Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
Περί του Αυτοκεφάλου της Εκλησίας της Ελλάδος

Τέλη Μαΐου του 2004 συνέρχεται η Ιεραρχία της Εκκλησίας μας για να προβή σε μια πράξη αυθυπέρβασης όπως λέγεται, ώστε να αρθή το αδιέξοδο των σχέσεων της Θυγατρός Εκκλησίας της Ελλάδος προς την Μητέρα εκ της οποίας προέρχεται. Αρκετοί προεξοφλούν μια αναγκαστική υποχώρηση από την αδιαλλαξία των Ελλαδικών θέσεων.

Όμως, πρέπει να είμεθα ειλικρινείς και έντιμοι απέναντι στην αλήθεια και την ιστορία της Εκκλησίας. Πρέπει να μάθουμε να λέμε το “Ναί­ναί” και το “Ου­ου”. Όχι να συγκαλύπτουμε την αλήθεια.

Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν δημιουργήθηκε αφ’ εαυτής. Δεν γεννήθηκε από μόνη της στην ιστορική διαδρομή. Δεν ήταν αυτόνομη Εκκλησία την περίοδο των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, που καθόρισαν τα μεγάλα Αποστολικά­ιεραποστολικά Κέντρα ως Πατριαρχεία και υπήγαγαν στο κλίμα τους ευρύτερες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ανήκε πρώτα στη Ρώμη και ύστερα στην Κωνσταντινούπολη επί αιώνες.

Είναι έγκλημα να παραπληροφορούμε το λαό με ψευτοδιλήμματα, δημοσκοπήσεις και λαϊκισμούς συνθημάτων. Οφείλουμε, ως γνήσιοι ποιμένες και κληρονόμοι των δικαίων του Γένους, να παραδεχθούμε πώς η κρίση αφορούσε την ίδια την ιερότητα των κανονικών σχέσεων προς τη Μητέρα μας Εκκλησία·  που δεν ζητεί παρά τον απόλυτο σεβασμό των όρων της ιδιοσυστασίας μας, που Εκείνη δικαιωματικά μας χάρισε και Εκείνη δικαιωματικά αυθεντικώς ερμηνεύει.

Η Ελλάδα απεκόπη απ’ το Πατριαρχείο αυτογνωμόνως.  Αλλά το Πατριαρχείο ως πραγματικό εθναρχικό κέντρο συγχώρησε και καταπλούτισε την αγνώμονα Ελλαδική Εκκλησία με Τόμους και Πράξεις κανονικής συστάσεως και Όρους κανονικής λειτουργίας.

Χωρίς απόλυτο σεβασμό σ’ αυτούς τους Τόμους και τις Πράξεις, η Εκκλησία της Ελλάδος “αποπτύει” την ιδιοσυστασία Της και αναιρεί την υπόστασή Της.

* * *

 Η κρίση μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου (τού δικού μας και ταυτόχρονα οικουμενικού) και της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν αφορά παρά τα όσια του έθνους μας και τα ιερά της πίστεώς μας. Βαθειές οι ρίζες της διαμάχης. Ξεκινούν από το 1832, από την πρώτη ανταρσία­προδοσία κατά του Πατριαρχείου (“αυτοκέφαλο”). Μέ σοφή γνώση της ιστορίας του Γένους ας αποσαφηνίσουμε ρόλους προσώπων, μυστικές διεργασίες παραγόντων και τραγικές συνέπειες. Το ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟ επιβλήθηκε με τη συνεργασία των Μauer  (Προτεστάντη Βαυαρού Αντιβασιλιά) και αρχιμ. Θεοκλ. Φαρμακίδη (Γραμματέα της Ι. Συνόδου). Κατευθυνόταν από τις Μ. Δυνάμεις της εποχής, ειδικά την Αγγλία και τη Γαλλία.

Πολιτικός στόχος των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν να δημιουργηθή ένα καινούργιο περιορισμένο εθνικό κέντρο, αποκομμένο από το Οικουμ. Πατριαρχείο και το σύνολο του Ελληνισμού (Μ. Ασία, Πόντο, Βαλκανική, Μ. Ανατολή).  Εάν πετύχαινε αυτό το “πιλοτικό” σχέδιο, θα εφαρμοζόταν  στις υπόλοιπες εθνικές ομάδες της Βαλκανικής (όπως και έγινε), ώστε να μην μπορέσει να αναστηθή η Ρωμανία στο σύνολό της με ηγέτιδα πνευματική δύναμη το Πατριαρχείο, την Κωνσταντινούπολη, τον Ελληνισμό.

Ενδοελλαδικός πολιτικός­κοινωνικός στόχος της Βαυαρικής Αντιβασιλείας ήταν να χάσει η Εκκλησία την αυτοτέλεια κι αυτοδυναμία της στο εσωτερικό της Ελλάδος, να γίνει υποτελής στο Κράτος ως κρατική υπηρεσία. Από περιέχον του γένους να γίνει περιεχόμενο. Νά υπόκειται στις εκάστοτε πολιτειακές παρεμβάσεις, για να αποδυναμωθή η επιρροή της στον ελληνικό λαό, η ριζωμένη στις θυσίες και τη σωτηριώδη προσφορά τόσων αιώνων και της Επαναστάσεως του 1821.

 

 Ενδεικτικά αναφέρουμε:

1ον

"Η διάσπαση της ενότητας του Ελληνισμού δημιουργούσε ένα ισχυρότατο εμπόδιο στην πραγματοποίηση του χρυσού ονείρου του Ελληνισμού, της Μεγάλης Ιδέας, που συνέπιπτε τότε με τον πόθο για την ανάσταση όλης της Ρωμηοσύνης. Όσο κι αν ο Όθων φαινόταν να έχει εγκολπωθεί τον μεγαλοϊδεατισμό των υπηκόων του, ο Μauer και οι συνεργάτες του εχάλκευαν μυστικά τέτοιες προϋποθέσεις, που η ενσάρκωση αυτού του ονείρου να καθίσταται πρακτικά αδύνατη, εξυπηρετουμένων έτσι των στόχων της Δυτικής πολιτικής. Παράλληλα θίχθηκε ανεπανόρθωτα και το κύρος του Οικουμ. Πατριαρχείου απέναντι στις άλλες εθνικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, που βρίσκονταν στη δικαιοδοσία του… Όταν αργότερα θα ισχυροποιηθεί η εθνικιστική ιδεολογία και στα υπόλοιπα Βαλκανικά Κράτη, οι εθνικές Εκκλησίες θα μιμηθούν το παράδειγμα της Ελλαδικής και θα κηρύξουν και αυτές την «αυτογνώμονα» αυτοκεφαλία τους" (Πρωτοπρεσβ. Καθ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, Παράδοση και Αλλοτρίωση, Εκδ. Δόμος, Αθήνα 2001, σ. 255).

Πρίν από την Ε΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους, όλα τα προηγούμενα Συντάγματα των επαναστατημένων προγόνων μας ήταν αφενός δημοκρατικότατα και αφετέρου σέβονταν και το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το θεσμό της Εκκλησίας και την προσφορά Της στο Γένος. Αντιθέτως, η Ε΄ Εθνοσυνέλευση είναι αυτή την οποία απαίτησαν οι Μεγ. Δυνάμεις. Μέσω αυτής επέβαλαν τον Βαυαρό Όθωνα ως βασιλέα της Ελλάδος. Ζήτησαν την κατάργηση των προηγουμένων Συνταγμάτων (διότι ως δημοκρατικά ήσαν ενοχλητικά στη νέα τάξη πραγμάτων). Κατέλυσαν την εκκλησιαστική ενότητα του Ελλαδικού Ελληνισμού με το Πατριαρχείο του Γένους και κατέστησαν “Κεφαλή” της Ορθοδόξου Εκκλησίας (τής δήθεν “Αυτοκεφάλου”) τον αλλόδοξο­Παπικό Βασιλέα!!!

"Κατά την επιγραμματική διατύπωση του Κ. Οικονόμου του εξ Οικονόμων, από την αρχή του Αγώνα μέχρι το 1832, σε όλες τις Εθνοσυνελεύσεις μέχρι την Ε΄, «εν ουδεμιά εθνική συνελεύσει ουδεμού ουδέποτε φαίνεται ούτε ψηφίσαντες, ούτε βουλευσάμενοι τον από της Μ. Εκκλησίας αυτογνώμονα και βίαιον χωρισμόν» (Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα)". Αυτή είναι η πραγματικότητα. (Πρωτ. Γ.Δ.Μεταλληνού, όπ.π., σ. 235)

"Η Γ΄ Εθνική Συνέλευση (Επίδαυρος, 1827) ανέθεσε στους μητροπολίτες Κορίνθου Κύριλλο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ρέοντος Διονύσιο και στους επισκόπους Ανδρούσης Ιωσήφ και Βρεσθένης Θεοδώρητο, τη σύνταξη Σχεδίου, που θα ρύθμιζε την προσωρινή διοίκηση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Μολονότι το Σχέδιο, που συνέταξαν, προέβλεπε Εκκλησία αυτοδιοικούμενη από τριμελή ή πενταμελή Εκκλησιαστική Επιτροπή, δεν έκαμαν καθόλου λόγο για αυτοκέφαλο. Διακήρυξαν μάλιστα την προσήλωσή τους στο Οικουμ. Πατριαρχείο, σημειώνοντας τα ακόλουθα: «Επειδή πάντες ημείς, εξαιρέτως του Ιερού Κλήρου της Ανατολικής Εκκλησίας, ουκ εγνωρίσαμεν άλλην μητέρα, ειμή την Μεγάλην Εκκλησίαν, ούτε άλλον Κυριάρχην, ειμή τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως, καθ’ α και ο μεγαλόφρων αυτής Πατριάρχης Γρηγόριος προ ολίγων χρόνων εθυσιάσθη υπέρ της ιεράς ημών πίστεως και υπέρ πατρίδος, διά τούτο ουκ εφείται ημίν αποσπασθήναι απ’ αυτής και αποσκιρτήσαι»…" (Πρωτ. Γ.Δ.Μεταλληνού, ένθ.αν., σ. 236­7). Δεν υπήρχε επικοινωνία λόγω της πολιτικής καταστάσεως, αλλ’ ούτε και χωρισμός από το Πατριαρχείο.

"… Είναι γνωστές οι προσπάθειες του Καποδίστρια για την αποκατάσταση των κανονικών σχέσεων, καθόσον μάλιστα υπήρχε φόβος, η διακοπή του δογματικού και κανονικού δεσμού  της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να συντελέσει στο να «κινδυνεύση και να διαμελισθή ο εν τη πίστει ενσεσαρκωμένος και αυτής αχώριστος Ελληνισμός» (Χρυσοστόμου Αρχιεπισκόπου Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος, τ. Α΄, 36). Ήταν, άλλωστε, ο Καποδίστριας όχι μόνο διορατικός πολιτικός και διπλωμάτης, αλλά και βαθύς γνώστης της σημασίας για τον Ελληνισμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της οικουμενικής αποστολής του (βλ. τα Γράμματά του προς τους Οικουμενικούς Πατριάρχες Αγαθάγγελο (1826­30) και Κωνστάντιο Α΄(1830­34) του Κ. Οικονόμου, Τα Σωζόμενα, κλπ.)" (βλ. π. Γ. Μεταλληνού, όπ.π., σ. 237).

"Δυστυχώς όμως, σε αντίθεση προς τις ενέργειες των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου (1822) και της Τροιζήνας (1827), αλλά και του Καποδίστρια (1828­1831), η ιδέα της ανεξαρτηρίας της Ελλαδικής Εκκλησίας, ευνοούμενη από το πνεύμα της εποχής και την εκ μέρους των πολιτικών καλλιεργούμενη νοοτροπία, επεκράτησε" (π. Γ. Μεταλληνού, έ.α., σ.238).

2ον

Ως προς τον ενδοελλαδικό πολιτικό­κοινωνικό στόχο των ξένων και των γηγενών θιασωτών της “αυτοκεφαλίας” ας σημειωθούν τα εξής:

"Προτεστάντης εκ πεποιθήσεως ο Μauer, είχε μόνιμο φόβο για την τυχόν εξέλιξη μιάς «ελεύθερης» Εκκλησίας στην Ελλάδα σε μια παπική μικρογραφία και αυτό ήθελε να προλάβει με κάθε θυσία. Η Εκκλησία (ως Κλήρος και Καθίδρυμα) έπρεπε να οργανωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καταστεί εύχρηστο μέγεθος για τη λειτουργία της Πολιτείας, αλλά ποτέ ισότιμο και συνεπώς επικίνδυνο. Η Διακήρυξη­Β.Δ. του 1833, με το οποίο ανακηρύχθηκε η Ελλαδική αυτοκεφαλία, με το θεσμό του πολιτικού άρχοντος (Βασιλέως) ως «αρχηγού… κατά το διοικητικό μέρος» (άρθρ. 1), και του παντοδυνάμου «Βασιλικού Επιτρόπου» (άρθρ. 6, 7) είναι σαφής έφραση αυτού του πνεύματος" (π. Γ.Δ.Μεταλληνού, έ.α., σ. 247).

Συνεπώς, η “αυτοκεφαλία” της Ελλαδικής Εκκλησίας και η ανταρσία­χωρισμός από το Πατριαρχείο—Εθναρχία δεν υπήρξε αίτημα του λαού, αλλά “η μεγάλη πλάνη” στην οποία την παγίδευσαν αφενός η προτεσταντίζουσα θρησκευτική συνείδηση των Κοραϊστών και η Προτεσταντική Αντιβασιλεία, όχημα της Αγγλογαλλικής πολιτικής από το 1833 μέχρι το 1850, ενώ σ’ αυτήν επένδυσε από το 1852 και η Ρωσική διπλωματία με τον πανσλαβισμό και την θεωρία περί «τρίτης Ρώμης».

Γουμένισσα, Μάιος 2004


Πάνω