Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου

 
 
"Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΜΑΣ"
(του Σεβ. Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου)
  Το βιβλίο κυκλοφόρησε επι τη συμπληρώσει μιας δεκαετίας επισκοπικής ποιμαντικής διακονίας του συγγραφέως (1990-99) και περιλαμβάνει 16 κείμενα που γράφτηκαν αυτήν την περίοδο.
    Ενδεικτικά δημοσιεύουμε τα κατωτέρω δύο:
 
  • Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας στην ενωμένη Ευρώπη

  •  
  • Η Ορθοδοξία προφητική φωνή κρίσεως και κλήσεως του κόσμου στο μεταίχμιο δύο χιλιετιών

  •  
     

    Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
    ΣΤΗΝ ΕΝΩΜΕΝΗ ΕΥΡΩΠΗ
    (θησαυρός εν οστρακίνοις σκεύεσιν)

    [εκφωνήθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας (20-3-1994),
    στό Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, κατά τήν Συνοδική θ. Λειτουργία]

    (οι αριθμοί εντός των παρενθέσεων
    παραπέμπουν στις σημειώσεις στο τέλος του κειμένου)


    Από τίς χώρες τού βορρά ώς τόν ιεραποστολικό αγρό τής Αφρικανικής ηπείρου, κι από τήν χώρα τού ανατέλλοντος ηλίου ώς τίς εσχατιές τής Δύσης, στούς θεοβαδίστους Τόπους, στήν Δαμασκό καί τήν Αλεξάνδρεια τήν μεγάλη, παντού όπου η υπ’ ουρανόν Ορθοδοξία —μέ επίκεντρο τήν Βασιλεύουσα— φρυκτωρεί τό άγιο φώς τής θεουργικής εμπειρίας της, σήμερα πανηγυρίζουμε τόν θρίαμβο τής Ορθοδοξίας.

    Τί μπορεί νά σημαίνει γιά τήν ιερή μας Σύναξη αυτή η εορτή; Τί νόημα έχει ο πανηγυρισμός τής Ορθοδοξίας στή σημερινή Ελλάδα τής ενουμένης Ευρώπης; Μήπως τόν υπερτονισμό στοιχείων διαλεκτικής αντιπαραθέσεως τής θρησκευτικής μας παραδόσεως απέναντι στήν παπική καί προτεσταντική υπόλοιπη Ευρώπη; 'Εχει άραγε θέση μιά τέτοια εορτή, μέ τόση επισημότητα, στή διαδικασία κοινωνικής καί πολιτιστικής συγκλίσεως τών κρατών-μελών τής Ευρωπαϊκής Ενώσεως;

     

    ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΔΥΣΗ -- ΤΟ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΗΘΟΣ

    'Ας αποσαφηνίσουμε κάποιους όρους, περί Ορθοδοξίας καί περί Δύσεως, όρους πού εκφράζουν ποιότητες ζωής.

    Τί είναι, καταρχήν, η Ορθοδοξία; 'Ενα ιδεοληπτικό σύστημα; Μιά θρησκειακή συσσωμάτωση αυστηρών δογματιστών; 'Ενα συμπίλημα ιδεών Εβραϊκής καί Ελληνικής καί Ρωμαϊκής κοσμοθεωρίας; 'Οχι. Τίποτε από όλα αυτά.

    Ορθοδοξία είναι η μία καί αδιαίρετη αγία, καθολική καί αποστολική Εκκλησία τού Χριστού, η επέκταση τής σάρκωσης τού Θεού στήν ιστορική σάρκα τού κόσμου, στούς αιώνες καί στήν αιωνιότητα.(2)

    Κι αυτό δέν τό λέμε αυθαιρέτως. Τό μαρτυρεί «εν αποδείξει Πνεύματος Αγίου καί δυνάμεως» (Α΄ Κορ. β, 4) η αυτοσυνειδησία μας. Αλλά τό επιμαρτυρεί καί η κοινή χριστιανική παράδοση τών πρώτων αιώνων καί ολόκληρη η μετέπειτα εκκλησιαστική ιστορία, πρός τήν οποία ταυτιζόμεθα απολύτως καί τής οποίας τήν αναμφισβητήτως ζώσα ιστορική συνέχεια συνιστούμε. Ως άμεση επιβεβαίωση, σέ λίγη ώρα, θά απαγγείλουμε εκείνα τά άγια ρήματα τού Συνοδικού τής Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, τό ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν».

    Γιά μάς, αυτά τά λόγια δέν είναι ρητορισμός. «Ου γάρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ’ εν πράγμασιν η αλήθειά τε καί η ευσέβεια» (Συνοδικός Τόμος τού 1351). Η Ορθοδοξία αγωνίσθηκε γιά τά δόγματα, δηλαδή γιά τήν αποκλειστικότητα τής ένθεης εμπειρίας της καί γιά τήν ακεραιότητα τής αποκαλυμμένης πίστεώς της· όχι γιά λέξεις καί ιδεολογήματα. Κι άν θέλετε νά κυριολεκτήσουμε, ακόμη καί μέ αυτά τά θριαμβικά λόγια πάλι δέν είναι δυνατόν νά εκφρασθεί η πεμπτουσία τής εκκλησιαστικής εμπειρίας. Διότι η εκκλησιαστική εμπειρία είναι μετοχή στίς άκτιστες ενέργειες, στήν άκτιστη ζωή τού Θεού, δηλαδή σέ μιά πραγματικότητα πέρα από τά όρια τής δικής μας κτιστής φύσεως.

    Αυτή η πραγματική εμπειρία καί η αυθεντική γλωσσική επαγγελία τής εμπειρίας συνιστά τήν ουσία καί τήν μαρτυρία τής Ορθοδοξίας. Είναι ο θησαυρός γιά τόν οποίο μίλησε ο Παύλος, ο ελληνιστής Απόστολος τού Χριστού: «Ο Θεός <είναι> ός έλαμψεν εν ταίς καρδίαις ημών πρός φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού. 'Εχομεν δέ τόν θησαυρόν τούτον εν οστρακίνοις σκεύεσιν, ίνα η υπερβολή τής δυνάμεως ή τού Θεού καί μή εξ ημών» (Β΄ Κορ. δ, 8-10).

    * * *

    Καί τί είναι άραγε η Δύση γενικότερα, η δυτική χριστιανοσύνη ειδικότερα; Δέν είναι μιά έκφραση τού Χριστιανισμού τυπικά εξίσου αξιόπιστη μέ εκείνην τής Ορθοδοξίας;

    Θά διακινδυνεύσουμε νά προβούμε σέ μερικές οδυνηρές επισημάνσεις, έγκυρες όμως, αφού πέρασαν μέσα από τήν δοκιμασία τής Ορθοδοξίας διά τού πυρός καί τού σιδήρου τών αδελφών μας τής δυτικής Χριστιανοσύνης.

    Μιά σύγχρονή μας προφητική μορφή τής Ορθοδοξίας, ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς, επισημαίνει: «Ο δυτικός Χριστιανισμός, εις τήν ουσίαν του, είναι ο πλέον ριζικός ουμανισμός, διότι ανεκήρυξε τόν άνθρωπον αλάθητον, καί τήν θεανθρωπίνην κοινωνίαν μετέβαλεν εις ουμανιστικήν. Ως εκ τούτου η ατομοκρατία <τού Προτεσταντισμού> καί η ολοκρατία <τού Παπισμού> είναι δύο όψεις τού αυτού πράγματος… Μέ τήν πράξιν αυτήν τής σμικρύνσεως τού Χριστιανισμού εις ουμανισμόν έχει αναμφιβόλως απλοποιηθή ο Χριστιανισμός. Ταυτοχρόνως όμως έχει καταστραφή».(3)

    Μιά βαθειά ανάλυση αυτών τών θέσεων θά απαιτούσε ειδική διάλεξη καί εκτενή διαπραγμάτευση. Τά ακόλουθα μόνο λέγω· πρώτον, όλα τά γνωστά φιλοσοφικά, κοινωνικοπολιτικά καί οικονομικά συστήματα, τά αλληλοαναιρούμενα,  άσχετα από τό πού εφαρμόστηκαν, πάντως εκπήγασαν από τή Δύση.(4) Καί δεύτερον, όλα αυτά τά συστήματα δέν είναι τίποτε άλλο παρά τό εποικοδόμημα τής έκπτωσης τού δυτικού χριστιανισμού από τόν Θεανθρωπο-κεντρικό ανθρωπισμό τής ενιαίας Χριστιανοσύνης σέ ένα ανθρωπο-κεντρικό ουμανισμό.

    Δείτε τόν δυτικοευρωπαίο άνθρωπο, είτε τόν μόνιμο είτε τόν μετανάστη πέραν τού Ατλαντικού. Δείτέ τον χωρίς τήν στιλπνότητα τού προηγμένου πολιτισμού του, τού πολιτιστικού προσωπείου του. Η ιστορία του είναι η «ιστορία τής αυτοπραγμάτωσης τού ανθρώπου» (Καθ. Ιω. Κορναράκη “Ο άνθρωπος τού ουμανισμού καί ο άνθρωπος τής Ορθοδοξίας”, Στ΄ Πανελλήνιο Θεολ. Συνέδριο 1988, σ. 261). Καί εν ονόματι τής οικονομικής καί τεχνολογικής του ισχύος, θέλει νά συμπεριφέρεται ως αγέρωχος επικυρίαρχος καί αυτόνομος ρυθμιστής τών πραγμάτων τού κόσμου. Διακατέχεται από τό αρχετυπικό σύμπλεγμα τού φεουδάρχη καί τού αποικιοκράτη, μέ τήν αυταρέσκεια είτε τού ατομικού είτε τού συλλογικού ατομικιστικού αλαθήτου. Είναι ένα σώμα πού λειτουργεί μέ μόνη τήν υπερτροφική λογική του, μέ κριτήριο τό: «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», ο Ευρωπαίος υπεράνθρωπος ή αυτοθεός (π. Ι. Πόποβιτς ό.π., σ. 147).

    Δείτε καί τόν άνθρωπο τόν αναθρεμμένο μέ τό θεανθρώπινο ήθος καί φρόνημα τής καθ’ ημάς Ανατολής. Ακόμη καί μέ τίς κηλίδες τών ομολογημένων αμαρτημάτων καί λαθών του, είναι «ένας αριστοκράτης τού πνεύματος» (βλ. π. Ιεροθέου Βλάχου, νύν Μητροπ. Ναυπάκτου “Ανατολικά Α΄, σ. 58). Αυτό δέν σημαίνει πώς είναι ιδεαλιστής· διότι δέν τού χρειάζεται, όπως στόν δυτικοευρωπαίο, νά εξωραΐσει τήν ορθολογική απανθρωπιά του. Ούτε ανθρωπιστής· διότι απλούστατα έχει ανθρωπιά (βλ. π. Γ. Μεταλληνού, 1992: απειλή ή ελπίδα, σ. 27). Ούτε τυραννικός πρός τούς άλλους· διότι, ως ετερόνομος μέ τή Χριστοκεντρική του εξάρτηση καί μέ τήν Τελωνική αυτοσυνειδησία τής μετανοίας, δέν διακατέχεται από τήν εσωτερική ανασφάλεια, τίς ισχυρές απωθήσεις, τήν απολυτότητα τής ακρωτηριασμένης αυτοσυνειδησίας τού ουμανιστή δυτικού ανθρώπου (βλ. Ιω. Κορναράκη ό.π., σσ. 261­271).Ο Ορθόδοξος δέν είναι ποτέ κατακτητής, ποτέ αποικιοκράτης, ποτέ ιμπεριαλιστής, ποτέ σοβινιστής, ιδίως στό θρησκευτικό τομέα.(5) Διότι ζεί καί εκφράζει τήν καθολικότητα τής εν Χριστώ σωτηρίας, πού δέν επιβάλλεται διά τής βίας, αλλά μετέχεται διά τής ελευθερίας καί τής αγάπης.(6)

     

    ΑΠΕΙΛΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ — ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

    Καί παρ’ όλα αυτά, η Ορθοδοξία ακόμη καί σήμερα ευρίσκεται ενίοτε απειλουμένη από τήν ομόθρησκη Ευρώπη, καί στό θρησκευτικό καί στόν πολιτικό τομέα, μιάς καί οι δύο τομείς αφορούν τόν ίδιο αποδέκτη, τό γένος τών Ορθοδόξων, τό λαό της. Δέν χρειάζεται νά απαριθμήσουμε παραδείγματα, γιά τήν ομολογημένη επεκτατικότητα τού Βατικανού (αλλά καί τών Προτεσταντικών ομολογιών) στίς χώρες τής μετακομμουνιστικής Ευρώπης· είτε άμεσα ως ιεραποστολική προπαγάνδα είτε έμμεσα μέ τήν —διά τής διεθνούς πολιτικής— προώθηση εθνικιστικών συγκρούσεων. Είναι σύγχρονα όλα αυτά καί πασίγνωστα.(7)

    Ωστόσο, δέν αποθαρρυνόμεθα ούτε καί εκτραχυνόμεθα σέ μισαλλοδοξία. Γνωρίζουμε ότι ο θησαυρός τής αδιακόπου θεανθρωπίνης εμπειρίας μας στήν Ορθόδοξη Ανατολή, είναι “θησαυρός εν οστρακίνοις σκεύεσι”. Δέν γίνεται νά μήν εφαρμοσθεί στήν ένσαρκη Χριστιανοσύνη, στήν Ορθοδοξία, τό Παύλειο: «εν παντί θλιβόμενοι αλλ’ ου στενοχωρούμενοι… πάντοτε τήν νέκρωσιν τού Κυρίου Ιησού εν τώ σώματι περιφέροντες, ίνα καί η ζωή τού Ιησού εν τώ σώματι ημών φανερωθή» (Β΄ Κορ. δ, 8—10).

    Καί είναι γεγονός ότι ο θησαυρός τής Ορθοδοξίας δέν είναι εξωτερικός ούτε έξωθεν αλωτός. Η Ορθοδοξία, μολονότι βάλλεται, υφίσταται καί μεγαλουργεί, ακόμη καί υπό τίς πλέον δυσμενείς εξωτερικές συνθήκες. Καί θά συνεχίσει ­πιστεύω­ νά βάλλεται, όπως καί θά συνεχίσει νά υφίσταται ως “λείμμα” διότι ακριβώς έχει τόν θησαυρό, καί ο θησαυρός της δέν είναι ευχείρωτος ούτε αλώσιμος.(8) Είναι ο θεόσδοτος θησαυρός τής κοινωνίας τού Αγίου Πνεύματος. Καί «όπου εστί τό Πνεύμα τό 'Αγιον, εκεί επακολουθεί, οίον σκιά, ο διωγμός καί η πάλη… Διό ουκ <οφείλομεν> ξενίζεσθαι, αλλά ανάγκη διώκεσθαι τήν αλήθειαν» (Μακαρίου Αιγυπτίου, Ομιλία 15, 11-12, ΡG 34, 584 ΑΒ).

    * * *

    Προλαβαίνω τήν έκφραση τής δυσφορίας σας, γιά τήν εκ πρώτης όψεως πόλωση πού διαφαίνεται, καί μάλιστα σέ ένα λειτουργικό λόγο.

    Ωστόσο, πρέπει νά τό ομολογήσουμε· η Εκκλησία, παρ’ όλες τίς επιφυλάξεις, βλέπει θετικά τήν δεδομένη πλέον διαδικασία τής ενοποιήσεως. Δέ θέλουμε νά περιθριγκώσουμε τό δυναμισμό τής Ορθοδοξίας μέ μισαλλόδοξους “Φιλιππικούς”. Δέν είναι αυτό τό ήθος καί τό φρόνημα τής Εκκλησίας, η οποία ήδη από τό 1920 διά τού Οικουμενικού Πατριαρχείου έκανε γενναία ανοίγματα διαχριστιανικής συνεργασίας στό χώρο τής Ευρώπης.

    Επιχειρήσαμε μιά διαγνωστική ανατομία τού εκατέρωθεν ήθους Ανατολής καί Δύσεως, πού αποτελεί τό πλαίσιο καί τήν δυναμική τών εκατέρωθεν πολιτισμών· δηλαδή τών δύο τρόπων βιοθεωρίας καί κοσμοθεωρίας, πού θά πρέπει νά συμβάλουν στήν επιζητουμένη πολιτιστική ενοποίηση.(9)

    Γιά νά είμαστε δέ ειλικρινείς, πέρα από όσα αναφέραμε, τό πολιτιστικό φρόνημα καί ήθος τού Δυτικοευρωπαίου ανθρώπου καί τά εξ αυτού πολιτιστικά, πολιτειακά καί θρησκευτικά “αγαθά” τού Διαφωτισμού έχουν πρό πολλού εισβάλει καί αλλοιώσει τήν ταυτότητα ημών τών Νεοελλήνων. Κι αυτό από πολύ παλιά, προεπαναστατικά καί μετεπαναστατικά, ώστε ο νέος Ελληνισμός νά είναι παράγωγο μιάς διαλεκτικής μεταξύ Δυτικοευρωπαϊκού ουμανισμού καί Ορθόδοξης πατερικότητας.(10) Τό αυτό μπορούμε νά ισχυρισθούμε καί γιά τούς άλλης εθνικότητος ομοδόξους λαούς τής Ανατολικής Ευρώπης.

    Καί γιά νά εξειδικεύσουμε τό θέμα στά πάντοτε επίκαιρα δικά μας εσωτερικά προβλήματα τής Εκκλησίας. Σήμερα, θρησκεύοντες χριστιανοί πού ομολογούν δυναμικά τήν ορθοδοξία τής πίστεώς τους, ωστόσο αποδέχονται στήν πράξη τό αλλοτριωμένο ήθος τής Δυτικής ανθρωπολογίας: τήν εγωκεντρική αυτοδικαίωση, τήν ατομική ανελευθερία καί υποταγή σέ ένα άτεγκτο σύστημα αξιών καί απαξιών τού τύπου “πρέπει” καί “δέν πρέπει”, στό οποίο θεωρούν πώς είναι ανυπερθέτως αναγκασμένος ο Θεός νά υποτάσσεται· καί εκείνους μέν νά δικαιώνει, τούς άλλους δέ νά καταδικάζει. 'Ετσι, δυστυχώς, φθάσαμε στό σημείο νά αποδεχόμαστε καί νά περιφέρουμε ανά τό πανελλήνιο μιά κακοποιημένη εικόνα περί Ορθοδοξίας: τή μισαλλοδοξία τών σταυροφόρων καί τής Ιεράς Εξετάσεως, τήν αδυσώπητη μισανθρωπία τού ηθικισμού, τόν δογματισμό τών αυτοχειροτονημένων αλαθήτων, τόν ακτιβισμό τών αξιομισθιών, τόν λαϊκισμό τής διαμαρτυρήσεως… καί τόσα άλλα πού ποτέ δέν εξέφραζαν καί ποτέ δέν μπορούν νά εκφράσουν τό δόγμα καί τό ήθος τής Ορθοδοξίας.

     

    Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ — Η ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΜΑΣ

    Ωστόσο, η Ευρώπη, μολονότι συνέβαλε στόν εκδυτικισμό καί τήν αλλοτρίωση τής Ανατολής (μέ τήν εξαγωγή είτε τού θρησκευτικού είτε τού κοινωνικο-πολιτικού ιδεολογικού της συναλλάγματος) σήμερα προσδοκά νά λάβει από τήν Ορθοδοξία· καί όπως είναι φυσικό, νά λάβει καί από τήν Ελληνική είτε καί τήν Ελλαδική Ορθοδοξία.(11)

    Ο διεθνούς φήμης γηραιός Βρετανός Βυζαντινολόγος σέρ Στήβεν Ράνσιμαν σέ πρόσφατη συνέντευξή του στό ΒΒέ, τόνισε ότι: «Κατά τόν επόμενο αιώνα η Ορθοδοξία θά επικρατήσει μεταξύ όλων τών ιστορικών θρησκειών, ενώ τό μέλλον τού Καθολικισμού καί τού Προτεσταντισμού είναι αβέβαιο. Η Ορθοδοξία διατηρεί τά στοιχεία τής πίστεως, ενώ οι άλλες χριστιανικές ομολογίες ξεπέσανε σέ ένα ξηρό Ορθολογισμό».(12)

    Τό όραμα τής ενωμένης Ευρώπης, όπως άλλωστε καί διαπρεπείς εκπρόσωποι τής Δυτικής Εκκλησίας επισήμαναν, δέν μπορεί νά ενυλωθεί παρά μόνο μέσα καί από τήν ενότητα τών Χριστιανών (Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού ό.π., σ. 30). Αυτό σημαίνει έμμεση αποδοχή, άν όχι τής ισοτιμίας, τουλάχιστον τής θετικής αξίας καί τής δικής μας παραδόσεως.

    * * *

    Τά αυτογνωστικά, όμως, ερωτήματα πού τίθενται αμείλικτα καί γιά τόν ομιλούντα καί γιά τό πλήρωμα τής Εκκλησίας είναι:

    Πόσο βιώνουμε τό ήθος τής Εκκλησίας καί πόσο εκφράζουμε μέ τό ήθός μας τήν πίστη τής Ορθοδοξίας;

    Υπάρχουν σύγχρονοι Κύριλλοι καί Μεθόδιοι, γιά νά δώσουν τήν ζείδωρη μαρτυρία τής δικής μας Πατερικής παραδόσεως, πού είναι «κοινωνία μετά τού Πατρός καί μετά τού Υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α΄ Ιω. α, 3); 'Αν δέν υπάρχουν, τότε όλα όσα προαναφέραμε συνιστούν μουσειακή εικόνα ενός λαμπρού παρελθόντος πού προσφέρεται μέν γιά ακαδημαϊκή ενασχόληση καί διθυραμβικές υμνωδίες, αλλά δέν μπορεί νά εμφυσήσει στόν κόσμο μας εδώ καί τώρα “πνοή ζωής”.

    'Ομως, υπήρξαν καί θά υπάρχουν άνθρωποι πού γίνονται «ένα πνεύμα μέ τόν Κύριο» (Α΄ Κορ. ς, 17), «διδακτοί Θεού», καθαιρόμενοι, ελλαμπόμενοι, θεούμενοι, πού «τρέφονται από τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί τροφοδοτούν τόν κόσμο».(13) Αναφερόμεθα στήν “ελπιδοφόρο” γιά μάς παρουσία τών συγχρόνων αγίων ανδρών καί γυναικών, όσων ανέδειξε ο Θεός καί αναγνώρισε η γή, αλλά καί όσων θά επακολουθήσουν.

    Μέ βάση αυτά τά αποδείξιμα παραδείγματα τής ένσαρκης Ορθοδοξίας, τονίζουμε ότι η Εκκλησία δέν ενδιαφέρεται γιά τήν “ορθοδοξία” τού μυαλού μας, ούτε γιά τήν “ορθοπραξία” τών δημοσίων σχέσεών μας· αφού καί τά δύο συνιστούν μειοδοσία. Δέν επιδιώκει νά μάς καταστήσει ούτε δογματιστές ούτε ηθικιστές. Αλλά νά μάς αναγάγει στήν οντολογική γνώση καί τήν χαρισματική μίμηση τού Χριστού.

    Δέν αρκεί λοιπόν νά κατέχουμε τήν σωστή φραστική διατύπωση τής πίστεως, αλλά νά αποκτήσουμε «ομοήθειαν Θεού» ('Αγ. Ιγνατίου, Μαγνησιεύσι 6, 2). Τόσο η πίστη όσο καί τό ήθος καί η ηθική τού αληθινού Ορθοδόξου Χριστιανού, δηλαδή τού Αγίου (κατά τόν άγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο), είναι καταστάσεις οντολογικές­εμπειρικές· αφορούν τήν υπόσταση τού ανθρώπου, καί όχι σπαράγματα καί αποσπάσματα τής ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Θεός «βλέπει εις καρδίαν ανθρώπου» (Α΄ Βασ.  ις, 7), στό οντολογικό δηλαδή βάθος του, καί ζητεί από τόν άνθρωπο «υιέ μου, δός μοι σήν καρδίαν» (Παροιμίες κγ, 26), τήν άβυσσο τής ανθρώπινης υποστάσεως.(14).

    Ιδού λοιπόν τί σημαίνει η Ορθοδοξία γιά τό υπερέθνος καί τό υπερκράτος τής Ευρώπης: τήν επαν-ανακάλυψη τής παναξίας τού Χριστού, τήν επ-αναβίωση τής κοινής εκκλησιαστικής παραδόσεως, τήν οποία «αρχιτεκτονεί τό Πνεύμα τό 'Αγιον» (Μ. Βασιλείου “εις τόν Ησαΐαν”, 3, ΡG 30, 289). Καί αυτή ακριβώς η παράδοση έχει νά κάνει μέ τά κύρια καί εσώτατα προβλήματα τού σύγχρονου ανθρώπου, πού δέν κατόρθωσε ούτε πρόκειται νά κατορθώσει αυτόνομα νά τά επιλύσει.

    Σέ μιά εποχή βαθειά εικονοκλαστική, εποχή νεοειδωλολατρείας, αμφισβητήσεως τών παραδοσιακών θρησκειών καί εξαπλώσεως ποικίλων παραθρησκειών, πού εμπορεύονται τήν δίψα τού ανθρώπου γιά θρησκευτικές εμπειρίες καί μεταφυσικά διέξοδα, η Ορθόδοξη Ανατολική Παράδοση προβάλλει τόν θησαυρό της· γιά νά αναβαπτίσει τήν αλλοτριωμένη θρησκευτικότητα τού Δυτικού, αλλά καί τού εκδυτικισμένου ανθρώπου μέσα στήν βιουμένη αποκάλυψη τού Χριστού καί νά τήν σφραγίσει μέ τήν σφραγίδα τής δωρεάς τού Αγίου Πνεύματος.

    * * *

    Επιχειρώντας νά ομιλήσω γιά τήν Ορθοδοξία, είχα τήν αίσθηση ότι «πολλά λέγων, επειρώμην τά πάντα διεξελθείν, καί ιδού εστίν αναρίθμητα: ά γάρ οφθαλμός ουκ είδε καί ούς ουκ ήκουσε καί επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, πώς γλώσσα μετρήσασα ταύτα λόγω εκδιηγήσεται;» (αγ. Συμεών νέου θεολόγου ομιλία η΄, παρά Π. Ευδοκίμωφ “Η Ορθοδοξία”,1972, σ.161).

    Η Εκκλησία πολύ σοφά περιέκλεισε τήν πεμπτουσία τής Ορθοδοξίας στό ιερό Σύμβολο καί στούς 'Ορους τών Οικουμενικών Συνόδων, εκφράζοντας διά μέσου αυτής τής εμπειρικής κτιστής “γλώσσας” τόν θησαυρό τής εμπειρίας τού ακτίστου.

    Καί ακόμη περισσότερο· περιχώρησε αυτόν τόν θησαυρό στό μυστήριο τής Ευχαριστιακής Συνάξεως, πού είναι η επαναβίωση όλου τού μυστηρίου τής θείας Οικονομίας. Πέρα από τήν θεία Λειτουργία «περαιτέρω προελθείν ουκ έστιν ουδέ προσθείναι» (αγ. Νικολάου Καβάσιλα “Περί τής εν Χριστώ ζωής”, Λόγος Δ΄, 2).

    Καθώς ζούμε, λοιπόν, στόν λειτουργικό χώρο καί χρόνο, πού είναι ο υπερέκεινα χώρος καί ο υπέρχρονος χρόνος τής αχωρήτου καί αιωνίου βασιλείας τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, άς ξαναθυμηθούμε ότι στόν Οίκο τού Πατρός μας βρίσκεται ο αναπαλλοτρίωτος θησαυρός μας.

    'Εστω κι άν αυτός ο αχώρητος θησαυρός περικλείεται μόνο σέ οστράκινα­εύθραυστα σκεύη, όπως η καρδιά μας· είναι ο μόνος, πού μπορεί νά δώσει πνοή ζωής, στόν ά-καρδο καί α-πρόσωπο πολιτισμό τής Ευρώπης.


    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    2. Βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ “Τό Σώμα τού ζώντος Χριστού”, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 105: «Είναι μία φοβερά, αλλά δικαία καί ακριβής αξίωσις. Υπάρχει εδώ κάτι περισσότερον από μίαν απλώς αδιάκοπον ιστορικήν συνέχειαν, η οποία είναι όντως τελείως προφανής. Υπάρχει προπάντων υψίστη πνευματική καί οντολογική ταυτότητα, η αυτή πίστις, τό αυτό πνεύμα, τό αυτό ήθος. Αυτό αποτελεί τό διακριτικόν γνώρισμα τής Ορθοδοξίας».

    3. “'Ανθρωπος καί Θεάνθρωπος”, Θεσ/νίκη 1974, 225. Βλ. αυτ. σσ. 224­5: Στή λατινική Δύση «τό ορθόδοξον δόγμα, μάλλον τό παν-δόγμα <τό παμ-περιεκτικό καί θεμελιώδες> περί τής Εκκλησίας απερρίφθη καί αντικατεστάθη διά τού λατινικού αιρετικού παν-δόγματος περί τού πρωτείου καί τού αλαθήτου τού πάπα, δηλαδή τού ανθρώπου. Εξ αυτής δέ τής παναιρέσεως εγεννήθησαν καί γεννώνται συνεχώς άλλαι αιρέσεις…». Καί ο Προτεσταντισμός; «Είναι τό πλέον πιστόν τέκνον τού Παπισμού, τό οποίον διά τής ορθολογιστικής σχολαστικής του πίπτει διά μέσου τών αιώνων από τήν μίαν αίρεσιν εις τήν άλλην αίρεσιν».

    4. Βλ. π. Ι. Πόποβιτς όπ.π. σσ. 151, 166­7, 178, 193 εξ.· Δαμασκηνού Μητροπολίτου Ελβετίας “Ορθοδοξία καί Ηνωμένη Ευρώπη”, Κατερίνη 1989, 27­28· π. Γ. Μεταλληνού “1992: απειλή ή ελπίδα;” Αθήνα 1989, 17­26 (όπου καί διαλεκτική θεώρηση ορθοδόξου καί δυτικού “ανθρωπισμού”)· π. Ιεροθέου Βλάχου (νύν Μητροπολίτου Ναυπάκτου) “Ανατολικά” Α΄, 1993, 70­82.

    5. Ως πρός τόν θρησκευτικό τομέα αυτό βεβαίως οφείλεται στήν Ορθόδοξη εκκλησιολογία πού καταφάσκει τό αποστολοπαράδοτο, κυρίως δέ πατροπαράδοτο Συνοδικό σύστημα καί σέβεται τήν ιδιαιτερότητα τών αυτοκεφάλων τοπικών Εκκλησιών (σέ αντίθεση μέ τόν εκκλησιολογικό συγκεντρωτισμό τής Δυτικής Εκκλησίας). Επιπλέον, καί η Ορθόδοξη ιεραποστολή ανέκαθεν λειτούργησε στήν ίδια προοπτική καί μέ τό αυτό φρόνημα· έστω κι άν εξυπηρετούσε μερικές φορές ανάγκες εξωτερικής πολιτικής, ως είδος άτυπης, αλλ’ ισχυρής διπλωματίας μέ τήν προώθηση τού κράτους (περιπτώσεις εκχριστιανισμού Ρώσων καί λοιπών Σλαβικών φύλων), όμως ποτέ δέν παρεξέκλινε σέ σοβινισμό. Αξίζει ωστόσο νά σημειώσουμε ότι, παρά τήν αταλάντευτη οικουμενικότητα τού ελληνοκρατούμενου Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξαν καί ιστορικά παραδείγματα πού, υπό τήν επιρροή εθνικιστικών κύκλων, Ορθόδοξες Εκκλησίες παρεξέκλιναν καί τέθηκαν στήν υπηρεσία οθνείων εκκλησιαστικά στόχων (Ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός μέ τήν  ιδέα τής τρίτης Ρώμης, Βουλγαρική εξαρχία 1872, σχισματική Εκκλησία Σκοπίων), όμως όλα αυτά καταδικάστηκαν είτε στά πλαίσια τών Διορθοδόξων σχέσεων είτε καί Συνοδικά μέ τήν περίφημη Πατριαρχική Συνοδική καταδίκη τού εθνικισμού είτε καί ενδοεκκλησιαστικά.

    6. Δέν αποτελούν άραγε όλα αυτά απείκασμα ή καί φανέρωση τής εν Χριστώ ένθεης εμπειρίας τής παραδόσεώς μας; «Δείξόν μοι τόν άνθρωπόν σου, καγώ σοι δείξω τόν Θεόν μου», λέει η πείρα τής Εκκλησίας (Θεοφίλου Αντιοχείας “Πρός Αυτόλυκον” Ρύ 6, 1025 Β).

    7. Βλ. σχετικές αναφορές­επισημάνσεις στό Μήνυμα Προκαθημένων Ορθοδόξων Εκκλησιών Μαρτίου 1993, σειρά άρθρων τού Καθηγητού Ευ. Θεοδώρου στό περ. Εκκλησία (1992­93) καί άρθρο Ιω. Καψή πρ. υπουργού «Ο “αφανής 13ος” τής Ευρώπης» στό Βήμα  20.2.94 .

    8. Η άποψη αυτή βασίζεται στή μακραίωνη ιστορική πείρα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία παρά τίς ιστορικές αποτυχίες καί τούς συμβιβασμούς ενίων ή καί πολλαπλασίων μελών της ποτέ δέν θεσμοποίησε τό «ευπροσωπήσαι εν σαρκί, ίνα μή τώ Σταυρώ τού Χριστού διώκηται», αλλά “συσταυρούται” μέ τόν Χριστό «υπέρ τής τού κόσμου ζωής καί σωτηρίας». Συνεπώς, είναι αδύνατο νά μή συνεχίσει νά γεύεται τούς καρπούς αυτής τής “εκουσίου κενώσεως” (από κάθε εγκόσμιο έρεισμα πολιτικής ή οικονομικής ισχύος) καί τής αυτοπαραδόσεως στήν (προδιαγραφόμενη από τόν ίδιο τόν Χριστό) μαρτυρική πορεία «ότι δέ εκ τού κόσμου ουκ εστέ, αλλ’ εγώ εξελεξάμην υμάς εκ τού κόσμου, διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος» (Ιω. ιε, 19). Πιστεύουμε, μέ άλλα λόγια, πώς παρά τίς φιλότιμες καί φιλόθεες προσπάθειες συνδιαλλαγής τής Ορθοδόξου Εκκλησίας πρός τήν αλλοτριωμένη χριστιανοσύνη, αλλά καί τίς προσπάθειες επικοινωνίας καί αλληλοσεβασμού μέ τίς άλλες ιστορικές θρησκείες, καί αυτό χάριν τής ειρηνικής συμβιώσεως τού ορθοδόξου πληρώματος, η Ορθοδοξία ως «κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος» δέν θά παύσει νά γίνεται αντικείμενο πολεμικής, παλαιότερα απροκαλύπτου, σήμερα συγκαλυμμένης, αύριον “ο Θεός οίδε πώς”. Καί επιπλέον ελπίζουμε, βασισμένοι πάλι στήν πνευματική πείρα τής Εκκλησίας, πώς μέσα από τόν Σταυρό τού ιστορικού μαρτυρίου της ενδέχεται ο Θεός νά χαρίσει τήν αναστάσιμη χαρά καί ειρήνη “τής τών πάντων ενώσεως”.

    9. Πρβλ. π. Γ. Μεταλληνού “1992…”, ό.π. σσ. 12-14. Πέραν τών όσων αναφέρουμε στήν ομιλία μας, άς υποσημειωθεί ότι διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις γιά τόν τρόπο, αλλά καί τούς αυτουργούς μιάς τέτοιας ενοποιήσεως. Είναι εφικτή μιά τέτοια ενοποίηση; Γιά τή Δυτικοευρωπαϊκή χοάνη ενός κατά τά ανωτέρω αλλοτρίου πρός ημάς πολιτιστικού ήθους, η συσσωμάτωση ή συγκόλληση τυπικών στοιχείων τής ελληνορθόδοξης παραδόσεως, ένα είδος πολιτιστικής διακοινωνίας, πιστεύω ότι θά αποτελέσει προδοσία καί τής δικής μας παραδόσεως καί τής δικής τους προσδοκίας. Διότι τά άψυχα καί άσαρκα πολιτιστικά­φολκλορικά στοιχεία, αντί νά προσφέρουν καί νά προσλάβουν, σέ τελική ανάλυση αφομοιώνονται, αλλοτριώνονται καί σβήνουν. Μέ αυτές τίς σκέψεις δέν υποστηρίζω βεβαίως τόν απομονωτισμό, αλλά διατυπώνω ­έσχατος πολλών άλλων­ τήν αγωνία μου γιά τούς “προοδευτικούς” διαχειριστές τής πολιτιστικής διακοινωνίας οι οποίοι αγνοούν ή λησμονούν ή περιφρονούν τήν ελληνορθόδοξη ουσία καί δυναμική πού παρήγαγε τίς ποικίλες πολιτιστικές εκφράσεις. Τέτοιοι διαχειριστές, όταν μάλιστα χειρίζονται κατά τή γνώμη τους τίς ευκαιρίες καί τά προγράμματα αγωγής τού λαού, έστω κι άν αποδέχονται ως φολκλόρ τίς διασωθείσες πολιτιστικές φόρμες, τελικά ευνοούν καί υπηρετούν (ανεπιγνώστως;) τόν πολιτιστικό αποχρωματισμό καί τόν αλλοτριωτικό μιμητισμό.

    10. Βλ. π. Γ. Μεταλληνού “Ιστορική θεώρηση τών δύο προτύπων στό Νεοελληνικό χώρο”, Πρακτικά Στ΄ Π.Θ.Σ., ό.π., σσ. 200-1.

    11. Οι εκκλησιαστικά αδόκιμοι προσδιορισμοί δηλώσουν απλά καί μόνο τήν βίωση­έκφραση τού ορθοδόξου χριστιανικού φρονήματος καί ήθους από τίς λεγόμενες ελληνόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες.

    12. εφ. Χριστιανική, 27.1.94, σ. 5. Δέν είναι η μοναδική φωνή πολιτιστικής διοράσεως. «Μετά τόν ευρωπαϊκόν πολιτισμόν, σκέπτεται ο Σπλέγκερ, έρχεται ο πολιτισμός τού Ντοστογιέφσκι, ο πολιτισμός τής Ορθοδοξίας» (π. Ι. Πόποβιτς, ό.π., σ. 163).

    13. Βλ. ημέτερον “Αγιολογικές πηγές κατηχήσεως”, Εκκλησία: Αθήνα, 1986. Βλ. καί αρχιμ. Σωφρονίου “Οψόμεθα τόν Θεόν καθώς εστιν” σ. 361­2: «Η λειτουργική πράξις… εκδιδάσκει ημάς νά παραμένωμεν εν τή ατμοσφαίρα τού Χριστού. Ο Κύριος ελκύει ημάς, ίνα εν πνεύματι περιβάλωμεν όλον τόν κόσμον, ένθα εκατομμύρια ανθρώπων κάθ’ εκάστην δεδομένην στιγμήν συντρίβονται υπό τών πληγμάτων τής σκληρής πραγματικότητος ή κείνται πρό τών θυρών τού θανάτου καί μετά βαθέων στεναγμών επικαλούνται τήν 'Ανωθεν βοήθειαν. Εν τώ μέτρω τής προσωπικής ημών πείρας παντός είδους παθημάτων, δυνάμεθα νά βυθισθώμεν εν τή αχανεί θαλάσση τών παθημάτων τών ανθρώπων, καί διά τής προσευχής νά μοιρασθώμεν μετ’ αυτών τούς φόβους, ενίοτε δέ καί τήν χαράν αυτών. Είναι δυνατόν, είς τινα στιγμήν, νά περιληφθώμεν τοσούτον εις τά ατελεύτητα μαρτύρια πάσης τής ανθρωπότητος, ώστε ούτε τό σώμα, ούτε ο ψυχισμός, ούτε η σκέψις νά είναι εις θέσιν νά ακολουθήσουν τό αιχμαλωτισθέν υπό τής προσευχής πνεύμα, τό παριστάμενον ενώπιον τού Θεού “στεναγμοίς αλαλήτοις” (Ρωμ. η΄ 26-27). Τοιαύτη προσευχή είναι δώρον τού Αγίου Πνεύματος καί ουχί ανθρωπίνων προσπαθειών. Αύτη οδηγεί μέχρι τών ορίων τού θανάτου καί εν ταυτώ ζωοποεί· οδηγεί ημάς εις τήν Γεσθημανή καί εις τόν Γολγοθά εισέτι, καί συγχρόνως δίδει νά προγευθώμεν τής αναστάσεως. Εν αυτή τή προσευχή γνωρίζομεν τόν Χριστόν κατερχόμενον εις τόν άδην τής απείρου Αυτού αγάπης τής νικητρίας τού θανάτου».

    14. Γι’ αυτό, τόσο στή βιβλική, όσο καί στή μεταβιβλική πατερική Παράδοση συναντούμε τό παράδοξο γιά μάς: τήν απόρριψη τής συμβατικής ηθικής καί τήν υπέρβασή της μέ τήν ηθική τής προσωπικής κοινωνίας τής μετανοίας· τό (ακατανόητο γιά τή δική μας λογική καί, προπαντός, γιά τή λογική τού Ευρωπαίου χριστιανού) παράδειγμα τών αγίων διά Χριστόν Σαλών· τό σκάνδαλο τού πρώην φονιά θεόπτη Μωυσή, τού διπλά καί ακραία αμαρτωλού μετανοήσαντος προφητάνακτος Δαβίδ, τού ευγνώμονος κακούργου ληστή, τού πρώην διώκτη αποστόλου Παύλου, τών αγίων Μαρτύρων τών από δημίων, καί τόσα άλλα, πού δέν είναι αρκετή η δικανική θεώρηση τής μεταμελείας, γιά νά εξηγήσει τήν δικαίωση, τήν εγ-χρίστωση, τόν αγιασμό όλων αυτών.
     


    Πάνω
     


    Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
    προφητική φωνή κρίσεως και κλήσεως του κόσμου
    στο μεταίχμιο δυο χιλιετιών

    [εκφωνήθηκε στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών,
    κατά την θ. Λειτουργία της Κυριακής της Ορθοδοξίας, 28-2-1999]

    (οι αριθμοί εντός των παρενθέσεων
    παραπέμπουν στις σημειώσεις στο τέλος του κειμένου)


    «Ημών τό πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει, εξ ού καί σωτήρα απεκδεχόμεθα Κύριον Ιησούν Χριστόν» (Φιλ. γ΄, 20­21). Ως πολίτες τής ουρανο­επιγείου Εκκλησίας καί συνάμα τής επιγείου πατρίδος μας, συνθλιβόμενοι υπό τό κράτος τών επισυμβαινόντων ενταύθα καί αλλαχού (μέ τήν ευαισθησία τής χριστιανογενούς καί ελληνοπρεπούς ανθρωπιάς), ιδού καί εμείς σήμερα μέ τήν χαρμολύπη τού ορθοδόξου ήθους συγκροτούμε πανηγυρική σύναξη λατρείας τού Θεού καί αίνου τής ορθοδόξου πίστεως.

    ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ: ΕΙΚΟΝΑ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ

    Ιστάμεθα σ’ αυτόν τόν ιερό χώρο τής νεότερης ιστορίας μας, όπου πάμπολλες συγκυρίες ιδίως κατά τόν δύοντα αιώνα άφησαν αποτυπωμένη ­δοξολογικά ή θρηνητικά­ τήν ευχάριστη είτε δυσάρεστη μνήμη τους. Αναπολούμε τό μήνυμά τους καί ταυτόχρονα οσφραινόμεθα τήν οσμή τής πνευματικής ευωδίας τής διαιώνιας εκκλησιαστικής προϊστορίας καί ιστορίας, πού αδιακόπως κοινωνεί καί απαύστως δοξολογεί τόν εν Τριάδι 'Ενα Θεό τής χριστιανικής αποκαλύψεως. Καί εν ταυτώ ενορώμεν διά τής πίστεως “όρασιν ήν είδον” οι Προφήτες· “θεώμεθα” διά τής αποστολοπαραδότου θεοσέβειας τήν έκσταση τών αυτοπτών τής Μεταμορφώσεως· καί προορώμεν διά τής αποκαλυπτικής ελπίδος τά έσχατα, τήν εν Χριστώ αιωνική μεθιστορία τής Εκκλησίας καί τού σύμπαντος κόσμου.(1)

    Ενορώμεν… θεώμεθα… προορώμεν όλα αυτά… Πώς είναι δυνατόν;

    Καί όμως, αυτό είναι η θεία Λειτουργία, τήν οποία συνεπιτελούμε, μέ προεξάρχοντες τούς λειτουργούς καί συμμετέχοντες τούς λειτουργημένους. Ναί, η θ. Λειτουργία είναι η μεγάλη καί ζώσα εικόνα τού μυστηρίου τής σωτηρίας, τού γεγονότος τής σωτηρίας, τής ιστορίας τής σωτηρίας, πού σήμερα πανηγυρικά εορτάζουμε τήν ποτε αναστήλωσή της στίς συνειδήσεις τών ευσεβών καί ορθοδόξων χριστιανών. Ζούμε καί βιώνουμε, ο καθένας στό βαθμό τής καθαρτικής καί ενθεωτικής δεκτικότητος καί μεθεκτικής δυνατότητός του, τήν βασιλεία τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος, η οποία ως αδάπανος Χάρη μετεχομένη από τούς θεόφρονας συνιστά τήν επί γής καί υπέρ τούς ουρανούς ενθεαστική πραγματικότητα τής Εκκλησίας, πραγματικότητα πού ορίζεται από τόν φωτιστή τής Αθήνας, τής Ελλάδος καί όλης τής ελληνιστικής οικουμένης απόστολο Παύλο ως «τό σώμα τού Χριστού, τό πλήρωμα τού τά πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. α,  23).

    Μέσα σ’ αυτήν τήν μυστηριακή βεβαιότητα καί πληρότητα, απευθύναμε κι εμείς σήμερα τά προσευχητικά μας αιτήματα γιά τήν ειρήνη τού σύμπαντος κόσμου, τήν ευστάθεια τών αγίων τοπικών Εκκλησιών καί τήν εν Χριστώ ενότητα, τ.έ. ανακεφαλαίωση καί σωτηρία τών πάντων (Ειρηνικά θ. Λειτουργίας).

     

    Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΟΨΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ

    Εντός ολίγου θά λιτανεύσουμε διά τών ιερών εικόνων τήν ορθοδοξία καί τήν ορθοπραξία, τ.έ. τήν ρεαλιστική θεοκοινωνία μας. Θά επαναλάβουμε μιά λιτανεία, μιά έξοδο καί φανέρωση αυτής τής θεοκοινωνίας πρός τόν κόσμο, πού σημαίνει δέηση συνάμα πρός τόν Θεό καί κλήση­“έρχου καί ίδε” πρός τόν κόσμο.

    Είναι μιά λιτανεία πού, πρίν φθάσει ως παρακαταθήκη μέχρις ημών, διήλθε από τόν χρόνο τών Μακεδόνων, τών Κομνηνών, τών Παλαιολόγων, τού Σχολαρίου, τών Νεομαρτύρων, τών Λογάδων τού Γένους· από τόν καθαγιασμένο (ει καί καθημαγμένο σήμερα) χώρο τής Μεγάλης Εκκλησίας τής Κωνσταντίνου Πόλεως καί τών λοιπών παλαιφάτων Πατριαρχείων καί τών ιερών σεμνωμάτων τής Ρωμηοσύνης· από τό πνευματικά κατωχυρωμένο καί αναπαλλοτρίωτο ήθος τών τής Ορθοδοξίας προμάχων καί τού Γένους καυχημάτων.

    Είναι μιά λιτανεία τής θεανθρώπινης καί δοκιμασμένα ανθρωπινής ταυτότητος τού ορθοδόξου χριστιανού ανθρώπου, ως πρόταση ζωής στό αντιπρότυπο τού απροσώπου καί αριθμοποιουμένου ατόμου τής ισοπεδωτικής οικονομικής παγκοσμιοποιήσεως.(2)

    Αυτή η λιτανευτική (ταυτόχρονα δεητική καί κλητική) έξοδος πρός επανευαγγελισμό τού κόσμου αποτελεί αναπόδραστο χρέος τής ελεήμονος καρδιάς τής Ορθοδοξίας, σήμερα περισσότερο από άλλοτε, καθώς ανδρώνεται μιά νέα (ίσως, η έσχατη) “εικονομαχική” περίοδος τού κόσμου.(3)

    Αποκρυπτογραφώντας τά πολλαχόθεν προωθούμενα μηνύματα τής μετανεωτερικής εποχής μας, διαπιστώνουμε ότι οι πανίσχυροι εργοδότες τής σημερινής εκρηκτικής προόδου ετοιμάζονται νά επενδύσουν τά τεχνολογικά προγράμματα τής λεγομένης “παγγνωσίας”, “παντοδυναμίας” καί “παγκυριαρχίας”(4) στόν 21ο αιώνα μέ ταχύτερους ρυθμούς ανελέγκτων εφαρμογών. Οι σοφοί τού δύοντος ή μάλλον τού προώρως αρξαμένου νέου αιώνος μέ πρόσφατες αναλύσεις καί επιστημονικές ή καί φιλοσοφικές προβλέψεις σαφώς ομιλούν γιά τήν “Νέα Εποχή” τής αυθυπαρξίας καί αυτοαξίας τού κόσμου, τής αυθερμηνείας καί αυτονοηματοδοτήσεως, τής αυτοπραγμάτωσης καί αυτολατρείας.

    Βεβαίως, οι πάντες κατανοούμε ότι τέτοια συνθήματα ουσιαστικά εκφράζουν άκρως ιδιοτελείς καί (επομένως) επικίνδυνα ευφυείς κύκλους, πού φιλοδοξούν οι ίδιοι νά προσδώσουν καί νά καρπωθούν τό καταχρηστικό νόημα τού αναμενομένου κόσμου τού 21ου αιώνος καί τής νέας (ώς πότε, άραγε;) χιλιετίας!

    Ενδέχεται όλοι αυτοί νά συστήσουν νέα επιβιώσιμα σχήματα καί συμμαχίες παγκόσμιας αποικιοκρατίας, μεθοδεύοντες τήν συγκρητιστική ομογενοποίηση πολιτισμών, θρησκειών, οικονομιών, κοινωνιών, διότι μιά τέτοια κατάσταση θά αποτελεί ευχείρωτον άθυρμα τών μεγάλων συμφερόντων.(5) Καί τούτο υπό τό πρόσχημα μιάς διεθνούς ειρήνης καί ασφάλειας, πού ωστόσο θά ισοπεδώνει κάθε ιδιαιτερότητα αντί νά συνεργεί στήν ισότιμη συνύπαρξη· πού θά εξουδετερώνει τίς αντιστάσεις ελευθερίας αντί νά ειρηνοποιεί σεβομένη πρωτίστως τήν ελευθερία τών ανθισταμένων· πού θά συναιρεί τά εθνικά διανθρώπινα σύνολα σέ μάζες υπηκόων αντί νά κοινωνικοποιεί τήν πανανθρωπότητα· πού θά ελέγχει δυναστικά τήν πανανθρώπινη μοίρα αντί νά πείθει τίς ανθρώπινες καρδιές σέ ένα κοινό άθλημα ειρηνικής συμβιώσεως καί τουλάχιστον στοιχειώδους ανθρωπινής καταλλαγής.

    Ενόψει μιάς τόσο βαθειάς καί ευρείας μεταλλαγής, ποικίλα ιδεολογικά νεοπλάσματα (οι παραθρησκείες) σπεύδουν ήδη νά διαβρώσουν τήν παγκόσμια αγορά ιδεών. Αποβλέπουν σέ μιά δυναμικότερη αλλοτριωτική παρέμβαση σ’ αυτό τό νεφελώδες πολιτιστικό, θρησκευτικό, φιλοσοφικό, κοινωνικό γίγνεσθαι, πρός ίδιον όφελος, καθώς πλέον «πάντων χρημάτων μέτρον (ουχ) ο άνθρωπος» (τής αρχαίας καί τής ουμανιστικής ιστορικής περιόδου), ούτε ο Θεάνθρωπος (τής δισχιλιετούς εκκλησιαστικής παρουσίας), αλλά τά οικονομικά μεγέθη (καί οπίσω τους οι μεταλλαγμένοι “imperatores”).

    'Ενας ιδιότυπος καί αλαζονικότερος “Ναβουχοδονόσωρ”(βλ. Δανιήλ κεφ. β) ορθώνει σιγά σιγά τήν χρυσή εικόνα του στήν αποκαλυπτική Βαβυλωνία τού “νέου κόσμου”. Απαιτεί από τούς αμήχανους υπηκόους τής παγκοσμιοποιήσεως θεϊκή λατρεία, χωρίς νά υπόσχεται καμιά βελτίωση τουλάχιστον στό κοινωνικό καί οικολογικό γίγνεσθαι. Τουναντίον επισείει κατά πάσης αξιοπρεπούς αντιστάσεως σήμερα μέν τήν “διπλωματική” σπάθη τών πυραύλων, αύριο δέ τήν αποτελεσματικότερη σπάθη τής παρεμβάσεως στό γενετικό υλικό τών ανεπιθυμήτων πληθυσμών κ.ο.κ.

     

    ΣΕ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

    'Ισως κάποιος, σωφρονέστερος τού ομιλούντος, νά διίδει αρκετήν υπερβολή στά προλεχθέντα. Είθε εκείνος μέν νά επαληθευθεί, κι εμείς νά διαψευσθούμε. Αποστολή μας ως κληρικών δέν είναι η “προφητεία” ζοφερού τού μέλλοντος, αλλά η προφητική εξαγγελία τού ενός καί μοναδικού Ευαγγελίου καί τής αμετακίνητης βεβαίας ελπίδος μας στήν εσχατολογική ολοκλήρωση τού πανσωστικού έργου τού Κυρίου Ιησού Χριστού.

    Πάντως, καί μέ τήν μετριοπαθέστερη εκδοχή γιά τά σχεδιαζόμενα στήν ανατέλλουσα νέα χιλιετία, όπως καί νά τό κάνουμε, η χριστιανοσύνη καί μάλιστα η ακεραία, απλανής καί αειθαλής έκφρασή της, η καθ’ ημάς Ανατολή, καλείται νά απαντήσει στήν πρόκληση τού δυτικού κόσμου. Ενός κόσμου απροσδιορίστου πνευματικής ιδιοσυγκρασίας, μεταλλαγμένου στήν χοάνη τής εκκοσμικευμένης δυτικής χριστιανοσύνης, ο οποίος αγνοεί παντελώς τήν πραγματική διαδικασία τής νηπτικής μετανοίας καί θεοκοινωνίας, παλεύει αθεεί μέ τά συμπαρομαρτούντα δεινά τού πολιτιστικού γιγαντισμού του καί προπαντός αναζητεί τήν ψυχή του.

    Βεβαίως, αυτός ο κόσμος δέν είναι κάτι ξένο από μάς, μέ τήν έννοια ότι οι πάντες είμεθα πλάσματα τού ενός Θεού, στόχος τής δικής Του πανσωστικής φροντίδος καί συνυπεύθυνοι συνεργοί τής παγκόσμιας ιστορίας στόν χώρο καί τόν χρόνο πού μάς αναλογεί. Οι όποιες επισημάνσεις διαφορετικότητος δέν αποκλείουν, αλλά σηματοδοτούν τήν διαλεκτική τών αμοιβαίων σχέσεων, τών επιρροών καί τών ανταλλαγών.

    'Αλλωστε, η εμβίωση τής χριστιανικής μας ιδιότητος (δηλαδή τής εκκλησιαστικής μας παραδόσεως) μάς χρεώνει μέ τήν μεγάλη οφειλή καί τό μεγάλο πλεονέκτημα τής αγάπης, η οποία αναλύεται σέ «καύσιν καρδίας υπέρ πάσης τής κτίσεως, ήγουν υπέρ τών ανθρώπων, καί τών ορνέων, καί τών ζώων, καί τών δαιμόνων, καί υπέρ παντός κτίσματος» (Ισαάκ τού Σύρου, Τά ευρεθέντα ασκητικά, Λόγος 81ος).

    Εδώ όμως αρχίζουν τά ερωτήματα καί οι προβληματισμοί:

    Τί σχέση μπορεί νά έχει αυτή η στάση μέ τήν διακοινωνία προσώπων, κοινωνιών, πολιτισμών καί θρησκειών, πού ευνοείται από τήν πολυ­πολιτιστική αναζήτηση καί προοπτική τού κόσμου καί ειδικότερα τού Ευρωπαϊκού κόσμου;

    Ποιό είναι τό εξαγώγιμο αγαθό τής Ορθοδοξίας γιά τό οποίο ενδιαφέρεται η Ευρώπη, καί άν βέβαια αυτό μόνο είναι η κύρια συνιστώσα τής ορθοδόξου πίστεως καί ζωής, τήν οποία κατά βάθος θά έπρεπε νά γνωρίσει ο ευρωπαίος συμπολίτης μας;

    Ποιοί φορείς καί μέ ποιό τρόπο καί σέ ποιούς αποδέκτες θά κομίσουν τήν δική μας ορθόδοξη πολιτιστική πρόταση; Κατά τήν διαδικασία αυτής τής επικοινωνίας, θά παραιτηθούμε από τήν ευθύνη τής προφητικής καταγγελίας τού διαπιστωμένου χάσματος μεταξύ ρητορικής καί πραγματικότητος(6) καί τών κραυγαλέων αντινομιών τής διεθνούς πολιτικής πού ασκεί η εν μέρει ημετέρα καί εν πολλοίς αλλοτρία Ευρώπη;

    Ποιά είναι τά όρια μεταξύ πολιτικής αλληλεγγύης καί έντιμης χριστιανικής μαρτυρίας, αγαπώσης εν αληθεία;

    Είναι ερωτήματα τά οποία φαίνεται πώς μέχρι σήμερα δέν απαντήθηκαν συστηματικά. Μάλλον επαφίεται στήν φορά τών πραγμάτων νά δώσει πρακτικές λύσεις, γιά τίς οποίες εκ τών υστέρων θά καταγραφεί η θεωρία…

     

    ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

    Καταρχήν, ο κόσμος μας διακατέχεται από μιά έντονη αβεβαιότητα καί ανασφάλεια, μαζί μέ μιά μοιρολατρική ­θά έλεγα­ προσδοκία λυτρωτικού καί ευτυχούς διεξόδου. Αυτό προδίδει απουσία σταθερών ερεισμάτων, ρευστότητα πιστευμάτων, έλλειψη εμπειριών πού θά μπορούσαν νά βεβαιώσουν τήν καρδιά του γιά τήν αληθινότητα καί μονιμότητα τών επιλογών της.

    Παρ’ όλες τίς εκπληκτικές τεχνολογικές προόδους, έχει στενέψει ασφυκτικά ο ορίζοντας τών ανθρωπίνων καρδιών· δέν υπάρχει η διόραση τών έσω, η καθαρή όραση τών έξω, η ενόραση τών άνω, η προόραση τών επέκεινα. Ο κόσμος αγνοεί τό οπτικό όργανο πραγματικής θεοπτίας τής μακραίωνης εκκλησιαστικής νηπτικής μας παραδόσεως, δηλαδή τήν χαρισματικώς καθαρμένη καρδιά, τόν χαρισματικώς φωτισμένο νού, όπως αγνοεί καί τήν θεραπευτική διαδικασία τής καθάρσεως, «πρός φωτισμόν τής γνώσεως τής δόξης τού Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού» (Β΄ Κορ. δ, 6).

    Ωστόσο, δέν χρειάζεται πολλή έρευνα, γιά νά διαπιστώσουμε ότι σήμερα ο δυτικός­ευρωπαϊκός κόσμος, προδομένος από ιδεολογίες, απογοητευμένος από πολιτικές, απελπισμένος από τά αδιέξοδα τής ιδίας υλοφροσύνης, επιστρέφει στήν θρησκεία.(7)

    Πρόκειται, όμως, γιά τήν επανάληψη ενός τραγικού έργου πού πρωτο-ανέβηκε πρό 2000 χρόνων στή σκηνή τής γνωστής τότε οικουμένης “ούσης κατειδώλου”.(8) Φαίνεται μέν, αλλά κατ’ ουσίαν δέν είναι, καί τόσο παρήγορο αυτό τό φαινόμενο.

    Ούτε μάς ικανοποιεί τό γεγονός ότι η Ευρώπη αναζητεί σήμερα από τίς θρησκείες καί τίς Εκκλησίες νά τής προσφέρουν κάτι τό “πνευματικό”, νά τής αποκαλύψουν τίς δικές τους αρχές καί θεωρίες ζωής γιά μιά πραγματικά δυναμική συμβολή στή νέα νοηματοδότηση τής Ευρώπης, πρός καταλλαγή καί ολοκληρωτική ανάπτυξη μιάς κοινωνίας ανθρώπινης καί χρηστικής.(9)

    Η νεο-θρησκευτικότητα τού κόσμου δέν σημαίνει επιστροφή στή μόνη αλήθεια, αλλά ψυχολογική αναζήτηση κάποιας μεταφυσικής διεξόδου πρός ένα ειδωλοποιημένο “θεό” από τούς πολλούς πού ήδη πωλούνται στήν παγκόσμια καί ιδίως τή δυτική αγορά, ασιατικής, αφρικανικής ή μεσαιωνικής προελεύσεως!

    Ο δέ πλουραλισμός θρησκευτικών μηνυμάτων ζωής (πού η συνδρομή τους ενδιαφέρει τήν Ευρώπη ως πρός τήν κοινωνική χρησιμότητα) θά συμβάλει στήν αλληλοκατανόηση καί τήν συνύπαρξη τών ανθρωπίνων πολιτιστικών συνόλων· αλλά ταυτόχρονα επιβεβαιώνει καί συντηρεί τήν σύγχυση πού προκάλεσε η μακρά πρακτική καί θεωρητική αποστασία από τήν αποκαλυμμένη νηπτική οδό θεοκοινωνίας μέ τόν ζώντα Θεό τής αρχαίας ενιαίας εκκλησιαστικής παραδόσεως.(10)

    Λοιπόν, μετά τόσους αιώνες χριστιανικής ιστορίας, αυτή είναι η καρποφορία τού δυτικού κόσμου;

    Καί άν από παρόμοια αντίληψη περί θρησκείας εμφορείται καί παρ’ ημίν η δυτικοτραφής πολιτική, πολιτιστική, εκπαιδευτική καί λοιπή άρχουσα τάξη, τότε δέν γνωρίζω άν θά έπρεπε ως Εκκλησία νά συνεισφέρουμε στήν Ευρώπη καί στήν ανυποψίαστη δική μας “ελίτ” απλώς τήν εκκλησιαστική πολιτιστική εκδοχή ή πρωτίστως καί κυρίως κάτι πολύ αναγκαιότερο. Εννοώ τόν ορθόδοξο τρόπο μαθητείας στήν ιστορική αποκάλυψη τού Κυρίου Ιησού Χριστού, στό ευαγγέλιο τής καθολικής σωτηρίας όλου τού κόσμου καί όλων τών αιώνων, όπως αδιάκοπα τό κηρύττει καί τό πραγματώνει στή ζωή τού όλου σώματος η Εκκλησία μέ εξέχοντα υποδείγματα τούς Αγίους.

    Αυτό τό ζωογόνο, ελπιδοφόρο καί ειρηνοποιό μήνυμα χαράς καί δυναμισμού, αγώνων καί προοπτικής (καί μόνον αυτό, καί πάνω από όλα κυρίως αυτό), μέ τίς ανυπολόγιστα λυτρωτικές, σωστικές καί δημιουργικές συνέπειές του, οφείλουμε εμείς πρώτοι εδώ στήν Ελλάδα νά τό ανακαλύψουμε πάλι στό “καταχωνιασμένο” βάθος τής βαπτισμένης καί μυρωμένης καρδιάς μας.(11) Καί νά τό αφήσουμε επιτέλους νά αναδυθεί καί νά δεσπόσει στήν συνείδησή μας, ώστε ως τρόπος ζωής νά αποτελέσει τήν δική μας πρόταση επικοινωνίας μέ τούς εταίρους μας τής Ευρώπης.

     

    ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

    Γνωρίζω, όλοι τό γνωρίζουμε ότι, επηρεασμένοι από εισαχθέντα αντιθρησκευτικά κηρύγματα τού ακραίου διαφωτισμού, η νεοελληνική κοινωνία καί ιδίως οι δυτικοτραφείς μορφωμένοι μας έχουν μιά έντονη εφεκτικότητα απέναντι στήν Ορθόδοξη Εκκλησία, δηλ. στή μόνη υπαρκτή, αληθινή καί γνήσια έκφραση τής Ορθοδοξίας καί τού ελληνορθοδόξου πολιτισμού μας.  Μάλιστα, ακόμη καί σήμερα, όσοι μιλούν γιά Ορθοδοξία, τήν εννοούν ως ιδέα, ως έθιμα, ως πολιτιστικό αγαθό, ως κτίσματα καί μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας, ως υπολογίσιμο υπόλειμμα λαϊκής θρησκευτικότητος, ως κλειστό χώρο επικυριαρχίας τού “μεσαιωνίζοντος” κλήρου, ως εμπορεύσιμο εθνικό σύνθημα, ως μοχλό παρεμβάσεως στό Βαλκανικό χώρο.

    Αρκετοί έως πολλοί φορείς τών τεσσάρων εξουσιών (ιδίως οι τής τετάρτης λεγομένης “υπερεξουσίας”) μέ μιά πουριτανική θεώρηση τής χρησιμότητός της καί μιά εθνικιστική κατάφαση τής παρουσίας της απλώς ανέχονται τήν Εκκλησία ως Ν.Π.Δ.Δ. καί σαφώς τήν διαχωρίζουν από τήν παράδοση τής Ορθοδοξίας· αποδέχονται μιά ιδέα (κατ’ ουσίαν ανυπόστατη) καί απορρίπτουν εμμέσως τό θεανθρώπινο ιστορικό σώμα τής χριστιανικής αληθείας καί ζωής.

    Τίθεται λοιπόν ένα βασανιστικό γιά μάς ερώτημα:

    Αυτοί οι φορείς, ως εκ τής θέσεώς τους, έχουν τήν θεσμική ευχέρεια νά εκφράσουν τήν σύγχρονη νεοελληνική πεμπτουσία ως πολιτιστική συνεισφορά στόν Ευρωπαϊκό πλουραλισμό. Αλλά μέ τέτοια αντίληψη γιά τήν Ορθοδοξία καί τόση άγνοια γιά τήν Εκκλησία, πώς θά εκφράσουν τόν ψυχισμό τού λαού μας καί τήν ψυχή τής παραδόσεώς μας, πού είναι βαθειά, αδιαίρετα καί ασύγχυτα ελληνορθόδοξη;

    Εκπροσωπούν άραγε τήν ουσία τού πολιτισμού μας ή τουναντίον τήν προδίδουν ως θιασώτες αλλοτρίου πνεύματος;

    Δέν επιμερίζω σ’ αυτούς μεγαλύτερη ευθύνη απ’ ό,τι στούς “φραγκολεβαντίνους” διαφωτιστές τού ελληνικού κρατιδίου μας, καί σέ μάς, βέβαια, τούς ποιμένες.

    * * *

    Οφείλω, όμως, νά καταγγείλω κι εγώ από αυτό τό επίσημο βήμα τίς πλάνες πού σκοτίζουν τόσες συνειδήσεις συνελλήνων:

     —είναι ψέμα ότι ο Χριστιανισμός αποτελεί θρησκευτική επινόηση καί ιδεολογία·(12) Χριστιανισμός είναι τό σώμα τού ενανθρωπήσαντος Θεού, η Εκκλησία, μιά πραγματικότητα πέρα ώς πέρα εμπειρική, απτή, ιστορική συνάμα καί υπέρ­ιστορική, θεϊκή καί ανθρώπινη·

     —πλανώνται όσοι επικαλούνται ποικίλες εκδοχές περί Ορθοδοξίας· μία καί μόνη υπάρχει: η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, πού ζεί τόσους αιώνες καί θά υπάρχει πέραν τών αιώνων καί εμπεριέχει καί σώζει τήν ιστορική σάρκα τού Ελληνισμού· δέν είναι ιδιοκτησία ή δικαιοδοσία ούτε ημών τών Κληρικών ούτε κανενός άλλου· δέν μάς ανήκει, αλλά τής ανήκουμε· ούτε σώζεται από τόν πουριτανισμό μας ούτε χάνεται από τήν κακοήθη μικρότητά μας·

     —αυτό πού είναι, καί αυτό πού έχει νά προσφέρει η Εκκλησία στόν κόσμο δέν είναι κάποιες εγκόσμιες ηθικές αρχές ούτε κάποιες μεταφυσικές ιδέες· η Εκκλησία είναι, έχει καί προσφέρει τήν εμπειρία τού ζώντος Θεού, τήν μοναδική οδό θεοκοινωνίας καί θεουργίας, μέ τόν σαφή ρεαλισμό τών ιερών μυστηρίων καί τόν επίμονο ρεαλισμό τής ασκήσεως(13) όλων τών απ’ αιώνος θεωμένων καί σωσμένων μελών μιάς ιστορικής κοινότητος πού αγκαλιάζει Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί θά εκτείνεται πέραν τής συντελείας τών αιώνων. Αυτή η εμπειρία, μυστήριο Χάριτος καί ιστορία γεγονότων, καί οι φορείς κι εκφραστές της συναποτελούν τήν πραγματικότητα τής Εκκλησίας.(14)

    Επιτρέψτε μου, νά υποκύψω στόν πειρασμό μιάς απολογητικής, χάριν υμών καί χάριν τού κόσμου: αυτή ακριβώς η Ορθόδοξη Εκκλησία, η εν Ελλάδι καί απανταχού τής γής, αποδεικνύει μέ τεκμηριωμένη μαρτυρία σέ κάθε εποχή τόν μοναδικό της θησαυρό, τήν ιστορική καί πραγματική θεο-εμπειρία της. Τεκμήριά της είναι οι ιστορικώς υπαρκτοί καί επωνύμοι προφήτες, απόστολοι, ιεράρχες, μάρτυρες, όσιοι καί δίκαιοι, οι Σωφρόνιοι, Ιάκωβοι, Πορφύριοι, Παΐσιοι κάθε εποχής. Αυτοί είναι οι (εξ ημών καί μεθ’ ημών) “πείρα μεμυημένοι”, εμείς τό πλήρωμα τής εκκλησιαστικής κοινότητος πού αποδέχεται καί ακολουθεί τούς “πείρα μεμυημένους”.(15)

    Συναμφότεροι «είμεθα πεπεισμένοι (γιά νά χρησιμοποιήσω τόν εξ εμπειρίας λόγο ενός συγχρόνου θεόπτου θεολόγου, τού μακαριστού αρχιμ. Σωφρονίου) ότι κατά βάθος οι άνθρωποι αναζητούν τήν Εκκλησίαν, διότι μόνον εν Αυτή ευρίσκεται η τελεία ύπαρξις, η κατ’ εικόνα τής Αγίας Τριάδος ύπαρξις, κατά τόν λόγον τού Χριστού: “Ερωτώ… ίνα πάντες έν ώσι, καθώς Σύ, Πάτερ, εν Εμοί καγώ εν Σοί, ίνα καί αυτοί εν ημίν έν ώσιν… Καί εγώ τήν δόξαν ήν δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, ίνα ώσιν έν καθώς ημείς έν εσμεν, εγώ εν αυτοίς, καί σύ εν εμοί, ίνα ώσι τετελειωμένοι εις έν”» (Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), “'Ασκησις καί Θεωρία”, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου 'Εσσεξ Αγγλίας, 1996, σ. 161).

    Κληρονόμοι αυτής τής εμπειρίας, η οποία μεριζομένη καί διανεμομένη ουδόλως διαιρείται ή δαπανάται, είμεθα οι σημερινοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, καί συγκεκριμένα Υμείς καί ημείς καί οι απανταχού συνορθόδοξοι καί συνέλληνες.

     

    ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

    Αυτήν τήν κληρονομιά, μέ τήν οποία γαλουχήθηκε σύνολος ο πολιτισμός μας, δέν μπορούμε παρά νά τήν εκφράζουμε (ακόμη καί υποσυνείδητα) στόν τρόπο πού ερμηνεύουμε καί αντιμετωπίζουμε τίς προκλήσεις τής σύγχρονης εποχής, έστω κι άν η εφηβική καί μετεφηβική μας νεωτερικότητα μάς εξωθεί σέ αλλογενείς μιμητισμούς.

    Πέραν όμως αυτού, ούτως ή άλλως καλούμεθα επιπλέον σέ συγκεκριμένες προτάσεις καί κριτικές ή καί διαμορφωτικές παρεμβάσεις στό πολυ-πολιτισμικό γίγνεσθαι τής Ευρώπης καί ευρύτερα τού κόσμου.

    Ποιοί θά ανταποκριθούμε;

    Ασφαλώς όλοι, ηγεσία, κλήρος καί λαός, χωρίς εγωτικά συμπλέγματα, χωρίς παραμορφωτικές προκαταλήψεις, αμόλευτοι από εισαγόμενα συνθήματα καί αποσπασματικές παραποιήσεις τής αλήθειας, σίγουροι γιά τήν βιωμένη  πληρότητα τής σαρκωμένης αλήθειας τής παραδόσεώς μας. Η αντιπαλότητα λαϊκού κράτους καί κληρικοκρατίας, πού ακρίτως επηρέασε κάποτε τά καθ’ ημάς, δέν υπήρξε στήν παράδοσή μας καί επιπλέον η ιστορία τής Ορθοδοξίας δέν γνώρισε ποτέ φεουδαρχική κληρικοκρατία. Τά αθεϊστικά φιλοσοφικά μανιφέστα ήταν ένα ένδυμα τόσο παράταιρο γιά τόν δικό μας χώρο. Καί ο πουριτανικός ευσεβισμός ως ηθικιστική αυτάρκεια, από τόν οποίο εισέτι διακατέχονται μερικοί νεόκοποι εισαγγελείς τής δημοσιογραφίας, μάλλον ταιριάζει στήν φαρισαϊκή μιζέρια άλλων παραδόσεων καί όχι στήν λεβέντικη ψυχή τού ρωμιού. Λοιπόν! Νά αφήσουμε κατά μέρος τίς επαρχιωτικές διχοστασίες καί τίς ιδιοτέλειές μας, γιά νά ασχοληθούμε μέ τήν διατήρηση, διαχείριση, επαύξηση καί προβολή τού μοναδικού μας εκκλησιαστικού (καί εθνικού) παραδοσιακού θησαυρού.

    Καί πώς θά ανταποκριθούμε;

    Καταρχήν, όσο ωριμάζουμε καί διαπιστώνουμε ότι παράλληλα μέ τούς υπερεθνικούς θεσμούς, συνεχίζει νά λειτουργεί τό έθνος, οφείλουμε νά συνειδητοποιήσουμε πλήρως τήν ιδιαίτερη πολιτιστική μας ταυτότητα, γιά νά ασκήσουμε σωστή άμυνα απέναντι σέ κάθε ισοπεδωτική πολιτιστική καί πολιτική εξάρτηση. Καί νά τό καταλάβουμε επιτέλους πώς δέν υπάρχει άλλη πολιτιστική ταυτότητα γιά τό έθνος μας από αυτήν μέ τήν οποία τεκμηριωμένα μεγαλούργησε στή (λεγομένη) βυζαντινή περίοδο καί αναμφιλέκτως επιβίωσε μέ τήν ελληνορθόδοξη παράδοσή μας στήν οδυνηρή μεταβυζαντινή δοκιμασία του ως πονεμένη, εσταυρωμένη καί αναστημένη Ρωμιοσύνη.(16)

    'Επειτα, έχουμε τό κρίσιμο ιστορικό προνόμιο ως η μόνη (μέχρι τούδε) ορθόδοξη χώρα τής Ενωμένης Ευρώπης νά “εκπροσωπούμε” εν τοίς πράγμασι τό ορθόδοξο πολιτιστικό πρότυπο. 'Ισως δέν είναι τυχαίο ότι η ιστορική συγκυρία ή μάλλον η Πρόνοια τού Θεού σέ μάς επιμέρισε αυτό τό χρέος, καθώς ο Ελληνισμός ως φορεύς τής Ορθοδοξίας διεφύλαξε καί υπηρέτησε πληρέστερα τήν υπερεθνική οικουμενικότητά της, μαζί μέ τήν λοιπή χριστιανική της εξάρτηση: μετριοπάθεια καί επιείκεια, ανθρωπινότητα καί θεανθρωπινότητα, παραδοσιακότητα θεοπτικού ήθους καί ευρύτητα ιεραποστολικού ύφους, ασκητική συνέχεια τής θεουργίας καί καθαιρομένη εκτείνεια(17) θεολογικής μαρτυρίας.

    'Ολα αυτά αποτελούν τό μή ρευστοποιητέο αποθεματικό μας, επί τή βάσει τού οποίου μπορούμε νά εκδώσουμε τό δικό μας “εθνικό νόμισμα” καί νά ασκήσουμε μιά πραγματικά εθνική πολιτιστική πολιτική.   Βεβαίως δέν είναι στήν εξουσία μας νά καθορίσουμε τίς ισοτιμίες μέ τά ξένα πολιτιστικά νομίσματα ή καί μέ τό πολιτιστικό “ΕΥΡΩ”· είναι όμως στό χέρι μας ως προσώπων καί ως κοινωνίας νά μήν παραθεωρήσουμε τήν διαιώνια συναλλακτική αξία τής πατροπαράδοτης εθνικής καί (ασύγχυτα αχώριστης) εκκλησιαστικής μας κληρονομιάς.

     

    ΟΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΜΑΣ

    Είμεθα υποχρεωμένοι νά αποδεχθούμε μέ δίκαιη εγκαύχηση καί νά παιδαγωγήσουμε σ’ αυτό τούς νεοτέρους καί νά ομολογήσουμε πρός τούς εταίρους μας ότι τό νόμισμα τής Ορθοδοξίας, μέ δοκιμασμένη τήν ποιότητά του στήν πυρά δεινών δοκιμασιών δύο χιλιετιών, έχει ως εγκόσμια καί υπερκόσμια ονομαστική αξία:

    1ον) τήν πρόταξη τού ανθρωπίνου προσώπου έναντι τής ανθρωπίνης φύσεως, καί κατά συνέπεια τήν θεόσδοτη καί αναπαλλοτρίωτη αξία εκάστου ανθρωπίνου προσώπου, τό οποίο δέν αποτελεί ασήμαντη καί αμελητέα αριθμητική μονάδα μιάς συλλογικής ανθρωπομάζας, αλλά τουναντίον ο σεβασμός του συνιστά «τό όντως ακλόνητον βάθρον τής υπάρξεως καί συνυπάρξεως ημών» (Ομιλία τού Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ένθ. αν.)·

    2ον) τήν ανυπέρθετη προτεραιότητα τής χριστιανικής ανθρωπολογίας, κατά τήν οποία «δημιουργών τόν άνθρωπον “κατ’ εικόνα καί καθ’ ομοίωσιν”, ο Θεός επαναλαμβάνει Εαυτόν εν ημίν» (αρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. αν., σ. 136)· οπότε ο άνθρωπος δέν έχει απλώς ανθρώπινα, αλλά πολύ υπέρτερα δικαιώματα, καί κατά θείαν επιταγή ουδείς δικαιούται νά υποβαθμίζει ή νά αδιαφορεί, νά φθονεί ή νά μάχεται, νά αδικεί ή νά βλάπτει, νά αποκλείει ή νά περιφρονεί, νά προσηλυτίζει δολίως καί νά εκμεταλλεύεται αθλίως, νά κατανέμει σέ αξιολογικές κατηγορίες καί καταχρηστικές υποδιαιρέσεις οποιουσδήποτε ανθρώπους, οποιασδήποτε φυλής καί ηλικίας, οποιουδήποτε πολιτιστικού ήθους, όπου γής·(18) ο ρατσισμός καί ο κοινωνικός στιγματισμός ανθρωπίνων προσώπων είναι καταστάσεις ασύμβατες πρός τό θυσιαστικό φρόνημα καί ήθος τής Ορθοδοξίας· η κοινωνική αδικία υπό τήν νέα εκδοχή της, τής συσσωρεύσεως πλούτου σέ λίγους καί τής εργασιακής εκμεταλλεύσεως ή τού αποκλεισμού καί τής καταδίκης τών πολλών ανέργων καί ανεστίων σέ λιμαγχονία καί λιμοκτονία, συνιστούν κατάφωρη περιφρόνηση τού νόμου τής αγάπης τού Θεού· η δολία εκμετάλλευση τής μεταφυσικής δίψας τού συγχρόνου ανθρώπου καί τό δουλεμπόριο τής ψυχής του αποτελεί έγκλημα μισαδελφίας καί μισοθεΐας·

    3ον) τόν τονισμό τής ιερότητος τής ανθρωπίνης φύσεως ως ψυχοσωματικής οντότητος· καί επομένως τήν καταδίκη τής εικονοκλαστικής βεβηλώσεως τής ενοειδούς ανθρωπίνης φύσεως από τήν θεοστυγή σαρκολατρεία, πού υποκριτικά στιγματίζεται, αλλά καί ανερυθρίαστα υποθάλπεται από τήν αναίσχυντη ηδονοθηρία τής εποχής·

    4ον) τόν σεβασμό όχι μόνο τού ανθρωπίνου όντος, αλλά καί πάσης τής κτίσεως· οπότε αναντίρρητα καταγγέλλεται ως αντιβαίνουσα στό θέλημα τού Κτίστου η μικρόψυχη, άλογη καί απρονόητη, η αδηφάγος, υβριστική καί βέβηλη, η τυφλή, τυραννική καί οριακά καταστροφική αντιμετώπιση τού εμβίου καί αβίου οικολογικού περιβάλλοντος, ωσάν νά θέλει ο άνθρωπος νά εκφράσει παντοειδώς τήν ύβρι τής αποστασίας του· η στάση τού πραγματικά Ορθοδόξου πιστού είναι στάση έμπονης φροντίδος γιά τήν θεοβλαστούργητη κτίση·

    5ον) τό ανθρωπολογικό μήνυμα τής Ορθοδοξίας τονίζει τήν πραγματική αιωνική προοπτική τού θεόπλαστου ανθρώπου, ως συγκεκριμένης καί εκκλησιοποιημένης προσωπικής υπάρξεως· τούτο διδάσκεται Γραφικώς καί τεκμηριώνεται απτώς μέ τήν παρουσία τών Αγίων στήν ιστορία τής Εκκλησίας μέχρι τού νύν· εν ονόματι αυτής τής προοπτικής καλούμεθα νά εμψυχώσουμε τόν αμήχανο άνθρωπο τής εποχής μας μέ τήν “ζώσα ελπίδα” τής πίστεώς μας, βοηθώντας τον νά συνταιριάσει τήν εσχατολογική προσδοκία μέ τόν αγώνα γιά τή μεταμόρφωση τού κόσμου κατά τήν αποστολική προτροπή τής δεύτερης πρός Θεσσαλονικείς Επιστολής τού Αποστόλου τών εθνών Παύλου.(19)

    * * *

    Κάθε εποχή παρουσιάζει στοιχεία εικονοκλαστικά, αντιπαραθέτουσα τήν δική της αποσπασματική εκδοχή περί παντός επιστητού στήν καθολική καί μοναδική αλήθεια τού Θεού. Δέν γνωρίζω, άν τελικά η τρίτη μεταχριστιανική χιλιετία θά πλειοδοτήσει τής παρερχομένης σέ εικονομαχική αλαζονεία, κατά τίς προβλέψεις τών σοφών τού παρόντος αιώνος.

    Η Εκκλησία, ειρηνεύουσα εαυτήν καί τόν κόσμο, πορεύεται τήν οδό τού θεόγραφου ιστορικού της χρέους, κρατούσα αναστηλωμένη στίς συνειδήσεις τών πιστών τήν άχραντη εικόνα τού Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Δέν αγωνιά γιά τήν εσχατολογική φορά τής ιστορίας, αλλά περιπτύσσεται τόν κόσμο “στεναγμοίς αλαλήτοις”, μέ ιδρώτα “ωσεί θρόμβους αίματος”. Προσεύχεται.

    Καί λιτανεύει τήν εικόνα τού έργου τής κοσμοσωτηρίου θείας Του οικονομίας.

    Είναι μιά λιτανεία δεητική πρός τόν Χριστό “υπέρ τής τού κόσμου ζωής καί σωτηρίας” καί συνάμα κλητική πρός τόν κόσμο, μέ τά βαρυσήμαντα αποστολοπροφητικά λόγια τής Αποκαλύψεως Ιησού Χριστού, λόγια κρίσιμα καί φοβερά, γεμάτα εσχατολογική σιγουριά καί υπομονή:

    «Ο καιρός εγγύς εστιν. Ο αδικών αδικησάτω έτι, καί ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, καί ο άγιος αγιασθήτω έτι. Ιδού έρχομαι ταχύ, καί ο μισθός μου μετ’ εμού, αποδούναι εκάστω ως τό έργον έσται αυτού. Εγώ τό Α καί τό Ω, ο πρώτος καί ο έσχατος, αρχή καί τέλος… Ναί, έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. κβ, 11­13, 20).

     

     
     




    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    1. 'Εμμεση αναφορά στό “Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας”: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν…».

    2. Βλ. επισημάνσεις τής Α.Θ.Π. τού Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου κατά τήν ομιλία του στή συνάντηση τού Νταβός (2.2.1999), δημοσιευθείσα στήν Ελευθεροτυπία, 3.2.1999, σ. 9: «Η παγκοσμιοποίησις ούτως εμφανίζεται ως τό νέον όραμα διά τούς μέν· ως νέα απειλή διά τούς δέ…», ένθα αναλύονται δειγματοληπτικώς οι κίνδυνοι από τήν ανεξέλεγκτη εφαρμογή τής παγκοσμιοποιήσεως καί προτείνονται ηθικές αρχές γιά τήν πρόληψή τους.

    3. Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα (1998) τού Καθηγουμένου τής Ι. Μονής Γρηγορίου αρχιμ. Γεωργίου μέ τίτλο “Χριστός καί παγκοσμιοποίησις”: «Τό υπερκράτος, η υπεροικονομία, υπερθρησκεία δέν θά υπηρετούν τόν Χριστό καί τόν 'Ανθρωπο, ως Εικόνα τού Θεού, αλλά τόν Αντίχριστο καί όσους προσκυνήσουν τόν Αντίχριστο», στήν εφημ. Η Χριστιανική.

    4. Οι όροι από συνέντευξη τού Ζάν Ντανιέλ, διευθυντή τού Le Νouvel Οbservateur, στήν 'Ηρα Φελουκατζή, δημοσιευμένη στό ένθετο “Ιδέες γιά τόν 21ο αιώνα” τής Ελευθεροτυπίας, Δεκ. 1998, σσ. 4­5, μέ ειδικό τίτλο “Αποχαιρετώντας τόν 20ό αιώνα”.

    5. Γιά τό “πανθρησκειακό όραμα (εφιάλτη) τής Νέας Εποχής”, βλ. ομότιτλο άρθρο τού μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη στό περ. Διάλογος, Αθήνα: Διορθόδοξος Σύνδεσμος Πρωτοβουλιών Γονέων,  1998, ττ. 13­15.

    6. Η διατύπωση αυτής τής διαλεκτικής είναι τού 'Υπατου Αρμοστή τού ΟΗΕ γιά τά ανθρώπινα δικαιώματα, μέ τήν ευκαιρία εορτασμού τής 50ής επετείου τής σχετικής Διακηρύξεως.

    7. Βλ. τήν παρουσίαση συνεντεύξεως τού Σάμιουελ Χάντιγκτον στήν εφημερίδα Die Welt τού Βερολίνου στά πλαίσια τού οικονομικού φόρουμ στό Νταβός, όπου μεταξύ άλλων τόνισε: «Η ύπαρξη θρησκειών περιγράφει μιά άλλη ανάγκη πού νιώθουν οι άνθρωποι, τήν πίστη δηλαδή σέ κάτι ανώτερο, πού μπορεί νά είναι καί η μεταφορά τού ίδιου τού εαυτού τους. Ολόκληρο τόν 20ό αιώνα αυτό τό ρόλο έπαιξαν κοσμικές ιδεολογίες. Μετά όμως τό τέλος τού κομμουνισμού καί τού φασισμού, οι άνθρωποι ξαναεπιστρέφουν στή θρησκεία» (Ελευθεροτυπία  3-2-1999).

    8. Βλ. Πράξ. ιζ,16. Εννοείται ο θρησκευτικός συμφυρμός τής εποχής εκείνης.

    9. Βλ. αρχιμ. Χρυσ. Σαββάτου, Η συμβολή τής Ορθόδοξης Εκκλησίας στήν Ευρωπαϊκή 'Ενωση (Εκκλησία, 1.10.1998, σ. 704).

    10. Βλ. παρατιθέμενη άποψη τού R. Ρanikkar, Cross Cyrrents 29 (1979), σέ άρθρο τού Καθηγητού Ιωάννου Καραβιδοπούλου στό συλλογικό τόμο Παύλεια Γ΄, ο Απόστολος Παύλος καί ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός, Βέροια 1997, σ. 189: «ο πλουραλισμός δέν είναι απλή δικαίωση διαφόρων απόψεων, αλλ’ η αναγνώριση ότι τό αληθινό είναι κάτι περισσότερο από τό σύνολο όλων τών δυνατών απόψεων». Καί αυτόθι, τήν επισήμανση σύμφωνα μέ τήν άποψη τού Β. Demarest, «[ότι ο όρος “πλουραλισμός” δηλώνει] τή διδασκαλία ότι όλες οι θρησκείες είναι εξίσου ισχυροί οδοί σωτηρίας».

    11. Βλ. αγίου Διαδόχου επισκόπου Φωτικής, Τά εκατό Πρακτικά Κεφάλαια, 76.

    12. Βλ. Ιακώβου Μάϊνα “Τό ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα”, μελέτη στό συλλογικό τόμο Μαρτυρία Ορθοδοξίας, Αθήνα: Βιβλιοπωλείο “Εστίας”, 1971, σσ. 53 εξ., όπου καί συνοψίζεται ιστορικο-θεολογικά η κρινομένη εκδοχή τού “απεκκλησιοποιημένου” χριστιανισμού στά πλαίσια τής δυτικής χριστιανοσύνης· Μητροπολίτου Σερβίων καί Κοζάνης Διονυσίου (†) “Πατροπαράδοτον σέβας” (ομιλία στήν εορτή τής Κυριακής τής Ορθοδοξίας λεχθείσα στόν Μητροπολιτικό Ναό τών Αθηνών, 20 Φεβρουαρίου 1998), ανάτ. περ. Εκκλησία, σσ. 11 εξ.· τού αυτού “Ορθοδοξία καί Ευρωπαϊκή Κοινότητα” (ομιλία στούς Αξιωματικούς τού Α΄ Σώματος Στρατού, 1 Μαρτίου 1990), Κοζάνη 1990, σσ. 14 εξ.· Νίκου Α. Ματσούκα “Ορθοδοξία καί αίρεση στούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς τού Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄ αιώνα”, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας, 1992.

    13. Βλ. Στ. Γ. Παπαδοπούλου, “Ορθοδοξία καί Ελληνισμός, Πορεία στήν τρίτη χιλιετία”, Αθήνα:Παρουσία, 1996, σ. 38, ένθα καί σημαντικότατες επισημάνσεις γιά τήν εν τοίς πράγμασι  “διαλεκτική” μεταξύ τής Ορθοδόξου εμπειρίας καί τής ευσεβιστικής­ηθικιστικής­κοινωνιστικής εκπτώσεως τής δυτικής χριστιανοσύνης.

    14. Νίκου Α. Ματσούκα, ένθ. αν., σ. 8: «…ανάμεσα σέ δραματικές εντάσεις καί στό θρίαμβο, ή ακόμη καί στήν κακοήθεια, τών γεγονότων προβάλλει η πορεία τής θείας οικονομίας: πατριάρχες, κριτές, βασιλιάδες, ιερείς, προφήτες, ο άσαρκος Λόγος, ο σαρκωμένος Λόγος, απόστολοι, επίσκοποι, άγιοι, λαός όλα σέ μιά ιστορική κοινότητα ενός σώματος. Κι όλο τούτο τό σώμα μετέχει θεραπευτικά στήν αποκάλυψη, πού δέν είναι τίποτε άλλο παρά οι θεοφάνειες στήν κτίση καί στήν ιστορία».

    15. Παρ’ αρχιμ. Ιερ. Βλάχω (νύν Μητροπολίτη Ναυπάκτου) “Τό Συνοδικόν τής Ορθοδοξίας”, 'Αγιος Γρηγόριος Παλαμάς, τ. 733 (1990) σ. 500.

    16. Βλ. Νίκου Ματσούκα, “Ελληνορθόδοξη παράδοση καί δυτικός πολιτισμός στά πλαίσια τού νέου Ελληνισμού”, Αθήνα: Μήνυμα, 1985 (μέ σύντομες συμπερασματικές προτάσεις όσον αφορά τήν οικουμενικότητα, τόν κοσμοπολιτισμό καί τήν νηφάλια αντιμετώπιση τών ξένων επιθέσεων)· Πρωτ. Θεοδώρου Ζήση “Ορθοδοξία καί Ελληνισμός. Νέα αιχμαλωσία καί αντίσταση”, Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 1995 (μέ θεολογικές επισημάνσεις τής αλλοτριώσεως τής Δύσεως καί σύγχρονη τεκμηρίωση τής αισιόδοξης προοπτικής τής Ορθοδοξίας εν Ελλάδι πρός αντιμετώπιση πάσης επιβουλής)· Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, “Ορθοδοξία καί Ελληνισμός, πορεία στήν τρίτη χιλιετία”, Αθήνα: Παρουσία, 1996 (μέ συγκεκριμένες προτάσεις ορθοδόξου εκκλησιαστικής μαρτυρίας έναντι τού επαρκώς σκιαγραφουμένου αλλοτριωμένου δυτικού χριστιανισμού, όπως εγρήγορση, αναβαπτισμός στόν ορθόδοξο ρεαλισμό τών μυστηρίων καί τής ασκήσεως, θεολογική καλλιέργεια καί “εύρωστη” θεολογία)· Κων/νου Χολέβα, “Παιδεία & Εθνική ταυτότητα στήν εποχή τού ΕΥΡΩ” στήν Πειραϊκή Εκκλησία, τ. 91, Φεβρουάριος 1999, σσ. 28­31 (μέ συγκεκριμένη πρόταση θετικής αντιδράσεως όσον αφορά στήν προετοιμασία τής κοινωνίας μέσω τής παντοειδούς ελληνορθοδόξου Παιδείας).

    17. Ο όρος στού Στυλ. Παπαδοπούλου, ένθ. αν.  υποσ. 16

    18. Βλ. σχετικό μήνυμα Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί πάσης Ελλάδος κ. Χριστοδούλου γιά τήν 50ή επέτειο από τή διακήρυξη τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου, Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος 23ο, τ. 462, 16.1.1999, σ. 16: «Στή σημερινή δυσάρεστη γενικά κατάσταση τής ανθρωπότητας η Ευρωπαϊκή 'Ενωση αποτελεί μιάν ελπιδοφόρα προοπτική. Οι αρχές επί τών οποίων οικοδομείται είναι οι Χριστιανικές καί βασικό στοιχείο της είναι η προστασία τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Εκκλησία μας, πού έχει κατά καιρούς υποστεί πολλές καί σκληρές σέ βάρος της διακρίσεις, βοηθάει μέ όλες τίς δυνάμεις στήν ολοκλήρωση τής Ε.Ε. ευαγγελιζόμενη πρός όλους τήν Αγάπη τού Χριστού καί τήν εξ αυτής ανεκτικότητα καί ανοχή πρός τόν πλησίον, τόν οποιονδήποτε πλησίον, καί τή βοήθεια, συναντίληψη καί συμπαράσταση πρός τούς πάσχοντες καθ’ οιονδήποτε τρόπο συνανθρώπους μας, ιδιαίτερα τούς νέους, τούς άνεργους, τούς ξένους καί τούς αδύναμους».

    19. Βλ. καί Νίκου Ματσούκα “Ορθοδοξία καί αίρεση”, ένθ. αν. σ. 55: «Η εσχατολογική αναμονή περνώντας από διάφορες φάσεις τελικά δένεται μέ μιά άμεση μεταμόρφωση τού κόσμου πού πραγματώνεται προοδευτικά διαμέσου τής καινής κτίσης, τής οποίας φορέας είναι η Εκκλησία».


    Πάνω