Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου |
Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και Πάσης ΕλλάδοςΜακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΝΚοινοποίηση: Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ο πανοσ. Αρχιγραμματεύς μου γνωστοποίησε την πρόσκλησή Σας για συζήτηση πάνω στα τεράστια προβλήματα που δημοσιοποιήθηκαν και απειλούν με παντελή κατάρρευση την ποιμαντική μας πρόσβαση στις καρδιές των πιστών μέσα σε μια ήδη αλλοτριωμένη κοινωνία, την οποία αποδεικνυόμεθα πώς την αντιγράφουμε με προκλητικότατο τρόπο. Και τούτο, ενόψει της μελετωμένης εκτάκτου συγκλήσεως της Σεπτής Ιεραρχίας. Κρίνω προτιμότερο να καταστρώσω νηφάλια τις σκέψεις μου στην παρούσα δεύτερη επιστολή μου για το θέμα αυτό.
Καταρχήν νομίζω πώς οι συζητήσεις αυτές αποβλέπουν στην απομείωση της δικαιολογημένης φορτίσεως που αισθανόμεθα όλοι οι Μητροπολίτες και σε βολιδοσκόπηση των προσωπικών θέσεων εκάστου εξωσυνοδικά και προσυνοδικά. Ωστόσο η παρούσα κρίση δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο μέσα από την Ιεραρχία, μέσα από αυτοέλεγχο και εντιμότητα, ευπρέπεια βεβαίως, αλλά και ελεύθερη διατύπωση των κρίσεών μας πάνω στα χρονίζοντα, πυορροούντα και χρήζοντα αμέσου θεραπείας ουσιώδη εσωτερικά προβλήματα της ασκουμένης εκκλησιαστικής διοικήσεως.
Ως πρόσωπα εν Συνόδω και όχι κατ’ ιδίαν ή καθ’ ομάδες διαλεγόμενοι πρέπει να δώσουμε ή να δρομολογήσουμε δραστικές, αποτελεσματικές και ξεκάθαρες λύσεις. Πολύ περισσότερο, η ρίζα του κακού δεν πρόκειται να εκριζωθεί τελείως, όσο ο ένας θα επιχειρεί μονίμως να επιβάλει μόνος του ή, έστω, να προωθεί λύσεις σε προβλήματα, ενώ δεν έχει τέτοιο θεσμικό ρόλο ούτε διαθέτει εξ αντικειμένου την δυνατότητα να υποκαθιστά το σύνολο. Η Εκκλησία δεν αποτελεί ατομική ιδιοκτησία μας, έστω κι αν είμεθα αρχιεπίσκοποι ή επίσκοποι· το γνωρίζετε και το έχετε διακηρύξει πολλάκις.
Δεν δικαιούμεθα να δρούμε δεσποτικά, να μετατρέπουμε το σώμα του Χριστού σε χώρο που κατεξουσιάζουμε, να παραθεωρούμε τον Χριστό και να αυτοπροβαλλόμεθα ως “κεφαλές της Εκκλησίας”. Άν για τον Ρωμαιοκαθολικισμό μέσα από μια μακρά διαδικασία εκκοσμικεύσεως ο Πάπας θεωρείται “θεός επί γής”, και ο Θεός αντιμετωπίζεται ωσεί απών, εμείς δεν δικαιολογούμεθα, αλλά ασυγχώρητα παπίζουμε, όταν “εξορίζουμε” τον Θεό από την θεωρία και την πράξη, τις σκέψεις και τα έργα μας, τους στόχους και τις μεθοδείές μας.
* * *
Εκ προοιμίου συμπυκνώνοντας τις θέσεις μου δηλώνω ότι η παρούσα κρίση προκλήθηκε, γιατί αποδεικνυόμεθα άμοιροι της βιωμένης ορθοδόξου θεολογίας και ανθρωπολογίας, έστω κι αν θεολογούμε και ηθικολογούμε ρητορικότατα οι πάντες, ιδίως οι Επίσκοποι. Ο Ευαγγελικός Νόμος ως οδός ζωής και τα Αγιολογικά μέχρι των ημερών μας υποδείγματα ως ακλινής βηματισμός πάνω σ’ αυτήν την οδό δυστυχώς δεν μας αγγίζουν. Πέραν των τεραστίων σκανδάλων ηθικής και διαπλοκής που αναδύθηκαν στην επιφάνεια, υπάρχει δυστυχώς ο τροφοδότης τους και τροφοδοτούμενος βούρκος που ακούει στο θεοστυγές τρίπτυχο “δόξαπλούτοςαπολαύσεις”, ο κοσμικόφρων και παθολογικός ατομισμός, που λυμαίνεται εμάς οι οποίοι υποτίθεται ότι καλούμεθα να εκκλησιάζουμε, να κοινωνικοποιούμε, να ανάγουμε εις Χριστόν και εις αλλήλους το λαό του Θεού! ΤΡΑΓΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟΤΗΣ! ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ! Άλλο είμεθα και άλλο υποδυόμεθα.
Αυτό είναι το πρώτο και βασικό πρόβλημα, προς το οποίο καλούμεθα να προσανατολιζόμεθα Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτες και ο περί ημάς Κλήρος και λαός. Γιά την απώλεια ή τη νόθευση της εκκλησιαστικής ταυτότητος του πληρώματος φέρουμε ακέραια την ευθύνη, και δυστυχώς αυτό δεν μας προβληματίζει, δεν αγωνιούμε ούτε και αγωνιζόμεθα· απόδειξη ότι εν πολλοίς τεχνολογούμε περί την εκκλησιαστικότητα, την οποία έχουμε νοθεύσει ή απωλέσει.
Δεν είμαι τιμητής ουδενός προσωπικά ούτε διισχυρίζομαι πώς δεν υπάρχουν Κληρικοί και Ιεράρχες θεόκλητοι, θεόφρονες, με τον καθημερινό αγώνα της μετανοίας προς θεομιμησίαν. Αλλ’ ενθυμούμαι και τα αναφερόμενα στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο της Αποκαλύψεως, προς τα οποία μετρώμεθα αναλογικώς οι περισσότεροι.
* * *
Επειδή λοιπόν δυσκολευόμεθα να απεμπλακούμε Ευαγγελικώς από την κρίση, τολμώ να προτείνω ορισμένες πρακτικές λύσεις και νομίζω πώς δεν πρέπει να αδιαφορήσουμε για την προώθησή τους το συντομότερο δυνατόν. Νά υπάρξει άμεση σύγκληση της Ιεραρχίας και να τεθούν όλα τα χρονίζοντα προβλήματα υπό ανοικτή συζήτηση, για να ξαναβρούμε την ταυτότητά μας ως Ιεραρχία και να προλάβουμε περαιτέρω δυσάρεστες εξελίξεις. Οι προτάσεις μου αφορούν στην αλλαγή του Κ.Χ., του ν. περί εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, της νοοτροπίας και πρακτικής για την εκλογή των Επισκόπων και την χειροτονία των κληρικών, ως και για τον έλεγχο των οικονομικών.
1) Ο ισχύων Καταστατικός Χάρτης καταρτίστηκε προ 30ετίας περίπου, ως σοβαρή προσπάθεια θεσμικής οργανώσεως του νομικού προσώπου της Εκκλησίας μας, μετά από την περιπέτεια της δικτατορίας. Σήμερα όμως αποδεικνύεται ξεπερασμένος, ιδίως στις προβλέψεις για τη διασφάλιση του Συνοδικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Διότι παρείχε και παρέχει αντιεκκλησιολογικές προνομίες στον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο για αντιΚανονική κατάχρηση δικαιωμάτων. Τόν μετασχηματίζει από Πρόεδρο Συνοδικού Σώματος σε φορέα συγκεντρωτικής εξουσίας. Του διασφαλίζει αποκλειστική διαχείριση εξουσίας. Αυτό δεν με ενοχλεί ως άτομο· το αποκηρύσσω, διότι προσβάλλειτή Συνοδικότητα, την εν Επισκόποις σύνοδο των τοπικών εκκλησιώνμητροπόλεων, διά της οποίας οι πλείονες οφείλουμε και δυνάμεθα να συνεισφέρουμε στη διακονία της Εκκλησίας.
Νά απαριθμήσω παραδείγματα;
— ο Πρόεδρος του Σώματος καταρτίζει την ημερησία διάταξη, αλλά και παρεισάγει πλήθος εκτάκτων θεμάτων, ενώ θα έπρεπε να έχει ουσιώδη λόγο ένα ευρύτερο Συνοδικό Όργανο, όπως θα μπορούσε να είναι η Συνοδική Επιτροπή επί της Αρχιγραμματείας (η οποία θα μπορούσε να ελέγχει και να καταρτίζει την ημερήσια διάταξη)·
— επιστολές Ιεραρχών, που καθάπτονται σοβαρών ζητημάτων, δεν πρωτοκολλώνται ούτε και συζητούνται επί Συνόδου, όπως το γνωρίζω από την τύχη των δικών μου επιστολών σε πλήθος εκκλησιολογικά προβλήματα· αντί λοιπόν να θέτει ο Πρόεδρος την τοιαύτη συνεισφορά των δυνάμει Συνοδικών Ιεραρχών (τών Μελών της Ιεραρχίας) στο Αρχείο ως απόλυτος “ηγεμόνας” της Εκκλησίας, κατά την γνώμη μου πρέπει να προωθείται υποχρεωτικά στην αρμόδια Συνοδική Επιτροπή και με δική της εισήγηση ακολούθως στην Ιερά Σύνοδο ·
— ενώ λαμβάνονται αποφάσεις για κρίσιμα ζητήματα από την ολομέλεια της ΔΙΣ, επανεισάγονται προς συζήτηση μέσα σε δυότρείς μόλις ημέρες, όταν οι αριθμητικές ισορροπίες ευνοούν την ανατροπή τους εξαιτίας της έκτακτης απουσίας κάποιων Συνοδικών μελών (μέ εκπεφρασμένη διαφορετική άποψη), κάτι που απάδει στην ιερότητα και σοβαρότητα του Συνοδικού θεσμού και θυμίζει περισσότερο ταχυδακτυλουργίες. Στήν περίπτωση των περιωνύμων κασσετών για τον Σεβ. Αττικής η αρχική ψηφοφορία για περαιτέρω πραγματολογική εξέταση με 7 ψήφους υπέρ και 5 κατά, τελικά ανετράπη την τελευταία ημέρα των κατά μήνα συνεδριών, κατά την οποία ήταν αναγεγραμμένα μόνο υπηρεσιακά ζητήματα προς συζήτηση και εξαίφνης παρεισήχθη και πάλι το ζήτημα των κασσετών, ενώ απουσίαζαν τρεις εκ της πλειοψηφίας των επτά!
— μήπως το αυτό δεν μεθοδεύεται ενίοτε και για την εξασφάλιση εγκρίσεως από μέρους μιάς νέας συνθέσεως της ΔΙΣ, όταν το προηγούμενο σώμα δεν είναι ευνοϊκό ή όταν επιχειρείται να δεσμευθεί και το νέο σχήμα της ΔΙΣ [πρβλ. την πρώτη συνεδρίαση της ΔΙΣ της παρελθούσης περιόδου, κατά την οποία μέλος ων και εγώ εκλήθην μαζί με τους λοιπούς Σεβ. Συνοδικούς να συνυπογράψω θέσεις της προηγουμένης συνθέσεως για το θέμα του Πατριαρχείου].
Γι’ αυτόν ακριβώς τον ουσιαστικό λόγο πρέπει να αναθεωρηθεί ο Κ.Χ. με προσεκτική μελέτη από υπεύθυνη κληρικολαϊκή επιτροπή ευρείας συναινέσεως, ώστε πράγματι να έχουμε νομικό σύστημα πλοηγήσεως ασφαλές. Πρέπει να εκλείψει θεσμικά άπαξ διά παντός η “λόγω δημοκρατία” που συγκαλύπτει μίαν (ανεπίτρεπτη και εκθεμελιωτική για την Συνοδικότητα) “αρχήν του ενός ανδρός”. Με την παρούσα κρίση, είναι ευκαιρία να ξεπεράσουμε με φρόνημα εκκλησιαστικό και γενναιότητα αυθυπερβάσεως τις κοσμικές αγκυλώσεις της συγκαλυμμένης “μονοκρατορίας” του παρελθόντος και να αποτολμήσουμε αλλαγή του Κ.Χ.
2) Ο Νόμος περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων συμφωνώ ότι το συντομότερο πρέπει να αντικατασταθεί:
— χωρίς να καταλύεται η εκκλησιολογία, χωρίς να παρεκκλίνουμε κι από την ουσιαστική διάσταση απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, που είναι θεραπευτική·
— νά υπερβούμε κάθε έννοια δεσποτισμού, που αντίκειται και στην ουσία και στο πολίτευμα της Εκκλησίας μας.
3) Η παράγραφος 8 που προστέθηκε στο άρθρο 34 του Κ.Χ. πρέπει να καταργηθεί αμέσως, διότι δεν λύνει σε βάθος προβλήματα όπως η εκσπάσασα κρίση. Αποτελεί δαμόκλεια σπάθη βεβαίως και κατά ανόμων, αλλά και κατά αθώων (όπως ο μακαριστός πρώην Κεφαλληνίας). Ένα διοικητικό πειθαρχικό μέτρο βάσει της συγκεκριμένης παραγράφου δύναται να εφεσιβληθεί ενώπιον του ΣτΕ και ακολούθως ενώπιον του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Γιά ιεροΚανονικούς λόγους είμαι αντίθετος (περιφρόνηση ιερών Κανόνων, κατάλυση κάθε έννοιας απονομής δικαιοσύνης, κατάργηση εκκλήτου, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων κ.λπ.). Αλλ’ εάν (μέ το χέρι στην καρδιά) θεωρείται θεμιτό εκκλησιαστικό μέτρο, τότε στοιχειώδης εντιμότητα θα επέβαλλε την επέκταση αυτού του ενδεχομένου και για τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο. Κάτι τέτοιο ούτε προβλέπεται ούτε πιστεύω πώς θα πραγματοποιηθεί, ώστε εκ των πραγμάτων να τεκμαίρεται η υποκρισία των τοιούτων μεθοδεύσεων. Μία λοιπόν τίμια λύση υπάρχει: άμεση κατάργηση της § 8 από το ά. 34 του Κ.Χ. και έντιμη εφαρμογή του Ν. περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων.
4) Δεν επιτρέπεται να συγκαλύπτουμε σκάνδαλα μέσω της συστάσεως “Ερευνητικών Επιτροπών”, αλλά να ακολουθούμε την οδό της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης (ανακρίσεις κ.λπ) και να ρίχνεται άπλετο φώς·
— τά κριτήριά μας (είτε προς θεραπείαν των επιδεχομένων θεραπείαν είτε προς αποκοπήν των ανιάτως νοσούντων και μετάνοιά τους ως κατ’ ενώπιον του ζώντος Θεού) πρέπει να είναι εκκλησιαστικά για την πάταξη της ανηθικότητας και της φιλαργυρίας και όχι κοσμικά. Δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε νομικισμούς (π.χ. για τα προϊόντα υποκλοπής κ.λπ.) και να αφήνουμε ανεξέταστη την ουσία και ελεύθερη την λυμαντική δράση της αμαρτίας είτε στον τομέα της στενής ηθικής είτε στον τομέα των οικονομικών σκανδάλων. Δεν μας χρωστά η Εκκλησία την ανοχή για την εκ των ένδον φθορά, και επιπλέον μας περιμένει αδέκαστο το κριτήριο του Κυρίου·
— ακόμη και αν δεν δυνάμεθα να προχωρήσουμε σε καθαιρέσεις ή εκπτώσεις από τις όποιες εκκλησιαστικές διοικητικές θέσεις επιόρκων κληρικών, λόγω ελλείψεως επαρκών νομικών στοιχείων, υπάρχει το μέτρο της ακοινωνησίας άχρι καιρού, ώστε και η Εκκλησία να διαφυλαχθεί άμωμη από τις εκτροπές, και το παρεκτρεπόμενο διοικητικό στέλεχος να αναμετρηθεί έστω και ακούσια με τις καταλυτικές συνέπειες της εκούσιας παρεκτροπής του·
— η Κανονική, τέλος, πρόβλεψη της ταυτοπαθείας νομίζω ότι διασφαλίζει από την βδελυρή τακτική της συκοφαντίας.
5) Τα προκαλούμενα ηθικά προβλήματα και σκάνδαλα σε μεγάλο βαθμό εστιάζονται σε μας τους αγάμους. Τι δέον γενέσθαι;
— Άγαμοι να μη χειροτονούνται αβασάνιστα και, όταν προσάγονται στην Ιερωσύνη, να χειροτονούνται για το Μοναστήρι τους (όπου και να διαμένουν) και όχι για τις Ενορίες ·
— ως Επίσκοποι ειδικά στις χειροτονίες αγάμων κληρικών να εφαρμόζουμε τις Κανονικές προβλέψεις για το όριο ηλικίας 25 ετών περί Διακόνου και 30 περί Ιερέως·
— νά είμεθα φειδωλοί σε διανομή οφικίων (αρχιμανδρίτης), που σήμερα δίδονται ανέλεγκτα σε νεαρούς αγάμους κληρικούς, με αποτέλεσμα να εξάπτουν την αυταρέσκειά τους και να υπονομεύουν την πνευματική τους ακεραιότητα·
— η σημερινή γενιά των 25άρηδων αρχιμανδριτών σε μια εικοσαετία, όταν θα έχουν ξεχαστεί τα σημερινά σκάνδαλα, πιθανόν να είναι εκείνη που θα εμπλέκεται σε νεότερα ηθικά σκάνδαλα· δεν έχουν διέλθει από το στάδιο της κρίσεως των πραγματικών αντοχών και δυνατοτήτων τους σε επαρκή χρόνο δοκιμασίας, δεν έχουν ασκήσει την υπακοή, δεν έχουν αθλήσει με το Παύλειο “υποπιάζω το σώμά μου και δουλαγωγώ”, και όμως προσάγονται προώρως στην Ιερωσύνη και “προάγονται” εκ προοιμίου (σέ αντίθεση με τους εγγάμους Ιερείς, που και την ασφαλιστική δικλείδα του εγγάμου βίου διαθέτουν και επιβραβεύονται πολύ βραδύτερα για την ιερατική τους προσφορά)·
— η στελέχωση των Ενοριών και η προϊσταμενία των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων να ανατίθεται κυρίως σε εγγάμους, και μάλιστα καταρτισμένους, ενώ οι άγαμοι να επιστρατεύονται με μεγάλη φειδώ, σε ωριμότερη ηλικία και κατόπιν δοκιμής, ποτέ νεαροί·
— νά δοθεί εξαιρετική προσοχή στις εκκλησιαστικές σχολές όλων των βαθμίδων, με αυστηρά κριτήρια στην καθοδήγηση των νέων όχι μόνο ως προς τις γνώσεις, αλλά επιμελώς στο ήθος. Και προπαντός να υπάρχει προσεκτική και συνεχής αυστηρή εποπτεία στα εκκλησιαστικά οικοτροφεία για ευνοήτους λόγους.
6) Στήν παρούσα κρίση δημοσιοποιήθηκαν περιουσιακά στοιχεία Επισκόπων, που η ιδιωτική κατοχή τους δεν συνάδει με την ιερότητα του σχήματός μας “εις τύπον και τόπον Χριστού” (ός ουκ είχε που την κεφαλήν κλίναι!) και με την ιδιότητα της διαδοχής των Αποστόλων (τών μηδέν εχόντων). “Ρίζα πάντων των κακών φιλαργυρία”. Πώς ένας Ιεράρχης που επιδιώκει την χλιδή θα μείνει άτρωτος από συμπαρομαρτούντα πάθη; Και πώς θα μείνει άμοιρος ευθυνών, όταν με ένα τρόπο ζωής αντιευαγγελικό γίνεται αιτία σκανδαλισμού και φθοράς συνειδήσεων; Η χλιδή αποτελεί μίαν άλλης μορφής έλλειψη ήθους, πραγματική αρρώστια ψυχής, που λατρεύει περιπαθώς την κοσμικότητα αντί του ζώντος Θεού. Πώς να συγκινήσει και να συνεγείρει εις Χριστόν ένας χρυσολάτρης και προκλητικά ζων άνθρωπος; Γι’ αυτό συμφωνώ με την πρόταση του Σεβ. Ζακύνθου για το “πόθεν έσχες” ημών των Αρχιερέων·
— νά προβλεφθεί λοιπόν και για μας το “πόθεν έσχες”·
— κάθε αδιαφανώς κτηθείσα περιουσία, μη συμβατή με το ύψος των νομίμων αποδοχών μας, να μη μεταβιβάζεται σε συγγενείς, αλλά αυτοδικαίως μετά θάνατον να περιέρχεται στο νομικό πρόσωπο της Μητροπόλεως για πτωχούς, ανέργους και πολυτέκνους (κάτι ανάλογο με τους Μοναχούς και Ιερομονάχους σε σχέση με τις Ι. Μονές όπου εγκαταβιώνουν)·
— εάν καταγγέλλεται ύπαρξη καταθέσεων σε λογαριασμούς του εσωτερικού ή και του εξωτερικού, με υποχρεωτική συγκατάθεση του κατόχου να ανοίγουν οι λογαριασμοί και να ασκείται έλεγχος·
Όλα αυτά για κληρικούς κάθε βαθμίδος, πολύ δε περισσότερο για μας τους Επισκόπους, και από λόγους ηθικής τάξεως. Διότι δεν επιτρέπεται, και δεν μας χρωστά η Εκκλησία να προκαλούμε με τη ζωή μας και τις επιλογές μας.
— οι προϊστάμενοι των μεγάλων ενοριών με καταστατική πρόβλεψη να εναλλάσσονται ανά πενταετίαν, ώστε να διασφαλίζεται περισσότερο αντικειμενικά η ακεραιότητα διαχειρίσεως και να αποφεύγονται σχόλια δυσμενή ή και συκοφαντίες· αντίστοιχα και οι επίτροποι των μεγάλων ενοριών να μη διορίζονται πέραν των τριών θητειών.
6) Γιά να εκλείψουν τα φαινόμενα δημιουργίας αυλής στην Σύνοδο και την Αρχιεπισκοπή, που δεν δικαιώνουν πάντοτε τις ανθρώπινες επιλογές μας, προτείνω:
— πενταετή τουλάχιστον προϋπηρεσία των υποψηφίων Συνοδικών στελεχών στην επαρχία·
— καί μάλιστα εγκαταβίωσή τους σε Μοναστήρι, για να έχουν εκπαιδευτεί στην υπακοή, την ταπείνωση, την απλότητα, τη λιτότητα, την αυταπάρνηση και όλες εκείνες τις Ευαγγελικές αρετές που πρέπει να περικοσμούν.
7) Απαραιτήτως πρέπει να αλλάξει το σύστημα αναδείξεως των Επισκόπων. Έτσι θα περιοριστούν τα παρασκήνια και οι παρασυναγωγές. Τα διαδραματισθέντα στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, όπως και σε μας η εκ των προτέρων αναγγελία διά των ΜΜΕ του εκλεγησομένου κάθε φορά Μητροπολίτου εξευτελίζουν την ιερότητα της εκλογής και πρέπει να μας οδηγήσουν στην επιλογή νέου τρόπου. Άλλωστε δι’ αυτού του τρόπου εξελέγη ο Απόστολος Ματθίας και μάλιστα από όλη την τότε Εκκλησία των Ιεροσολύμων.
— εκτός από τις ανωτέρω προϋποθέσεις (πενταετής εγκαταβίωση σε οργανωμένη Ιερά Μονή κ.λπ.) και τις άλλες γραφειοκρατικές προβλέψεις που σήμερα ισχύουν, προκειμένου να εγγραφούν οι υποψήφιοι στον Κατάλογο των προς Αρχιερατείαν εκλογίμων, να δίδουν γραπτές εξετάσεις σε ζητήματα θεολογίας και εκκλησιολογίας και να καλούνται ενώπιον της Ιεραρχίας σε ανάλογη συνέντευξη, μετά την οποία να επακολουθεί η ψηφοφορία εγγραφής·
— σέ κάθε εκλογή να διεξάγεται υποχρεωτικά συζήτηση για τις υποψηφιότητες μέσα στην Ιεραρχία, ακολούθως με μυστική ψηφοφορία να καταρτίζεται το τριπρόσωπο και να επακολουθεί κλήρωση.
Μακαριώτατε,
εφόσον από μόνοι μας αδυνατούμε να εύρουμε την οδό της αγιωσύνης διά της καθημερινής ευαγγελικής πολιτείας, πρέπει να γίνουν βαθειές τομές στο παρόν οργανωτικό σχήμα της διοικούσης Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού· και όμως, εμείς Τήν αντιμετωπίζουμε και Τήν διαχειριζόμεθα ως μεγαλομέτοχοι επιχειρήσεως, που μπορούν μάλιστα να βιώνουν ελεύθερα οποιαδήποτε ιδιωτική ζωή. Δεν μπορεί να σταθεί πλέον αυτή η λογική, αυτή η τακτική, αυτή η αμαρτία. Πιστεύω πώς ο Θεός επέτρεψε αυτό το tsounami, με την εμπλοκή δικαστικών και κληρικών, για να εξαναγκαστούμε επιτέλους να αντιμετωπίσουμε κατάματα τις ευθύνες μας. Ναί· όσο και αν είναι οδυνηρή, η έξαρση και η εκδήλωση μιάς λανθάνουσας σοβαρής αρρώστιας τελικά επιβάλλει την ανάγκη λήψεως δραστικών θεραπευτικών μέτρων.
Οι έχοντες γνώση της κρίσεως κληρικοί και λαϊκοί, αλλά και ο απλός λαός με τη διαίσθησή του και η κοινή γνώμη με μια στοιχειώδη κριτική ευαισθησία προσδοκούν από μας γενναία βήματα. Πρέπει να τα αποτολμήσουμε. Εύχομαι να εργασθούμε αποφασιστικά προς αυτήν και μόνο την κατεύθυνση.