρος της χώρας, όπου υπάρχουν Αιγύπτιοι·

Εξ. 8,18             καὶ παραδοξάσω ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τὴν γῆν Γεσέμ, ἐφ᾿ ἧς ὁ λαός μου ἔπεστιν ἐπ᾿ αὐτῆς, ἐφ᾿ ἧς οὐκ ἔσται ἐκεῖ ἡ κυνόμυια, ἵνα εἰδῇς ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεὸς πάσης τῆς γῆς.

Εξ. 8,18                     την ημέραν εκείνην θα δοξάσω πολύ εγώ την χώραν Γεσέμ, όπου κατοικεί ο λαός μου. Εις αυτήν μόνον δεν θα υπάρξη σκυλόμυιγα. Και τούτο, δια να μάθης ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός όλης της γης.

Εξ. 8,19             καὶ δώσω διαστολὴν ἀνὰ μέσον τοῦ ἐμοῦ λαοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σοῦ λαοῦ· ἐν δὲ τῇ αὔριον ἔσται τὸ σημεῖον τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 8,19                     Και θα διαχωρίσω τον λαόν μου από τον λαόν σου αύριον θα γίνη το σημείον τούτο εις την χώραν σου, δια του οποίου οι Αιγύπτιοι μόνον, και όχι οι Εβραίοι, θα τιμωρηθούν”.

Εξ. 8,20             ἐποίησε δὲ Κύριος οὕτως, καὶ παρεγένετο ἡ κυνόμυια πλῆθος εἰς τοὺς οἴκους Φαραὼ καὶ εἰς τοὺς οἴκους τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ εἰς πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἐξωλοθρεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς κυνομυίης.

Εξ. 8,20                    Εκαμεν ο Κυριος όπως προείπε. Και ήλθαν σμήνη από σκυλόμυιγαν μέσα εις τα ανάκτορα του Φαραώ, εις τα σπίτια των αυλικών του, ηπλώθησαν εις όλην την γην της Αιγύπτου. Και κατεστράφη η χώρα της Αιγύπτου από την σκυλόμυιγαν.

Εξ. 8,21             ἐκάλεσε δὲ Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· ἐλθόντες θύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ γῇ.

Εξ. 8,21                     Εκάλεσεν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε και θυσιάσετε στον Κυριον και Θεόν σας, όχι όμως εις την έρημον αλλά εντός της χώρας της Αιγύπτου”.

Εξ. 8,22             καὶ εἶπε Μωυσῆς· οὐ δυνατὸν γενέσθαι οὕτως· τὰ γὰρ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων θύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν· ἐὰν γὰρ θύσωμεν τὰ βδελύγματα τῶν Αἰγυπτίων ἐναντίον αὐτῶν, λιθοβοληθησόμεθα.

Εξ. 8,22                    Ο Μωϋσής απήντησε· “δεν είναι δυνατόν να γίνη όπως λέγεις. Διότι ημείς θα θυσιάσωμεν στον Κυριον και Θεόν μας ζώα, των οποίων η σφαγή θα θεωρηθή αποκρουστικόν και μισητόν γεγονός ενώπιον των Αιγυπτίων και θα τους εξερεθίση, ώστε να μας λιθοβολήσουν.

Εξ. 8,23             ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν πορευσόμεθα εἰς τὴν ἔρημον καὶ θύσομεν τῷ Θεῷ ἡμῶν, καθάπερ εἶπε Κύριος ἡμῖν.

Εξ. 8,23                     Θα δαδίσωμεν τρεις ημέρας προς την έρημον εκτός της Αιγύπτου και εκεί θα θυσιάσωμεν, όπως μας έχει διατάξει ο Κυριος”.

Εξ. 8,24             καὶ εἶπε Φαραώ· ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς, καὶ θύσατε τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἀλλ᾿ οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναι· εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον.

Εξ. 8,24                    Είπε τότε ο Φαραώ· “συγκατατίθεμαι. Εγώ σας αφήνω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Θυσιάσατε εις την έρημον προς τον Θεόν σας, αλλά μη συνεχίσετε την πορείαν σας και πέραν της ερήμου. Προσευχηθήτε λοιπόν και περί εμού στον Κυριον”.

Εξ. 8,25             εἶπε δὲ Μωυσῆς· Ὅδε ἐγὼ ἐξελεύσομαι ἀπὸ σοῦ καὶ εὔξομαι πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀπελεύσεται ἡ κυνόμυια καὶ ἀπὸ τῶν θεραπόντων σου καὶ ἀπὸ τοῦ λαοῦ σου αὔριον· μὴ προσθῇς ἔτι, Φαραώ, ἐξαπατῆσαι τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαὸν θῦσαι Κυρίῳ.

Εξ. 8,25                     Είπεν ο Μωυσής· “μάλιστα· ιδού εγώ θα εξέλθω από τα ανάκτορά σου, θα προσευχηθώ προς τον Θεόν και θα εξαφανισθή αύριον η σκυλόμυιγα από τους αυλικούς σου και από τον λαόν σου. Αλλά μη θελήσης και πάλιν, Φαραώ, να μας εξαπατήσης και να μη αφήσης ελεύθερον τον λαόν να θυσιάση προς τον Κυριον”.

Εξ. 8,26             ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν·

Εξ. 8,26                    Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν.

Εξ. 8,27             ἐποίησε δὲ Κύριος καθάπερ εἶπε Μωυσῆς, καὶ περιεῖλε τὴν κυνόμυιαν ἀπὸ Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, καὶ οὐ κατελείφθη οὐδεμία.

Εξ. 8,27                     Ο δε Κυριος εξεπλήρωσε την προσευχήν του Μωϋσέως και απεμάκρυνε την σκυλόμυιγαν από τον Φαραώ, από τους αυλικούς του, από τον λαόν του, ώστε ούτε μία πλέον να μη υπολειφθή.

Εξ. 8,28             καὶ ἐβάρυνε Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τοῦ καιροῦ τούτου, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐξαποστεῖλαι τὸν λ Εξ. 8,28          Η καρδία όμως του Φαραώ και κατά την περίστασιν αυτήν εσκληρύνθη πάλιν και δεν ηθέλησε να αποστείλη ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 9

 

Εξ. 9,1               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· εἴσελθε πρὸς Φαραὼ καὶ ἐρεῖς αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα μοι λατρεύσωσιν·

Εξ. 9,1                        Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “πήγαινε πάλιν προς τον Φαραώ και είπέ του· Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· άφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύση.

Εξ. 9,2               εἰ μὲν οὖν μή βούλει ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἀλλὰ ἔτι ἐγκρατεῖς αὐτοῦ,

Εξ. 9,2                       Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, αλλά επιχειρήσης και πάλιν να τον κατακρατήσης,

Εξ. 9,3               ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπέσται ἐν τοῖς κτήνεσί σου τοῖς ἐν τοῖς πεδίοις, ἔν τε τοῖς ἵπποις καὶ ἐν τοῖς ὑποζυγίοις καὶ ταῖς καμήλοις καὶ βουσὶ καὶ προβάτοις, θάνατος μέγας σφόδρα.

Εξ. 9,3                       ιδού η τιμωρός χειρ του Κυρίου θα επέλθη εις τα ζώα σου που βόσκουν εις τας πεδιάδας, στους ίππους, εις τα υποζύγια, εις τας καμήλους, εις τα βόδια και εις τα πρόβατα, και θα επιπέση εις αυτά θανατικό, πολύ μεγάλη καταστροφή.

Εξ. 9,4               καὶ παραδοξάσω ἐγὼ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ μέσον τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· οὐ τελευτήσει ἀπὸ πάντων τῶν τοῦ Ἰσραὴλ υἱῶν ῥητόν.

Εξ. 9,4                       Παλιν όμως εγώ και εις την περίστασιν αυτήν κατά τρόπον θαυματουργικόν και εις δόξαν του λαού μου, θα χωρίσω τα κτήνη των Αιγυπτίων από τα κτήνη του ισραηλιτικού λαού, ώστε κανένα από τα ζώα των υιών του Ισραήλ να μη αποθάνη”.

Εξ. 9,5               καὶ ἔδωκεν ὁ Θεὸς ὅρον λέγων· ἐν τῇ αὔριον ποιήσει Κύριος τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 9,5                       Ωρισε δε ο Θεός και τον χρόνον του θαύματος και είπε· “κατά την αυριανήν ημέραν θα πραγματοποιήση ο Κυριος τον λόγον του αυτόν εις την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 9,6               καὶ ἐποίησε Κύριος τὸ ῥῆμα τοῦτο τῇ ἐπαύριον, καὶ ἐτελεύτησε πάντα τὰ κτήνη τῶν Αἰγυπτίων, ἀπὸ δὲ τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οὐκ ἐτελεύτησεν οὐδέν.

Εξ. 9,6                       Επραγματοποίησεν όντως ο Κυριος την απειλήν του αυτήν κατά την επομένην ημέραν και εψόφησαν όλα τα ζώα των Αιγυπτίων, ενώ από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανεν ούτε ένα.

Εξ. 9,7               ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι οὐκ ἐτελεύτησεν ἀπὸ πάντων τῶν κτηνῶν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ οὐδέν, ἐβαρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τὸν λαόν.

Εξ. 9,7                       Οταν επληροφορήθη ο Φαραώ ότι κανένα από τα ζώα των Ισραηλιτών δεν απέθανε, σκεφθείς ίσως ότι αρκούν αυτά δια τους Αιγυπτίους, εσκλήρυνε την καρδίαν του και δεν αφήκε ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν να αναχωρήση.

Εξ. 9,8               Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· λάβετε ὑμεῖς πλήρεις τὰς χεῖρας αἰθάλης καμιναίας, καὶ πασάτω Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ,

Εξ. 9,8                       Ο Κυριος είπε τότε προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών· “πάρετε και γεμίστε τα χέρια σας από καπνιά καμίνου και ας σκορπίση αυτήν ο Μωϋσής στον ουρανόν ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού.

Εξ. 9,9               καὶ γενηθήτω κονιορτὸς ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἔσται ἐπὶ τούς ἀνθρώπους καὶ ἐπὶ τὰ τετράποδα ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 9,9                       Και θα γίνη κονιορτός εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Αυτός ο κονιορτός, καθώς θα πέφτη επάνω στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα, θα προκαλέση έλκη και καυτερές φουσκάλες εις ανθρώπους και εις ζώα καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 9,10             καὶ ἔλαβε τὴν αἰθάλην τῆς καμιναίας ἐναντίον Φαραώ, καὶ ἔπασεν αὐτὴν Μωυσῆς εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο ἕλκη, φλυκτίδες ἀναζέουσαι, ἔν τε τοῖς ἀνθρώποις καὶ ἐν τοῖς τετράποσι.

Εξ. 9,10                     Ο Μωϋσής επήρε την καπνιάν από την κάμινον και ενώπιον του Φαραώ εσκόρπισεν αυτήν στον ουρανόν. Αμέσως δε παρουσιάσθησαν πληγαί και καυτερές φουσκάλες στους ανθρώπους και εις τα τετράποδα.

Εξ. 9,11             καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ φαρμακοὶ στῆναι ἐναντίον Μωυσῆ διὰ τὰ ἕλκη· ἐγένετο γὰρ τὰ ἕλκη ἐν τοῖς φαρμακοῖς καὶ ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 9,11                      Και οι ίδιοι οι μάγοι δεν ημπορούσαν να σταθούν ενώπιον του Μωϋσέως εξ αιτίας των πληγών των. Διότι αι πληγαί αυταί επροξενήθησαν στους μάγους και εις ολόκληρον την Αίγυπτον.

Εξ. 9,12             ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτῶν, καθὰ συνέταξε Κύριος.

Εξ. 9,12                     Ο Κυριος επέτρεψε να σκληρυνθή και πάλιν η καρδία του αμετανοήτου Φαραώ και έτσι εκείνος δεν υπήκουσεν στον Μωϋσέα και στον Ααρών, που του διεβίβασαν την εντολήν του Κυρίου.

Εξ. 9,13             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ὄρθρισον τὸ πρωΐ καὶ στῆθι ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι·

Εξ. 9,13                     Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “σήκω πολύ πρωϊ, στάσου ενώπιον του Φαραώ και είπε προς αυτόν· Ταδε λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· απόστειλε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν.

Εξ. 9,14             ἐν τῷ γὰρ νῦν καιρῷ ἐγὼ ἐξαποστέλλω πάντα τὰ συναντήματά μου εἰς τὴν καρδίαν σου καὶ τῶν θεραπόντων σου καὶ τοῦ λαοῦ σου, ἵνα εἰδῇς ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς ἐγὼ ἄλλος ἐν πάσῃ τῇ γῇ·

Εξ. 9,14                     Εάν όμως και πάλιν παρακούσης, θα αποστείλω κατά τον καιρόν αυτόν όλας τας τιμωρίας μου εις την καρδίαν σου, εις την καρδίαν των αυλικών σου και του λαού σου, δια να μάθης ότι δεν υπάρχει εις όλην την γην άλλος Θεός, όπως εγώ.

Εξ. 9,15             νῦν γὰρ ἀποστείλας τὴν χεῖρα πατάξω σε, καὶ τὸν λαόν σου θανατώσω, καὶ ἐκτριβήσῃ ἀπὸ τῆς γῆς·

Εξ. 9,15                     Διότι τώρα θα απλώσω το παντοδύναμο χέρι μου, θα κτυπήσω σέ, θα θανατώσω τον λαόν σου, και θα ξεπαστρευθής από την γην.

Εξ. 9,16             καὶ ἕνεκεν τούτου διετηρήθης, ἵνα ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν ἰσχύν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ.

Εξ. 9,16                     Μέχρι τώρα διετηρήθης εις την ζωήν, δια να σου δείξω την άπειρον δύναμίν μου και να δοξασθή το όνομά μου εις όλην την οικουμένην.

Εξ. 9,17             ἔτι οὖν σὺ ἐμποιῇ τοῦ λαοῦ μου τοῦ μὴ ἐξαποστεῖλαι αὐτούς;

Εξ. 9,17                     Ακόμη λοιπόν συ θα πράξης τα ίδια εναντίον του λαού μου και δεν θα τον αποστείλης ελεύθερον;

Εξ. 9,18             ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον χάλαζαν πολλὴν σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἔκτισται ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.

Εξ. 9,18                     Ιδού εγώ ρίπτω αυτήν την ώραν αύριον πυκνήν και μεγάλην χάλαζαν, τόσην πολλήν όση ποτέ δεν έχει πέσει επί της Αιγύπτου, από την ημέραν που εκτίσθη μέχρι σήμερον.

Εξ. 9,19             νῦν οὖν κατάσπευσον συναγαγεῖν τὰ κτήνη σου καὶ ὅσα σοί ἐστιν ἐν τῷ πεδίῳ· πάντες γὰρ οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κτήνη, ὅσα ἐὰν εὑρεθῇ ἐν τοῖς πεδίοις καὶ μὴ εἰσέλθῃ εἰς οἰκίαν, πέσῃ δὲ ἐπ᾿ αὐτὰ ἡ χάλαζα, τελευτήσει.

Εξ. 9,19                     Τωρα λοιπόν σπεύσε χωρίς αργοπορίαν να μαζέψης τα κατοικίδια ζώα σου και όσα άλλα ακόμη ευρίσκονται εις τας πεδιάδας, διότι όλοι, άνθρωποι και ζώα, που θα ευρεθούν εις τας πεδιάδας και δεν θα εισέλθουν εις τας οικίας, θα πέση δε χάλαζα επάνω των, θα θανατωθούν”.

Εξ. 9,20             ὁ φοβούμενος τὸ ῥῆμα Κυρίου τῶν θεραπόντων Φαραὼ συνήγαγε τὰ κτήνη αὐτοῦ εἰς τοὺς οἴκους·

Εξ. 9,20                    Καθένας από τους αυλικούς του Φαραώ, που ευλαβείτο τα λόγια του Κυρίου εμάζευσε τα ζώα του στους σταύλους των.

Εξ. 9,21             ὃς δὲ μὴ προσέσχε τῇ διανοίᾳ εἰς τὸ ῥῆμα Κυρίου, ἀφῆκε τὰ κτήνη ἐν τοῖς πεδίοις.

Εξ. 9,21                     Οποιος όμως δεν έδωσε προσοχήν στον λόγον του Κυρίου, αφήκε τα ζώα του εις τας πεδιάδας.

Εξ. 9,22             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἔσται χάλαζα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου, ἐπί τε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ κτήνη καὶ ἐπὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 9,22                    Την άλλην ημέραν είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και θα πέση χάλαζα εις όλην την Αίγυπτον εναντίον των ανθρώπων, και των ζώων και επάνω εις όλην την χλόην της γης”.

Εξ. 9,23             ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἔδωκε φωνὰς καὶ χάλαζαν, καὶ διέτρεχε τὸ πῦρ ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου.

Εξ. 9,23                     Ηπλωσεν ο Μωυσής το χέρι του στον ουρανόν, και ο Κυριος έδωσε βροντάς και έβρεξε χάλαζαν, ενώ το πυρ των αστραπών διέτρεχε την γην. Και έβρεξεν ο Κυριος φοβεράν χάλαζαν εις όλην την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 9,24             ἦν δὲ ἡ χάλαζα καὶ τὸ πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ· ἡ δὲ χάλαζα πολλὴ σφόδρα, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονεν ἐν Αἰγύπτῳ, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγένηται ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος.

Εξ. 9,24                    Καθώς δε η χάλαζα έπιπτεν εις την γην φλόγες αστραπών ανεμιγνύοντο με αυτήν. Η χάλαζα ήτο πολλή πάρα πολλή, ομοία της οποίας ποτέ άλλοτε δεν είχε πέσει εις την Αίγυπτον από της εποχής, κατά την οποίαν ωργανώθη εις αυτήν το κράτος των Αιγυπτίων.

Εξ. 9,25             ἐπάταξε δὲ ἡ χάλαζα ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, καὶ πᾶσαν βοτάνην τὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἐπάταξεν ἡ χάλαζα, καὶ πάντα τὰ ξύλα τὰ ἐν τοῖς πεδίοις συνέτριψεν ἡ χάλαζα·

Εξ. 9,25                     Εκτύπησεν η χάλαζα και εφόνευσεν εις όλην την Αίγυπτον ανθρώπους και ζώα. Εκτύπησε και κατέστρεψε όλην την χλόην των πεδιάδων και συνέτριψεν όλα τα δένδρα της χώρας.

Εξ. 9,26             πλὴν ἐν γῇ Γεσέμ, οὗ ἦσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, οὐκ ἐγένετο ἡ χάλαζα.

Εξ. 9,26                    Εις την Γεσέμ όμως, όπου ήσαν οι Ισραηλίται, δεν έπεσε χάλαζα.

Εξ. 9,27             ἀποστείλας δὲ Φαραώ ἐκάλεσε Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἡμάρτηκα τὸ νῦν· ὁ Κύριος δίκαιος, ἐγὼ δὲ καὶ ὁ λαός μου ἀσεβεῖς.

Εξ. 9,27                     Καθ' ον χρόνον έπιπτεν η καταστρεπτική χάλαζα, έστειλεν ο Φαραώ ανθρώπους, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και καταφοβισμένος από την φοβεράν πληγήν τους είπεν· “ημάρτησα αυτήν την φοράν ενώπιον του Κυρίου. Ο Θεός είναι δίκαιος, εγώ δε και ο λαός μου είμεθα ασεβείς.

Εξ. 9,28             εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸς Κύριον, καὶ παυσάσθω τοῦ γενηθῆναι φωνὰς Θεοῦ καὶ χάλαζαν καὶ πῦρ· καὶ ἐξαποστελῶ ὑμᾶς, καὶ οὐκέτι προστεθήσεσθε μένειν.

Εξ. 9,28                    Προχευχηθήτε, λοιπόν, υπέρ εμού προς τον Θεόν δια να παύσουν αι βρονταί του Θεού, η χάλαζα και το πυρ και εγώ θα σας αφήσω ελευθέρους να αναχωρήσετε. Δεν θα μείνετε πλέον εδώ”.

Εξ. 9,29             εἶπε δὲ αὐτῷ Μωυσῆς· ὡς ἂν ἐξέλθω τὴν πόλιν, ἐκπετάσω τὰς χεῖράς μου πρὸς τὸν Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ παύσονται, καὶ ἡ χάλαζα καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσται ἔτι, ἵνα γνῷς ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ γῆ.

Εξ. 9,29                    Ο Μωϋσής του απήντησεν· “αμέσως μόλις εξέλθω από την πόλιν θα υψώσω τα χέρια μου προς τον Κυριον και θα παύσουν αι βρονταί, θα σταματήση η χάλαζα και η βροχή, δια να μάθης ότι η γη όλη ανηκεί στον Κυριον.

Εξ. 9,30             καὶ σὺ καὶ οἱ θεράποντές σου, ἐπίσταμαι ὅτι οὐδέπω πεφόβησθε τὸν Κύριον.

Εξ. 9,30                     Αλλά γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε άκομη φοβηθή τον Κυριον, ούτε συ, ούτε οι αυλικοί σου”.

Εξ. 9,31             τὸ δὲ λίνον καὶ ἡ κριθὴ ἐπλήγη· ἡ γὰρ κριθὴ παρεστηκυῖα, τὸ δὲ λίνον σπερματίζον.

Εξ. 9,31                     Από την χάλαζαν είχε καταστραφή και το λινάρι και η κριθή· διότι η μεν κριθή είχε πετάξει τότε μεγάλον βλαστόν, το δε λινάρι είχε δέσει τα σπέρματά του.

Εξ. 9,32             ὁ δὲ πυρὸς καὶ ἡ ὀλύρα οὐκ ἐπλήγησαν, ὄψιμα γὰρ ἦν.

Εξ. 9,32                     Ο σίτος όμως και η ολύρα (είδος λευκού σίτου) δεν κατεστράφησαν, διότι ήσαν όψιμα.

Εξ. 9,33             ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ ἐκτὸς τῆς πόλεως καὶ ἐξέτεινε τὰς χεῖρας πρὸς Κύριον, καὶ αἱ φωναὶ ἐπαύσαντο καὶ ἡ χάλαζα, καὶ ὁ ὑετὸς οὐκ ἔσταξεν ἔτι ἐπὶ τὴν γῆν.

Εξ. 9,33                     Εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ και, έξω από την πόλιν, ύψωσε τα χέρια του προς τον Θεόν. Αμέσως δε αι βρονταί και η χάλαζα εσταμάτησαν και ούτε σταγών βροχής δεν έσταξεν εις την γην.

Εξ. 9,34             ἰδὼν δὲ Φαραὼ ὅτι πέπαυται ὁ ὑετὸς καὶ ἡ χάλαζα καὶ αἱ φωναί, προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν καὶ ἐβάρυνεν αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

Εξ. 9,34                     Ο Φαραώ ειδών ότι εσταμάτησαν η βροχή και η χάλαζα και οι κεραυνοί, ημάρτησε και πάλιν ενώπιον του Θεού, και εσκληρύνθη η καρδία αυτού και των αυλικών του.

Εξ. 9,35             καὶ ἐσκληρύνθη ἡ καρδία Φαραώ, καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος τῷ Μωυσῇ.

Εξ. 9,35                     Εσκληρύνθη η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους Ισραηλίτας να αναχωρήσουν, όπως τον είχε διατάξει δια του Μωϋσέως ο Θεός.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 10

 

Εξ. 10,1             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων· εἴσελθε πρὸς Φαραώ· ἐγὼ γὰρ ἐσκλήρυνα αὐτοῦ τὴν καρδίαν καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, ἵνα ἑξῆς ἐπέλθῃ τὰ σημεῖα ταῦτα ἐπ᾿ αὐτούς·

Εξ. 10,1                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “είσελθε εις τα ανάκτορα προς τον Φαραώ. Εγώ δια την κακότητά του παρεχώρησα να σκληρυνθή η καρδία αυτού και των αυλικών του δια να έλθουν εναντίον αυτών ως τιμωρία εν συνεχεία τα θαύματά μου.

Εξ. 10,2             ὅπως διηγήσησθε εἰς τὰ ὦτα τῶν τέκνων ὑμῶν καὶ τοῖς τέκνοις τῶν τέκνων ὑμῶν, ὅσα ἐμπέπαιχα τοῖς Αἰγυπτίοις, καὶ τὰ σημεῖά μου, ἃ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος.

Εξ. 10,2                     Θα γίνουν αυτά, δια να διηγήσθε και σεις εις τα τέκνα σας και εις τα παιδιά των τέκνων σας, πως και με πόσας τιμωρίας επαίδευσα εγώ τους Αιγυπτίους, να αναφέρετε τα θαύματά μου, τα οποία έκαμα εις αυτούς, δια να μάθετε ότι εγώ είμαι ο παντοδύναμος Κυριος”.

Εξ. 10,3             εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐναντίον Φαραὼ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων· ἕως τίνος οὐ βούλῃ ἐντραπῆναί με; ἐξαπόστειλον τὸν λαόν μου, ἵνα λατρεύσωσί μοι.

Εξ. 10,3                     Ανήλθεν ο Μωϋσής και ο Ααρών εις τα ανάκτορα του Φαραώ, παρουσιάσθησαν ενώπιον αυτού και του είπαν· “Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός των Εβραίων· Εως πότε δεν θέλεις να υποχωρήσης εις εμέ; Αφησε ελεύθερον τον λαόν μου, δια να με λατρεύσουν.

Εξ. 10,4             ἐὰν δὲ μὴ θέλῃς σὺ ἐξαποστεῖλαι τὸν λαόν μου, ἰδοὺ ἐγὼ ἐπάγω ταύτην τὴν ὥραν αὔριον ἀκρίδα πολλὴν ἐπὶ πάντα τὰ ὅριά σου,

Εξ. 10,4                     Εάν όμως δεν θελήσης να αποστείλης ελεύθερον τον λαόν μου, ιδού εγώ επιφέρω αύριον αυτήν την ώραν πολλήν ακρίδα επάνω εις όλην την έκτασιν της χώρας σου.

Εξ. 10,5             καὶ καλύψει τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ οὐ δυνήσῃ κατιδεῖν τὴν γῆν, καὶ κατέδεται πᾶν τὸ περισσὸν τῆς γῆς τὸ καταλειφθέν, ὃ κατέλιπεν ὑμῖν ἡ χάλαζα, καὶ κατέδεται πᾶν ξύλον τὸ φυόμενον ὑμῖν ἐπὶ τῆς γῆς·

Εξ. 10,5                     Και θα σκεπάση αυτή την επιφάνειαν της γης και δεν θα ημπορής να ίδης το έδαφος. Αυτή θα καταφάγη ο,τι απέμεινεν εις την χώραν σου, ο,τι χλωρό σας αφήκε η χάλαζα. Θα καταφάγη και κάθε δένδρον, το οποίον φυτρώνει εις την χώραν σας.

Εξ. 10,6             καὶ πλησθήσονταί σου αἱ οἰκίαι καὶ αἱ οἰκίαι τῶν θεραπόντων σου καὶ πᾶσαι αἱ οἰκίαι ἐν πάσῃ γῇ τῶν Αἰγυπτίων, ἃ οὐδέποτε ἑωράκασιν οἱ πατέρες σου, οὐδ᾿ οἱ πρόπαπποι αὐτῶν, ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας γεγόνασιν ἐπὶ τῆς γῆς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. καὶ ἐκκλίνας Μωυσῆς ἐξῆλθεν ἀπὸ Φαραώ.

Εξ. 10,6                     Από το πλήθος των ακρίδων θα γεμίσουν τα ανάκτορά σου, αι οικίαι των αυλικών σου και όλαι αι οικίαι εις όλην την χώραν της Αιγύπτου. Γεγονότα τα οποία ποτέ δεν είδαν οι πατέρες σου, ούτε οι προπάπποι αυτών από την ημέραν που εγεννήθησαν εις την χώραν αυτήν μέχρι σήμερον, θα πραγματοποιηθούν αύριον”. Είπεν ο Μωϋσής και στραφείς ανεχώρησεν από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 10,7             καὶ λέγουσιν οἱ θεράποντες Φαραὼ πρὸς αὐτόν· ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον; ἐξαπόστειλον τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως λατρεύσωσι τῷ Θεῷ αὐτῶν· ἢ εἰδέναι βούλῃ ὅτι ἀπόλωλεν Αἴγυπτος;

Εξ. 10,7                     Οι αυλικοί του Φαραώ είπαν τότε προς αυτόν· “έως πότε θα έχωμεν αυτό το βάσανο με τους Ισραηλίτας; Στειλε τους ελευθέρους τους ανθρώπους αυτούς να λατρεύσουν τον Θεόν των· η θέλεις να μάθης ότι κατεστράφη η Αίγυπτος και έπειτα να τους αφήσης;”

Εξ. 10,8             καὶ ἀπέστρεψαν τόν τε Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν πρὸς Φαραώ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορεύεσθε καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν· τίνες δὲ καὶ τίνες εἰσὶν οἱ πορευόμενοι;

Εξ. 10,8                     Οι αυλικοί του Φαραώ τρομοκρατημένοι από τας μέχρι της ημέρας εκείνης πληγάς ωδήγησαν πάλιν τον Μωϋσήν και τον Ααρών προς τον Φαραώ. Ο οποίος και τους είπε· “πηγαίνετε να λατρεύσετε Κυριον τον Θεόν σας. Αλλά ποίοι και ποίοι είναι εκείνοι, οι οποίοι θα πορευθούν δια τον σκοπόν αυτόν;”

Εξ. 10,9             καὶ λέγει Μωυσῆς· σὺν τοῖς νεανίσκοις καὶ πρεσβυτέροις πορευσόμεθα, σὺν τοῖς υἱοῖς καὶ θυγατράσι καὶ προβάτοις καὶ βουσὶν ἡμῶν· ἔστι γὰρ ἑορτὴ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.

Εξ. 10,9                     Ο Μωϋσής του απήντησε· “θα πορευθώμεν μαζή με τους νέους και τους γέροντας, με τους υιούς και τας θυγατέρας μας, με τα πρόβατα και τα βόδια μας και τούτο, διότι η ημέρα αυτή θα είναι εορτή Κυρίου του Θεού μας”.

Εξ. 10,10           καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἔστω οὕτω, Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν· καθότι ἀποστέλλω ὑμᾶς, μὴ καὶ τὴν ἀποσκευὴν ὑμῶν; ἴδετε ὅτι πονηρία πρόσκειται ὑμῖν.

Εξ. 10,10                   Ο Φαραώ είπε προς αυτούς· “ας γίνη όπως είπατε, ο Κυριος ας είναι μαζή σας· επειδή αφήνω σας ελευθέρους να αναχωρήσετε, μήπως σκέπτεσθε να πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας; Προσέξατε, διότι πιθανόν να κρύπτη κάποιαν πονηρίαν η πάνδημος αυτή αναχώρησίς σας. Ισως σκέπτεσθε να δραπετεύσετε.

Εξ. 10,11           μὴ οὕτως· πορευέσθωσαν δὲ οἱ ἄνδρες, καὶ λατρευσάτωσαν τῷ Θεῷ· τοῦτο γὰρ αὐτοὶ ἐκζητεῖτε. ἐξέβαλον δὲ αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου Φαραώ.

Εξ. 10,11                    Αλλά δεν θα γίνη έτσι η αναχώρησίς σας. Ας πορευθούν μόνον οι άνδρες, και αυτοί ας λατρεύσουν τον Θεόν. Αλλωστε σεις οι ίδιοι αυτό ζητείτε”. Επειδή όμως ο Μωϋσής και ο Ααρών επέμενον εις την πρότασίν των, τους εξεδίωξαν από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 10,12           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρα ἐπὶ γῆν Αἰγύπτου, καὶ ἀναβήτω ἀκρὶς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ κατέδεται πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃν ὑπελίπετο ἡ χάλαζα.

Εξ. 10,12                   Είπε τότε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου προς όλην την γην της Αιγύπτου· θα αναβούν και θα επιπέσουν ακρίδες καθ' όλην την έκτασιν της χώρας, αι οποίαι θα καταφάγουν κάθε χλόην της γης και κάθε καρπόν δένδρου, που αφήκεν η χάλαζα”.

Εξ. 10,13           καὶ ἐπῇρε Μωυσῆς τὴν ῥάβδον εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Κύριος ἐπήγαγεν ἄνεμον νότον ἐπὶ τὴν γῆν, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα· τὸ πρωΐ ἐγενήθη, καὶ ὁ ἄνεμος ὁ νότος ἀνέλαβε τὴν ἀκρίδα

Εξ. 10,13                    Υψωσεν ο Μωϋσής την ράβδον του στον ουρανόν, και ο Κυριος ήγειρε νότιον άνεμον εις την γην της Αιγύπτου όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα· έγινε πρωϊ και ο νότιος άνεμος παρέσυρε τας ακρίδας,

Εξ. 10,14           καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν Αἰγύπτου, καὶ κατέπαυσεν ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια Αἰγύπτου πολλὴ σφόδρα· προτέρα αὐτῆς οὐ γέγονε τοιαύτη ἀκρὶς καὶ μετὰ ταῦτα οὐκ ἔσται οὕτως.

Εξ. 10,14                   και τας έφερεν εις όλην την Αίγυπτον. Αυταί δε επέπεσαν και εκάλυψαν όλην την περιοχήν της Αιγύπτου εις σμήνη απειροπληθή. Ουδέποτε προηγουμένως παρουσιάσθη τόση πολλή ακρίς και ούτε μετά ταύτα θα παρουσιασθή τόσον πλήθος.

Εξ. 10,15           καὶ ἐκάλυψε τὴν ὄψιν τῆς γῆς, καὶ ἐφθάρη ἡ γῆ· καὶ κατέφαγε πᾶσαν βοτάνην τῆς γῆς καὶ πάντα τὸν καρπὸν τῶν ξύλων, ὃς ὑπελείφθη ἀπὸ τῆς χαλάζης· οὐχ ὑπελείφθη χλωρὸν οὐδὲν ἐν τοῖς ξύλοις καὶ ἐν πάσῃ βοτάνῃ τοῦ πεδίου, ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 10,15                    Τα σμήνη των ακρίδων εσκέπασαν την όψιν της Αιγύπτου και κατεστράφη η χώρα εκείνη, διότι αι ακρίδες κατέφαγον όλον το χόρτον της γης και όλους τους καρπούς των δένδρων, όσα είχον απομείνει από την χάλαζαν. Και δεν έμεινε πλέον τίποτε το χλωρόν ούτε εις τα δένδρα ούτε εις τα χόρτα των πεδιάδων καθ' όλην την έκτασιν της Αιγύπτου.

Εξ. 10,16           κατέσπευδε δὲ Φαραὼ καλέσαι Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· ἡμάρτηκα ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ εἰς ὑμᾶς·

Εξ. 10,16                   Εστειλε τότε εσπευσμένως ο Φαραώ, εκάλεσε τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “ημάρτησα ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και ενώπιόν σας.

Εξ. 10,17           προσδέξασθε οὖν μου τὴν ἁμαρτίαν ἔτι νῦν καὶ προσεύξασθε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, καὶ περιελέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸν θάνατον τοῦτον.

Εξ. 10,17                    Δεχθήτε την μετάνοιάν μου και συγχωρήσατέ μου πάλιν την παρούσαν αμαρτίαν. Προσευχηθήτε προς τον Κυριον τον Θεόν σας, δια να ευδοκήση και απομακρύνη από εμέ αυτήν την θανάσιμον καταστροφήν”.

Εξ. 10,18           ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ καὶ ηὔξατο πρὸς τὸν Θεόν.

Εξ. 10,18                   Εφυγεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα το Φαραώ και προσηυχήθη προς τον Θεόν.

Εξ. 10,19           καὶ μετέβαλε Κύριος ἄνεμον ἀπὸ θαλάσσης σφοδρόν, καὶ ἀνέλαβε τὸν ἀκρίδα καὶ ἔβαλεν αὐτὴν εἰς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθη ἀκρὶς μία ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτου.

Εξ. 10,19                   Και ο Κυριος ήγειρεν άνεμον σφοδρόν από την Μεσόγειον θάλασσαν, ο οποίος παρέσυρε την ακρίδα και την έρριψεν εις την Ερυθράν θάλασσαν, ώστε καιμμία ακρίς δεν απέμεινεν εις όλην την γην της Αιγύπτου.

Εξ. 10,20           καὶ ἐσκλήρυνε Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ. καὶ οὐκ ἐξαπέστειλε τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Εξ. 10,20                   Ο Κυριος παρεχώρησε και εσκληρύνθη πάλιν η καρδία του Φαραώ και δεν αφήκεν ελευθέρους τους υιούς Ισραήλ να αναχωρήσουν.

Εξ. 10,21           Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ γενηθήτω σκότος ἐπὶ γῆς Αἰγύπτου, ψηλαφητὸν σκότος.

Εξ. 10,21                   Ο Κυριος είπεν στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου στον ουρανόν και ας απλωθή σκότος εις όλην την χώραν της Αιγύπτου· πυκνό, ψηλαφητό σκοτάδι”.

Εξ. 10,22           ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἐγένετο σκότος γνόφος, θύελλα ἐπὶ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου τρεῖς ἡμέρας,

Εξ. 10,22                   Ηπλωσεν ο Μωϋσής την χείρα του στον ουρανόν και έγινε κατ' αρχάς ελαφρό σκοτάδι, έπειτα βαθύ σκοτάδι και θύελλα εις όλην την γην της Αιγύπτου επί τρεις ημέρας.

Εξ. 10,23           καὶ οὐκ εἶδεν οὐδεὶς τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας, καὶ οὐκ ἐξανέστη οὐδεὶς ἐκ τῆς κοίτης αὐτοῦ τρεῖς ἡμέρας· πᾶσι δὲ τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ φῶς ἦν ἐν πᾶσιν, οἷς κατεγίνοντο.

Εξ. 10,23                   Εξ αιτίας του πυκνοτάτου αυτού σκότους κανείς δεν είδεν ούτε τον πλησίον αδελφόν του και κανείς δεν εσηκώθη από την κλίνην του κατά τας τρεις αυτάς ημέρας. Μονον δε εις την περιοχήν, εις την οποίαν κατοικούσαν οι Ισραηλίται, ήτο φως και εις όλα τα έργα, με τα οποία ησχολούντο.

Εξ. 10,24           καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν λέγων· βαδίζετε, λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν, πλὴν τῶν προβάτων καὶ τῶν βοῶν ὑπολείπεσθε· καὶ ἡ ἀποσκευὴ ὑμῶν ἀποτρεχέτω μεθ᾿ ὑμῶν,

Εξ. 10,24                   Εκάλεσε πάλιν ο Φαραώ τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “πηγαίνετε όπου θέλετε, λατρεύσατε Κυριον τον Θεόν σας, πάρετε μαζή σας και τα παιδιά σας, αλλά τα πρόβατα και τα βόδια σας θα τα αφήσετε εδώ”.

Εξ. 10,25           καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἀλλὰ καὶ σὺ δώσεις ἡμῖν ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, ἃ ποιήσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν·

Εξ. 10,25                   Του είπε τότε ο Μωϋσής· “όχι μόνον θα πάρωμε μαζή μας τα πρόβατα και τα βόδια μας, αλλά και συ ο ίδιος θα μας δώσης ζώα δια τα ολοκαυτώματά μας και δια τας άλλας θυσίας, τας οποίας θα προσφέρωμεν στον Κυριον και Θεόν μας.

Εξ. 10,26           καὶ τὰ κτήνη ἡμῶν πορεύσεται μεθ᾿ ἡμῶν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ὁπλήν· ἀπ᾿ αὐτῶν γὰρ ληψόμεθα λατρεῦσαι Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἡμεῖς δὲ οὐκ οἴδαμεν τί λατρεύσομεν Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, ἕως τοῦ ἐλθεῖν ἡμᾶς ἐκεῖ.

Εξ. 10,26                   Λοιπόν και τα ζώα μας θα έλθουν μαζή μας, και δεν θα αφήσωμεν ούτε ένα νύχι των. Διότι από αυτά τα ζώα θα πάρωμεν, δια να προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας. Ημείς, άλλωστε, δεν γνωρίζομεν ποία ζώα θα προσφέρωμεν θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν μας, έως ότου φθάσωμεν εκεί, όπου θα πρασφερθή η θυσία”.

Εξ. 10,27           ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἐξαποστεῖλαι αὐτούς.

Εξ. 10,27                   Ο Κυριος παρεχώρησε και πάλιν να σκληρυνθή δια την κακότητά της η καρδιά του Φαραώ, ο οποίος και δεν ηθέλησε να αφήση ελευθέρους τους Ισραηλίτας.

Εξ. 10,28           καὶ λέγει Φαραώ· ἄπελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ· πρόσεχε σεαυτῷ ἔτι προσθεῖναι ἰδεῖν μου τὸ πρόσωπον· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ ὀφθῇς μοι, ἀποθανῇ.

Εξ. 10,28                   Γεμάτος δε οργήν εφώναξε προς τον Μωϋσήν “φύγε από εμπρός μου. Πρόσεχε, μήπως τυχόν και θελήσης να ξαναδής το πρόσωπόν μου. Την ημέραν που θα τολμήσης να παρουσιασθής εμπρός μου,θα θανατωθής”.

Εξ. 10,29           λέγει δὲ Μωυσῆς· εἴρηκας· οὐκ ἔτι ὀφθήσομαί σοι εἰς πρόσωπον.

Εξ. 10,29                   Ο Μωϋσής με δικαίαν αγανάκτησιν του απήντησε· “το είπες ! Δεν θα παρουσιασθώ πλέον ενώπιόν σου”.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 11

 

Εξ. 11,1             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔτι μίαν πληγὴν ἐγὼ ἐπάξω ἐπὶ Φαραὼ καὶ ἐπ᾿ Αἴγυπτον, καὶ μετὰ ταῦτα ἐξαποστελεῖ ὑμᾶς ἐντεῦθεν· ὅταν δὲ ἐξαποστέλλῃ ὑμᾶς, σὺν παντὶ ἐκβαλεῖ ὑμᾶς ἐκβολῇ.

Εξ. 11,1                       Επειτα από τα γεγονότα αυτά είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “μίαν ακόμη πληγήν θα επιφέρω εγώ εναντίον του Φαραώ και της Αιγύπτου, και μετά ταύτα θα σας αφήση ελευθέρους να φύγετε από εδώ. Οταν δε θα σας αποστείλη, θα σας αφήση να φύγετε με όλα τα υπάρχοντά σας.

Εξ. 11,2             λάλησον οὖν κρυφῇ εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ αἰτησάτω ἕκαστος παρὰ τοῦ πλησίον σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν.

Εξ. 11,2                      Λαλησε λοιπόν κρυφίως εις τα αυτιά του λαού σου και ειπέ εις αυτούς να ζητήση ο καθένας από τον γείτονά του Αιγύπτιον αργυρά και χρυσά σκεύη και ιματιαμόν”.

Εξ. 11,3             Κύριος δὲ ἔδωκε τὴν χάριν τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ἔχρησαν αὐτοῖς· καὶ ὁ ἄνθρωπος Μωυσῆς μέγας ἐγενήθη σφόδρα ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἐναντίον Φαραὼ καὶ ἐναντίον τῶν θεραπόντων αὐτοῦ.

Εξ. 11,3                      Εδωκεν ο Κυριος αυτήν την χάριν στον λαόν του απέναντι των Αιγυπτίων, ώστε εκείνοι έδωσαν εις αυτούς όσα τους εχρειάζοντο. Ο δε Μωϋσής ανεδείχθη μέγας, πολύ μέγας και ένδοξος ενώπιον των Αιγυπτίων, ενώπιον του Φαραώ και ενώπιον των αυλικών αυτού.

Εξ. 11,4             Καὶ εἶπε Μωυσῆς· τάδε λέγει Κύριος· περὶ μέσας νύκτας ἐγὼ εἰσπορεύομαι εἰς μέσον Αἰγύπτου,

Εξ. 11,4                      Είπε δε ο Μωϋσής στον Φαραώ· “αυτά λέγει ο Κυριος· Κατά το μεσονύκτιον εισέρχομαι εις την Αίγυπτον.

Εξ. 11,5             καὶ τελευτήσει πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραώ, ὃς κάθηται ἐπὶ τοῦ θρόνου, καὶ ἕως πρωτοτόκου τῆς θεραπαίνης τῆς παρὰ τὸν μύλον καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους,

Εξ. 11,5                      Και θα αποθάνη κάθε πρωτότοκον εις όλην την χώραν της Αιγύπτου, από το πρωτότοκον του Φαραώ, ο οποίος, κάθεται στον βασιλικόν θρόνον, έως το πρωτότοκον της δούλης η οποία κάθεται στον χειρόμυλόν της, και μέχρι το πρωτότοκον παντός ζώου.

Εξ. 11,6             καὶ ἔσται κραυγὴ μεγάλη κατὰ πᾶσαν γῆν Αἰγύπτου, ἥτις τοιαύτη οὐ γέγονε καὶ τοιαύτη οὐκ ἔτι προστεθήσεται.

Εξ. 11,6                      Εξ αιτίας του θανάτου των πρωτοτόκων θα γίνη μεγάλη γοερά κραυγή καθ' όλην την χώραν της Αιγύπτου, τέτοια, οποία δεν έγινε μέχρι τώρα και ούτε θα γίνη στο μέλλον.

Εξ. 11,7             καὶ ἐν πᾶσι τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ οὐ γρύξει κύων τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους, ὅπως εἰδῇς ὅσα παραδοξάσει Κύριος ἀνὰ μέσον τῶν Αἰγυπτίων καί τοῦ Ἰσραήλ.

Εξ. 11,7                      Μεταξύ όμως των Ισραηλιτών ούτε κύων δεν θα μουρμουρίση με την γλώσσαν του. Θα επικρατήση απόλυτος ηρεμία από ανθρώπου έως κτήνους. Αυτά δε όλα θα γίνουν, δια να γνωρίσης πόσα θαύματα κάμνει ο Θεός δια να δοξάση τους Ισραηλίτας απέναντι των Αιγυπτίων.

Εξ. 11,8             καὶ καταβήσονται πάντες οἱ παῖδές σου οὗτοι πρός με καὶ προσκυνήσουσί με λέγοντες· ἔξελθε σὺ καὶ πᾶς ὁ λαός σου, οὗ σύ ἀφηγῇ· καὶ μετὰ ταῦτα ἐξελεύσομαι. ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς ἀπὸ Φαραὼ μετὰ θυμοῦ.

Εξ. 11,8                      Επειτα από αυτά όλοι οι δούλοι σου θα έλθουν προς εμέ, θα με προσκυνήσουν και θα είπουν· Αναχώρησε από την χώραν μας συ και όλος ο λαός, του οποίου είσαι αρχηγός. Και έπειτα από αυτά θα αναχωρήσω ελεύθερος πλέον από την Αίγυπτον”. Γεμάτος δε ιεράν αγανάκτησα εξήλθεν ο Μωϋσής από τα ανάκτορα του Φαραώ.

Εξ. 11,9             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· οὐκ εἰσακούσεται ὑμῶν Φαραώ, ἵνα πληθύνων πληθυνῶ μου τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 11,9                      Είπεν ο Κυριος στον Μωϋσήν· “Δεν θα σας ακούση και πάλιν ο Φαραύ· ώστε εγώ θα αναγκασθώ να πληθύνω ακόμη περισσότερον τα σημεία και τα τέρατα εις την Αίγυπτον”.

Εξ. 11,10           Μωυσῆς δὲ καὶ Ἀαρὼν ἐποίησαν πάντα τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα ταῦτα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐναντίον Φαραώ· ἐσκλήρυνε δὲ Κύριος τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ οὐκ εἰσήκουσεν ἐξαποστεῖλαι τούς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 11,10                    Ο Μωϋσής και ο Ααρών έκαμαν όλα αυτά τα καταπληκτικά σημεία και τέρατα εις την χώραν της Αιγύπτου εναντίον του Φαραώ. Ο δε Κυριος παρεχώρησε να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ, ο οποίος και δεν υπήκουσεν εις την θείαν εντολήν να αποστείλη ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την γην της Αιγύπτου.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 12

 

Εξ. 12,1             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν ἐν γῇ Αἰγύπτου λέγων.

Εξ. 12,1                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και τον Ααρών, όταν ακόμη ήσαν εις την Αίγυπτον·

Εξ. 12,2             ὁ μὴν οὗτος ὑμῖν ἀρχὴ μηνῶν, πρῶτός ἐστιν ὑμῖν ἐν τοῖς μησὶ τοῦ ἐνιαυτοῦ.

Εξ. 12,2                     “ο μην αυτός θα είναι δια σας η αρχή των άλλων μηνών, ο πρώτος μεταξύ των μηνών του έτους.

Εξ. 12,3             λάλησον πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν Ἰσραὴλ λέγων· τῇ δεκάτῃ τοῦ μηνὸς τούτου λαβέτωσαν ἕκαστος πρόβατον κατ᾿ οἴκους πατριῶν, ἕκαστος πρόβατον κατ᾿ οἰκίαν.

Εξ. 12,3                     Λαλησε προς όλον το πλήθος των Ισραηλιτών και ειπέ εις αυτούς· Την δεκάτην αυτού του μηνός θα πάρη κάθε οικογενειάρχης ανά εν πρόβατον δια την οικογένειάν του, δια την οικίαν του.

Εξ. 12,4             ἐὰν δὲ ὀλιγοστοὶ ὦσιν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ὥστε μὴ εἶναι ἱκανοὺς εἰς πρόβατον, συλλήψεται μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὸν γείτονα τὸν πλησίον αὐτοῦ κατὰ ἀριθμὸν ψυχῶν· ἕκαστος τὸ ἀρκοῦν αὐτῷ συναριθμήσεται εἰς πρόβατον.

Εξ. 12,4                     Εάν δε τα μέλη της οικογενείας του είναι ολίγα, ώστε να μη ημπορούν να φάγουν τα πρόβατον, ο οικογενειάρχης θα προσκαλέση από την οικογένειαν του γείτονός του ανάλογον αριθμόν ανθρώπων, εις έκαστον από των οποίων θα υπολογισθή η ανάλογος μερίς από το πρόβατον.

Εξ. 12,5             πρόβατον τέλειον, ἄρσεν, ἐνιαύσιον ἔσται ὑμῖν· ἀπὸ τῶν ἀρνῶν καὶ τῶν ἐρίφων λήψεσθε.

Εξ. 12,5                     Το πρόβατον θα είναι αρτιμελές, χωρίς σωματικήν τινα βλάβην, αρσενικόν ενός έτους. Ημπορείτε να πάρετε η αμνόν η ερίφιον.

Εξ. 12,6             καὶ ἔσται ὑμῖν διατετηρημένον ἕως τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης τοῦ μηνὸς τούτου, καὶ σφάξουσιν αὐτὸ πᾶν τὸ πλῆθος συναγωγῆς υἱῶν Ἰσραὴλ πρὸς ἑσπέραν.

Εξ. 12,6                     Τούτο θα διατηρηθή εν ζωή μέχρι της δεκάτης τετάρτης του μηνός, οπότε όλοι οι Ισραηλίται θα σφάξουν αυτό κατά την εσπέραν της ημέρας αυτής.

Εξ. 12,7             καὶ λήψονται ἀπὸ τοῦ αἵματος καὶ θήσουσιν ἐπὶ τῶν δύο σταθμῶν καὶ ἐπὶ τὴν φλιὰν ἐν τοῖς οἴκοις, ἐν οἷς ἐὰν φάγωσιν αὐτὰ ἐν αὐτοῖς,

Εξ. 12,7                     Οι οικογενειάρχαι θα πάρουν από το αίμα του σφαγίου αυτού και θα θέσουν στους δύο παραστάτας και στο ανώφλιον των θυρών των οικιών των, εντός των οποίων αυτοί θα φάγουν τον αμνόν η το ερίφιον.

Εξ. 12,8             καὶ φάγονται τὰ κρέα τῇ νυκτὶ ταύτῃ· ὀπτὰ πυρὶ καὶ ἄζυμα ἐπὶ πικρίδων ἔδονται.

Εξ. 12,8                     Θα φάγουν δε το κρέας κατά την νύκτα αυτήν, ψημένον εις την φωτιά. Θα το φάγουν με άζυμον άρτον και πικρά χόρτα.

Εξ. 12,9             οὐκ ἔδεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν ὠμὸν οὐδὲ ἡψημένον ἐν ὕδατι, ἀλλ᾿ ἢ ὀπτὰ πυρί, κεφαλὴν σὺν τοῖς ποσὶ καὶ τοῖς ἐνδοσθίοις.

Εξ. 12,9                     Δεν θα φάγετε το κρέας ωμόν η, βραστόν αλλά ψημένον εις την φωτιάν. Και θα φάγετε όλον τον αμνόν και το κεφάλι και τα πόδια και τα εντόσθια.

Εξ. 12,10           οὐκ ἀπολείψετε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾿ αὐτοῦ· τὰ δὲ καταλειπόμενα ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕως πρωΐ ἐν πυρὶ κατακαύσετε.

Εξ. 12,10                   Εως το πρωϊ τίποτε δεν θα αφήσετε από αυτό και οστούν δεν θα συντρίψετε από αυτό. Εάν όμως και μείνη κάτι μέχρι το πρωϊ, θα το καύσετε εις την φωτιάν.

Εξ. 12,11           οὕτω δὲ φάγεσθε αὐτό· αἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι, καὶ τὰ ὑποδήματα ἐν τοῖς ποσὶν ὑμῶν, καὶ αἱ βακτηρίαι ἐν ταῖς χερσὶν ὑμῶν· καὶ ἔδεσθε αὐτὸ μετὰ σπουδῆς· πάσχα ἐστὶ Κυρίῳ.

Εξ. 12,11                    Κατ' αυτόν τον τρόπον θα το φάγετε· η μέση σας θα είναι ζωσμένη, τα υποδήματά σας φορεμένα εις τα πόδια σας και αι ράβδοι εις τα χέρια σας. Θα φάτε αυτό βιαστικά. Αυτό είναι Πασχα (=Διάβασις) Κυρίου.

Εξ. 12,12           καί διελεύσομαι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ καὶ πατάξω πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἐν πᾶσι τοῖς θεοῖς τῶν Αἰγυπτίων ποιήσω τὴν ἐκδίκησιν· ἐγὼ Κύριος.

Εξ. 12,12                   Διότι κατά την νύκτα αυτήν θα περάσω την χώραν της Αιγύπτου και θα θανατώσω κάθε πρωτότοκον της Αιγύπτου από ανθρώπου έως ζώου και θα εκδικηθώ όλους τους ψευδείς θεούς των Αιγυπτίων. Εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός.

Εξ. 12,13           καὶ ἔσται τὸ αἷμα ὑμῖν ἐν σημείῳ ἐπὶ τῶν οἰκιῶν, ἐν αἷς ὑμεῖς ἐστε ἐκεῖ, καὶ ὄψομαι τὸ αἷμα καὶ σκεπάσω ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν πληγὴ τοῦ ἐκτριβῆναι, ὅταν παίω ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 12,13                    Το αίμα τούτο του αμνού εις τας οικίας σας, εις τας οποίας μένετε, θα είναι σημείον δι' εμέ. Θα ίδω το αίμα τούτο, θα σας προφυλάξω από την τιμωρίαν και δεν θα σας κτυπήση η θανατική πληγή, όταν εγώ θα κτυπώ την χώραν της Αιγύπτου.

Εξ. 12,14           καὶ ἔσται ἡ ἡμέρα ὑμῖν αὕτη μνημόσυνον· καὶ ἑορτάσετε αὐτὴν ἑορτὴν Κυρίῳ εἰς πάσας τὰς γενεὰς ὑμῶν· νόμιμον αἰώνιον ἑορτάσετε αὐτήν.

Εξ. 12,14                   Την ημέραν αυτήν του Πασχα πρέπει να την ενθυμήσθε πάντοτε. Θα την καθιερώσετε ως εορτήν προς τιμήν και δόξαν του Κυρίου εις όλας τας δια μέσου των αιώνων γενεάς σας. Θα την ορίσετε και θα την εορτάζετε ως αιώνιον απαράβατον νόμον.

Εξ. 12,15           ἑπτὰ ἡμέρας ἄζυμα ἔδεσθε, ἀπὸ δὲ τῆς ἡμέρας τῆς πρώτης ἀφανιεῖτε ζύμην ἐκ τῶν οἰκιῶν ὑμῶν· πᾶς ὃς ἂν φάγῃ ζύμην, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐξ Ἰσραὴλ ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς πρώτης ἕως τῆς ἡμέρας τῆς ἑβδόμης.

Εξ. 12,15                    Επί επτά ημέρας θα τρώγετε άζυμα, ψωμί χωρίς προζύμι. Από την πρώτην ημέραν θα εξαφανίζετε από το σπίτι σας κάθε ένζυμον άρτον. Οποιος θα φάγη ένζυμον άρτον (ψωμί ζυμωμένο με προζύμι) από την πρώτην μέχρι την εβδόμην ημέραν του Πασχα θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος εκείνος εκ μέσου των Ισραηλιτών.

Εξ. 12,16           καὶ ἡ ἡμέρα ἡ πρώτη κληθήσεται ἁγία, καὶ ἡ ἡμέρα ἡ ἑβδόμη κλητὴ ἁγία ἔσται ὑμῖν· πᾶν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς, πλὴν ὅσα ποιηθήσεται πάσῃ ψυχῇ, τοῦτο μόνον ποιηθήσεται ὑμῖν.

Εξ. 12,16                   Η πρώτη ημέρα θα θεωρηθή και θα κληθή αγία και επίσημος, όπως επίσης αγία και επίσημος θα είναι και η εβδόμη ημέρα. Κατά τας ημέρας της εορτής του Πασχα δεν θα επιδοθήτε εις έργα, που απαιτούν ολόκληρον την φροντίδα σας, πλην μόνον εις εκείνα που είναι απαραίτητα δια την συντήρησίν σας. Αυτά μόνον τα έργα θα κάμνετε.

Εξ. 12,17           καὶ φυλάξετε τὴν ἐντολὴν ταύτην· ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐξάξω τὴν δύναμιν ὑμῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ποιήσετε τὴν ἡμέραν ταύτην εἰς γενεὰς ὑμῶν νόμιμον αἰώνιον.

Εξ. 12,17                    Θα φυλάξετε αυτήν την εντολήν δια την εορτήν του Πασχα, διότι κατά την ημέραν αυτήν θα απελευθερώσω την δύναμίν σας και θα σας βγάλω από την Αίγυπτον, και θα καθιερώσετε την ημέραν αυτήν εις όλας τας γενεάς σας ως παντοτεινήν εορτήν.

Εξ. 12,18           ἐναρχόμενοι τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου ἀφ᾿ ἑσπέρας ἔδεσθε ἄζυμα ἕως ἡμέρας μιᾶς καὶ εἰκάδος τοῦ μηνός, ἕως ἑσπέρας.

Εξ. 12,18                   Θα αρχίσετε να τρώγετε άζυμα από την εσπέραν που αρχίζει η δεκάτη τετάρτη του πρώτου μηνός μέχρι της εσπέρας της εικοστής πρώτης του αυτού μηνός.

Εξ. 12,19           ἑπτὰ ἡμέρας ζύμη οὐχ εὑρεθήσεται ἐν ταῖς οἰκίαις ὑμῶν· πᾶς ὃς ἂν φάγῃ ζυμωτόν, ἐξολοθρευθήσεται ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐκ συναγωγῆς Ἰσραήλ, ἔν τε τοῖς γειώραις καὶ αὐτόχθοσι τῆς γῆς·

Εξ. 12,19                   Επί επτά ημέρας δεν θα ευρεθή ένζυμος άρτος εις τας οικίας σας. Οποιος δε φάγη ένζυμον άρτον, θα εξολοθρευθή ο άνθρωπος αυτός εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού, είτε ως ξένος παρεπιδημεί εις την χώραν σας είτε ανήκει στους εντοπίους.

Εξ. 12,20           πᾶν ζυμωτὸν οὐκ ἔδεσθε, ἐν παντὶ δὲ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα.

Εξ. 12,20                   Τιποτε το ενζυμον δεν θα φάγετε. Εις όλας δε τας κατοικίας σας θα τρώγετε άζυμον άρτον”.

Εξ. 12,21           Ἐκάλεσε δὲ Μωυσῆς πᾶσαν γερουσίαν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀπελθόντες λάβετε ὑμῖν αὐτοῖς πρόβατον κατὰ συγγενείας ὑμῶν καὶ θύσατε τὸ πάσχα.

Εξ. 12,21                   Προσεκάλεσεν ο Μωϋσής όλην την γερουσίαν των Ισραηλιτών και τους είπε· “πηγαίνετε και πάρετε ο καθένας δια την οικογένειάν του ανά εν πρόβατον και θυσιάσατε τον πασχάλιον αυτόν αμνόν.

Εξ. 12,22           λήψεσθε δὲ δέσμην ὑσσώπου, καὶ βάψαντες ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ παρὰ τὴν θύραν καθίξετε τῆς φλιᾶς καὶ ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν σταθμῶν ἀπὸ τοῦ αἵματος, ὅ ἐστι παρὰ τὴν θύραν· ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐξελεύσεσθε ἕκαστος τὴν θύραν τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἕως πρωΐ.

Εξ. 12,22                   Θα λάβετε δέσμην από ύσσωπον θα βυθίσετε αυτήν στο αίμα, που θα το έχετε εντός δοχείου πλησίον της θύρας. θα αλείψετε το ανώφλιον της θύρας και τους δύο παραστάτας αυτής με το αίμα, που θα είναι πλησίον εις την θύραν. Κανείς δε από σας δεν θα βγη από την θύραν του σπιτιού του μέχρι της πρωΐας.

Εξ. 12,23           καὶ παρελεύσεται Κύριος πατάξαι τοὺς Αἰγυπτίους καὶ ὄψεται τὸ αἷμα ἐπὶ τῆς φλιᾶς καὶ ἐπ᾿ ἀμφοτέρων τῶν σταθμῶν, καὶ παρελεύσεται Κύριος τὴν θύραν καὶ οὐκ ἀφήσει τὸν ὀλοθρεύοντα εἰσελθεῖν εἰς τὰς οἰκίας ὑμῶν πατάξαι.

Εξ. 12,23                   Διότι θα διέλθη ο Κυριος και θα θανατώση τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων. Θα ίδη δε το αίμα στο ανώφλιον και στους δύο παραστάτας της θύρας και θα προσπεράση ο Κυριος την θύραν σας. Δεν θα αφήση τον εξολοθρευτήν άγγελον να εισέλθη εις τας οικίας σας και να πλήξη δια θανάτου.

Εξ. 12,24           καὶ φυλάξασθε τὸ ῥῆμα τοῦτο νόμιμον σεαυτῷ, καὶ τοῖς υἱοῖς σου ἕως αἰῶνος.

Εξ. 12,24                   Θα φυλάξετε αυτήν την εντολήν ως νόμον απαράβατον δια τον εαυτόν σας και τους απογόνους σας στους αιώνας.

Εξ. 12,25           ἐὰν δὲ εἰσέλθητε εἰς τὴν γῆν, ἣν ἂν δῷ Κύριος ὑμῖν, καθότι ἐλάλησε, φυλάξασθε τὴν λατρείαν ταύτην.

Εξ. 12,25                   Οταν δε εισέλθετε εις την γην, την οποίαν ο Κυριος, καθώς έχει υποσχεθή, θα σας δώση, θα φυλάξετε την εορτήν αυτήν.

Εξ. 12,26           καὶ ἔσται ἐὰν λέγωσι πρὸς ὑμᾶς οἱ υἱοὶ ὑμῶν· τίς ἡ λατρεία αὕτη;

Εξ. 12,26                   Οταν δε σας ερωτούν τα παιδιά σας, τι είναι και τι σημαίνει αυτή η εορτή;

Εξ. 12,27           καὶ ἐρεῖτε αὐτοῖς· θυσία τὸ πάσχα τοῦτο Κυρίῳ, ὡς ἐσκέπασε τοὺς οἴκους τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐν Αἰγύπτῳ, ἡνίκα ἐπάταξε τοὺς Αἰγυπτίους, τοὺς δὲ οἴκους ἡμῶν ἐῤῥύσατο. καὶ κύψας ὁ λαὸς προσεκύνησε.

Εξ. 12,27                   Θα απαντήσετε εις αυτά· το Πασχα τούτο είναι θυσία προς τον Κυριον, ο οποίος επροστάτευσε τας οικογενείας των Ισραηλιτών εις την Αίγυπτον, όταν εθανάτωσε τα πρωτότοκα των Αιγυπτίων, τας δε ιδικάς μας οικογενείας επροφύλαξεν από τον όλεθρον”. Ηκουσεν αυτά ο λαός, έσκυψαν με ευλάβειαν και με ευγνωμοσύνην προσεκύνησαν τον Κυριον.

Εξ. 12,28           καὶ ἀπελθόντες ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καθὰ ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ καὶ Ἀαρών, οὕτως ἐποίησαν.

Εξ. 12,28                   Απεχώρησαν οι Ισραηλίται και έκαμαν όσα είχε διατάξει ο Κυριος στον Μωϋσήν και τον Ααρών. Ετσι ακριβώς έκαμαν.

Εξ. 12,29           Ἐγενήθη δὲ μεσούσης τῆς νυκτὸς καὶ Κύριος ἐπάταξε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκου Φαραὼ τοῦ καθημένου ἐπὶ τοῦ θρόνου ἕως πρωτοτόκου τῆς αἰχμαλωτίδος τῆς ἐν τῷ λάκκῳ καὶ ἕως πρωτοτόκου παντὸς κτήνους.

Εξ. 12,29                   Οταν δε ήλθε το μεσονύκτιον της νυκτός εκείνης, εκτύπησεν ο Κυριος δια θανάτου κάθε πρωτότοκον εις την χώραν της Αιγύπτου, από το πρωτότοκον του Φαραώ που κάθεται στον θρόνον, έως το πρωτότοκον της αιχμαλώτου που είναι φυλακισμένη στον λάκκον, μέχρι και του πρωτοτόκου παντός κτήνους.

Εξ. 12,30           καὶ ἀναστὰς Φαραὼ νυκτὸς καὶ οἱ θεράποντες αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ἐγενήθη κραυγή μεγάλη ἐν πάσῃ γῇ Αἰγύπτῳ· οὐ γὰρ ἦν οἰκία, ἐν ᾗ οὐκ ἦν ἐν αὐτῇ τεθνηκώς.

Εξ. 12,30                   Κατά την νύκτα εκείνην ηγέρθη ο Φαραώ και όλοι οι αυλικοί αυτού και όλοι οι Αιγύπτιοι και έγινε μεγάλη γοερά κραυγή εις όλην την χώραν της Αιγύπτου, διότι δεν υπήρχεν οικία, όπου δεν κατέκειτο και ένας νεκρός.

Εξ. 12,31           καὶ ἐκάλεσε Φαραὼ Μωυσῆν καὶ Ἀαρὼν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀνάστητε καὶ ἐξέλθετε ἐκ τοῦ λαοῦ μου καὶ ὑμεῖς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· βαδίζετε καὶ λατρεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν, καθὰ λέγετε·

Εξ. 12,31                    Ο Φαραώ εκάλεσε κατά την νύκτα τον Μωϋσήν και τον Ααρών και τους είπε· “σηκωθήτε και φύγετε εκ μέσου του λαού μου και σεις και όλοι οι Ισραηλίται. Πηγαίνετε και λατρεύσατε Κυριον τον Θεόν σας, όπως είπατε.

Εξ. 12,32           καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς βόας ὑμῶν ἀναλαβόντες πορεύεσθε, εὐλογήσατε δὲ κἀμέ.

Εξ. 12,32                   Παρετε μαζή σας τα πρόβατα και τα βόδια σας και πηγαίνετε· προσευχηθήτε δε και υπέρ εμού”.

Εξ. 12,33           καὶ κατεβιάζοντο οἱ Αἰγύπτιοι τὸν λαὸν σπουδῇ ἐκβαλεῖν αὐτοὺς ἐκ τῆς γῆς· εἶπαν γάρ, ὅτι πάντες ἡμεῖς ἀποθνήσκομεν.

Εξ. 12,33                   Και οι Αιγύπτιοι επιμόνως εβίαζον τους Ισραηλίτας να φύγουν όσον το δυνατόν συντομώτερον από την χώραν των, διότι έλεγον· “αν δεν φύγουν αυτοί από την Αίγυπτον, ημείς όλοι θα αποθάνωμεν”.

Εξ. 12,34           ἀνέλαβε δὲ ὁ λαὸς τὸ σταῖς αὐτῶν πρὸ τοῦ ζυμωθῆναι τὰ φυράματα αὐτῶν ἐνδεδεμένα ἐν τοῖς ἱματίοις αὐτῶν ἐπὶ τῶν ὤμων.

Εξ. 12,34                   Ο ισραηλιτικός λαός χωρίς αργοπορίαν έσπευσε να αναχωρήση. Και εν τη βία των ετύλιξαν εις τα ιμάτιά των το ζυμάρι πριν ακόμη αυτό ζυμωθή με την ζύμην, το εφορτώθησαν στους ώμους των και εξεκίνησαν.

Εξ. 12,35           οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐποίησαν καθὰ συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς, καὶ ᾔτησαν παρὰ τῶν Αἰγυπτίων σκεύη ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ καὶ ἱματισμόν·

Εξ. 12,35                   Οι Ισραηλίται έκαμαν προηγουμένως όπως τους είχε συμβουλεύσει ο Μωϋσής· εζήτησαν δηλαδή από τους Αιγυπτίους αργυρά και χρυσά σκεύη, όπως επίσης και ιματισμόν.

Εξ. 12,36           καὶ ἔδωκε Κύριος τὴν χάριν τῷ λαῷ αὐτοῦ ἐναντίον τῶν Αἰγυπτίων, καὶ ἔχρησαν αὐτοῖς· καὶ ἐσκύλευσαν τοὺς Αἰγυπτίους.

Εξ. 12,36                   Ο δε Κυριος έδωκε κάποιαν ιδιαιτέραν χάριν στον λαόν του ενώπιον των Αιγυπτίων, και οι Αιγύπτιοι προθύμως έδωκαν εις αυτούς ο,τι τους είχαν ζητήσει. Ετσι δε οι Ισραηλίται επήραν μαζή των, ωσάν λάφυρα, πολλά αντικείμενα αξίας από τους Αιγυπτίους.

Εξ. 12,37           Ἀπάραντες δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ Ῥαμεσσῆ εἰς Σοκχώθ εἰς ἑξακοσίας χιλιάδας πεζῶν, οἱ ἄνδρες, πλὴν τῆς ἀποσκευῆς,

Εξ. 12,37                   Εξεκίνησαν λοιπόν οι Ισραηλίται από την περιοχήν Ραμεσσή και ήλθον εις Σοκχώθ. Οι άνδρες, οι οποίοι απετέλουν τον πεζικόν στρατόν, ήσαν εξακόσιαι χιλιάδες, πλην, φυσικά, των παιδιών και του αμάχου πληθυσμού.

Εξ. 12,38           καὶ ἐπίμικτος πολὺς συνανέβη αὐτοῖς καὶ πρόβατα καὶ βόες καὶ κτήνη πολλὰ σφόδρα.

Εξ. 12,38                   Μαζή με τους Ισραηλίτας έφυγε και άλλος ανάμικτος λαός από Αιγυπτίους και ετέρους αλλοεθνείς. Παρέλαβον δε οι Ισραηλίται μαζή των και τα πρόβατα και τα βόδια και τα κτήνη των, κοπάδια πολλά.

Εξ. 12,39           καὶ ἔπεψαν τὸ σταῖς, ὃ ἐξήνεγκαν ἐξ Αἰγύπτου, ἐγκρυφίας ἀζύμους· οὐ γὰρ ἐζυμώθη· ἐξέβαλον γὰρ αὐτοὺς οἱ Αἰγύπτιοι, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἐπιμεῖναι οὐδὲ ἐπισιτισμὸν ἐποίησαν ἑαυτοῖς εἰς τὴν ὁδόν.

Εξ. 12,39                   Εζύμωσαν δε εις Σοκχώθ τα προζύμια, που είχαν πάρει μαζή των από την Αίγυπτον και έψησαν λαγάνες εις την φωτιάν. Το φύραμα δεν είχε υποστή ζύμωσιν την ώραν, που οι Αιγύπτιοι τους εξηνάγκασαν να φύγουν, αυτοί δε δεν ημπορούσαν να παραμείνουν ώστε να ζυμώσουν αυτό, ούτε δε και επρόλαβαν να παραλάβουν τρόφιμα δια τον δρόμον των.

Εξ. 12,40           ἡ δὲ κατοίκησις τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, ἣν κατῴκησαν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐν γῇ Χαναάν, ἔτη τετρακόσια τριάκοντα.

Εξ. 12,40                   Ο χρόνος της παραμονής των Ισραηλιτών εις την Αίγυπτον, από τότε που έφυγαν από την Χαναάν, ήσαν τετρακόσια τριάκοντα έτη.

Εξ. 12,41           καὶ ἐγένετο μετὰ τὰ τετρακόσια τριάκοντα ἔτη, ἐξῆλθε πᾶσα ἡ δύναμις Κυρίου ἐκ γῆς Αἰγύπτου νυκτός.

Εξ. 12,41                   Επειτα δε από τα τετρακόσια τριάκοντα αυτά έτη εξήλθεν όλος αυτός ο στρατός του Κυρίου από την Αίγυπτον εν καιρώ νυκτός.

Εξ. 12,42           προφυλακή ἐστι τῷ Κυρίῳ, ὥστε ἐξαγαγεῖν αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου· ἐκείνη ἡ νὺξ αὕτη προφυλακὴ Κυρίῳ, ὥστε πᾶσι τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ εἶναι εἰς γενεὰς αὐτῶν.

Εξ. 12,42                   Αγρυπνοι κατά διαταγήν του Κυρίου έμειναν οι Ισραηλίται κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ο Θεός τους εξήγαγεν από την Αίγυπτον. Νυξ αγρυπνίας θα είναι η ημερομηνία αυτή στο μέλλον χάριν του Κυρίου, ώστε όλοι οι Ισραηλίται να την τιμούν ως εορτήν εις όλας αυτών τας γενεάς.

Εξ. 12,43           Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν καὶ Ἀαρών· οὗτος ὁ νόμος τοῦ πάσχα· πᾶς ἀλλογενὴς οὐκ ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ·

Εξ. 12,43                   Ο Κυριος είπε τότε στον Μωϋσήν και τον Ααρών· “αυτός είναι ο νόμος του Πασχα· κανείς αλλοεθνής δεν θα τρώγη από αυτό.

Εξ. 12,44           καὶ πάντα οἰκέτην ἢ ἀργυρώνητον περιτεμεῖς αὐτόν, καὶ τότε φάγεται ἀπ᾿ αὐτοῦ·

Εξ. 12,44                   Καθε δούλον η δια χρημάτων αγορασθέντα δούλον θα τον περιτάμης και τότε θα έχη το δικαίωμα να φάγη από τον πασχάλιον αμνόν.

Εξ. 12,45           πάροικος ἢ μισθωτὸς οὐκ ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 12,45                   Ο ξένος, όπως και ο ημερομίσθιος εργάτης δεν θα φάγουν από αυτό.

Εξ. 12,46           ἐν οἰκίᾳ μιᾷ βρωθήσεται, καὶ οὐκ ἐξοίσετε ἐκ τῆς οἰκίας τῶν κρεῶν ἔξω· καὶ ὀστοῦν οὐ συντρίψετε ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 12,46                   Μέσα εις την ιδίαν οικίαν θα φαγωθή και εκτός της οικίας δεν θα εξέλθη κρέας. Δεν θα σπάσετε κανένα οστούν από τον πασχάλιον αμνόν.

Εξ. 12,47           πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ποιήσει αὐτό.

Εξ. 12,47                   Αυτό θα κάμουν όλοι οι Ισραηλίται.

Εξ. 12,48           ἐὰν δέ τις προσέλθῃ πρὸς ὑμᾶς προσήλυτος ποιῆσαι τὸ πάσχα Κυρίῳ, περιτεμεῖς αὐτοῦ πᾶν ἀρσενικόν, καὶ τότε προσελεύσεται ποιῆσαι αὐτὸ καὶ ἔσται ὥσπερ καὶ ὁ αὐτόχθων τῆς γῆς· πᾶς ἀπερίτμητος οὐκ ἔδεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 12,48                   Εάν δε από άλλην τινά χώραν έλθη προς σας ξένος να κάμη το Πασχα Κυρίου, θα περιτάμη κάθε αρσενικόν αυτού και κατόπιν θα προσέλθη να κάμη το Πασχα τούτο με τα ίδια δικαιώματα, που έχει και ο Εβραίος. Αλλά κανείς απερίτμητος δεν θα φάγη από τον αμνόν του Πασχα.

Εξ. 12,49           νόμος εἷς ἔσται τῷ ἐγχωρίῳ καὶ τῷ προσελθόντι προσηλύτῳ ἐν ὑμῖν.

Εξ. 12,49                   Ο ίδιος νόμος θα είναι δια τον εντόπιον Εβραίον και δια τον προσελθόντα μεταξύ σας ξένον προς εορτασμόν του Πασχα”.

Εξ. 12,50           καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καθὰ ἐνετείλατο Κύριος τῷ Μωυσῇ καὶ Ἀαρὼν πρὸς αὐτούς, οὕτως ἐποίησαν.

Εξ. 12,50                   Οι Ισραηλίται έκαμαν, όπως ο Θεός δια του Μωϋσέως και του Ααρών τους είχε διατάξει. Ετσι ακριβώς έκαμαν.

Εξ. 12,51           καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ἐξήγαγε Κύριος τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου σὺν δυνάμει αὐτῶν.

Εξ. 12,51                    Κατά την ημέραν εκείνην απηλευθέρωσεν ο Κυριος τους Ισραηλίτας και τους έβγαλεν από την γην της Αιγύπτου με όλην αυτών την δύναμιν.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 13

 

Εξ. 13,1             Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 13,1                      Είπεν ακόμη ο Κυριος προς τον Μωϋσήν·

Εξ. 13,2             ἁγίασόν μοι πᾶν πρωτότοκον πρωτογενὲς διανοῖγον πᾶσαν μήτραν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους· ἐμοί ἐστιν.

Εξ. 13,2                     “να αφιερώσης εις εμέ κάθε πρωτότοκον, κάθε πρωτογέννητον μεταξύ των Ισραηλιτών από ανθρώπου έως κτήνους, το οποίον ανοίγει μήτραν, διότι τούτο ανήκει εις εμέ”.

Εξ. 13,3             Εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· μνημονεύετε τὴν ἡμέραν ταύτην, ἐν ᾗ ἐξήλθετε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐντεῦθεν· καὶ οὐ βρωθήσεται ζύμη.

Εξ. 13,3                      Είπεν ο Μωϋσής προς τον λαόν· “να ενθυμήσθε την ημέραν αυτήν, κατά την οποίον εξήλθατε από την χώραν της Αιγύπτου, από τον οίκον αυτόν της φοβεράς δουλείας. Διότι κατά την ημέραν αυτήν δια της παντοδυνάμου δεξιάς του σας έβγαλεν ο Θεός από εδώ. Κατά την ημέραν αυτήν δεν θα φάγεται άρτον, που έχει προζύμι.

Εξ. 13,4             ἐν γὰρ τῇ σήμερον ὑμεῖς ἐκπορεύεσθε ἐν μηνὶ τῶν νέων.

Εξ. 13,4                     Διότι σήμερον κατά τον μήνα τούτον των νέων σιτηρών εξέρχεσθε σεις ελεύθεροι από την Αίγυπτον.

Εξ. 13,5             καὶ ἔσται ἡνίκα ἐὰν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων καὶ Χετταίων καὶ Ἀμοῤῥαίων καὶ Εὐαίων καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Φερεζαίων, ἣν ὤμοσε τοῖς πατράσι σου δοῦναί σοι γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, καὶ ποιήσεις τὴν λατρείαν ταύτην ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ.

Εξ. 13,5                      Οταν δε Κυριος ο Θεός σε εισαγάγη εις την χώραν των Χαναναίων, των Χετταίων, των Αμορραίων, των Ευαίων, των Ιεβουσαίων, των Γεργεσαίων και των Φερεζαίων, εις την χώραν την οποίαν δι' όρκου υπεσχέθη στους πατέρας σου να δώση εις σέ, και εις την οποίαν ρέει γάλα και μέλι, πρέπει να προσφέρης την λατρείαν αυτήν κατά τον μήνα τούτον.

Εξ. 13,6             ἓξ ἡμέρας ἔδεσθε ἄζυμα, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἑορτὴ Κυρίου·

Εξ. 13,6                     Επί εξ ημέρας θα τρώγετε άρτον χωρίς προζύμι. Η εβδόμη ημέρα- όπως και η πρώτη- θα είναι επίσημος εορτή του Κυρίου.

Εξ. 13,7             ἄζυμα ἔδεσθε ἑπτὰ ἡμέρας, οὐκ ὀφθήσεταί σοι ζυμωτόν, οὐδὲ ἔσται σοι ζύμη ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις σου.

Εξ. 13,7                      Αρτον χωρίς προζύμι θα τρώγετε επί επτά ημέρας. Δεν θα παρουσιασθή άρτος ένζυμος στο τραπέζι σου, ούτε θα υπάρξη ένζυμος άρτος εις την περιοχήν σου.

Εξ. 13,8             καὶ ἀναγγελεῖς τῷ υἱῷ σου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· διὰ τοῦτο ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός μοι, ὡς ἐξεπορευόμην ἐξ Αἰγύπτου.

Εξ. 13,8                     Κατά την ημέραν εκείνον θα πληροφορήσης τον υιόν σου, ότι τούτο γίνεται εις ανάμνησιν εκείνου, το οποίον έκαμεν υπέρ ημών ο Θεός, όταν με την ιδικήν του προστασίαν εξηρχόμεθα ελεύθεροι από την Αίγυπτον.

Εξ. 13,9             καὶ ἔσται σοι σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου καὶ μνημόσυνον πρὸ ὀφθαλμῶν σου, ὅπως ἂν γένηται ὁ νόμος Κυρίου ἐν τῷ στόματί σου· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεὸς ἐξ Αἰγύπτου.

Εξ. 13,9                     Θα βάλης δε και κάποιο σημάδι στο χέρι σου, δια να το βλέπης και να ενθυμήσαι το γεγονός αυτό της απελευθερώσεώς σου. Ετσι δε ο Νομος του Κυρίου θα ευρίσκεται πάντοτε στο στόμα σου. Διότι με την παντοδύναμον δεξιάν του σε έβγαλεν ο Κυριος ελεύθερον από την Αίγυπτον.

Εξ. 13,10           καὶ φυλάξασθε τὸν νόμον τοῦτον κατὰ καιροὺς ὡρῶν, ἀφ᾿ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας.

Εξ. 13,10                    Θα φυλάξετε αυτόν τον Νομον κάθε χρόνον και εις τας ημέρας του μηνός, που έχει ορίσει ο Κυριος.

Εξ. 13,11           καὶ ἔσται ὡς ἂν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν τῶν Χαναναίων, ὃν τρόπον ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, καὶ δώσει σοι αὐτήν,

Εξ. 13,11                    Οταν δε Κυριος ο Θεός σε εγκαταστήση εις την γην των Χαναναίων και δώση εις σε αυτήν την χώραν σύμφωνα με την ένορκον υπόσχεσίν του προς τους πατέρας σου,

Εξ. 13,12           καὶ ἀφελεῖς πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ· πᾶν διανοῖγον μήτραν ἐκ βουκολίων ἢ ἐν τοῖς κτήνεσί σου, ὅσα ἐὰν γένηταί σοι, τὰ ἀρσενικὰ ἁγιάσεις τῷ Κυρίῳ.

Εξ. 13,12                    θα βάλης κατά μέρος και θα αφιερώσης προς τον Κυριον κάθε αρσενικόν πρωτογέννητον. Καθε, λοιπόν, πρωτογέννητον αρσενικόν από τα βόδια σου και από τα ζώα σου, όσα θα γεννηθούν μεταξύ σας, θα τα αφιερώσης στον Κυριον.

Εξ. 13,13           πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου ἀλλάξεις προβάτῳ· ἐὰν δὲ μὴ ἀλλάξῃς, λυτρώσῃ αὐτό. πᾶν πρωτότοκον ἀνθρώπου τῶν υἱῶν σου λυτρώσῃ.

Εξ. 13,13                    Ομως κάθε πρωτογέννητον όνου θα το αντικαταστήσης με πρόβατον. Εάν δεν το αντικαταστήσης με πρόβατον, θα προσφέρης αντ' αυτού το ανάλογον χρήμα. Επίσης δια καθ' πρωτότοκον ανθρώπου θα καταβάλης στον ναόν το καθοριζόμενον χρήμα.

Εξ. 13,14           ἐὰν δὲ ἐρωτήσῃ σε ὁ υἱός σου μετὰ ταῦτα λέγων· τί τοῦτο; καὶ ἐρεῖς αὐτῷ, ὅτι ἐν χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγε Κύριος ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας·

Εξ. 13,14                    Εάν μετά ταύτα σε ερωτήση ο υιός σου· Τι είναι αυτό που κάνεις; Θα του απαντήσης· αυτό το κάμνω, δια να ενθυμούμεθα πάντοτε ότι ο Κυριος με το παντοδύναμον χέρι του μας έβγαλεν ελευθέρους από την Αίγυπτον, από την χώραν της δουλείας.

Εξ. 13,15           ἡνίκα δὲ ἐσκλήρυνε Φαραὼ ἐξαποστεῖλαι ἡμᾶς, ἀπέκτεινε πᾶν πρωτότοκον ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ἀπὸ πρωτοτόκων ἀνθρώπων ἕως πρωτοτόκων κτηνῶν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ θύω πᾶν διανοῖγον μήτραν, τὰ ἀρσενικά, τῷ Κυρίῳ, καὶ πᾶν πρωτότοκον τῶν υἱῶν μου λυτρώσομαι.

Εξ. 13,15                    Οταν ο Φαραώ εσκληρύνετο απέναντί μας και με κανένα τρόπον δεν ήθελε να μας αφήση ελευθέρους, ο Θεός, δια να τον εξαναγκάση, εθανάτωσε κάθε πρωτότοκον εις την χώραν των Αιγυπτίων από ανθρώπου μέχρι κτήνους. Δια τούτο και εγώ κάθε αρσενικόν πρωτότοκον από τα ζώα το προσφέρω θυσίαν στον Κυριον, δια κάθε δε πρωτότοκον των υιών Ισραήλ καταβάλλομεν εις εξαγοράν χρήμα στον ναόν, ώστε το πρωτότοκον να μένη στον οίκον του πατρός του.

Εξ. 13,16           καὶ ἔσται εἰς σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου καὶ ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου· ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγέ σε Κύριος ἐξ Αἰγύπτου.

Εξ. 13,16                    Και εις ανάμνησιν αυτού του γεγονότος θα έχης κάποιο σημείον στο χέρι σου, το οποίον βλέπων πάντοτε, θα ενθυμήσαι ότι ο Κυριος με το παντοδύναμον χέρι του σε έβγαλεν ελεύθερον από την Αίγυπτον”.

Εξ. 13,17           Ὡς δὲ ἐξαπέστειλε Φαραὼ τὸν λαόν, οὐχ ὡδήγησεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ὁδὸν γῆς Φυλιστιείμ, ὅτι ἐγγὺς ἦν· εἶπε γὰρ ὁ Θεός· μήποτε μεταμελήσῃ τῷ λαῷ ἰδόντι πόλεμον, καὶ ἀποστρέψῃ εἰς Αἴγυπτον.

Εξ. 13,17                    Οταν δε ο Φαραώ αφήκεν ελεύθερον τον ισραηλιτικόν λαόν, ο Θεός δεν τους ωδήγησε κατ' ευθείαν εις την Χαναάν δια μέσου της χώρας των Φιλισταίων, διότι η χώρα αυτή ήτο πλησίον της Αιγύπτου. Ο Θεός εσκέφθη, μήπως τυχόν συναντήση πόλεμον εκ μέρους των Φιλισταίων ο ισραηλιτικός λαός και μεταμεληθείς επιστρέψη εις την Αίγυπτον.

Εξ. 13,18           καὶ ἐκύκλωσεν ὁ Θεὸς τὸν λαὸν ὁδὸν τὴν εἰς τὴν ἔρημον, εἰς τὴν ἐρυθρὰν θάλασσαν, πέμπτῃ δὲ γενεᾷ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 13,18                    Δι' αυτό διέταξεν ο Θεός να πορευθούν οι Ισραηλίται κυκλικώς δια της οδού, που οδηγεί εις την έρημον και εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Οι Ισραηλίται κατά την πέμπτην γενεάν, από τότε που εισήλθον εις την Αίγυπτον, εξήλθον από αυτήν.

Εξ. 13,19           καὶ ἔλαβε Μωυσῆς τὰ ὀστᾶ Ἰωσὴφ μεθ᾿ ἑαυτοῦ· ὅρκῳ γὰρ ὥρκισε τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ λέγων· ἐπισκοπῇ ἐπισκέψεται ὑμᾶς Κύριος καὶ συνανοίσετέ μου τὰ ὀστᾶ ἐντεῦθεν μεθ᾿ ὑμῶν.

Εξ. 13,19                    Ο δε Μωϋσής επήρε μαζή του και τα οστά του Ιωσήφ, διότι ο Ιωσήφ είχεν ορκίσει τους Ισραηλίτας λέγων· “θα σας επισκεφθή ασφαλώς και βεβαίως ο παντοδύναμος Κυριος, δια να σας επαναφέρη εις την Χαναάν. Να πάρετε τότε μαζή σας από εδώ τα οστά μου”.

Εξ. 13,20           ἐξάραντες δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐκ Σοκχὼθ ἐστρατοπέδευσαν ἐν Ὀθὼμ παρὰ τὴν ἔρημον.

Εξ. 13,20                   Εξεκίνησαν οι Ισραηλίται από την Σοκχώθ και στρατοπέδευσαν εις Οθώμ, πλησίον της ερήμου.

Εξ. 13,21           ὁ δὲ Θεὸς ἡγεῖτο αὐτῶν, ἡμέρας μὲν ἐν στύλῳ νεφέλης, δεῖξαι αὐτοῖς τὴν ὁδόν, τὴν δὲ νύκτα ἐν στύλῳ πυρός·

Εξ. 13,21                    Ο δε Θεός ωδηγούσεν αυτούς και τους εδείκνυε την οδόν κατά μεν την ημέραν με νεφέλην υπό μορφήν στύλου, την δε νύκτα με πύρινον στύλον, ώστε και να τους φωτίζη.

Εξ. 13,22           οὐκ ἐξέλιπε δὲ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἡμέρας καὶ ὁ στῦλος τοῦ πυρὸς νυκτὸς ἐναντίον τοῦ λαοῦ παντός.

Εξ. 13,22                   Ποτέ δε ο στύλος της νεφέλης κατά την ημέραν και ο στύλος του πυρός κατά την νύκτα δεν έλειψαν ενώπιον του ισραηλιτικού λαού.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 14

 

Εξ. 14,1             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 14,1                      Ελάλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και του είπε·

Εξ. 14,2             λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ ἀποστρέψαντες στρατοπεδευσάτωσαν ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως, ἀνὰ μέσον Μαγδώλου καὶ ἀνὰ μέσον τῆς θαλάσσης, ἐξεναντίας Βεελσεπφῶν, ἐνώπιον αὐτῶν στρατοπεδεύσεις ἐπὶ τῆς θαλάσσης.

Εξ. 14,2                     “ειπέ στους Ισραηλίτας να επιστρέψουν από την Οθώμ και να στρατοπεδεύσουν απέναντι, της Επαύλεως, που κείται μεταξύ της Μαγδώλου και της Ερυθράς Θαλάσσης, καταντικρύ της Βεελσεπφών. Απέναντι αυτών θα στρατοπεδεύσης, πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης.

Εξ. 14,3             καὶ ἐρεῖ Φαραὼ τῷ λαῷ αὐτοῦ· οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πλανῶνται οὗτοι ἐν τῇ γῇ· συγκέκλεικε γὰρ αὐτοὺς ἡ ἔρημος.

Εξ. 14,3                     Ο Φαραώ, όταν ίδη τούτο, θα είπη στον λαόν του· Αυτοί οι Ισραηλίται περιπλανώνται εις την περιοχήν εκείνην, διότι τους έχει κλείσει η έρημος και δεν γνωρίζουν που να κατευθυνθούν.

Εξ. 14,4             ἐγὼ δὲ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραώ, καὶ καταδιώξεται ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πᾶσι τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ, καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐποίησαν οὕτως.

Εξ. 14,4                     Εγώ θα παραχωρήσω να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ και παρά τας τιμωρίας που έλαβε, θα εξέλθη αμετανόητος εις καταδίωξιν των Ισραηλιτών. Τοτε θα δοξασθώ εγώ δια τις ολοκληρωτικής συντριβής του Φαραώ και όλου του στρατού του, και θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι, ότι εγώ είμαι ο Κυριος”. Οι Ισραηλίται έκαμαν όπως διέταξεν ο Θεός.

Εξ. 14,5             καὶ ἀνηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Αἰγυπτίων ὅτι πέφευγεν ὁ λαός· καὶ μετεστράφη ἡ καρδία Φαραὼ καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ ἐπὶ τὸν λαόν, καὶ εἶπαν· τί τοῦτο ἐποιήσαμεν τοῦ ἐξαποστεῖλαι τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ, τοῦ μὴ δουλεύειν ἡμῖν;

Εξ. 14,5                     Ανηγγέλθη στον βασιλέα των Αιγυπτίων, ότι έχει φύγει ο ισραηλιτικός λαός και μετεστράφη η καρδία αυτού και των αυλικών του εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, και είπαν· “τι είναι αυτό που εκάμαμεν, να αφήσωμεν ελευθέρους να φύγουν τους Ισραηλίτας και έτσι να μη εργάζονται δι' ημάς ως δούλοι;”

Εξ. 14,6             ἔζευξεν οὖν Φαραὼ τὰ ἅρματα αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ συναπήγαγε μεθ᾿ ἑαυτοῦ

Εξ. 14,6                     Ο Φαραώ διέταξε και έζευξαν τα πολεμικά του άρματα και παρέλαβε μαζή του όλον τον στρατόν του.

Εξ. 14,7             καὶ λαβὼν ἑξακόσια ἅρματα ἐκλεκτὰ καὶ πᾶσαν τὴν ἵππον τῶν Αἰγυπτίων καὶ τριστάτας ἐπὶ πάντων.

Εξ. 14,7                     Ελαβεν εξακόσια εκλεκτά άρματα, όλον το ιππικόν των Αιγυπτίων και τους εμπείρους εις πόλεμον αρχηγούς, και εξήλθε εναντίον των Ισραηλιτών.

Εξ. 14,8             καὶ ἐσκλήρυνε Κύριος τὴν καρδίαν Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου καὶ τῶν θεραπόντων αὐτοῦ, καὶ κατεδίωξεν ὀπίσω τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐξεπορεύοντο ἐν χειρὶ ὑψηλῇ.

Εξ. 14,8                     Ο Κυριος είχε παραχωρήσει να σκληρυνθή η καρδία του βασιλέως της Αιγύπτου και των αυλικών του, και έτσι αμετανόητος ο Φαραώ από τας τόσας τιμωρίας εκινήθη οπίσω των Ισραηλιτών εις καταδίωξιν αυτών. Οι Ισραηλίται όμως επροχωρούσαν προστατευόμενοι από την ένδοξον και παντοδύναμον χείρα του Θεού.

Εξ. 14,9             καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι ὀπίσω αὐτῶν καὶ εὕροσαν αὐτοὺς παρεμβεβληκότας παρὰ τὴν θάλασσαν, καὶ πᾶσα ἡ ἵππος καὶ τὰ ἅρματα Φαραὼ καὶ οἱ ἱππεῖς καὶ ἡ στρατιὰ αὐτοῦ ἀπέναντι τῆς ἐπαύλεως ἐξεναντίας Βεελσεπφῶν.

Εξ. 14,9                     Οι Αιγύπτιοι τους εκυνήγησαν και τους έφθασαν στρατοπεδευμένους πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης. Ολον το ιππικόν, τα άρματα του Φαραώ, οι ιππείς και όλη η στρατιά αυτού εστρατοπέδευσαν πλησίον της Επαύλεως απέναντι από την Βεελσεπφών.

Εξ. 14,10           καὶ Φαραὼ προσῆγε· καὶ ἀναβλέψαντες οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τοῖς ὀφθαλμοῖς ὁρῶσι, καὶ οἱ Αἰγύπτιοι ἐστρατοπέδευσαν ὀπίσω αὐτῶν, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· ἀνεβόησαν δὲ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ πρὸς Κύριον,

Εξ. 14,10                   Ο Φαραώ ωδηγούσε το στράτευμά του. Οι Ισραηλίται υψώσαντες τα βλέμματά των είδον κατάπληκτοι ότι οι Αιγύπτιοι είχον στρατοπεδεύσει όπισθεν αυτών. Τρομαγμένοι εβόησαν προς τον Κυριον·

Εξ. 14,11           καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· παρὰ τὸ μὴ ὑπάρχειν μνήματα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ ἐξήγαγες ἡμᾶς θανατῶσαι ἐν τῇ ἐρήμῳ; τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν ἐξαγαγὼν ἐξ Αἰγύπτου;

Εξ. 14,11                    και φοβούμενοι σφαγήν των εις την έρημον είπον εν τη ολιγοπιστία των προς τον Μωϋσήν· “μήπως, επειδή δεν υπάρχουν τάφοι εις την Αίγυπτον, μας έβγαλες να φονευθώμεν εις την έρημον; Τι είναι αυτό που μας έκαμες βγάζοντας ημάς από την Αίγυπτον;

Εξ. 14,12           οὐ τοῦτο ἦν τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλαλήσαμεν πρὸς σὲ ἐν Αἰγύπτῳ, λέγοντες· πάρες ἡμᾶς, ὅπως δουλεύσωμεν τοῖς Αἰγυπτίοις; κρεῖσσον γὰρ ἡμᾶς δουλεύειν τοῖς Αἰγυπτίοις ἢ ἀποθανεῖν ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ.

Εξ. 14,12                   Μηπως ημείς, όταν ευρισκόμεθα εις την Αίγυπτον, δεν σου είχαμεν είπει, άφησέ μας εδώ να είμεθα και να εργαζώμεθα ως δούλοι δια τους Αιγυπτίους; Διότι είναι προτιμότερον να είμεθα δούλοι στους Αιγυπτίους, παρά να αποθάνωμεν εις αυτήν την έρημον”.

Εξ. 14,13           εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν· θαρσεῖτε, στῆτε καὶ ὁρᾶτε τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Κυρίου, ἣν ποιήσει ἡμῖν σήμερον· ὃν τρόπον γὰρ ἑωράκατε τοὺς Αἰγυπτίους σήμερον, οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτοὺς εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον·

Εξ. 14,13                    Απήντησε δε ο Μωϋσής προς τον λαόν· “έχετε θάρρος. Σταθήτε ακλόνητοι και ανδρείοι και θα ιδήτε την σωτηρίαν, την οποίαν σήμερον θα πραγματοποιήση ο Θεός προς χάριν σας. Διότι, όπως βλέπετε τα αιγυπτιακά στρατεύματα σήμερον, δεν πρόκειται ποτέ πλέον να τα ίδετε στο μέλλον.

Εξ. 14,14           Κύριος πολεμήσει περὶ ὑμῶν, καὶ ὑμεῖς σιγήσετε.

Εξ. 14,14                   Ο Κυριος θα πολεμήση δια την σωτηρίαν σας. Λοιπόν σταματήσατε τα παράπονα και περιμένετε με πίστιν”. Και ο Μωϋσής επεδόθη εις θερμήν προσευχήν προς τον Κυριον.

Εξ. 14,15           Εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τί βοᾷς πρός με; λάλησον τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ ἀναζευξάτωσαν·

Εξ. 14,15                    Του είπε δε ο Κυριος· “τι φωνάζεις προς εμέ προσευχόμενος; Ειπέ στους Ισραηλίτας να ετοιμασθούν δια να αναχωρήσουν.

Εξ. 14,16           καὶ σὺ ἔπαρον τῇ ῥάβδῳ σου καὶ ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν καὶ ῥῆξον αὐτήν, καὶ εἰσελθάτωσαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς μέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν.

Εξ. 14,16                   Συ δε σήκωσε την ράβδον σου, άπλωσε το χέρι σου εις την θάλασσαν και διαχώρισε αυτήν εις τα δύο. Και αφού διαχωρισθή η θάλασσα, ας εισέλθουν οι Ισραηλίται εις την ξηράν δια μέσου αυτής οδόν.

Εξ. 14,17           καὶ ἰδοὺ ἐγὼ σκληρυνῶ τὴν καρδίαν Φαραὼ καὶ τῶν Αἰγυπτίων πάντων, καὶ εἰσελεύσονται ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐνδοξασθήσομαι ἐν Φαραὼ καὶ ἐν πάσῃ τῇ στρατιᾷ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς ἅρμασι καὶ ἐν τοῖς ἵπποις αὐτοῦ.

Εξ. 14,17                    Εγώ δε θα παραχωρήσω να σκληρυνθή η καρδία του Φαραώ και όλων των Αιγυπτίων, ώστε αμετανόητοι αυτοί και από τούτο το θαύμα να εισέλθουν εις την θάλασσαν οπίσω από τους Ισραηλίτας. Τοτε θα φανή η δόξα μου, διότι ο Φαραώ και όλη η στρατιά του και τα άρματα και το ιππικόν του θα πνιγούν εις την θάλασσαν, ενώ σεις θα σωθήτε υγιείς εις την απέναντι ακτήν.

Εξ. 14,18           καὶ γνώσονται πάντες οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος, ἐνδοξαζομένου μου ἐν Φαραὼ καὶ ἐν τοῖς ἅρμασι καὶ ἵπποις αὐτοῦ.

Εξ. 14,18                   Και όταν έτσι δοξασθώ με την καταστροφήν του Φαραώ και των αρμάτων και του ιππικού, θα μάθουν όλοι οι Αιγύπτιοι ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός”.

Εξ. 14,19           ἐξῇρε δὲ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ὁ προπορευόμενος τῆς παρεμβολῆς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ ἐπορεύθη ἐκ τῶν ὄπισθεν· ἐξῇρε δὲ καὶ ὁ στῦλος τῆς νεφέλης ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ ἔστη ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτῶν.

Εξ. 14,19                   Επειτα από αυτά ο άγγελος του Θεού, ο οποίος επροπορεύετο από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών ανήλθε προς τα άνω και μετέβη όπισθεν του στρατοπέδου. Υψώθη επίσης και η στήλη της νεφέλης που ευρίσκετο εμπρός από αυτούς και εστάθη όπισθεν αυτών.

Εξ. 14,20           καὶ εἰσῆλθεν ἀνὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀνὰ μέσον τῆς παρεμβολῆς Ἰσραὴλ καὶ ἔστη· καὶ ἐγένετο σκότος καὶ γνόφος, καὶ διῆλθεν ἡ νύξ, καὶ οὐ συνέμιξαν ἀλλήλοις ὅλην τὴν νύκτα·

Εξ. 14,20                   Η νεφέλη δηλαδή αυτή παρενετέθη μεταξύ του στρατοπέδου των Αιγυπτίων και του στρατοπέδου των Ισραηλιτών και εκεί εστάθη. Εγινε δε σκότος και πυκνή ομίχλη. Επέρασεν η νύκτα και δεν ήλθον εις επαφήν το ένα με το άλλο τα δύο στρατόπεδα.

Εξ. 14,21           ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ὑπήγαγε Κύριος τὴν θάλασσαν ἐν ἀνέμῳ νότῳ βιαίῳ ὅλην τὴν νύκτα καὶ ἐποίησε τὴν θάλασσαν ξηράν, καὶ ἐσχίσθη τὸ ὕδωρ.

Εξ. 14,21                   Ο Μωϋσής άπλωσε το χέρι του εις την Ερυθράν Θαλασσαν και αμέσως ο Θεός εξαπέλυσε καθ' όλην την νύκτα ισχυρότατον νότιον άνεμον εις την θάλασσαν, διηρέθη το ύδωρ εις δύο και έκαμε ξηρόν τον πυθμένα της θαλάσσης.

Εξ. 14,22           καὶ εἰσῆλθον οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἰς μέσον τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ ξηρόν, καὶ τὸ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ δεξιῶν καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύμων·

Εξ. 14,22                   Οι Ισραηλίται εισήλθαν εις την ξηράν αυτήν οδόν του πυθμένος της θαλάσσης, τα δε ύδατα αυτής εκατέρωθεν της διόδου είχαν γίνει ακίνητα ωσάν δύο τείχη, ένα εκ δεξιών και ένα εξ αριστερών, δια τους διερχομένους Ισραηλίτας.

Εξ. 14,23           καὶ κατεδίωξαν οἱ Αἰγύπτιοι καὶ εἰσῆλθον ὀπίσω αὐτῶν, πᾶς ἵππος Φαραὼ καὶ τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἀναβάται, εἰς μέσον τῆς θαλάσσης.

Εξ. 14,23                   Οι Αιγύπτιοι κατεδίωξαν τους Ισραηλίτας, ηκολούθησαν οπίσω αυτών, όλον τα ιππικόν του Φαραώ και τα άρματα και οι αναβάται και επροχωρούσαν δια του ξηρού βυθού μεταξύ των διαχωρισμένων υδάτων της Ερυθράς Θαλάσσης.

Εξ. 14,24           ἐγενήθη δὲ ἐν τῇ φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ καὶ ἐπέβλεψε Κύριος ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν τῶν Αἰγυπτίων ἐν στύλῳ πυρὸς καὶ νεφέλης καὶ συνετάραξε τὴν παρεμβολὴν τῶν Αἰγυπτίων

Εξ. 14,24                   Κατά τας μεταμεσονυκτίους ώρας και προς το γλυκοχάραμα έρριψεν ο Θεός δια του πυρίνου στύλου ωργισμένον βλέμμα κατά των Αιγυπτίων και επροκάλεσε ταραχήν και σύγχυσιν στον στρατόν των.

Εξ. 14,25           καὶ συνέδησε τοὺς ἄξονας τῶν ἁρμάτων αὐτῶν καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς μετὰ βίας. καὶ εἶπαν οἱ Αἰγύπτιοι· φύγωμεν ἀπὸ προσώπου Ἰσραήλ, ὁ γὰρ Κύριος πολεμεῖ περὶ αὐτῶν τοὺς Αἰγυπτίους.

Εξ. 14,25                   Ενέπλεξε τους άξονας και τους τροχούς των αρμάτων μάχης μεταξύ των και ώθησεν αυτούς ορμητικώς εις καταστροφήν. Εντρομοι τότε οι Αιγύπτιοι είπαν· “ας φύγωμεν από τους Ισραηλίτας, διότι ο Κυριος πολεμεί εναντίον μας εις υπεράσπισιν αυτών”.

Εξ. 14,26           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀποκαταστήτω τὸ ὕδωρ καὶ ἐπικαλυψάτω τοὺς Αἰγυπτίους, ἐπί τε τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἀναβάτας.

Εξ. 14,26                   Οταν δε εξήλθον οι Ισραηλίται από την θάλασσαν εις την αντίπεραν ακτήν, είπεν ο Κυριος στον Μωϋσήν· “άπλωσε το χέρι σου εις την θάλασσαν, και εγώ θα επαναφέρω τα ύδατα εις την θέσιν των και θα καταποντίσω τους Αιγυπτίους, τα άρματά των και τους αναβάτας αυτών”.

Εξ. 14,27           ἐξέτεινε δὲ Μωυσῆς τὴν χεῖρα ἐπὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἀποκατέστη τὸ ὕδωρ πρὸς ἡμέραν ἐπὶ χώρας· οἱ δὲ Αἰγύπτιοι ἔφυγον ὑπὸ τὸ ὕδωρ, καὶ ἐξετίναξε Κύριος τοὺς Αἰγυπτίους μέσον τῆς θαλάσσης.

Εξ. 14,27                   Απλωσε πράγματι το χέρι του ο Μωϋσής εις την θάλασσαν και το ύδωρ αποκατεστάθη κατά την πρωΐαν, εις την προτέραν αυτού θέσιν. Οι Αιγύπτιοι προσεπάθησαν να διαφύγουν από το κατακαλύπτον αυτούς ύδωρ. Ο Κυριος όμως εξετίναξε τους Αιγυπτίους με τα επερχόμενα κύματα και τους διεσκόρπισεν εντός της θαλάσσης.

Εξ. 14,28           καὶ ἐπαναστραφὲν τὸ ὕδωρ ἐκάλυψε τὰ ἅρματα καὶ τοὺς ἀναβάτας καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν Φαραώ, τοὺς εἰσπορευομένους ὀπίσω αὐτῶν, εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ οὐ κατελήφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς.

Εξ. 14,28                   Τα ύδατα επανελθόντα εις την προτέραν των θέσιν εσκέπασαν τα πολεμικά άρματα, τους αναβάτας αυτών, όλην την δύναμιν του Φαραώ, όλους εκείνους που είχαν εισέλθει εις την θάλασσαν, δια να καταδιώξουν τους Ισραηλίτας. Δεν απέμεινεν ούτε ένας από αυτούς.

Εξ. 14,29           οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπορεύθησαν διὰ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ ὕδωρ αὐτῆς τεῖχος ἐκ δεξιῶν, καὶ τεῖχος ἐξ εὐωνύμων.

Εξ. 14,29                   Οι δε Ισραηλίται επροχώρησαν χαίροντες δια της ξηράς του βυθού εν μέσω της θαλάσσης, τα δε ύδατα αυτής είχον σταθή ακίνητα, τείχος εκ δεξιών και τείχος εξ αριστερών.

Εξ. 14,30           καὶ ἐῤῥύσατο Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων· καὶ εἶδεν Ἰσραὴλ τοὺς Αἰγυπτίους τεθνηκότας παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης.

Εξ. 14,30                   Και έσωσεν έτσι ο Κυριος τους Ισραηλίτας κατά την ημέραν εκείνην από τα χέρια των Αιγυπτίων. Είδον οι Ισραηλίται νεκρούς πλέον τους Αιγυπτίους να εκβράζωνται από τα κύματα εις την παραλίαν,

Εξ. 14,31           εἶδε δὲ Ἰσραὴλ τὴν χεῖρα τὴν μεγάλην, ἃ ἐποίησε Κύριος τοῖς Αἰγυπτίοις· ἐφοβήθη δὲ ὁ λαὸς τὸν Κύριον καὶ ἐπίστευσαν τῷ Θεῷ καὶ Μωυσῇ τῷ θεράποντι αὐτοῦ.

Εξ. 14,31                    Είδον όμως ακόμη και το παντοδύναμον χέρι του Θεού· όσα ο παντοδύναμος Κυριος δια την προστασίαν αυτών έπραξε κατά των Αιγυπτίων. Εφοβήθησαν το Κυριον, επίστευσαν εις αυτόν περισσότερον και στον δούλον του τον Μωϋσήν.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 15

 

Εξ. 15,1             Τότε ᾖσε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὴν ᾠδὴν ταύτην τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν λέγοντες· ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔῤῥιψεν εἰς θάλασσαν.

Εξ. 15,1                      Τοτε έψαλεν ο Μωϋσής, και ίμαζή με αυτού οι Ισραηλίται, αυτόν τον ευχαριστήριον ύμνον προς τον Θεόν λέγοντες· “ας ψάλωμεν και ας δοξολογήσωμεν τον Κυριον, διότι με θαυμαστόν τρόπον μεγάλως εδοξάσθη. Ερριψε και κατεπόντισεν εις την θάλασσαν τους ίππους των Αιγυπτίων μαζή με τους ιππείς.

Εξ. 15,2             βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό μοι εἰς σωτηρίαν· οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν, Θεὸς τοῦ πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν.

Εξ. 15,2                     Εις ημάς όμως έγινε βοηθός και προστάτης και μας εχάρισε σωτηρίαν και ασφάλειαν. Αυτός είναι ο Θεός μας και αυτόν θα δοξάσωμεν. Είναι ο Θεός των πατέρων μας και αυτόν θα μεγαλύνωμεν.

Εξ. 15,3             Κύριος συντρίβων πολέμους, Κύριος ὄνομα αὐτῷ.

Εξ. 15,3                      Είναι ο Κυριος, που συντρίβει τους εχθρούς και νικά στους πολέμους. Κυριος είναι το όνομά του.

Εξ. 15,4             ἅρματα Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ ἔῤῥιψεν εἰς θάλασσαν, ἐπιλέκτους ἀναβάτας τριστάτας κατεπόντισεν ἐν ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ,

Εξ. 15,4                     Τα πολεμικά άρματα του Φαραώ και την πολεμικήν του δύναμιν έρριψε και κατεπόντισεν εις την θάλασσαν, εκλεκτούς άνδρας των πολεμικών αρμάτων, μεγάλους και εμπείρους ερχηγούς εβύθισεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν.

Εξ. 15,5             πόντῳ ἐκάλυψεν αὐτούς, κατέδυσαν εἰς βυθὸν ὡσεὶ λίθος.

Εξ. 15,5                      Τους εσκέπασε το πέλαγος, εβυθίσθησαν στον πυθμένα σαν λίθος.

Εξ. 15,6             ἡ δεξιά σου, Κύριε, δεδόξασται ἐν ἰσχύϊ· ἡ δεξιά σου χείρ, Κύριε, ἔθραυσεν ἐχθρούς.

Εξ. 15,6                     Η παντοδύναμος δεξιά σου, Κυριε, εδοξάσθη δια της δυνάμεώς της, η δεξιά σου χείρ, Κυριε, συνέτριψε τους εχθρούς.

Εξ. 15,7             καὶ τῷ πλήθει τῆς δόξης σου συνέτριψας τοὺς ὑπεναντίους· ἀπέστειλας τὴν ὀργήν σου καὶ κατέφαγεν αὐτοὺς ὡς καλάμην.

Εξ. 15,7                      Με την απέραντον θεϊκήν σου δόξαν κατέστρεψες τους αντιθέτους. Εξαπέστειλες εναντίον αυτών την οργήν σου και τους κατέφαγεν εξ ολοκλήρου, όπως η φλόγα κατατρώγει την καλαμιά.

Εξ. 15,8             καὶ διὰ πνεύματος τοῦ θυμοῦ σου διέστη τὸ ὕδωρ· ἐπάγη ὡσεὶ τεῖχος τὰ ὕδατα, ἐπάγη τὰ κύματα ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης.

Εξ. 15,8                     Με την πνοήν και μόνον του θυμού σου διηρέθη εις δύο το ύδωρ της θαλάσσης, τα ύδατα αυτής έγιναν στερεά ωσάν τείχος, έγιναν σαν πάγος σκληρά τα κύματά της εν τω μέσω αυτής.

Εξ. 15,9             εἶπεν ὁ ἐχθρός, διώξας καταλήψομαι, μεριῶ σκῦλα, ἐμπλήσω ψυχήν μου, ἀνελῶ τῇ μαχαίρᾳ μου, κυριεύσει ἡ χείρ μου.

Εξ. 15,9                     Ο Αιγύπτιος εχθρός είπε τότε· Θα καταδιώξω και θα συλλάβω τους Ισραηλίτας, θα πάρω και θα μοιράσω την περιουσίαν των σαν λάφυρα, θα χορτάση η ψυχή μου, θα σφάξω με το μαχαίρι μου, θα κυριεύση το χέρι μου αυτούς και τα υπάρχοντά των.

Εξ. 15,10           ἀπέστειλας τὸ πνεῦμά σου, ἐκάλυψεν αὐτοὺς θάλασσα· ἔδυσαν ὡσεὶ μόλιβος ἐν ὕδατι σφοδρῷ.

Εξ. 15,10                    Συ όμως εξαπέλυσες τον άνεμον, ωσάν ιδικήν σου πνοήν, και τους εσκέπασεν η θάλασσα. Εβυθίσθησαν εις απροσμέτρητον βάθος βαρείς σαν το μολύβι.

Εξ. 15,11           τίς ὅμοιός σοι ἐν θεοῖς, Κύριε; τίς ὅμοιός σοι, δεδοξασμένος ἐν ἁγίοις, θαυμαστὸς ἐν δόξαις, ποιῶν τέρατα.

Εξ. 15,11                    Ποιός από τους άλλους θεούς είναι όμοιος με σένα, Κυριε; Ποιός είναι όμοιός σου, τόσον πολύ ένδοξος στους αγίους, τόσον θαυμαστός εις ενδόξους ενεργείας, δημιουργός τόσων καπληκτικών θαυμάτων;

Εξ. 15,12           ἐξέτεινας τὴν δεξιάν σου, κατέπιεν αὐτοὺς γῆ.

Εξ. 15,12                    Απλωσες την παντοδύναμον δεξιάν σου και κατέπιεν η γη τους Αιγυπτίους.

Εξ. 15,13           ὡδήγησας τῇ δικαιοσύνῃ σου τὸν λαόν σου τοῦτον, ὃν ἐλυτρώσω, παρεκάλεσας τῇ ἰσχύϊ σου εἰς κατάλυμα ἅγιόν σου.

Εξ. 15,13                    Ωδήγησες με την χάριν και την αγαθότητά σου τον λαόν τούτον, τον οποίον ηλευθέρωσες από την τυραννίαν των Αιγυπτίων. Λιπόψυχον και αποκαρδιωμένον, τον ενίσχυσες με την δύναμίν σου και τον φέρεις τώρα εις τόπον άγιον, εις την γην της επαγγελίας.

Εξ. 15,14           ἤκουσαν ἔθνη καὶ ὠργίσθησαν· ὠδῖνες ἔλαβον κατοικοῦντας Φυλιστιείμ.

Εξ. 15,14                    Τα καταπληκτικά αυτά γεγονότα τα επληροφορήθησαν ειδωλολατρικά έθνη και συνεταράχθησαν. Φοβοι και πόνοι κατέλαβαν τους κατοικούντας την χώραν των Φιλισταίων.

Εξ. 15,15           τότε ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ, καὶ ἄρχοντες Μωαβιτῶν, ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος, ἐτάκησαν πάντες οἱ κατοικοῦντες Χαναάν.

Εξ. 15,15                    Ανεστατώθησαν τότε οι ηγεμόνες της Ιδουμαίας και οι άρχοντες των Μωαβιτών, διότι κατέλαβεν αυτούς τρόμος· έλυωσαν από τον πανικόν των όλοι οι κάτοικοι της Χαναάν.

Εξ. 15,16           ἐπιπέσοι ἐπ᾿ αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος, μεγέθει βραχίονός σου ἀπολιθωθήτωσαν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ λαός σου, Κύριε, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ λαός σου οὗτος, ὃν ἐκτήσω.

Εξ. 15,16                    Ας πέση επάνω των φόβος και τρόμος· ας απολιθωθούν, καθώς θα αντικρύζουν την μεγαλοπρεπή δύναμιν της παντοδυνάμου δεξιάς σου και ας μένουν παράλυτοι από τον πανικόν των, έως ότου διαβή ο λαός σου, αυτός ο λαός σου τον οποίον συ έκαμες ιδικόν σου, έως ότου διαβή και εισέλθη εις την γην της επαγγελίας.

Εξ. 15,17           εἰσαγαγὼν καταφύτευσον αὐτοὺς εἰς ὄρος κληρονομίας σου, εἰς ἕτοιμον κατοικητήριόν σου, ὃ κατηρτίσω, Κύριε, ἁγίασμα, Κύριε, ὃ ἡτοίμασαν αἱ χεῖρές σου.

Εξ. 15,17                    Οταν δε οδηγήσης μέσα εις την γην της επαγγελίας τους Ισραηλίτας, εγκατάστησε αυτούς μονίμως και ασφαλώς εις την περιοχήν, την οποίαν συ τους έδωσες κληρονομίαν των, εις κατοικητήριόν σου έτοιμον, το οποίον συ δι' αυτούς, Κυριε, ητοίμασες, στο αγίασμα το οποίον έχουν ετοιμάσει αι χείρες σου.

Εξ. 15,18           Κύριος βασιλεύων τὸν αἰῶνα καὶ ἐπ᾿ αἰῶνα καὶ ἔτι.

Εξ. 15,18                    Ο Κυριος είναι αυτός, που βασιλεύει πάντοτε εις όλους τους αιώνας και πέραν των αιώνων.

Εξ. 15,19           ὅτι εἰσῆλθεν ἵππος Φαραὼ σὺν ἅρμασι καὶ ἀναβάταις εἰς θάλασσαν, καὶ ἐπήγαγεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Κύριος τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης· οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπορεύθησαν διὰ ξηρᾶς ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης.

Εξ. 15,19                    Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, διότι αυτός εξαπέλυσε τα ύδατα εναντίον του Φαραώ και των αρμάτων του και των αναβατών, όταν αυτοί εισήλθον εις την θάλασσαν, δια να καταδιώξουν τους Ισραηλίτας. Οι Ισραηλίται όμως επρρεύθησαν δια ξηράς ανάμεσα εις την θάλασσαν”.

Εξ. 15,20           Λαβοῦσα δὲ Μαριάμ, ἡ προφῆτις, ἡ ἀδελφὴ Ἀαρών, τὸ τύμπανον ἐν τῇ χειρὶ αὐτῆς, καὶ ἐξήλθοσαν πᾶσαι αἱ γυναῖκες ὀπίσω αὐτῆς μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν,

Εξ. 15,20                   Η Μαριάμ, η προφήτις, αδελφή του Ααρών, επήρεν στο χέρι της τύμπανον, και μαζή με αυτήν και οπίσω από αυτήν εβγήκαν όλαι αι γυναίκες των Ισραηλιτών με τύμπανα και χορούς, δια να πανηγυρίσουν την θαυμαστήν σωτηρίαν των.

Εξ. 15,21           ἐξῆρχε δὲ αὐτῶν Μαριὰμ λέγουσα· ᾄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται· ἵππον καὶ ἀναβάτην ἔῤῥιψεν εἰς θάλασσαν.

Εξ. 15,21                    Επρωτοστατούσε μεταξύ αυτών η Μαριάμ και όλαι αντιφωνικώς έψαλλον· “ας υμνολογήσωμεν και ας δοξάσωμεν τον Κυριον, διότι μεγάλως εδοξάσθη· ίππους και ιππείς έρριψεν εις την θάλασσαν”.

Εξ. 15,22           Ἐξῇρε δὲ Μωυσῆς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἀπὸ θαλάσσης ἐρυθρᾶς καὶ ἤγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν ἔρημον Σούρ· καὶ ἐπορεύοντο τρεῖς ἡμέρας ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ οὐχ ηὕρισκον ὕδωρ ὥστε πιεῖν.

Εξ. 15,22                   Επειτα από αυτά ανέλαβε και ωδήγησεν ο Μωϋσής τους Ισραηλίτας από την Ερυθράν Θαλασσαν και τους έφερεν εις την έρημον Σούρ. Τρεις ημέρας εβάδιζαν εις την έρημον αυτήν και δεν εύρισκον νερό να πίουν.

Εξ. 15,23           ἦλθον δὲ εἰς Μεῤῥᾶ καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ἐκ Μεῤῥᾶς, πικρὸν γὰρ ἦν· διὰ τοῦτο ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Πικρία.

Εξ. 15,23                   Ηλθον εις Μερρά, όπου υπήρχεν ύδωρ αλλά δεν ημπορούσαν να το πίουν, διότι ήτο πικρόν. Δια τούτο έδωσε ένα άλλο όνομα στον τόπον αυτόν ο Μωϋσής, το όνομα “Πικρία”.

Εξ. 15,24           καὶ διεγόγγυζεν ὁ λαὸς ἐπὶ Μωυσῇ λέγοντες· τί πιόμεθα;

Εξ. 15,24                   Ο λαός ένεκα της δίψης, που τον εβασάνιζεν, ήρχισε να γογγύζη κατά του Μωϋσέως λέγων, “τι θα πίωμεν;”

Εξ. 15,25           ἐβόησε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον, καὶ ἔδειξεν αὐτῷ Κύριος ξύλον, καὶ ἐνέβαλεν αὐτὸ εἰς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐγλυκάνθη τὸ ὕδωρ. ἐκεῖ ἔθετο αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίσεις καὶ ἐκεῖ αὐτὸν ἐπείρασε.

Εξ. 15,25                   Ο Μωϋσής προσηυχήθη βαβύτατα προς τον Κυριον, και ο Κυριος απαντών εις την προσευχήν του έδειξεν εις αυτόν ένα ξύλον και έβαλεν ο Μωυσής αυτό στο ύδωρ και αμέσως το ύδωρ έγινε εύγευστον, πόσιμον. Εκεί δε δ Θεός έδωσε δια του Μωυσέως εις τον λαόν εντολάς, αλλά και δοκιμασίας, δια να φανή η πίστις και η υπακοή του.

Εξ. 15,26           καὶ εἶπεν· ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσῃς τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐναντίον αὐτοῦ ποιήσῃς καὶ ἐνωτίσῃ ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ καὶ φυλάξῃς πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, πᾶσαν νόσον, ἣν ἐπήγαγον τοῖς Αἰγυπτίοις, οὐκ ἐπάξω ἐπὶ σέ· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἰώμενός σε.

Εξ. 15,26                   Είπε δηλαδή· “εάν με προσοχήν υπακούσης εις τας εντολάς αυτάς του Κυρίου και Θεού σου και πράξης όσα είναι ευάρεστα εις αυτόν και βάλης μέσα εις την καρδίαν σου τας εντολάς του και φυλάξης όλα τα προστάγματά του, τότε δεν θα επιφέρω εναντίον σου καμμίαν ασθένειαν, από εκείνας που επέφερα κατά των Αιγυπτίων. Διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, που έχω την δύναμιν να σε θεραπεύω και να σε προφυλάσσω από νόσους και συμφοράς” !

Εξ. 15,27           Καὶ ἤλθοσαν εἰς Αἰλείμ, καὶ ἦσαν ἐκεῖ δώδεκα πηγαὶ ὑδάτων καὶ ἑβδομήκοντα στελέχη φοινίκων· παρενέβαλον δὲ ἐκεῖ παρὰ τὰ ὕδατα.

Εξ. 15,27                   Οι Ισραηλίται ανεχώρησαν από την Μερράν και ήλθον εις Αιλείμ, όπου υπήρχον δώδεκα πηγαί υδάτων και εβδομήκοντα φοίνικες. Εκεί, πλησίον εις τα ύδατα εστρατοπέδευσαν οι Ισραηλίται.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 16

 

Εξ. 16,1             Ἀπῇραν δὲ ἐξ Αἰλεὶμ καὶ ἤλθοσαν πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ εἰς τὴν ἔρημον Σίν, ὅ ἐστιν ἀνὰ μέσον Αἰλεὶμ καὶ ἀνὰ μέσον Σινά. τῇ δὲ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐξεληλυθότων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Εξ. 16,1                      Ολος ο λαός των Ισραηλιτών ανεχώρησαν από την Αιλείμ και ήλθον εις την έρημον Σιν, η οποία ευρίσκεται μεταξύ της Αιλείμ και του όρους Σινά. Εκεί, κατά την δεκάτην πέμπτην του δευτέρου μηνός από της αναχωρήσεώς των εκ της Αιγύπτου,

Εξ. 16,2             διεγόγγυζε πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών,

Εξ. 16,2                     εγόγγυζεν όλον το πλήθος των Ισραηλιτών κατά του Μωϋσέως και του Ααρών και είπαν εις αυτούς· “καλύτερα να είχαμε πεθάνει εις την Αίγυπτον κτυπημένοι με μίαν από τας πληγάς, που είχε στείλει εκεί ο Κυριος εις την Αίγυπτον, όπου επί τέλους εκαθήμεθα πλησίον εις τα καζάνια τα γεμάτα κρέας και εχορταίναμεν ψωμί και φαγητόν,

Εξ. 16,3             καὶ εἶπαν πρὸς αὐτοὺς οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ· ὄφελον ἀπεθάνομεν πληγέντες ὑπὸ Κυρίου ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, ὅταν ἐκαθίσαμεν ἐπὶ τῶν λεβήτων τῶν κρεῶν καὶ ἠσθίομεν ἄρτους εἰς πλησμονήν· ὅτι ἐξηγάγετε ἡμᾶς εἰς τὴν ἔρημον ταύτην ἀποκτεῖναι πᾶσαν τὴν συναγωγὴν ταύτην ἐν λιμῷ.

Εξ. 16,3                     παρά που μας εβγάλατε εις την έρημον αυτήν να μας θανατώσετε όλους με την πείναν”.

Εξ. 16,4             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ ὕω ὑμῖν ἄρτους ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐξελεύσεται ὁ λαὸς καὶ συλλέξουσι τὸ τῆς ἡμέρας εἰς ἡμέραν, ὅπως πειράσω αὐτούς, εἰ πορεύσονται τῷ νόμῳ μου ἢ οὔ·

Εξ. 16,4                     Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ θα βρέξω δια σας άρτους από τον ουρανόν. Και ο ισραηλιτικός λαός θα εξέλθη και θα συλλέγουν όλοι κάθε ημέραν όσον τους είναι αρκετόν δια την ημέραν. Η εντολή μου αυτή είναι και δοκιμασία δι' αυτούς, δια να ίδω, εάν θα συμμορφωθούν με αυτήν η, όχι.

Εξ. 16,5             καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ καὶ ἑτοιμάσουσιν ὃ ἂν εἰσενέγκωσι, καὶ ἔσται διπλοῦν ὃ ἐὰν συναγάγωσι τὸ καθ᾿ ἡμέραν εἰς ἡμέραν.

Εξ. 16,5                     Κατά την έκτην όμως ημέραν, την παραμονήν δηλαδή του Σαβάτου, θα προμηθευθούν και θα φέρουν στο σπίτι των μεγαλυτέραν ποσότητα· διπλήν από εκείνην την οποίαν συλλέγουν κατά τας άλλας ημέρας”.

Εξ. 16,6             καὶ εἶπε Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν υἱῶν Ἰσραήλ· ἑσπέρας γνώσεσθε ὅτι Κύριος ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου,

Εξ. 16,6                     Ο Μωϋσής και ο Ααρών είπαν προς όλον το πλήθος των Ισραηλιτών· “αυτήν την εσπέραν θα μάθετε, ότι ο Κυριος σας έβγαλεν από την Αίγυπτον, όχι δια να σας θανατώση με την πείναν.

Εξ. 16,7             καὶ πρωΐ ὄψεσθε τὴν δόξαν Κυρίου ἐν τῷ εἰσακοῦσαι τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν ἐπὶ τῷ Θεῷ· ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν ὅτι διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν;

Εξ. 16,7                     Αύριον το πρωϊ θα ιδήτε την δόξαν του Κυρίου, ο οποίος ήκουσε τον εναντίον του γογγυσμόν σας, διότι οι γογγυσμοί σας εναντίον αυτού στρέφονται. Ημείς τι είμεθα, ώστε να γογγύζετε εναντίον μας;”

Εξ. 16,8             καὶ εἶπε Μωυσῆς· ἐν τῷ διδόναι Κύριον ὑμῖν ἑσπέρας κρέα φαγεῖν καὶ ἄρτους τὸ πρωΐ εἰς πλησμονὴν διὰ τὸ εἰσακοῦσαι Κύριον τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς διαγογγύζετε καθ᾿ ἡμῶν· ἡμεῖς δὲ τί ἐσμεν; οὐ γὰρ καθ᾿ ἡμῶν ἐστιν ὁ γογγυσμὸς ὑμῶν· ἀλλ᾿ ἢ κατὰ τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 16,8                     Και προσέθεσεν ακόμη ο Μωϋσής· “θα ιδήτε την πανάγαθον πρρστασίαν του Κυρίου, όταν την μεν εσπέραν θα σας δώση κρέατα να φάγετε, το δε πρωϊ άφθονο ψωμί, ώστε να χορτάσετε, διότι ήκουσε τους γογγυσμούς σας εναντίον ημών. Τι είμεθα ημείς και γογγύζετε εναντίον μας; Είμεθα απλοί υπηρέται του Θεού. Επομένως ο γογγυαμός σας δεν στρέφεται εναντίον μας, αλλά εναντίον του Θεού”.

Εξ. 16,9             εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· εἰπὸν πάσῃ συναγωγῇ υἱῶν Ἰσραήλ· προσέλθετε ἐναντίον τοῦ Θεοῦ· εἰσακήκοε γὰρ τὸν γογγυσμὸν ὑμῶν.

Εξ. 16,9                     Ο Μωϋσής είπεν στον Ααρών· “ειπέ εις όλους τους Ισραηλίτας· Προσέλθετε ενώπιον του Κυρίου, παβρουσιασθήτε εις αυτόν με ευλάβειαν, διότι ήκουσε τους γογγυσμούς σας”.

Εξ. 16,10           ἡνίκα δὲ ἐλάλει Ἀαρὼν πάσῃ συναγωγῇ υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἐπεστράφησαν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἡ δόξα Κυρίου ὤφθη ἐν νεφέλῃ.

Εξ. 16,10                   Την ώραν, που ο Ααρών ωμιλούσεν στο πλήθος των Ισραηλιτών, έστρεψαν εκείνοι τα βλέμματά των εις την έρημον και ιδού, εφάνηκε η δόξα του Κυρίου υπό μορφήν νεφέλης.

Εξ. 16,11           καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 16,11                    Ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν και είπεν·

Εξ. 16,12           εἰσακήκοα τὸν γογγυσμὸν τῶν υἱῶν Ἰσραήλ· λάλησον πρὸς αὐτοὺς λέγων· τὸ πρὸς ἑσπέραν ἔδεσθε κρέα καὶ τὸ πρωΐ πλησθήσεσθε ἄρτων· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν.

Εξ. 16,12                   “ήκουσα τον γογγυσμόν των Ισραηλιτών. Ειπέ εις αυτούς· Την εσπέραν θα φάγετε κρέατα και το πρωϊ θα χορτάσετε από άρτους· έτσι θα μάθετε ότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σας.

Εξ. 16,13           ἐγένετο δὲ ἑσπέρα, καὶ ἀνέβη ὀρτυγομήτρα καὶ ἐκάλυψε τὴν παρεμβολήν· τὸ πρωΐ ἐγένετο καταπαυομένης τῆς δρόσου κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς

Εξ. 16,13                    Οταν ήλθεν η εσπέρα, έπεσαν πλήθος ορτύκια εις την περιοχήν, τόσα πολλά ώστε εσκέπασαν την κατασκήνωσιν των Εβραίων. Την δε πρωΐαν, καθώς έπαυεν η πτώσις της δρόσου γύρω από την κατασκήνωσιν,

Εξ. 16,14           καὶ ἰδοὺ ἐπὶ πρόσωπον τῆς ἐρήμου λεπτὸν ὡσεὶ κόριον λευκόν, ὡσεὶ πάγος ἐπὶ τῆς γῆς.

Εξ. 16,14                   εφάνη αίφνης απλωμένον εις την έρημον κάτι λεπτόν, όπως είναι οι σπόροι από το κεχρί, και λευκόν όπως ο πάγος επάνω εις την γην.

Εξ. 16,15           ἰδόντες δὲ αὐτὸ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ εἶπαν ἕτερος τῷ ἑτέρῳ· τί ἐστι τοῦτο; οὐ γὰρ ᾔδεισαν, τί ἦν. εἶπε δὲ Μωυσῆς αὐτοῖς· οὗτος ὁ ἄρτος, ὃν ἔδωκε Κύριος ὑμῖν φαγεῖν·

Εξ. 16,15                    Οταν το είδον οι Ισραηλίται, ερωτούσαν ο ένας τον άλλον· “τι είναι τούτο;” Διότι δεν εγνώριζαν τι πράγματι ήτο εκείνο. Ο Μωϋσής όμως τους είπεν· “αυτός είναι ο άρτος, τον οποίον ο Κυριος σας έδωκε να φάγετε.

Εξ. 16,16           τοῦτο τὸ ῥῆμα ὃ συνέταξε Κύριος· συναγάγετε ἀπ᾿ αὐτοῦ ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας, γομὸρ κατὰ κεφαλὴν κατὰ ἀριθμὸν ψυχῶν ὑμῶν, ἕκαστος σὺν τοῖς συσκηνίοις ὑμῶν συλλέξατε.

Εξ. 16,16                   Αυτή δε είναι η εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος· Συλλέξατε από αυτό ο καθένας τόσον, όσον είναι αρκετόν δια τα μέλη της οικογενείας σας. Ενα γομόρ θα συλλέγετε δια το κάθε μέλος της οικογενείας σας, δια τον κάθε ομόσκηνόν σας”.

Εξ. 16,17           ἐποίησαν δὲ οὕτως οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ συνέλεξαν ὁ τὸ πολὺ καὶ ὁ τὸ ἔλαττον.

Εξ. 16,17                    Ετσι έκαμαν οι Ισραηλίται και εμάζεψαν άλλος πολύ και άλλος ολίγον

Εξ. 16,18           καὶ μετρήσαντες γομόρ, οὐκ ἐπλεόνασεν ὁ τὸ πολύ, καὶ ὁ τὸ ἔλαττον οὐκ ἠλαττόνησεν· ἕκαστος εἰς τοὺς καθήκοντας παρ᾿ ἑαυτῷ συνέλεξαν.

Εξ. 16,18                   Οταν όμως εμέτρησαν το συλλεγέν ποσόν δια του δοχείου, που εχωρούσεν ένα γομόρ, είδαν ότι όποιος είχε συλλέξει πολύ δεν εξεπέρασε το ένα γομόρ, και όποιος εμάζεψεν ολίγον δεν είχεν ολιγώτερον από ένα γομόρ. Ο καθένας δηλαδή είχεν εις την διάθεσίν του ένα γομόρ δια το κάθε άτομον της οικογενείας του

Εξ. 16,19           εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· μηδεὶς καταλειπέτω ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ.

Εξ. 16,19                   Είπε δε προς αυτούς ο Μωϋσής· “κανείς δεν θα αφήση περίσσευμα από αυτό δια την επομένην ημέραν”.

Εξ. 16,20           καὶ οὐκ εἰσήκουσαν Μωυσῇ, ἀλλὰ κατέλιπόν τινες ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ· καὶ ἐξέζεσε σκώληκας καὶ ἐπώζεσε· καὶ ἐπικράνθη ἐπ᾿ αὐτοῖς Μωυσῆς.

Εξ. 16,20                   Μερικοί όμως δεν υπήκουσαν στον Μωυσήν και αφήκαν περίσσευμα δια το άλλο πρωϊ. Αυτό όμως έβγαλε σκουλήκια και εβρώμησε. Επικράνθη ο Μωϋσής από την παρακοήν των αυτήν.

Εξ. 16,21           καὶ συνέλεξαν αὐτὸ πρωΐ πρωΐ, ἕκαστος τὸ καθῆκον αὐτῷ· ἡνίκα δὲ διεθέρμαινεν ὁ ἥλιος, ἐτήκετο.

Εξ. 16,21                   Καθε πρωϊ οι Ιοραηλίται συνέλεγαν αυτό. Καθένας το καθωρισμένον δια την οικογένειάν του ποσόν. Οταν δε ανέτελλεν ο ήλιος και ηύξανεν η θερμότης, αυτό έλυωνε.

Εξ. 16,22           ἐγένετο δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ, συνέλεξαν τὰ δέοντα διπλᾶ, δύο γομὸρ τῷ ἑνί· εἰσήλθοσαν δὲ πάντες οἱ ἄρχοντες τῆς συναγωγῆς καὶ ἀνήγγειλαν Μωυσῇ·

Εξ. 16,22                   Κατά την έκτην ημέραν συνέλεξαν διπλήν ποσότητα, δύο γομόρ περί τα εξ κιλά) δια κάθε άτομον. Οι άρχοντες των Ισραηλιτών επληροφόρησαν τον Μωϋσέα σχετικώς.

Εξ. 16,23           εἶπε δὲ Μωυσῆς πρὸς αὐτούς· οὐ τοῦτο τὸ ῥῆμά ἐστιν, ὃ ἐλάλησε Κύριος; σάββατα ἀνάπαυσις ἁγία τῷ Κυρίῳ αὔριον· ὅσα ἐὰν πέσσητε, πέσσετε, καὶ ὅσα ἐὰν ἕψητε, ἕψετε· καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον καταλείπετε αὐτὸ εἰς ἀποθήκην εἰς τὸ πρωΐ.

Εξ. 16,23                   Ο δε Μωϋσής τους είπεν· “αυτή δεν είναι η εντολή, που σας έδωσεν ο Κυριος; Αύριον είναι Σαββατον, ημέρα αναπαύσεως, αφιερωμένη στον Κυριον. Οσος άρτος σας χρειάζεται να ζυμώσετε δια τας δύο ημέρας, ζυμώσατέ τους σήμερον· και όσα έχετε να ψήσετε, ψήσατέ τα σήμερον. Οσα δε από αυτά, αφού φάγετε σήμερον, σας περισσεύσουν, φυλάξατέ τα ως απόθεμα δια την αυριανήν ημέραν”.

Εξ. 16,24           καὶ κατελίποσαν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸ πρωΐ, καθὼς συνέταξεν αὐτοῖς Μωυσῆς· καὶ οὐκ ἐπώζεσεν, οὐδὲ σκώληξ ἐγένετο ἐν αὐτῷ.

Εξ. 16,24                   Αφήκαν το περισσεύσαν από αυτό μέχρι την άλλην ημέραν, όπως τους είχε διατάξει ο Μωϋσής. Είδαν δε ότι ούτε εβρώμησεν ούτε έβγαλε σκώληκας.

Εξ. 16,25           εἶπε δὲ Μωυσῆς· φάγετε σήμερον, ἔστι γὰρ σάββατα σήμερον τῷ Κυρίῳ· οὐχ εὑρεθήσεται ἐν τῷ πεδίῳ.

Εξ. 16,25                   Τους είπεν ο Μωϋσής· “φάγετε σήμερον από το χθεσινόν περίσσευμα, διότι σήμερον είναι Σαββατον, αφιερωμένον στον Κυριον και δεν θα υπάρξη μάνα εις την πεδιάδα.

Εξ. 16,26           ἓξ ἡμέρας συλλέξετε· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα, ὅτι οὐκ ἔσται ἐν αὐτῇ.

Εξ. 16,26                   Εξ ημέρας θα συλλέγετε, την εβδόμην την ημέραν είναι Σαββατον, ανάπαυσις· δεν θα υπάρχη εις την πεδιάδα ο άρτος αυτός”.

Εξ. 16,27           ἐγένετο δὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐξήλθοσάν τινες ἐκ τοῦ λαοῦ συλλέξαι καὶ οὐχ εὗρον.

Εξ. 16,27                   Εν τούτοις κατά την εβδόμην ημέραν εξήλθον μερικοί από την κατασκήνωσιν του λαού, δια να συλλέξουν από αυτόν τον άρτον, αλλά δεν ευρήκαν.

Εξ. 16,28           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἕως τίνος οὐ βούλεσθε εἰσακούειν τὰς ἐντολάς μου καὶ τὸν νόμον μου;

Εξ. 16,28                   Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “έως πότε δεν θέλετε να υπακούετε εις τας έντρλάς μου και στον νόμον μου;

Εξ. 16,29           ἴδετε, ὁ γὰρ Κύριος ἔδωκεν ὑμῖν σάββατα τὴν ἡμέραν ταύτην· διὰ τοῦτο αὐτὸς ἔδωκεν ὑμῖν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ ἄρτους δύο ἡμερῶν· καθήσεσθε ἕκαστος εἰς τοὺς οἴκους ὑμῶν, μηδεὶς ἐκπορευέσθω ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ.

Εξ. 16,29                   Ιδέτε, ο Κυριος σας διέταξε να τηρήτε αργίαν κατά την ημέραν αυτήν του Σαββάτου. Δια τούτο και την έκτην ημέραν, την Παρασκευήν, σας έδωκεν άρτους δια δύο ημέρας. Καθήσατε λοιπόν όλοι μέσα εις τας κατοικίας σας. Κανείς δεν θα εξέλθη από τον τόπον του κατά την εβδόμην ημέραν”.

Εξ. 16,30           καὶ ἐσαββάτισεν ὁ λαὸς τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ.

Εξ. 16,30                   Υπήκουσεν ο λαός και ετήρησεν αργίαν, κατά την εβδόμην ημέραν.

Εξ. 16,31           καὶ ἐπωνόμασαν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ τὸ ὄνομα αὐτοῦ, μάν· ἦν δὲ ὡσεὶ σπέρμα κορίου λευκόν, τὸ δὲ γεῦμα αὐτοῦ ὡς ἐγκρὶς ἐν μέλιτι.

Εξ. 16,31                    Οι Ισραηλίται ωνόμασαν αυτόν τον άρτον “μανά”. Ητο δε λευκόν σαν σπόροι κορίου, η δε γεύσις του σαν τηγανίτα με μέλι.

Εξ. 16,32           εἶπε δὲ Μωυσῆς· τοῦτο τὸ ῥῆμα, ὃ συνέταξε Κύριος· πλήσατε τὸ γομὸρ τοῦ μὰν εἰς ἀποθήκην εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν, ἵνα ἴδωσι τὸν ἄρτον, ὃν ἐφάγετε ὑμεῖς ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὡς ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐκ γῆς Αἰγύπτου.

Εξ. 16,32                   Ο Μωϋσής είπεν· “ακούστε την εντολήν, που έδωσεν ο Κυριος· γεμίσατε ένα γομόρ από το μάνα και φυλάξατέ το δια τας γενεάς, που θα έλθουν ύστερον από σας, να ίδουν τον άρτον τον οποίον εφάγατε σεις εις την έρημον, όταν σας έβγαλεν ελευθέρους ο Κυριος από την χώραν της Αιγύπτου”.

Εξ. 16,33           καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς Ἀαρών· λάβε στάμνον χρυσοῦν ἕνα καὶ ἔμβαλε εἰς αὐτὸν πλῆρες τὸ γομὸρ τοῦ μὰν καὶ ἀποθήσεις αὐτὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ εἰς διατήρησιν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν.

Εξ. 16,33                   Εις δε τον Ααρών είπεν ο Μωϋσής· “πάρε μίαν χρυσήν στάμναν και βάλε εις αυτήν ένα γομόρ από το μάνα. Τοποθέτησε αυτήν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου ενώπιον του Κυρίου, δια να διατηρηθή εις τας επερχομένας γενεάς σας”.

Εξ. 16,34           ὃν τρόπον συνέταξε Κύριος τῷ Μωυσῇ, καὶ ἀπέθηκεν Ἀαρὼν ἐναντίον τοῦ μαρτυρίου εἰς διατήρησιν.

Εξ. 16,34                   Οπως διέταξεν ο Θεός τον Μωϋσήν, έτσι και έκαμεν ο Ααρών· επήρε την χρυσήν στάμναν με το μάνα και έθεσεν αυτήν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου προς διαφύλαξιν.

Εξ. 16,35           οἱ δὲ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἔφαγον τὸ μὰν ἔτη τεσσαράκοντα, ἕως ἦλθον εἰς γῆν οἰκουμένην· ἐφάγοσαν τὸ μάν, ἕως παρεγένοντο εἰς μέρος τῆς Φοινίκης.

Εξ. 16,35                   Οι Ισραηλίται έτρωγον κατά συνέχειαν το μάνα επί σαράντα έτη εις την έρημον έως ότου ήλθον εις χώραν κατοικουμένην· έφαγον το μάνα, έως ότου ήλθαν εις περιοχήν της Φοινίκης.

Εξ. 16,36           τὸ δὲ γομὸρ τὸ δέκατον τῶν τριῶν μέτρων ἦν.

Εξ. 16,36                   Το γομόρ είναι, το εν δέκατον των τριών μέτρων.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 17

 

Εξ. 17,1             Καὶ ἀπῇρε πᾶσα συναγωγὴ υἱῶν Ἰσραὴλ ἐκ τῆς ἐρήμου Σὶν κατὰ παρεμβολὰς αὐτῶν διά ῥήματος Κυρίου καὶ παρενεβάλοσαν ἐν Ῥαφιδείν· οὐκ ἦν δὲ ὕδωρ τῷ λαῷ πιεῖν.

Εξ. 17,1                      Ολον το πλήθος των Ισραηλιτών, κατόπιν εντολής του Κυρίου, εξεκίνησαν από την έρημον Σιν κατά τμήματα και κατεσκήνωσαν εις Ραφιδείν. Εκεί όμως δεν υπήρχε νερό, δια να πίη ο λαός.

Εξ. 17,2             καὶ ἐλοιδορεῖτο ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· δὸς ἡμῖν ὕδωρ, ἵνα πίωμεν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς Μωυσῆς· τί λοιδορεῖσθέ μοι, καὶ τί πειράζετε Κύριον;

Εξ. 17,2                     Και οι ' Ισραηλίται ύβριζον τον Μωϋσήν λέγοντες· “δος μας νερό να πιούμε” ! Και εκείνος τους απήντησε· “διατί με υβρίζετε; Διατί πειράζετε τον Κυριον;”

Εξ. 17,3             ἐδίψησε δὲ ἐκεῖ ὁ λαὸς ὕδατι, καὶ διεγόγγυζεν ἐκεῖ ὁ λαὸς πρὸς Μωυσῆν λέγοντες· ἱνατί τοῦτο; ἀνεβίβασας ἡμᾶς ἐξ Αἰγύπτου ἀποκτεῖναι ἡμᾶς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν καὶ τὰ κτήνη τῷ δίψει;

Εξ. 17,3                      Ο ισραηλιτικός λαός εδίψησε πολύ εκεί για νερό και εγόγγυζων εναντίον του Μωϋσέως λέγοντες· “διατί μας το έκαμες αυτό; Μας έβγαλες από την Αίγυπτον, δια να φονεύσης ημάς και τα παιδιά μας και τα ζώα μας με την φοβεράν δίψαν;”

Εξ. 17,4             ἐβόησε δὲ Μωυσῆς πρὸς Κύριον λέγων· τί ποιήσω τῷ λαῷ τούτῳ; ἔτι μικρὸν καὶ καταλιθοβολήσουσί με.

Εξ. 17,4                     Με θερμήν προσευχήν ετόνισεν ο Μωϋσής προς τον Θεόν· “τι να κάμω, Κυριε, στον λαόν αυτόν; Ολίγον ακόμη και θα με λιθοβολήσουν με μανίαν”.

Εξ. 17,5             καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· προπορεύου τοῦ λαοῦ τούτου, λαβὲ δὲ σεαυτῷ ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ· καὶ τὴν ῥάβδον, ἐν ᾗ ἐπάταξας τὸν ποταμόν, λαβὲ ἐν τῇ χειρί σου καὶ πορεύσῃ.

Εξ. 17,5                      Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “προχώρησε εμπρός από τον λαόν αυτόν, πάρε μαζή σου μερικούς από τους γεροντοτέρους του λαού· πάρε εις τα χέρια σου την ράβδον, με την οποίαν εκτύπησες τον Νείλον ποταμόν, και προχώρει.

Εξ. 17,6             ὅδε ἐγὼ ἕστηκα ἐκεῖ πρὸ τοῦ σε ἐπὶ τῆς πέτρας ἐν Χωρήβ· καὶ πατάξεις τὴν πέτραν, καὶ ἐξελεύσεται ἐξ αὐτῆς ὕδωρ, καὶ πίεται ὁ λαός. ἐποίησε δὲ Μωυσῆς οὕτως ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Εξ. 17,6                     Εγώ δε θα έχώ σταθή εκεί πριν από σε εις την γυμνήν πέτραν του όρους Χωρήβ. Κτύπησε την πέτραν και θα αναπηδήση ύδωρ από αυτήν, δια να πίη όλος ο λαός”. Οπως είπεν ο Θεός, έτσι έκαμεν ο Μωϋσής ενώπιον των Ισραηλιτών.

Εξ. 17,7             καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Πειρασμὸς καὶ Λοιδόρησις, διὰ τὴν λοιδορίαν τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ διὰ τὸ πειράζειν Κύριον λέγοντας· εἰ ἔστι Κύριος ἐν ἡμῖν ἢ οὔ;

Εξ. 17,7                      Εδωσε δε στον τόπον εκείνον το όνομα “Πειρασμός και Λοιδόρησις” δια τας ύβρεις των υιών Ισραήλ και διότι επίκραναν τον Κυριον λέγοντες· “είναι άραγε ο Θεός μαζή μας η όχι;”

Εξ. 17,8             Ἦλθε δὲ Ἀμαλὴκ καὶ ἐπολέμει Ἰσραὴλ ἐν Ῥαφιδείν.

Εξ. 17,8                     Εκεί δε εις την Ραφιδείν επήλθον οι Αμαληκίται και επολεμούσαν τους Ισραηλίτας.

Εξ. 17,9             εἶπε δὲ Μωυσῆς τῷ Ἰησοῦ· ἐπίλεξον σεαυτῷ ἄνδρας δυνατοὺς καὶ ἐξελθὼν παράταξαι τῷ Ἀμαλὴκ αὔριον, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἕστηκα ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, καὶ ἡ ῥάβδος τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ χειρί μου.

Εξ. 17,9                     Είπε δε ο Μωϋσής στον Ιησούν, τον υιόν του Ναυή· “διάλεξε και πάρε μαζή σου άνδρας δυνατούς και αύριον έβγα να αντιπαραταχθής εις πόλεμον εναντίον των Αμαληκιτών. Εγώ δε θα είμαι εις την κορυφήν του λόφου και η ράβδος του Θεού θα είναι στο χέρι μου”.

Εξ. 17,10           καὶ ἐποίησεν Ἰησοῦς καθάπερ εἶπεν αὐτῷ Μωυσῆς, καὶ ἐξελθὼν παρετάξατο τῷ Ἀμαλήκ· καὶ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ Ὢρ ἀνέβησαν ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ.

Εξ. 17,10                    Εκαμεν ο Ιησούς του Ναυη, όπως του είπεν ο Μωϋσής· έξήλθεν από το στρατόπεδον των Εβραίων και ήρχισε πόλεμον κατά των Αμαληκιτών. Ο Μωϋσής, ο Ααρών και ο Ωρ ανέβησαν εις την κορυφήν του λόφου.

Εξ. 17,11           καὶ ἐγίνετο ὅταν ἐπῇρε Μωυσῆς τὰς χεῖρας, κατίσχυεν Ἰσραήλ· ὅταν δὲ καθῆκε τὰς χεῖρας, κατίσχυεν Ἀμαλήκ.

Εξ. 17,11                    Και συνέβαινε τούτο το παράδοξον· όταν ο Μωϋσής προσευχόμενος ύψωνε τας χείρας, ενικούσαν οι Ισραηλίται. Οταν δε κατεβίβαζε τας χείρας του, ενικούσαν οι Αμαληκίται.

Εξ. 17,12           αἱ δὲ χεῖρες Μωυσῆ βαρεῖαι· καὶ λαβόντες λίθον ὑπέθηκαν ὑπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐκάθητο ἐπ᾿ αὐτοῦ, καὶ Ἀαρὼν καὶ Ὢρ ἐστήριζον τὰς χεῖρας αὐτοῦ, ἐντεῦθεν εἷς καὶ ἐντεῦθεν εἷς· καὶ ἐγένοντο αἱ χεῖρες Μωυσῆ ἐστηριγμέναι ἕως δυσμῶν ἡλίου.

Εξ. 17,12                    Αι χείρες όμως του Μωϋσέως, γέροντος πλέον, ήσαν αδύνατοι, του εφαίνοντο βαρείαι και οψούμεναι τον εκούραζον. Δια τούτο έλαβον λίθον και τον έθεσαν κάτω από τον Μωϋσήν, όπου αυτός εκάθισεν. Ο δε Ααρών και ο Ωρ, ο ένας από το ένα μέρος και ο άλλος από το άλλο εστήριζον τας υψωμένας χείρας του Μωϋσέως. Ετσι δε αι υψωμέναι χείρες του προσευχομένου Μωϋσή υπεβαστάζοντο μέχρι της δύσεως του ηλίου.

Εξ. 17,13           καὶ ἐτρέψατο Ἰησοῦς τὸν Ἀμαλὴκ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν φόνῳ μαχαίρας.

Εξ. 17,13                    Κατά τας ώρας δε αυτάς ο Ιησούς του Ναυή έτρεψεν εις φυγήν τους Αμαληκίτας στρατιώτας και όλον αυτόν τον λαόν τον εφόνευσε με μαχαίρας.

Εξ. 17,14           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· κατάγραψον τοῦτο εἰς μνημόσυνον ἐν βιβλίῳ καὶ δὸς εἰς τὰ ὦτα Ἰησοῦ, ὅτι ἀλοιφῇ ἐξαλείψω τὸ μνημόσυνον Ἀμαλὴκ ἐκ τῆς ὑπὸ τὸν οὐρανόν.

Εξ. 17,14                    Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “γράψε αυτό το γεγονός εις βιβλίον, δια να μένη πάντοτε εις ανάμνησιν και ειπέ στον Ιησούν του Ναυή να το ακούση καλά ότι οπωσδήποτε θα εξαλείψω την μνήμην των Αμαληκιτών από όλην την γην, την υπό τον ουρανόν”.

Εξ. 17,15           καὶ ᾠκοδόμησε Μωυσῆς θυσιαστήριον Κυρίῳ καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Κύριος καταφυγή μου·

Εξ. 17,15                    Οικοδήμησεν εκεί ο Μωϋσής θυσιαστήριον προς τιμήν και λατρείαν του Κυρίου και ωνόμασεν αυτό “Κυριος καταφυγή μου”.

Εξ. 17,16           ὅτι ἐν χειρὶ κρυφαίᾳ πολεμεῖ Κύριος ἐπὶ Ἀμαλὴκ ἀπὸ γενεῶν εἰς γενεάς.

Εξ. 17,16                    Διότι ο Κυριος αοράτως και μυστικώς με το παντοδύναμο χέρι του πολεμεί τους Αμαληκίτας από γενεών εις γενεάς.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 18

 

Εξ. 18,1             Ἤκουσε δὲ Ἰοθὸρ ἱερεὺς Μαδιὰμ ὁ γαμβρὸς Μωυσῆ πάντα ὅσα ἐποίησε Κύριος Ἰσραὴλ τῷ ἑαυτοῦ λαῷ· ἐξήγαγε γὰρ Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου.

Εξ. 18,1                      Ο Ισθόρ, ο ιερεύς εις την Μαδιάμ, ο πενθερός του Μωϋσέως, επληροφορήθη όσα μεγάλα και θαυμαστά έκαμεν ο Κυριος στον ιδικόν του λαόν τον ισραηλιτικόν, ότι δηλαδή απηλευθέρωσε και έβγαλε τον λαόν αυτόν κατά τρόπον θαυμαστόν από την Αίγυπτον.

Εξ. 18,2             ἔλαβε δὲ Ἰοθὸρ ὁ γαμβρὸς Μωυσῆ Σεπφώραν τὴν γυναῖκα Μωυσῆ μετὰ τὴν ἄφεσιν αὐτῆς

Εξ. 18,2                     Ο Ιοθόρ, ο πενθερός του Μωϋσέως, επήρε μαζή του την Σεπφώραν, την γυναίκα του Μωϋσέως, η οποία μετά την απομάκρυνσίν της δεν είχεν επανέλθει προς τον Μωϋσήν,

Εξ. 18,3             καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτῆς· ὄνομα τῷ ἑνὶ αὐτῶν Γηρσὰμ λέγων· πάροικος ἤμην ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ·

Εξ. 18,3                     επήρε επίσης και τους δύο υιούς αυτής. Τον ένα εξ αυτών είχεν ονομάσει ο Μωϋσής Γηρσάμ δηλώνων με αυτό ότι “ξένος ήμην εις ξένην γην”.

Εξ. 18,4             καὶ τὸ ὄνομα τοῦ δευτέρου Ἑλιέζερ λέγων· ὁ γὰρ Θεὸς τοῦ πατρός μου βοηθός μου καὶ ἐξείλατό με ἐκ χειρὸς Φαραώ.

Εξ. 18,4                     Τον δεύτερον ωνόμασεν Ελιέζερ λέγων· “ο Θεός του πατρός μου είναι βοηθός μου και με έβγαλε από το χέρι του Φαραώ”.

Εξ. 18,5             καὶ ἐξῆλθεν Ἰοθὸρ ὁ γαμβρὸς Μωυσῆ καὶ οἱ υἱοὶ καὶ ἡ γυνὴ πρὸς Μωυσῆν εἰς τὴν ἔρημον, οὗ παρενέβαλεν ἐπ᾿ ὄρους τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 18,5                     Ο Ιοθόρ, λοιπόν, ο πενθερός του Μωϋσέως, τα παιδιά και η γυναίκα του Μωϋσέως, εξήλθον εις την έρημον, όπου ο Μωϋσής είχε κατασκηνώσει στους πρόποδας του όρους του Θεού, δηλαδή του Σινά.

Εξ. 18,6             ἀνηγγέλη δὲ Μωυσῇ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ γαμβρός σου Ἰοθὸρ παραγίνεται πρὸς σέ, καὶ ἡ γυνὴ καὶ οἱ δύο υἱοί σου μετ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 18,6                     Μερικοί Ισραηλίται ανήγγειλαν στον Μωϋσήν λέγοντες· “ιδού, ο πενθερός σου ο Ιοθόρ έρχεται εις επίσκεψίν σου, και μαζή με αυτόν είναι η σύζυγός σου και τα δύο παιδιά σου”.

Εξ. 18,7             ἐξῆλθε δὲ Μωυσῆς εἰς συνάντησιν τῷ γαμβρῷ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ ἐφίλησεν αὐτόν, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους· καὶ εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὴν σκηνήν.

Εξ. 18,7                     Ο Μωϋσής εβγήκεν αμέσως προς συνάντησιν του πενθερού του, και όταν τον συνήντησε τον προσεκύνησε και τον εφίλησε· και οι δύο ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον. Ο Μωϋσής ωδήγησεν αυτούς εις την σκηνήν του.

Εξ. 18,8             καὶ διηγήσατο Μωυσῆς τῷ γαμβρῷ πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος τῷ Φαραὼ καὶ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις ἕνεκεν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ πάντα τὸν μόχθον τὸν γενόμενον αὐτοῖς ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὅτι ἐξείλατο αὐτοὺς Κύριος ἐκ χειρὸς Φαραὼ καὶ ἐκ χειρὸς τῶν Αἰγυπτίων.

Εξ. 18,8                     Διηγήθη δε ο Μωϋσής στον πενθερόν του όσα θαυμαστά έκαμεν ο Θεός εναντίον του Φαραώ και όλων των Αιγυπτίων δια την απελευθέρωσιν των Ισραηλιτών, όλας τας ταλαιπωρίας, τας οποίας υπέστησαν καθ' οδόν, και προ παντός ότι έβγαλεν αυτούς ο Κυριος ελευθέρους από τα χέρια του Φαραώ και των Αιγυπτίων.

Εξ. 18,9             ἐξέστη δὲ Ἰοθὸρ ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς, οἷς ἐποίησεν αὐτοῖς Κύριος, ὅτι ἐξείλατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς Αἰγυπτίων καὶ ἐκ χειρὸς Φαραώ.

Εξ. 18,9                     Εξεπλάγη δε πολύ ο Ιοθόρ δι' όλας τας ευεργεσίας, τας οποίας έκαμεν εις αυτούς ο Κυριος και ιδίως διότι τους απηλευθέρωσεν από τας χείρας των Αιγυπτίων και του Φαραώ.

Εξ. 18,10           καί εἶπεν Ἰοθόρ· εὐλογητὸς Κύριος, ὅτι ἐξείλατο αὐτοὺς ἐκ χειρὸς Αἰγυπτίων καὶ ἐκ χειρὸς Φαραώ·

Εξ. 18,10                   Είπε δε γεμάτος θαυμασμόν ο Ιοθόρ· “δοξασμένος ας είναι ο Κυριος, διότι σας εγλύτωσεν από τα χέρια των Αιγυπτίων και από τα χέρια του Φαραώ.

Εξ. 18,11           νῦν ἔγνων ὅτι μέγας Κύριος παρὰ πάντας τοὺς θεούς, ἕνεκεν τούτου ὅτι ἐπέθεντο αὐτοῖς.

Εξ. 18,11                    Τωρα κατάλαβα καλά ότι είναι μέγας ο Κυριος υπεράνω από όλους τους ψευδείς θεούς, διότι παντοδύναμος παρουσιάσθη αυτός, όταν κατεδούλωναν και κατεπίεζον τους Ισραηλίτας οι Αιγύπτιοι”.

Εξ. 18,12           καὶ ἔλαβεν Ἰοθὸρ ὁ γαμβρὸς Μωυσῆ ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας τῷ Θεῷ· παρεγένετο δὲ Ἀαρὼν καὶ πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραὴλ συμφαγεῖν ἄρτον μετὰ τοῦ γαμβροῦ Μωυσῆ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 18,12                   Ο Ιοθόρ, ο πενθερός του Μωϋσέως, επήρε και προσέφερεν ολοκαυτώματα και θυσίας στον Θεόν. Ηλθον δε ο Ααρών και όλοι οι γεροντότεροι από τους Ισραηλίτας και συνέφαγον εις κοινόν συμπόσιον με τον πενθερόν του Μωϋσέως ενώπιον του Θεού.

Εξ. 18,13           Καὶ ἐγένετο μετὰ τὴν ἐπαύριον συνεκάθισε Μωυσῆς κρίνειν τὸν λαόν· παρειστήκει δὲ πᾶς ὁ λαὸς Μωυσῇ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως δείλης.

Εξ. 18,13                    Κατά την επομένην ημέραν εκάθισεν ο Μωϋσής να δικάση τας διαφοράς του λαού, ο οποίος και παρουσιάζετο ενώπιόν του, από το πρωϊ έως το βράδυ.

Εξ. 18,14           καὶ ἰδὼν Ἰοθὸρ πάντα ὅσα ποιεῖ τῷ λαῷ, λέγει· τί τοῦτο, ὃ σὺ ποιεῖς τῷ λαῷ; διατί σὺ κάθησαι μόνος, πᾶς δὲ ὁ λαὸς παρέστηκέ σοι ἀπὸ πρωΐθεν ἕως δείλης;

Εξ. 18,14                   Οταν είδεν ο Ιοθόρ όλα όσα έκαμνεν ο Μωϋσής στον λαόν, του είπε· “τι είναι αυτό, το οποίον κάμνεις συ στον λαόν; Διατί κάθεσαι και δικάζεις συ αυτοπροσώπως όλας τας υποθέσεις, και ο λαός στέκει όρθιος από το πρωϊ έως το βραδύ;”

Εξ. 18,15           καὶ λέγει Μωυσῆς τῷ γαμβρῷ, ὅτι παραγίνεται πρός με ὁ λαὸς ἐκζητῆσαι κρίσιν παρὰ τοῦ Θεοῦ.

Εξ. 18,15                    Είπεν ο Μωϋσής στον πενθερόν του· “πράττω αυτό, διότι εις εμέ έρχεται ο λαός να ζητήση, σαν από αντιπρόσωπον του Θεού, το δίκαιόν του.

Εξ. 18,16           ὅταν γὰρ γένηται αὐτοῖς ἀντιλογία καὶ ἔλθωσι πρός με, διακρίνω ἕκαστον καὶ συμβιβάζω αὐτοὺς τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ.

Εξ. 18,16                   Διότι όταν έχουν διαφοράς και φιλονεικίας και έλθουν προς εμέ, εγώ δικάζω τον καθένα και συγχρόνως διδάσκω αυτούς τας εντολάς του Θεού και τον νόμον του”.

Εξ. 18,17           εἶπε δὲ ὁ γαμβρὸς Μωυσῆ πρὸς αὐτόν· οὐκ ὀρθῶς σὺ ποιεῖς τὸ ῥῆμα τοῦτο·

Εξ. 18,17                    Είπεν ο πενθερός του Μωϋσέως προς αυτόν· “Δεν πράττεις ορθώς εις την περίστασιν αυτήν,

Εξ. 18,18           φθορᾷ καταφθαρήσῃ ἀνυπομονήτῳ καὶ σὺ καὶ πᾶς ὁ λαὸς οὗτος, ὅς ἐστι μετὰ σοῦ· βαρύ σοι τὸ ῥῆμα τοῦτο, οὐ δυνήσῃ ποιεῖν σὺ μόνος.

Εξ. 18,18                   διότι με την συνεχή αυτήν εργασίαν θα αποκάμης και θα καταβληθής και όλος αυτός ο λαός, που είναι μαζή σου. Είναι βαρύ το έργον αυτό και δεν δύνασαι να το εκτελής μόνος σου.

Εξ. 18,19           νῦν οὖν ἄκουσόν μου καὶ συμβουλεύσω σοι, καὶ ἔσται ὁ Θεὸς μετὰ σοῦ. γίνου σὺ τῷ λαῷ τὰ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἀνοίσεις τοὺς λόγους αὐτῶν πρὸς τὸν Θεόν,

Εξ. 18,19                   Τωρα, λοιπόν, θα σου δώσω μίαν συμβουλήν· άκουσέ με και ο Θεός θα είναι μαζή σου· γίνε συ δια τον λαόν αυτόν αντιπρόσωπος του Θεού και ανάφερε προς τον Θεόν τας υποθέσστου λαού του.

Εξ. 18,20           καὶ διαμαρτύρῃ αὐτοῖς τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ καὶ σημανεῖς αὐτοῖς τὰς ὁδούς, ἐν αἷς πορεύσονται ἐν αὐταῖς, καὶ τὰ ἔργα ἃ ποιήσουσι.

Εξ. 18,20                   Συ, εντόνως θα καθιστάς εις αυτούς γνωστάς τας εντολάς του Θεού και τον Νομον του και θα δεικνύης εις αυτούς τας οδούς, όπου πρέπει να πορεύωνται, και τα έργα τα οποία πρέπει να πράττουν.

Εξ. 18,21           καὶ σὺ σεαυτῷ σκέψαι ἀπὸ παντὸς τοῦ λαοῦ ἄνδρας δυνατούς, θεοσεβεῖς, ἄνδρας δικαίους, μισοῦντας ὑπερηφανίαν, καὶ καταστήσεις ἐπ᾿ αὐτὸν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκαδάρχους,

Εξ. 18,21                   Σκέψου όμως και έκλεξε με πολλήν προσοχήν, ως βοηθούς σου, άνδρας από όλον τον λαόν σου, ικανούς και θεοσεβείς, άνδρας δικαίους, ταπεινούς και αποστρεφομένους την υπερηφάνειαν, τους οποίους θα διορίσης στον λαόν σου αρχηγούς και δικαστάς, άλλους μεν επί χλίων ανθρώπων, άλλους επί εκατόν, άλλους εις πεντήκοντα και άλλους επί δέκα.

Εξ. 18,22           καὶ κρινοῦσι τὸν λαὸν πᾶσαν ὥραν· τὸ δὲ ῥῆμα τὸ ὑπέρογκον ἀνοίσουσιν ἐπὶ σέ, τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρινοῦσιν αὐτοὶ καὶ κουφιοῦσιν ἀπὸ σοῦ καὶ συναντιλήψονταί σοι.

Εξ. 18,22                   Αυτοί θα δικάζουν τον λαόν πάντοτε. Τας σπουδαίας όμως υποθέσεις θα τας αναφέρουν εις σέ, ενώ τα ελαφρότερα πλημμελήματα θα τα δικάζουν αυτοί. Ετσι δε θα σε ξεκουράσουν και θα σε βοηθήσουν.

Εξ. 18,23           ἐὰν τὸ ῥῆμα τοῦτο ποιήσῃς, κατισχύσει σε ὁ Θεός, καὶ δυνήσῃ παραστῆναι, καὶ πᾶς ὁ λαὸς οὗτος εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον μετ᾿ εἰρήνης ἥξει.

Εξ. 18,23                   Εάν εφαρμήσης αυτό το σύστημα, θα σε ενισχύση ο Θεός και θα ημπορέσης να ανθέξης, και όλος αυτός ο λαός θα επιστρέψη με ειρήνην εις τας σκηνάς του”.

Εξ. 18,24           ἤκουσε δὲ Μωυσῆς τῆς φωνῆς τοῦ γαμβροῦ καὶ ἐποίησεν ὅσα εἶπεν αὐτῷ.

Εξ. 18,24                   Ο Μωϋσής εδέχθη την συμβουλήν του πενθερού του και έθεσεν εις εφαρμογήν όσα εκείνος του είπε.

Εξ. 18,25           καὶ ἐπέλεξε Μωυσῆς ἄνδρας δυνατοὺς ἀπὸ παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐποίησεν αὐτοὺς ἐπ᾿ αὐτῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκαδάρχους.

Εξ. 18,25                   Εξέλεξεν ο Μωϋσής από όλους τους Ισραηλίτας άνδρας ικανούς και τους διώρισεν επί των Ισραηλιτών ως χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και δεκαδάρχους.

Εξ. 18,26           καὶ ἐκρίνοσαν τὸν λαὸν πᾶσαν ὥραν· πᾶν δὲ ῥῆμα ὑπέρογκον ἀνεφέροσαν ἐπὶ Μωυσῆν, πᾶν δὲ ῥῆμα ἐλαφρὸν ἐκρίνοσαν αὐτοί.

Εξ. 18,26                   Αυτοί εδίκαζαν τας υποθέσστου λαού πάντοτε. Τας μεν σοβαράς υποθέσεις ανέφερον στον Μωϋσήν, τας δε ελαφράς εδίκαζαν εκείνοι.

Εξ. 18,27           ἐξαπέστειλε δὲ Μωυσῆς τὸν ἑαυτοῦ γαμβρόν, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ.

Εξ. 18,27                   Επειτα από αυτά κατευώδωσεν ο Μωϋσής τον πενθερόν του, ο οποίος και επανήλθεν εις την χώραν του.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 19

 

Εξ. 19,1             Τοῦ δὲ μηνὸς τοῦ τρίτου τῆς ἐξόδου τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἤλθοσαν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινά.

Εξ. 19,1                      Κατά τον τρίτον μήνα της εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτον, ηλθαν οι Ισραηλίται αυθημερόν από την Ραφιδείν εις την έρημον Σινά.

Εξ. 19,2             καὶ ἀπῇραν ἐκ Ῥαφιδεὶν καὶ ἤλθοσαν εἰς τὴν ἔρημον τοῦ Σινά, καὶ παρενέβαλεν ἐκεῖ Ἰσραὴλ κατέναντι τοῦ ὄρους.

Εξ. 19,2                     Εξεκίνησαν από την Ραφιδείν, ήλθον εις την έρημον του όρους Σινά και κατεσκήνωσαν απέναντι από το όρος.

Εξ. 19,3             καὶ Μωυσῆς ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ· καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ὁ Θεός ἐκ τοῦ ὄρους λέγων· τάδε ἐρεῖς τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ καὶ ἀναγγελεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ·

Εξ. 19,3                     Ο Μωϋσής ανέβη στο όρος του Θεού. Εκάλεσεν αυτόν ο Θεός από το όρος και του είπεν· “αυτά θα είπης στους απογόνους του Ιακώβ, αυτά θα αναγγείλης στους απογόνους του Ισραήλ.

Εξ. 19,4             αὐτοὶ ἑωράκατε ὅσα πεποίηκα τοῖς Αἰγυπτίοις, καὶ ἀνέλαβον ὑμᾶς ὡσεὶ ἐπὶ πτερύγων ἀετῶν καὶ προσηγαγόμην ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν.

Εξ. 19,4                     Σεις οι ίδιοι με τα ίδια σας τα μάτια είδατε πόσα εγώ έκαμα εις τιμωρίαν των Αιγυπτίων, πως δε επήρα σας ωσάν εις πτέρυγας αετών και σας έκαμα ιδικούς μου, λαόν ιδικόν μου.

Εξ. 19,5             καὶ νῦν ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητε τῆς ἐμῆς φωνῆς καὶ φυλάξητε τὴν διαθήκην μου, ἔσεσθέ μοι λαὸς περιούσιος ἀπό πάντων τῶν ἐθνῶν· ἐμὴ γάρ ἐστι πᾶσα ἡ γῆ·

Εξ. 19,5                     Και τώρα εάν προσεκτικά ακούσετε την εντολήν μου και φυλάξετε την διαθήκην μου, θα είσθε εις εμέ λαός εκλεκτός μεταξύ όλων των άλλων εθνών, τα οποία, είτε το θέλουν είτε όχι, είναι και αυτά υπό την εξουσίαν μου, διότι ιδική μου είναι όλη η γη.

Εξ. 19,6             ὑμεῖς δὲ ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον. ταῦτα τὰ ῥήματα ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ.

Εξ. 19,6                     Σεις όμως θα είσθε ιδικόν μου ιδιαίτερον βασίλειον ιερέων και έθνος άγιον. Αυτά τα λόγια θα πης στους Ισραηλίτας”.

Εξ. 19,7             ἦλθε δὲ Μωυσῆς καὶ ἐκάλεσε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ παρέθηκεν αὐτοῖς πάντας τοὺς λόγους τούτους, οὓς συνέταξεν αὐτῷ ὁ Θεός.

Εξ. 19,7                     Ηλθεν ο Μωϋσής, εκάλεσε τους γεροντοτέρους του λαού και έθεσεν ενώπιον αυτών όλους αυτούς τους λόγους, που είχε παραγγείλει εις αυτόν ο Θεός.

Εξ. 19,8             ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδὸν καὶ εἶπαν· πάντα, ὅσα εἶπεν ὁ Θεός, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα. ἀνήνεγκε δὲ Μωυσῆς τοὺς λόγους τούτους πρὸς τὸν Θεόν.

Εξ. 19,8                     Ολος ο λαός με μίαν ψυχήν και φωνήν απεκρίθη· “όλα όσα διέταξεν ο Θεός θα εφαρμόσωμεν και θα υπακούσωμεν”. Ανέφερεν ο Μωϋσής την απάντησιν αυτήν των Ισραηλιτών στον Θεόν.

Εξ. 19,9             εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἰδοὺ ἐγὼ παραγίνομαι πρὸς σὲ ἐν στύλῳ νεφέλης, ἵνα ἀκούσῃ ὁ λαὸς λαλοῦντός μου πρὸς σὲ καὶ σοὶ πιστεύσωσιν εἰς τὸν αἰῶνα. ἀνήγγειλε δὲ Μωυσῆς τὰ ῥήματα τοῦ λαοῦ πρὸς Κύριον.

Εξ. 19,9                     Ο Κυριος είπε προς τον Μωϋσήν· “ιδού εγώ θα έλθω προς σε δια στύλου νεφέλης, δια να με ακούση ο λαός, όταν λαλώ προς σε και αποκτήση έτσι ισόβιον ακλόνητον εμπιστοσύνην προς σέ”. Ο Μωϋσής ανήγγειλε την απάντησιν του λαού προς τον Κυριον.

Εξ. 19,10           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ καὶ ἅγνισον αὐτοὺς σήμερον καὶ αὔριον, καὶ πλυνάτωσαν τὰ ἱμάτια·

Εξ. 19,10                   Είπεν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “κατέβα, εντόνως μίλησε προς τον λαόν να καθαρισθούν σωματικώς και ψυχικώς σήμερον και αύριον, να πλύνουν τα ιμάτιά των,

Εξ. 19,11           καὶ ἔστωσαν ἕτοιμοι εἰς τὴν ἡμέραν τὴν τρίτην· τῇ γὰρ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καταβήσεται Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ.

Εξ. 19,11                    και να είναι έτοιμοι την τρίτην ημέραν. Διότι κατά την τρίτην ημέραν θα καταβή ο Κυριος στο όρος Σινά ενώπιον όλου του λαού.

Εξ. 19,12           καὶ ἀφοριεῖς τὸν λαὸν κύκλῳ λέγων· προσέχετε ἑαυτοῖς τοῦ ἀναβῆναι εἰς τὸ ὄρος καὶ θίγειν τι αὐτοῦ· πᾶς ὁ ἁψάμενος τοῦ ὄρους θανάτῳ τελευτήσει.

Εξ. 19,12                   Θα περιορίσης και θα τοποθετήσης τον λαόν εις μικράν απόστασιν κύκλω από το όρος Σινά και θα τους είπης· Προσέχετε πολύ, μήπως τυχόν και αναβή κανείς στο όρος και εγγίση κάτι από αυτό. Εκείνος που θα εγγίση τα όρος, θα θανατωθή αμέσως.

Εξ. 19,13           οὐχ ἅψετε αὐτοῦ χείρ· ἐν γὰρ λίθοις λιθοβοληθήσεται ἢ βολίδι κατατοξευθήσεται· ἐάν τε κτῆνος ἐάν τε ἄνθρωπος, οὐ ζήσεται. ὅταν αἱ φωναὶ καὶ αἱ σάλπιγγες καὶ ἡ νεφέλη ἀπέλθῃ ἀπὸ τοῦ ὄρους, ἐκεῖνοι ἀναβήσονται ἐπὶ τὸ ὄρος.

Εξ. 19,13                    Καμμία χειρ δεν θα εγγίση αυτό. Οποιος το εγγίση, θα λιθοβοληθή η θα τοξευθή με βέλος και θα φονευθή. Είτε ζώον είναι αυτό, είτε άνθρωπος, δεν θα ζήση. Οταν αι βρονται και οι ήχοι των σαλπίγγων παύσουν να ακούωνται στο όρος και η νεφέλη απέλθη, τότε οι Ισραηλίται θα αναβούν εις αυτό”.

Εξ. 19,14           κατέβη δὲ Μωυσῆς ἐκ τοῦ ὄρους πρὸς τὸν λαὸν καὶ ἡγίασεν αὐτούς, καὶ ἔπλυναν τὰ ἱμάτια.

Εξ. 19,14                   Κατέβη ο Μωϋσής από το όρος, ήλθε προς τον λαόν και τους ανήγγειλεν όσα του είπεν ο Θεός. Εκείνοι εκαθαρίσθησαν, έπλυναν τα ιμάτιά των και ητοιμάσθησαν.

Εξ. 19,15           καὶ εἶπε τῷ λαῷ· γίνεσθε ἕτοιμοι τρεῖς ἡμέρας, μὴ προσέλθητε γυναικί.

Εξ. 19,15                    Είπεν ακόμη ο Μωϋσής προς τον λαόν· “να είσθε έτοιμοι επί τρεις ημέρας και μη πλησιάσετε γυναίκα”.

Εξ. 19,16           ἐγένετο δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ γενηθέντος πρὸς ὄρθρον καὶ ἐγίνοντο φωναὶ καὶ ἀστραπαὶ καὶ νεφέλη γνοφώδης ἐπ᾿ ὄρους Σινά, φωνὴ τῆς σάλπιγγος ἤχει μέγα· καὶ ἐπτοήθη πᾶς ὁ λαὸς ὁ ἐν τῇ παρεμβολῇ.

Εξ. 19,16                   Ενωρίς το πρωϊ κατά την τρίτην ημέραν έγιναν βρονταί και αστραπαί και νεφέλη σκοτεινή επάνω στο όρος Σινά, ο ήχος της σάλπιγγος αντηχούσε πολύ δυνατά. Ολος ο λαός, που ευρίσκετο ακόμη εις την κατασκήνωσίν του, εφοβήθη και ετρόμαξε.

Εξ. 19,17           καὶ ἐξήγαγε Μωυσῆς τὸν λαὸν εἰς συνάντησιν τοῦ Θεοῦ ἐκ τῆς παρεμβολῆς, καὶ παρέστησαν ὑπὸ τὸ ὄρος.

Εξ. 19,17                    Εδωσεν εντολήν ο Μωϋσής στον ισραηλιτικόν λαόν να εξέλθη από την κατασκήνωσίν του προς συνάντησιν του Θεού. Εξήλθον πράγματι και εσταμάτησαν όρθιοι στους πρόποδας του όρους.

Εξ. 19,18           τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐκαπνίζετο ὅλον διὰ τὸ καταβεβηκέναι ἐπ᾿ αὐτὸ τὸν Θεὸν ἐν πυρί, καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ καπνὸς καμίνου, καὶ ἐξέστη πᾶς ὁ λαὸς σφόδρα·

Εξ. 19,18                   Το όρος Σινά εκάπνιζεν όλο, διότι ωσάν πυρ είχε καταβή επάνω εις αυτό ο Θεός. Ανέβαινεν ο καπνός πυκνός όπως ο καπνός της ασβεστοκαμίνου. Ο ισραηλιτικός λαός εκυριεύθη από κατάπληξιν και δέος πολύ.

Εξ. 19,19           ἐγίνοντο δὲ αἱ φωναὶ τῆς σάλπιγγος προβαίνουσαι ἰσχυρότεραι σφόδρα· Μωυσῆς ἐλάλει, ὁ δὲ Θεὸς ἀπεκρίνατο αὐτῷ φωνῇ·

Εξ. 19,19                   Οι ήχοι των σαλπίγγων εγίνοντο ολονέν και δυνατώτεροι. Κατά την ώραν αυτήν ο Μωϋσής ηρώτα τον Θεόν και ο Θεός απεκρίνετο προς αυτόν με φωνήν.

Εξ. 19,20           κατέβη δὲ Κύριος ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινὰ ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους· καὶ ἐκάλεσε Κύριος Μωυσῆν ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ ὄρους, καὶ ἀνέβη Μωυσῆς.

Εξ. 19,20                   Ο Κυριος κατέβη εις την κορυφήν του όρους Σινά. Εκάλεσε τον Μωϋσήν εις την κορυφήν του όρους και ο Μωϋσής ανέβη.

Εξ. 19,21           καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν λέγων· καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μή ποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι καὶ πέσωσιν ἐξ αὐτῶν πλῆθος·

Εξ. 19,21                   Είπε δε προς αυτόν ο Θεός· “κατέβα και εντόνως είπε στον λαόν να μη πλησιάσουν, δια να ίδουν τον Θεόν, και ότι αν παρακούσουν, θα φονευθούν πολλοί από αυτούς.

Εξ. 19,22           καὶ οἱ ἱερεῖς οἱ ἐγγίζοντες Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἁγιασθήτωσαν, μή ποτε ἀπαλλάξῃ ἀπ᾿ αὐτῶν Κύριος.

Εξ. 19,22                   Και οι ιερείς, οι οποίοι πλησιάζουν τον Θεόν και υπηρετούν αυτόν, ας καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς δια να μη αφαιρέση και από αυτούς την ζωήν αν τον παρακούσουν”.

Εξ. 19,23           καὶ εἶπε Μωυσῆς πρὸς τὸν Θεόν· οὐ δυνήσεται ὁ λαὸς προσαναβῆναι πρὸς τὸ ὄρος τὸ Σινά· σὺ γὰρ διαμεμαρτύρησαι ἡμῖν λέγων· ἀφόρισαι τὸ ὄρος καὶ ἁγίασαι αὐτό.

Εξ. 19,23                   Ο Μωϋσής είπε προς τον Θεόν· “ο λαός υπακούων εις την εντολήν σου, δεν θα αναβή στο όρος Σινά· διότι συ ρητώς μας έχεις διατάξει, χώρισε τον λαόν από το όρος και κήρυξε αυτό άγιον και άβατον”.

Εξ. 19,24           εἶπε δὲ αὐτῷ Κύριος· βάδιζε, κατάβηθι καὶ ἀνάβηθι σὺ καὶ Ἀαρὼν μετὰ σοῦ· οἱ δὲ ἱερεῖς καὶ ὁ λαὸς μὴ βιαζέσθωσαν ἀναβῆναι πρὸς τὸν Θεόν, μή ποτε ἀπολέσῃ ἀπ᾿ αὐτῶν Κύριος.

Εξ. 19,24                   Είπεν εις αυτόν ο Κυριος· “πήγαινε, κατέβα από το όρος και ανέβα πάλιν έχων μαζή σου και τον Ααρών. Οι δε ιερείς και ο λαός ας μη βιασθούν να ανεβούν προς τον Θεόν, δια να μη τους εξολοθρεύση ο Κυριος”.

Εξ. 19,25           κατέβη δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαὸν καὶ εἶπεν αὐτοῖς.

Εξ. 19,25                   Ο Μωϋσής κατέβη, ήλθε προς τον λαόν και διεβίβασεν εις αυτούς τας εντολάς του Θεού.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 20

 

Εξ. 20,1             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πάντας τοὺς λόγους τούτους λέγων·

Εξ. 20,1                     Και ελάλησε τότε ο Κυριος όλους τους λόγους τούτους λέγων·

Εξ. 20,2             ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, ὅστις ἐξήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας.

Εξ. 20,2                    Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε έβγαλα από την Αίγυπτον, από την χώραν εκείνην της δουλείας.

Εξ. 20,3             οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν ἐμοῦ.

Εξ. 20,3                     Δεν θα υπάρχουν δια σε άλλοι θεοί πλην εμού.

Εξ. 20,4             οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς.

Εξ. 20,4                    Δεν θα κατασκευάσης ποτέ δια τον εαυτόν σου είδωλον ούτε εικόνα από όσα υπάρχουν στον ουρανόν άνω, όσα εις την γην κάτω και όσα εις τα ύδατα κάτω από την γην.

Εξ. 20,5             οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς· ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσί με

Εξ. 20,5                     Δεν θα προσκυνήσης αυτά, ούτε θα τα λατρεύσης· διότι Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, Θεός ζηλότυπος, ο οποίος επιβάλλει τιμωρίας εις τα τέκνα δια τας αμαρτίας των γονέων των μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, εις όσους με μισούν.

Εξ. 20,6             καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου.

Εξ. 20,6                    Αλλά στέλλω το έλεός μου εις τας χιλιάδας εκείνων, που με αγαπούν και φυλάσσουν τας εντολάς μου.

Εξ. 20,7             οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ.

Εξ. 20,7                     Δεν θα πάρης στο στόμα σου το όνομα του Κυρίου ματαίως και χωρίς λόγον, διότι ο Κυριος δεν θα θεωρήση αθώον εκείνον, ο οποίος προφέρει το όνομά του ματαίως και ανευλαβώς.

Εξ. 20,8             μνήσθητι τὴν ἡμέρα τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν.

Εξ. 20,8                    Ενθυμήσου να αφιερώνης την ημέραν του Σαββάτου εις εμέ και να τηρής κατά την ημέραν αυτήν αργίαν.

Εξ. 20,9             ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου·

Εξ. 20,9                    Εξ ημέρας πρέπει να εργάζεσαι και να κάνης όλα τα έργα σου·

Εξ. 20,10           τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου· οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ ὁ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί.

Εξ. 20,10                   την δε ημέραν την εβδόμην, ημέραν αναπαύσεως, θα την αφιερώνης εις Κυριον τον Θεόν σου. Κατ' αυτήν δεν θα κάμης κανένα έργον συ και ο υιός σου και η θυγάτηρ σου και ο δούλος σου και η δούλη σου, το βόδι σου, το υποζύγιόν σου και κάθε ζώον σου· και αυτός ακόμη ο ξένος, ο οποίος παραμένει προσωρινώς κοντά σου.

Εξ. 20,11           ἐν γὰρ ἓξ ἡμέραις ἐποίησε Κύριος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ· διὰ τοῦτο εὐλόγησε Κύριος τὴν ἡμέραν τὴν ἑβδόμην καὶ ἡγίασεν αὐτήν.

Εξ. 20,11                   Διότι εις εξ ημέρας εδημιούργησεν ο Θεός τον ουρανόν, την γην, την θάλασσαν και όλα όσα υπάρχουν εις αυτά. Και κατέπαυσε κατά την εβδόμην ημέραν. Δια τούτο ο Κυριος ευλόγησε την εβδόμην ημέραν και την έκαμε και δι' ημάς αγίαν, αφιερωμένην εις αυτόν.

Εξ. 20,12           τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι.

Εξ. 20,12                   Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, δια να ευημερήσης και γίνης μακροχρόνιος εις την πλουσίαν και εύφορον χώραν, την οποίαν θα σου δώση ο Κυριος.

Εξ. 20,13           οὐ μοιχεύσεις.

Εξ. 20,13                   Δεν θα μοιχεύσης.

Εξ. 20,14           οὐ κλέψεις.

Εξ. 20,14                   Δεν θα κλέψης.

Εξ. 20,15           οὐ φονεύσεις.

Εξ. 20,15                   Δεν θα φονεύσης.

Εξ. 20,16           οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ.

Εξ. 20,16                   Δεν θα καταθέσης ποτε μαρτυρίαν ψευδή εναντίον του πλησίον σου.

Εξ. 20,17           οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου. οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστί.

Εξ. 20,17                   Δεν θα επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου. Δεν θα επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου, ούτε τον αγρόν του, ούτε τον δούλον του, ούτε την δούλην του, ούτε το βόδι του, ούτε το υποζύγιόν του, ούτε κανένα άλλο από τα κτήνη του και γενικώς τίποτε από όσα ανήκουν στον πλησίον σου”.

Εξ. 20,18           Καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἑώρα τὴν φωνὴν καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὴν φωνὴν τῆς σάλπιγγος καὶ τὸ ὄρος τὸ καπνίζον· φοβηθέντες δὲ πᾶς ὁ λαὸς ἔστησαν μακρόθεν.

Εξ. 20,18                   Ολος ο λαός ήκουε την φωνήν του Θεού και τον ήχον των σαλπίγγων, έβλεπε τας φλόγας και το καπνίζον όρος Σινά, εφοβήθησαν δε όλοι και εστάθησαν μακράν από το όρος Σινά.

Εξ. 20,19           καὶ εἶπαν πρὸς Μωυσῆν· λάλησον σὺ ἡμῖν, καὶ μὴ λαλείτω πρὸς ἡμᾶς ὁ Θεός, μὴ ἀποθάνωμεν.

Εξ. 20,19                   Καταπτοημένοι τότε οι Ισραηλίται είπαν προς τον Μωϋσήν· “μίλησε συ προς ημάς και ας μη λαλή ο Θεός προς ημάς, δια να μη αποθάνωμεν”.

Εξ. 20,20           καὶ λέγει αὐτοῖς Μωυσῆς· θαρσεῖτε, ἕνεκεν γὰρ τοῦ πειράσαι ὑμᾶς παρεγενήθη ὁ Θεὸς πρὸς ὑμᾶς, ὅπως ἂν γένηται ὁ φόβος αὐτοῦ ἐν ὑμῖν, ἵνα μὴ ἁμαρτάνητε.

Εξ. 20,20                  Απήντησε προς αυτούς ο Μωϋσής· “έχετε θάρρος ! Ηλθεν ο Θεός κοντά σας, δια να σας θέση υπό δοκιμασίαν, δια να αισθανθήτε μέσα σας τον φόβον του και να μη αμαρτάνετε πλέον”.

Εξ. 20,21           εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωυσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὗ ἦν ὁ Θεός.

Εξ. 20,21                   Ο λαός εστέκετο όρθιος μακράν από το όρος, ο δε Μωϋσής εισήλθεν εις την σκιεράν νεφέλην, όπου ήτο ο Θεός.

Εξ. 20,22           εἶπε δὲ Κύριος πρὸς Μωυσῆν· τάδε ἐρεῖς τῷ οἴκῳ Ἰακὼβ καὶ ἀναγγελεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ὑμεῖς ἑωράκατε ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λελάληκα πρὸς ὑμᾶς·

Εξ. 20,22                  Είπε δε ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “αυτά θα πης στο έθνος του Ιακώβ, αυτά θα αναγγείλης στους απογόνους του Ισραήλ· Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε ότι σας ωμίλησα εγώ ο Θεός από τον ουρανόν !

Εξ. 20,23           οὐ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς θεοὺς ἀργυροῦς καὶ θεοὺς χρυσοῦς οὐ ποιήσετε ὑμῖν αὐτοῖς.

Εξ. 20,23                  Λοιπόν, δεν θα κατασκευάσετε δια τον εαυτόν σας θεούς ασημένιους, ούτε θεούς χρυσούς θα κάμετε δια τον εαυτόν σας.

Εξ. 20,24           θυσιαστήριον ἐκ γῆς ποιήσετέ μοι καὶ θύσετε ἐπ᾿ αὐτοῦ τὰ ὁλοκαυτώματα ὑμῶν καὶ τὰ σωτήρια ὑμῶν καὶ τὰ πρόβατα καὶ τοὺς μόσχους ὑμῶν ἐν παντὶ τόπῳ, οὗ ἐὰν ἐπονομάσω τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ, καὶ ἥξω πρὸς σὲ καὶ εὐλογήσω σε.

Εξ. 20,24                  Θα κτίσετε δι' εμέ θυσιαστήριον από χώμα και επάνω εις αυτό θα θυσιάζετε τα ολοκαυτώματά σας, θα προσφέρετε τας ευχαριστηρίους δια την σωτηρίαν σας θυσίας, τα προς θυσίαν πρόβατα, τα βόδια σας και τα μοσχάρια σας. Εις κάθε τόπον, τον οποίον εγώ θα θελήσω να αφιερωθή στο όνομά μου, εκεί θα έρχωμαι προς σε και θα σε ευλογώ.

Εξ. 20,25           ἐὰν δὲ θυσιαστήριον ἐκ λίθων ποιῇς μοι, οὐκ οἰκοδομήσεις αὐτοὺς τμητούς· τὸ γὰρ ἐγχειρίδιόν σου ἐπιβέβληκας ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ μεμίανται.

Εξ. 20,25                  Εάν δε κατασκευάσης θυσιαοτήριον από λίθους, δεν θα πελεκήσης αυτούς τους λίθους, διότι, εάν θα έχης βάλει σμίλην στους λίθους αυτούς, θα είναι αυτοί μολυσμένοι.

Εξ. 20,26           οὐκ ἀναβήσῃ ἐν ἀναβαθμίσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν μου, ὅπως ἂν μὴ ἀποκαλύψῃς τὴν ἀσχημοσύνην σου ἐπ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 20,26                  Δεν θα ανέλθης στο θυσιαστήριόν μου με σκαλοπάτια, δια να μη φανή επάνω εις αυτό η γυμνότης και απρέπεια των ποδών σου.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 21

 

Εξ. 21,1             Καὶ ταῦτα τὰ δικαιώματα, ἃ παραθήσῃ ἐνώπιον αὐτῶν.

Εξ. 21,1                      Αυταί είναι, αι εντολαί, τας οποίας θα παραθέσης ενώπιον των Ισραηλιτών.

Εξ. 21,2             ἐὰν κτήσῃ παῖδα Ἑβραῖον, ἓξ ἔτη δουλεύσει σοι· τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἔτει ἀπελεύσεται ἐλεύθερος δωρεάν.

Εξ. 21,2                     Εάν αποκτήσης Εβραίον ως δούλον, εξ έτη θα είναι δούλος σου. Κατά το έβδομον έτος θα απέλθη ελεύθερος δωρεάν, χωρίς να καταβάλη εις σε εξαγοράν.

Εξ. 21,3             ἐὰν αὐτὸς μόνος εἰσέλθῃ, καὶ μόνος ἐξελεύσεται· ἐὰν δὲ γυνὴ συνεισέλθῃ μετ᾿ αὐτοῦ, ἐξελεύσεται καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ.

Εξ. 21,3                     Εάν αυτός μόνος, χωρίς σύζυγον και τέκνα, άγαμος γίνη δούλος σου, μόνος πάλιν θα απέλθη από σε ελεύθερος. Εάν όμως, όταν θα γίνη εις σε δούλος, έχη μαζή του και την σύζυγόν του, θα εξέλθη ελεύθερος κατά το έβδομον έτος μαζή με την σύζυγόν του.

Εξ. 21,4             καὶ ἐὰν δὲ ὁ κύριος δῷ αὐτῷ γυναῖκα, καὶ τέκῃ αὐτῷ υἱοὺς ἢ θυγατέρας, ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδία ἔσται τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ μόνος ἐξελεύσεται.

Εξ. 21,4                     Εάν όμως ο κύριος του αγάμου δούλου του δώση σύζυγον και αποκτήση ο δούλος υιούς και θυγατέρας, η γυνή και τα παιδιά θα ανήκουν στον κύριον. Οταν δε αυτός, ο Εβραίος δούλος, κατά το έβδομον έτος εξέλθη ελεύθερος, μόνος θα αναχωρήση χωρίς την σύζυγον και τα παιδιά.

Εξ. 21,5             ἐὰν δὲ ἀποκριθεὶς εἴπῃ ὁ παῖς, ἠγάπηκα τὸν κύριόν μου καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδία, οὐκ ἀποτρέχω ἐλεύθερος·

Εξ. 21,5                     Εάν όμως ο δούλος αυτός είπη· Εγώ έχω αγαπήσει τον κύριόν μου και την γυναίκα μου και τα παιδιά μου και δεν θέλω να φύγω, δια να ζήσω ελεύθερος,

Εξ. 21,6             προσάξει αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πρὸς τὸ κριτήριον τοῦ Θεοῦ καὶ τότε προσάξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θύραν ἐπὶ τὸν σταθμόν, καὶ τρυπήσει ὁ κύριος αὐτοῦ τὸ οὖς τῷ ὀπητίῳ, καὶ δουλεύσει αὐτῷ εἰς τὸν αἰῶνα.

Εξ. 21,6                     ο κύριός του θα τον οδηγήση ενώπιον των δικαστών, τους οποίους ο Θεός ώρισε, δια να ομολογήση εκεί ο δούλος την απόφασίν του. Επειτα θα τον φέρη εις την θύραν της οικίας του, πλησίον του παραστάτου, και θα τρυπήση το αυτί του δούλου εκείνου με σουβλάκι, και έτσι ο Εβραίος αυτός θα μείνη ισοβίως, σύμφωνα με την θέλησίν του, δούλος στον κύριόν του.

Εξ. 21,7             ἐὰν δέ τις ἀποδῶται τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα οἰκέτιν, οὐκ ἀπελεύσεται, ὥσπερ ἀποτρέχουσιν αἱ δοῦλαι.

Εξ. 21,7                     Εάν Εβραίος πωλήση εις άλλον Εβραίον την θυγατέρα του ως δούλην, αυτή δεν θα εξέλθη ελευθέρα, όπως εξέρχονται αι δούλαι των ειδωλολατρών,

Εξ. 21,8             ἐὰν μὴ εὐαρεστήσῃ τῷ κυρίῳ αὐτῆς ἣν αὐτῷ καθωμολογήσατο, ἀπολυτρώσει αὐτήν· ἔθνει δὲ ἀλλοτρίῳ οὐ κύριός ἐστι πωλεῖν αὐτήν, ὅτι ἠθέτησεν ἐν αὐτῇ.

Εξ. 21,8                     αλλά εάν δεν ευχαριστήση τον κύριόν της, στον οποίον αυτή έχει δοθή ως δούλη, η ως σύζυγος δευτέρας σειράς, δύναται ο κύριός της να την πωλήση εις ομοεθνή του. Δεν έχει όμως το δικαίωμα, επειδή την κατεφρόνησε και την απέρριψε, να την πωλήση εις ειδωλολάτρην.

Εξ. 21,9             ἐὰν δὲ τῷ υἱῷ καθομολογήσηται αὐτήν, κατὰ τὸ δικαίωμα τῶν θυγατέρων ποιήσει αὐτῇ.

Εξ. 21,9                     Εάν ο κύριος της δούλης υπανδρεύση αυτήν με τον υιόν του, θα θεωρή αυτήν ως θυγατέρα του και έτσι θα φέρεται προς αυτήν.

Εξ. 21,10           ἐὰν δὲ ἄλλην λάβῃ ἑαυτῷ, τὰ δέοντα καὶ τὸν ἱματισμὸν καὶ τὴν ὁμιλίαν αὐτῆς οὐκ ἀποστερήσει.

Εξ. 21,10                   Εάν ο κύριος ούτος λάβη άλλην ως σύζυγον, δεν θα στερήση αυτήν από τα μέσα της συντηρήσεως της, από τον ιματισμόν και τα συζυγικά του προς αυτήν καθήκοντα.

Εξ. 21,11           ἐὰν δὲ τὰ τρία ταῦτα μὴ ποιήσῃ αὐτῇ, ἐξελεύσεται δωρεὰν ἄνευ ἀργυρίου.

Εξ. 21,11                    Εάν δεν εκπληρώση ο κύριος τας τρεις αυτάς προς εκείνην υποχρεώσστου, δύναται αυτή να αναχωρήση δωρεάν, χωρίς να καταβάλη χρηματικόν τι ποσόν.

Εξ. 21,12           Ἐὰν δὲ πατάξῃ τίς τινα, καὶ ἀποθάνῃ, θανάτῳ θανατούσθω·

Εξ. 21,12                   Εάν κανείς κτυπήση κάποιον και αποθάνη, ο φονεύς θα τιμωρηθή με θάνατον.

Εξ. 21,13           ὁ δὲ οὐχ ἑκών, ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας αὐτοῦ, δώσω σοι τόπον, οὗ φεύξεται ἐκεῖ ὁ φονεύσας.

Εξ. 21,13                    Εκείνος όμως, που θα φονεύση χωρίς να το θέλη, αλλά διότι ο Θεός παρεχώρησε να γίνη κάτι τέτοιο, δια τον ακούσιον αυτόν φονέα θα παραχωρήσω εις σε ωρισμένον τόπον, όπου θα καταφύγη προς ασφάλειάν του.

Εξ. 21,14           ἐὰν δέ τις ἐπιθῆται τῷ πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ, ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι.

Εξ. 21,14                   Εάν κανείς εκ προμελέτης αποφασίση φόνον και δια δόλου φονεύση τον πλησίον του, καταφύγη δε στο θυσιαστήριόν μου δια να σωθή, θα τον πάρης από το θυσιαστήριον αυτό, δια να δικασθή και θανατωθή.

Εξ. 21,15           ὃς τύπτει πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ, θανάτῳ θανατούσθω.

Εξ. 21,15                    Εκείνος που κτυπά τον πατέρα του η την μητέρα του, να τιμωρήται με θάνατον.

Εξ. 21,16           ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῦ ἢ μητέρα αὐτοῦ τελευτήσει θανάτῳ.

Εξ. 21,16                   Εκείνος επίσης που υβρίζει τον πατέρα του η την μητέρα του, να τιμωρήται με θάνατον.

Εξ. 21,17           ὃς ἐὰν κλέψῃ τίς τινα τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ καταδυναστεύσας αὐτὸν ἀποδῶται, καὶ εὑρεθῇ ἐν αὐτῷ, θανάτῳ τελευτάτω.

Εξ. 21,17                    Εκείνός που θα αρπάξη κρυφίως ένα Ισραηλίτην και τον βασανίση και τον πωλήση κατόπιν ως δούλον θα τιμωρήται με θάνατον, εάν αποδειχθή η ενοχή του.

Εξ. 21,18           ἐὰν δὲ λοιδορῶνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξῃ τις τὸν πλησίον λίθῳ ἢ πυγμῇ, καὶ μὴ ἀποθάνῃ, κατακλιθῇ δὲ ἐπὶ τὴν κοίτην,

Εξ. 21,18                   Εάν δύο άνδρες φιλονεικούν και ο ένας κτυπήση τον άλλον με λιθάρι η με την γροθιάν του, και ο κτυπηθείς δεν αποθάνη, αλλά μείνη εις την κλίνην του,

Εξ. 21,19           ἐὰν ἐξαναστὰς ὁ ἄνθρωπος περιπατήσῃ ἔξω ἐπὶ ῥάβδου, ἀθῷος ἔσται ὁ πατάξας· πλὴν τῆς ἀργίας αὐτοῦ ἀποτίσει καὶ τὰ ἰατρεῖα.

Εξ. 21,19                   κατόπιν δε εγερθή και περιπατήση στηριζόμενος εις την ράδδον του, ο κτυπήσας αυτόν θα είναι αθώος· μόνον θα πληρώση εις αυτόν τα νοσήλεια και τας ημέρας της αργίας του.

Εξ. 21,20           ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν παῖδα αὐτοῦ ἢ τὴν παιδίσκην αὐτοῦ ἐν ῥάβδῳ καὶ ἀποθάνῃ ὑπὸ τὰς χεῖρας αὐτοῦ, δίκῃ ἐκδικηθήσεται.

Εξ. 21,20                   Εάν κανείς κτυπήση με ράβδον τον δούλον του η την δούλην του και αποθάνη κατά την ώραν που δέρεται, θα τιμωρηθή ο κύριος ούτος, διότι είναι ένοχος.

Εξ. 21,21           ἐὰν δὲ διαβιώσῃ ἡμέραν μίαν ἢ δύο, οὐκ ἐκδικηθήσεται· τὸ γὰρ ἀργύριον αὐτοῦ ἐστιν.

Εξ. 21,21                   Εάν όμως ο δούλος ούτος ζήση μίαν η δύο ημέρας, δεν θα τιμωρηθή ο κύριος ούτος, διότι ο δούλος θεωρείται ότι είναι χρήμα του, ιδιοκτησία του.

Εξ. 21,22           ἐὰν δὲ μάχωνται δύο ἄνδρες καὶ πατάξωσι γυναῖκα ἐν γαστρὶ ἔχουσαν καὶ ἐξέλθῃ τὸ παιδίον αὐτῆς μὴ ἐξεικονισμένον, ἐπιζήμιον ζημιωθήσεται· καθότι ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικός, δώσει μετὰ ἀξιώματος·

Εξ. 21,22                   Εάν συμπλακούν δύο άνδρες και κτυπήσουν γυναίκα έγκυον, εξέλθη δε το παιδίον ασχημάτιστον, ο ένοχος θα πληρώση αποζημίωσιν, την οποίαν θα ζητήση ο σύζυγος της γυναικός και την οποίαν θα επιβάλη το δικαστήριον.

Εξ. 21,23           ἐὰν δὲ ἐξεικονισμένον ᾖ, δώσει ψυχὴν ἀντὶ ψυχῆς,

Εξ. 21,23                   Εάν όμως το παιδί είναι τελείως διαμορφωμένον, ο ένοχος θα δώση ζωήν αντί ζωής· θα καταδικασθή εις θάνατον, σύμφωνα με τον νόμον της ανταποδόσεως,

Εξ. 21,24           ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, χεῖρα ἀντὶ χειρός, πόδα ἀντὶ ποδός,

Εξ. 21,24                   οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος, χείρα αντί χειρός, πόδα αντί ποδός,

Εξ. 21,25           κατάκαυμα ἀντὶ κατακαύματος, τραῦμα ἀντὶ τραύματος, μώλωπα ἀντὶ μώλωπος.

Εξ. 21,25                   έγκαυμα αντί εγκαύματος, τραύμα αντί τραύματος, μώλωπα αντί μώλωπος.

Εξ. 21,26           ἐὰν δέ τις πατάξῃ τὸν ὀφθαλμὸν τοῦ οἰκέτου αὐτοῦ ἢ τὸν ὀφθαλμὸν τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ, καὶ ἐκτυφλώσῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ αὐτῶν.

Εξ. 21,26                   Εάν κανείς κτυπήση και καταστρέψη τον οφθαλμόν του δούλου του η κτυπήση τον οφθαλμόν της δούλης του και τους τυφλώση, θα τους αφήση ελευθέρους αντί του οφθαλμού των.

Εξ. 21,27           ἐὰν δὲ τὸν ὀδόντα τοῦ οἰκέτου ἢ τὸν ὀδόντα τῆς θεραπαίνης αὐτοῦ ἐκκόψῃ, ἐλευθέρους ἐξαποστελεῖ αὐτοὺς ἀντὶ τοῦ ὀδόντος αὐτῶν.

Εξ. 21,27                   Εάν κανείς ξερριζώση το δόντι του δούλου του η της δούλης του, θα τους αφήση ελευθέρους αντί του καταστραφέντος δοντιού.

Εξ. 21,28           Ἐὰν δὲ κερατίσῃ ταῦρος ἄνδρα ἢ γυναῖκα καὶ ἀποθάνῃ, λίθοις λιθοβοληθήσεται ὁ ταῦρος, καὶ οὐ βρωθήσεται τὰ κρέα αὐτοῦ· ὁ δὲ κύριος τοῦ ταύρου ἀθῷος ἔσται.

Εξ. 21,28                   Εάν ταύρος κτυπήση και θανατώση με τα κέρατα αυτού άνδρα η γυναίκα, ο ταύρος αυτός πρέπει να λιθοβοληθή και το κρέας του δεν θα φαγωθή. Ο κύριος όμως του ταύρου θα είναι αθώος.

Εξ. 21,29           ἐὰν δὲ ὁ ταῦρος κερατιστὴς ᾖ πρὸ τῆς χθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης, καὶ διαμαρτύρωνται τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ αὐτόν, ἀνέλῃ δὲ ἄνδρα ἢ γυναῖκα, ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται καὶ ὁ κύριος αὐτοῦ προσαποθανεῖται.

Εξ. 21,29                   Εάν όμως ο ταύρος από αρκετού χρόνου εκτυπούσε με τα κέρατα και έγιναν διαμαρτυρίαι στον κύριόν του, εκείνος δε δεν ηθέλησε να φονεύση τον ταύρον, όταν ο ταύρος αυτός φονεύση άνδρα η γυναίκα, θα φονευθή δια λιθοβολισμού, μαζή δε με αυτόν θα θανατωθή και ο κύριός του.

Εξ. 21,30           ἐὰν δὲ λύτρα ἐπιβληθῇ αὐτῷ, δώσει λύτρα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ὅσα ἐὰν ἐπιβάλωσιν αὐτῷ.

Εξ. 21,30                   Εάν όμως επιβάλλουν στον κύριον του ταύρου αυτού χρηματικήν αποζημίωσιν, θα πληρώση αυτήν, δια να γλυτώση έτσι την ζωήν του.

Εξ. 21,31           ἐὰν δὲ υἱὸν ἢ θυγατέρα κερατίσῃ, κατὰ τὸ δικαίωμα τοῦτο ποιήσωσιν αὐτῷ.

Εξ. 21,31                    Εάν ο ταύρος κτυπήση και θανατώση υιόν η θυγατέρα, ο ίδιος νόμος θα εφαρμοσθή και εις την περίστασιν αυτήν.

Εξ. 21,32           ἐὰν δὲ παῖδα κερατίσῃ ὁ ταῦρος ἢ παιδίσκην, ἀργυρίου τριάκοντα δίδραχμα δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, καὶ ὁ ταῦρος λιθοβοληθήσεται.

Εξ. 21,32                   Εάν ο ταύρος κτυπήση με τα κέρατα δούλον η δούλην, ο μεν ταύρος θα φονευθή δια λιθοβολισμού, ο δε κύριος του ταύρου θα πληρώση στον κύριον του δούλου τριάκοντα αργυρά δίδραχμα.

Εξ. 21,33           ἐὰν δέ τις ἀνοίξῃ λάκκον ἢ λατομήσῃ λάκκον καὶ μὴ καλύψῃ αὐτόν, καὶ ἐμπέσῃ ἐκεῖ μόσχος ἢ ὄνος,

Εξ. 21,33                   Εάν κανείς ανοίξη λάκκον η λατομήση εις πετρώδη περιοχήν και δεν σκεπάση τον λάκκον, πέση δε εκεί και φονευθή μοσχάρι η όνος,

Εξ. 21,34           ὁ κύριος τοῦ λάκκου ἀποτίσει· ἀργύριον δώσει τῷ κυρίῳ αὐτῶν, τὸ δὲ τετελευτηκὸς αὐτῷ ἔσται.

Εξ. 21,34                   αυτός που ήνοιξε τον λάκκον θα πληρώση πρόστιμον στον κύριον του ζώου, το δε συντριβέν ζώον θα ανήκη εις αυτόν.

Εξ. 21,35           ἐὰν δὲ κερατίσῃ τινὸς ταῦρος τὸν ταῦρον τοῦ πλησίον καὶ τελευτήσῃ, ἀποδώσονται τὸν ταῦρον τὸν ζῶντα καὶ διελοῦνται τὸ ἀργύριον αὐτοῦ, καὶ τὸν ταῦρον τὸν τεθνηκότα διελοῦνται.

Εξ. 21,35                   Εάν ένας ταύρος κτυπήση με τα κέρατα και φονεύση τον ταύρον του πλησίον, θα πωληθή ο ζων ταύρος και θα μοιρασθούν το χρήμα οι κύριοι των ταύρων, οι οποίοι θα μοιρασθούν επίσης και τα κρέας του φονευθέντος ταύρου.

Εξ. 21,36           ἐὰν δὲ γνωρίζηται ὁ ταῦρος ὅτι κερατιστής ἐστι πρὸ τῆς χθὲς καὶ πρὸ τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ διαμεμαρτυρημένοι ὦσι τῷ κυρίῳ αὐτοῦ, καὶ μὴ ἀφανίσῃ αὐτόν, ἀποτίσει ταῦρον ἀντὶ ταύρου, ὁ δὲ τετελευτηκὼς αὐτῷ ἔσται.

Εξ. 21,36                   Εάν όμως ήτο γνωστόν ότι ο κερατίσας ταύρος από αρκετού χρόνου εκτυπούσε με τα κέρατα και είχον διαμαρτυρηθή οι άλλοι άνθρωποι στον κύριόν του, εκείνος δε δεν τον εξηφάνισε, θα δώση τον ζώντα ταύρον αντί του φονευθέντος και ο φονευθείς ταύρος θα ανήκη πάλιν στον κύριόν του.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 22

 

Εξ. 22,1             Ἐὰν δέ τις κλέψῃ μόσχον ἢ πρόβατον καὶ σφάξῃ ἢ ἀποδῶται, πέντε μόσχους ἀποτίσει ἀντὶ τοῦ μόσχου καὶ τέσσαρα πρόβατα ἀντὶ τοῦ προβάτου.

Εξ. 22,1                     Εάν κανείς κλέψη μοσχάρι η πρόβατον και το σφάξη, δια να το φάγη η το πωλήση, θα πληρώση πέντε μόσχους αντί του ενός και τέσσαρα πρόβατα αντί του ενός προβάτου.

Εξ. 22,2             ἐὰν δὲ ἐν τῷ διορύγματι εὑρεθῇ ὁ κλέπτης καὶ πληγεὶς ἀποθάνῃ, οὐκ ἔστιν αὐτῷ φόνος·

Εξ. 22,2                    Εάν δε ο κλέπτης γίνη αντιληπτός την ώραν, που επιχειρεί την διάρρηξιν, και κτυπηθείς αποθάνη, δεν θα καταλογισθή ενοχή φόνου στον φονέα.

Εξ. 22,3             ἐὰν δὲ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος ἐπ᾿ αὐτῷ, ἔνοχός ἐστιν, ἀνταποθανεῖται. ἐὰν δὲ μὴ ὑπάρχῃ αὐτῷ, πραθήτω ἀντὶ τοῦ κλέμματος.

Εξ. 22,3                     Εάν όμως φονεύση κανείς τον νυκτερινόν κλέπτην μετά την ανατολήν του ηλίου, ο φονεύς είναι ένοχος και θα καταδικασθή εις θάνατον. Εάν ο κλέπτης δεν έχη να πληρώση την επιβληθείσαν ποινήν, να πωληθή ως δούλος, δια να πληρώση το κλοπιμαίον.

Εξ. 22,4             ἐὰν δὲ καταληφθῇ καὶ εὑρεθῇ ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ τὸ κλέμμα ἀπό τε ὄνου ἕως προβάτου ζῶντα, διπλᾶ αὐτὰ ἀποτίσει.

Εξ. 22,4                    Εάν ο κλέπτης συλληφθή και ευρεθή εις την κατοχήν του το κλεμμένον ζώον, από όνου μέχρι προβάτου, θα πληρώση στο διπλούν αυτά που έκλεψε.

Εξ. 22,5             ἐὰν δὲ καταβοσκήσῃ τις ἀγρὸν ἢ ἀμπελῶνα καὶ ἀφῇ τὸ κτῆνος αὐτοῦ καταβοσκῆσαι ἀγρὸν ἕτερον, ἀποτίσει ἐκ τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ κατὰ τὸ γέννημα αὐτοῦ· ἐὰν δὲ πάντα τὸν ἀγρὸν καταβοσκήσῃ, τὰ βέλτιστα τοῦ ἀγροῦ αὐτοῦ καὶ τὰ βέλτιστα τοῦ ἀμπελῶνος αὐτοῦ ἀποτίσει.

Εξ. 22,5                     Εάν κανείς βόσκη το ζώον του στον αγρόν η την άμπελόν του και το αφήση να βοσκήση άλλον αγρόν, θα πληρώση από τον ιδικόν του αγρόν την ζημία, την οποίαν έχει προκαλέσει στον άλλον. Εάν δε βοσκήση και καταστρέψη όλον τον αγρόν, θα καταβάλη ως αποζημίωσιν τα καλύτερα προϊόντα του αγρού του και του αμπελώνας του.

Εξ. 22,6             ἐὰν δὲ ἐξελθὸν πῦρ εὕρῃ ἀκάνθας καὶ προσεμπρήσῃ ἅλωνα ἢ στάχυς ἢ πεδίον, ἀποτίσει ὁ τὸ πῦρ ἐκκαύσας.

Εξ. 22,6                    Εάν κανείς ανάψη φωτιά, αυτή δε επεκταθή εις ακάνθας και γίνη πυρκαϊά και καταστρέψη αλώνι η χωράφι με στάχεις η πεδιάδα, θα πληρώση πρόστιμον αυτός που ήναψε την φωτιάν.

Εξ. 22,7             ἐὰν δέ τις δῷ τῷ πλησίον ἀργύριον ἢ σκεύη φυλάξαι, καὶ κλαπῇ ἐκ τῆς οἰκίας τοῦ ἀνθρώπου, ἐὰν εὑρεθῇ ὁ κλέψας, ἀποτίσει τὸ διπλοῦν·

Εξ. 22,7                     Εάν κανείς δώση στον πλησίον του χρήματα η σκεύη προς φύλαξιν, και κλαπούν από την οικίαν του ανθρώπου αυτού, εάν ο κλέπτης συλληφθή θα καταβάλη εκείνος στον ιδιοκτήτην τα διπλάσια

Εξ. 22,8             ἐὰν δὲ μὴ εὑρεθῇ ὁ κλέψας, προσελεύσεται ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὀμεῖται ἦ μὴν μὴ αὐτὸν πεπονηρεῦσθαι ἐφ᾿ ὅλης τῆς παρακαταθήκης τοῦ πλησίον.

Εξ. 22,8                    Εάν όμως δεν ευρεθή ο κλέπτης, θα παρουσιασθή ο κύριος της οικίας ενώπιον του υπό του Θεού ορισθέντος δικαστηρίου και θα ορκισθή ότι ουδέποτε εσκέφθη κάτι πονηρόν, δεν εσκέφθη ποτέ να καταχρασθή την κατάθεσιν του πλησίον.

Εξ. 22,9             κατὰ πᾶν ῥητὸν ἀδίκημα, περί τε μόσχου καὶ ὑποζυγίου καὶ προβάτου καὶ ἱματίου καὶ πάσης ἀπωλείας τῆς ἐγκαλουμένης, ὅ,τι οὖν ἂν ᾖ, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐλεύσεται ἡ κρίσις ἀμφοτέρων, καὶ ὁ ἁλοὺς διὰ τοῦ Θεοῦ ἀποτίσει διπλοῦν τῷ πλησίον·

Εξ. 22,9                    Αυτό θα γίνεται δια κάθε αδίκημα, είτε το κλαπέν είναι μόσχος η υποζύγιον η πρόβατον η ιμάτιον, δια κάθε καταγγελλομένην απώλειαν, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή, ενώπιον του Θεού θα γίνη η κρίσις των αντιδίκων. Εάν από το δικαστήριον ευρεθή ένοχος κατακρατήσεως ξένης περιουσίας εκείνος στον οποίον είχε γίνει η κατάθεσις, θα καταδικασθή να πληρώση στον πλησίον του διπλασίαν την αξίαν του απολεσθέντος.

Εξ. 22,10           ἐὰν δέ τις δῷ τῷ πλησίον ὑποζύγιον ἢ μόσχον ἢ πρόβατον ἢ πᾶν κτῆνος φυλάξαι, καὶ συντριβῇ ἢ τελευτήσῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται, καὶ μηδεὶς γνῷ,

Εξ. 22,10                   Εάν κανείς δώση στον πλησίον του προς φύλαξιν υποζύγιον η μοσχάρι η πρόβατον η οιονδήποτε άλλο κατοικίδιον ζώον, και συμβή ώστε αυτό να πάθη κάταγμα η να αποθάνη η να κλαπή και δεν υπάρχη κανείς μάρτυς να επιβεβαίωση τούτο,

Εξ. 22,11           ὅρκος ἔσται τοῦ Θεοῦ ἀνὰ μέσον ἀμφοτέρων, ἦ μὴν μὴ αὐτὸν πεπονηρεῦσθαι καθόλου τῆς παρακαταθήκης τοῦ πλησίον· καὶ οὕτως προσδέξεται ὁ κύριος αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἀποτίσει.

Εξ. 22,11                   θα γίνη ενώπιον του δικαστηρίου του Θεού όρκος από τον λαβόντα προς φύλαξιν το απολεσθέν ζώον, ότι ποτέ δεν είχε σκεφθή κάτι το πονηρόν εις βάρος της εμπιστευθείσης εις αυτόν καταθέσεως. Η ένορκος αυτή διαβεβαίωσις πρέπει να γίνη δεκτή και θα απαλλαγή πάσης αποζημιώσεως ο ορκισθείς.

Εξ. 22,12           ἐὰν δὲ κλαπῇ παρ᾿ αὐτοῦ, ἀποτίσει τῷ κυρίῳ.

Εξ. 22,12                   Εάν όμως αποδειχθή ότι ο φύλαξ του ζώου το έκλεψε, θα πληρώση στον κύριον του ζώου αποζημίωσιν.

Εξ. 22,13           ἐὰν δὲ θηριάλωτον γένηται, ἄξει αὐτὸν ἐπὶ τὴν θήραν καὶ οὐκ ἀποτίσει.

Εξ. 22,13                   Εάν το παραδοθέν προς φάλαξιν ζώον κατασπαραχθή υπό θηρίου, θα οδηγήση ο φύλαξ τον κύριον του ζώου εκεί, όπου αυτό είχε φαγωθή από το θηρίον, και δεν θα πληρώση αποζημίωσιν.

Εξ. 22,14           ἐὰν δὲ αἰτήσῃ τις παρὰ τοῦ πλησίον, καὶ συντριβῇ ἢ ἀποθάνῃ ἢ αἰχμάλωτον γένηται, ὁ δὲ κύριος μὴ ᾖ μετ᾿ αὐτοῦ, ἀποτίσει·

Εξ. 22,14                   Εάν ζητήση κανείς και πάρη από τον πλησίον σκεύος η ζώον και συμβή ώστε το σκεύος να συντριβή η το ζώον να αποθάνη η κλαπή, αν ο δανεισθείς δεν ευρίσκετο εις την περιοχήν εκείνην, θα πληρώση αποζημίωσιν.

Εξ. 22,15           ἐὰν δὲ ὁ κύριος ᾖ μετ᾿ αὐτοῦ, οὐκ ἀποτίσει· ἐὰν δὲ μισθωτὸς ᾖ, ἔσται αὐτῷ ἀντὶ τοῦ μισθοῦ αὐτοῦ.

Εξ. 22,15                   Εάν όμως ο δανεισθείς ήτο πλησίον των δανεισθέντων και αυτά χαθούν, δεν θα πληρώση αποζημίωσιν. Εάν ο λαβών ήτο ημερομίσθιος εργάτης, θα κρατηθή ο μισθός αυτού ως αποζημίωσις δια το απολεσθέν αντικείμενον.

Εξ. 22,16           Ἐὰν δὲ ἀπατήσῃ τις παρθένον ἀμνήστευτον καὶ κοιμηθῇ μετ᾿ αὐτῆς, φερνῇ φερνιεῖ αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα.

Εξ. 22,16                   Εάν κανείς απατήση παρθένον, η οποία δεν έχει μνηστευθή και κοιμηθή με αυτήν, θα καταβάλη την προίκα της στον πατέρα της και θα την νυμφευθή.

Εξ. 22,17           ἐὰν δὲ ἀνανεύων ἀνανεύσῃ καὶ μὴ βούληται ὁ πατὴρ αὐτῆς δοῦναι αὐτὴν αὐτῷ γυναῖκα, ἀργύριον ἀποτίσει τῷ πατρὶ καθ᾿ ὅσον ἐστὶν ἡ φερνὴ τῶν παρθένων.

Εξ. 22,17                   Εάν όμως ο πατήρ επιμόνως αρνήται και δεν συγκατατίθεται να δώση την θυγατέρα του εις εκείνον γυναίκα, εκείνος θα καταβάλη στον πατέρα την κανονικήν προίκα των παρθένων.

Εξ. 22,18           φαρμακοὺς οὐ περιποιήσετε.

Εξ. 22,18                   Μαγους δεν θα αφήσετε να ζουν.

Εξ. 22,19           πᾶν κοιμώμενον μετὰ κτήνους, θανάτῳ ἀποκτενεῖτε αὐτούς.

Εξ. 22,19                   Καθε κτηνοβάτην θα τον τιμωρήτε με θάνατον.

Εξ. 22,20           ὁ θυσιάζων θεοῖς θανάτῳ ἐξολοθρευθήσεται, πλὴν Κυρίῳ μόνῳ.

Εξ. 22,20                  Εκείνος που προσφέρει θυσίαν εις τα είδωλα, θα καταδικάζεται, και θα εξολοθρεύεται δια θανάτου. Μονον στον Κυριον θα προσφέρετε θυσίας.

Εξ. 22,21           καὶ προσήλυτον οὐ κακώσετε, οὐδὲ μὴ θλίψητε αὐτόν· ἦτε γὰρ προσήλυτοι ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 22,21                   Δεν θα αδικήσετε και δεν θα στενοχωρήσετε ξένον, διότι και σεις υπήρξατε κάποτε ξένοι εις την Αίγυπτον.

Εξ. 22,22           πᾶσαν χήραν καὶ ὀρφανὸν οὐ κακώσετε·

Εξ. 22,22                  Καμμίαν χήραν και κανένα ορφανόν δεν θα αδικήσετε.

Εξ. 22,23           ἐὰν δὲ κακίᾳ κακώσητε αὐτούς, καὶ κεκράξαντες καταβοήσωσι πρός με, ἀκοῇ εἰσακούσομαι τῆς φωνῆς αὐτῶν

Εξ. 22,23                  Εάν αδικήσετε αυτούς και κράξουν προς εμέ εναντίον σας, εγώ θα ακούσω την φωνήν των

Εξ. 22,24           καὶ ὀργισθήσομαι θυμῷ καὶ ἀποκτενῶ ὑμᾶς μαχαίρᾳ, καὶ ἔσονται αἱ γυναῖκες ὑμῶν χῆραι καὶ τὰ παιδία ὑμῶν ὀρφανά.

Εξ. 22,24                  και θα οργισθώ, και θα επιτρέψω να φονευθήτε εν στόματι μαχαίρας και έτσι αι γυναίκες σας θα γίνουν χήραι και τα παιδιά σας ορφανά, ωσάν εκείνα που σεις ηδικήσατε.

Εξ. 22,25           ἐὰν δὲ ἀργύριον ἐκδανείσῃς τῷ ἀδελφῷ τῷ πενιχρῷ παρὰ σοί, οὐκ ἔσῃ αὐτὸν κατεπείγων, οὐκ ἐπιθήσεις αὐτῷ τόκον.

Εξ. 22,25                  Εάν δανείσης χρήματα στον πτωχόν αδελφόν σου, δεν θα καταπιέσης αυτόν να σου επιστρέψη το δάνειον, ούτε θα του επιβάλης τόκον.

Εξ. 22 ,26          ἐὰν δὲ ἐνεχύρασμα ἐνεχυράσῃς τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίον, πρὸ δυσμῶν ἡλίου ἀποδώσεις αὐτῷ·

Εξ. 22,26                  Εάν δε πάρης ως ενέχυρον το ιμάτιον του πλησίον, να του το επιστρέψης πριν δύση ο ήλιος.

Εξ. 22,27           ἔστι γὰρ τοῦτο περιβόλαιον αὐτοῦ, μόνον τοῦτο τὸ ἱμάτιον ἀσχημοσύνης αὐτοῦ· ἐν τίνι κοιμηθήσεται; ἐὰν οὖν καταβοήσῃ πρός με, εἰσακούσομαι αὐτοῦ· ἐλεήμων γάρ εἰμι.

Εξ. 22,27                  Διότι αυτό είναι το σκέπασμά του στον ύπνον του, το μοναδικόν του ένδυμα, με το οποίον καλύπτει την γύμνωσίν του. Αν εσύ το κρατήσης, με τι εκείνος θα σκεπασθή; Εάν δε κράξη αυτός προς εμέ εναντίον σου, εγώ θα ακούσω την φωνήν του, διότι είμαι εύσπλαγχνος.

Εξ. 22,28           θεοὺς οὐ κακολογήσεις καὶ ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐ κακῶς ἐρεῖς.

Εξ. 22,28                  Να μην κακολογής τους δικαστάς και γενικώς τους ανωτέρους σου, ούτε να κατακρίνης τον άρχοντα του λαού σου.

Εξ. 22,29           ἀπαρχὰς ἅλωνος καὶ ληνοῦ σου οὐ καθυστερήσεις· τὰ πρωτότοκα τῶν υἱῶν σου δώσεις ἐμοί.

Εξ. 22,29                  Τας απαρχάς του σίτου από το αλώνι σου και του οίνου από τον ληνόν σου δεν πρέπει να καθυστερήσης να τα δώσης στον Κυριον. Τα πρωτοτόκα εκ των παιδιών σου θα τα δώσης εις εμέ.

Εξ. 22,30           οὕτω ποιήσεις τὸν μόσχον σου καὶ τὸ πρόβατόν σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου· ἑπτὰ ἡμέρας ἔσται ὑπὸ τὴν μητέρα, τῇ δὲ ὀγδόῃ ἡμέρᾳ ἀποδώσεις μοι αὐτό.

Εξ. 22,30                  Το ίδιο επίσης θα κάμης και δια το μοσχάρι σου και δια το πρόβατόν σου και δια το μεταφορικόν σου μέσον. Επτά ημέρας θα θηλάζη την μητέρα του, κατά δε την ογδόην ημέραν θα το προσφέρης εις εμέ.

Εξ. 22,31           καὶ ἄνδρες ἅγιοι ἔσεσθέ μοι. καὶ κρέας θηριάλωτον οὐκ ἔδεσθε, τῷ κυνὶ ἀποῤῥίψατε αὐτό.

Εξ. 22,31                   Εάν τηρήσετε όλα αυτά, θα είσθε αγνοί και καθαροί ενώπιόν μου. Κρέας ζώου κατασπαραχθέντος από θηρίον δεν θα το φάγετε, θα το ρίψετε στο σκυλί.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 23

 

Εξ. 23,1             Οὐ παραδέξῃ ἀκοὴν ματαίαν. οὐ συγκαταθήσῃ μετὰ τοῦ ἀδίκου γενέσθαι μάρτυς ἄδικος.

Εξ. 23,1                     Εάν είσαι δικαστής, δεν πρέπει να παραδεχθής ποτέ επιπολαίαν και αναπόδεικτον κατηγορίαν. Εάν κληθής ως μάρτυς, ποτέ δεν πρέπει να έλθης εις συμφωνίαν με τον αδικησαντα, ώστε να γίνης ψευδομάρτυς.

Εξ. 23,2             οὐκ ἔσῃ μετὰ πλειόνων ἐπὶ κακίᾳ. οὐ προστεθήσῃ μετὰ πλήθους ἐκκλῖναι μετὰ τῶν πλειόνων, ὥστε ἐκκλῖναι κρίσιν.

Εξ. 23,2                     Ποτέ δεν θα συνταυτισθής με την πλειοψηφίαν, δια να κάμης κάτι κακόν. Δεν θα ακολουθήσης το πολύ πλήθος, ώστε να παρεκτροπής και συ με τους πολλούς και να παρεκκλίνης από την δικαίαν κρίσιν. Ο καθένας είναι υπεύθυνος δια τας πράξστου.

Εξ. 23,3             καὶ πένητα οὐκ ἐλεήσεις ἐν κρίσει.

Εξ. 23,3                     Ούτε παρασυρόμενος από συμπάθειαν θα μεροληπτήσης υπέρ του πτωχού κατά την δίκην.

Εξ. 23,4             ἐὰν δὲ συναντήσῃς τῷ βοΐ τοῦ ἐχθροῦ σου ἢ τῷ ὑποζυγίῳ αὐτοῦ πλανωμένοις, ἀποστρέψας ἀποδώσεις αὐτῷ.

Εξ. 23,4                     Εάν συναντήσης το βόδι του εχθρού σου η το υποζύγιον του εχθρού σου περιπλανώμενα, γύρισέ τα και δόσε τα εις αυτόν.

Εξ. 23,5             ἐὰν δὲ ἴδῃς τὸ ὑποζύγιον τοῦ ἐχθροῦ σου πεπτωκὸς ὑπὸ τὸν γόμον αὐτοῦ, οὐ παρελεύσῃ αὐτό, ἀλλὰ συναρεῖς αὐτὸ μετ᾿ αὐτοῦ.

Εξ. 23,5                     Εάν ίδης το υποζύγιον του εχθρού σου να έχει πέσει υπό το βάρος του φορτίου του, δεν θα το προσπεράσης με αδιαφορίαν, αλλά μαζή με αυτόν θα το σηκώσης.

Εξ. 23,6             οὐ διαστρέψεις κρίμα πένητος ἐν κρίσει αὐτοῦ.

Εξ. 23,6                     Δεν θα διαστρέψης και δεν θα καταπατήσης το δίκαιον του πτωχού κατά την δίκην.

Εξ. 23,7             ἀπὸ παντὸς ῥήματος ἀδίκου ἀποστήσῃ· ἀθῷον καὶ δίκαιον οὐκ ἀποκτενεῖς καὶ οὐ δικαιώσεις τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων.

Εξ. 23,7                     Φυγε μακράν από κάθε αδικίαν. Δεν θα καταδικάσης εις θάνατον αθώον και δίκαιον. Δεν θα δικαιώσης τον ασεβή δελεαζόμενος από τα δώρα του.

Εξ. 23,8             καὶ δῶρα οὐ λήψῃ· τὰ γὰρ δῶρα ἐκτυφλοῖ ὀφθαλμοὺς βλεπόντων καὶ λυμαίνεται ῥήματα δίκαια.

Εξ. 23,8                     Ως δικαστής δεν θα λάβης ποτέ δώρα, διότι τα δώρα τυφλώνουν τους οφθαλμούς και αυτών ακόμη των συνετών ανθρώπων και γίνονται αφορμή καταδολιεύσεως της δικαιοσύνης.

Εξ. 23,9             καὶ προσήλυτον οὐ θλίψετε· ὑμεῖς γὰρ οἴδατε τὴν ψυχὴν τοῦ προσηλύτου· αὐτοὶ γὰρ προσήλυτοι ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ.

Εξ. 23,9                     Δεν θα στενοχωρήσετε ξένον. Διότι και σεις γνωρίζετε την ζωήν του ξένου, επειδή και οι ίδιοι εζήσατε ως ξένοι εις την Αίγυπτον.

Εξ. 23,10           Ἓξ ἔτη σπερεῖς τὴν γῆν σου καὶ συνάξεις τὰ γεννήματα αὐτῆς·

Εξ. 23,10                   Εξ έτη κατά συνέχειαν θα σπείρης τους αγρούς σου και θα μαζεύης τα γεννήματά των.

Εξ. 23,11           τῷ δὲ ἑβδόμῳ ἄφεσιν ποιήσεις καὶ ἀνήσεις αὐτήν, καὶ ἔδονται οἱ πτωχοὶ τοῦ ἔθνους σου, τὰ δὲ ὑπολειπόμενα ἔδεται τὰ ἄγρια θηρία. οὕτω ποιήσεις τὸν ἀμπελῶνά σου καὶ τὸν ἐλαιῶνά σου.

Εξ. 23,11                    Κατά το έβδομον όμως έτος θα αφήσης αυτούς ακαλλιεργήτους, τα δε αυτοφυή προϊόντα των αγρών σου κατά το έτος τούτο θα τα φάγουν οι πτωχοί, και όσα υπολειφθούν θα τα φάγουν τα άγρια θηρία. Το ίδιο πράγμα θα κάμης και δια τον αμπελώνά σου και δια τον ελαιώνά σου.

Εξ. 23,12           ἓξ ἡμέρας ποιήσεις τὰ ἔργα σου, τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἀνάπαυσις, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ βοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου, καὶ ἵνα ἀναψύξῃ ὁ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου καὶ ὁ προσήλυτος.

Εξ. 23,12                   Εξ ημέρας θα εκτελής όλα τα έργα σου, κατά δε την εβδόμην ημέραν θα γίνεται ανάπαυσις, δια να αναπαυθή το βόδι σου και το υποζύγιόν σου, να εύρη αναψυχήν το παιδί της δούλης σου και ο ξένος, που εργάζεται κοντά σου.

Εξ. 23,13           πάντα, ὅσα εἴρηκα πρὸς ὑμᾶς, φυλάξασθε. Καὶ ὄνομα θεῶν ἑτέρων οὐκ ἀναμνησθήσεσθε, οὐδὲ μὴ ἀκουσθῇ ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν.

Εξ. 23,13                   Ολα όσα σας έχω πει θα τα φυλάξετε. Ονομα άλλων θεών δεν θα φέρετε εις την μνήμην σας ούτε πρέπει να ακουσθή λεγόμενον από το στόμα σας.

Εξ. 23,14           τρεῖς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑορτάσατέ μοι.

Εξ. 23,14                   Εις τρεις εποχάς του έτους θα εμού αφιερώσετε εορτάς.

Εξ. 23,15           τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων φυλάξασθε ποιεῖν· ἑπτὰ ἡμέρας ἔδεσθε ἄζυμα, καθάπερ ἐνετειλάμην σοι, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ μηνὸς τῶν νέων· ἐν γὰρ αὐτῷ ἐξῆλθες ἐξ Αἰγύπτου, οὐκ ὀφθήσῃ ἐνώπιόν μου κενός.

Εξ. 23,15                   Προσέξατε, ώστε να τηρήτε την εορτήν των αζύμων, δηλαδή το Πασχα. Επί επτά ημέρας, όπως σας έχω διατάξει, θα τρώγετε άζυμον άρτον κατά την εποχήν του μηνός των νέων γεννημάτων, διότι κατά τον καιρόν αυτόν εξήλθες ελεύθερος από την Αίγυπτον. Δεν θα εμφανισθής στο θυσιαστήριον ενώπιόν μου με τα χέρια αδειανά, χωρίς προσφοράν θυσίας.

Εξ. 23,16           καὶ ἑορτὴν θερισμοῦ πρωτογεννημάτων ποιήσεις τῶν ἔργων σου, ὧν ἐὰν σπείρῃς ἐν τῷ ἀγρῷ σου, καὶ ἑορτὴν συντελείας ἐπ᾿ ἐξόδου τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐν τῇ συναγωγῇ τῶν ἔργων σου τῶν ἐκ τοῦ ἀγροῦ σου.

Εξ. 23,16                   Θα εορτάσης επίσης εορτήν θερισμού των πρωτογεννημάτων από τα σιτηρά, τα οποία έσπειρες στον αγρόν σου και άλλην εορτήν κατά το τέλος του γεωργικού έτους με την συγκομιδήν των προϊόντων του αγρού σου.

Εξ. 23,17           τρεῖς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ὀφθήσεται πᾶν ἀρσενικόν σου ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου.

Εξ. 23,17                   Κατά τας εορτάς των τριών αυτών εποχών θα παρουσιάσης ενώπιον του Κυρίου κάθε αρσενικόν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου.

Εξ. 23,18           ὅταν γὰρ ἐκβάλω τὰ ἔθνη ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐμπλατύνω τὰ ὅριά σου, οὐ θύσεις ἐπὶ ζύμῃ αἷμα θυσιάσματός μου, οὐ δὲ μὴ κοιμηθῇ στέαρ τῆς ἑορτῆς μου ἕως πρωΐ.

Εξ. 23,18                   Οταν διώξω εγώ προς χάριν σας από την γην Χαναάν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη και μεγαλώσω τα όρια της χώρας σου, δεν θα προσφέρης αιματηράν κατά το Πασχα θυσίαν προς εμέ με ένζυμον άρτον· ούτε θα μείνουν μέχρι πρωΐας τα λίπη και τα κρέατα των θυσιαζομένων κατά την εορτήν μου (κατά το Πασχα) αμνών, αλλά θα φαγωθούν κατά την διάρκειαν της νυκτός.

Εξ. 23,19           τὰς ἀπαρχὰς τῶν πρωτογεννημάτων τῆς γῆς σου εἰσοίσεις εἰς τὸν οἶκον Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου. οὐχ ἑψήσεις ἄρνα ἐν γάλακτι μητρὸς αὐτοῦ.

Εξ. 23,19                   Τα πρωτογεννήματα από τους αγρούς σου θα τα προσφέρης αφιέρωμα στον οίκον Κυρίου του Θεού σου- εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου και βραδύτερον στον ναόν. Δεν θα βράσης αρνί μέσα στο γάλα της μητρός του.

Εξ. 23,20           Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ἵνα φυλάξῃ σε ἐν τῇ ὁδῷ, ὅπως εἰσαγάγῃ σε εἰς τὴν γῆν, ἣν ἡτοίμασά σοι.

Εξ. 23,20                  Ιδού εγώ στέλλω εμπρός από σε τον άγγελόν μου, δια να σε προφυλάξη εις την οδόν σου, να σε οδηγήση και εγκαταστήση εις την χώραν, την οποίαν έχω ετοιμάσει δια σέ.

Εξ. 23,21           πρόσεχε σεαυτῷ καὶ εἰσάκουε αὐτοῦ καὶ μὴ ἀπείθει αὐτῷ· οὐ γὰρ μὴ ὑποστείληταί σε, τὸ γὰρ ὄνομά μού ἐστιν ἐπ᾿ αὐτῷ.

Εξ. 23,21                   Πρόσεχε στον εαυτόν σου, ακούε πάντοτε τον οδηγόν σου άγγελον και μη δείξης απείθειαν προς αυτόν. Διότι αυτός δεν θα υποχωρή εις τας παραβάσεις και τας ανομίας σου, επειδή θα ενεργή εξ ονόματός μου.

Εξ. 23,22           ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητε τῆς ἐμῆς φωνῆς καὶ ποιήσῃς πάντα, ὅσα ἂν ἐντείλωμαί σοι, καὶ φυλάξητε τὴν διαθήκην μου, ἔσεσθέ μοι λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν· ἐμὴ γάρ ἐστι πᾶσα ἡ γῆ, ὑμεῖς δὲ ἔσεσθέ μοι βασίλειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον. ταῦτα τὰ ῥήματα ἐρεῖς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ· ἐὰν ἀκοῇ ἀκούσητε τῆς φωνῆς μου καὶ ποιήσητε πάντα ὅσα ἂν εἴπω σοι, ἐχθρεύσω τοῖς ἐχθροῖς σου καὶ ἀντικείσομαι τοῖς ἀντικειμένοις σοι·

Εξ. 23,22                  Εάν ακούσετε με προσοχήν τους λόγους μου και κάμετε όσα εγώ διατάσσω και φυλάξετε την διαθήκην μου, θα είσθε δι' εμέ ο εκλεκτός λαός μεταξύ όλων των άλλων εθνών. Ιδική μου βέβαια είναι η γη και όλα τα έθνη, αλλά σεις μόνον θα είσθε δι' εμέ βασίλειον ιερέων, έθνος άγιον, θεοκρατικός λαός. Αυτά θα είπης στους Ισραηλίτας· Εάν υπακούσετε στους λόγους μου και κάμετε όλα όσα θα σας είπω, θα είμαι εχθρός στους εχθρούς σας και θα αντιπαρατάσσωμαι εναντίον εκείνων, που ανθίστανται εις σας. Θα έχετε δε αυτήν την προστασίαν μου,

Εξ. 23,23           πορεύσεται γὰρ ὁ ἄγγελός μου ἡγούμενός σου καὶ εἰσάξει σε πρὸς τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χετταῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Γεργεσαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον, καὶ ἐκτρίψω αὐτούς.

Εξ. 23,23                  διότι ο άγγελός μου θα προπορεύεται ως οδηγός σας και θα σας εισαγάγη εις την Χαναάν, όπου σήμερον κατοικούν οι Αμορραίοι, οι Χετταίοι, οι Φερεζαίοι, οι Χαναναίοι, οι Γεργεσαίοι, οι Ευαίοι και οι Ιεβουσαίοι. Αυτούς εγώ θα τους ξεπαστρέψω.

Εξ. 23,24           οὐ προσκυνήσεις τοῖς θεοῖς αὐτῶν, οὐ δὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς· οὐ ποιήσεις κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ἀλλὰ καθαιρέσει καθελεῖς καὶ συντρίβων συντρίψεις τὰς στήλας αὐτῶν.

Εξ. 23,24                  Προσέξατε, δεν θα προσκυνήσετε τους θεούς αυτών ούτε θα τους λατρεύσετε, ούτε θα κάμετε τα έργα, που εκείνοι κάμνουν, αλλά θα κρημνίσετε εκ θεμελίων και θα συντρίψετε εξ ολοκλήρου τας ειδωλολατρικάς των στήλας.

Εξ. 23,25           καὶ λατρεύσεις Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ εὐλογήσω τὸν ἄρτον σου καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ ὕδωρ σου, καὶ ἀποστρέψω μαλακίαν ἀφ᾿ ὑμῶν.

Εξ. 23,25                  Θα λατρεύσετε μόνον Κυριον τον Θεόν σας και εγώ θα ευλογήσω και θα πληθύνω τον άρτον σας, τον οίνον σας, τα ύδατά σας και θα απομακρύνω από σας και την πιο μικράν αδιαθεσίαν.

Εξ. 23,26           οὐκ ἔσται ἄγονος οὐδὲ στείρα ἐπὶ τῆς γῆς σου· τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν σου ἀναπληρῶν ἀναπληρώσω.

Εξ. 23,26                  Δεν θα υπάρχη εις την χώραν σου άγονος ανήρ ούτε στείρα γυνή. Θα μεγαλώνω πάντοτε τα έτη της ζωής σας και θα γίνουν πλήρη ευτυχισμένων ημερών.

Εξ. 23,27           καὶ τὸν φόβον ἀποστελῶ ἡγούμενόν σου καὶ ἐκστήσω πάντα τά ἔθνη, εἰς οὓς σὺ εἰσπορεύῃ εἰς αὐτούς, καὶ δώσω πάντας τούς ὑπεναντίους σου φυγάδας.

Εξ. 23,27                  Καθώς σεις θα προχωρήτε δια την γην της επαγγελίας, θα στείλω εμπρός από σας τον φόβον μου, θα κατατρομάξω όλα τα έθνη, όπου σεις θα εισέλθετε, και θα εμβάλω πανικόν στους εχθρούς σας, ώστε να τραπούν εις φυγήν.

Εξ. 23,28           καὶ ἀποστελῶ τὰς σφηκίας προτέρας σου, καὶ ἐκβαλεῖς τοὺς Ἀμοῤῥαίους καὶ τοὺς Εὐαίους καὶ τοὺς Χαναναίους καὶ τοὺς Χετταίους ἀπό σοῦ.

Εξ. 23,28                  Θα στείλω εμπρός από σας εναντίον των εχθρών σας σμήνη από σφήκας, ώστε σεις εύκολα να εκδιώξετε από εμπρός σας τους Αμορραίους, τους Ευαίους, τους Χαναναίους και τους Χετταίους.

Εξ. 23,29           οὐκ ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἐν ἐνιαυτῷ ἑνί, ἵνα μὴ γένηται ἡ γῆ ἔρημος καὶ πολλὰ γένηται ἐπὶ σὲ τὰ θηρία τῆς γῆς.

Εξ. 23,29                  Αλλά δεν θα εκδιώξω αυτούς εντός ενός έτους, δια να μη μείνη έρημος και ακαλλιέργητος η χώρα και πολλαπλασιασθούν τα θηρία της γης εναντίον σας.

Εξ. 23,30           κατὰ μικρὸν ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἀπὸ σοῦ, ἕως ἂν αὐξηθῇς καὶ κληρονομήσῃς τὴν γῆν.

Εξ. 23,30                  Ολίγον κατ' ολίγον θα τους εκδιώκω, έως ότου σεις αυξηθήτε και απλωθήτε και κληρονομήσετε όλην την χώραν.

Εξ. 23,31           καὶ θήσω τὰ ὅριά σου ἀπὸ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης, ἕως τῆς θαλάσσης τῆς Φυλιστιεὶμ καὶ ἀπὸ τῆς ἐρήμου ἕως τοῦ μεγάλου ποταμοῦ Εὐφράτου· καὶ παραδώσω εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν τοὺς ἐγκαθημένους ἐν τῇ γῇ καὶ ἐκβαλῶ αὐτοὺς ἀπὸ σοῦ.

Εξ. 23,31                   Θα εκτείνω και θα θέσω τα όρια της χώρας σας από την Ερυθράν Θαλασσαν έως την θάλασσαν των Φιλισταίων, την Μεσόγειον Θαλασσαν, και από την έρημον Σουρ έως τον Ευφράτην, τον μεγάλον ποταμόν. Και θα παραδώσω εις τας χείρας σας τους κατοίκους της χώρας αυτής, ενώ άλλους από αυτούς θα τους εκδιώξω από έμπροσθέν σας.

Εξ. 23,32           οὐ συγκαταθήσῃ αὐτοῖς καὶ τοῖς θεοῖς αὐτῶν διαθήκην,

Εξ. 23,32                  Δεν θα συνάψετε με αυτούς ούτε με τους θεούς των καμμίαν διαθήκην.

Εξ. 23,33           καὶ οὐκ ἐγκαθήσονται ἐν τῇ γῇ σου, ἵνα μὴ ἁμαρτεῖν σε ποιήσωσι πρός με· ἐὰν γὰρ δουλεύσῃς τοῖς θεοῖς αὐτῶν, οὗτοι ἔσονταί σοι πρόσκομμα.

Εξ. 23,33                   Δεν θα παραμείνουν αυτοί εις την χώραν σας, δια να μη σας παρασύρουν και αμαρτήσετε ενώπιόν μου. Διότι εάν σεις λατρεύσετε και υπηρετήσετε τους θεούς των, θα γίνουν αυτοί πρόσκομμα εις σας”.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 24

 

Εξ. 24,1             Καὶ Μωυσῇ εἶπεν· ἀνάβηθι πρὸς τὸν Κύριον σὺ καὶ Ἀαρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδημήκοντα τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ, καὶ προσκυνήσουσι μακρόθεν τῷ Κυρίῳ·

Εξ. 24,1                     Είπεν ο Θεός στον Μωϋσήν· “άνεβα στο όρος προς εμέ συ, ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αδιούδ και οι εβδομήκοντα από τους γεροντοτέρους Ισραηλίτας. Θα προσκυνήσουν εμέ τον Κυριον από μακρυνής αποστάσεως.

Εξ. 24,2             καὶ ἐγγιεῖ Μωυσῆς μόνος πρὸς τὸν Θεόν, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἐγγιοῦσιν· ὁ δὲ λαὸς οὐ συναναβήσεται μετ᾿ αὐτῶν.

Εξ. 24,2                    Συ, ο Μωϋσής, μόνον θα έλθης πλησίον προς εμέ τον Θεόν εις την κορυφήν του όρους· οι άλλοι συνοδοί σου δεν θα πλησιάσουν. Ο δε λαός δεν θα ανεβή καθόλου στο όρος μαζή των, αλλά θα παραμείνη στους πρόποδας”.

Εξ. 24,3             εἰσῆλθε δὲ Μωυσῆς καὶ διηγήσατο τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δικαιώματα· ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λαὸς φωνῇ μιᾷ λέγοντες· πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησε Κύριος, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα.

Εξ. 24,3                     Ο Μωϋσής ήλθεν εις την κατασκήνωσιν των Ισραηλιτών και διηγήθη στον λαόν όλους τους λόγους του Θεού και τας εντολάς. Συσσωμος ο λαός απεκρίθη με μίαν φωνήν λέγων· “όλους τους λόγους, τους οποίους μίλησε ο Κυριος, θα εφαρμόσωμεν και θα υπακούσωμεν”.

Εξ. 24,4             καὶ ἔγραψε Μωυσῆς πάντα τὰ ῥήματα Κυρίου. ὀρθρίσας δὲ Μωυσῆς τὸ πρωΐ ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον ὑπὸ τὸ ὄρος καὶ δώδεκα λίθους εἰς τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ·

Εξ. 24,4                    Εγραψεν ο Μωϋσής όλας αυτάς τας εντολάς του Κυρίου. Εγερθείς δε πολύ πρωϊ έκτισε κατά την πρωΐαν θυσιαστήριον στους πρόποδας του όρους και ετοποθέτησε δώδεκα λίθους δια τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ.

Εξ. 24,5             καὶ ἐξαπέστειλε τοὺς νεανίσκους τῶν υἱῶν Ἰσραήλ, καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώματα καὶ ἔθυσαν θυσίαν σωτηρίου τῷ Θεῷ μοσχάρια.

Εξ. 24,5                     Απέστειλε κατόπιν νεαρούς Ισραηλίτας και έφεραν μοσχάρια, τα οποία προσέφεραν ολοκαυτώματα ως θυσίαν ευχαριστίας προς τον Θεόν δια την σωτηρίαν των.

Εξ. 24,6             λαβὼν δὲ Μωυσῆς τὸ ἥμισυ τοῦ αἵματος ἐνέχεεν εἰς κρατῆρας, τὸ δὲ ἥμισυ τοῦ αἵματος προσέχεε πρὸς τὸ θυσιαστήριον.

Εξ. 24,6                    Ο Μωϋσής έλαβε το ήμισυ από το αίμα των θυσιασθέντων ζώων και το έθεσεν εις δοχεία, το δε άλλο ήμισυ το έχυσε πλησίον στο θυσιαστήριον.

Εξ. 24,7             καὶ λαβὼν τὸ βιβλίον τῆς διαθήκης ἀνέγνω εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ εἶπαν· πάντα ὅσα ἐλάλησε Κύριος, ποιήσομεν καὶ ἀκουσόμεθα.

Εξ. 24,7                     Ελαβε κατόπιν το βιβλίον της Διαθήκης, όπου είχε γράψει τας εντολάς, ανέγνωσεν αυτό εις επήκοον του λαού και οι Ισραηλίται είπαν· “όλα όσα διέταξεν ο Κυριος, θα εφαρμόσωμεν και θα ακούσωμεν”.

Εξ. 24,8             λαβὼν δὲ Μωυσῆς τὸ αἷμα κατεσκέδασε τοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης, ἧς διέθετο Κύριος πρὸς ὑμᾶς περὶ πάντων τῶν λόγων τούτων.

Εξ. 24,8                    Λαβών έπειτα ο Μωϋσής τα δοχεία με το αίμα ερράντισε με αυτό τον λαόν και είπεν· “ιδού το αίμα της Διαθήκης, την οποίαν έκαμεν ο Κυριος προς σας, δια να εφαρμόσετε όλας αυτάς τας εντολάς του”.

Εξ. 24,9             Καὶ ἀνέβη Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν καὶ Ναδὰβ καὶ Ἀβιοὺδ καὶ ἑβδομήκοντα τῆς γερουσίας Ἰσραήλ

Εξ. 24,9                    Ανέβη κατόπιν ο Μωϋσής στο όρος και μαζή με αυτόν ο Ααρών, ο Ναδάβ, ο Αβιούδ και εβδαμήκοντα από την γερουσίαν των Ισραηλιτών. Εκεί αυτοί δεν είδον τον Θεόν.

Εξ. 24,10           καὶ εἶδον τὸν τόπον, οὗ εἱστήκει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ· καὶ τά ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ ὡσεὶ ἔργον πλίνθου σαπφείρου καὶ ὥσπερ εἶδος στερεώματος τοῦ οὐρανοῦ τῇ καθαριότητι.

Εξ. 24,10                   Είδον όμως τον τόπον, όπου εστάθη ο Θεός του Ισραήλ. Και ο τόπος αυτός εφαίνετο σαν να ήτο κατασκευασμένος από πλίνθους σαπφείρου. Είχε δε την διαύγειαν και την λάμψιν του καθαρού ουρανού.

Εξ. 24,11           καὶ τῶν ἐπιλέκτων τοῦ Ἰσραὴλ οὐ διεφώνησεν οὐδὲ εἷς· καὶ ὤφθησαν ἐν τῷ τόπῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον.

Εξ. 24,11                   Κανείς από τους άρχοντας του ισραηλιτικού λαού, που ανέβησαν στο όρος όχι μόνον δεν απέθανεν αλλ' ουδέ την φωνήν του έχασε από την παρουσίαν του Θεού. Οι άνδρες αυτοί, στον θείον εκείνον τόπον έφαγον και έπιον φιλοξενηθέντες εις θείον συμπόσιον.

Εξ. 24,12           καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Μωυσῆν· ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος καὶ ἴσθι ἐκεῖ· καὶ δώσω σοι τὰ πυξία τὰ λίθινα, τὸν νόμον καὶ τὰς ἐντολάς, ἃς ἔγραψα νομοθετῆσαι αὐτοῖς.

Εξ. 24,12                   Είπε κατόπιν ο Κυριος προς τον Μωϋσήν· “ανέβα προς εμέ στο υψηλότερον μέρος του όρους και μείνε εκεί. Θα σου δώσω τας λιθίνας πλάκας, εις τας οποίας είναι γραμμένος ο νόμος και αι εντολαί μου, τας οποίας έγραψα ως νομοθεσίαν δια τους Ισραηλίτας”.

Εξ. 24,13           καὶ ἀναστὰς Μωυσῆς καὶ Ἰησοῦς ὁ παρεστηκὼς αὐτῷ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Θεοῦ·

Εξ. 24,13                   Ηγέρθη ο Μωϋσής και ο ακόλουθος αυτού Ιησούς του Ναυή και ανέβησαν στο υψηλότερον μέρος του όρους του Θεού.

Εξ. 24,14           καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπαν· ἡσυχάζετε αὐτοῦ, ἕως ἀναστρέψωμεν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἰδοὺ Ἀαρὼν καὶ Ὢρ μεθ᾿ ὑμῶν· ἐάν τινι συμβῇ κρίσις, προσπορευέσθωσαν αὐτοῖς.

Εξ. 24,14                   Εις δε τους πρεσβυτέρους είπαν· “μείνατε ήσυχοι στο μέρος αυτό, έως ότου επιστρέψωμεν προς σας. Ο Ααρών και ο Ωρ ιδού είναι μαζή σας. Εάν συμβή καμμιά διαφορά, κανένα ζήτημα εις Ισραηλίτην, ας πορευθούν αυτοί προς εκείνους δια να εξομαλύνουν την διαφοράν”.

Εξ. 24,15           καὶ ἀνέβη Μωυσῆς καὶ Ἰησοῦς εἰς τό ὄρος, καί ἐκάλυψεν ἡ νεφέλη τὸ ὄρος.

Εξ. 24,15                   Ο Μωϋσής και ο Ιησούς του Ναυή ανέβησαν στο όρος και η νεφέλη εσκέπασεν αυτό.

Εξ. 24,16           καὶ κατέβη ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Σινά, καὶ ἐκάλυψεν αὐτὸ ἡ νεφέλη ἓξ ἡμέρας· καὶ ἐκάλεσε Κύριος τὸν Μωυσῆν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἐκ μέσου τῆς νεφέλης.

Εξ. 24,16                   Κατέβη ως λάμψις η δόξα του Θεού στο όρος Σινά και εσκέπασεν αυτό η νεφέλη επί εξ ημέρας. Την εβδόμην ημέραν ο Κυριος μέσα από την νεφέλην εκάλεσε τον Μωϋσήν.

Εξ. 24,17           τὸ δὲ εἶδος τῆς δόξης Κυρίου ὡσεὶ πῦρ φλέγον ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους ἐναντίον τῶν υἱῶν Ἰσραήλ.

Εξ. 24,17                   Το είδος της δόξης του Κυρίου ήτο σαν πυρ που εκπέμπει συνεχώς φλόγας επάνω εις την κορυφήν του όρους, ορατόν από όλους τους Ισραηλίτας.

Εξ. 24,18           καὶ εἰσῆλθε Μωυσῆς εἰς τὸ μέσον τῆς νεφέλης καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας.

Εξ. 24,18                   Ο Μωϋσής, κατόπιν της προσκλήσεως του Θεού, εισήλθε μέσα εις την νεφέλην, ανέβη στο υψηλότερον σημείον του όρους και ήτο εκεί τεσσαράκοντα ημερονύκτια.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 25

 

Εξ. 25,1             Καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς Μωυσῆν λέγων·

Εξ. 25,1                     Ο Κυριος ωμίλησε προς τον Μωϋσήν και είπεν·

Εξ. 25,2             εἰπὸν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, καὶ λάβετε ἀπαρχὰς παρὰ πάντων, οἷς ἂν δόξῃ τῇ καρδίᾳ, καὶ λήψεσθε τὰς ἀπαρχάς μου.

Εξ. 25,2                     “ειπέ στους Ισραηλίτας να φέρουν όλοι συνεισφοράς, ελευθέρως και αυτοπροαιρέτως κατά την διάθεσιν της καρδίας του έκαστος, και θα λάβετε σεις δι' εμέ αυτάς τας συνεισφοράς.

Εξ. 25,3             καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἀπαρχή, ἣν λήψεσθε παρ᾿ αὐτῶν· χρυσίον καὶ ἀργύριον καὶ χαλκὸν

Εξ. 25,3                     Αυτή η συνεισφορά, που θα λάβετε από αυτούς, θα είναι χρυσός, άργυρος και χαλκός,

Εξ. 25,4             καὶ ὑάκινθον καὶ πορφύραν καὶ κόκκινον διπλοῦν καὶ βύσσον κεκλωσμένην καὶ τρίχας αἰγείας

Εξ. 25,4                     πορφύρα κυανή, πορφύρα ροδίνη, πορφύρα βαθέως ερυθρά δύο φοράς βαμμένη, κλωστές εκ βύσσου, τρίχας από αίγας,

Εξ. 25,5             καὶ δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα καὶ δέρματα ὑακίνθινα καὶ ξύλα ἄσηπτα

Εξ. 25,5                     δέρματα κριών βαμμένα κόκκινα και άλλα δέρματα βαμμένα κυανά και ξύλα, που δεν σαπίζουν.

Εξ. 25,6             καὶ λίθους σαρδίου καὶ λίθους εἰς τὴν γλυφὴν εἰς τὴν ἐπωμίδα καὶ τὸν ποδήρη.

Εξ. 25,6                     Θα λάβετε επίσης πολυτίμους λίθους σαρδίρυ και άλλους πολυτίμους λίθους δια την ανάγλυφον διακόσμησιν της επωμίδος και του ποδήρους χιτώνος.

Εξ. 25,7             καὶ ποιήσεις μοι ἁγίασμα, καὶ ὀφθήσομαι ἐν ὑμῖν·

Εξ. 25,7                     Θα κατασκευάσης δι' εμέ Σκηνήν, εις τόπον άγιον, όπου θα εμφανίζωμαι εις σας.

Εξ. 25,8             καὶ ποιήσεις μοι κατὰ πάντα ὅσα σοι δεικνύω ἐν τῷ ὄρει, τὸ παράδειγμα τῆς σκηνῆς καὶ τὸ παράδειγμα πάντων τῶν σκευῶν αὐτῆς· οὕτω ποιήσεις.

Εξ. 25,8                     Θα κατασκευάσης αυτά σύμφωνα με εκείνα, που θα σου δείξω εγώ τώρα στο όρος, καττά το υπόδειγμα της Σκηνής και κατά το υπόδειγμα των σκευών αυτής, που θα σου δείξω. Ετσι θα τα κάμης.

Εξ. 25,9             Καὶ ποιήσεις κιβωτὸν μαρτυρίου ἐκ ξύλων ἀσήπτων, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καὶ πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος καὶ πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ ὕψος.

Εξ. 25,9                     Θα κάμης την κιβωτόν του Μαρτυρίου από ξύλα, που δεν σαπίζουν. Το μήκος της θα είναι δυόμισυ πήχεις, το πλάτος της ένας και ήμισυς πήχυς και το ύψος της ένας και ήμισυς πήχυς.

Εξ. 25,10           καὶ καταχρυσώσεις αὐτὴν χρυσίῳ καθαρῷ, ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν χρυσώσεις αὐτήν· καὶ ποιήσεις αὐτῇ κυμάτια χρυσᾶ στρεπτὰ κύκλῳ.

Εξ. 25,10                   Θα καλύψης αυτήν με καθαρόν χρυσίον, θα την χρυσώσης από μέσα και απ' έξω, θα κατασκευάσης και θα τοποθετήσης γύρω από αυτήν χρυσήν στεφάνην που θα φαίνεται σαν συστρεφόμενα κυμάτια.

Εξ. 25,11           καὶ ἐλάσεις αὐτῇ τέσσαρας δακτυλίους χρυσοῦς καὶ ἐπιθήσεις ἐπὶ τὰ τέσσαρα κλίτη, δύο δακτυλίους ἐπὶ τὸ κλίτος τὸ ἓν καὶ δύο δακτυλίους ἐπὶ τὸ κλίτος τὸ δεύτερον.

Εξ. 25,11                    Θα χύσης δι' αυτήν τέσσαρας χρυσούς κρίκους και θα τους προσαρμόσης εις τας τέσσαρας γωνίας, δύο κρίκους εις την μίαν πλευράν και δύο κρίκους εις την άλλην.

Εξ. 25,12           ποιήσεις δὲ ἀναφορεῖς ξύλα ἄσηπτα καὶ καταχρυσώσεις αὐτὰ χρυσίῳ·

Εξ. 25,12                   Θα κατασκευάσης δια την μεταφοράν της κιβωτού μοχλούς από ξύλον άσηπτον, τους οποίους θα καλύψης με χρυσόν

Εξ. 25,13           καὶ εἰσάξεις τοὺς ἀναφορεῖς εἰς τοὺς δακτυλίους τοὺς ἐν τοῖς κλίτεσι τῆς κιβωτοῦ αἴρειν τὴν κιβωτὸν ἐν αὐτοῖς·

Εξ. 25,13                   και θα εισάγης τους μοχλούς αυτούς στους κρίκους των δύο πλευρών της κιβωτού, δια να σηκώνεται και μεταφέρεται δι' αυτών η κιβωτός.

Εξ. 25,14           ἐν τοῖς δακτυλίοις τῆς κιβωτοῦ ἔσονται οἱ ἀναφορεῖς ἀκίνητοι.

Εξ. 25,14                   Οι μοχλοί αυτοί θα είναι μόνιμοι στους κρίκους της κιβωτού.

Εξ. 25,15           καὶ ἐμβαλεῖς εἰς τὴν κιβωτὸν τὰ μαρτύρια, ἃ ἂν δῷ σοι.

Εξ. 25,15                   Μέσα δε εις την κιβωτόν θα θέσης αντικείμενα, που μαρτυρούν την παρουσίαν μου και τα οποία εγώ θα σου δώσω.

Εξ. 25,16           καὶ ποιήσεις ἱλαστήριον ἐπίθεμα χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων καὶ ἡμίσους τὸ μῆκος καί πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ πλάτος.

Εξ. 25,16                   Το σκέπασμα της κιβωτού, το ιλαστήριον, θα το κατασκευάσης από καθαρόν χρυσόν. Θα έχη μήκος μεν δύο και ήμισυν πήχεις, πλάτος δε ένα και ήμισυν πήχυν.

Εξ. 25,17           καὶ ποιήσεις δύο Χερουβὶμ χρυσοτορευτὰ καὶ ἐπιθήσεις αὐτὰ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν κλιτῶν τοῦ ἱλαστηρίου.

Εξ. 25,17                   Θα κατασκευάσης δύο Χερουβίμ σκαλιστά εκ χρυσού και θα τοποθετήσης αυτά απέναντι αλλήλων, το ένα εις την μίαν πλευράν του ιλαστηρίου και το έτερον εις την άλλην.

Εξ. 25,18           ποιηθήσονται Χεροὺβ εἷς ἐκ τοῦ κλίτους τούτου καὶ Χεροὺβ εἷς ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ δευτέρου τοῦ ἱλαστηρίου· καὶ ποιήσεις τοὺς δύο Χερουβὶμ ἐπὶ τὰ δύο κλίτη.

Εξ. 25,18                   Θα κατασκευασθούν δύο Χερουβίμ και θα τοποθετηθούν ένα από την μίαν πλευράν του ιλαστηρίου, το δεύτερον από την άλλην πλευράν. Ετσι τα δύο Χερουβίμ θα ευρίσκωνται απέναντι αλλήλων εις τας δύο πλευράς του ιλαστηρίου.

Εξ. 25,19           ἔσονται οἱ Χερουβὶμ ἐκτείνοντες τὰς πτέρυγας ἐπάνωθεν, συσκιάζοντες ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῶν ἐπὶ τοῦ ἱλαστηρίου, καὶ τὰ πρόσωπα αὐτῶν εἰς ἄλληλα· εἰς τὸ ἱλαστήριον ἔσονται τὰ πρόσωπα τῶν Χερουβίμ.

Εξ. 25,19                   Θα έχουν απλωμένας τας πτέρυγάς των επάνω από το ιλαστήριον, θα ριπτούν την σκιαν των πτερύγων των επ' αυτού και τα πρόσωπά των θα είναι το ένα απέναντι του άλλου. Θα είναι δε εστραμμένα κάτω, ώστε να βλέπουν το ιλαστήριον.

Εξ. 25,20           καὶ ἐπιθήσεις τὸ ἱλαστήριον ἐπὶ τὴν κιβωτὸν ἄνωθεν· καὶ εἰς τὴν κιβωτὸν ἐμβαλεῖς τὰ μαρτύρια, ἃ ἂν δῷ σοι.

Εξ. 25,20                  Το ιλαστήριον θα το τοποθητήσης επάνω εις την κιβωτόν του Μαρτυρίου· μέσα δε εις την κιβωτόν θα βάλης αντικείμενα, που μαρτυρούν την παρουσίαν μου και τα οποία εγώ θα σου δώσω.

Εξ. 25,21           καὶ γνωσθήσομαί σοι ἐκεῖθεν καὶ λαλήσω σοι ἄνωθεν τοῦ ἱλαστηρίου ἀνὰ μέσον τῶν δύο Χερουβὶμ τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ μαρτυρίου καὶ κατὰ πάντα, ὅσα ἐὰν ἐντείλωμαί σοι πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραήλ.

Εξ. 25,21                   Θα φανερώνωμαι και θα γίνωμαι γνωστός εις σε από εκεί, και θα σου ομιλώ δια του άνωθεν της κιβωτού ιλαστηρίου από το μέσον των δύο χερουβίμ, τα οποία θα ευρίσκωνται εις την κιβωτόν του Μαρτυρίου. Θα λέγω εις σε όλα όσα θα σε διατάσσω να λέγης προς τους Ισραηλίτας.

Εξ. 25,22           Καὶ ποιήσεις τράπεζαν χρυσῆν χρυσίου καθαροῦ, δύο πήχεων τὸ μῆκος καὶ πήχεως τὸ εὖρος καὶ πήχεως καὶ ἡμίσους τὸ ὕψος.

Εξ. 25,22                  Θα κατασκευάσης χρυσήν τράπεζαν από καθαρόν χρυσόν, της οποίας το μήκος θα είναι δύο πήχεις, το πλάτος ένας πήχυς, το δε ύψος ένας και ήμισυς πήχυς.

Εξ. 25,23           καὶ ποιήσεις αὐτῇ στρεπτὰ κυμάτια χρυσᾶ κύκλῳ. καὶ ποιήσεις αὐτῇ στεφάνην παλαιστοῦ κύκλῳ·

Εξ. 25,23                  Και θα περιβάλης αυτήν με χρυσήν στεφάνην, που θα έχη συστρεφόμενα κυμάτια. Θα κάμης και άλλην στεφάνην πέριξ του χείλους αυτής, πλάτους μιας παλάμης.

Εξ. 25,24           καὶ ποιήσεις στρεπτὸν κυμάτιον τῇ στεφάνῃ κύκλῳ.

Εξ. 25,24                  Θα κατασκευάσης και επί της στεφάνης αυτής γύρω συστρεφόμενα κυμάτια.

Εξ. 25,25           καὶ ποιήσεις τέσσαρας δακτυλίους χρυσοῦς καὶ ἐπιθήσεις τοὺς τέσσαρας δακτυλίους ἐπὶ τὰ τέσσερα μέρη τῶν ποδῶν αὐτῆς ὑπὸ τὴν στεφάνην,

Εξ. 25,25                  Θα κατασκευάσης τέσσαρας χρυσούς κρίκους, τους οποίους θα τοποθετήσης στους τέσσαρας πόδας της τραπέζης υπό την στεφάνην.

Εξ. 25,26           καὶ ἔσονται οἱ δακτύλιοι εἰς θήκας τοῖς ἀναφορεῦσιν, ὥστε αἴρειν ἐν αὐτοῖς τὴν τράπεζαν.

Εξ. 25,26                  Οι δακτύλιοι αυτοί θα είναι θήκη δια τους αναφορείς, ώστε να σηκώνουν και να μεταφέρουν δι' αυτών την τράπεζαν.

Εξ. 25,27           καὶ ποιήσεις τοὺς ἀναφορεῖς ἐκ ξύλων ἀσήπτων καὶ καταχρυσώσεις αὐτούς χρυσίῳ καθαρῷ, καὶ ἀρθήσεται ἐν αὐτοῖς ἡ τράπεζα.

Εξ. 25,27                  Αυτούς δε τους αναφορείς, τους μοχλούς, θα τους καττασκευάσης από ξύλα άσηπτα και θα τους καλύψης με καθαρόν χρυσίον. Δι' αυτών θα σηκώνεται και θα μεταφέρεται η τράπεζα.

Εξ. 25,28           καὶ ποιήσεις τὰ τρυβλία αὐτῆς καὶ τὰς θυΐσκας καὶ τὰ σπονδεῖα καὶ τοὺς κιάθους, ἐν οἷς σπείσεις ἐν αὐτοῖς· ἐκ χρυσίου καθαροῦ ποιήσεις αὐτά.

Εξ. 25,28                  Θα κατασκευάσης τους δίσκους, τας θήκας δια το λιβάνι, τας φιάλας και τα ποτήρια δια την τέλεσιν των σπονδών. Από καθαρόν χρυσόν θα κάμης αυτά.

Εξ. 25,29           καὶ ἐπιθήσεις ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἄρτους ἐνωπίους ἐναντίον μου διαπαντός.

Εξ. 25,29                  Επάνω εις την τράπεζαν θα θέσης άρτους, οι οποίοι θα ευρίσκωνται δια παντός ενώπιόν μου και θα αντικαθίστανται κατά περιόδους.

Εξ. 25,30           Καὶ ποιήσεις λυχνίαν ἐκ χρυσίου καθαροῦ, τορευτὴν ποιήσεις τὴν λυχνίαν· ὁ καυλὸς αὐτῆς καὶ οἱ καλαμίσκοι καὶ οἱ κρατῆρες καὶ οἱ σφαιρωτῆρες καὶ τὰ κρίνα ἐξ αὐτῆς ἔσται.

Εξ. 25,30                  Θα κατασκευάσης λυχνίαν από καθαρόν χρυσόν, σκαλιστήν θα κάμης την λυχνίαν. Αυτή θα έχη κύριον στέλεχος και εκατέρωθεν αυτού βραχίονας. Τα ομοιώματα των ποτηρίων και αι σφαιρικαί διογκώσεις και τα ομοιώματα των κρίνων θα είναι όλα από την αυτήν ύλην, από χρυσόν.

Εξ. 25,31           ἓξ δὲ καλαμίσκοι ἐκπορευόμενοι ἐκ πλαγίων, τρεῖς καλαμίσκοι τῆς λυχνίας ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ ἑνὸς αὐτῆς καὶ τρεῖς καλαμίσκοι τῆς λυχνίας ἐκ τοῦ κλίτους τοῦ δευτέρου.

Εξ. 25,31                   Εξ βραχίονες θα εξέρχωνται εκ των πλαγίων του κεντρικού στελέχους, τρεις βραχίονες από το ένα κλίτος της λυχνίας και τρεις βραχίονες από το άλλο.

Εξ. 25,32           καὶ τρεῖς κρατῆρες ἐκτετυπωμένοι καρυΐσκους ἐν τῷ ἑνὶ καλαμίσκῳ, σφαιρωτὴρ καὶ κρίνον· οὕτω τοῖς ἓξ καλαμίσκοις τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τῆς λυχνίας.

Εξ. 25,32                  Τρία ποτήρια έχοντα σχήμα καρυδιού θα ευρίσκωνται ανάγλυφα στον κάθε βραχίονα. Εις κάθε βραχίονα επίσης πλησίον των ποτηρίων, θα υπάρχουν σφαιροειδείς διογκώσεις και ομοιώματα κρίνων. Ετσι θα είναι και οι εξ βραχίονες της λυχνίας.

Εξ. 25,33           καὶ ἐν τῇ λυχνίᾳ τέσσαρες κρατῆρες ἐκτετυπωμένοι καρυΐσκους· ἐν τῷ ἑνὶ καλαμίσκῳ σφαιρωτῆρες καὶ τὰ κρίνα αὐτῆς.

Εξ. 25,33                   Εις το κεντρικόν στέλεχος της λυχνίας θα υπάρχουν τέσσαρα ανάγλυφα ποτήρια υπό μορφήν καρυδιού. Εις το αυτό στέλεχος θα υπάρχουν σφαιρικαί διογκώσεις και ομοιώματα κρίνων.

Εξ. 25,34           ὁ σφαιρωτὴρ ὑπὸ τοὺς δύο καλαμίσκους ἐξ αὐτῆς, καὶ σφαιρωτὴρ ὑπὸ τούς τέσσαρας καλαμίσκους ἐξ αὐτῆς· οὕτω τοῖς ἓξ καλαμίσκοις τοῖς ἐκπορευομένοις ἐκ τῆς λυχνίας.

Εξ. 25,34                  Εις το κύριον αυτό στέλεχος θα υπάρχη η πρώτη σφαιρική διόγκωσις, που θα συνδέη τους δύο εκατέρωθεν βραχίονας, και άλλαι δύο σφαιρικαί διογκώσεις, που θα συνδέουν με το κεντρικόν στέλεχος τους άλλους τέσσαρας βραχίονας. Ετσι θα συνδέωνται οι εξ βραχίονες, οι εξερχόμενοι από το κεντρικόν στέλεχος της λυχνίας.

Εξ. 25,35           καὶ ἐν τῇ λυχνίᾳ τέσσαρες κρατῆρες ἐκτετυπωμένοι καρυΐσκους.

Εξ. 25,35                   Εις το κεντρικόν στέλεχος της λυχνίας θα υπάρχουν ανάγλυφα τέσσαρα ομοιώματα ποτηρίων υπό μορφήν καρυδιού.

Εξ. 25,36           οἱ σφαιρωτῆρες καὶ οἱ καλαμίσκοι ἐξ αὐτῆς ἔστωσαν· ὅλη τορευτὴ ἐξ ἑνὸς χρυσίου καθαροῦ.

Εξ. 25,36                  Αι σφαιρικαί διογκώσεις και οι βραχίονες θα εξέρχωνται από το στέλεχος της λυχνίας. Ολη δε η λυχνία θα είναι σκαλιστή από χρυσόν καθαρόν.

Εξ. 25,37           καὶ ποιήσεις τοὺς λύχνους αὐτῆς ἑπτά· καὶ ἐπιθήσεις τοὺς λύχνους, καὶ φανοῦσιν ἐκ τοῦ ἑνὸς προσώπου.

Εξ. 25,37                   Θα κατασκευάσης τους επτά λύχνους αυτής και θα τους θέσης στο άνω μέρος των καλαμίσκων και του κεντρικού στελέχους και θα φωτίζουν εις την μίαν πρόσοψιν προς τα άγια των αγίων.

Εξ. 25,38           καὶ τὸν ἐπαρυστῆρα αὐτῆς καὶ τὰ ὑποθέματα αὐτῆς ἐκ χρυσίου καθαροῦ ποιήσεις.

Εξ. 25,38                  Τα λυχνοψάλιδα και τα δοχεία των απορριμμάτων αυτής θα τα κατασκευάσης από καθαρόν χρυσόν.

Εξ. 25,39           πάντα τὰ σκεύη ταῦτα τάλαντον χρυσίου καθαροῦ.

Εξ. 25,39                  Ολα αυτά μαζή τα χρυσά σκεύη θα είναι βάρους ενός ταλάντου χρυσού.

Εξ. 25,40           ὅρα, ποιήσεις κατὰ τὸν τύπον τὸν δεδειγμένον σοι ἐν τῷ ὄρει.

Εξ. 25,40                  Πρόσεχε, θα κατασκευάσης όλα αυτά κατά το σχέδιον, που σου υπεδείχθη επί του όρους.

 

 

ΕΞΟΔΟΣ 26

 

Εξ. 26,1             Καὶ τὴν σκηνὴν ποιήσεις δέκα αὐλαίας ἐκ βύσσου κεκλωσμένης καὶ ὑακίνθου καὶ πορφύρας καὶ κοκκίνου κεκλωσμένου· Χερουβὶμ ἐργασίᾳ ὑφάντου ποιήσεις αὐτάς.

Εξ. 26,1                     Δια το πρώτον εσωτερικόν κάλυμμα της σκηνής θα κατασκευάσης δέκα τεμάχια από ύφασμα λινόν υφασμένον με στριμμένην κλωστήν χρώματος κυανού, βαθέως ερυθρού και κόκκινου. Επάνω εις αυτά θα υφάνης μορφάς χερουβίμ.

Εξ. 26,2             μῆκος τῆς αὐλαίας τῆς μιᾶς ὀκτὼ καὶ εἴκοσι πήχεων καὶ εὖρος τεσσάρων πήχεων ἡ αὐλαία ἡ μία ἔσται· μέτρον τὸ αὐτὸ ἔσται πάσαις ταῖς αὐλαίαις.

Εξ. 26,2                    Το μήκος του ενός τεμαχίου υφάσματος θα είναι είκοσι οκτώ πήχεις, το δε πλάτος τέσσαρες πήχεις. Αι διαστάσεις αυταί θα είναι και δια τα άλλα εννέα τεμάχια.

Εξ. 26,3             πέντε δὲ αὐλαῖαι ἔσονται ἐξ ἀλλήλων ἐχόμεναι ἡ ἑτέρα ἐκ τῆς ἑτέρας, καὶ πέντε αὐλαῖαι ἔσονται συνεχόμενοι ἑτέρα τῇ ἑτέρᾳ.

Εξ. 26,3                     Τα πέντε από τα τεμάχια αυτά θα ραφούν το ένα με το άλλο, ώστε να αποτελούν ένα τεμάχιον, μίαν αυλαίαν. Ομοίως και τα άλλα πέντε τεμάχια θα ραφούν το ένα με το άλλο, δια να αποτελέσουν δευτέραν αυλαίαν.

Εξ. 26,4             καὶ ποιήσεις αὐταῖς ἀγκύλας ὑακινθίνας ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς αὐλαίας τῆς μιᾶς ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους εἰς τὴν συμβολὴν καὶ οὕτω ποιήσεις ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς αὐλαίας τῆς ἐξωτέρας πρὸς τῇ συμβολῇ τῇ δευτέρᾳ.

Εξ. 26,4                    Θα κατασκευάσης, δια τα δύο αυτά, λωρία συνδέσεως χρώματος κυανού, τα οποία θα τοποθετήσης στο άκρον του ενός μεγάλου τεμαχίου, εκεί όπου θα γίνη η σύνδεσις με το άλλο τεμάχιον. Το αυτό θα κάμης και δια το άκρον του άλλου μεγάλου τεμαχίου.

Εξ. 26,5             πεντήκοντα ἀγκύλας ποιήσεις τῇ αὐλαίᾳ τῇ μιᾷ, καὶ πεντήκοντα ἀγκύλας ποιήσεις ἐκ τοῦ μέρους τῆς αὐλαίας κατὰ τὴν συμβολὴν τῆς δευτέρας, ἀντιπρόσωποι ἀντιπίπτουσαι ἀλλήλαις εἰς ἑκάστην.

Εξ. 26,5                     Πεντήκοντα τέτοια λωρία συνδέσεως θα κάμης δια την μίαν αυλαίαν και άλλα πεντήκοντα λωρία δια την άλλην, εκεί όπου θα γίνεται η σύνδεσις. Τα λωρία συνδέσεως εκάστης αυλαίας θα είναι το ένα απέναντι του άλλου.

Εξ. 26,6             καὶ ποιήσεις κρίκους πεντήκοντα χρυσοῦς. καὶ συνάψεις τὰς αὐλαίας ἑτέραν τῇ ἑτέρᾳ τοῖς κρίκοις. καὶ ἔσται ἡ σκηνὴ μία.

Εξ. 26,6                    Θα κατασκευάσης πεντήκοντα χρυσούς κρίκους και με αυτούς δια των λωρίων, που έχουν αι δύο αυλαίαι, θα συνδέσης αυτάς εις μίαν. Ούτω το πρώτον εσωτερικόν κάλυμμα της σκηνής θα είναι ένα.

Εξ. 26,7             καὶ ποιήσεις δέῤῥεις τριχίνας σκέπην ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἕνδεκα δέῤῥεις ποιήσεις αὐτάς.

Εξ. 26,7                     Εις κάλυψιν του πρώτου θα κατασκευάσης δεύτερον κάλυμμα. Ενδεκα τρίχινα τέτοια παραπετάσματα θα κατασκευάσης.

Εξ. 26,8             τὸ μῆκος τῆς δέῤῥεως τῆς μιᾶς, τριάκοντα πήχεων, καὶ τεσσάρων πήχεων τὸ εὖρος τῆς δέῤῥεως τῆς μιᾶς· τὸ αὐτὸ μέτρον ἔσται ταῖς ἕνδεκα δέῤῥεσι.

Εξ. 26,8                    Το μήκος του παραπετάσματος θα είναι τριάκοντα πήχστο δε πλάτος αυτού θα είναι τέσσαρες πήχεις. Τας αυτάς διαστάσεις θα έχουν και το καθένα από τα ένδεκα αυτά παραπετάσματα.

Εξ. 26,9             καὶ συνάψεις τὰς πέντε δέῤῥεις ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ τὰς ἓξ δέῤῥεις ἐπὶ τὸ αὐτό. καὶ ἐπιδιπλώσεις τὴν δέῤῥιν τὴν ἕκτην κατὰ πρόσωπον τῆς σκηνῆς.

Εξ. 26,9                    Θα ράψης τα πέντε παραπετάσματα εις ένα και τα άλλα εξ εις άλλο ένα. Το έκτον τεμάχιον του μεγάλου αυτού παραπετάσματος θα το διπλώσης εις την είσοδον της σκηνής.

Εξ. 26,10           καὶ ποιήσεις ἀγκύλας πεντήκοντα ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς δέῤῥεως τῆς μιᾶς, τῆς ἀνὰ μέσον κατὰ συμβολήν. καὶ πεντήκοντα ἀγκύλας ποιήσεις ἐπὶ τοῦ χείλους τῆς δέῤῥεως, τῆς συναπτούσης τῆς δευτέρας.

Εξ. 26,10                   Θα κατασκευάσης στο άκρον του ενός παραπετάσματος πεντήκοντα λωρία συνδέσεως, εκεί όπου θα γίνεται η σύνδεσις με το άλλο, και πεντήκοντα κρίκους στο άκρον του άλλου παραπετάσματος εκεί όπου αυτό θα συνδέεται με το πρώτον.

Εξ. 26,11           καὶ ποιήσεις κρίκους χαλκοῦς πεντήκοντα. καὶ συνάψεις τοὺς κρίκους ἐκ τῶν ἀγκυλῶν, καὶ συνάψεις τὰς δέῤῥεις, καὶ ἔσται ἕν.

Εξ. 26,11                   Θα κατασκευάσης πεντήκοντα χαλκούς κρίκους και δια μέσου αυτών θα συνδέσης τα λωρία συνδέσεως, ώστε τα δύο παραπετάσματα να γίνουν ένα κάλυμμα.

Εξ. 26,12           καὶ ὑποθήσεις τὸ πλεονάζον ἐν ταῖς δέῤῥεσι τῆς σκηνῆς. τὸ ἥμισυ τῆς δέῤῥεως τὸ ὑπολελειμμένον ὑποκαλύψεις εἰς τὸ πλεονάζον τῶν δέῤῥεων τῆς σκηνῆς. ὑποκαλύψεις ὀπίσω τῆς σκηνῆς.

Εξ. 26,12                   Μετά την κάλυψιν της σκηνής, το πλεονάζον τμήμα των παραπετασμάτων θα πέση εις τα πλάγια της σκηνής. Το ήμισυ του παραπετάσματος, το οποίον περισσεύει, θα κρέμαται άνωθεν και όπισθεν της σκηνής. Ούτω θα καλύψης το όπισθεν αυτής μέρος.

Εξ. 26,13           πῆχυν ἐκ τούτου, καὶ πῆχυν ἐκ τούτου, ἐκ τοῦ ὑπερέχοντος τῶν δέῤῥεων, ἐκ τοῦ μήκους τῶν δέῤῥεων τῆς σκηνῆς, ἔσται συγκαλύπτον ἐπὶ τὰ πλάγια τῆς σκηνῆς ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἵνα καλύπτῃ.

Εξ. 26,13                   Εκ δε των δύο πήχεων, κατά τους οποίους είναι μεγαλύτερον το τρίχινον κάλυμμα από το εσωτερικόν λίνον κάλυμμα κατά πλάτος, θα καλύψης τα πλάγια της σκηνής, ένα πήχυν από εδώ και ένα πήχυν από εκεί.

Εξ. 26,14           καὶ ποιήσεις κατακάλυμμα τῇ σκηνῇ δέρματα κριῶν ἠρυθροδανωμένα, καὶ ἐπικαλύμματα δέρματα ὑακίνθινα ἐπάνωθεν.

Εξ. 26,14                   Επάνω από το τρίχινον αυτό δεύτερον κάλυμμα θα κατασκευάσης και τρίτον κάλυμμα δια την σκηνήν από δέρματα κριών βαμμένα ερυθρά με ερυθρόδανον. Και τέταρτον ακόμη δερμάτινον κάλυμμα χρώματος κυανού θα κατασκευάσης.