Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
 

Υ Π Ο Μ Ν Η Μ Α
επί του σχεδίου νόμου "Περί Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων"


Εισαγωγή - Επιστολή προς τους κ. Βουλευτάς

Σας αποστέλλω ένα υπόμνημα σχετικά με την πρόταση νόμου "περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης". Θα έπρεπε ίσως να σιγήσω μετά την απόφαση της Ιεραρχίας, όπως και εάν ελήφθη και με ελλιπή αντικειμενικά πλειοψηφία. Όμως, η πρόταση νόμου (σε τέσσερα καίρια σημεία και σε μία επίσης καίρια και σημαντική παράλειψη) προσκρούει στους Ι. Κανόνες και στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, οπότε κατ’ επέκταση έρχεται σε αντίθεση με τις συνταγματικές προβλέψεις προστασίας τους.

Φοβούμαι πως, αν η Πολιτεία παρίδει αυτά τα πέντε σημεία και δεν νομοθετήσει τις απαραίτητες (αλλά καταργούμενες ή μη προβλεπόμενες) ασφαλιστικές δικλείδες, η υπόλοιπη σωστή νομοτεχνική σύνθεση αντί να βελτιώσει το δικαιϊκό πλαίσιο, θα το καθιερώσει ως όργανο εξουσιαστικό (εμμέσως πλήν σαφώς) απολυταρχικής πολιτικής.
Στό κείμενο του υπομνήματός μου επισημαίνω αυτά τα πέντε βασικά σημεία.

Ένα από αυτά τα καίρια σημεία είναι η καθιέρωση ενός μόνου κεντρικού "εισαγγελέα", ενός Πρωτεκδίκου–Μητροπολίτου, για παραπομπές υποθέσεων Ιεραρχών και έλεγχο των τοπικών "εισαγγελέων"–Εκδίκων, εισβάλλοντας με ή χωρίς προσχήματα στην τοπική Εκκλησία (= Μητρόπολη), που υποστασιάζει την όλη Εκκλησία, και παραγκωνίζοντας την αποστολοπαράδοτη εξουσία του Επισκόπου με την έμμεση εισπήδηση που πραγματοποιεί ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος διά του εκάστοτε δουρείου ίππου (= Πρωτεκδίκου), καταργεί το αυτοδιοίκητό της.

Ωστόσο ο ίδιος ο Μακαριώτατος ως Αρχιμανδρίτης σε έκθεσή του που είχε συντάξει επί αρχιεπισκοπείας Ιερωνύμου, κατά την επταετία, άλλα υποστήριζε τότε, διαμετρικά αντίθετα από ο,τι σήμερα, αφορμώμενος από την πρόταση νόμου του τότε Αρχιεπισκόπου. Τότε πρωτοκαθιερωνόταν σώμα εκδίκων και πρωτεκδίκων. Έγραφε επί λέξει στην έκθεσή του: “… 9. Η υπό 3μελούς συνοδικής Επιτροπής εισήγησις της Δ.Ι.Σ. περί παραπομπής του φακέλλου δικογραφίας κατ’ Αρχιερέως εις το Δικαστήριον ή εις το Αρχείον (Άρθρο 62-63), περιστέλλει τας δυνατότητας μεροληψίας και παρέχει τα εχέγγυα αντικειμενικότητος εν τη λήψει της τελικής αποφάσεως”.

Σήμερα, η τότε υπερεπαινούμενη για αμεροληψία 3μελής συγκρότηση Συνοδικής Επιτροπής κατάντησε Μονομελής. Ο τότε αρχιμανδρίτης Χριστόδουλος με τα περί αμεροληψίας της τριμελούς εξ Αρχιερέων Επιτροπής αξιολογεί αντικειμενικότατα την πρόβλεψη του σήμερα Προέδρου της νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής Αρχιεπισκόπου κ. Χριστοδούλου με την εμμονή του στην πρόταση νόμου και την ειδική εμμονή του στη συζήτηση ενώπιον της Ιεραρχίας για τον ένα Πρωτέκδικο. Τι άραγε άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα;

Σέ μια ευνομούμενη Δημοκρατική Πολιτεία δεν είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση προϋποθέσεων για αμεροληψία του σώματος των πρωτεκδίκων και από την άλλη να εκσυγχρονίζουμε την αυθαιρεσία του εκάστοτε Πρωτεκδίκου και Αρχιεπισκόπου με την συγκέντρωση των εξουσιών ποινικής εκκλησιαστικής διώξεως σε ένα πρόσωπο.

Επί Ιερωνύμου υπήρχε η πρόβλεψη και ο Αρχιεπίσκοπος αλλά και τα μέλη της Δ.Ι.Σ. να υπόκεινται σε εκκλησιαστική ποινική δίωξη για πράξεις ή παραλείψεις τους, ενώ σήμερα στο εκσυγχρονισμένο σχέδιο Νόμου δεν υπάρχει παρόμοια πρόβλεψη.
Εξειδικεύω και αναλύω τα παραπάνω στο υπόμνημά μου.

Παρακαλώ πολύ να τις λάβετε υπόψη Σας, συνεργώντας με την εγνωσμένη πολιτική Σας διορατικότητα και υπευθυνότητα στην αρτίωση της υπό ψήφιση προτάσεως.



 


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ


άρθρο 3: ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Συγκροτείται από το μητροπολίτη και δύο κληρικούς εκλεγμένους άμεσα από τον Κλήρο. Μοιάζει δημοκρατικό, αλλά ούτε τα δίκαια των κληρικών διασφαλίζει ούτε είναι σύμφωνο με τους Κανόνες (διαφωνεί με το άρθρο αυτό ο ΙΣΚΕ και άλλοι υπεύθυνοι παράγοντες).

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ (ο ΙΣΚΕ, ο Καθ. Καν. Δικαίου κ. Μπούμης και εμείς):
να είναι όνομα και πράγμα επισκοπικό, δηλ. συνεπισκοπικό από τον τοπικό μητροπολίτη και δύο άλλους μητροπολίτες διορισμένους για κάθε υπόθεση από τη Δ.Ι.Σ. Οι εκλεγμένοι δύο κληρικοί να παρίστανται συμβουλευτικά. Η τριμελής συγκρότηση αποτρέπει κάθε ενδεχόμενη αυθαιρεσία του ενός.

* * *

άρθρα 71, 72 εξ.: ΠΕΡΙ ΕΚΚΛΗΣ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ (“ΕΚΔΙΚΩΝ”—“ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΩΝ”)
Ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας των “ανεξάρτητων” “εισαγγελικών” οργάνων

ΒΑΣΙΜΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ:
[Α] με την αναφορά των “Εκδίκων” στον κεντρικό “Πρωτέκδικο” (όργανο του Αρχιεπισκόπου): θα έχουμε κεντρικό φακέλλωμα κληρικών, έμμεση παρεμβατικότητα Αρχιεπισκόπου σε κάθε Μητρόπολη, νομιμοποίηση κατατρομοκράτησης κληρικών, αναστάτωση και καθολική δυσαρέσκεια.
[Β] Ο ΕΝΑΣ διορισμένος από τη μικρή Σύνοδο ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ=επιλεγμένο αρχιεπισκοπικό όργανο φίμωσης των μητροπολιτών, στην υπηρεσία του αρχιεπισκοπικού συγκεντρωτισμού σε Ιεραρχία, κλήρο και μοναχούς. ΤΕΛΕΙΟΣ ΗΓΕΜΟΝΙΣΜΟΣ που θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες εντάσεις από τη βάση μέχρι την κορυφή  του σώματος των κληρικών.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ (συμφωνεί και ο Πρόεδρος του ΙΣΚΕ):
[Α] Σε επίπεδο κάθε Μητρόπολης (περί “Εκδίκων” κ.λπ.)
Το σχ.Ν. (ά. 72 §2, 5) να προβλέπει για μη ακραίες περιπτώσεις περιθώριο δύο εβδομάδων στο Μητροπολίτη, προς επιεικέστερη διοικητική ρύθμιση ενός προβλήματος, διότι έχει πληρέστερη εικόνα κι ευχέρεια διακριτικής αντιμετώπισης. Η επικοινωνία Πρωτέκδικου-Έκδικου για παραγγελία ανακρίσεων να διενεργείται μέσω τοπικού Μητροπολίτη και όχι διά της γραμματείας του επισκοπικού δικαστηρίου (διόρθωση ά. 73 §2).
[Β] Σε κεντρικό επίπεδο (περί 4μελούς Πρωτεκδικείας κ.λπ.)
Να συσταθεί όχι μονομελής, αλλά 4μελής Πρωτεκδικεία (ανά δύο Μητροπολίτες από Β. και Ν. Ελλάδα), για να μην είναι ευχείρωτοι.
Να επιλέγονται και διορίζονται με Πράξη της Ι.Σ.Ι. (που είναι η ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας) και όχι της μικρής και ελεγχόμενης Δ.Ι.Σ. (που έχει απλώς μια διοικητική και όχι ιερο-Κανονική νομιμότητα). Άλλες λεπτομέρειες βλ. στον εκτενή σχολιασμό του σχ.Ν.

* * *

άρθρο 77 § 1: ΕΙΔΙΚΕΣ ΥΠΕΡΕΞΟΥΣΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟ
Σ’ αυτόν κοινοποιεί κάθε Εισαγγελέας ανά την Ελλάδα την άσκηση ποινικής διαδικασίας εναντίον κάθε Αρχιερέα ή άλλου κληρικού άλλης Μητροπόλεως για αυτόφωρη σύλληψη και δημόσιο σκανδαλισμό. Και ο Αρχιεπίσκοπος κρίνει, αν και πώς θα προωθήσει την καταγγελία.
ΣΧΟΛΙΟ: Καταργείται η Κανονική ισοτιμία Αρχιεπισκόπου-Μητροπολιτών. Ως αντι-Κανονική είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ και ενδέχεται να αποτελέσει λόγο προσφυγής στο ΣτΕ. ΟΛΟΚΑΘΑΡΗ η μεροληπτική πρόβλεψη του Αρχιεπισκόπου (Προέδρου της Επιτροπής του σχ.Ν.) για συγκέντρωση… νόμιμης υπερεξουσίας στο πρόσωπό του, υπέρτερης από όση του αναγνωρίζει ο Κ.Χ.!

ΑΝΤΙΠΡΟΤΑΣΗ:
Ο αρμόδιος Εισαγγελέας να μην ενημερώνει αποκλειστικά τον Αρχιεπίσκοπο, αλλά είτε την Πρωτεκδικεία των 4 Μητροπολιτών (για Ιεράρχη) είτε την αντίστοιχη Μητρόπολη-αρμοδιότητα Εκδίκου (για κληρικό κατώτερου βαθμού ή μοναχό). Εκείνοι αντίστοιχα θα κινούν τις προβλεπόμενες διαδικασίες του υπόλοιπου άρθρου.

* * *

άρθρο 78: ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΕΚΜ. ΑΘΩΟΤΗΤΟΣ και ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ
Προβλέπονται προσωρινά μέτρα αργίας ή διαθεσιμότητας κατά παντός κληρικού, πριν ολοκληρωθεί η εκκλησιαστική ή και η ποινική διαδικασία! Ειδικά με την  § 3 χωρίς να ορίζει σοβαρά αδικήματα εντελώς αόριστα παρέχει στη Δ.Ι.Σ. (βασικά στον Αρχιεπίσκοπο) την τεράστια μονοκρατορική δύναμη να καταδικάσει σε σταδιακή εξόντωση ένα ΜΗ ανακριθέντα και ΜΗ κριθέντα Ιεράρχη. ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ διαδικασίες ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ και ΗΘΙΚΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΕΝ ΨΥΧΡΩ. ΚΑΤΑΡΓΕΙ το Κανονικό Δίκαιο, τους Πατριαρχικούς Όρους αυτοκεφαλίας κ.λπ.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:
Να καταργηθεί η § 3 του ά. 78, απαράδεκτη για το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο (προστατευόμενο από το Σύνταγμα). Αρκούν πλήρως οι προβλέψεις των §§ 1-2 του ίδιου άρθρου για βαριά αδικήματα. Εάν δεν καταργηθεί, τουλάχιστον να καταλυθεί η πονηρότατη πρόθεση του συντάκτη για ύπουλη βεβιασμένη εκπαραθύρωση Μητροπολιτών που δεν θα υπόκεινται σε Κανονική πρόβλεψη, αλλά θα μένουν έκθετοι σε άθλιες εξοντωτικές σκοπιμότητες, ενδοεκκλησιαστικές ή εξωεκκλησιαστικές.
Να προσδιοριστεί ρητά, περιοριστικά το συμφέρον της Εκκλησίας που θα συνεπάγεται τέτοια μεθόδευση [διακηρυγμένη αίρεση/  σύλληψη επ’ αυτοφώρω σε πράξη επαγόμενη καθαίρεση/  τεκμηριωμένη προδικαστικά καταγγελία βαρυτάτων κακουργηματικών πράξεων υπονομεύσεως της Εκκλησίας].
Η απόφαση για προσωρινή διαθεσιμότητα να ΜΗ λαμβάνεται από την Δ.Ι.Σ., αλλά από την Ι.Σ.Ι. με τα 3/4 των ψήφων της. Η μεθοδευμένη αυτή απόπειρα αντι-Κανονικής έπτωσης Μητροπολίτη να μην αποτελεί εργαλείο του Αρχιεπισκόπου σε ευνοϊκές συνθέσεις της 13μελούς Δ.Ι.Σ., αλλά δοκιμασία τεράστιας ευθύνης για όλη την Ι.Σ.Ι.

* * *

ΣΚΟΠΙΜΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ του σχ.Ν.: ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗ περί ΚΑΝΟΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΕΩΣ του κάθε ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ και των ΣΥΝΟΔΙΚΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΩΝ

Ο Αρχιεπίσκοπος-Πρόεδρος της Επιτροπής δεν είχε τη στοιχειώδη εντιμότητα να περιλάβει στα 144 άρθρα έστω δυο σειρές ρητής πρόβλεψης για τον έλεγχο τεκμηριωμένης εκτροπής του Αρχιεπισκόπου. Ισχυρίστηκε πως δήθεν ισχύει ό,τι και για τους λοιπούς Μητροπολίτες. Τότε πώς δεν ισχύει για την εκλογή του η ίδια διαδικασία με τους Μητροπολίτες, αλλά ειδικές προβλέψεις; Χωρίς ρητή πρόβλεψη, ποιος θα ασκήσει ενδεχόμενη Κανονική δίωξη κατά Αρχιεπισκόπου; Ο ένας (κατά το σχ.Ν.) “Πρωτέκδικος”-όργανο του κάθε Αρχιεπισκόπου;   Η ευχείρωτη ολιγομελής Δ.Ι.Σ.; η οποία δεν αποτόλμησε να εγκαλέσει τον Αρχιεπίσκοπο για την Κανονική απραξία και αδιαφορία του απέναντι σε τόσα δημόσια σκάνδαλα τελεσθέντα στη δικαιδοσία της Αρχιεπισκοπής;    Η Ιεραρχία; για την οποία δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη ελέγχου, παρά μόνο η αόριστη παρ. ιβ του άρθρου 4 του Κ.Χ. περί Κανονικών αρμοδιοτήτων; Και μόνο μ’ αυτήν την αντίρρηση, της ανυπαρξίας νομοθετικής πρόβλεψης Κανονικού ελέγχου, θα μπορούσε να προσβληθεί ως ακυρωτέα κάθε Κανονική διαδικασία δίωξης εναντίον (κάθε) Αρχιεπισκόπου.

ΣΧΟΛΙΟ: Ο παλιός Ν. του 1932, ακόμη και σχ.Ν. του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου επί 7ετίας προέβλεπαν Κανονική δίωξη για τους Συνοδικούς και για τον Αρχιεπίσκοπο (σχ.Ν. Ιερωνύμου). Τα γνώριζε αυτά ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος, ως γραμματέας και αρχιγραμματέας επί Ιερωνύμου, αλλά σκόπιμα δεν περιέλαβε καμιά πρόβλεψη για το δικό του Κανονικό και Καταστατικό έλεγχο. Έτσι εξηγείται και η εμμονή του για αυτοπρόσωπη συμμετοχή στην Επιτροπή, ώστε να προεδρεύσει και να κατευθύνει αφενός τις προβλέψεις που ευνοούν το συγκεντρωτισμό του, και αφετέρου τις παραλείψεις που αφήνουν άθικτη τη συστηματική αντιθεσμική “εκκλησιαστική” πολιτική του.
 
 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

Μετά από τεκμηριωμένη καταγγελία με μαρτυρίες δύο τουλάχιστον μαρτύρων ή αποδεικτικό υλικό ή από τις δημόσιες δικαστικές και εισαγγελικές Αρχές για τον Αρχιεπίσκοπο, που υποβάλλεται αρμοδίως στην “Πρωτεκδικεία”, κινείται η διαδικασία των άρθρων 74, 75, 76 του νέου σχ.Ν., περί γραπτών εξηγήσεων εντός 15μέρου, αρχειοθετήσεως ή προκαταρκτικής εξετάσεως, Κανονικής διώξεως με ανακρίσεις και παραπομπή σε Α/θμιο και Β/θμιο για τον Αρχιεπίσκοπο Δικαστήριο.

Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ δύναται να αφορά α) σε Κανονικώς προβλέψιμες σοβαρές υποτροπές· β) σε συστηματική καταφρόνηση και υπονόμευση των προβλέψεων του Πατριαρχικού & Συνοδικού Τόμου περί Αυτοκεφαλίας και της Πατριαρχικής & Συνοδικής Πράξεως περί επιτροπείας των εν Ελλάδι Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου· γ) σε καταπάτηση των οροθετημέτων αρμοδιοτήτων και υποχρεώσεών του σε σχέση με την Ιεραρχία ως Ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως τις ορίζει σαφώς ο Καταστατικός Χάρτης. [Π.χ. διακηρυγμένη αίρεση, καταπροδοσία των δικαίων της Εκκλησίας, συστηματικό σφετερισμό των αρμοδιοτήτων και δικαίων της Ιεραρχίας, συστηματική άρνηση ή καταφρόνηση της υποχρεώσεώς του να απολογείται στην Ι.Σ.Ι. για τα πεπραγμένα κάθε συνοδικής περιόδου, κατάχρηση προεδρικής εξουσίας με περιφρόνηση αποφάσεων της Ι.Σ.Ι. ή άσκηση προσωπικής πολιτικής άνευ αποφάσεων της Ι.Σ.Ι., βαρύτατη κακουργηματική πράξη ποινικά κολάσιμη (Κανονικώς επαγόμενη αργία ή έκπτωση ή καθαίρεση)].

Το 17μελές Α/θμιο για τον Αρχιεπίσκοπο Δικαστήριο αποτελείται από την τρέχουσα Συνοδική σύνθεση (12 Μητροπολίτες) και τον Αντιπρόεδρο της παρελθούσης περιόδου (ή τον επόμενο ή μεθεπόμενο κ.ο.κ. σε περίπτωση κωλύματος) και ανά 2+2 Αρχιερείς από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία και τις Νέες Χώρες. Προΐσταται ο έχων τα πρεσβεία. Εξαιρουμένων των μελών του Α/θμίου, το 19μελές Β/θμιο συγκροτείται από τον Αντιπρόεδρο της Ι.Σ.Ι. (ή τον επόμενο κατά τα πρεσβεία Αρχιερωσύνης ή τον μεθεπόμενο κ.ο.κ. σε περίπτωση κωλύματος), από τα Μέλη της επόμενης Συνοδικής συνθέσεως (12) , και ανά 3+3 Αρχιερείς αντιστοίχως, με προεδρία του φέροντος τα πρεσβεία. Αποκλείονται οι Πρωτέκδικοι.
Ισχύουν τα προβλεπόμενα από το νέο σχ.Ν. περί εφέσεως και αναιρέσεως και εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών του εκκλήτου, κάθε τελεσίδικη απόφαση γνωστοποιείται στην Ιεραρχία. Αναλόγως είτε αρχειοθετείται η υπόθεση είτε κινούνται οι διαδικασίες για την πλήρωση του Αρχιεπισκ. θρόνου.
Στο ενδιάμεσο διάστημα η Δ.Ι.Σ. προεδρεύεται από τον Αντιπρόεδρό της.

Ισχύει η αρχή της ταυτοπάθειας. Κάθε αποδεδειγμένη συγκάλυψη συνεπάγεται κυρώσεις.
Για ανάλογη κατάχρηση Συνοδικής εξουσίας, για υπέρβαση αρμοδιότητος ή περιφρόνηση της βουλήσεως της Ι.Σ.Ι., δύναται να καταγγελθεί και η Δ.Ι.Σ. εν μέρει ή εν συνόλω, με ανάλογη τεκμηρίωση κατηγοριών. Η σύνθεση του 17μελούς Α/θμίου και του 19μελούς Β/θμίου Δικαστηρίου για όλη την Σύνοδο απαρτίζεται από τις συνθέσεις των αμέσως επομένων συνοδικών περιόδων. Εάν πρόκειται για ένα (1) ή περισσότερα Συνοδικά Μέλη, αντικαθίστανται αναλόγως.
 



 
 

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΟΣ
 
 

Διατάξεις διεμβολισμού του εκκλησ. πολιτεύματος
και σκόπιμες παραλείψεις στο σχ.Ν. "Περί εκκλησ. δικαιοσύνης"
στην υπηρεσία της εξωθεσμικής απολυταρχικής πολιτικής του Αρχιεπισκόπου
 

Προς τον Εξοχότατο Υπουργό Δικαιοσύνης κ. Αναστάσιο Παπαληγούρα
και τα εντιμότατα Μέλη της Βουλής των Ελλήνων






Ο Αρχιεπίσκοπος επιδιώκει να παραμερίσει τις ασφαλιστικές δικλείδες του Καταστατικού Χάρτη και να κατακτήσει μια ανεξέλεγκτη νομική κάλυψη  από την (παρά του ιδίου) σκόπιμα ανενημέρωτη ή ελλιπώς πληροφορημένη Πολιτεία: από την Κυβέρνηση που θα ήθελε να προωθήσει και τη Βουλή που θα ψήφιζε το νέο σχ. Νόμου χωρίς βασικές διορθωτικές επεμβάσεις.

Έχει σταθερό στόχο
• να μετατρέψει την Ελλάδα σε απέραντο δικανικό Ιεροδικείο
• να συγκεντρώσει (άμεσα ή έμμεσα) κάθε ελεγκτική εξουσία
• να μείνει ο μόνος ανέγγιχτος, χωρίς καμιά λογοδοσία
• να καθιερώσει μονοκρατορία σε Κλήρο-λαό-Ιεραρχία-Εκκλησία
• να γίνει ενδοελλαδικά «Πάπας πάσης Ελλάδος»
• να οικειωθεί τελικά τεράστια πολιτική-κοινωνική εξουσία

– καταργώντας πλαγίως με το νέο σχ.Ν. κάθε περιορισμό του Καταστατικού Χάρτη (Κ.Χ.) και των ι. Κανόνων απέναντι στην εξουσιομανία του
– δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στην εφαρμογή των Καταστατικών Νόμων, των Κανόνων, των συστατικών για μας Πατριαρχικών Όρων και τελικά του ίδιου του Συντάγματος

* * *

ΚΑΤΑΡΧΗΝ, για άλλη μια φορά σε καίριο ζήτημα που αφορά σε καταστατική μετατροπή όρων και για τις Μητροπόλεις των λεγομένων “Νέων Χωρών” (π.χ. αντιΚανονική πρόβλεψη περί διαθεσιμότητος), αγνόησε τελείως το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν του υπέβαλε το σχ.Ν. πριν το προωθήσει στην Πολιτεία, ώστε το Πατριαρχείο να κρίνει —όπως και δικαιούται— τα περί συμβατότητάς του προς τους όρους της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως του 1928. ΗΔΗ το Οικουμενικό Πατριαρχείο έλαβε αφ΄ εαυτού την πρωτοβουλία να ζητήσει το σχ.Ν., για να λάβει γνώση του και να το κρίνει.

ΑΛΛΗ μια βοώσα απόδειξη ΑντιΚαταστατικής, ΑντιΕκκλησιολογικής, ΑντιΣυνταγματικής, Αντιδεοντολογικής συγκεντρωτικής πολιτικής του Αρχιεπισκόπου, που υπονομεύει τελικά την εκκλησιαστική ειρήνη και όχι μόνο.

* * *

Το σχ.Ν. έχει 144 άρθρα με διατυπώσεις και υποδιατυπώσεις. Όμως, τα προβλήματα εστιάζονται σε πέντε πολύ βασικά σημεία.

Γι΄ αυτά ΔΕΝ ρώτησε τον ΙΣΚΕ. ΔΕΝ υπολόγισε το υπόμνημα του ομότ. καθηγητή Κανονικού Δικαίου κ. Παν. Μπούμη. Σαν να είναι απόλυτος ΜΟΝΑΡΧΗΣ, θα παρουσιάσει προς την Κυβέρνηση και τη Βουλή παραπειστικά πως δήθεν η Ιεραρχία είναι σύμφωνη με τη λογική, τη δομή, τις διατάξεις, τις προβλέψεις του σχ.Ν. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΛΗΘΕΣ.

Η Ιεραρχία (που είναι Κανονικά και Καταστατικά, εκκλησιολογικά και Συνταγματικά η Ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος) δεν εκλήθη να δομήσει το νέο νομικό-δικαιϊκό οικοδόμημα. Εκλήθη απλώς να περιεργαστεί τη δομή του.

Σημαίνοντες θεολογικά Ιεράρχες (π.χ. ο Φιλίππων, ο Ιωαννίνων, ο Θηβών, ο Ναυπάκτου και άλλοι) διατύπωσαν αντιρρήσεις για τη λογική του νέου πλαισίου απονομής της δικαιοσύνης, χωρίς να γίνει σεβαστή η μετά λόγου γνώσεως ένστασή τους. Ο Αρχιεπίσκοπος επέμενε να περάσει κατ΄ αρχάς ως σύνολο το σχ.Ν. Τελικά στην κατ΄ άρθρο συζήτηση έγιναν αρκετές διορθώσεις, χωρίς όμως να θίγουν την βασική συγκεντρωτική-αυταρχική στοχοθεσία του Αρχιεπισκόπου.

* * *

ΑΛΛΟ ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΑΥΤΑΡΧΙΚΗΣ ΕΜΜΟΝΗΣ:

ΠΡΟΤΕΙΝΑΜΕ στην Ιεραρχία με εύλογη επιχειρηματολογία να καθιερωθεί “Πρωτεκδικεία” 4μελής, διότι οι “εισαγγελικές” ενέργειες-διεργασίες των τεσσάρων θα είναι ΑΝΕΠΗΡΕΑΣΤΕΣ και αντικειμενικότερες, ενώ ο ένας Πρωτέκδικος του νέου σχ.Ν. θα αποτελεί εκ του αφανούς ή εμφανούς όργανο αρχιεπισκοπικό. Ο Αρχιεπίσκοπος επέμενε ανυποχώρητα στον ένα Πρωτέκδικο και η μόνη του υποχώρηση ήταν στην ψηφοφορία περί εκλογής του από τη Δ.Ι.Σ. ή από την Ι.Σ.Ι. Ενήργησε όμως με δικολαβίστικη μαεστρία. Ζήτησε ψηφοφορία όχι το πρωί της Πέμπτης (που ήταν παρούσα όλη η Ιεραρχία), αλλά το απόγευμα της Πέμπτης, όταν έλειπαν αρκετοί Μητροπολίτες. Όχι με ονομαστική ψηφοφορία (ώστε να τοποθετηθεί ο κάθε Μητροπολίτης υπεύθυνα και υπόλογα ενώπιον της Εκκλησίας), αλλά με ανάταση χειρός! Στην αρχή μετρήθηκαν 26 ανατάσεις χειρός υπέρ της γνώμης του, και υποστήριξε πως εγκρίθηκε η γνώμη του! Υπήρξε διαμαρτυρία και αναγκάστηκε να ζητήσει επανάληψη, στην οποία εξασφάλισε 32 ανατάσεις χεριών για “εκλογή” του ενός τελικά Πρωτεκδίκου (γενικού Εισαγγελέα) όχι από την Ιεραρχία, αλλά από τη Δ.Ι.Σ.. Αλλά και πάλι οι 32 ψήφοι είναι μειοψηφία στο συνολικό αριθμό 78 Ιεραρχών της Ι.Σ.Ι.

ΓΙΑΤΙ τόση επιμονή στον ένα Πρωτέκδικο και στη δήθεν εκλογή από την ολιγομελέστατη Δ.Ι.Σ.; ΔΙΟΤΙ την Δ.Ι.Σ. την έχει ευχείρωτη, εκτός κι αν βρίσκονται ένας ή περισσότεροι ανυποχώρητοι. Ακόμη κι αν υπάρχει σύνθεση Συνοδική μη ευνοϊκή, επιλέγει την επόμενη κατάλληλη σύνθεση, για να περάσει τις αποφάσεις που θέλει. Κατά κανόνα η ολιγομελής Δ.Ι.Σ. από συλλογική διοίκηση μετατρέπεται σε όργανο του ενός εξουσιαστή, του Αρχιεπισκόπου. Άλλωστε η Δ.Ι.Σ. αντί να είναι διαρκές διοικητικό όργανο, συνεδριάζει μόνο 3-4 μέρες κάθε μήνα, και τον υπόλοιπο χρόνο ο Αρχιεπίσκοπος ενεργεί αυτοβούλως, σαν Αυτοσύνοδος, η δε Δ.Ι.Σ. εκ των υστέρων τον επόμενο μήνα “εγκρίνει” εν λευκώ τυπικά όλες τις ενέργειές του, θέλοντας και μη! Τέλειος ευτελισμός του Συνοδικού πολιτεύματος, με παραπλάνηση μάλιστα της Πολιτείας και του λαού, που νομίζουν ότι όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται Συνοδικά. [Η νομολογία του ΣτΕ (αποφάσεις 960 καί 961/1978) καταρρίπτει την αντιΚαταστατική, παράνομη και τελικά αντισυνταγματική αυτή πρακτική, να ενεργεί ο Αρχιεπίσκοπος “συνοδική εξουσιοδοτήσει”, διότι μια τέτοια πρακτική αντίκειται στον ίδιο το θεσμό της Δ.Ι.Σ. ως διαρκούς οργάνου].

Η θεσμοθέτηση αυτού του σχ.Ν. χωρίς αλλαγές σίγουρα θα προκαλέσει σταδιακά βαθειά αναστάτωση και αντίδραση όλου του Κλήρου πανελληνίως, με τη δικομανία που διέπει όλη τη λογική του σχ.Ν., σε προφανέστατη αντίθεση προς τον ποιμαντικό-θεραπευτικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής πρακτικής ή τουλάχιστον με τον πειθαρχικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης κατά τη νομολογία του ΣτΕ.

Η “καινοτομία” του σχ.Ν. έγκειται στο ότι καθιερώνει ένα τοπικό εισαγγελέα-Έκδικο με τον αναπληρωτή σε κάθε Μητρόπολη και ένα γενικό Εισαγγελέα-Πρωτέκδικο με τον αναπληρωτή του σε κεντρικό πανελλαδικό επίπεδο. Οι όροι αυτοί είναι ΤΕΧΝΗΤΟΙ και σημαίνουν εντελώς διαφορετικούς ρόλους, όπως έχουν αναλύσει δημόσια ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ο Πρόεδρος του ΙΣΚΕ π. Ευστ. Κολλάς και ο Καθηγ. Καν. Δικαίου κ. Μπούμης.

Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου με δημοσίευμα στο “ΒΗΜΑ” στις 12/11/2006 αναλύει: α) τη σημασία των εκκλησιαστικών “δικαστηρίων” που δεν πρέπει να θεωρούνται ούτε και να λειτουργούν βεβαίως ως δικαστήρια [η νομολογία του ΣτΕ τα θεωρεί πειθαρχικά-διοικητικά συμβούλια, όπου βεβαίως δεν έχουν θέση εισαγγελικά όργανα (η συγκεκριμένη δήθεν ανανεωτική πρόβλεψη ενδέχεται να προσβληθεί στο ΣτΕ)]· β) είναι όργανα θεραπείας κανονικών παραπτωμάτων-αρρωστημάτων με την αργία-ακοινωνησία-καθαίρεση προς θεραπεία των υποπιπτόντων και διάσωση των υγιών μελών· γ) η έννοια απονομής δικαιοσύνης με τη λογική του συγκεκριμένου σχ.Ν. συνδέεται άμεσα με μιαν αντορθόδοξη θεολογία περί του Θεού-φεουδάρχη, μεσαιωνικής δυτικής προέλευσης, που προσβάλλει κατάφωρα το θεσμό της Ορθοδοξίας και την Κανονική της θεσμοθεσία, την προστατευόμενη από το Σύνταγμα.

* * *

• ΟΛΑ ΑΥΤΑ δεν γνωρίζω αν θα ληφθούν υπόψη από την Πολιτική ηγεσία του Υπουργείου, ώστε να αναπεμφθεί όλο το σχ.Ν. και πάλι στην Ιεραρχία, για να το μελετήσει από μηδενική βάση σε ευρείες Συνοδικές Επιτροπές διεξοδικά.

• ΕΑΝ δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε τουλάχιστον να ληφθούν υπόψη οι αντιρρήσεις-προτάσεις του ΙΣΚΕ και επιπλέον να περιοριστούν οπωσδήποτε οι ΑΣΥΔΟΣΙΕΣ και Ο ΑΚΡΑΤΟΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ που επιχειρεί με πλάγιο τρόπο, σε πείσμα του Συντάγματος, των Κανόνων και της εκκλησιολογίας, να κατακτήσει ο Αρχιεπίσκοπος. Αλίμονο, αν σε περίοδο ευνομίας και δημοκρατίας ευνοηθεί από την Πολιτεία νομοθετικά η μεθοδική ανέλιξη ενός ΔΙΚΤΑΤΟΡΑ και μάλιστα στον Ιερό χώρο της Εκκλησίας. Στο μέλλον, θα αποτελεί μόνιμη απειλή για την ίδια την πολιτειακή και κοινωνική γαλήνη.

* * *

ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ σκόπιμες ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ και σκόπιμες ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΙΣ του σχ.Ν.

1ο ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΡΘΡΟ 3: Προβλέπει τη σύνθεση κάθε τοπικού εκκλησιαστικού δικαστηρίου από το μητροπολίτη (ή τον εντολοδόχο αναπληρωτή του) και δύο κληρικούς (ιερείς ή διακόνους) εκλεγμένους άμεσα από τον τοπικό Κλήρο. Μοιάζει δημοκρατικό (διότι τάχα εκλέγονται άμεσα από τους κληρικούς οι μελλοντικοί δικαστές τους), αλλά ούτε τα δίκαια των κληρικών διασφαλίζει καλύτερα, ούτε είναι σύμφωνο με τους Κανόνες (άρα αντιΣυνταγματικό).

ΔΙΑΦΩΝΗΣΑΝ δημόσια με το άρθρο αυτό τόσο ο πρόεδρος των Κληρικών Ελλάδος π. Ευστάθιος Κολλάς όσο και ο ομ. Καθηγητής Καν. Δικαίου Παν. Μπούμης. Σε αντίθεση με τους ι. Κανόνες ισόβαθμοι (πρεσβύτεροι) ή και κατώτερου βαθμού κληρικοί (διάκονοι) πώς θα κρίνουν συγκληρικούς; Εκκλησιολογικά, πώς θα έχουν ισόκυρη ψήφο με τον τοπικό επίσκοπο; Με την κοινή λογική, αν το δικαστήριο συγκροτείται από τον επίσκοπο με δύο εφημερίους, είναι δυνατόν να μην επηρεάσει την ψήφο τους; (το τονίζουν αυτό αμφότεροι οι παραπάνω). Θα προκαλούν την κατακραυγή των συνεφημερίων τους, με συμμετοχή ψήφου σε καταδικαστικές αποφάσεις. ΜΕ ΑΛΛΑ ΛΟΓΙΑ, το συγκεκριμένο άρθρο σε τίποτε δεν βελτιώνει ουσιαστικά τον παλιό Ν. 1932 ως προς την πρόβλεψη απονομής σωστής δικαιοσύνης για Ιερείς-Διακόνους-Μοναχούς.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ (ΙΣΚΕ, Καθ. Κανονικού Δικαίου και εμείς):
• Τα τοπικά εκκλ. δικαστήρια ως “επισκοπικά” να είναι όνομα και πράγμα επισκοπικά (κανόνες  ιδ΄ Σαρδικής, ια΄ Καρθαγένης), δηλ. συνεπισκοπικά από τον τοπικό μητροπολίτη και δύο ομόρους ή (σε περίπτωση κωλύματος) πλησιόχωρους μητροπολίτες διορισμένους για κάθε υπόθεση επισκοπικού δικαστηρίου από τη Δ.Ι.Σ..
• Οι εκλεγμένοι δύο κληρικοί να παρίστανται συμβουλευτικά.
• Η 3μελής συγκρότηση αποτρέπει κάθε πιθανή αυθαιρεσία του ενός, και η συμβουλευτική παρουσία των δύο κληρικών επίσης συνεργεί προς αυτήν την κατεύθυνση.

* * *

2ο ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣ. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ (“ΕΚΔΙΚΩΝ”—“ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΩΝ”)

ΑΡΘΡΑ 71, 72 κ.εξ.: Προανακρίσεις, ανακρίσεις, παραπομπή σε δίκη παύει να παραγγέλλει ο κάθε τοπικός Μητροπολίτης. Ανά τριετία προτείνει στη Δ.Ι.Σ. δύο κληρικούς προσοντούχους που (δι)ορίζονται ως εισαγγελέας-Έκδικος και αναπληρωτής Έκδικος. Οποιαδήποτε μήνυση υποβάλλεται τυπικά στο γραμματέα του επισκοπικού δικαστηρίου, και αυτός ανυπερθέτως την προωθεί όχι στο Μητροπολίτη, αλλά στον Έκδικο για να την εκτιμήσει (προανάκριση, αρχειοθέτηση ή εντολή ανάκρισης, παραπομπή στο επισκοπικό δικαστήριο). Για κάθε αρχειοθέτηση ο τοπικός Έκδικος ενημερώνει υποχρεωτικά τον κεντρικό “Εισαγγελέα”-Πρωτέκδικο-Μητροπολίτη, τον ορισμένο (τυπικά) από τη Δ.Ι.Σ. και (ουσιαστικά) από τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Πρωτέκδικος μπορεί να παραγγείλει στους Εκδίκους την άσκηση δίωξης κατά κληρικού ή μοναχού, και αν αυτοί καθυστερήσουν 5 μέρες, ο ίδιος ο Πρωτέκδικος ορίζει ανακριτή (παρεμβαίνοντας και στη μία και στην άλλη περίπτωση στα όρια δικαιοδοσίας μιας τοπικής Μητρόπολης, εκκλησιαστικά αυτοτελούς). Οι Έκδικοι λογοδοτούν ενώπιον του Πρωτέκδικου και μπορούν να αντικατασταθούν για πλημμελή άσκηση καθηκόντων [που δεν προσδιορίζεται] με αίτηση του Πρωτέκδικου Μητροπολίτη επηρεαζόμενου από τον Αρχιεπίσκοπο.

ΒΑΣΙΜΕΣ ΑΝΤΙΡΡΗΣΕΙΣ

[Α] κεντρικό φακέλλωμα, έμμεση παρεμβατικότητα Αρχιεπισκόπου, νομιμοποίηση κατατρομοκράτησης κληρικών, αναστάτωση, υφέρπουσα δυσαρέσκεια-αντίδραση όλου του Κλήρου.

• ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ οι διαδικασίες (υποχρεωτική ενημέρωση για αρχειοθέτηση, παραγγελία ανάκρισης, αυτόματη παρέμβαση σε περίπτωση 5μερης καθυστέρησης, λογοδοσία, αντικατάσταση) αποτελούν μία σημαντική πρόβλεψη έμμεσης παρεμβατικότητας του Αρχιεπισκόπου σε Μητροπόλεις—Μητροπολίτες που αντιπαθεί, όποτε δοθεί αντικειμενικά ή μεθοδευθεί σκόπιμα κάποια αφορμή. Με τον Πρωτέκδικο μπορεί να μεθοδεύει παραγγελίες ανακρίσεων επί ανακρίσεων στους τοπικούς Εκδίκους για κληρικούς
διαφόρων Μητροπόλεων, καθιερώνοντας πρακτικές απολυταρχικής κατατρομοκράτησης.

• Μέσω Πρωτέκδικου δύναται να ελέγχει την εξέλιξη των υποθέσεων και να προκαλεί αντικατάσταση των τοπικών Εκδίκων δήθεν για πλημμελή ενάσκηση καθηκόντων και αναστάτωση στις αντίστοιχες Μητροπόλεις δήθεν για ολιγωρία ή καθυστέρηση κ.λπ.

• Από τον Πρωτέκδικο θα ενημερώνεται, όποτε θέλει, για την αρχειοθέτηση υποθέσεων σε διάφορες μητροπόλεις της Ελλάδος, διατηρώντας το αμφίδρομο προνόμιο κάθε περαιτέρω εξέλιξης [είτε ανακίνησης, προς ηθική πίεση του Μητροπολίτη για τον πιθανό σάλο, είτε συγκατάθεσης με αμοιβή τη συστράτευσή του στις ενδοσυνοδικές ισορροπίες: καθαρά παιχνίδια κοσμικών διεργασιών συγκεντρωτισμού].

• Επίσης, θα μπορεί να καλύπτει ασφαλώς τα δικά του νώτα, το δυναμικό της Αρχιεπισκοπής κατά το δοκούν μέσα από τον τοπικό Έκδικο-κληρικό του και τον Πρωτέκδικο-Μητροπολίτη, αφού όλα τα όργανα θα είναι ελεγχόμενα από τον ίδιο.

• ΤΟ ΝΕΟ σχ.Ν. ΔΕΝ προστατεύει τους προσοντούχους Κληρικούς από αυθαιρεσίες φίμωσης. Όταν κάποιος μορφωμένος, επιφανής και με παρρησία γνώμης Κληρικός καταθέσει δημοσίως άποψη αντιτιθέμενη στους στόχους του Αρχιεπισκόπου ή και άλλου Μητροπολίτη, ασκώντας κριτική στις τακτικές του, με το νέο σχ.Ν. δυστυχώς δεν θα μπορεί να τον προστατεύσει ο οικείος Μητροπολίτης, διότι μέσω Πρωτέκδικου-κεντρικού εισαγγελέα-μητροπολίτη ο Αρχιεπίσκοπος θα παραγγέλλει ανακρίσεις στον τοπικό έκδικο. Και αν αυτός κρίνει αντικειμενικά με επιείκεια το ζήτημα του Κληρικού, τότε θα μπορεί ο κεντρικός εισαγγελέας-Πρωτέκδικος-όργανο του Αρχιεπισκόπου να προκαλέσει αντικατάσταση του εκδίκου κ.ο.κ., φιμώνοντας κάθε υπεύθυνη αντίρρηση και προκαλώντας αναστάτωση στην τοπική Μητρόπολη, με πιθανές αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις Εκδίκων [ιδίως στις μικρές Μητροπόλεις, που θα πρέπει να επιστρατεύουν κληρικούς γειτονικών Μητροπόλεων! φαύλος κύκλος!]

• ΑΝΤΙ να προστατεύονται τα δικαιώματα των κληρικών-μοναχών από αναχρονιστικές αυθαιρεσίες, δυστυχώς με τις προβλέψεις των ά. 71-72 καθιερώνεται νόμιμα η φίμωση κάθε αντιρρήσεως και ο απολυταρχικός—ηγεμονικός κεντρικός έλεγχος των πάντων, δηλ. η νόμιμη ΑΣΥΔΟΣΙΑ ουσιαστικά του Αρχιεπισκόπου.
 

[Β] Ο ΕΝΑΣ διορισμένος από τη μικρή Σύνοδο ΠΡΩΤΕΚΔΙΚΟΣ=επιλεγμένο αρχιεπισκοπικό όργανο φίμωσης των Μητροπολιτών, στην υπηρεσία του αρχιεπισκοπικού συγκεντρωτισμού σε Ιεραρχία, κλήρο, μοναχούς.

• Το σχ.Ν. προβλέπει ένα κεντρικό “Εισαγγελέα”-Πρωτέκδικο (διαφωνούμε αιτιολογημένα και προτείνουμε τέσσερις]. Επίσης το σχ.Ν. ορίζει ότι «επιλέγεται και διορίζεται από την Δ.Ι.Σ.» (ά. 71, 2). Ομως, η δήθεν “διαρκής” και με παράβαση του Κ.Χ. “άκρως διαλειμματική”, ολιγομελής, ευχείρωτη Δ.Ι.Σ. δεν είναι το Κανονικό αποφασιστικό Σώμα στην Εκκλησία. Δεν υπάρχει αντιστοιχία Ι.Σ.Ι.—Βουλής, Δ.Ι.Σ.—Κυβερνήσεως, Αρχιεπισκόπου—Πρωθυπουργού, όπως ίσως προβάλλεται για λόγους προφανούς σκοπιμότητος. ΚΑΝΟΝΙΚΟ αποφασιστικό Σώμα είναι μόνον η Ι.Σ.Ι. για την εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας.  Η Ι.Σ.Ι. λοιπόν πρέπει να επιλέγει και να ορίζει με σταυροδοσία τα συγκεκριμένα όργανα.

• Ο Αρχιεπίσκοπος επιμένει να είναι ένας ο Πρωτέκδικος (και ο Αναπληρωτής του) και να τον επιλέγει-διορίζει η Δ.Ι.Σ., για να ελέγχει απόλυτα το μηχανισμό και το πρόσωπο της επιλογής. Σκοπός του, μέσω του ενός Πρωτέκδικου του επιλεγμένου από τον ίδιο, αφενός να ελέγχει απρόβλεπτες εξελίξεις καί αφετέρου να πιέζει με τον Πρωτέκδικο διαφωνούντες Μητροπολίτες, που θα έχουν την τόλμη να αντιστρατεύονται στα εκκλησιαστικώς αθέμιτα της πολιτικής του. Δεν αποκλείεται να μεθοδεύονται “καταγγελίες” κατά Ιεραρχών απειθάρχων, ώστε  να επικρέμεται η σπάθη ανακρίσεων και διασυρμού μέχρις αναγκαστικής φιμώσεως.

• Ο επαναδιορισμός του ενός Πρωτέκδικου (ά. 71 κ.εξ.), ουσιαστικά από τον Αρχιεπίσκοπο, θα του προσδίδει υπερβολική εξουσία, ώστε μεθοδικά να επιβάλλεται η αρχιεπισκοπική “γραμμή” στους Ιεράρχες. Διαχειρίζεται τεράστια εξουσία· διότι χωρίς να προσδιορίζονται αντικειμενικά κριτήρια ουδέ κατ΄ελάχιστον, o ένας Πρωτέκδικος δικαιούται κατά την κρίση του να ασκήσει ή όχι εκκλησιαστική δίωξη. Πάνω σ΄ αυτήν την ευχέρεια κινήσεων μπορεί να επενδύει ο Αρχιεπίσκοπος τη δική του πολιτική.

• Εκ του αντιθέτου «ο Πρωτέκδικος λογοδοτεί ενώπιον της Δ.Ι.Σ.» (ά. 71 §2), αλλά δεν οριοθετείται αντικειμενικά, ρητά και περιοριστικά «η πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων του». Επαφίεται ο προσδιορισμός αορίστως στη διαλειμματική Δ.Ι.Σ. [των 3-4 ημερησίων συνεδριών κάθε μήνα, εξαιρουμένων και των διακοπών!] και ουσιαστικά στον Αρχιεπίσκοπο [που ενεργεί επί 26 μέρες κάθε μήνα αυτοβούλως, και εκ των υστέρων εγκρίνονται όλες οι ενέργειές του!] Έτσι ο Αρχιεπίσκοπος—αυτοσύνοδος θα ασκεί όπως επιθυμεί και θα μεθοδεύει ελέγχους έμμεσους ή άμεσους στον ένα Πρωτέκδικο και δι’ αυτού σε Ιεράρχες, κληρικούς και μοναχούς όλης της Ελλάδος κ.λπ. ΤΕΛΕΙΟΣ ΗΓΕΜΟΝΙΣΜΟΣ που θα οδηγήσει σε απρόβλεπτες εντάσεις από τη βάση μέχρι την κορυφή του σώματος των κληρικών. Κι αν κάποιος Πρωτέκδικος δεν αποδειχθεί πειθήνιο όργανο, θα ελέγχεται και θα αντικαθίσταται πάλι με απόλυτη παρεμβατικότητα του Αρχιεπισκόπου, για να υπάρξουν κατά παραγγελίαν αποτελέσματα στην εντεταλμένη υπηρεσία. Γιατί, λοιπόν, το σχ.Ν. προβλέπει ότι η Δ.Ι.Σ. αντικαθιστά  τον ένα Πρωτέκδικο (όπως και τον διορίζει μόνη της); Διότι η Ιεραρχία των 78 Μητροπολιτών δεν ελέγχεται εύκολα, όπως ελέγχεται η 12μελής Δ.Ι.Σ. Για να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, πρέπει να προβλέπεται στο σχ.Ν. ώστε η Ι.Σ.Ι. (που ασκεί έλεγχο και εποπτεία στις πράξεις της Δ.Ι.Σ. με βάση τον Κ.Χ.) να ελέγχει και αυτήν την αντικατάσταση.

• Με βάση το ά. 72 §4, αν η Δ.Ι.Σ. παραγγείλει ανακρίσεις κατά Αρχιερέα, και ο Πρωτέκδικος δεν ενεργήσει εντός 5μέρου, τότε αναλαμβάνει η ίδια η Δ.Ι.Σ. να ορίσει ανακριτή κ.λπ.

ΚΑΙ ΕΡΩΤΩ:

— 1ον) η Δ.Ι.Σ. που συνέρχεται επί 4μερο κάθε μήνα, μέσα σε ποια χρονικά πλαίσια θα ελέγξει την 5μερη ολιγωρία του Πρωτέκδικου;

— 2ον) ΠΩΣ το διοικητικό όργανο-Δ.Ι.Σ. δικαιολογείται να ασκεί ρόλο Πρωτέκδικου, όταν το νέο σχ.Ν. επαγγέλλεται ανεξάρτητη εισαγγελική υπηρεσία; Μόνο σε επίπεδο Μητροπόλεων η διαφοροποίηση μεταξύ διοίκησης και εισαγγελίας καταργείται;

— 3ον) ΟΤΑΝ η ίδια Δ.Ι.Σ. ενδέχεται να συγκληθεί ως Α/θμιο Συνοδικό Δικαστήριο για την υπόθεση του εγκαλουμένου αυτού Αρχιερέα, πώς επιφυλάσσει δι΄εαυτήν το διπλό ρόλο εισαγγελίας και δικαστηρίου (τον οποίο θέλει να καταργήσει το νέο σχ.Ν.); ΕΔΩ δεν έχουμε σύγχυση ρόλων;

— 4ον) Διαπιστώθηκε πολυετής συγκάλυψη καταγγελιών με 7ετή αρχειοθέτηση από τον ανέλεγκτο Αρχιεπίσκοπο. ΠΩΣ τώρα, ως Πρόεδρος της Επιτροπής του νέου σχ.Ν., εμφανίζεται συμπιέζων τις χρονικές προθεσμίες σε 5μερο;

 • Τέλος, εάν κάποιος μελλοντικός Πρωτέκδικος είναι δικομανής, αντί νά θεραπεύονται οι μικρές Κανονικές πληγές είτε σε επίπεδο Ιεραρχών είτε σε επίπεδο Μητροπόλεων, δεν αποκλείεται να προκαλείται μεγαλύτερος σάλος, περισσότερος σκανδαλισμός και δυσίατες καταστάσεις.
 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

Α. Σε επίπεδο κάθε Μητρόπολης (περί εκδίκων κ.λπ.)

• Σε μη ακραίες ή βαρέως κολάσιμες περιπτώσεις να συμπληρωθεί το σχ.Ν. (ά. 72 §2, 5) και να προβλέπει περιοριστικά περιθώριο δύο εβδομάδων στον τοπικό μητροπολίτη, προς επιεικέστερη διοικητική ρύθμιση ενός προβλήματος [π.χ. δι΄ εσωτερικής μεταθέσεως ή παροχής απολυτηρίου για άλλη μητρόπολη]. Εάν δεν θεραπευθεί το πρόβλημα εντός 15μέρου, να επιλαμβάνεται ο Έκδικος της υποθέσεως με ορισμό ανακριτή για προανακρίσεις, ανακρίσεις κ.λπ. Το περιθώριο αυτό πρέπει να προβλεφθεί, για να αποκλείσουμε κάθε περίπτωση αφιλάνθρωπης δικομανίας οποιουδήποτε τυχόντος Εκδίκου είτε καθ΄εαυτόν είτε κατά παραγγελίαν από τό κέντρο. Ο τοπικός Μητροπολίτης έχει πληρέστερη εικόνα κι ευχέρεια διακριτικότερης αντιμετώπισης ενός ζητήματος. Αυτή η 15μερη προθεσμία δεν αποτελεί τεκμήριο αμέλειας του τοπικού Εκδίκου.
Σ΄ αυτά συμφωνεί ΑΠΟΛΥΤΑ και ο Πρόεδρος του ΙΣΚΕ.

• Η επικοινωνία Πρωτέκδικου-Έκδικου για κάθε παραγγελία ανακρίσεων να διενεργείται υπό την ανωτέρω πρόβλεψη πάντοτε μέσω τοπικού Μητροπολίτη, άμεσα, και όχι έμμεσα διά της γραμματειακής υπηρεσίας του επισκοπικού δικαστηρίου (διόρθωση στο ά. 73 §2).
 

Β. Σε κεντρικό επίπεδο (περί Πρωτεκδικείας κ.λπ.)

• Να μην υπάρχει ένας πρωτέκδικος, αλλά 4μελής Πρωτεκδικεία με Αρχιερείς ανά δύο από την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και τη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Β. και Ν. Ελλάδα), με αντίστοιχο αριθμό Αναπληρωτών.

• Να επιλέγονται και διορίζονται με Πράξη της Ι.Σ.Ι. (που είναι η ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας) και όχι της μικρής και ελεγχόμενης Δ.Ι.Σ. (που έχει απλώς μια διοικητική και όχι ιεροΚανονική νομιμότητα). Με την ακόλουθη διαδικασία: α) να δηλώνουν οι ίδιοι και να καταγράφονται εκ των προτέρων όσοι για λόγους ασθενείας ή προχωρημένης ηλικίας αδυνατούν να ανταποκριθούν στο ενδεχόμενο επιλογής τους· β) από τους υπολοίπους να δηλώνουν ελεύθερα υποψηφιότητα όσοι Ιεράρχες έχουν τα απαιτούμενα προσόντα και θέλουν να επιφορτισθούν με την τεράστια αυτή ευθύνη, ειδάλλως να θεωρούνται όλοι υποψήφιοι [τα ονόματα των αρνουμένων και των δηλούντων υποψηφιότητα να γνωστοποιούνται εκφώνως]· γ) να καταρτίζεται ψηφοδέλτιο από τη Γραμματεία και να εκλέγονται από την Ι.Σ.Ι. με πραγματική ψήφιση-σταυροδοσία οι Πρωτέκδικοι και οι Αναπληρωτές (σε περιπτώσεις υπεραριθμίας και ισαριθμίας 4+4, εφόσον τέσσερις θα κατέχουν την κύρια θέση και άλλοι τέσσερις την αναπληρωματική)· δ) εάν θέσουν υποψηφιότητα ολιγότεροι ή κανένας, να εκλέγονται κατευθείαν από την Ιεραρχία, υποχρεούμενοι να μην αρνούνται την άσκηση της συγκεκριμένης διακονίας.

• Η περαιτέρω διαδικασία, π.χ. υπογραφής διοριστηρίων εγγράφων, επίσημης ανάληψης καθηκόντων, σύστασης της έδρας-Γραμματείας της Πρωτεκδικείας, ρύθμισης των λοιπών γραφειοκρατικών λεπτομερειών κ.λπ., να διενεργείται διά της Δ.Ι.Σ.

• Να συνεδριάζουν στην Αθήνα και να τηρούνται πρακτικά με κανονική διαγνώμη ή και ψηφοδοσία για τις αποφάσεις (έλεγχος καταγγελιών, προανακρίσεις, ανακρίσεις, παραπομπή σε δίκη κ.λπ.).

• Να ορίζεται σαφέστατα —με απαρίθμηση όλων των ενδεχομένων περιπτώσεων— σε ποιές διατάξεις, κινήσεις, στάσεις κ.λπ. θα ήταν δυνατόν να τους καταλογισθεί πλημμελής ενάσκηση καθηκόντων [π.χ. αμέλεια ελέγχου ή εκ του αντιθέτου δικομανία• τεκμηριωμένη από τα Πρακτικά μεροληπτική παρεμβατικότητα σε μια περίπτωση και αδιαφορία για άλλη περίπτωση• διαπιστωμένη ατεκμηρίωτη διαφωνία γνώμης ενός-δύο προς τα λοιπά Μέλη της Πρωτεκδικείας για μεροληπτικούς λόγους και άλλα τέτοια].

• Ο έλεγχος για πλημμελή ενάσκηση των καθηκόντων μπορεί να διαπιστώνεται κι από τη Δ.Ι.Σ., αλλά η κύρια λογοδοσία κι η αντικατάστασή τους να διενεργείται μόνο από την Ιεραρχία με απόλυτη πλειοψηφία του συνολικού αριθμού των Ιεραρχών (όχι με μεθοδεύσεις σχετικών πλειοψηφιών, όπως του φετινού Οκτωβρίου). Η Ι.Σ.Ι. δικαιούται να εγκαλεί (ελέγχει-εποπτεύει, βάσει του άρθρου 4 §στ΄ του Κ.Χ.) και σ΄ αυτό το θέμα την Δ.Ι.Σ. σε περίπτωση απαράδεκτης εγκλήσεως των 4 Πρωτεκδίκων για ατεκμηρίωτες αφορμές, ώστε να αποκλείεται κάθε παρεμβατικότητα του Αρχιεπισκόπου.

* * *

3ο ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΕΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΕΔΡΙΚΕΣ ΥΠΕΡΕΞΟΥΣΙΕΣ

ΑΡΘΡΟ 77 § 1: Όπως όλο το σχ.Ν., κι αυτό συντάχθηκε από την Επιτροπή χωρίς παρουσία άλλου Ιεράρχη ή εκπροσώπου των Ιερέων, παρά με μόνη την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου. Γι΄ αυτό και προβλέπει απαράδεκτες υπερεξουσίες για τον Αρχιεπίσκοπο. Σ΄αυτόν μόνο κοινοποιεί ο οποιοσδήποτε αρμόδιος Εισαγγελέας την άσκηση ποινικής διαδικασίας εναντίον οποιουδήποτε Αρχιερέα ή άλλου κληρικού οποιασδήποτε Μητροπόλεως για αυτόφωρη σύλληψη και δημόσιο σκανδαλισμό. Αν ο Αρχιεπίσκοπος κρίνει ότι οι πράξεις συνεπάγονται καθαίρεση) αναπέμπει την υπόθεση ή στον Πρωτέκδικο (περί Ιεράρχη) ή στον Έκδικο της αντίστοιχης Μητροπόλεως (περί Ιερέως, Διακόνου, Μοναχού).

• Για μεν την αυτόφωρη σύλληψη Ιεραρχών θα μπορούσα να δικαιολογήσω ίσως την πρόβλεψη ενημέρωσης του Αρχιεπισκόπου, ώστε να αναπέμπει το θέμα στον Πρωτέκδικο• μολονότι δεν προσδιορίζεται ρητά χρονικό όριο στον Αρχιεπίσκοπο, οπότε μπορεί αυθαιρέτως υποθέσεις φίλων να τις καθυστερεί και υποθέσεις άλλων να τις προωθεί άμεσα.

• Νομίζω όμως ότι σωστότερο είναι να ενημερωθούν τα κρατικά Εισαγγελικά όργανα και να απευθύνονται πλέον διά της Συνοδικής Γραμματείας στην Πρωτεκδικεία (εκκλησιαστική “εισαγγελία”), ώστε εκείνη να κρίνει για τη σοβαρότητα των Κανονικών συνεπειών (καθαίρεση ή μη) και όχι ο Αρχιεπίσκοπος, εφόσον θέλουμε να καθιερώσουμε ανεξαρτησία εκκλησιαστικής διοίκησης, δικαστηρίων και “εισαγγελίας”.

• Και γιατί ορίζεται ρητά ο Πρόεδρος και όχι η Δ.Ι.Σ. αποδέκτης ανάλογης εισαγγελικής αλληλογραφίας και κινήσεως της διαδικασίας; Προφανώς, διότι ο Πρόεδρος εκ του νέου σχ.Ν. επιχειρεί να περιβάλλεται με ειδικές προνομίες χωρίς να δικαιούται.

• Για τους λοιπούς Κληρικούς ή Μοναχούς, με ποιο αιτιολογικό ο εισαγγελέας π.χ. Αλεξανδρουπόλεως ή Λαμίας ή Καλαμάτας πρέπει να κοινοποιεί στον Αρχιεπίσκοπο το φάκελο της διενεργούμενης ποινικής διαδικασίας και όχι απευθείας στον εκκλησιολογικά και καταστατικά (νόμιμα) αρμόδιο τοπικό Μητροπολίτη; ΔΕΝ υπάρχει καμιά αιτιολογία. Μεθοδεύεται να νομιμοποιηθεί ο Αρχιεπίσκοπος ως υπερεξουσία να ενημερώνεται αποκλειστικά μόνον αυτός σε πανελλαδικό επίπεδο άμεσα για τόσο κρίσιμα θέματα και αυτός μόνος να τα κρίνει σε πρώτη φάση αν συνεπάγονται καθαίρεση ή μή, ώστε να τα αναπέμπει στα εισαγγελικά όργανα (χωρίς να έχει Κανονική, Εκκλησιολογική, Καταστατική, Συνταγματική αρμοδιότητα σε θέματα κληρικών ή μοναχών άλλης Μητρόπολης). Παρακάμπτεται εξώφθαλμα ο τοπικός Μητροπολίτης και καταλύεται η αυτοτέλεια της τοπικής Εκκλησίας.

• Μήπως είναι εξ ορισμού αξιοπιστότερος ο (εκάστοτε) Αρχιεπίσκοπος από τον επιχώριο και κανονικώς-εκκλησιολογικώς ισόβαθμο τοπικό Ποιμενάρχη στην προώθηση της εκκλησιαστικής διαδικασίας (προώθηση στον Έκδικο);

• Η συγκεκριμένη πρόβλεψη του σχ.Ν., που καταργεί την Κανονική ισοτιμία Αρχιεπισκόπου-Μητροπολιτών, ως αντιΚανονική είναι ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ και ενδέχεται να αποτελέσει λόγο προσβολής μιας διαδικασίας στο ΣτΕ [με αιτιολογικά: ότι ενημερώθηκε ο Αρχιεπίσκοπος και όχι η Δ.Ι.Σ.• ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν νομιμοποιείται να υποκαθιστά την Δ.Ι.Σ.• ότι ενημερώνεται ο Αρχιεπίσκοπος και όχι ο αρμόδιος Μητροπολίτης• ότι ο Αρχιεπίσκοπος ο οποίος εκ του Νόμου θα προεδρεύσει στο Β/θμιο Συνοδικό Δικαστήριο  με το άρθρο αυτό γίνεται πρωτοβάθμιος κριτής της τελικής δικαστικής καθαιρετικής αποφάσεως κ.λπ.].

• Με το άρθρο αυτό αναγνωρίζεται το συγκεντρωτικό και αποκλειστικό δικαίωμα στον Αρχιεπίσκοπο να κρίνει, αν ο ποινικά διωκόμενος είναι καθαιρετέος ή μη, και να ενεργεί αφενός  ως super Πρωτέκδικος [μη όντας Πρωτέκδικος] προωθώντας περαιτέρω την υπόθεση, και αφετέρου περίπου ως μονοπρόσωπο Συνοδικό Δικαστήριο. Εκ του αντιθέτου έχει την ευχέρεια να μην αποστείλει στον Έκδικο της Αρχιεπισκοπής αντίστοιχο υλικό για ανάλογη εκκλησιαστική διαδικασία κάποιου κληρικού του ή να την καθυστερήσει ή και να υποβαθμίσει και να καλύψει-αρχειοθετήσει την υπόθεση. Τέλεια ασυδοσία με την προστασία μάλιστα του νέου σχ.Ν.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Φαίνεται ολοκάθαρα η απόπειρα του Αρχιεπισκόπου (Προέδρου της Επιτροπής του σχ.Ν.) να εξασφαλίσει δικαιοδοσίες υπέρτερες από αυτές που του αναγνωρίζoυν οι ι.Κανόνες και ο Κ.Χ. και να επιβληθεί ως απόλυτος θρησκευτικός ΜΟΝΑΡΧΗΣ-ΠΑΠΑΣ σε όλη την Ελλαδική Εκκλησία. Πού είναι ο διαχωρισμός αρμοδιοτήτων που θέλει να επιβάλλει το νέο σχ.Ν.; Αντίστοιχο δικαίωμα πουθενά ΔΕΝ προβλέπεται για οποιονδήποτε Μητροπολίτη. Μόνο στον Αρχιεπίσκοπο. ΟΛΟΚΑΘΑΡΗ η μεροληπτική πρόβλεψη συγκέντρωσης νόμιμης υπερεξουσίας στο πρόσωπό του. Έχει τόσο διαθέσιμο χρόνο, να ελέγχει όλες αυτές τις διαδικασίες; Χρόνος δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει το κίνητρο ελέγχου όλης της Εκκλησίας.
 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

• Να διορθωθεί η συγκεκριμένη διάταξη του σχ.Ν. (ά. 77). Εάν κληρικός ή μοναχός συλληφθεί επ΄ αυτοφώρω προκαλώντας δημόσιο σκάνδαλο και έχει επιληφθεί η δικαστική αρχή, ο αρμόδιος Εισαγγελέας να ενημερώνει είτε την Πρωτεκδικεία των 4 Μητροπολιτών μέσω των Συνοδικών Υπηρεσιών (εφόσον πρόκειται για Ιεράρχη) είτε την αντίστοιχη Μητρόπολη-αρμοδιότητα Εκδίκου (εφόσον πρόκειται για κληρικό κατώτερου βαθμού ή μοναχό).

• Η Πρωτεκδικεία ή ο αρμόδιος Μητροπολίτης με τον Έκδικο θα διακριβώνουν εάν το αδίκημα συνεπάγεται καθαίρεση κατά τους ι. Κανόνες, οπότε θα κινούν τις προβλεπόμενες διαδικασίες του υπόλοιπου άρθρου.

* * *

4ο ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΟΥ ΑΘΩΟΤΗΤΟΣ
ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΚΑΙΟΥ

Στο ά. 66 το σχ.Ν. γενικά προστατεύει δήθεν το τεκμήριο αθωότητος, βασικό θεμέλιο του νομικού πολιτισμού της χώρας, σύμφωνο και με τις προβλέψεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου. [ΚΑΤΑΡΧΗΝ, στο εκκλησιαστικό—Κανονικό Δίκαιο δεν τίθεται ζήτημα ενοχής-αθωότητος, αλλ΄ αρρώστιας-πνευματικής θεραπείας του υποπίπτοντος και προστασίας των άλλων. Δεχόμαστε συγκαταβατικά τη λογική του σχ.Ν.] ΟΜΩΣ, το ά. 66 , δηλ. η προστασία του τεκμηρίου αθωότητος, καταργείται με το:

ΑΡΘΡΟ 78.
§1)  Προβλέπεται η δυνατότητα ενός Μητροπολίτη έναντι κληρικού κατώτερου βαθμού ή της Δ.Ι.Σ. έναντι Μητροπολίτη τεθέντος σε προσωρινή κράτηση να τους θέτουν υπό αργίαν, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης εκκλ. δικαστηρίου· §2) επίσης προβλέπεται η αυτή δυνατότητα των αντιστοίχων οργάνων για αδικήματα Κανονικώς επαγόμενα καθαίρεση, εφόσον προκλήθηκε δημόσιο σκάνδαλο• §3) νομοθετείται η δυνατότητα της Δ.Ι.Σ. να θέτει αιτιολογημένα για μη κατονομαζόμενο και μη οριζόμενο στο Νόμο αόριστο συμφέρον της Εκκλησίας (!) σε προσωρινή διαθεσιμότητα Αρχιερέα, μέχρι πέρατος διεξαγομένων Κανονικών ανακρίσεων. Όλα αυτά, πριν ολοκληρωθεί οποιαδήποτε εκκλησιαστική ή και ποινική διαδικασία!
Στις §§ 1—2 υπάρχει κάποιο δικαιϊκό έρεισμα σοβαρό [προσωρινή κράτηση και άρα αδυναμία εκκλησιαστικής ιεροπραξίας (αργία στην πράξη) ή αδίκημα επαγόμενο καθαίρεση]. Τουναντίον με την πονηρή πρόβλεψη της § 3 χωρίς να επικαλείται εκκλησιολογικά ή ιεροΚανονικά σοβαρά αδικήματα εντελώς αόριστα παρέχει στη Δ.Ι.Σ. την τεράστια δικτατορική δύναμη να καταδικάσει σε εξόντωση ηθική, δικαιϊκή, εκκλησιολογική, προσωπική ένα ΜΗ ανακριθέντα και ΜΗ κριθέντα Ιεράρχη. ΜΕ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ διαδικασίες ΕΚΤΑΚΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ και ετυμηγορία ΗΘΙΚΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΕΝ ΨΥΧΡΩ και μάλιστα στο όνομα απονομής καλύτερης δικαιοσύνης!

• Επαναφέρει την πρακτική της δικτατορικής περιόδου (Ν. 214/1967), όπου Μητροπολίτες διώκονταν χωρίς διαπιστωμένη Κανονική παραβατικότητα, με μόνη την επίκληση της “απώλειας της έξωθεν καλής μαρτυρίας”.

• Κατοχυρώνει την “επισκοποκτόνο” πρόβλεψη περί εξάμηνης και σταδιακής ισόβιας διαθεσιμότητας-έκπτωσης, που είχε ψηφιστεί με το Ν. 1351/1983  (που πρόσθεσε στον Κ.Χ. του 1977 το ά. 34 §8, αυτήν την αντιΚανονική και αντιΣυνταγματική πρόβλεψη).

• ΚΑΤΑΡΓΕΙ το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καταπατώντας τους Κανονικούς όρους που έθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο κατά τήν παραχώρηση της Αυτοκεφαλίας (1850) και την  ανάθεση της επιτροπείας των Μητροπόλεων δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου στη Β. Ελλάδα. Επομένως, κάθε απόφαση με βάση το ά. αυτό είναι ΠΡΟΣΒΛΗΤΕΑ ενώπιον του ΣτΕ και κυρίως με έκκλητον ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου (βλ. άρθρο 119 του σχ.Ν.).

• ΚΑΤΑΡΓΕΙ πλαγίως τον Καταστατικό Χάρτη, ο οποίος με το άρθρο 34 §1 ορίζει σαφώς ότι ουδείς Μητροπολίτης στερείται της Μητροπόλεώς του «ει μή, κατόπιν αμετακλήτου καταδίκης εις έκπτωσιν από του θρόνου».
Κορυφαίοι νομομαθείς (καθηγητής Νομικής Ι. Κονιδάρης) έχουν αποφανθεί ότι η εφαρμογή αυτής της διατάξεως στην περίπτωση του πρώην Αττικής κ. Παντελεήμονος ήταν αντικανονική και αντισυνταγματική. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι άνευ σημασίας ότι, μετά από άσκηση εκκλήτου του ενδιαφερόμενου Μητροπολίτη, απέρριψε ως αντιΚανονική την όλη διαδικασία-απόφαση και ανέπεμψε το φάκελο προς διενέργεια των εκκλησιαστικά και ιεροκανονικά προβλεπομένων, δηλ. ανακρίσεων κ.λπ. Εάν δεν ελάμβανε η Δ.Ι.Σ. την πρόχειρη απόφαση περί διαθεσιμότητας, θα είχε ήδη αποσαφηνιστεί δικαστικά η αλήθεια των πραγμάτων.
Συνεπώς, το συγκεκριμένο άρθρο 77 νομιμοποιεί ΑΥΘΑΙΡΕΤΕΣ εξουσίες για τη Δ.Ι.Σ., δηλ. για τον Αρχιεπίσκοπο, διπλά ανατρέψιμες. Ποιο λοιπόν το όφελος μιας τέτοιας πρόβλεψης; Μόνο δεινά θα επιφέρει στην Εκκλησία, τον πολιτικό κόσμο και στον ελληνικό λαό.

• Το άρθρο 78 §§1-4 περί διαθεσιμότητας καταργεί τα περί τεκμηρίου αθωότητας του ά. 66.   *Και το άρθρο 119 με το έκκλητον προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη δίνει την ευχέρεια προσφυγής και κατάργησης των αυθαίρετων προβλέψεων του ά. 78!  *ΓΙΑΤΙ τόση αντιφατικότητα; ΔΙΑ να παγιδεύεται η Κανονική θεραπεία ενός προβλήματος σε ατέλειωτες παλινωδίες.

•  Ή είναι κάποιος Ιεράρχης βαριά παραβάτης των Κανονικών όρων, οπότε θεραπευτικά γι΄ αυτόν και διασωστικά για τη Μητρόπολή του πρέπει να υποστεί την αγωγή της αργίας ή της εκπτώσεως (για να μήν προχωρήσω περαιτέρω).    Ή δεν δικαιούμεθα να εφαρμόζουμε ημίμετρα νομιμοφάνειας με ανατρέψιμες λύσεις.

• Και τονίζω, σχετικά με την πρόσφατη εφαρμογή της διάταξης 34 §8 του Κ.Χ. στον πρώην Αττικής κ. Παντελεήμονα, ώστε να τεθεί σε αργία: τόσα χρόνια [όχι 5 μέρες που προβλέπει το σχ.Ν. που συντάχθηκε υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου, αλλά] τόσα χρόνια που ο Μακαριώτατος διέθετε στα χέρια του επίσημες αναφορές, καταγγελίες κ.ά. και μπορούσε να χειριστεί διακριτικά την όλη υπόθεση με τα Κανονικώς προβλεπόμενα (προανάκριση τουλάχιστον) για την πιστοποίησή τους και τις περαιτέρω ενέργειες, γιατί ολιγώρησε; Πιστεύω ότι και στο μέλλον θα συνεχιστεί η ίδια πρακτική για φίλους και η αντίθετη πρακτική για τους αντιπαθείς.

• ΟΝΤΩΣ, μια τέτοια διάταξη νόμου θα επικρέμεται ως δαμόκλειος σπάθη όχι μόνο κατά παντός υποδίκου, αλλά και κατά παντός Αρχιερέως του οποίου θα μεθοδευόταν η εξόντωση με ανέντιμες πρακτικές (ατυχώς όχι άγνωστες στα καθ' ημάς, π.χ. την περίoδο της Επταετίας), με επίκληση συκοφαντιών κι επιστράτευση αδίστακτων ατόμων. Έτσι θα επιβάλλεται τακτική φιμώσεως, μεθοδεύσεις καταναγκασμού σε σιωπή, αντί της προστασίας των στοιχειωδών ιεραρχικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων! Διότι αποδεδειγμένα και εκ συστήματος δεν διοικεί η Δ.Ι.Σ., αλλά ο Πρόεδρος, που εισάγει καίρια ζητήματα σε ευνοϊκές γι΄αυτόν Συνοδικές συνθέσεις καί μεθοδεύει τις αποφάσεις χωρίς σημαντικές αντιρρήσεις ή αντίσταση.
 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

• Να καταργηθεί οπωσδήποτε η παρ. 3 του ά. 78, εφόσον για το Κανονικό Δίκαιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας (το προστατευόμενο από το Σύνταγμα) ΑΡΚΟΥΝ πλήρως οι προβλέψεις των δύο προηγουμένων παρ. 1—2 για βαριά αδικήματα, με προφυλακίσεις ή πράξεις επαγόμενες καθαίρεση.

• Εάν δεν καταργηθεί η παρ. 3 του ά. 78, για λόγους ποικίλων σκοπιμοτήτων, τότε οπωσδήποτε να διορθωθεί ριζικά. Να καταλυθεί η ΠΟΝΗΡΟΤΑΤΗ πρόθεση του συντάκτη της για ύπουλη βεβιασμένη εκπαραθύρωση Μητροπολιτών που δεν θα υπόκεινται σε Κανονική πρόβλεψη, αλλά θα μένουν έκθετοι σε άθλιες εξοντωτικές σκοπιμότητες, ενδοεκκλησιαστικές είτε εξωεκκλησιαστικές.

• Εφόσον η ποινή της διαθεσιμότητας (άγνωστη στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας) προβλέπεται δήθεν μέχρι την έκδοση τελειωτικής δικαστικής αποφάσεως (καταδικαστικής ή αθωωτικής), είναι γελοιωδώς προκλητική για κάθε έννοια δικαίου η χρονική οριοθετική πρόβλεψη. Πόσο θα διαρκέσουν οι ανακριτικές και δικαστικές διαδικασίες; Αιώνες; Και αν εκδοθεί αθωωτική απόφαση, είναι δυνατόν να αποδοθεί αταπείνωτος ο Μητροπολίτης στην προηγούμενη δικαιοδοσία του, μετά από τη φθορά της διαθεσιμότητος, κατά τη διάρκεια της οποίας θα υπάρχει διαποιμαίνων-διοικών-μνημονευόμενος “άλλος μητροπολίτης” ο Τοποτηρητής; Πού είναι η στοιχειώδης εκσυγχρονιστική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που επαγγέλλεται το νέο σχ.Ν.;

• Να προσδιοριστεί ρητά και περιοριστικά το συμφέρον της Εκκλησίας που θα συνεπάγεται τέτοια μεθόδευση: ΜΟΝΟ για διακηρυγμένη αίρεση, για σύλληψη επ΄αυτοφώρω σε πράξη επαγόμενη καθαίρεση και για τεκμηριωμένη προδικαστικά καταγγελία βαρυτάτων κακουργηματικών πράξεων υπονομεύσεως της Εκκλησίας.

• Η απόφαση για προσωρινή διαθεσιμότητα να ΜΗ λαμβάνεται από την Δ.Ι.Σ., αλλά από την Ι.Σ.Ι. με τα 3/4 των ψήφων της. Δεν είναι δυνατόν να ψηφίζεται ένας Μητροπολίτης με ηυξημένη πλειοψηφία από την Ιεραρχία, και εκ του αντιθέτου ένα 13μελές όργανο να τον καταργεί χωρίς αναφορά στην Ι.Σ.Ι. Η μεθοδευμένη αυτή απόπειρα αντιΚανονικής έπτωσης Μητροπολίτη να μην αποτελεί εργαλείο του Αρχιεπισκόπου σε ευνοϊκές συνθέσεις της 13μελούς Δ.Ι.Σ., αλλά δοκιμασία τεράστιας ευθύνης για όλη την Ιεραρχία.
ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ: όλα αυτά κατά ανοχήν, διότι κατά Κανονική ακρίβεια και κατά την πρόβλεψη του Καταστατικού Χάρτη και του ά. 66 (τεκμήριο αθωότητος) του νέου σχ.Ν., χωρίς ολοκλήρωση Κανονικής δίκης, δεν δικαιούται κανείς να θέτει σε περιθώριο (διαθεσιμότητα) τον Μητροπολίτη.

* * *

5ο ΤΟ ΣΚΟΠΙΜΟ ΚΡΑΥΓΑΛΕΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ σχ.Ν.
ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΠΕΡΙ ΚΑΝΟΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ

Στο σχ.Ν. της Επιτροπής του Αρχιεπισκόπου και των 5 Νομικών, που προβλέπει τόσες λεπτομέρειες και υποπεριπτώσεις, το ΜΟΝΟ καιριότατο που δεν προβλέπει είναι ο έλεγχος πιθανής σοβαρής αντιεκκλησιαστικής και αντικανονικής παραβατικότητας του (κάθε) Αρχιεπισκόπου, και για να ακριβολογήσουμε του Αρχιεπισκόπου-Μητροπολίτου Αθηνών και Προέδρου της Ιεράς Συνόδου.
Αυτό δεν είναι τυχαία παράλειψη, αλλά ΣΚΟΠΙΜΗ.
Ο παλαιός νόμος του 1932 προέβλεπε έλεγχο των Συνοδικών Αρχιερέων για τις παραβάσεις εκκλησιαστικών θεσμών κατά την ενάσκηση των συνοδικών καθηκόντων. Επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου συντάχθηκε άλλο σχέδιο Νόμου, το οποίο προέβλεπε Κανονική δίωξη όχι μόνο για τους Συνοδικούς, αλλά και για τον Πρόεδρο της Ι. Συνόδου. Αμφότερες οι προβλέψεις ασφαλώς συνάδουν με το αίσθημα δικαίου και τη στοιχειώδη εντιμότητα προθέσεων για τον συντάκτη τους.
Ο Αρχιεπίσκοπος γνωρίζει τις προβλέψεις του παλαιού Νόμου. Διετέλεσε γραμματέας και αρχιγραμματέας της Συνόδου επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου και γνωρίζει πολύ καλά τί προέβλεπε το σχ. Ν. εκείνου όχι γενικά για κάθε Ιεράρχη, αλλά ειδικά για τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Συνόδου. Ακόμη και οι όροι “Έκδικος”—“Πρωτέκδικος” περιέχονταν στο σχ.Ν. του μακαριστού Ιερωνύμου. ΟΜΩΣ, ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΑ και ΣΚΟΠΙΜΑ προσέλαβε μόνο τους όρους περί Εκδίκων και άφησε κατά μέρος κάθε αναφορά στα περί Κανονικής διώξεως και Δικαστηρίου του Προέδρου και των Συνοδικών Ιεραρχών.
Ο Αρχιεπίσκοπος-Πρόεδρος της Επιτροπής, που ανέχθηκε τα περί προσωρινής διαθεσιμότητας Μητροπολίτου με απροσδιόριστη αιτιολογία, δεν είχε τη στοιχειώδη εντιμότητα να περιλάβει έστω δυό σειρές ρητής πρόβλεψης για τον έλεγχο τεκμηριωμένης εκτροπής του Αρχιεπισκόπου.  Ισχυρίστηκε στην Ιεραρχία πως δήθεν ισχύουν για τον κάθε Αρχιεπίσκοπο ό,τι και για τους λοιπούς Μητροπολίτες. Τότε πώς δεν ισχύει για την εκλογή Αρχιεπισκόπου η ίδια διαδικασία με τους Μητροπολίτες, αλλά υπάρχουν ειδικές προβλέψεις στον Κ.Χ.;

• Εάν δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νέο σχ.Ν., τότε, ποιος θα ασκήσει ενδεχόμενη Κανονική δίωξη κατά Αρχιεπισκόπου;
— Ο ένας (κατά το σχ.Ν.) “Πρωτέκδικος”-επηρεαζόμενος από τον (κάθε) Αρχιεπίσκοπο;  — Η ευχείρωτη ολιγομελής Δ.Ι.Σ.; η οποία δεν αποτόλμησε να εγκαλέσει τον Αρχιεπίσκοπο για την Κανονική απραξία και αδιαφορία του απέναντι σε τόσα δημόσια σκάνδαλα τελεσθέντα στη δικαιδοσία της Αρχιεπισκοπής; [Εάν άλλος Ιεράρχης ενεπλεκόταν στο 1/10 του τοιούτου πανελλήνιου σκανδαλισμού, θα τον είχε εκπαραθυρώσει].
— Η Ιεραρχία; για την οποία δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη άσκησης ελέγχου, παρά μόνο η αόριστη παρ. ιβ του άρθρου 4 του Κ.Χ. περί Κανονικών αρμοδιοτήτων; Και μόνο μ΄αυτήν την αντίρρηση (της ανυπαρξίας νομοθετικής πρόβλεψης Κανονικού ελέγχου) θα μπορούσε να προσβληθεί ως ακυρωτέα κάθε απόφαση της Ιεραρχίας εναντίον (κάθε) Αρχιεπισκόπου.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: εφόσον αποτολμήθηκε εκνομικευμένη υποβάθμιση του εσωτερικού Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και ορίστηκαν λεπτομερέστατες νομικές προβλέψεις 144 άρθρων, να προσδιοριστούν ρητά κάποιες συγκεκριμένες προβλέψεις ΚΑΙ για τον (κάθε) Αρχιεπίσκοπο. «Οι νόμοι είναι άρχοντες αρχόντων».
 

ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ:

• Μετά από τεκμηριωμένη καταγγελία για τον Αρχιεπίσκοπο βασισμένη σε μαρτυρίες τουλάχιστον δύο μαρτύρων ή σε αποδεικτικό υλικό από ορθόδοξο Κληρικό παντός βαθμού ή λαϊκό ορθόδοξο χριστιανό ή από τις δημόσιες δικαστικές και εισαγγελικές Αρχές, που υποβάλλεται αρμοδίως στην “Πρωτεκδικεία”, κινείται η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ των άρθρων 74, 75, 76 του νέου σχ.Ν., περί γραπτών εξηγήσεων εντός 15μέρου, αρχειοθετήσεως ή προκαταρκτικής εξετάσεως, Κανονικής διώξεως με ανακρίσεις και παραπομπή σε Κανονικό Δικαστήριο.

• Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ δύναται να αφορά α) σε Κανονικώς προβλέψιμες σοβαρές υποτροπές• β) σε συστηματική καταφρόνηση και υπονόμευση των προβλέψεων του Πατριαρχικού & Συνοδικού Τόμου περί Αυτοκεφαλίας και της Πατριαρχικής & Συνοδικής Πράξεως περί επιτροπείας των εν Ελλάδι Μητροπόλεων του Οικουμενικού Θρόνου• γ) σε καταπάτηση των οροθετημέτων αρμοδιοτήτων και των αμεταθέτων υποχρεώσεών του σε σχέση με την Ιεραρχία ως Ανώτατη Αρχή της Εκκλησίας της Ελλάδος όπως τις ορίζει σαφώς ο Καταστατικός Χάρτης. Π.χ. διακηρυγμένη αίρεση, καταπροδοσία των δικαίων της Εκκλησίας, συστηματικό σφετερισμό των αρμοδιοτήτων και δικαίων της Ιεραρχίας, συστηματική άρνηση ή καταφρόνηση της υποχρεώσεώς του να απολογείται στην Ι.Σ.Ι. για τα πεπραγμένα κάθε συνοδικής περιόδου, κατάχρηση προεδρικής εξουσίας με περιφρόνηση συγκεκριμένων αποφάσεων της Ι.Σ.Ι. ή άσκηση προσωπικής πολιτικής άνευ αποφάσεων της Ι.Σ.Ι., βαρύτατη κακουργηματική πράξη ποινικά κολάσιμη (Κανονικώς επαγόμενη αργία ή έκπτωση ή καθαίρεση).

• Το 17μελές Α/θμιο για τον Αρχιεπίσκοπο Συνοδικό Δικαστήριο αποτελείται από την υφιστάμενη Συνοδική σύνθεση (12 Μητροπολίτες) και τον Αντιπρόεδρο της παρελθούσης συνοδικής περιόδου (ή τον επόμενο ή μεθεπόμενο κ.ο.κ. σε περίπτωση κωλύματος)  και ανά δύο (2) Αρχιερείς από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία και δύο (2) από τις Νέες Χώρες. Προΐσταται ο έχων τα πρεσβεία αρχιερωσύνης.
Η σύνθεση του Α/θμίου Συνοδικού Δικαστηρίου για τον Αρχιεπίσκοπο προσδιορίζεται ανάλογα από την ημέρα της δικασίμου.

• Εξαιρουμένων των Μελών του Α/θμίου, το 19μελές Β/θμιο συγκροτείται από τον Αντιπρόεδρο της Ι.Σ.Ι. ή τον επόμενο κατά τα πρεσβεία Αρχιερωσύνης ή τον μεθεπόμενο συνεκδοχικά σε περίπτωση κωλύματος, από τα Μέλη της επόμενης Συνοδικής συνθέσεως (12 Μέλη), και ανά τρεις (3) και τρεις (3) Αρχιερείς αντιστοίχως.

• Προφανώς από τα ως ύπερθεν Δικαστικά ΄Οργανα αποκλείονται οι Πρωτέκδικοι.

• Ισχύουν τα προβλεπόμενα από το νέο σχ.Ν. περί εφέσεως, αναιρέσεως και εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

• Κάθε τελεσίδικη απόφαση, μετά και την ολοκλήρωση των διαδικασιών του εκκλήτου (απάντηση του Πατριαρχείου, με όσα αυτή υποδεικνύει), γνωστοποιείται πάραυτα σε όλη την Ιεραρχία. Εάν επάγεται τελεσιδίκως έκπτωση ή καθαίρεση, κινούνται οι αντίστοιχες διαδικασίες για την πλήρωση του Αρχιεπισκοπικού θρόνου. Εάν είναι τελεσιδίκως αθωωτική, η υπόθεση αρχειοθετείται από τα αρμόδια Δικαστήρια (Β/θμιο Συνοδικό δι΄ Αρχιερείς).

• Στο διάστημα των ανακριτικών και δικαστικών διαδικασιών η Δ.Ι.Σ. (είτε της τρέχουσας είτε της επόμενης συνοδικής περιόδου) προεδρεύεται από τον Αντιπρόεδρό της.

• Για ανάλογη κατάχρηση Συνοδικής εξουσίας με καταπάτηση των ΙεροΚανονικώς ή Καταστατικώς προβλεπομένων, για υπέρβαση αρμοδιότητος ή περιφρόνηση της βουλήσεως της Ιεραρχίας, δύναται να καταγγελθεί και η Δ.Ι.Σ. εν μέρει ή εν συνόλω, με ανάλογη τεκμηρίωση κατηγοριών.
Η σύνθεση του 17μελούς Α/θμίου και του 19μελούς Β/θμίου Δικαστηρίου για όλη την Σύνοδο απαρτίζεται από τις συνθέσεις των αμέσως επομένων συνοδικών περιόδων.
Εάν πρόκειται για ένα (1) ή περισσότερα Συνοδικά Μέλη, αντικαθίστανται αναλόγως.

• Η τεκμηριωμένα ηθελημένη απόπειρα συκοφαντικής καταγγελίας κατά του Αρχιεπισκόπου ή κατά Συνοδικών Μελών και εκ του αντιθέτου κάθε ολιγωρία των αρμοδίων Κανονικών και νομίμων οργάνων για άσκηση ελέγχου συνεπάγεται Κανονική κύρωση (ταυτοπάθεια τιμωρίας στους πρώτους και ηπιότερες κυρώσεις για συγκάλυψη στους δεύτερους).

* * *

Η Δ.Ι.Σ. ΔΕΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ (δηλ. την ΕΚΚΛΗΣΙΑ)
Ο κ. Αναστάσιος Ν. Μαρίνος, Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, ήδη Νομικός Σύμβουλος της Εκκλησίας, τονίζει ότι η ΔΙΣ δεν δύναται να εκλαμβάνεται από την Κυβέρνηση ως “εκπρόσωπος” της Ιεραρχίας. «Ο όρος ούτος δεν είναι ορθός εξ επόψεως δημοσίου δικαίου διότι τόσον η Διαρκής Ιερά Σύνοδος όσον και η Σύνοδος της Ιεραρχίας είναι όργανα του Νομικού Προσώπου της Εκκλησίας και δεν νοείται, έστω και υπό την θεωρίαν της αντιπροσωπεύσεως, η οποία άλλωστε δεν είναι και η κρατούσα, εν όργανον να εκπροσωπή έτερον όργανον του αυτού Νομικού Προσώπου» (Εκκλησία και Δίκαιον, έκδ. ΑΔΕΕ 2000, σ. 72).
 

Η ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ
Διαπρεπείς Νομικοί, ο Καθηγητής-τ. Γ.Γ. Θρησκευμάτων κ. Ι. Μ. Κονιδάρης και ο Καθηγητής-τ. Υπουργός κ. Ευάγ. Βενιζέλος, παραπέμποντας και σε άλλους εξέχοντες συναδέλφους τους, επισημαίνουν:

• «η αμφισβήτηση, πολύ περισσότερο η τρώση ή η θραύση, ουσιωδών θεσμών του δικαίου της Καθολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως είναι οι σχετιζόμενοι με τη θέση του Επισκόπου ως του κέντρου ενότητας της τοπικής Εκκλησίας, είναι προφανές ότι συνεπάγεται τελικώς προσβολή της συνταγματικώς κατοχυρωμένης αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας και ενίοτε οδηγεί τήν “επικρατούσα” θρησκεία σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλες θρησκευτικές κοινότητες… Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι οι πολιτειακές αυτές επεμβάσεις, που τελικώς οδήγησαν στη στρέβλωση του ρόλου του Επισκόπου, έγιναν κατά κύριο λόγο υπό δικτατορικά καθεστώτα ή σε ανώμαλες περιόδους της πολιτικής ζωής του τόπου» (Ι.Μ.Κονιδάρη, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 1994, σ. 80).

• «Κατέστη δηλαδή γενικώς αποδεκτή, ιδίως στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, η όλως εσφαλμένη και πάντως αντικανονική εντύπωση ότι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, κατά κανονική ακρίβεια «Μητροπολίτης Αθηνών καί Αρχιεπίσκοπος πάσης Ελλάδος», δεν είναι απλώς πρώτος τη τάξει, primus inter pares Επίσκοπός της, αλλά επικεφαλής της ως primus solus, ηγέτης της Εκκλησίας της Ελλάδος» (Ι.Μ.Κονιδάρη, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 1994, σ. 81).

• «Συνεπώς με βάση τη διάταξη του άρθρ. 13 προστατεύονται από το Σύνταγμα όλοι οι ιεροί κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, είτε αναφέρονται στο δόγμα είτε στη διοίκηση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η θρησκευτική ελευθερία και για τους πιστούς της επικρατούσης θρησκείας, όπως ακριβώς προστατεύεται ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας κάθε γνωστής, κατά την έννοια του άρθρ. 13 §2 του Συντάγματος, θρησκείας» (όπ.π., σ. 226).

• «Ως υποκείμενο της θρησκευτικής ελευθερίας η Εκκλησία της Ελλάδος αξιώνει από το κράτος να σεβαστεί τον θεολογικό και οργανωτικό της (εκκλησιολογικό) αυτοπροσδιορισμό (και άρα τους ιερούς κανόνες) στο πλαίσιο του άρθρου 13 του Συντάγματος» (“Οι σχέσεις κράτους και Εκκλησίας”, Παρατηρητής, 2000, σ. 70)

• «Η νομολογιακή, άλλωστε,  διάκριση των ιερών κανόνων σε δογματικούς (όρους) και διοικητικούς και αυτών των τελευταίων σε κανόνες που ρυθμίζουν θεμελιώδεις ή μη θεμελιώδεις θεσμούς διοίκησης της εκκλησίας είναι μία διάκριση που απέκτησε σημασία, λόγω της ρυθμιστικής παρέμβασης του νομοθέτη στα εκκλησιαστικά πράγματα» (όπ.π., σ. 69) καί «…Αυτή είναι όμως μία άποψη παρωχημένη, αφετέρου δε αντίθετη προς το άρθρο 13 του Συντάγματος» (όπ.π. σ. 71, βλ. και σσ. 63-64, 67-71).

Πάνω