Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
Δύο επιστολές προς την ΔΙΣ (Μάιος 2004)




Μακαριώτατον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών & πάσης Ελλάδος
Κύριον Χ ρ ι σ τ ο δ ο υ λ ο ν
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Α θ ή ν α ς
 

       Κοιν.: Σεβ. Συνοδικούς Συνέδρους
 

Μέσω τηλεοπτικών “ανακοινωθέντων” και του δελτίου Τύπου, πληροφορήθηκα την πρόσφατη “απόφαση” της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και επ’ αυτής τοποθετούμαι εκκλησιολογικώς και καταστατικώς ως εξής:

1) Το μετριοπαθές του ύφους και το βάσιμο της αντικειμενικής και ειρηνοφόρου επιχειρηματολογίας της προς Υμάς επιστολής μου πιθανόν να μην εκτιμήθηκε δεόντως. Ούτε η εκκλησιολογική διέξοδος που πρότεινα προσέχθηκε. Αυτό φάνηκε από το “αυστηρό” ως προς μαθητευόμενους ύφος του Αγίου Θεσσαλιώτιδος και του “δελτίου Τύπου”. Γι’ αυτό και επισημαίνω επί του παρόντος την βαθειά απογοήτευσή μου από το νέο ήθος των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων

2) Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος δεν είναι απρόσωπο συλλογικό Όργανο απόλυτης διοικητικής ισχύος. Όπως οι πάντες σαφέστερα εμού γνωρίζουν, αλλά και εγώ προσωπικά σε επανειλημμένα υπομνήματα­εκκλήσεις μου επεσήμανα (βλ. την “Περί ΠΡΩΤΟ­λογίας” ανάλυση της Εισηγήσεώς Σας στην ΙΣΙ του 1998), υπάρχει μια αλληλέγγυα εκκλησιολογική νομιμοποίηση μεταξύ Συνόδου και εκάστου των Μητροπολιτών. Και ημείς έχουμε την αναφορά μας προς την Σύνοδο, αλλά και η Σύνοδος νομιμοποιείται μόνο δι’ ημών.
Έκαστος ημών των εν Ελλάδι Ιεραρχών —είτε ενεργεία είτε δυνάμει— παρέχει αναντικατάστατη εκκλησιολογική πληρότητα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο ως προς την καθ’ εαυτόν Μητρόπολη. Άνευ αυτής, η Σύνοδος δεν δικαιώνει τον τίτλο και την ιδιότητά Της ως (Διαρκής) «Ιερά Σύνοδος [συμπάσης] της Εκκλησίας της Ελλάδος». Δεν δικαιούται να νοσφίζεται η διαλειμματική και ελλειπτική Διαρκής Ιερά Σύνοδος την ελευθερία και το δικαίωμα υπευθύνου εκκλησιολογικής τοποθετήσεως εκάστου των Ιεραρχών που συναπαρτίζουμε την Ιεραρχία. Έκαστος Μητροπολίτης δεν είναι ούτε υφιστάμενος της Συνόδου ούτε υπάλληλος της Συνόδου.

3α) Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 2/1977 «περί εργασιών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου» (ΕτΚ Α΄, γ. 275), που έχει ψηφισθή από την ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (βάσει του άρθρου 4, εδ. ια του Ν. 590/1977), «η Δ.Ι.Σ. συνεδριάζει τακτικώς καθ’ εκάστην Τρίτην, Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν των δύο πρώτων εβδομάδων εκάστου μηνός» και «ωσαύτως η Δ.Ι.Σ. κατά τας ως άνω ημέρας της τρίτης εβδομάδος εκάστου μηνός συνεδριάζει ως Συνοδικόν Δικαστήριον…».

Γιατί δεν συνεχίζονται οι συνεδρίες έτσι όπως προβλέπει ο Κανονισμός;
Πόθεν τεκμαίρεται η ασυνέπειά μας προς τον ειρημένο Κανονισμό, όταν πρωτίστως ασυνεπής είναι αυτή αύτη η Προεδρική σύγκληση και η λειτουργία της ΕΛΛΕΙΠΤΙΚΗΣ Διαρκούς Συνόδου για μία και μόνη ημέρα, σε ευθεία αντίθεση με τον Κανονισμό που θέσπισε η Ιεραρχία;
Γιατί δεν εγκαλείται η Υμετέρα Μακαριότης για μια τόσο κατάφωρη και αδικαιολόγητη ανακολουθία προς τον ισχύοντα Κανονισμό;

3β) Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του αυτού Κανονισμού, «εν τη Ημερησία Διατάξει αναγράφονται ευσυνόπτως τα προς συζήτησιν θέματα».

Στήν ημερησία διάταξη δεν υπήρχε θέμα περί ενδοσυνοδικής συζητήσεως για την υπακοή ημών των τεσσάρων Μητροπολιτών του Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου εν Ελλάδι και Μελών της Δ.Ι.Σ. στην απόφαση της Διηυρυμένης Πατριαρχικής Συνόδου. Πώς λοιπόν συζητήθηκε στη μονοήμερη (!) συνεδρία της Δ.Ι.Σ.; Ήταν τόσο ασήμαντο αυτό το θέμα της υπευθύνου στάσεως τεσσάρων Συνοδικών Μελών, ώστε να συζητηθή και να αποτολμηθή λήψη αποφάσεως αντίθετα προς την πρόβλεψη του Κανονισμού;

3γ) Σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 και 2, «Η συζήτησις επί θεμάτων μη αναγεγραμμένων εν τη Ημερησία Διατάξει απαγορεύεται απολύτως. Επί όλως εκτάκτων περιπτώσεων επιτρέπεται τούτο μετά συγκατάθεσιν του Μακ. Προέδρου».

Παρά την απόλυτη απαγόρευση, η συνήθης πρακτική να εισάγονται εκτάκτως θέματα μη αναγεγραμμένα στην ημερησία διάταξη, για τα οποία οι Αρχιερείς είναι απροετοίμαστοι, δεν παραβαίνει στον Κανονισμό και δεν συνιστά αντιθεσμική συμπεριφορά;
Ήταν τόσο εξαιρετικά έκτακτη η περίπτωσή μας, ώστε να ληφθή βεβιασμένη απόφαση, πριν συζητηθή —προαναγεγραμμένο οπωσδήποτε στην Ημερήσια Διάταξη— το θέμα που την προκάλεσε; Πώς συζητήθηκε το αιτιατό, χωρίς προηγουμένως να συζητηθή και να λυθή το αίτιο της υφισταμένης κρίσεως; Όταν μάλιστα αυτό παραπέμφθηκε προς εξέταση, μετά την ολοκλήρωση της κυβερνητικής παρεμβάσεως; Πώς συζητήθηκε η στάση η δική μας η επιβεβλημένη από τις αποφάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου, πριν αναλυθούν αυτά καθ’ εαυτά τα νέα δεδομένα που θεμελιώνονται στην Διηυρυμένη Σύνοδο του Πατριαρχείου; Δεν αποτελεί «ο Αγιώτατος Οικουμενικός Πατριαρχικός Θρόνος» την Ανώτατη Κανονική Κεφαλή μας (Πράξις του 1928· βλ. και την πρόβλεψη “περί συσκέψεως και συμπράξεως” του Τόμου του 1850); Αυτό δεν διατυμπανίζεται —χείλεσι μόνοις— με δηλώσεις του τύπου “σεβόμεθα τα Κανονικά δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου”;
Μήπως με την βεβιασμένη περί ημών “συζήτηση” και ανακοίνωση επιχειρήθηκε “εκφοβισμός” ημών τε και της λοιπής Ιεραρχίας; Μιά τέτοια προσπάθεια δεν έχει κανονική, νομική και ηθική βάση, και ως εκ τούτου  δεν δύναται να πτοήσει ουδένα.

Πάντως, η Νομολογία του ΣτΕ (2260/1977) ορίζει ότι τα θέματα εκείνα που παρουσιάζουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα πρέπει να αναγράφονται στην Ημερησία Διάταξη χωριστά και μην εντάσονται κάτω από ένα γενικό και αόριστο τίτλο που χαρακτηρίζει ευρύτατη κατηγορία θεμάτων· παράβαση της αρχής, ιδίως αν δεν παρίστανται τα Μέλη της Συνόδου, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης της Συνόδου (βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη και Σ.Ν. Τρωϊάνου “Εκκλησιαστική Νομοθεσία”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1984, σ. 114).

3δ) Εάν είχαν εφαρμοσθή όλα τα ανωτέρω με εκκλησιολογική και καταστατική πιστότητα, τότε θα ήτο δυνατόν καταρχήν να παραπεμφθή επί Συνόδου η αναγραφή του συγκεκριμένου θέματος για τις Συνεδρίες του Ιουνίου. Και ακολούθως, σ’ εκείνες τις Συνεδρίες θα έπρεπε να εξετασθή ενδελεχώς όλη η βάσιμη επιχειρηματολογία της προηγηθείσης επιστολής μου, εκ της οποίας προκύπτει ότι ΟΥΔΟΛΩΣ απέχω της Ιεράς Συνόδου αδικαιολογήτως». Ο Καταστατικός Χάρτης (άρθρο 7 παρ. 2) προβλέπει την αντικατάσταση Συνοδικού Μητροπολίτου μόνο σε περίπτωση αδικαιολογήτου απουσίας.

Επί των ώμων ημών η Διηρυμένη Αγία και Ιερά Σύνοδος «τού Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου» εναπέθεσε τις Κανονικές (καί τις εξ αυτών συνταγματικές και νομικές) συνέπειες της ομοφώνου Πράξεώς Της. Πώς δύναται να επισείει το ανωτέρω άρθρο η ημετέρα (ΔΙΑΛΕΙΜΜΑΤΙΚΗ και όχι) Διαρκής Ιερά Σύνοδος;

Χωρίς την αναφερόμενη στο Δελτίο Τύπου “συνεξέταση του ζητήματος” (ήτοι του αιτίου) και την τελεσίδικη λύση του, κάθε καθ’ ημών απόφαση θα πάσχει ακυρότητα, θα συνεργήσει σε περαιτέρω όξυνση του προβλήματος και θα βλάψει την ούτως ή άλλως διακυβευόμενη ενότητα του νομικού προσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ενδεχομένως δέ, λόγω εκκλησιολογικής ευαισθησίας να οδηγήσει σε αλλεπάλληλες «παραιτήσεις» των παρατύπως ορισθησομένων νέων Συνοδικών, μέχρις ότου εξευρεθή κάποια “αρεστίνδην” Σύνοδος. Κάποια Σύνοδος με Μητροπολίτες της Β. Ελλάδος —άν υπάρξουν τέτοιοι Ιεράρχες— που να λησμονούν ότι υπαγόμεθα στο Κανονικό κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και σύμφωνα με δική Του Πατριαρχική Πράξη συν-νομιμοποιούμε μαζί με τους Μητροπολίτες της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος την ΙΣΙ και την εξ αυτής προερχόμενη ΔΙΣ.

Καταλήγων, επισημαίνω με πολύ σεβασμό, αλλά και έντιμη κι αταλάντευτη φωνή έναντι της Εκκλησίας και της αρχιερατικής μου συνειδήσεως ότι δεν αποποιούμαι τις κανονικές και νόμιμες Συνοδικές μου προνομίες.

Συνεχίζω να είμαι (κατά το ρηθέν παρΥμών) “αισιόδοξος” και αναμένω εισέτι σαφείς διαβεβαιώσεις επί του Κανονικώς πρακτέου, προκειμένου να συνεισφέρω την ταπεινή μου γνώμη στη Συνοδική διαγνώμη.

Γουμένισσα, 14 Μαΐου 2004
 


 

Μακαριώτατον
Αρχιεπίσκοπον Αθηνών & πάσης Ελλάδος
Κύριον Χ ρ ι σ τ ο δ ο υ λ ο ν
Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Α θ ή ν α ς
 

       Κοιν.: Σεβ. Συνοδικούς Συνέδρους
 
 

Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,

Μετά την αποστολή του 1480/948/17.5.2004 Υμετέρου εγγράφου καθηκόντως απευθύνω προς Υμάς και την παρούσάν μου απάντηση ως Ιεράρχης και Μέλος της Ιεράς Συνόδου.

 

1) Το Υμέτερον έγγραφο μου απευθύνεται, ως αναγράφεται σ’ αυτό, κατόπιν «ομοφώνου συνοδικής αποφάσεως». Όμως, η τοιαύτη “ομόφωνος” απόφαση απηχεί καταρχήν τυπικά την διαγνώμη εννέα μόνον εκ των δεκατριών Μελών της Συνοδικής συνθέσεως, εξαιτίας της απολύτως δικαιολογημένης στάσεως τεσσάρων Συνοδικών Μελών, εν οις και εγώ. Ήταν νόμιμη μεν η σύνθεση, ως πλειοψηφούσα, αλλά δεν ήταν ουσιωδώς σε ολότητα, εξαιτίας της κατά συνείδησιν υπευθύνου επιλογής ημών κατόπιν της περιπλοκής των εκκλησιαστικών μας πραγμάτων.

 

2) Η ΔΙΣ συνεδρίασε στις 12 Μαΐου σε μία μονοήμερη διαδικαστική συνεδρίαση. Σ’ αυτήν φέρεται αναγνώσασα και το από 10.5.2004 ημέτερον έγγραφο. Όμως, το παρΥμών και του πανοσ. Αρχιγραμματέως υπογραφόμενο και αποστελλόμενο προς εμέ 3σέλιδο κείμενο φέρει ημερομηνία 17 Μαΐου. Γιά τους ειδότας, αυτό προδηλώνει ότι το έγγραφο φέρει επίτιτλο Συνόδου, αλλ’ ουδόλως αναγνώσθηκε επί Συνόδου ούτε προεγκρίθηκε το συγκεκριμένο περιεχόμενο και η επιχειρηματολογία του από την ελλειπτική ΔΙΣ. Συντάχθηκε καθ’ “υπαγόρευσιν” μόνο της Προεδρίας της ΔΙΣ. Οι καθ’ έκαστον θέσεις και διατυπώσεις του υποτιθέμενου “Συνοδικού” εγγράφου δεν απηχούν καθ’ έκαστον θέσεις και διατυπώσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου.

Ίσως, κληθεί εκ των υστέρων να τις νομιμοποιήσει η Σύνοδος στις συνεδρίες του Ιουνίου! Κατόπιν εορτής! Πρός ευτελισμόν του θεσμού της Ιεράς Συνόδου! Πρός καταισχύνη της Κανονικής και νομίμου­Καταστατικής δεοντολογίας! Πρός καταρράκωση κάθε έννοιας Συνοδικότητος! Αυτό —πολλάκις παρ’ εμού καταγγελθέν σε άλλες περιστάσεις— αποδεικνύει περίτρανα την ουσιαστική υποβάθμιση των Κανονικών και νομικών δικαίων της Συνόδου και την έντεχνη πραγματική αναβάθμιση του ενός, του Προέδρου, ο οποίος υπογράφει όσα μόνος διαβουλεύεται και εντέλλεται στις Συνοδικές υπηρεσίες, χωρίς την ρητή των γραπτών έγκριση της μόνης αρμοδίας να αποφασίζει ΔΙΣ.

Μήπως το έγγραφο αφορούσε σε επουσιώδη διαδικαστικά ζητήματα, που τα αποφάσισε γενικά η Σύνοδος και απλώς τα διεκπεραίωσε η Προεδρία διά της Αρχιγραμματείας; Κάθε άλλο! Επρόκειτο για την υπεύθυνη στάση Συνοδικού Μέλους, που θέλησε να λειτουργήσει τουλάχιστον ως ελάχιστος θετικός καταλύτης στο πιό καίριο ζήτημα στην 150χρονη ιστορία της Συνόδου, στην πιό σοβαρή κρίση των σχέσεών μας προς τον Πρώτον του έθνους και την Μητέρα Εκκλησία.

Σέ ένα τέτοιο ζήτημα πώς αποτόλμησε η Προεδρία να καταπατήσει τις ουσιώδεις Κανονικές και νόμιμες προνομίες της ΔΙΣ και να “μονογράψει” και αποστείλει ένα έγγραφο μη προανεγνωσμένο και εγκεκριμένο επί Συνόδου προς Συνοδικό Αρχιερέα; Πού ζούμε; Σέ καιρούς αυταρχικότητος και αυθαιρεσίας; Μήπως αποκτήσαμε “Υπερσύνοδο” στην Ελλάδα και δεν το καταλάβαμε; Ατυχέστατα, η προς ημάς “απάντηση” δήθεν της Συνόδου (καί από μόνες αυτές τις ουσιώδεις διαδικαστικές λεπτομέρειες) δικαιώνει δυστυχώς όλα τα αγωνιώδη υπομνήματα που κατά καιρούς έναγχος απηύθυνα για την υπολειτουργία μέχρι καταλύσεως του Συνοδικού πολιτεύματος στην Ελλαδική Εκκλησία.

 

3) Η Δ.Ι.Σ. συνεδρίασε στις 12 Μαΐου σε μία μονοήμερη διαδικαστική συνεδρίαση, χωρίς να αναγράφεται στην ημερησία διάταξη ως θέμα η αντιμετώπιση της υπευθύνου στάσεώς μου.

Σύμφωνα με τα άρθρα 11 (παρ. 2) και 12 (παρ. 1 & 2) του Κανονισμού 2/1977 «περί εργασιών της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου», που έχει ψηφισθή από την ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας (βάσει του ά. 4, εδ. ια΄ του Ν. 590/1977), «εν τη Ημερησία Διατάξει αναγράφονται ευσυνόπτως τα προς συζήτησιν θέματα… Η συζήτησις επί θεμάτων μη αναγεγραμμένων εν τη Ημερησία Διατάξει απαγορεύεται απολύτως. Επί όλως εκτάκτων περιπτώσεων επιτρέπεται τούτο μετά συγκατάθεσιν του Μακ. Προέδρου».

Στήν ημερησία διάταξη δεν υπήρχε θέμα περί συζητήσεως της στάσεώς μου. Συνεπώς, αντιθεσμικά συζητήσατε τη στάση μου, κατά παράβαση του Κανονισμού και του νομιμοποιητικού Κ.Χ.. Πώς λοιπόν αποτολμάτε να επικαλείσθε κατ’ εμού τον παρΥμών παροραθέντα Καν. 2/1977 και τον Καταστατικό Χάρτη προς επίρρωση μιάς αντιθεσμικής διαδικασίας και αποφάσεως; Η απόφαση είναι μετέωρη και έωλη.

Εφαρμόσατε πάλι την παράνομη πρακτική να εισάγονται εκτάκτως θέματα μη αναγεγραμμένα στην ημερησία διάταξη, για τα οποία οι Αρχιερείς είναι απροετοίμαστοι. Ήταν τόσο εξαιρετικά έκτακτη η περίπτωσή μου, ώστε να ληφθή βεβιασμένη απόφαση μέσα στο Μάϊο, πριν συζητηθή —προαναγεγραμμένο οπωσδήποτε στην Ημερήσια Διάταξη— το θέμα που την προκάλεσε; Πώς συζητήθηκε το αιτιατό, χωρίς προηγουμένως να συζητηθή και λυθή το αίτιο της υφισταμένης κρίσεως; Όταν μάλιστα αυτό παραπέμφθηκε προς εξέταση, μετά την ολοκλήρωση της κυβερνητικής παρεμβάσεως, σύμφωνα με τα επίσημα Δελτία Τύπου της ΔΙΣ της 12ης και της 14ης Μαΐου; Πώς συζητήθηκε η στάση μου η επιβεβλημένη από τις αποφάσεις της Πατριαρχικής Συνόδου, πριν αναλυθούν αυτά καθ’ εαυτά τα νέα δεδομένα που θεμελιώνονται σ’ Αυτήν; Δεν αποτελεί «ο Αγιώτατος Οικουμενικός Πατριαρχικός Θρόνος» την Ανώτατη Κανονική Κεφαλή μας (Πράξις του 1928· βλ. και την πρόβλεψη “περί συσκέψεως και συμπράξεως” του Τόμου του 1850);

Η Νομολογία του ΣτΕ (2260/1977) —περί ης πολύς ο λόγος το τελευταίο δεκάμηνο— ορίζει ότι τα θέματα εκείνα που παρουσιάζουν ιδιαίτερη σπουδαιότητα πρέπει να αναγράφονται στην Ημερησία Διάταξη χωριστά και να μην εντάσσονται κάτω από ένα γενικό και αόριστο τίτλο που χαρακτηρίζει ευρύτατη κατηγορία θεμάτων· παράβαση της αρχής, ιδίως αν δεν παρίστανται τα Μέλη της Συνόδου, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της απόφασης της Συνόδου (βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη και Σ.Ν. Τρωϊάνου “Εκκλησιαστική Νομοθεσία”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1984, σ. 114).

 

4) Υποστηρίζετε στο συγκεκριμένο ουσιωδώς ΜΗ­Συνοδικό έγγραφο πώς «η απουσία μου πλήττει το Συνοδικόν Σύστημα της Εκκλησίας» με αιτιολογία εδραζόμενη όχι επί της προσωπικής μου αποκλειστικά στάσεως, αλλά επί μιάς πιθανολογίας: του ενδεχομένου μιμήσεως του παραδείγματός μου παρ’ άλλων Σεβ. Αδελφών, όπερ θα δημιουργούσε προσκόμματα περαιτέρω λειτουργίας της Συνόδου. Δεν ευθύνομαι προσωπικώς για την στάση εκάστου Ιεράρχου ούτε διαθέτω τόσην ικανότητα, ώστε να συντελέσω «νά στερηθώσιν η ΔΙΣ και η ΙΣΙ της δυνατότητος συγκλήσεως και συγκροτήσεως εις Σώμα, επί τω σκοπώ λήψεως αποφάσεων», καθώς διισχυρίζεσθε. Εφόσον επιλέξατε να απευθύνετε προσωπική “μομφή”, δεν ευσταθούν τα σοφιστικά αυτά επιχειρήματα. Η προσωπική στάση μου, απόλυτα αιτιολογημένη με επίσημο έγγραφο, υπήρξε πράξη ευθύνης τόσον έναντι της Ιεράς ημών Συνόδου όσο και έναντι της Εκκλησίας, ώστε να δρομολογηθούν διά της Συνοδικής οδού οι ευκταίες εξελίξεις της καταλλαγής.

Η απουσία μου δεν ήταν απαξίωση της Ιεράς Συνόδου ή του Συνοδικού πολιτεύματος. Ήταν έντιμη διαμαρτυρία κατά του ενταφιασμού της Συνοδικότητος, η οποία μεθοδεύτηκε από την προσωποπαγή διαχείριση των της Εκκλησίας πραγμάτων και οδήγησε σε πρακτικές ρήξεως με την Μητέρα Εκκλησία (άς μην κρυπτόμεθα “πίσω από το δάκτυλό μας” κατά το κοινώς λεγόμενον).

Γι’ αυτό και δεν έχει έρεισμα ουσίας η “απειλή” αντικαταστάσεώς μου με νεότερο Συνοδικό Μέλος, εφόσον α) απουσίασα απολύτως δικαιολογημένα σύμφωνα με τους λόγους που εξέθεσα στην επιστολή μου (οπότε δεν έχει εφαρμογή η επίκληση του ά. 7 παρ. 2) και β) η ίδια η ΔΙΣ του Μαΐου δεν συνεδρίασε ειμή μόνον μία ημέρα, κατά προφανή παράβαση του Κανονισμού 2/1977 (ά. 4), τον οποίον δήθεν υπερασπίζεσθε “υποδυόμενος” την παρΥμών καταπατώμενη νομιμότητα.

Η Διηυρυμένη Σύνοδος του Πατριαρχείου θεώρησε “εισπήδησιν” την εκλογή των νέων Μητροπολιτών ερήμην της τηρήσεως της Πράξεως του 1928. Και ήταν “αδικαιολόγητη” η δική μου απουσία από την δική μας ΔΙΣ; Τότε επί ποίας βάσεως διεξήχθησαν οι διαμεσολαβήσεις της κ. Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων; Επί της (κατά το έγγραφό Σας) ανυπάρκτου Κανονικής δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου; Μήπως γι’ αυτόν το λόγο αναφερόμενος στο έγγραφό Σας προς εμέ στην παραχώρηση των Μητροπόλεων των “Ν. Χωρών” αποφεύγετε το καίριο επίρρημα “επιτροπικώς”;

5) Ορθότατα υποστηρίζετε ότι «δέν είναι της αρμοδιότητος ενός εκάστου των Μελών της Ιεράς Συνόδου να λαμβάνη προσωπικώς απόφασιν επί ζητήματος, επί του οποίου μόνη αρμοδία είναι η Ιερά Σύνοδος».

Φαίνεται όμως πώς αυτό το δικαίωμα επιφυλάσσεται επιπλέον και στο Μακαριώτατο Πρόεδρό μας! Νά υπενθυμίσω όσα αποκαλυπτικά ελέχθησαν κατά την έκτακτη συνεδρία της ΙΣΙ του Απριλίου: «Πρίν όμως σάς εκθέσω εν πάση δυνατή λεπτομερεία τα των προσπαθειών μου διά την εξεύρεσιν συναινετικής και αδελφικής λύσεως εις το ζήτημα, με τις αλλεπάλληλες αποστολές… επιθυμώ να εξηγήσω διατί ηκολούθησα την οδόν ταύτην… Διά τούτο και προθύμως απεδέχθην και ολοθύμως ενεθάρρυνα ή προεκάλεσα εποικοδομητικάς πρωτοβουλίας επισήμους ή ανεπισήμους…».

Μήπως, κατά τα τελευταία Δελτία Τύπου, η αναφορά στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες διαλόγου μεταξύ Αρχιεπισκόπου και Κυβερνήσεως δεν αποκαλύπτει τον Προεδρικό τακτικισμό ερήμην της Ιεράς Συνόδου; Και η Προεδρική επίσκεψη  στον κ. Πρωθυπουργό ή την κ. Υπουργό Παιδείας ή τους Αρχηγούς των Κομμάτων όχι με Μέλη της Ιεράς Συνόδου, αλλά με στελέχη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, τι άλλο αποδεικνύει; Η ΔΙΣ υφίσταται δυστυχώς μόνο για να ισοκρατεί με το “Ναί­αί”!

Άς μην αποτολμώνται λοιπόν τέτοιου είδους “μομφές” προς με, όταν άλλοι “καταπίνουσι την κάμηλον”.

6) Αναφέρετε πώς «ουδέν εγένετο αυταρχικώς και αυθαιρέτως, άνευ της βουλήσεως του Ανωτάτου Διοικητικού Οργάνου της Εκκλησίας». Και Σάς ερωτώ ευθέως: εάν είχατε άλλη πρόθεση, απολύτου σεβασμού του Οικουμενικού Θρόνου και μηδεμιάς υπερβάσεως των Κανονικών, συνταγματικών και καταστατικών ορίων της εξουσίας Σας, θα διετηρείτο από πλευράς της Εκκλησίας μας τόσον καιρό η αντιπολιτευτική κατά του Πατριαρχείου ένταση;

Ασφαλώς επηρέασε το βουληφόρο Όργανο και μόνη η θεματική των δύο προγενεστέρων εκτάκτων συνελεύσεων της ΙΣΙ, με εισηγήσεις δύο Αρχιερέων ομοφρόνων προς Υμάς και γνωστών για τις αντιπατριαρχικές θέσεις έναντι ενός (Νοέμβριος 03) ή αποκλειστική εισήγηση Υμών (Απρίλιος 04).

Μήπως ανεγνώσατε στην ΙΣΙ του Απριλίου την τελευταία επιστολή του Παναγιωτάτου, όπως είχατε δεσμευθή σε μας στην προλαβούσα ΔΙΣ; Όχι!

Αλλ’ έστω ότι… μόνος εγώ αντελήφθην την οξύτητα και αντιπαλότητα έναντι του Σεπτού Οικουμενικού Κέντρου, και ουδείς έτερος εν Ελλάδι!!! Ούτε άλλοι Αρχιερείς ούτε επιστήμονες ούτε απλοί πιστοί ούτε πολιτικοί ούτε δημοσιογράφοι. Έστω ότι «πάντες επιθυμούμεν [τ.έ. και Υμείς] την στήριξιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου». Στό έγγραφό μου σαφέστατα εξεδήλωσα την πρόθεσή μου να απέχω, όσο καιρό —κατά την εκτίμησή μου— τορπιλίζουμε την ενότητα, την επιβεβλημένη από τις συστατικές Πατριαρχικές Πράξεις της υποστάσεώς μας. Εφόσον επιθυμείτε ειλικρινώς την “στήριξιν”, διανοίγεται ενώπιόν μας ευρύ το πεδίον να το αποδείξουμε ενδοελλαδικά και εξωελλαδικά, οπότε παρέλκει πάσα περαιτέρω επ’ αυτού διαφωνία μου.

7) Και έρχομαι τώρα στο σημαντικότερο σημείο της επιστολής Σας. Στήν αρχιερατική διαβεβαίωση σεβασμού των Αποφάσεων των Αγίων Επτά Οικουμενικών Συνόδων, ευπειθείας προς την Ιερά Σύνοδο και τηρήσεως της νομιμότητος.

Βάσει αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων δεν παύω να αναγνωρίζω το Ανώτατο Κανονικό Δικαίωμα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Στό Κανονικό έδαφός του αναπτύχθηκε επί αιώνες η δική μας Εκκλησία. Από το Κανονικό κλίμα του είτε αποσπάσθηκε με συγκεκριμένες κυριαρχικές Πατριαρχικές αποφάσεις (1850­1866­1882 καθολοκληρίαν), είτε υποστηρίχθηκε με επιτροπική παραχώρηση (τό 1928 και άχρι καιρού). Μέ δική του κυριαρχική ευλογία ανατέθηκε η διοίκηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος σε “Διαρκή Ιερά Σύνοδο” (1850), ώστε να παραμερισθή το προτεσταντικό εξάμβλωμα της “βασιλικής κεφαλής” (1833­1850).

Η Ιερά Σύνοδος νομιμοποιείται Κανονικά όχι με νομικισμούς, αλλά με στοιχειώδη απόλυτο σεβασμό αυτών των Πατριαρχικών Δικαίων, επί των οποίων στηρίζεται η νομιμοποίηση της Εκκλησίας της Ελλάδος και εξ αυτών απορρέει ο Καταστατικός Χάρτης. Άλλως, έχουμε ένα Σωματείο που αντλεί την εξουσία του από τους Νόμους του κράτους, τελείως αποκομμένο από την υπ’ ουρανόν Ορθοδοξία. Σεβόμενος τα Κανονικά δίκαια του Πατριαρχείου, ταυτόχρονα τιμώ και σέβομαι τα Κανονικά πλαίσια νομιμοποιήσεως της Συνόδου και είμαι απολύτως συνεπής προς τις Καταστατικές προβλέψεις «διά την Εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του Οικουμενικού Πατριαρχείου» (βλ. ά. 4 Κ.Χ.). Ουδόλως λοιπόν αφίσταμαι των διαβεβαιώσεών μου.

Ερευνητέον όμως, εάν τηρούνται παρά πάντων αυτές οι προβλέψεις και διαβεβαιώσεις. Μήπως υπήρξαν συγκεκριμένες υπερβάσεις ή καταχρήσεις δικαιωμάτων; Υπάρχουν επίμαχα περιστατικά, και μάλιστα όχι τόσον στην παρελθούσα 75ετία, αλλά εντός των τελευταίων ετών:

α) Το 1999 καλώς τίθεται θέμα αποκαταστάσεως των από Αλβανίας Σεβ. Σταυροπηγίου κ. Αλεξάνδρου και Σεβ. Αυλώνος κ. Χριστοδούλου. Όχι όμως σε Κανονικές Μητροπόλεις, αλλά σε προσωποπαγείς, μια καταφώρως εκθεμελιωτική πρακτική, αντιεκκλησιολογική, αντικανονική, αντιπαραδοσιακή, αντιεκκλησιαστική. Παρά τις βάσιμες νομοκανονικές αντιρρήσεις μου ως παθόντος, η Δ.Ι.Σ. και ακολούθως η Ι.Σ.Ι. εσύρθησαν κυριολεκτικώς στην “επικύρωση” της αθέσμου εκείνης αποφάσεως, για να δεχθούμε ακολούθως την άρνηση του Πατριαρχείου και την υπόδειξη της μόνης Κανονικής λύσεως, της μόνης φιλαδέλφου ειλικρινούς αντιμετωπίσεως (μόνιμες Μητροπόλεις και Κανονική εκλογή).

Επρόκειτο για νέα παράβαση Κανόνων (κυρίως) και Καταστατικού Χάρτη. Όντως, άκρα κανονικότης και νομιμότης!!! Ό,τι είχε επιχειρηθεί και με τον Ν. 1951/1991 περί προσωποπαγών “μητροπόλεων” (πού θεσμοθετούσε και έξι θέσεις βοηθών Επισκόπων με πρόβλεψη 10ετούς θητείας προ της προωθήσεως σε μητροπολιτική έδρα).

β) Το 2000 με το Ν. 2817 (ά. 15) μεθοδεύτηκε ερήμην της Ιεραρχίας με απόφαση της μικράς Συνόδου (ο νοών νοείτω) η νομιμοποίηση εκλογής Βοηθών Επισκόπων παρά τω Αρχιεπισκόπω, για την ανάθεση επιτελικών διοικητικών αρμοδιοτήτων. Γι’ αυτούς πλέον δεν ίσχυε το 10ετές όριο περαιτέρω προωθήσεως (πάλιν ο νοών νοείτω). Στήν Ιεραρχία του Οκτωβρίου 2000 εκλέχθηκαν ονομαστικά επιλεγμένοι βοηθοί Επίσκοποι και αναζητήθηκαν την τελευταία στιγμή τίτλοι Επισκοπών και συμπλήρωση του τυπικού τριπροσώπου. Επρόκειτο για γελοιοποίηση των Κανονικών θεσμών και της εκκλησιολογίας και του —επικλήσει του Παρακλήτου— Συνοδικού γεγονότος. Σέ τι διαφέραμε από την πρακτική των ΑΝΤΙ­Χαλκηδονίων οι οποίοι διαθέτουν “επίσκοπο θρησκευτικής παιδείας”, “επίσκοπο εξωτερικών υποθέσεων” κ.λπ.; Παρόλο που οι ι. Κανόνες απαγορεύουν κατηγορηματικά τις απολελυμένες χειροτονίες (βλ. 6ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής).

Εδώ “ετηρήθη” πλήρως η κανονικότητα και η νομιμότητα!!! Άν τέτοιες πρακτικές δεν συνιστούν “ανταρσία” κατά της Παραδόσεως της Εκκλησίας· αν τέτοιες πρακτικές συμβαδίζουν με τον Καταστατικό Χάρτη· αν τέτοιες πρακτικές είναι ό,τι ωραιότερο έχει να επιδείξει επί 75 χρόνια η καθ' Ελλάδα Εκκλησία, τότε τι είπω;

γ) Συνερχόμεθα εν Συνόδω η Ιεραρχία και εξαναγκαζόμεθα σε ακρόαση μακροσκελών εισαγωγικών ομιλιών Υμών. Ακούμε προγραμματικές δηλώσεις κυβερνήσεως της Εκκλησίας, ως εάν η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί μια ομογενοποιημένη γιγαντιαία Υπερ­μητρόπολη υπό τον Αρχηγέτη Υπερ­μητροπολίτη. Αντιμετωπιζόμεθα ως μαθητευόμενοι Κληρικοί μειωμένων προσόντων ή ως υπουργοί διοριζόμενοι ή απολυόμενοι από τον Πρωθυπουργό. Όχι ως Συνεπίσκοποι με ακέραια ποιμαντορικά δικαιώματα και ισομοιρία Συνοδικών δικαιωμάτων. Καλούμεθα να εγκρίνουμε συνοπτικώς και χωρίς διάλογο, χωρίς περιθώρια χρόνου και βιολογικής αντοχής, προτάσεις διατυπωμένες επί 9ωρον, καταγραμμένες σε πολλές δεκάδες σελίδων, των οποίων γνώση λαμβάνουμε άμα τη ακροάσει. Χωρίς να έχουμε κείμενο στα χέρια μας, μολονότι —καί ευλόγως— οι περισσότεροι είμεθα “οπτικοί τύποι”.

Ως προς την διαδικασία λήψεως αποφάσεων, οι προτάσεις που τίθενται τελικά υπό ψηφοφορία είναι προειλημμένες και προκαθορισμένες από Υμάς, παρ’ όλες τις παρεμβάσεις των Συνοδικών Συνέδρων. Διαφορετικές απόψεις δεν τίθενται υπό την διαδικασία επιλογής. Υμείς προκαταλαμβάνετε με την αρχική εισήγηση, Υμείς και εισηγείσθε τελικώς τις “λύσεις” οι οποίες τίθενται υπό ψηφοφορίαν. Και έπειτα διισχυρίζεσθε ότι η Ιεραρχία αποφασίζει. Άς σοβαρευόμεθα.

Πώς να προκύψει υπεύθυνη Συνοδική διαγνώμη; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με εκκλησιολογία,  συνοδικότητα, Παράδοση Πατέρων, ιερούς Κανόνες;

δ) Δημοσιεύονται με τίτλο “Πρακτικά της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας” οι προσφωνήσεις Υμών και οι αντιφωνήσεις του Σεβ. Αντιπροέδρου, οι εισηγήσεις και τα ανακοινωθέντα Τύπου, χωρίς τις διατυπωθείσες γνώμες, παρατηρήσεις ή και αντιρρήσεις κυρίως των λοιπών Συνέδρων. Ως εάν τα πρώτα αποτελούν “θέσφατα”, τα δε δεύτερα συνιστούν παρορατέα παράσιτα της “Συνοδικής” διαδικασίας.

ε) Τα Ανακοινωθέντα Τύπου της ΔΙΣ δεν τίθενται υπό την ρητή έγκριση της Συνόδου, ώστε να διατυπώνονται όσα θέλει η βουληφόρος Σύνοδος. Γι’ αυτό ασφαλώς και ο εκπρόσωπος Τύπου της ΔΙΣ δεν ορίζεται με ψηφοφορία από το υποτιθέμενο “αποφασιστικό” Όργανο, αλλά με προεπιλογή και υπόδειξη του Προέδρου!

Επιπλέον, κατά παράβαση των Καταστατικών προβλέψεων, και οι Συνοδικοί Σύνδεσμοι δεν καθορίζονται κάθε χρόνο από την Σύνοδο, αλλά προτείνονται από τον Πρόεδρό της, και πάντοτε υποχωρεί η Σύνοδος για λόγους αβροφροσύνης! Αποδεικνύεται όμως λανθασμένη η ανοχή αυτή απέναντι σε ένα σύστημα συγκεντρωτικής νοοτροπίας.

ς) Ευκαίρως ακαίρως από των ΜΜΕ είδαμε να σχολιάζονται από Υμάς ενέργειες Μητροπολιτών επί θεμάτων αφορώντων στην Κανονική τους δικαιοδοσία (π.χ. παλαιότερα για το “Σπίτι Παιδιού” στην Κέρκυρα ή την πρόληψη αποφάσεως Συνόδου στο ζήτημα κηδείας αβαπτίστου παιδιού στις Σέρρες κ.ά.) ή παρεμβάσεις σε ζητήματα της Ποιμαντορικής ευθύνης άλλων Μητροπολιτών (π.χ. παρέμβαση για τα “Λαδάδικα” στη Θεσσαλονίκη) ή την παρουσία Σας σε διάφορες Μητροπόλεις ανά την Ελλάδα (ενίοτε κατόπιν πρωτογενούς προσκλήσεως από μέρους των επιτοπίων Δημάρχων).

ζ) Νά αναφερθώ στις θλιβερές μεθοδεύσεις για την επανυπαγωγή του Αγίου Σώστη στην Αρχιεπισκοπή, χωρίς ποτέ να λάβει όχι απόφαση, αλλ’ ουδέ καν γνώση η Ιεραρχία του Οκτωβρίου 2001; Στίς 7.2.02, μόλις ετέθη το θέμα επί Συνόδου με δική μου επιστολή διαμαρτυρίας, απαντήσατε στον τότε Συνοδικό άγιο Ιωαννίνων ότι «δέν υπήρχε γραπτώς, αλλά προσετέθη προφορικώς». Τότε Σάς πλησίασε προς το ους ο επίσης Συνοδικός μακαριστός Κερκύρας, ο και Εισηγητής διχοτομήσεως της Μητροπόλεως Ν. Σμύρνης, και ακολούθως δήλωσε ότι υπήρχε στην εισήγησή του και είναι στα “Πρακτικά της ΙΣΙ”, μολονότι όλοι οι Μητροπολίτες της ΙΣΙ είχαμε στα χέρια μας την Εισήγησή του χωρίς καμιά αναφορά στον Άγιο Σώστη. Διαμαρτυρήθηκε και ο άγιος Πειραιώς δημοσίως για το ψεύδος. Το προς εμέ αποσταλέν τάχα Συνοδικό έγγραφο (μή αναγνωσθέν ασφαλώς επί Συνόδου) υποστήριζε πώς η υπαγωγή του Αγίου Σώστη δεν ανεφέρετο μέν, αλλ’ εξυπονοείτο, επειδή δεν ανήκε στους Δήμους δικαιοδοσίας των δύο Μητροπόλεων που κατονομάστηκαν ρητά! Ποιά νομιμότητα ή κανονικότητα εκπληρώθηκε τότε; Ευτυχώς που τηρήθηκαν με παλινωδίες τα προσχήματα, εισήχθη εν τέλει το θέμα επί Συνόδου της Ιεραρχίας και παρέμεινε η επίμαχη Ενορία στη Νέα Σμύρνη.

η) Μήπως έγινε σεβαστός ο Καταστατικός Χάρτης στις προβλέψεις για την ανάθεση της τοποτηρητείας μερικών χηρευουσών Μητροπόλεων στον φέροντα τα πρεσβεία γείτονα Μητροπολίτη; Η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης ανατέθηκε στον Σεβ. Νεαπόλεως, διότι δήθεν ερωτηθείς ο Σεβ. Ν. Κρήνης δεν αποδέχθηκε (ενώπιον όλης της Ιεραρχίας το αρνήθηκε διαρρήδην). Αλλά μήπως ερωτήθηκα και εγώ για την γείτονα Μητρόπολη Εδέσσης και, μη αποδεχθέντος εμού, ανατέθηκε στον Σεβ. Βεροίας; (ασφαλώς και δεν ερωτήθηκα) Δεν προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης ότι ο έχων τα πρεσβεία Αρχιερωσύνης εκ των ομόρων ορίζεται Τοποτηρητής;

θ) Στό ζήτημα της ελεύσεως του Πάπα, η μεν Ιεραρχία παροράθηκε, η δε Διαρκής ­κατ’ εμέ— παραπείστηκε πώς η πρωτοβουλία ήταν πολιτειακή. Όταν όμως πραγματοποιήθηκε το περίφημο εκείνο “ταξίδι”, αξιοποιήθηκε ως μεγίστη επιτυχία ενδοσυνοδικών χειρισμών του Προέδρου, σε πείσμα της διαφωνίας του πρότριτα συρθέντος κλήρου και λαού για το άτυπο δημοψήφισμα των υπογραφών. Και σάν να μην έφθανε αυτό, ήδη προαναγγέλλετε την ανταποδοτική επίσκεψή Σας και τα υπεσχημένα αγαθά “τής λαμπρής υποδοχής”. Το έδαφος προλειαίνεται με ολιγομελείς αποστολές κληρικών ως ο μακαριστός Κερκύρας, ο Σεβ. Αττικής, ο Θεοφ. Θερμοπυλών, ο αιδ. Πρωτοσύγκελλος και ομάδα Κληρικών της Αρχιεπισκοπής.

ι) Γενικά, παρά τις προβλέψεις του Τόμου του 1850 και τις μετά ταύτα Πράξεις, ο Πρόεδρος της Συνόδου υπερβαίνετε τα όριά Σας από της πρώτης στιγμής και επιχειρείτε συστηματικά να μεταμορφωθήτε σε “Πρώτον” επί “Πάσης της Ελλάδος”. Εκείνο το “Πάσης” με το κεφαλαίο “Π” τι άλλο υποδηλώνει; Άν όχι “ανταρσία” κατά του Ανωτάτου Κανονικού Δικαιώματος του Πατριαρχείου στη Βόρειο Ελλάδα, πάντως περιφρόνηση του Συνοδικού πολιτεύματος της καθΕλλάδα Εκκλησίας. Δεν θα στηριχθώ σε πιθανολογίες, αλλά στην Αρχιεπισκοπική Εισήγηση του 1999.

«Το ότι είμεθα Πρώτος [κεφαλαίο “Π”!]  εν ίσοις [μικρό “ι”!] σε τίποτε δεν μεταβάλλει τις ηυξημένες οπωσδήποτε ευθύνες μας τόσον απέναντί σας, όσον και έναντι όλης της Εκκλησίας. Η θέσις όμως του Πρώτου είναι εκ των πραγμάτων υπεροχική… Πρός αυτόν, ως προς τον ηγετικόν συντονιστήν αναφέρονται οι Αρχιερείς, οι Κληρικοί και ο λαός… Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι ο πρώτος υπεύθυνος, ο πρώτος αχθοφόρος της Εκκλησίας, η πρώτη συνισταμένη των δυνάμεων της Ιεραρχίας, ο πρώτος εγγυητής των κανονικών θεσμίων, ο πρώτος φορεύς του εκκλησιαστικού πνεύματος… ο πρώτος Σταυροφόρος… Πρώτος αυτός πρωτοστατεί στη φανέρωση του δυναμικού Μυστηρίου της Εκκλησίας και στην αδιάλειπτη διακονία του λόγου της Αληθείας… Η Σύνοδος των Επισκόπων πλαισιώνει τον Πρώτον και μαζί του αποφασίζει δι’ όλα όσα αναφέρονται στην πορεία της Εκκλησίας…».

Οι συγκεκριμένες επίμονες θέσεις πλουτίζουν μια αυτοτελή “Πρωτολογία”, όλη δε η επιμονή ένα και μοναδικό στόχο έχει: να αναδείξει ΠΡΩΤίστως όχι το συνοδικό γεγονός, αλλά τον φορέα κεντρομόλου εξουσίας. Διαβλέπουμε τον μόνιμο προσανατολισμό όχι προς την συνοδική λειτουργία, αλλά προς τον διά συνελεύσεως “κομπάρσων” πλαισιούμενο υπεροχικό “Πρώτο”, ενώ είναι γνωστό ότι εν Ελλάδι έχουμε Πρόεδρο Ιεράς Συνόδου. Αλλ’ υπάρχει και συνέχεια.

«Τήν Εκκλησία μας την διοικεί η Ι. Σύνοδος της Ιεραρχίας, και κατά την απουσίαν της επιτροπικώς η Δ.Ι.Σ. Από αυτή την αρχή ουδείς μπορεί να εξαιρεθή. Και βέβαια εξαίρεση του κανόνος θα ήταν η επιδίωξη υπάρξεως μιάς Συνόδου με φαλκιδευμένα δικαιώματα».

Η ΙΣΙ όμως διατελεί εν ετησία περίπου νάρκη και αχρησία, εκτός 4-5 ημερών κατ’ έτος, οπότε Επίτροπος της ΙΣΙ κάτι ως Αντι­Ιεραρχία είναι η ΔΙΣ, η οποία ως ολιγομελής είναι και “ευδιοίκητη”. Μέχρι σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε ουδεμία ΔΙΣ ετέθη υπό την αναιρετική ή λογοδοτική εξέταση της ΙΣΙ. Λοιπόν! Ουσιωδώς την Εκκλησία την διοικεί η Διαρκής (“Διαλειμματική”) Σύνοδος, τ.έ. ο Μακαριώτατος Πρόεδρος. Η δε κατάχρηση της “κατ’ εξουσιοδότησιν της ΔΙΣ” εξουσίας του Προέδρου —παράνομος κατά το ΣτΕ (βλ. απόφαση 961/1978 Ολομέλειας)— εγχειρίζει στον Πρόεδρο προνομίες και ασυδοσίες υπερβολικές.

Αλλ’ έχουμε και συνέχεια από την Εισαγωγική Ομιλία προς την ΙΣΙ του 1999:

«Εφροντίσαμε, κατά την επαγγελίαν μας ότι θα αναδείξωμε και θα αξιοποιήσωμε όλες τις υπάρχουσες δυνάμεις της Εκκλησίας, να επιστρατεύσουμε τους πλείστους των εν Χριστώ Αδελφών μας, δηλ. τους Ιεράρχες μας σε τομείς της αρμοδιότητάς των… Έτσι αναθέσαμε σε 62 εξ υμών συγκεκριμένες ευθύνες σε διάφορες Επιτροπές που συνεστήσαμε με αποφάσεις της ΙΣΙ και της ΔΙΣ… Από την επιστράτευση αυτή εξαιρέσαμεν αφ’ ενός μεν τους γηραιοτέρους των Αδελφών…».

Ευδιάκριτη μια νοοτροπία και τακτική Στρατάρχου προς υφεστώτας αξιωματικούς, Εργοδότου προς απασχολουμένους εργολήπτες, Αρχηγού προς αρχομένους. Τοιούτον πολίτευμα δεν είναι Συνοδικό, αλλά ολιγαρχικό ή αυτοκρατορικό. Εφαρμοζόμενο εκθεμελιώνει κατ’ ουσίαν το Συνοδικό πολίτευμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και οικοδομεί οθνείο κατασκεύασμα, κατ’ απομίμηση του Βατικανού.

Νομίζω ότι αρκούν αυτά ως αυτο­έκφραση του φρονήματος και των επιθυμιών του Προέδρου της Ιεράς Συνόδου, που αυτο­εξαίρεται υπέρ την Ιερά Σύνοδο, σε πείσμα των ισχυόντων όχι μόνο τα τελευταία 75 χρόνια στην Ελλαδική Εκκλησία, αλλά και τα 150 έτη της αυτοκεφαλίας. Πρόκειται για μια ιδιότυπη “ανταρσία” όχι μόνον κατά των δικαίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και κατά των θεσμών διοικήσεως της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, συνιστά υπέρβαση ή και παράβαση νομιμότητος (Καταστατικού Χάρτη, Κανονισμών λειτουργίας ΙΣΙ και ΔΙΣ).


Όλα σχεδόν αυτά τα επισημαίνω επί τρία­τέσσερα χρόνια με αγωνιώδη Υπομνήματα. Πώς λοιπόν κατηγορούμαι για την εκκλησιολογική, ιεροκανονική, καταστατική συνέπεια της διαμαρτυρίας μου; Και δεν εγκαλείται ο επωφελούμενος της θέσεώς του, για να εκτρέψει την Εκκλησία της Ελλάδος, την Εκκλησία μας, από την πορεία υιικής συμπορεύσεως με τον μαρτυρικό Οικουμενικό Θρόνο, αλλά και σεβασμού του Τόμου του 1850 και της Πράξεως του 1928, ως και του Συνοδικού πολιτεύματος;

Ευελπιστώ πάντως και επεύχομαι στην επικείμενη σύγκληση της Ιεραρχίας να πρυτανεύσει το ειρηνοποιό Πνεύμα του Παρακλήτου και να κατευνάσει τον σάλο της Αγίας μας Εκκλησίας.

Γουμένισσα, 26 Μαΐου 2004


Πάνω