Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
  

"φίλος μεν Πλάτων, φιλτάτη δε ή αλήθεια"
 

Επί του σχεδίου νόμου για τα Εκκλησιαστικά Δικαστήρια




Προς τον Μακαριώτατο Πρόεδρο
Αρχιεπίσκοπο Αθηνών & Πάσης Ελλάδος  κ.κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ
και προς τους Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας - Μέλη της Σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος
 

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

παραλαβών το αποσταλέν σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη και την μεταποσταλείσα διόρθωσή του, πληροφορήθηκα και τις δηλώσεις των μετασχόντων της ολιγομελούς Επιτροπής συντάξεώς του πώς καταβλήθηκε προσπάθεια προς την κατεύθυνση της διασφαλίσεως το μεν της ιδιαιτερότητος του Κανονικού Δικαίου, το δε των συγχρόνων απαιτήσεων περί συνταγματικών ελευθεριών και προασπίσεως των στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Οφειλετικώς καταθέτω την άποψή μου ως αλληλεγγύως συνυπεύθυνο Μέλος της Σεπτής Ιεραρχίας, με το ακόλουθο εκτενές κείμενο. Η θεσμοθέτηση νέου πλαισίου απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης μάλλον απαιτούσε ημέρες πολλές διασκέψεων και ελευθέρων συζητήσεων στην Ιεραρχία, κατά την προβλεπόμενη από τον Κ.Χ. ετήσια τακτική σύγκλησή της. Με προβληματίζει το γεγονός ότι μόνος ο Μακαριώτατος εκ των Ιεραρχών μετείχε της επιτροπής, και ουδείς άλλος Αρχιερεύς ούτε και εκπρόσωποι του Ι.Σ.Κ.Ε. Και όμως, η σύνταξη ενός τέτοιου σχεδίου προκλήθηκε μετά από τον τεράστιο περυσινό σάλο, εξαιτίας του οποίου είχε προταθή γενικευμένη σύσταση Επιτροπής εξ Αρχιερέων για τον έλεγχο όλων των Ιερέων όλων των Μητροπόλεων.

Ουδείς αμφιβάλλει πώς το σχέδιο νόμου είναι καλομελετημένο και εμπεριέχει θετικά στοιχεία. Όμως έχει και έλλειμμα εκκλησιολογικής συνεπείας σε καίρια ζητήματα, όπως και έλλειμμα προβλέψεως ελέγχου του εκάστοτε μελλοντικού Προέδρου. Άν εγκριθή από την Ιεραρχία ένα τέτοιο σχέδιο νόμου ως έχει, εν συνόλω ως κώδικας, με την γενική επίκληση των όποιων θετικών στοιχείων και χωρίς ενδελεχή ανάλυση, συμπλήρωση και διόρθωση των ΚΑΙΡΙΩΤΑΤΩΝ ελλείψεων του, τότε στο άμεσο ή το απώτερο μέλλον η ευθύνη δεν θα καταλογισθή στα Μέλη της εγκρίτου Επιτροπής, αλλ’ αλληλεγγύως σε όλους εμάς τους Ιεράρχες τους γνώστες των εκκλησιαστικών προσκηνίων και παρασκηνίων που θα αφεθούμε ως αγέλη να “εγκρίνουμε” συνοπτικά μια τέτοια πρόταση.

Θέτω λοιπόν υπό την κρίση Υμών τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Γιατί να μην ορισθή από τώρα ο τρόπος εκλογής των Μελών των Επισκοπικών Δικαστηρίων, σε συνεννόηση και με τον Ι.Σ.Κ.Ε. (εφόσον το σχέδιο νόμου θέλει να συμπορεύεται με το Σύνταγμα και την διεθνή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία εφέρετο καταπατών ο μέχρι σήμερα ισχύων νόμος του 1932 και προασπίζον το προς θέσπισιν σχέδιο);

Βάσει του Κ.Χ. (ά. 4 §ε) αρμόδια να εκδίδει κανονιστικές αποφάσεις είναι η Ι.Σ.Ι. Πώς εδώ εκχωρείται ανελέγκτως ένα δικαίωμα της μόνης Ανωτάτης Αρχής της Εκκλησίας μας στην ολιγομελή διαλειμματική Σύνοδο;

ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΣΜΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΔΙΚΩΝ

Το σχέδιο νόμου εισάγει έναν καινούργιο θεσμό (πρωτέκδικος—έκδικοι), ανάλογο με το θεσμό των εισαγγελέων της κοσμικής δικαιοσύνης. Τα προβλεπόμενα για τη λειτουργία αυτού του καινούργιου θεσμού δυστυχώς παρουσιάζουν πολλά προβλήματα.

α) Αυτός ο θεσμός θα λειτουργεί παράλληλα και ανεξάρτητα προς την δομή και διάρθρωση της διοικήσεως της Εκκλησίας. Οι έκδικοι (προτάσει μεν του Μητροπολίτου) διορίζονται από την Δ.Ι.Σ., αλλ’ αποφασίζουν ανακρίσεις και ορίζουν ανακριτές, έχοντες την αναφορά τους στον Πρωτέκδικο και τον Αναπληρωτή του, παραγκωνίζοντας τελείως τον οικείο Επίσκοπο. Δεν έχουν αναφορά στον επιχώριο Ποιμενάρχη (είτε προέρχονται εκ της αυτής Μητροπόλεως είτε εξ ετέρας), αλλά σε μία Αρχή έξω από την τοπική Εκκλησία, στην γενική εκκλησιαστική εισαγγελία. Νομίζω πώς η υπηρεσιακή σχέση Πρωτεκδίκου—εκδίκου πρέπει να διενεργείται μέσω του οικείου Ποιμενάρχη, υποχρεουμένου βεβαίως οπωσδήποτε να διαβιβάζει καθηκόντως εντός τακτής ημερομηνίας την αλληλογραφία. Οπωσδήποτε όμως μέσω του οικείου Ποιμενάρχη, [όπως αντίστοιχα προβλέπεται στο σχ. νόμου για την ενημέρωσή του (όποτε το ζητήσει) περί της πορείας της ανακρίσεως].

β) Ο Πρωτέκδικος αναφέρεται και ελέγχεται μόνο από την Δ.Ι.Σ. Και στα προβλήματα μιάς τοπικής Εκκλησίας η Δ.Ι.Σ. (μέσω του Πρωτεκδίκου ή του Αναπληρωτού του παραγγέλλουσα την “εισαγγελική” επέμβαση του εκδίκου) αποκτά λόγο και έλεγχο, ελέγχουσα τους ιερείς. Παραθεωρείται εμμέσως η ουσία και το πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θεωρούμενα ως στερούμενα πληρότητος στα όρια εκάστης τοπικής Εκκλησίας­Μητροπόλεως! Έχουμε την καθιέρωση της “Εισαγγελίας”. Έτσι δεν αποκλείεται να ενυλώνονται πιθανές ηγεμονικές βλέψεις του μόνου μονίμου και ισοβίου μέλους της Δ.Ι.Σ., του εκάστοτε μελλοντικού Αρχιεπισκόπου­Προέδρου.

γ) Ο Πρωτέκδικος (Κανονικός “εισαγγελεύς”) «επιλέγεται και διορίζεται από την Δ.Ι.Σ.» (ά. 71, 2). Όμως, η κατά το ΨΙΛΟ όνομα “διαρκής” και κατά παράβαση του Κ.Χ. (3 εβδομάδες Σύνοδος/1 εβδομάδα Δικαστήριο] “άκρως διαλειμματική” ολιγομελής και εκ των πραγμάτων ευχείρωτη Δ.Ι.Σ. ΔΕΝ είναι το Κανονικό Αποφασιστικό Σώμα. ΚΑΝΟΝΙΚΟ αποφασιστικό Σώμα είναι μόνον η Ι.Σ.Ι.  Η Ι.Σ.Ι. λοιπόν θα έπρεπε να επιλέγει και να ορίζει τον Πρωτέκδικο.

Τίνος προτάσει θα διορίζονται τα εκκλησιαστικά “εισαγγελικά” Όργανα; Μήπως του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου; Η δε Δ.Ι.Σ., μη υπαρχούσης άλλης προτάσεως, αναγκαστικά θα λέει το «ναί!». Ακολούθως η Εισαγγελία [καί πίσω αυτής ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος] θα μπορεί να επεμβαίνει στη λειτουργία των Μητροπόλεων, διατάσσουσα ανακρίσεις, άλλους “αθωώνουσα” και άλλους οδηγούσα στα δικαστήρια.

Διότι το νέο θεσμικό αυτό Όργανο βάσει του σχεδίου Ν. δύναται αυτεπαγγέλτως να ορίζει ανακριτή και γραμματέα [όπου βεβαίως δεν θα υπάρχει άνωθεν υπόδειξη καθησυχαστική], εάν ολιγωρεί ο αρμόδιος Έκδικος, ή να ελέγχει και να παραπέμπει τον Έκδικο προς αντικατάσταση στην Δ.Ι.Σ., παρακάμπτοντας τον επιχώριο Μητροπολίτη. Με άλλα λόγια καταλύεται και εδώ η αυτοτέλεια της τοπικής Εκκλησίας και προσβάλλεται θεσμικά η πληρότητα της λειτουργικότητός της. Δεδομένου ότι στις μικρές Μητροπόλεις δεν υπάρχει πληθώρα προσοντούχων Κληρικών Π.Ε., δεν αποκλείεται να δημιουργηθεί ένας φαύλος κύκλος αλλεπαλλήλων παρεμβάσεων με διορισμό Εκδίκων από άλλες Μητροπόλεις.

— Ερευνητέον πώς θα φέρεται η εκκλησιαστική Εισαγγελία σε Αρχιερείς “απειθάρχους”, “διαφωνούντες”, “μή υπείκοντες σε κελεύσματα και διαταγές ανθρώπων”. Γιά κάθε καταγγελία ανώνυμη ή επώνυμη, αλλ’ αμφιβόλου αξίας, θα επικρέμαται η σπάθη των πιθανών ανακρίσεων και του διασυρμού του “απείθαρχου” μέχρι συνετίσεως.

— Η ανανέωση θητείας του Πρωτεκδίκου (ά. 71, 2) ενδεχομένως του προσδίδει υπερβολική εξουσία, ώστε τεχνηέντως να επιβάλλεται στους Ιεράρχες. Διαχειρίζεται τεράστια εξουσία. Χωρίς να προσδιορίζονται αντικειμενικά κριτήρια ουδέ κατ’ ελάχιστον, δικαιούται κατά την κρίση του να ασκήσει ή όχι εκκλησιαστική δίωξη.

— Βεβαίως, «ο Πρωτέκδικος λογοδοτεί ενώπιον της Δ.Ι.Σ.…» (ά. 71, 2), αλλά δεν οριοθετείται αντικειμενικά «η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων του». Εξυπονοούνται οι προβλέψεις του νέου σχεδίου νόμου; Δεν κατονομάζονται ρητώς και περιοριστικώς. Επαφίεται αορίστως στην διαλειμματική Δ.Ι.Σ. να ασκεί όπως επιθυμεί ελέγχους εμμέσους ή αμέσους στην εκκλησιαστική Εισαγγελία και δι’ αυτής στους (υπό αληθείς ή μεθοδευμένες) μομφές Κληρικούς, Ιεράρχες κ.λπ. Τοιουτοτρόπως δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο υποδείξεως και διορισμού πλέον “πειθηνίων” Πρωτεκδίκων με ανάλογα… κατά παραγγελίαν αποτελέσματα στην εκπλήρωση εντεταλμένης υπηρεσίας. Γιατί, λοιπόν, η Δ.Ι.Σ. ανελέγκτως να αντικαθιστά  τον Πρωτέκδικο (όπως και να τον διορίζει καθ’ εαυτήν);

— ΤΕΛΟΣ, το και σπουδαιότερο, εάν κάποιος μελλοντικός Πρωτέκδικος είναι δικομανής, αντί να θεραπεύονται οι μικρές Κανονικές πληγές είτε σε επίπεδο Ιεραρχών είτε σε επίπεδο Μητροπόλεων, δεν αποκλείεται να προκαλείται μεγαλύτερος σάλος, περισσότερος σκανδαλισμός και δυσίατες καταστάσεις.
 
 

Γιά όλους αυτούς τους λόγους, φρονώ πώς είναι αντικειμενικότερο και εκκλησιολογικώς συνεπές:

[Α] ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΩΝ

α) να μην υπάρχει ένας, αλλά ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΙ, και ανάλογος αριθμός Αναπληρωτών), ει δυνατόν με αναλογία εκπροσωπήσεως της Ιεραρχίας της Ν. και της Β. Ελλάδος (ανά δύο Πρωτέκδικοι εξ εκάστης περιοχής, και ανά δύο Αναπληρωτές)·

β) να τους διορίζει η Ιεραρχία με βάση την εξής διαδικασία· να δηλώνουν ελευθέρως υποψηφιότητα όσοι Ιεράρχες έχουν τα απαιτούμενα προσόντα και θέλουν να επιφορτισθούν με την τεράστια αυτή ευθύνη και να εκλέγονται εξ αυτών με πραγματική κλήρωση επί παρουσία της Ιεραρχίας· εάν δεν θέσει υποψηφιότητα κανείς, να εκλέγονται κατευθείαν από την Ιεραρχία·

γ) η περαιτέρω διαδικασία, π.χ. υπογραφής διοριστηρίων εγγράφων, επισήμου αναλήψεως καθηκόντων, συστάσεως της έδρας­Γραμματείας της ιδιαίτερης αυτής και κατά κάποιον τρόπο ανεξαρτήτου Υπηρεσίας, ρυθμίσεως των λοιπών γραφειοκρατικών λεπτομερειών κ.λπ., ασφαλώς θα διενεργείται διά της Δ.Ι.Σ.·

δ) να ορίζεται σαφέστατα —δι’ απαριθμήσεως όλων των ενδεχομένων περιπτώσεων— σε ποιές διατάξεις, κινήσεις, στάσεις κ.λπ. θα ήτο δυνατόν να τους καταλογισθή πλημμελής ενάσκηση καθηκόντων·

ε) να λογοδοτούν μεν πρωτοβαθμίως ενώπιον της Δ.Ι.Σ., αλλά να αποφαίνεται περί αυτών αποφασιστικώς μόνον η Ιεραρχία, εγκαλούσα ενδεχομένως και την Δ.Ι.Σ. για το ακραίο έστω ενδεχόμενο εκβιαστικής εγκλήσεως αυτών, ενεργησάντων κατά συνείδησιν και ευόρκως.
 

[Β] ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΚΔΙΚΩΝ

ΕΠΙΣΗΣ, σε τοπικό επίπεδο δεν αποκλείεται ένας Έκδικος να αποδειχθή εκ των υστέρων τυπικώς μεν άψογος, ουσιωδώς όμως δικομανής και κατά τούτο “αρχομανής”, στερούμενος διακρίσεως, με ενδεχόμενο την πρόκληση μεγαλυτέρων προβλημάτων­σκανδάλων αντί της διακριτικής ή και Κανονικής­δικαστικής θεραπείας κάποιου ζητήματος. Ο εκασταχού Μητροπολίτης έχει [πρέπει να έχει θεωρητικώς ως ανύστακτος ποιμάντωρ] ευρύτερη θέαση των πραγμάτων, των προσώπων, των καταστάσεων. Δεν επιτρέπεται να παραθεωρείται ο Μητροπολίτης ούτε σ’ αυτήν την ανακατανομή των ευθυνών και δικονομικών υποχρεώσεων, στην θεωρητική προσπάθεια να απονεμηθή αρτιοτέρα η εκκλησιαστική δικαιοσύνη με πλήρεις ασυδοσίες του νέου θεσμικού οργάνου, του εκδίκου­τοπικού εκκλησιαστικού εισαγγελέως. Ευσεβάστως προτείνω:

α) εξ ορισμού, η οποιαδήποτε αλληλογραφία Πρωτεκδίκων­εκδίκων, Πρωτεκδίκων­ανακριτών, εκδίκων­ανακριτών για ζητήματα κληρικών και μοναχών μιάς Μητροπόλεως να διενεργείται διά του οικείου Μητροπολίτου·

β) πριν επιληφθή της υποθέσεως ο έκδικος, είτε καθ’ εαυτόν πληροφορηθείς κάποια παραβατική συμπεριφορά είτε με παραγγελία των Πρωτεκδίκων, να αναφέρεται στον εκασταχού Ποιμενάρχη, ώστε σε διάστημα περιοριστικά ενός μηνός να διερευνήσει τρόπους μήπως η περίπτωση είναι διακριτικώς ιάσιμη άνευ δημιουργίας περαιτέρω θορύβου· ειδάλλως ο Μητροπολίτης να παρέχει άμα τη παρελεύσει του μηνός [ή και ενωρίτερα] την συγκατάθεσή του προς τον έκδικο για τις περαιτέρω ενέργειες (ορισμό ανακριτού και γραμματέως) και ενημέρωση αντιστοίχως των Πρωτεκδίκων·

γ) σε περίπτωση που προηγήθηκε εντολή των Πρωτεκδίκων προς τον επιχώριο έκδικο, εκείνος δε κατά τα ανωτέρω συμφώνησε αιτιολογημένα με την διακριτική αντιμετώπιση του ζητήματος από τον επιχώριο Μητροπολίτη και αρχειοθέτησε την υπόθεση, οφείλει ανυπερθέτως να ενημερώσει περί της συγκεκριμένης τακτικής και αποφάσεως τους εντολείς—Πρωτεκδίκους (διά του Μητροπολίτου).

δ) εάν ένας έκδικος εκ συστήματος παραβαίνει την υποχρέωση της ανωτέρω §β περί των (περιορισμένων εντός μηνός) Επισκοπικών δικαιωμάτων (= ποιμαντορικών ευθυνών) ως προς την διενέργεια ή μη ανακρίσεων, να υπάρχει η ευχέρεια απαλλαγής από τα καθήκοντά του με αιτιολογημένη και πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση του εκασταχού Μητροπολίτη προς την Δ.Ι.Σ. και ανάλογη δική της απόφαση.
 
 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΠΕΡΙ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΟΣ
ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΟΣ — ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

Το ά. 78 §§3­4 προβλέπει λίαν αορίστως, με την επίκληση του «συμφέροντος της Εκκλησίας» την δυνατότητα της Δ.Ι.Σ. να θέτει σε διαθεσιμότητα Αρχιερέα κατά του οποίου διεξάγονται ανακρίσεις!

Μολονότι διακηρύσσεται η σύνταξη του σχ. νόμου επί το προοδευτικότερο ως προς την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ΚΑΤΑΡΓΕΙ αυτός ούτος ο εν σχεδίω νόμος το διακηρυττόμενο σε άλλο άρθρο του και δήθεν προστατευόμενο τεκμήριο της αθωότητος (ά. 66). Καταδικάζει σε εξόντωση ηθική, δικαιϊκή, εκκλησιολογική, προσωπική ένα μη ανακριθέντα και μη κριθέντα Ιεράρχη. ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ. Απηχεί την πρακτική της δικτατορικής περιόδου (Ν. 214/1967) και επιπλέον κατοχυρώνει την “επισκοποκτόνο” πρόβλεψη περί σταδιακής ισοβίου διαθεσιμότητος­εκπτώσεως, που είχε ψηφισθή με πρόταση της Εκκλησίας, μολονότι ο τότε ΥΠΕΠΘ είχε ευχηθή να μη χρειαζόταν ποτέ να εφαρμοσθή! Και όμως, το ά. 15 του Ν. 1351/1983 (μέ το οποίο είχε προστεθή η §8 στο άρθρο 34 του Κ.Χ. και αναγνώριζε δικαιώματα ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΔΙΚΕΙΟΥ στην Δ.Ι.Σ., καταπατούσα τους ι. Κανόνες και παρανομούσα εξοφθάλμως) ενσωματώνεται στο παρόν σχ. Νόμου, παρά τις προβλέψεις περί προασπίσεως θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων!!!

Μιά τέτοια διάταξη νόμου θα επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη κατά παντός Αρχιερέως του οποίου θα μεθοδευόταν η εξόντωση με ανίερες πρακτικές (ατυχώς όχι άγνωστες και στα καθ’ ημάς), με επίκληση συκοφαντιών και επιστράτευση αδιστάκτων ατόμων. Υπό το ενδεχόμενο αυτό επιβάλλεται τακτική φιμώσεως και όχι ελευθερίας, μεθοδεύσεις καταναγκασμού σε σιωπή και όχι προστασίας των στοιχειωδών ιεραρχικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ήδη γνωρίζουμε πόσον άδικη υπήρξε εκείνη η πρόβλεψη για τον μακαριστό πρ. Κεφαλληνίας Προκόπιο!

Επίσης, κορυφαίοι νομομαθείς (βλ. γνωμοδότηση καθ. Ι. Κονιδάρη) έχουν αποφανθή ότι η εφαρμογή αυτής της διατάξεως στην περίπτωση του πρώην Αττικής υπήρξεν αντικανονική και αντισυνταγματική. Το δε Οικουμενικό Πατριαρχείο —δέν είναι άνευ σημασίας ότι— ανέπεμψε τον φάκελο προς διενέργειαν των εκκλησιαστικώς και ιεροκανονικώς προβλεπομένων. Εάν δεν ελάμβανεν η Δ.Ι.Σ. την πρόχειρη απόφαση περί διαθεσιμότητος, θα είχε ήδη αποσαφηνισθή δικαστικώς η αλήθεια των πραγμάτων.

ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΥΠΕΡΕΞΟΥΣΙΕΣ

Το ά. 77 § 1 προβλέπει εξαιρετικές υπερεξουσίες για τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο, με την κοινοποίηση προς Εκείνον από μέρους του αρμοδίου Εισαγγελέως της κινήσεως ποινικής διαδικασίας καθ’ οιουδήτινος Αρχιερέως ή άλλου κληρικού οιασδήποτε Μητροπόλεως, όπερ συνεπάγεται συγκεντρωτισμό εξουσιών και ως προς το ζήτημα αυτό.

Π.χ. γιατί θα πρέπει ο εισαγγελέας Αλεξανδρουπόλεως ή Λαμίας ή Καλαμάτας να κοινοποιεί στον Αρχιεπίσκοπο το φάκελο της διενεργουμένης κοσμικής ποινικής διαδικασίας και όχι στον εκκλησιολογικώς αρμόδιο επιχώριο Μητροπολίτη;

Παρέχεται έτσι το υποκειμενικό δικαίωμα στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο (είτε άμεσα είτε έμμεσα διά των Πρωτεκδίκων) να κρίνει αν ο κοσμικώς εγκαλούμενος κληρικός μιάς άλλης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας και σε άλλο τόπο καταπάτησε τους ι. κανόνες, ώστε αυτός [άν και δεν είναι Πρωτέκδικος ο ίδιος] να αποστέλλει στον έκδικο της αρμοδίας Μητροπόλεως την υπόθεση. Εκ δε του αντιθέτου έχει και την δυνατότητα να μην αποστείλει στον έκδικο της Αρχιεπισκοπής αντίστοιχο υλικό για ανάλογη εκκλησιαστική διαδικασία ή να την καθυστερήσει ή και να καλύψει την υπόθεση.

Είναι γενικά και εξ ορισμού αξιοπιστότερος ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος από τον επιχώριο και εκκλησιολογικώς ισόβαθμο τοπικό Ποιμενάρχη στην προώθηση της ανάλογης εκκλησιαστικής διαδικασίας (προώθηση στον έκδικο);

Και γιατί θα πρέπει να ορίζεται ο Πρόεδρος και όχι η Σύνοδος αντιστοίχως αποδέκτης ανάλογης διαδικασίας για Αρχιερείς; Προφανώς (λεκτέον και τούτο), διότι ο Πρόεδρος είναι το μόνο μόνιμο Μέλος της “διαλειμματικής” Συνόδου, της συνερχομένης τρείς­τέσσερις μέρες κάθε μήνα…

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ

Το μεγαλύτερο όμως έλλειμμα του σχ. ν., η παντελής απουσία διατάξεων περί ελέγχου ενός μελλοντικού Αρχιεπισκόπου, τεκμηριώνει πλήρως τους φόβους μας για την προσωποπαγή άλωση της Ελλαδικής Εκκλησίας από την ανέγκλητη εξουσία του κάθε Αρχιεπισκόπου. Πώς υφαιρούνται δικαιώματα των Μητροπολιτών, και δεν προβλέπεται τίποτε περί του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου;

Ψηφιζομένου ενός τέτοιου Νόμου (μετά από μια εβδομηκονταετία ισχύος του παλαιοτέρου), θα έπρεπε να προβλέπουμε ό,τι καλύτερο και πληρέστερο σε όλες —ει δυνατόν— τις προβλέψιμες λεπτομέρειες, ώστε να επαρκεί αντικειμενικώς για αρκετές δεκαετίες και μετά από μας. Εάν απωλέσει τας φρένας του ένας Αρχιεπίσκοπος, εάν προκαλεί τον δημόσιο γέλωτα με την παραβατική του διαγωγή, εάν περιβάλλεται από σεσημασμένα πρόσωπα και ποινικώς κολάσιμα, εάν παραβαίνει γενικώς τους Κανόνες, εάν διεμβολίζει την ιερότητα της παραδεδομένης πίστεως, περί αυτών τι προβλέπει το σχέδιο νόμου; Ποιός θα διατάξει και ποιός θα διενεργήσει ανακρίσεις εναντίον του; Ποιός θα τον παραπέμψει σε δίκη και από ποιό όργανο θα διενεργηθή αυτή, εάν ανακριτικώς τεκμηριωθή πλήρως ότι περιέπεσε σε βαρύ Κανονικό ή ποινικό αδίκημα; Οι Πρωτέκδικοι (τήν εντολή ανακρίσεως); Η Δ.Ι.Σ. την παραπομπή σε δίκη;

 Βεβαίως, ο Αρχιεπίσκοπος είναι ο Πρόεδρος της Ι.Σ.Ι. και της Δ.Ι.Σ., οπότε οι υπό ερωτηματικό ανωτέρω υποθέσεις εργασίας δημιουργούν ευλόγως ένα σωρό άλλα προβλήματα: π.χ. είναι δυνατόν να λειτουργήσουν τα θεσμικά όργανα της Εκκλησίας μας, εγκαλουμένου, ανακρινομένου, κρινομένου, δικαζομένου του Προέδρου; Ωστόσο ακόμη και τα ύπατα κρατικά αξιώματα­θεσμικά όργανα όχι μόνο λογοδοτούν ενώπιον της Βουλής, αλλά τίθενται ανά τετραετίαν ενώπιον της εκλογικής κρίσεως του λαού. Του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου όντος ισοβίου, δεν είναι όντως ελλειμματικό το υπό κρίσιν σχέδιο Νόμου, εφόσον τίποτε δεν αναφέρει περί διασφαλίσεως της Εκκλησίας από κρισίμως παραβατική συμπεριφορά;

Όπως ο Κ.Χ. ορίζει ρητώς την ειδική διαδικασία εκλογής Αρχιεπισκόπου, αντιστοίχως και ο συγκεκριμένος Νόμος να αναφέρεται σαφώς, ρητώς και αναποδράστως στον τρόπο ελέγχου, εγκλήσεως, ανακρίσεως, αξιολογήσεως, πιθανής διώξεως, αθωώσεως, ενδεχόμενης καταδίκης, μομφής, εκπτώσεως  κ.λπ. του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου, όσον επαχθές και να φαίνεται αυτό. “Άρχοντες αρχόντων εισίν οι νόμοι”, θα μας θύμιζε ο ιερός Χρυσόστομος. Νά υπάρχει η ασφαλιστική δικλείδα του Νόμου. Νά προβλέπεται προσδιορισμένη με κατηγορηματικότητα και με σαφήνεια απόλυτη ισότητα. Έστω στο γράμμα του Νόμου. Αλλά να υπάρχει. Γιά να μην παρέχεται περιθώριο να διανοηθή ο οποιοσδήποτε Αρχιεπίσκοπος ότι δύναται να προβαίνει σε αυθαιρεσίες και εκβιασμούς ή να συγκαλύπτει καταστάσεις, καλυπτόμενος όπισθεν των εκάστοτε Πρωτεκδίκων, μη υποχρεουμένων αμελλητί εκ του Νόμου να κινούν διαδικασίες και κατά Αρχιεπισκόπου.

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ, εάν υποστηριχθή απλώς πώς υπό τον όρο “Αρχιερεύς” εννοείται και ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, χωρίς αυτό να αναφέρεται στο Νόμο και χωρίς να υπάρχει σαφής πρόβλεψη ασκήσεως διώξεως για το πρόσωπό του, ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ πώς το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου συντάχθηκε ΜΕΝ με πολλά θετικά σημεία, ΑΛΛΑ ΔΕΝ θέλησε να ασχοληθή και να θίξει κάποια άλλα ΛΙΑΝ ΑΡΝΗΤΙΚΑ ζητήματα, οπότε έχει καίρια μελανά σημεία.

Προτείνω λοιπόν την συμπλήρωση του σχ. Ν. με τις ακόλουθες προβλέψεις:

α) Δώδεκα (12) Μητροπολίτες από την Ι.Σ.Ι. να δύνανται να θέσουν υπό κατηγορία τον Αρχιεπίσκοπο για συγκεκριμένη συστηματική λίαν σοβαρή παραβατική συμπεριφορά (καταπάτηση ι. Κανόνων, παραβίαση Κ.Χ., συγκάλυψη σκανδάλων, πρόκληση με απάδουσα συμπεριφορά και σκανδαλώδη διαγωγή, απεμπόληση των της πίστεως, αδιαφορία αναγωγής καιρίων αποφάσεων της Δ.Ι.Σ. προς την Ι.Σ.Ι. για έλεγχο και έγκριση).

β) Η έγκληση απευθύνεται στην Δ.Ι.Σ., η οποία και συνεδριάζει αμελλητί ερήμην του Αρχιεπισκόπου, παραπέμπουσα το κατηγορητήριο στους Πρωτεκδίκους, οι οποίοι εξετάζουν τον φάκελο, ζητούν γραπτές εξηγήσεις επί όλων των καταγγελιών, διενεργούν ανακρίσεις ανυπερθέτως και υποβάλλουν τελικά το πόρισμα στην Δ.Ι.Σ. Η Δ.Ι.Σ., συνερχομένη πάλιν ερήμην του κρινομένου Αρχιεπισκόπου­Προέδρου και υπό την προεδρία του Αντιπροέδρου, αποφασίζει σχετικά, λογοδοτούσα στην Ι.Σ.Ι. για το αποτέλεσμα των ανακρίσεων και την δική της συνοδική απόφανση. Προφανώς από την ούτω συγκαλουμένη Δ.Ι.Σ. (ωσεί δικαστικό Συμβούλιο) αποκλείονται οι τυχόν Πρωτέκδικοι­Μέλη της, αντικαθιστάμενοι από τους επομένους Ιεράρχες κατά τα πρεσβεία.

γ) Στή συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία της παραπομπής σε Πρωτοβάθμιο και δυνητικώς σε Δευτεροβάθμιο για τον Αρχιεπίσκοπο Δικαστήριο. Στό Α/θμιο προΐσταται ο Αντιπρόεδρος της Δ.Ι.Σ. με τα υπόλοιπα δέκα (10) Συνοδικά Μέλη και ανά τέσσαρες (4) Αρχιερείς από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία και τις Νέες Χώρες. Εξαιρουμένων των Μελών του Α/θμίου, το Β/θμιο θα συγκροτείται από δώδεκα (12) + δώδεκα (12) Αρχιερείς αντιστοίχως, με προεδρία του φέροντος τα πρεσβεία Αρχιερωσύνης. Προφανώς από τα ως ύπερθεν Δικαστικά Όργανα αποκλείονται οι τυχόν Πρωτέκδικοι.

δ) Ισχύει το δικαίωμα εκκλήτου του κριθέντος Αρχιεπισκόπου προς την Σύνοδο των Πατριαρχών και των Προέδρων των προ ημών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως και η αναιρετική αίτηση προς Αυτούς από μέρους των καταγγειλάντων ή πλείονος αριθμού Αρχιερέων. Αμφότερες οι διαδικασίες διενεργούνται διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Αι παράγραφοι (γ) και (δ) δύνανται να αντικατασταθούν με την απευθείας παραπομπή του τεκμηριωμένως εγκαλουμένου για λίαν σοβαρή συστηματική παραβατική συμπεριφορά Αρχιεπισκόπου προς την Σύνοδο των Πατριαρχών και των Προέδρων των προ ημών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, όπως και η αναιρετική αίτηση προς Αυτούς από μέρους των καταγγειλάντων ή πλείονος αριθμού Αρχιερέων. Αμφότερες οι διαδικασίες διενεργούνται διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

ε) Νά ορίζεται ρητώς ισχύουσα η αρχή της ταυτοπαθείας για τους καταγγέλλοντας στην περίπτωση της ανακριτικής ή της δικαστικής αποκαλύψεως ηθελημένης αμφισβητήσεως και προσβολής  παρ’ εκείνων του ήθους, της συμπεριφοράς, της διδαχής κ.λπ. του εγκαλουμένου Αρχιεπισκόπου.

Συνοψίζων τονίζω ότι η καίρια προβληματική του σχ. νόμου πρέπει να αντιμετωπισθή ως θα έδει από την έκτακτη Ι.Σ.Ι.. Διότι (εκτός των άλλων):

α) το σχ. ν. καταργεί το τεκμήριο αθωότητος (τό θεμέλιο του νομικού μας πολιτισμού) και εισάγει τακτικές δικτατορικές με τις προβλέψεις περί διαθεσιμότητος (ή είναι αθώος κάποιος, οπότε δεν δικαιούμεθα να τον καταργούμε με μεθοδεύσεις, ή είναι ένοχος κατόπιν ολοκληρωμένης ανακριτικής και δικαστικής διαδικασίας, οπότε λαμβάνονται τα κανονικώς προβλεπόμενα)·

β) ενώ ουδείς πολίτης τίθεται υπεράνω των Νόμων, είναι αδιανόητο ο κάθε μελλοντικός Αρχιεπίσκοπος να απολαμβάνει νομικής και κανονικής ασυλίας, οιονεί “αλάθητος πάπας”, επικαθήμενος όλης της Εκκλησίας ως απόλυτος μονάρχης. Πρέπει να υπάρχει ρητός μηχανισμός ελέγχου και λογοδοσίας του εκάστοτε μελλοντικού Αρχιεπισκόπου.
 

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Σεβασμιώτατοι άγιοι Σύνεδροι,

μετά σεβασμού επαναλαμβάνω ότι ­στή διαδικασία εγκρίσεως ενός σχ. Ν. με προοπτική δεκαετιών­ δεν αρκεί να απαριθμήσουμε τις καινοτομίες και όσα θετικά περιέχει. Αλλά με αποφασιστική υπευθυνότητα (γι’ αυτό και αναπέμπεται στον καθένα μας και κυρίως εν Σώματι στην Σεπτή Ιεραρχία) να διερευνήσουμε ενδελεχώς κάθε έλλειμμα προβλέψεως. Διότι δεν επικυρώνουμε νόμο περί αγγέλων, αλλά περί ημών των ανθρώπων, απάντων ανεξαιρέτως υποκειμένων στο ενδεχόμενο κανονικής εκτροπής, μηδενός απολύτως εξαιρουμένου, από του πρώτου μέχρι του εσχάτου ιεραρχικώς.

Επί δε τούτοις, διατελώ βαθυσεβάστως και φιλαδέλφως εν Χριστώ

Ο Γουμενίσσης Δημήτριος

Πάνω