Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου

 
Εκείνον δεί αύξάνειν, έμέ δέ έλαττούσθαι.
Αύξήσωμεν είς Αύτόν τά πάντα, ός έστιν ή κεφαλή, ό Χριστός
 

Περί  ΠΡΩΤΟ-λογίας




Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών & πάσης Ελλάδος
κ.  ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΝ

Κοιν.: Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας­Μέλη τής Ι. Σ. Ιεραρχίας
 

Μακαριώτατε,
μετά από πολλήν βάσανο τού ζητήματος, μέ δυσφορίαν ου τήν τυχούσαν καί μέ θλίψη αφόρητη, αναγκάζομαι νά αποστείλω ευσεβάστως πρός Υμάς καί τήν παρούσαν επιστολή μου, ως συμπλήρωση τών δύο προσφάτων επιστολών περί υπολειτουργίας τού Συνοδικού συστήματος καί περί τού λειτουργικού Συνεδρίου. Επανέρχομαι γιά τό συναφές ζήτημα περί τού περιλαλήτου “Πρωτείου”. Είμαι αναποδράστως υποχρεωμένος νά λάβω ευόρκως υπεύθυνη θέση. Στήν παρούσα καμπή, τήν τόσο κρίσιμη γιά τό μέλλον τής καθ’ Ελλάδα Αγίας μας Εκκλησίας, τοποθετούμαι εντίμως καί ειλικρινώς, ου λαμβάνων πρόσωπον ανθρώπου, αμαθής ών καί σέ λόγους κολακείας.

Πρό τριετίας, προσέβλεψα κι εγώ στά πολλά κατά κόσμον προσόντα Υμών, τά οποία ήλπιζα ότι θά μετεποιούντο σέ χαρίσματα εκκλησιαστικής μαρτυρίας, ώστε από χαρισματικός Πρόεδρος νά αναδειχθήτε χαρισματούχος εκκλησιαστική προσωπικότητα. Γι’ αυτό καί έκρινα τότε, μέ τήν φτωχή μου αίσθηση, πώς ήταν θέλημα Θεού νά αναλάβετε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Προβληματιζόμενος σήμερα καί ανησυχών βαθειά καί αγωνιών γιά τίς επιλογές Υμών, έχω κατά Θεόν ή κατ’ Εκκλησίαν τό δικαίωμα νά καταπνίξω τήν φωνή τής συνειδήσεώς μου, χάριν μιάς ψευδωνύμου “ειρήνης χωριζούσης Θεού”;

Μετά θλίψεως ειλικρινούς δι’ Υμάς καί διά πάντας ημάς επισημαίνω ότι δηλώσεις επί δηλώσεων ωσεί εκπροσώπου Τύπου Σάς κατέστησαν πρόσωπο αντιλεγόμενο, παλινδρομούν μεταξύ ενθουσιασμού καί εφεκτικότητος, πάντοτε όμως σέ επικοινωνιακή επικαιρότητα. Διαισθάνομαι ότι στήν δική Σας δι’ αγαθών ελπίδων ανατείλασαν Αρχιεπισκοπεία ήδη έχει επέλθει ο κορεσμός τού παρατηρούντος καί επευφημούντος κόσμου εκ τών αλλεπαλλήλων επισήμων δηλώσεων καί ομιλιών, ως διαττόντων αστέρων, φαινόντων εξαίφνης εντυπωσιακώς καί σβεννυμένων.

 

ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΜΑΧΩΝ ΑΠΟΨΕΩΝ

'Ολα αυτά σωρευτικώς επιτείνουν τήν αγωνία μου γιά τήν πορεία τών τής Εκκλησίας μας πραγμάτων, σιωπώντα δέ, μέ καθιστούν αλληλεγγύως καί εξ αδιαιρέτου υπεύθυνο γιά ολιγωρία καί εφησυχασμό. Υπό τό βάρος τών τοιούτων καταθλιπτικών ευθυνών, σύν τοίς άλλοις αναδίφησα προσεκτικά στά εκδεδομένα “Πρακτικά” τών Συνεδριών τής Σεπτής Ιεραρχίας τού 1998 καί τού 1999, τά περιέχοντα τίς εκτενείς εισαγωγικές Ομιλίες Υμών. Διερεύνησα προσεκτικά μήπως υπήρχαν εκεί διακηρυγμένες θέσεις δηλωτικές προθέσεων πρός υπέρβασιν τών κανονικών καί εκκλησιολογικών ορίων αρμοδιότητος. Καί διεπίστωσα πρός λύπην μου μεγάλην ότι, καλοπροαιρέτως εφησυχάζων, καθ’ ό μού αναλογεί μερίδιο ανέχθηκα νά καταγραφούν αδιαμαρτύρητα καί ανέγκλητα απόψεις, έναντι τών οποίων υποχρεούμαι —υπό τήν φρικτήν ομολογία τής Κανονικής ευπειθείας, κατά τήν χειροτονία μου— νά διαχωρίσω ευγενώς μέν, ουχ ήττον όμως ευθαρσώς καί ανυποστόλως τήν θέση μου.

Διαβάζω ενδεικτικώς στήν Εισαγωγική Ομιλία Υμών στήν Ι.Σ.Ι. τού 1998 καί τού 1999 καί, όπου χρειάζεται, παρατηρώ μέ βάση τήν Ορθόδοξη Εκκλησιολογία:

(1) 1998, σσ. 31­33: "Υπό τό αυτό πνεύμα κινούμενοι ανελάβαμε, κατόπιν προσκλήσεων τών οικείων Ιεραρχών, επισκέψεις σέ ακριτικές καί άλλες Ι. Μητροπόλεις, νά έλθουμε σέ άμεση επαφή μέ τό λαό, νά τονώσουμε τό φρόνημά του καί νά επιδείξουμε τό πνεύμα ενότητος πού χαρακτηρίζει τούς Ηγέτες τής Εκκλησίας".

Αναντιρρήτως διαφαίνεται ένας ενθουσιώδης χαρακτήρας. 'Ομως, η τοιαύτη πανελλήνιος ποιμαντική πορεία εγκρύπτει καί τόν κίνδυνο δημιουργίας στό καθ’ εκάστην Μητρόπολιν εκκλησιαστικό πλήρωμα τής αντιεκκλησιαστικής ψευδαισθήσεως ότι καρπούται εκκλησιαστικήν πληρότητα διά τών τοιούτων αρχιεπισκοπικών εξορμήσεων καί εκπληρώνει μέγιστον εκκλησιαστικό του καθήκον επευφημών τόν “Ηγέτην ” τής Εκκλησίας. Καλόν πράγμα η επίδειξη τής αδελφοσύνης καί ενότητος, όμως ο όρος “Ηγέται” προφανώς ελέχθη εκ συναρπαγής, καθότι ούτε Υμείς ούτε ημείς είμεθα “Ηγέται”, αλλά διάκονοι τής εν μόνω τώ Χριστώ σωτηρίας τού λαού Του. Καί τά όρια τών δικαιοδοσιών μας είναι δεδομένα από τήν Συνοδική εκλογή καί τήν εκκλησιολογία, Υμών στήν Αρχιεπισκοπή Αθηνών, καί ημών στίς κατά τόπους Μητροπόλεις, αποκλειομένων Κανονικώς τών οιασδήποτε μορφής υπερβάσεων καί τών υπό προσχήματα εισπηδήσεων.

(2) 1999 σσ. 33­5: "Η αναζωογόνηση τού Συνοδικού μας συστήματος υπήρξεν εκ τών πρώτων μελημάτων καί εξαγγελιών μας…Τό ότι είμεθα Πρώτος εν ίσοις σέ τίποτε δέν μεταβάλλει τίς ηυξημένες οπωσδήποτε ευθύνες μας τόσον απέναντί σας, όσον καί έναντι όλης τής Εκκλησίας".

Η διατόρως αγγελλομένη αναζωογόνηση τού Συνοδικού συστήματος… “επεξηγείται”, ακριβώς αμέσως μετά, μέ τήν επί δισέλιδον ρητορική προβολή τού ρόλου τού “Πρώτου”, εν είδει ειδικής “Πρωτολογίας”, όπερ άνευ ετέρου προδίδει τό κυρίαρχο κίνητρο τής τοιαύτης αναζωογονήσεως, τ.έ. τήν αναβάθμιση τού διεκδικούντος δικαιώματα “Πρώτου” καί όχι μόνο Προέδρου τής Ιεράς Συνόδου. Γι’ αυτό άλλωστε παρεισάγετε τήν δυσνόητη διατύπωση τό ότι είμεθα Πρώτος (μέ κεφαλαίο “Π”) εν ίσοις (μέ μικρό “ι”) δέν μεταβάλλει τίς ηυξημένες ευθύνες μας, όπερ ερμηνευτέον: δέν μειώνει τήν επιμόνως επιδιωκομένη θεσμική αναβάθμιση τού Πρώτου. Στό παρ’ ημίν ισχύον σύστημα, είμεθα ίσοι, Υμών επιφορτισμένου επιπλέον μέ τήν προεδρική ευθύνη, η οποία ούτε ημών υπέρκειται ούτε καί τής Συνόδου. Καί κατά τούτο —λεκτέον εν παρόδω— είναι άθεσμος ακόμη καί η επιλογή τής επηρμένης προεδρικής Υμών θέσεως στήν αίθουσα Συνεδριών τής Ιεραρχίας, προκαλούσα δικαιολογημένο προβληματισμό περί τών Υμετέρων προθέσεων καί στόχων ως πρός τήν “διαχείριση” τής Προεδρικής ευθύνης. Σημειωτέον τέλος ότι, πέραν τής μόνον κατά Νόμον τυπικής δικαιοδοσίας Υμών ως Προέδρου βάσει τού Κ.Χ., ακόμη καί στήν σύγκληση τής Συνόδου βάσει τών Κανόνων καί δή τού 34ου Αποστολικού κανόνος συγκατατιθέμεθα καί μετέχουμε κατ’ ουσίαν όλες οι τοπικές Εκκλησίες­Μητροπόλεις καί όχι μόνος Υμείς (βλ. Ιω. Ζηζιούλα, νύν Περγάμου, “Ο Συνοδικός θεσμός: ιστορικά, εκκλησιαστικά καί κανονικά προβλήματα”, εν τιμ. τόμος επί τή 25ετηρίδι Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα (†), σ. 189).

(3) "'Ολοι οι Ιεράρχες  είμεθα ίσοι έναντι τής μυστηριακής ιερωσύνης τής οποίας είμεθα λειτουργοί".

Ορθότερη θά ήταν η διατύπωση “είμεθα ίσοι ως επίσκοποι” καί όχι απλώς ως φορείς τής μυστηριακής ιερωσύνης. 'Αλλως, είναι ανεπαρκής γιά νά δηλώσει τήν απόλυτη ισότητα, θεμελιουμένην στήν επισκοπική θέση εκάστου ημών στήν τοπική Εκκλησία, συγκροτουμένην περί τόν Προεστώτα τής Ευχαριστίας, καί στήν Συνοδική εν ισομοιρία συμμετοχή ως Επισκόπου­εκφραστού εκάστης τοπικής Εκκλησίας. Μάλιστα η τοιαύτη διατύπωση θυμίζει λίγο τήν παπική αντίληψη περί διαβαθμισμένης εξουσίας τών επισκόπων, αντλούντων τό μυστηριακό­τελετουργικό αξίωμα διά τής χειροτονίας, αλλά λαμβανόντων τό διοικητικό­ποιμαντικό από τόν Πάπα. Σέ μάς δέν επιμερίζεται η πνευματική εξουσία τού Επισκόπου σέ μυστηριακή ιερωσύνη καί διοικητική αρμοδιότητα.

(4) "Η θέσις όμως τού Πρώτου είναι εκ τών πραγμάτων υπεροχική… Πρός αυτόν, ως πρός τόν ηγετικόν συντονιστήν αναφέρονται οι Αρχιερείς, οι Κληρικοί καί ο λαός…"

Ευδιάκριτη η σαφώς δηλουμένη πρόθεση ασκήσεως όχι προεδρικού, αλλά ηγεμονικού ρόλου επί πάσης τής Εκκλησίας, επί πάντων τών Μητροπολιτών, αλλά καί πάντων τών Κληρικών καί σύμπαντος τού λαού τής καθ’ Ελλάδα Εκκλησίας. Αυτό ενυλώνεται μεθοδικώς μέχρι σήμερα μέ τίς ανά τήν Ελλάδα περιοδείες, μέ τήν άσκηση προσωπικής πολιτικής σέ καίρια ζητήματα ως τό περί υποδοχής τού Πάπα, μέ τήν προσωπική κυρίως διαχείριση τού αποτελέσματος τής δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας τής Εκκλησίας ως καταφάσεως τού συνόλου τών υπογραψάντων στίς προσωπικές Σας εν συνόλω επιλογές κ.λπ. Επ’ αυτού δέ, ερευνηθήτω: σέ τί ποσοστό τού συνόλου τού καθ’ Υμάς πληρώματος αναλογούν οι εξ Αθηνών υποστηρικτές τής τοιαύτης αποφάσεως τής Ιεραρχίας; Πάντως, εκκλησιολογικώς καί Κανονικώς δέν ανήκει εις Υμάς ως άθλημα διακονίας σύμπασα η Εκκλησία τής Ελλάδος, καί αυτό αποτελεί καιριότατο ζητούμενο ποιμαντικής καί προεδρικής αυτοσυνειδησίας, άνευ τού οποίου διακινδυνεύεται η ακεραιότητα καί γνησιότητα τού εν Ελλάδι Συνοδικού πολιτεύματος.

(5) "Ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι ο πρώτος υπεύθυνος, ο πρώτος αχθοφόρος τής Εκκλησίας".

Ο ρητορισμός αυτός σέ συνάφεια μέ τά προηγούμενα καί τά επόμενα αφεύκτως εκλαμβάνεται ως υπόστρωμα ενός “Πρωτείου” κοσμικά μέν αποδεκτού, θεολογικά όμως καί εκκλησιολογικά απαραδέκτου, κατά τό υπόδειγμα ρητορισμών τού παπικού στερεοτύπου “δούλος τών δούλων τού Θεού”. Ερευνητέον δέ, πόσον “άχθος” πνευματικώς όντως αναδεχόμεθα, κατά τό υπόδειγμα τών Αγίων. Μήπως ­αντιθέτως— γινόμεθα άχθος εμείς στήν Εκκλησία;

(6) "η πρώτη συνισταμένη τών δυνάμεων τής Ιεραρχίας"

Σέ ένα σύστημα μία είναι η συνισταμένη, καθώς δέν υπάρχει πρώτη καί δεύτερη καί τρίτη συνισταμένη, οπότε στό Συνοδικό σύστημα συνισταμένη είναι η Σύνοδος. Εκφράσεις περί “πρώτης συνισταμένης” α)υποδηλώνουν υπεροχική αυτοσυνειδησία πού υπερβαίνει τά όρια τού προεδρικού συντονισμού καί β) εξυπονοούν ότι οι Ιεράρχες πρέπει νά λειτουργούμε υποβαθμισμένα ως “συνιστώσαι τής συνισταμένης”, ως “Τιτουλάριοι”.

(7) "ο πρώτος συνδετικός κρίκος όλων"

Προφανώς συγχέεται τό επισκοποκεντρικό σύστημα οργανώσεως τής τοπικής Εκκλησίας μέ τήν προεδρική θέση τού Αρχιεπισκόπου στήν Σύνοδο, ο οποίος δέν είναι καθ’ εαυτόν σημείον συνεκτικόν, αλλά προεδρικόν Μέλος τής συνεκτικώς λειτουργούσης Ιεράς Συνόδου· είναι —άν χρησιμοποιήσουμε τέτοιο παράδειγμα— ένας κρίκος κυκλοτερούς αλυσίδας, όπου δέν υπάρχουν πρώτος, δεύτερος, τρίτος… έσχατος κρίκος, ωσάν νά έχουμε διαβαθμισμένης πνευματικής εξουσίας αρχιερείς. Ο ρόλος τού Προέδρου εξυπηρετεί τήν Κανονική λειτουργία τής Συνόδου, σέ σχέση αλληλεξαρτήσεως καί ισοτιμίας, βάσει τού 34ου Αποστ. Κανόνος.

(8) "ο πρώτος εγγυητής τών κανονικών θεσμίων, ο πρώτος φορεύς τού εκκλησιαστικού πνεύματος"

'Οπερ έδει δείξαι, καθότι αμφότερα τίθενται διαπιστωτικώς, ενώ θά έπρεπε νά τεθούν ευχετικώς ή οροθετικώς. Εγγυητής τών κανονικών θεσμίων καί φορεύς τού εκκλησιαστικού πνεύματος είναι η Ι.Σ.Ιεραρχίας καί πάν Μέλος τής Ι.Σ.Ι. κατ’ ισομοιρίαν. Ωστόσο δέν πρέπει νά μάς διαφεύγει τής προσοχής ότι καί η Ι.Σ.Ι. —μή επομένη τοίς αγίοις Πατράσι—από εγγυήτρια τών κανονικών θεσμίων καί τού εκκλησιαστικού πνεύματος, εκτρέπεται σέ εκκήρυκτον υπονομευτή, “εαυτής καταψευδομένη”. Καί όχι μόνο ως πρός τίς αποφάσεις της εκάστη Ιεραρχία οφείλει νά επακολουθεί στήν κανονική οροθεσία, αλλά καί ως πρός τήν διαδικασία διαγνώμης, όπως επιμόνως τονίζει η εν Καρθαγένη Σύνοδος στόν ξς΄ Κανόνα: «Καί ταύτα, ψηλαφηθέντων καί κατανοηθέντων πάντων τών εν τή εκκλησιαστική χρησιμότητι συντρέχειν δοκούντων, επινεύσαντος καί ενηχήσαντος τού Πνεύματος τού Θεού, επελεξάμεθα»! 'Αλλως, αποφάσεις —δήθεν τής Ιεραρχίας— ειλημμένες εκ συναρπαγής είναι άκυρες κι ανυπόστατες, ως τό ανακινηθέν ζήτημα αναβαθμίσεως Υμών ως Πρώτου, ενεργήσαντος ερήμην τής Ιεραρχίας.

(9) "ο πρώτος υπόλογος γιά τήν πορεία τού σκάφους τής Εκκλησίας"

Υπόλογοι είμεθα ο κάθε Μητροπολίτης στή Μητρόπολή του. Είναι λάθος νά παρεισάγουμε στήν αυτοσυνειδησία μας εξ επιρροής τών ΜΜΕ τήν αίσθηση ότι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος είναι τό Α καί τό Ω τών θετικών καί τών εσφαλμένων τής επιγείου πορείας τής Εκκλησίας. 'Οταν όμως κάποιος Αρχιεπίσκοπος λαμβάνει αφ’ εαυτού παρακινδυνευμένες πρωτοβουλίες πού υποθηκεύουν τά δίκαια τής Εκκλησίας, τότε έχει τήν ευθύνη γιά τήν συγκεκριμένη υποθήκευση, αλλά καί γιά τήν αυτονομημένη παρασυνοδική τακτική. Πόσοι Επίσκοποι, αλλά καί Πρόεδροι ή καί Πρώτοι τοπικών Εκκλησιών αποδοκιμάσθηκαν ως αιρετικοί καί αποβλήθηκαν Συνοδικώς τής Εκκλησίας!

(10) "ο πρώτος Σταυροφόρος"

Προφανώς δέν παραβλέπεται εκ προθέσεως τό θεμελιώδες γεγονός ότι ο πρώτος καί μόνος κατ’ ουσίαν Σταυροφόρος είναι ο επ’ αυτού σταυρωθείς Κύριος τής δόξης· εμείς υποτίθεται ότι συσταυρούμεθα, αίροντες τόν αναλογούντα ημίν σταυρόν, “εί πως καταντήσωμεν εις τήν εξανάστασιν”.

(11) "ο πρώτος επικρινόμενος"

Κι εδώ υιοθετείται εξ επιρροής τών ΜΜΕ η εσφαλμένη εκκλησιαστικώς άποψη ότι Αρχιεπίσκοπος = Εκκλησία, οπότε πάσα αστοχία κληρικού αποδίδεται ως ευθύνη ή ως έλλειμμα επιφυλακής στόν Αρχιεπίσκοπο. 'Ομως ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός μάλλον υποδηλώνει υπερπροστατευτική αναδοχή πατροναλιστικού ρόλου.

(12) "Πρώτος αυτός πρωτοστατεί στή φανέρωση τού δυναμικού Μυστηρίου τής Εκκλησίας καί στήν αδιάλειπτη διακονία τού λόγου τής Αληθείας".

'Οπερ ωσαύτως έδει δείξαι· καθότι ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος έχει μέν αναμφιβόλως τό πρωτείο τιμής, ουδόλως όμως καί τό πρωτείο εξουσίας καί τό πρωτείο αληθείας. Πέραν δέ τούτου, η διατύπωση “δυναμικό (Μυστήριο τής Εκκλησίας)” πραγματικά ξενίζει, καθότι δέν υπάρχει “δυναμικό” καί “μή δυναμικό”, αλλά τό Μυστήριο­οντότητα τής Εκκλησίας.

(13) "Η Σύνοδος τών Επισκόπων πλαισιώνει τόν Πρώτον καί μαζί του αποφασίζει δι’ όλα όσα αναφέρονται στήν πορεία τής Εκκλησίας…"

Γενικώς, οι συγκεκριμένες επίμονες θέσεις πλουτίζουν μιά ξενίζουσα αυτοτελή “Πρωτολογία”, όλη δέ η επιμονή καί επισήμανση ένα καί μοναδικό στόχο έχει: νά αναδείξει ΠΡΩΤίστως όχι τό συνοδικό γεγονός, αλλά τόν φορέα κεντρομόλου εξουσίας. Σέ συνδυασμό μέ τίς ανωτέρω επίμαχες απόψεις καί στήν παρούσα “θέση” διαβλέπουμε τόν μόνιμο προσανατολισμό όχι βέβαια πρός τήν συνοδική λειτουργία, αλλά πρός τόν διά συνελεύσεως “κομπάρσων” πλαισιούμενο υπεροχικό Πρώτο· από σημείο διακονίας τής ενότητος τών Κανονικώς ίσων μεταλλάσσεται σέ σημείον υπεροχής.

(14) "Τήν Εκκλησία μας τήν διοικεί η Ι. Σύνοδος τής Ιεραρχίας, καί κατά τήν απουσίαν της επιτροπικώς η Δ.Ι.Σ. Από αυτή τήν αρχή ουδείς μπορεί νά εξαιρεθή. Καί βέβαια εξαίρεση τού κανόνος θά ήταν η επιδίωξη υπάρξεως μιάς Συνόδου μέ φαλκιδευμένα δικαιώματα".

Προφανώς η ΙΣΙ διατελεί εν αναρμοδιότητι ή εν ετησία περίπου νάρκη καί αχρησία, εκτός 4-5 ημερών κατ’ έτος, οπότε Επίτροπος τής ΙΣΙ κάτι ως Αντι­Σύνοδος ή Αντι­Ιεραρχία είναι η ΔΙΣ, η οποία ολιγομελής ούσα είναι καί “ευδιοίκητη” καί “ευοικονόμητη”· μή αναφερομένη δέ στήν πράξη (βλ. ζήτημα υποδοχής Πάπα) καί μή εξαρτωμένη από τήν Ιεραρχία, αντί νά τελεί υπό τήν ΙΣΙ, ουσιαστικά φαλκιδεύει τά Κανονικά δικαιώματα τής ΙΣΙ. Μέχρι σήμερα, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε ουδεμία ΔΙΣ ετέθη υπό τήν αναιρετική ή λογοδοτική εξέταση τής ΙΣΙ. Λοιπόν! Ουσιωδώς τήν Εκκλησία τήν διοικεί η Διαρκής (γράφε: “Διαλειμματική”) Σύνοδος, τ.έ. ο Μακαριώτατος Πρόεδρος. Η δέ κατάχρηση τής “κατ’ εξουσιοδότησιν τής ΔΙΣ” εξουσίας τού Προέδρου —παράνομος κατά τό ΣτΕ (βλ. απόφαση 961/1978 Ολομέλειας) ως δυναμένης νά συγκαλείται καί εκτάκτως— εγχειρίζει στόν Πρόεδρο προνομίες καί ασυδοσίες υπερβολικές.

(15) 1999, σ.  37: «Εφροντίσαμε, κατά τήν επαγγελίαν μας ότι θά αναδείξωμε καί θά αξιοποιήσωμε όλες τίς υπάρχουσες δυνάμεις τής Εκκλησίας, νά επιστρατεύσουμε τούς πλείστους τών εν Χριστώ Αδελφών μας, δηλ. τούς Ιεράρχες μας σέ τομείς τής αρμοδιότητάς των… 'Ετσι αναθέσαμε σέ 62 εξ υμών συγκεκριμένες ευθύνες σέ διάφορες Επιτροπές πού συνεστήσαμε μέ αποφάσεις τής ΙΣΙ καί τής ΔΙΣ… Από τήν επιστράτευση αυτή εξαιρέσαμεν αφ’ ενός μέν τούς γηραιοτέρους τών Αδελφών… αφ’ ετέρου σέ τούς ελαχίστους εκείνους πού είτε ρητώς εδήλωσαν ότι δέν επιθυμούν…, είτε δέν υπήρξεν ευκαιρία νά αξιοποιηθούν σέ τομείς όπου θά μπορούσαν νά αποδώσουν».

Είναι ευδιάκριτη μιά νοοτροπία καί τακτική Στρατάρχου πρός υφεστώτας αξιωματικούς, Εργοδότου πρός απασχολουμένους εργολήπτες, Αρχηγού πρός αρχομένους. Τοιούτον πολίτευμα δέν είναι Συνοδικό, αλλά ολιγαρχικό ή αυτοκρατορικό. Εφαρμοζόμενο εκθεμελιώνει κατ’ ουσίαν τό Συνοδικό πολίτευμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί οικοδομεί οθνείον κατασκεύασμα, κατ’ απομίμηση τού Βατικανού.

(16) 1999 σσ.  42­3: «Κάθε Ι. Μητρόπολη είναι μία μικρή αλλά ολόκληρη τοπική Εκκλησία».

Δέν ισχύουν εγκόσμιες ποσοτικές παράμετροι στό Μυστήριο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάθε Ι. Μητρόπολη είναι η εν τόπω φανέρωση σέ πληρότητα τής Μιάς, Αγίας, Καθολικής καί Αποστολικής Εκκλησίας. Δέν μπορούμε νά ορίζουμε θεολογικά τίς Μητροπόλεις μέ ποσοτικά καί στατιστικά μέτρα ούτε νά κάνουμε λόγο γιά σμικρογραφία ακεραιότητος, ώστε νά δημιουργείται τεχνηέντως η ψευδαίσθηση ελλειμματικής “πληρότητος” σέ σχέση μέ μείζονα σχήματα.

(17) "η οποία τότε μόνον υπάρχει κανονικώς καί ενθέσμως, όταν τελεί εν κοινωνία μετά τής Ι. Συνόδου ως ανωτάτης κυριαρχικής αρχής τής διοικήσεως τής Εκκλησίας"

Η διατύπωση “ΚΥΡΙΑΡΧΙΚΗ αρχή διοικήσεως τής Εκκλησίας” είναι πρωτόλεκτη καί κατάφωρα αντιεκκλησιολογική. Θά έπρεπε τό ακριβώς αντίθετο νά δηλωθεί, ότι η Ι. Σύνοδος αντλεί τήν κανονική καί ένθεσμη ταυτότητά της από τήν συμμετοχή τών εκφραζόντων τίς κατ’ αυτούς τοπικές Εκκλησίες Μητροπολιτών.

(18) "Διά δέ τής τοιαύτης κοινωνίας, η κάθε μικρή τοπική Εκκλησία, δηλ. Ι. Μητρόπολη, καί αι υπ’ αυτήν ενορίες τελούν καί σέ κοινωνία μέ όλες τίς ανά τόν κόσμον Ορθόδοξες Εκκλησίες…"

Τέτοιες διατυπώσεις, αρμόζουσαι μόνον σέ ολοκληρωτικής αντιλήψεως οριζόντια διοικητική οργάνωση τής Εκκλησίας, επιπλέον δέ αναλύουσαι επιμεριστικώς καί αναφέρουσαι κατά παράταξιν τίς Ενορίες δίπλα από τήν τοπική Εκκλησία ωσεί επιμέρους μονάδες αυθυπάρκτως υφιστάμενες, είναι τουλάχιστον ανεπιτυχείς καί προδίδουν ελλειμματική εκκλησιολογία. Η καθοριστικώς καί εξ αδιαιρέτου εισφέρουσα συνοδικήν πληρότητα συμμετοχή καί σχέση μιάς Μητροπόλεως διά τού εαυτής Επισκόπου πρός τήν Σύνοδο παραθεωρείται. Ενθάπτεται υπό διατυπώσεις τάχα πιστότητος στό Συνοδικό πολίτευμα, όπερ μεταλλάσσεται σέ πυραμιδικώς υπερέχον καί κατεξουσιάζον συγκεντρωτικό σύστημα.

(19) "Η περιφρόνηση πρός τίς οδηγίες καί συχνά παρακλήσεις τής ΔΙΣ γιά τήν συμμόρφωση όλων πρός αυτές ή γιά υποβολή ζητουμένων στοιχείων… συνιστούν βαρύ κανονικό ολίσθημα"

Η περιφρόνηση πρός τίς “παρακλήσεις” τής ΔΙΣ, ιδίως μάλιστα όταν έχουμε μετάσχει τών διεργασιών λήψεως τών τοιούτων μέτρων, είναι αντιδεοντολογική. Αλλ’ εκ τού αντιθέτου καί η απαίτηση γιά συμμόρφωση πρός τίς “οδηγίες” τής ΔΙΣ είναι εξίσου αντιδεοντολογική κι αντιεκκλησιολογική. Δέν υπέρκειται η ΔΙΣ ημών τών Μητροπολιτών. Δέν εξουσιάζει η ΔΙΣ τών Μητροπόλεων. Ουδόλως διαπράττεται “βαρύ Κανονικό ολίσθημα”, όταν η άρνηση “συμμόρφωσης” ερείδεται σέ αναφαίρετα επισκοπικά δικαιώματα. Πρέπει νά γίνει άπαξ διά παντός σαφέστατον ότι εκάστη τοπική Εκκλησία ΔΕΝ αντλεί Κανονική πληρότητα ως υφισταμένη υπηρεσία τής ΔΙΣ καί τό ενταύθα λεγόμενον τεκμηριώνει φόβους περί αντιεκκλησιολογικών αντιλήψεων γιά καταχρηστική άσκηση υπερεξουσιών από μέρους τής ΔΙΣ, όπερ απαράδεκτον καί καταδικαστέον. Η ΔΙΣ, μή ούσα Κανονικόν όργανο, δέν δύναται νά νοσφίζεται δικαιώματα τής ΙΣΙ ή αναφαίρετα δικαιώματα τών Μητροπολιτών ως εκφραστών τής καθ’ ημάς τοπικής Εκκλησίας καί νά είναι εντολεύς ημών τών Μητροπολιτών. Θά ελέγαμε μάλιστα ότι είναι υποχρεωμένη η ΔΙΣ νά “λογοδοτεί” πρός τούς ωσαύτως δυνάμει Συνοδικούς­τούς Μητροπολίτες Μέλη τής Ιεραρχίας, ακόμη καί σέ περιπτώσεις όπως π.χ. η διαχείριση τής κατ’  έτος δισκοφορίας υπέρ τού Παναγίου Τάφου.

(20) "Πάν ό,τι ζητεί η Ιερά Σύνοδος παρά τών Ιεραρχών της, τό ζητεί διότι υπάρχει σοβαρός λόγος. Δέν προχειρολογεί ούτε πολλώ μάλλον καταπιέζει. Κάθε δέ καθυστέρηση απαντήσεων πρός αυτήν δυσχεραίνει τήν όλη εκκλησιαστική διοίκηση καί πάντως συμβάλλει στήν χαλάρωση τών δεσμών πού πρέπει νά συνδέουν τόν Επίσκοπο μέ τήν κυρίαρχη εκκλησιαστική Αρχή του".

Ευδιάκριτη η αντιεκκλησιολογική, αντικανονική, αντικαταστατική αντίληψη πώς οι Μητροπόλεις είναι κάτι σάν υφεστώσες υπηρεσίες ή τμήματα τής ΔΙΣ, ο δ’ Επίσκοπος κάτι σάν εντεταλμένος γιά παραγωγή έργου συνοδικός επίτροπος ή διευθυντής τμήματος συνοδικής εργασίας. Φρικτό καί νά τό διανοείται ορθόδοξος ιεράρχης (βλ. ανωτέρω παρατηρήσεις στήν § 2), πόσο μάλλον νά διακηρύσσεται επί Συνόδου καί νά αναγράφεται σέ επίσημα Πρακτικά Ορθοδόξου Συνόδου Ιεραρχίας!!! Τοιουτοτρόπως διακινδυνεύουμε νά μεταβληθούμε σέ υπηρετικά όργανα βατικανείου πολιτικής.

Λησμονείται δέ καί παραθεωρείται ότι τό Συνοδικόν γεγονός δέν έχει μόνο οριζόντια, αλλά καί κάθετη διάσταση, ως εμπνεομένη πιστότητα ή καί εποικοδόμηση σέ όσα τό 'Αγιον Πνεύμα διά τών εν γνώμη Ιησού Χριστού Πατέρων εθέσπισε.

* * *

Υπάρχουν καί άλλα σημεία, τά οποία δέν θέλω επί τού παρόντος νά σχολιάσω, γιά νά μήν επιμηκύνω τόν λόγο καί φανώ λεπτολογών. Καλός ο ενθουσιασμός, θεμιτός ο προγραμματισμός, ευλογητός “ο θείος οίστρος”, όπως λέγεται στήν Εισαγωγική Ομιλία τού 1998.

'Ομως, τίς επίμαχες διατυπώσεις­δηλωτικές πεποιθήσεων καί προθέσεων δέν τίς επικυρώνει η ιστορία τών Τοπικών καί τών Οικουμενικών Συνόδων καί η διαιώνια εκκλησιαστική ιστορία τών τοπικών Εκκλησιών ούτε η Εκκλησιολογία μας, τ.έ. δέν τίς υιοθετεί η Ορθόδοξος Εκκλησία μας.

Δυοίν θάττερον, λοιπόν! 'Η ενσυνείδητη εμμονή σέ τοιούτους ισχυρισμούς καί απώλεια τών κριτηρίων Ορθοδόξου εκκλησιολογικής καί κανονικής αυτοσυνειδησίας, οπότε ευρισκόμεθα υπό Συνοδικήν (τής Ι.Σ.Ι.) κατάγνωσιν, ή ανάκληση εν τή θεωρία καί πράξει, οπότε παραμένει αναγνωρίσιμος η Ορθόδοξος επισκοπική αυτοσυνειδησία καί ο λειτουργικός μας ρόλος όπως τόν προδιαγράφουν τά παρ’ ημίν ισχύοντα.

Τήν Εκκλησία μας δέν τήν σώζει ο προγραμματισμός, αλλ’ η λειτουργία τής Ευχαριστίας τού Θεού, πού καθαίρει καθ’ ημέραν καί τροφοδοτεί μέ τήν Χάρη τού Κυρίου μας τό συνασκούμενον όλον Σώμα, όπερ φυλακτέον καί οροθετητέον υπό τού Συνοδικού πολιτεύματος, εκφράζοντος μέ ευλαβή πιστότητα τήν Εκκλησία καί μή “κατακυριεύοντος τών κλήρων”.

Καί γνήσια συνεισφορά αποτελεσματικότητος καί εκκλησιαστικής “παραγωγικότητος” κατά Θεόν καί ανθρώπους έχουν οι Ιεράρχες τού “είναι καί μή φαίνεσθαι” (ως ο συκοφαντηθείς καί όντως ταπεινός καί θαυμαστωθείς 'Αγιος Νεκτάριος ο από Πενταπόλεως ή, στά μέτρα μας, ο μακαριστός Ν. Σμύρνης Χρυσόστομος, ο ποιμενάρχης τής φιλανθρωπίας μέχρι θυσίας) καί οι ταπεινοί καί μή πανεπιστήμονες Ιερώνυμοι (ως τής Αιγίνης ή τής Αναλήψεως)  καί Πορφύριοι (ως ο Γέρων Πορφύριος) καί Φιλόθεοι (ως ο γέρων Φιλόθεος τής Πάρου) καί Παΐσιοι (ως ο Γέρων Παΐσιος) καί Γαβριηλίες (ως η γερόντισσα Γαβριηλία) καί Ιάκωβοι (ως ο Γέρων Ιάκωβος τής Εύβοιας) από όλους ημάς τούς “Ηγέτας”, ιδίως όταν εισπράττουμε τίς επευφημίες τού ευκόλως συναρπαζομένου πλήθους ή όταν θέλουμε νά καρπωθούμε όσα κατεργάζεται η Χάρις τού Θεού η σύν ημίν καί υπό τήν ημετέραν προσωπικήν ανεπάρκεια κατεργαζομένη τήν εκκλησιαστική εγχρίστωση τών σωζομένων καί θεουμένων.

Εύχομαι εναγωνίως νά ξαναβρούμε τό απολεσθέν “άλας” τών Αγίων καί θεοφόρων Πατέρων μας, τό μόνον “αλίζον” καί συντηρούν τόν άλλως σηπόμενον κόσμο μας. 'Ωστε “επόμενοι Αυτοίς” ως πρός τό θεόδεκτο ήθος καί τήν ταπεινοφρονούσα άνωθεν έμπνευση νά θεολογούμε εγκρίτως, νά ποιμαίνουμε θεομιμήτως καί νά καρποφορούμε καί αυξάνουμε “εις Χριστόν”.

Ζητώ δέ ταπεινά τήν κατανόησή Σας, επειδή αναγκάστηκα νά καταφύγω σ’ αυτόν τόν τρόπο επικοινωνίας, καθώς είναι τόσο πολλά τά αυτονόητα πού σήμερα παραθεωρούνται, ώστε νά είναι ανεπαρκής ο διαθέσιμος χρόνος κριτικής παρεμβάσεως στήν επικείμενη Ιεραρχία γιά διεξοδική ανάπτυξη τόσο κρισίμων προβλημάτων.

Γουμένισσα, 26-9-2001

Πάνω