Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου |
Ο Επίσκοπος και η λειτουργική παράδοση [Εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Δημητρίου στο Α΄ Λειτουργικό Συνέδριο
που έλαβε χώρα στην Θεσσαλονίκη, 27 Φεβρ. - 1 Μαρτίου 2002]α. Μέ την άδεια του Παναγιωτάτου Ποιμενάρχου της θεοσώστου αυτής Μητροπόλεως, ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της Εταιρείας Ορθοδόξων Σπουδών, ευρίσκομαι εν τω μέσω υμών ως εισηγητής του αναγγελθέντος θέματος. Δοξολογώ το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού επί πάσι και για την παρεχόμενη αυτή ευκαιρία καταθέσεως μαρτυρίας. Ευχαριστώ τον Παναγιώτατο για την ευλογία, και υμάς για την πρόσκληση.
ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Αρχίζω με κάποιες διασαφήσεις:
1ον) Τίθεται προς διερεύνηση το θέμα: «ο Επίσκοπος και η λειτουργική Παράδοση», με στόχο «ο Επίσκοπος ως φύλαξ της λειτουργικής Παραδόσεως». Διερεύνηση σημαίνει ότι δεν είναι αυτονόητο το θέμα, αλλά είναι ζητούμενο. Άν δεν ήταν ζητούμενο, θα φαινόταν παράλογο να διερευνήσει κάποιος ένα θεσμό ως προς την ταυτοσημία του. Π.χ. θα μπορούσαμε να διερωτηθούμε πάνω σε θέματα όπως: “ο Επίσκοπος ως επίσκοπος”; “ο Χριστιανός ως χριστιανός”; “ο Ιερεύς ως ιερεύς”; Λοιπόν, φαίνεται πώς δεν είναι αυτονόητο εξ ορισμού ότι ο Επίσκοπος αποτελεί τον φύλακα της Παραδόσεως.
2ον) Το θέμα είναι σπουδαιότατο και ευρύτατο· δεν δύναμαι να το εξαντλήσω. Άλλωστε ευρίσκομαι εν μέσω συγκληρικών και συγχριστιανών, που θα συνεισφέρουν από ειδική σκοπιά στο θέμα, που επίσης δεν εξαντλείται με ένα συνέδριο.
3ον) Είμαι επίσκοπος. Υποτίθεται πώς οφείλω να αναπτύξω με κύρος (ως εμβιώσας και ειδήμων) τη σχέση επισκόπου και λειτουργικής παραδόσεως. Πώς όμως θα εκφράσω την ιερότατη παράδοση της ιερωσύνης τόσων αιώνων, σε σχέση με την εκκλησιαστική λειτουργική παράδοση και όλων των συνιστωσών της; (π.χ. τα λοιπά μυστήρια, ουσία και τυπικό τελετουργίας, ευχαριστιακή αγωγή των πιστών, λειτουργική συμμετοχή κλήρουλαού και τόσα άλλα); Ασφαλώς είμαι ανεπαρκής. Μέ δεδομένο το θέμα και την ιδιαιτερότητά του, θα προβώ σε νύξεις περί της Επισκοπικής ταυτότητος εν σχέσει προς την Λειτουργική Παράδοση.
* * * β. “Λειτουργική” μέν, διότι λειτουργικό είναι το παρόν Συνέδριο. Αλλ’ η Παράδοσή μας δεν καταμερίζεται. Τήν επιμερίζουμε για λόγους διαδικαστικούς, ώστε να μελετήσουμε τα επιμέρους. Άλλωστε, ο λόγος περί Παραδόσεως είναι πολύς και δυσερμήνευτος, θεόδοτος και ανεξάντλητος.
Είναι λόγος περί της Αληθείας, τ.έ. περί του Χριστού και της Χριστού σωτηρίου Οικονομίας (όπως παραδόθηκε εφ’ άπαξ στην Εκκλησία την Πεντηκοστή, όπως αποτυπώθηκε στον “Κανόνα της λατρείας” [δηλαδή στις πρώτες λειτουργικές Ομολογίες, βλ. π. Γ. Φλωρόφσκυ, “Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις”, Πουρναράς, 1976, σσ. 115123], στο Σύμβολο της Πίστεως και τους Δογματικούς Όρους των Αγίων Συνόδων, κι όπως ερμηνεύθηκε από τους θεοφόρους Πατέρας)·
Είναι λόγος περί της Εκκλησίας, τ.έ. περί του ΠανΜυστηρίου της εν Χριστώ Ανακεφαλαιώσεως των πάντων (τό οποίον πραγματώνεται στην ιστορία του κόσμου διά των ιερών Μυστηρίων της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλ. της Ορθοδοξίας, και θα αποκαλυφθεί εν δόξη στη Β΄ Παρουσία του Κυρίου)·
Είναι λόγος περί της χριστοκεντρικής ζωής, τ.έ. της εκκλησιαστικής θεοκοινωνίας στην ουσία και τις μορφές της με τη θεία Λειτουργία, με τα (εις αυτήν ανακεφαλαιούμενα) λοιπά άγια Μυστήρια και τις άγιες Ευαγγελικές αρετές, στην προοπτική των εσχάτων.
Θα λέγαμε εν συνόψει: ο λόγος περί της Παραδόσεως είναι λόγος
— περί του παραδόντος τον Εαυτόν Του σε μας Σωτήρος Χριστού,
— περί της Εκκλησίας, της παραλαβούσης και κατεχούσης Αυτόν ασυγχύτως, αχωρίστως και απεριλήπτως ή μάλλον της προσληφθείσης και ανειλημμένης υπ’ Αυτού.
— καί περί του εκκλησιαστικού (λειτουργικού και ασκητικού) τρόπου της συσσωματώσεως, εγχριστώσεως και σωτηρίας εκάστου ημών.
Γράφει ο μακαριστός π. Ιουστίνος Πόποβιτς: «Εις όλην την καθολικότητα και πληρότητά της η Ιερά Παράδοσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αυτός ούτος ο Θεάνθρωπος Χριστός. Διά τούτο Αυτός είναι η πηγή, το κέντρον και το περιεχόμενον και της Ιερωσύνης και της Ιεραρχίας της Εκκλησίας. Ουσιαστικώς η ιερωσύνη Του ως Αιωνίου Αρχιερέως είναι η ιερωσύνη της Εκκλησίας, και η θεανθρωπίνη εξουσία Του είναι η ιεραρχική εξουσία της Εκκλησίας» (Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, “Ορθ. Κυψέλη”, 1974, σ.117/8).
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ: Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
γ. Και τι είναι ο Επίσκοπος; Το αναλύει θεοφωτίστως ένας γνήσιος φορεύς και φύλαξ και εξαγγελεύς της ιεράς Παραδόσεως, ο θεοφόρος Ιγνάτιος:
«όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν ή Ιησούς Χριστός, εκεί η καθολική εκκλησία» (Σμυρναίοις VΙΙΙ, 2)·
«αυτός ων θύρα του Πατρός, δι’ ης εισέρχονται Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και οι προφήται και οι απόστολοι και η εκκλησία. Πάντα ταύτα εις ενότητα Θεού» (Φιλαδελφεύσι ΙΧ, 1). Τι σημαίνει «θύρα του Πατρός» το κατανοούμε από το λόγο του Κυρίου «εγώ ειμι η θύρα των προβάτων» (Ιωάν. ι, 7), όπερ εμμέσως δηλώνει την εκκλησιολογική ταυτότητα και το λειτούργημα του Επισκόπου ως εικόνος του Σωτήρος Χριστού.
Και σε πάρα πολλά άλλα χωρία ο Άγιος τονίζει τη μοναδικότητα του Επισκόπου ως τύπουεικόνος του Θεού Πατρός (Τραλλιανοίς ΙΙΙ, 1· Μαγνησιεύσιν ΙΙΙ, 12· πρβλ. και Ρωμαίοις ΙΧ, 1· Μαγνησιεύσιν VΙ, 1 και VΙΙ, 1· Σμυρναίοις VΙΙΙ, 1) και εν ταυτώ ως τύπουεικόνος του Κυρίου Ιησού Χριστού (Εφεσίοις VΙ, 1· Τραλ. ΙΙ, 1), και κατά συνέπειαν ως ορατής κεφαλής της τοπικής Εκκλησίας (πρβλ. Εφ. V, 12· Τραλ. ΙΙ, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 2),
μέ συγκεκριμένη λειτουργικότητααποστολή να προΐσταται, να προασπίζει, να επισκοπεί και να ιερουργεί:
— την εκκλησιαστική ενότητα (Εφ. ΙV, 12 και V 13), η οποία κατά τον Άγιο ταυτίζεται και φανερώνεται στην ευχαριστιακή ενότηταμοναδικότητα (Φιλαδελφεύσιν ΙV· Μαγνησιεύσι VΙ 12 και VΙΙ, 2· Σμυρναίοις VΙΙΙ, 12),
— την μυσταγωγική αποκλειστικότητα χάριν της Εκκλησίας (Φιλαδ. ΙΧ, 1),
— την κατάλυση των σχισμάτων (Φιλαδ. ΙΙΙ, 1),
— την άμωμη ενότητα του πλήθους των χριστιανών ως προϋπόθεση μετοχής τους στο Θεό (Εφ. ΙV, 2· Τραλ. ΙΙ, 1),
— την ευχαριστιακή και βαπτισματική εγκυρότητα (Φιλαδ. ΙV, 1· Σμυρν. VΙΙΙ, 12),
— την μυστηριακή κοινωνία του άρτου του Θεού (Εφ. V, 2),
— την ταύτισή τους με τη γνώμη του Θεού και άρα τη σωτηριώδη βεβαιότητα της ευαρεστήσεως (Εφ. ΙΙΙ, 2· Σμυρν. VΙΙΙ, 2· Φιλαδ. VΙ).
Μέ άλλα λόγια, όλο το μυστήριο και η ζωή της Εκκλησίας συγκροτείται και διασφαλίζεται διά του Επισκόπου…
1. όχι επειδή έχει “αυτοτελώς” κάποια ιδιοπρόσωπη θεία εύνοια ή κάποια προσωποπαγή θεσμική ιδιότητα, αλλ’ ακριβώς επειδή είναι ο προεστώς της Εκκλησίας, περιβαλλόμενος από το “συνέδριο” των πρεσβυτέρων και τον όμιλο των διακόνων και βεβαίως όλη την λοιπή εκκλησιαστική σύναξη·
2. οι συγκεκριμένες προτροπές παραπέμπουν στην πρωτοχριστιανική Ευχαριστιακή Σύναξη: με τους πιστους που έχουν προκαθήμενο τον Επίσκοπο, συγκαθήμενο το πρεσβυτέριο και τους διακόνους (όπου και φανερώνεται η ενότηταταυτότηταιδιοσυστασία της Εκκλησίας εν τη θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω, όπως την αναλύει στην κλασική πλέον μελέτη του ο Σεβ. Περγάμου κ. Ιωάννης)·
3. προτρέπει τους χριστιανούς να επιβεβαιώσουν την χριστιανική τους ιδιότητα μέσα στην εκκλησιαστικότητα, μέσα στην Εκκλησία (“πάντες ως εις ένα ναόν συντρέχετε θεού, ως επί εν θυσιαστήριον, επί ένα Ιησούν Χριστόν” [Μαγν.VΙΙ, 12]) · αλλά και υπογραμμίζει την ενότητα του Σώματος υπό τον Επίσκοπο όχι ως αυτοαυθεντία, αλλ’ ως ζώσα εικόνα και τύπο και μιμητή του Σωτήρος Χριστού·
4. η θέαση της επισκοπικής αποκλειστικότητος είναι χριστοκεντρική· όπως χριστοκεντρική είναι η θέαση της περί τον Επίσκοπο συνάξεως των πρεσβυτέρων και διακόνων και των πιστών.
Αυτή η θεόδοτη ταυτότητα και αποστολή του Επισκόπου αποτελεί αστασίαστη αποστολική και πατερική οροθεσία και ομολογία· από τις ποιμαντικές Επιστολές του Αποστόλου Παύλου (βλ. Τίτ. α, 5 εξ.) μέχρι και των ημερών μας (πρβλ. “Ποιμαντική” Αγίου Νεκταρίου).
Άλλωστε, στην μακραίωνη ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας, η όλη εκκλησιαστική και λειτουργική ζωή οργανώνεται και υφίσταται περί το αυτό κέντρο, τον Επίσκοπο ως προεστώτα της (αισθητώς) μιάς Ευχαριστίας αρχικώς, ως προεστώτα της ενοειδούς τοπικής Εκκλησίας εν συνεχεία. Από παίδων βαπτιζόμενοι μετέχουμε στη θεία Λειτουργία (τήν κατεξοχήν έκφραση της εκκλησιαστικότητος, εξ ου και “εκκλησιασμός”σύναξη της εκκλησίας)· και οι μεν κατηχηθέντες επιπλέον μυσταγωγούμεθα, οι δε μη κατηχηθέντες διαισθανόμεθα αυτήν την εκκλησιολογική απαράβατη αρχή: ότι ο Επίσκοπος είναι «κεφαλή Χριστού πληρώματος» (Γρηγορίου Θεολόγου, ΡG, 35, 501) και ότι δεν υπάρχει καθ’ εαυτόν Επίσκοπος εκτός Εκκλησίας αλλ’ ούτε και Εκκλησία άνευ του Επισκόπου (βλ. Αγίου Κυπριανού, Επιστολή 69, ΡL, 4 c: «episkopum in ecclesia esse, et ecclesiam in episcopo»).
Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (17ος αι.) στην Ορθόδοξη Ομολογία του γράφει: «τό επισκοπικόν αξίωμα ούτως εστίν εν τη Εκκλησία αναγκαίον, ώστε χωρίς αυτού μη δύνασθαι μήτε Εκκλησίαν μήτε χριστιανόν τινα ή είναι ή όλως λέγεσθαι· αυτός γαρ ο αξιωθείς επίσκοπος είναι, ως αποστολικός διάδοχος…, ζώσά εστιν εικών του Θεού επί της γής… ούτω δε αυτού το αναγκαίον εννοούμεν εν τη Εκκλησία, ως εν τω ανθρώπω την αναπνοήν και εν τω αισθητώ τούτω κόσμω τον ήλιον… ό,τι Θεός εν τη ουρανίω των πρωτοτόκων Εκκλησία και ήλιος εν τω κόσμω, τούτο έκαστος αρχιερεύς εν τη κατά μέρος Εκκλησία».
Και βέβαια, αυτά συντελούνται με την αδιάσπαστη διττή λειτουργία του επισκοπικού χαρίσματοςθεσμούλειτουργήματος: με την ιερουργία και με την ποιμαντική, που ουσιαστικά αποβλέπουν στην προαγωγή της ενότητος και της τελειότητος των μελών του Σώματος, “εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” (Εφ. δ΄, 13), στην αναγωγή πάντων στα “άνω” (Κολ. γ΄ 1) και την προβίωση των εσχάτων, «όπου πρόδρομος υπέρ ημών εισήλθεν Ιησούς, κατά την τάξιν Μελχισεδέκ αρχιερεύς γενόμενος εις τον αιώνα» (Εβρ. στ΄, 20).
Οι Ευχές της χειροτονίας Επισκόπου ομιλούν σαφέστατα:
Η πρώτη: «Δέσποτα Κύριε, ο Θεός ημών, ο νομοθετήσας ημίν διά του πανευφήμου σου Αποστόλου Παύλου, βαθμών και ταγμάτων τάξιν, εις το εξυπηρετείσθαι και λειτουργείν τοις σεπτοίς και αχράντοις σου Μυστηρίοις εν τω αγίω σου θυσιαστηρίω… και τούτον τον ψηφισθέντα…, διά της χειρός εμού του αμαρτωλού και των συμπαρόντων Λειτουργών και Συνεπισκόπων, τη επιφοιτήσει και δυνάμει και χάριτι του Αγίου σου Πνεύματος ενίσχυσον… και ανεπίληπτον αυτού την Αρχιερωσύνην απόδειξον, καί… άγιον ανάδειξον εις το άξιον γενέσθαι του αιτείν αυτόν τα προς σωτηρίαν του λαού και επακούειν σε αυτού».
Και η δεύτερη:. «Κύριε, ο Θεός ημών, ο διά το μη δύνασθαι την ανθρώπου φύσιν της τής Θεότητος υπενεγκείν ουσίαν, τη ση οικονομία ομοιοπαθείς διδασκάλους καταστήσας, τον σον επέχοντας θρόνον, εις το αναφέρειν σοι θυσίαν και προσφοράν υπέρ του λαού σου· σύ, Χριστέ, και τούτον τον αναδειχθέντα οικονόμον της Αρχιερατικής χάριτος, ποίησον μιμητήν σου του αληθινού Ποιμένος, τιθέντα την ψυχήν αυτού υπέρ των προβάτων σου…».
Και απαριθμεί στη συνέχεια ενδεικτικά την παραδοσιακή και πατερική Αγιοπνευματική φωτιστική ποιμαντική του Επισκόπου, όπου ο Επίσκοπος καλείται να γίνει “φώς” και “φωστήρ”· όχι απλώς μεταφορικά, αλλά (σύμφωνα με την πάγια αγιογραφική και αγιοπατερική ορθόδοξη ερμηνευτική περί της εμπειρίας των Προφητών, των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων) κατά μετοχήν του ακτίστου φωτός διά καθάρσεως. Μόνον έτσι εκπληρώνεται η εκκλησιαστική διαγνωστική περί της ταυτότητος του Επισκοπικού αξιώματος.
Τοιουτοτρόπως καταδεικνύεται —τό τονίζω— όχι κάποια αυτόνομη ιεροκρατία ή επισκοποκρατία, αλλ’ η ουσία και η αξία της λειτουργικής παραδόσεως:
- της λειτουργικώς παραδεδομένης εκκλησιολογίας,
- της λειτουργικώς φυλασσομένης ορθοδοξίας,
- της λειτουργικώς εκφαινομένης εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας,
- της λειτουργικώς οργανωμένης ιδιαιτερότητος και συμπληρωματικότητος κλήρου και λαού στο εν Σώμα της μιάς Εκκλησίας του Χριστού.
Διότι η λειτουργική παράδοση του Σώματος της Εκκλησίας είναι αυτή που παρέλαβε και παρέδωσε “τό Μυστήριον του Χριστού” και τον “Κανόνα της Πίστεως”. Και συνεχίζει να παραλαμβάνει και παραδίδει τον “Κανόνα της Πίστεως” η οποία εμβιώνεται, μυσταγωγεί και ομολογείται μέσα στον “Κανόνα της λατρείας”, δηλαδή στην λειτουργική Παράδοση.
* * * δ. Είναι αυτονόητο πώς ο Επίσκοπος, με τη μοναδική (θεμελιώδη ή κεντρική ή ανακεφαλαιωτική) σημασία της εκκλησιολογικής του θέσεως, έχει και την κύρια ευθύνη—αποστολή διασώσεως της Παραδόσεως. Η Εκκλησία βεβαίως είναι υπέρ την Παράδοση, αλλ’ αυτό δεν σημαίνει ότι ο Επίσκοπος ή οι Επίσκοποι είμεθα υπέρ την Παράδοση. Ήδη στην πρώιμη εποχή ο άγιος Ιγνάτιος συμβούλευε τον ομότροπό του άγιο Πολύκαρπο: «Μηδέν άνευ γνώμης σου γινέσθω· μηδέ συ άνευ γνώμης Θεού τι πράσσε» (πρός Πολύκαρπον ΙV, 1).
Ο Απόστολος Παύλος «παρέδωκεν ο και παρέλαβεν» (βλ. Α΄ Κορ. ιε΄, 3).
Και ο όσιος Μάξιμος βεβαιώνει: «Εμόν μεν ουδέν ερώ παντελώς· ο δε παρά των Πατέρων εδιδάχθην, φημί» (Επιστολή 15, ΡG 91, 544D).
«Διό, αδελφοί [προειδοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός] στώμεν εν τη πέτρα της πίστεως και τη παραδόσει της Εκκλησίας, μη μεταίροντες όρια α έθεντο οι άγιοι πατέρες ημών· μη διδόντες τόπον τοις βουλομένοις καινοτομείν, και καταλύειν την οικοδομήν της αγίας του Θεού καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας. Ει γαρ δοθή άδεια παντί βουλομένω, κατά μικρόν όλον το σώμα της Εκκλησίας καταλυθήσεται» (Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, 3, 41. ΡG 94, 1356CD).
Τουναντίον, όπως διατρανώνει η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος, «… κατά πάντα των αυτών θεοφόρων Πατέρων ημών τα δόγματα και πράγματα κρατούντες, κηρύσσομεν εν ενί στόματι και μια καρδία, μηδέν προστιθέντες, μηδέν αφαιρούντες των εξ αυτών παραδοθέντων ημίν· αλλά τούτοις βεβαιούμεθα, τούτοις στηριζόμεθα… κατά την αρχήθεν παράδοσιν της αγίας του Θεού Καθολικής Εκκλησίας, είτουν των αγίων πατέρων ημών» (αποσπάσματα Πρακτικών της δ΄ συνεδρίας, παρά π. Ιω. Ρωμανίδη, “Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας”, τ. Β, 2000, σ. 123, 125).
Τήν βεβαιότητα και τον στηριγμό στην εκκλησιαστική ζωή της Ορθοδοξίας δεν παρέχουν μόνο τα “δόγματα” των Πατέρων, αλλά και τα “πράγματα”. Όχι μόνο η δογματική παράδοση, αλλά και η πατερική παραδοσιακή πρακτική, και ειδικότερα (όσον αφορά την Ζ΄ Οικουμενική) η λειτουργική παράδοση της τιμής και προσκυνήσεως του Τιμίου Σταυρού, των ιερών εικόνων, των ιερών λειψάνων. Μέσα από αυτόν τον διττό σεβασμό προς την ενιαία διττή Παράδοση (τού δόγματος και της πρακτικής, της πίστεως και της λειτουργικής πράξεως) εκπληρώνεται ένας απαράβατος όρος ορθοδόξου εμπολιτεύσεως: το επακολουθείν «τή θεηγόρω διδασκαλία των αγίων Πατέρων ημών, και τη παραδόσει της καθολικής Εκκλησίας. Του γαρ εν αυτή οικήσαντος Αγίου Πνεύματος είναι ταύτην γινώσκομεν» (Ζ΄ Οικουμενική).
Γι’ αυτό άλλωστε μακαρίζουν όσους διακηρύσσουν «τήν των Αποστόλων και εις Πατέρας διήκουσαν έγγραφόν τε και άγραφον παράδοσιν» (Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος). Η Αποστολική Παράδοσις εγγράφως και αγράφως διασώζεται μέσα στην Πατερική οροθεσία λόγων και ζωής, την οποία διασφαλίζουν με πιστότητα οι Πατέρες-Προεστώτες των τοπικών Εκκλησιών Επίσκοποι.
Άλλωστε, δεν δόθηκε η εξουσία σε μάς, τους ιεράρχες, για να έχουμε ασυδοσία καταφρονήσεως των κανόνων και της αγίας παραδόσεως (θά συμπληρώναμε), αλλά να στοιχιζόμεθα στα Πατερικώς κατοχυρωμένα και να επακολουθούμε στους προηγουμένους. «Εξουσία τοις ιεράρχαις εν ουδενί δέδοται επί πάση παραβάσει κανόνος, ή μόνον στοιχείν τα δεδογμένα και έπεσθαι τοις προλαβούσιν» (οσίου Θεοδώρου Στουδίτου, Επιστολή 24, 7880).
* * * ε. Θα μου πείτε, βεβαίως, πώς εδώ γίνεται λόγος για την κανονική και δογματική Παράδοση. Αλλά τίποτε στην Εκκλησία δεν είναι ανεξάρτητο. Το δόγμα, η λατρεία, η λειτουργική, η ποιμαντική, η άσκηση, όλα συνιστούν στοιχεία, εκφράσεις, απλανή οριοθέτηση και ομολογία της ιστορικής εμβιώσεως του Μυ-στηρίου της Οικονομίας από την Εκκλησία. Και βέβαια, στην εκκλησιαστική διακήρυξη και κατοχύρωση της ακριβείας όλων αυτών, αυτονόητη είναι η θέση των Επισκόπων—ορατών κεφαλών των τοπικών Εκκλησιών, που συνέρχονται στις Άγιες Συνόδους και καταφάσκουν την οροθεσία των Πατέρων, είτε αυτοί είναι ήδη Επίσκοποι είτε είναι άλλοι Κληρικοί ή και Μοναχοί.
Παράδειγμα περί των ανωτέρω είναι το “Συνοδικόν της Ορθοδοξίας”. Σ’ αυτό τονίζεται το ενιαίον (μέ τη σφραγίδα του Χριστού) της θείας Αποκαλύψεως: στους Προφήτες, τους Αποστόλους, στην Εκκλησία [τ.έ. τις πλήρεις φανερώσεις σε διαφόρους τόπους της μιάς Εκκλησίας, της υπό τους Επισκόπους], στους Διδασκάλους, στην υπ’ ουρανόν Ορθοδοξία. Αμέσως μετά, διακηρύσσεται το ταυτόν του χριστολογικού και εκκλησιολογικού φρονήματος σε όλη αυτήν την παράδοση (“ούτω φρονούμεν… ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών και τους αυτού Αγίους»). Και τέλος, κατοχυρώνεται η λειτουργική συνέπεια και πρακτική της ανωτέρω Βιβλικής, Αποστολικής, Πατερικής και Εκκλησιαστικής Παραδόσεως: «εν λόγοις τιμώντες, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν ναοίς, εν εικονίσμασι…». Όλα αυτά συνιστούν λειτουργική παράδοση του δόγματος. Άλλωστε, η συγκεκριμένη δογματική διακήρυξη εμπλουτίσθηκε αργότερα και εντάχθηκε στη λιτανεία των ιερών εικόνων της Κυριακής της Ορθοδοξίας, δηλαδή στο λειτουργικό εορτολογικό τυπικό.
Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε άλλες περιπτώσεις, όπου το δόγμα και συν αυτώ το καθαγιασμένο εκκλησιαστικό ήθος πηγάζουν από την ενιαία παράδοση, αλλά και την διαμορφώνουν.
Έχουμε αυτονόητα και απαραίτητα δογματικές διασαφήσεις για το Μυστήριο της θείας Οικονομίας στις λειτουργικές Ευχές (πού συνέθεσαν ή πάντως διαμόρφωσαν οι άγιοι Επίσκοποι και θεοφόροι Πατέρες Μ. Βασίλειος και Ι. Χρυσόστομος), όπως επίσης και στη λειτουργική πρακτική (π.χ. τριττή κατάδυσηανάδυση Βαπτίσματος, ορθία στάση την Κυριακή, λιτανεία ιερών εικόνων)· έχουμε τη διαμόρφωση της Ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανείων (μέ την πανηγυρική διακήρυξη της ανακεφαλαιώσεως των πάντων εν τω επιφανέντι Θεανθρώπω Σωτήρι Χριστώ στην Ευχή)· έχουμε την υμνογραφία της ΠαρακλητικήςΟκτωήχου (όπου διακηρύσσεται π.χ. η Τριαδολογία στους Τριαδικούς Κανόνες, η Χριστολογία της Α΄ Οικουμενικής, η Πνευματολογία της Β΄ Οικουμενικής ή το δόγμα της Χαλκηδόνος)· έχουμε την καθιέρωση του κύκλου των ακινήτων εορτών που Χριστολογικά ή Θεομητορολογικά μας εισάγουν στην λειτουργική εμβίωση του δόγματος (βλ. σχετικά Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού “Η θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας”, εκδ. “Αρμός”, 1995, σσ. 310εξ.)· έχουμε την μεταγενέστερη καθιέρωση ειδικών εορτών λόγω της θεολογικής τους σπουδαιότητος στη διασφάλιση της ορθοδόξου πιστότητος (π.χ. του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά τη Β΄ Κυριακή της Τεσσαρακοστής μετά την Κυριακή της Ορθοδοξίας).
Το αυτό συμβαίνει με όλο το θεόπνευστο αγιοπαράδοτο σύστημα της Ορθοδόξου Λατρείας: με τη θεία λειτουργία, με την τελετουργία των μυστηρίων, με την ημερονύκτια αλληλουχία των ακολουθιών, με το ιερότευκτο τυπικό της λογικής λατρείας, με την διαμόρφωση του συστήματος της ψυχοσωματικής ασκητικής για την λειτουργική μέθεξη (τών κατηχουμένων ωρίμων προ του Βαπτίσματος, ή των πιστών προ των μεγάλων εορτών ως προσδοκία του Ερχομένου), με την ναοδομική και εικονογραφική και μουσική και αμφιολογική συμβολική της εν τω κόσμω και υπέρ τον κόσμο ακτίστου Βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Όλα αυτά δεν καθιερώθηκαν παρά διά του Συνοδικού και Επισκοποκεντρικού συστήματος της ευχαριστιακής και κανονικής οργανώσεως της Εκκλησίας. Η λειτουργική Παράδοση αυτονόητα έχει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της εκκλησιαστικότητος, και εκκλησιαστικότητα δεν υπήρξε ποτέ ερήμην των Επισκόπων και των Συνόδων.
* * * στ. Η Παράδοση, ως καρπός και έμπνευση της διά Χριστόν μονίμου παρουσίας του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία, είναι θεμελιώδης. Η πιστότητα στην Παράδοση μαζί με την αποστολική διαδοχή και την πιστοποιημένη εκκλησιαστική αρχαιότητα είναι η ασφαλιστική δικλείδα για την αξιοπιστία της μαρτυρίας των Επισκόπων, διδάσκει ο κατεξοχήν εκκλησιοκεντρικός των αρχαίων Πατέρων άγιος Ειρηναίος σε πρώιμη ήδη εποχή και με έντονη τη δράση των αιρέσεων (βλ. Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως, ΙV, 26, 25 [εισαγωγήμετάφραση σχόλια αρχιμ. Ειρηναίου Χατζηεφραιμίδη, 1991]).
Αντιμετωπίζοντας την ψευδώνυμη γνώση των αιρετικών γράφει: «Η αληθινή γνώσι είνε η διδαχή των αποστόλων και το αρχαίο σύστημα της Εκκλησίας που υπάρχει σε όλο τον κόσμο· το χαρακτηριστικό γνώρισμα του σώματος του Χριστού κατά τις διαδοχές των επισκόπων, στους οποίους εκείνοι παρέδωσαν τις κατά τόπους εκκλησίες· η πληρέστατη χρήσι της Γραφής, η οποία έφθασε μέχρις εμάς, επειδή ακριβώς φυλάχθηκε χωρίς καμμία παραχάραξι, έτσι ώστε να μη επιδέχεται ούτε προσθήκη ούτε αφαίρεσι· η ανόθευτη μελέτη και η σωστή διδασκαλία σύμφωνα με τη Γραφή, η ακριβής και ακίνδυνος και αβλάσφημος· και τέλος η ιδιαίτερη δωρεά της αγάπης…» (βιβλίο ΙV, κεφ. λγ΄, 89, ενθ. αν. σσ. 3323).
«Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να υπακούμε στους πρεσβυτέρους, που είνε στην Εκκλησία και έχουν, όπως αποδείξαμε, τη διαδοχή των αποστόλων. Αυτοί μαζί με τη διαδοχή του επισκοπικού αξιώματος πήραν βέβαιο το χάρισμα της αληθείας σύμφωνα με την ευδοκία του Πατρός… Όπου, λοιπόν, δόθηκαν τα χαρίσματα του Κυρίου, εκεί πρέπει να μαθαίνωμε την αλήθεια· από αυτούς που έχουν τη διαδοχή στην Εκκλησία από τους αποστόλους, κατέχουν δε το υγιές και άμεμπτο της αναστροφής, το ακίβδηλο και αδιάφθορο του λόγου» (βιβλίο ΙV, κεφ. κστ΄, 2 και 5, ένθ. αν. σσ. 316, 318).
Διαδοχή των Αποστόλων και του επισκοπικού αξιώματος (άρα χειροθεσίαχειροτονία των επισκόπων), χάρισμα αληθείας, αρχαιότητα της Εκκλησίας (σέ αντίθεση με τις καινοφανείς αιρέσεις), άμεμπτη διαγωγή και άμεμπτη ερμηνείαδιδαχή της Γραφής: είναι τα στοιχεία στα οποία εδραζόταν εκείνα τα πρώϊμα χρόνια η ασφάλεια των πιστών. Όμως, όπως συνάγεται κι από άλλες παραπομπές του Αγίου (βλ. βιβλίο ΙV, κεφ. ΧVΙ, 16,ένθ. αν. σσ. 297300), όλα αυτά υπάρχουν μέσα στο εκκλησιαστικό Σώμα, το οποίο ιερουργεί και προσφέρει στον Θεό την Ευχαριστία. Σέ αντίθεση με τους αιρετικούς, που από την βλάσφημη απιστία τους στη θεότητα του Λόγου δεν δικαιούνται να τελούν τα θεοΐδρυτα Μυστήρια, στην Εκκλησία υπάρχει η αληθινή πίστη περί του Μυστηρίου και η αληθινή τέλεση του Μυστηρίου: «Η δική μας γνώμη συμφωνεί με την Ευχαριστία, και η Ευχαριστία, πάλι, επιβεβαιώνει τη γνώμη μας» (ένθ. αν. § 5, σ. 299/300). Ιδού, λοιπόν, πάλι η αμφίδρομη σχέση δόγματος και λειτουργίας μέσα στην αποστολική διαδοχή.
Η καταφυγή στην Αποστολική Παράδοση και μάλιστα στη λειτουργική Παράδοση, που διατηρείται βέβαια με την αδιάκοπη επισκοπική διαδοχή, γίνεται πολύτιμη μαρτυρία για την ορθόδοξη αντιρρητική των Πατέρων. Ο Μ. Βασίλειος, προκειμένου να καταρρίψει τις ενστάσεις των πνευματομάχων για την ομοτιμία του Αγίου Πνεύματος, καταφεύγει στη λειτουργική Παράδοση και εν εκτάσει επικαλείται την εκκλησιαστική εγκυρότητα αυτής της Παραδόσεως (Πρός Αμφιλόχιον, Περί του Αγίου Πνεύματος, 26· βλ. και Πηδάλιον…, εκδ. ΑΣΤΗΡ 1970, σ. 642 εξ.).
Είναι περίφημη αυτή η αναφορά: «Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των Αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν Μυστηρίω [στήν τελετουργία των Μυστηρίων] παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν. Και τούτοις ουδείς αντερεί, όστις γε καν κατά μικρόν γούν θεσμών εκκλησιαστικών πεπείραται… Ει γαρ επιχειρήσαιμεν τα άγραφα των εθών, ως μη μεγάλην έχοντα την δύναμιν, παραιτείσθαι, λάθοιμεν αν εις αυτά τα καίρια ζημιούντες το Ευαγγέλιον, μάλλον δε εις όνομα ψιλόν περιϊστώντες το κήρυγμα…».
Προχωρεί στην παράθεση των τοιούτων (σιωπωμένων) ιερών λειτουργικών συνηθειών, που δεν ήταν μέχρι τότε καταγεγραμμένες, αλλά παραδίδονταν ως άγραφα έθη διά της Παραδόσεως: το σημείο του Σταυρού που σχηματίζουμε οι χριστιανοί στο σώμά μας, η προς ανατολάς στροφή κατά την προσευχή, τα λόγια της επικλήσεως κατά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων και οι άλλες λειτουργικές προσευχές, η ευλογήση του ύδατος και του ελαίου της Βαπτίσεως, η χρίση με το λάδι, η τριπλή κατάδυση, η προ αυτής αποταγή του σατανά και τέλος το πιό σπουδαίο, η ομολογία της πίστεως στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα.
Επεξηγεί ότι η παράδοση των “δογμάτων” είναι άγραφη και σιωπώμενη, αφενός μήπως τα διαβάσουν οι αμύητοι (τότε δεν ήταν όλοι βαπτισμένοι), και αφετέρου μήπως και οι πιστοί τα συνηθίσουν με την ανάγνωση και τα καταφρονήσουν. Ενώ η σιωπή επιδοτεί την αίσθηση του μυστηρίου και την ευλάβεια.
Ο ίδιος πάντως αναλύει το νόημα που έχουν τρεις τέτοιες συνήθειες (άγραφες μεν στην Αγία Γραφή, καθιερωμένες όμως στη λειτουργική πράξη): η προς ανατολάς στροφή σημαίνει τον προσανατολισμό και την προσδοκία του Παραδείσου (εφύτευσεν ο Θεός παράδεισον κατά ανατολάς)· όρθιοι χωρίς κλίση γονάτων απευθύνουμε τις λειτουργικές Ευχές την Κυριακή, αφενός γιατί συναναστηθήκαμε με τον Χριστό και οφείλουμε να στρεφόμεθα προς τα άνω, και αφετέρου διότι η Κυριακή είναι σύμβολο και της αιωνιότητος την οποία αναλογιζόμεθα και προς την οποία ανατείνουμε την ύπαρξή μας ιστάμενοι όρθιοι κατά τις λειτουργικές προσευχές της Κυριακής. Τέλος, με την γονυκλισία και την ανόρθωση των υπολοίπων ημερών δείχνουμε την πτώση μας διά της αμαρτίας και την ανάστασή μας από την φιλανθρωπία του Δημιουργού μας.
Μετά από όλα αυτά ο Άγιος τονίζει ότι σφάλλονται οι αιρετικοί κατήγοροί του, που ζητούν την αποκλειστικότητα των χρησιμοποιουμένων λειτουργικών φράσεων μόνο στην Αγία Γραφή και αγνοούν την εγκυρότητα της Αποστολικής Παραδόσεως. Πάνω σ’ αυτήν την Παράδοση, που ο ίδιος την ανεύρε στην «ανεπιτήδευτη συνήθεια» των «αδιαστρόφων [δηλ. Ορθοδόξων] Εκκλησιών», στηρίζει τη λειτουργική χρήση της φράσεως: «Δόξα Πατρί και Υιώ συν Αγίω Πνεύματι» και ειδικά τη χρήση της λέξεως «σύν».
Μήν ξεχνούμε ότι ο διασαφηνίζων τα προηγούμενα είναι Επίσκοπος της Μητροπόλεως Καισαρείας, ο οποίος με αυτή του την ιδιότητα ομολογεί ότι παρέλαβε και παραδίδει τα “δόγματα” (τήν αδημοσίευτη άγραφη παράδοση) και τα “κηρύγματα” (τήν δημοσιευόμενη γραπτή παράδοση) της Εκκλησίας. Το συγκεκριμένο απόσπασμα της δογματικής αυτής επιστολής του περιλαμβάνεται στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας.
Τήν ενότητα δόγματος, λειτουργικής παραδόσεως και εκκλησιαστικής ζωής (λειτουργικής και ασκητικής) στη μυσταγωγία και πρακτική του Βαπτίσματος και της θείας Κοινωνίας αναλύει ο επώνυμος Κατηχητής Πατήρ της Εκκλησίας, άγιος Κύριλλος επίσκοπος Ιεροσολύμων. Στό έργο του, μάλιστα, διασώζεται η αρχαϊκή εκκλησιαστική πρακτική της κατηχήσεως, την οποία προσωπικά ασκούσε ο Επίσκοπος, ο φύλαξ και διαγγελεύς της όλης Παραδόσεως (βλ. Κατηχήσεις αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, εισαγωγήκείμενομετάφρασηπίνακες, εκδ. “Ετοιμασία” Ι. Μ. Τιμ. Προδρόμου Καρέα, 1999, με μια θαυμάσια εισαγωγή, κατατοπιστική και επί του θέματός μας).
Η Παράδοση, λοιπόν, και μάλιστα η λειτουργική Παράδοση της αεί ζώσης και ουδέποτε παλαιουμένης Εκκλησίας εγκρύπτει θησαυρό θεοκοινωνίας και θεολογίας. Μέσα στη λειτουργική Παράδοση (όχι μόνο της θείας Λειτουργίας, αλλά και όλων των ιερών Μυστηρίων και της Ορθοδόξου λατρείας) διασώζεται ακμάζουσα η εκκλησιαστική θεοκοινωνία και θεολογία. Όλα όμως αυτά —επαναλαμβάνω— υφίστανται στα παραδεδομένα εκκλησιολογικά πλαίσια, με επίκεντρο τον Επίσκοπο.
* * * ζ. Δεν έχουμε σ’ αυτήν ασήμαντους λειτουργικούς τύπους· αλλά την “σημαντική” της ουσίας της λατρείας (σημαίνουν δηλαδή την ουσία).
Οι λειτουργικοί “τύποι” δεν είναι ανανεώσιμα εξωτερικά στοιχεία· αλλά το ιερό “σώμα” της ιεράς “ψυχής” της λατρείας, την οποία οφείλει να διακρατήσει σε αρτιότητα και ακεραιότητα ο κάθε Επίσκοπος.
Και γιατί ο Επίσκοπος; Διότι αναλύσαμε τη θέση και την αποστολή του Επισκόπου στην τοπική Εκκλησία. Όπως οφείλει να μεριμνήσει για την ακεραιότητα της δογματικής παραδόσεως, έτσι χρεώνεται με την επισκοπή και εποπτεία της λειτουργικής παραδόσεως. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν προσφέρεται για προτεσταντικές νεωτεροποιΐες, ώστε ο κάθε Ιερεύς να επιτελεί ό,τι θέλει ερήμην της αγίας Παραδόσεως. Ποιός θα το ελέγξει; Ο Επίσκοπος.
Αλλά και ο Επίσκοπος δεν δικαιούται να είναι ο ιδιογνώμων φιλελεύθερος ρυθμιστής της όλης Παραδόσεως. Ακόμη και στη Συνοδική του συμβολή χρεωστεί να εκφράζει «ό,τι πάντοτε, υπό πάντων και πανταχού επιστεύθη» και καθιερώθηκε και του παραδόθηκε ως ιερά παρακαταθήκη δόγματος, λατρείας και ζωής.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι μεν χώρος ελευθερίας (σέ αντίθεση με τον συγκεντρωτισμό του παπισμού), αλλά πρωτίστως χώρος απελευθερώσεως από τον εγωκεντρικό και αντιεκκλησιαστικό φιλελευθερισμό. Η παράδοση έχει κεντρική και ρυθμιστική σημασία στην όλη ζωή Της. Όχι ως επιστροφή στο προ ημών “παρελθόν” (τό οποίο άλλωστε μυστηριακά υφίσταται ως διαρκές παρόν χαρισματικής θεοκοινωνίας), αλλ’ ως παραδεδομένη άγια δυναμική διακρίσεως και παρεμβάσεως και μεταμορφωτικήςαφομοιωτικήςεγχριστωτικής προσλήψεως
* * * η. Τήν αποφασιστική ευθύνη του Επισκόπου στη διατήρηση της λειτουργικής Παραδόσεως δυνάμεθα και εμμέσως να την τεκμηριώσουμε. Ακόμη και σε περιόδους δουλείας και αμάθειας, ακόμη και σε περιπτώσεις υποβαθμίσεως ή και απώλειας των ορθοδοξοπατερικών κριτηρίων επισκοπικής αυτοσυνειδησίας, εκουσίως ή ακουσίως ο Επίσκοπος διασώζει τον βασικό πυρήνα της λειτουργικής παραδόσεως, τον εκκλησιολογικό της πυρήνα:
— χειροτονείται και χειροτονεί τους πρεσβυτέρουςδιακόνους κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας·
— μόνος αυτός χειροτονεί τους ιερουργούςπροεστώτας των ενοριακών λειτουργικών συνάξεων και τους διακόνους·
— μόνος αυτός καθιερώνει-εγκαινιάζει τους ιερούς Ναούς·
— επί αντιμηνσίου καθιερωμένου με την παρ’ αυτού τελετουργία των Εγκαινίων και με την υπογραφή του ιερουργείται το κατεξοχήν ιερό Μυστήριο, στο οποίο φανερώνεται η Εκκλησία ως ευχαριστιακή Σύναξη (πού είναι και η θεμελιώδης λειτουργία και ταυτοποιητική φανέρωσή Της)·
— στό όνομα του οικείου επισκόπου συγκροτείται κάθε ενοριακή ευχαριστιακή σύναξη και αυτό μνημονεύεται σε κάθε θ. Λειτουργία·
— κατά την Ακολουθία της Προσκομιδής, κάτωθεν του προσκομιζομένου Αμνού πρωτευόντως εξάγεται μία “μερίδα” με το όνομα του Επισκόπου και πέριξ αυτής μερίδες με τα ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων.
Αυτά διασώθηκαν ανά τους αιώνες· άρα, διασώθηκε η λειτουργική παράδοση και η εκκλησιολογική της πιστότητα από τα Αποστολικά χρόνια μέχρι σήμερα. Σημειωτέον ότι το “αντιμήνσιο” με την υπογραφή του Επισκόπου καθιερώθηκε από την εκκλησιολογική ανάγκη να παραμείνει μυστηριακά μία η Ευχαριστία, ακόμη και μετά τον επιμερισμό της στις ενοριακές εκκλησιαστικές Συνάξεις στους πρώτους αιώνες.
* * * θ. Άλλο, βέβαια, θέμα, που διαπιστώνουμε εδώ κι εκεί μια αλλοτρίωση. Αυτό συμβαίνει, διότι έξω από την Πατερική ερμηνευτική και θέαση των εκκλησιαστικών λειτουργημάτων και αξιωμάτων, δυστυχώς έχουμε μιάν ιδιωτική αυτονόμηση, που δεν συμβιβάζεται με την εκκλησιαστική τους υπόσταση:
— τα βλέπουμε όχι ως λειτουργίες, αλλά ως θεσμικές εξουσίες·
— τα αποκόπτουμε από τον εκκλησιολογικό τους ζωτικό χώρο·
— τα αυτονομούμε από τον χώρο, όπου μόνον εκεί είναι αυτονόητη η σημασία και η καταξίωσή τους.
Τι εννοώ; Νά πώ ένα παράδειγμα. Παλαιότερα, υπήρχαν Επίσκοποι που απέφευγαν να λειτουργούν εκτός από κάποιες ημέρες, και αντιλαμβάνονταν κυρίως ως διοικητική την αποστολή τους. Οπότε εκεί ετίθετο ένα μεγάλο ερωτηματικό για τον εκκλησιολογικό και λειτουργικό αυτοπροσδιορισμό εκείνων των Επισκόπων. Όχι ότι έπαυαν να είναι τα θεσμικά όργανα με την κεντρική θέση στο Σώμα της τοπικής Εκκλησίας, αλλ’ ήταν αμφίβολο αν οι ίδιοι προσωπικά εβίωναν την παραδοσιακή εκκλησιολογική και λειτουργική ταυτότητα του Επισκόπου. Θα λέγαμε απλούστερα ως προς τους ιδίους: ήταν φορείς ή απλώς αχθοφόροι του Χαρίσματος; Διότι η θεία Λειτουργία είναι το κέντρο της εκκλησιαστικής ζωής και η καρδιά των λειτουργημάτων, πέραν δε τούτου και η ανακεφαλαίωσή τους. Ο δ’ Επίσκοπος δεν είναι διοικητήςδεσπότης, αλλά ποιμήνλειτουργόςπροεστώς της Ευχαριστιακής Συνάξεως (Εκκλησίας).
Πάντως, δεν καταλυόταν εκ τούτου η σωτηριώδης λειτουργία της Εκκλησίας ως Σώματος Χριστού. Και εδώ, με φόβο και τρόμο, προσεγγίζουμε αποφατικά εν μυστηρίω την ανεξιχνίαστη συγκατάβαση του Σωτήρος ημών Θεού, του αυξάνοντος και σώζοντος το Σώμα της Εκκλησίας όχι «εξ έργων ων ποιούμεν ημείς, αλλά κατά τον πολύν αυτού έλεον» της ενεργουμένης σωστικής Του Οικονομίας, και χρησιμοποιούντος κατά την ανεξιχνίαστη Πρόνοιά Του “εύχρηστα” και “άχρηστα” σκεύη.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
ι. Προσπάθησα να προσεγγίσω τη σχέση Επισκόπου και Λειτουργικής Παραδόσεως.
Επιτρέψτε μου να ειδικεύσω ακόμη περισσότερο αυτή τη σχέση, διερωτώμενος ως Επίσκοπος και ανατέμνων τα επ’ εσχάτων αναφυέντα ζητήματα περί λειτουργικής αναγεννήσεως στον ελλαδικό εκκλησιαστικό χώρο.
Πρέπει να πούμε εξαρχής ότι τέτοια ζητήματα ανεφύησαν έξωθεν και όχι έσωθεν. Έξωθεν, με την έννοια ότι τα προκάλεσαν οι προ μερικών δεκαετιών ζυμώσεις στο χώρο των Παπικών και των Προτεσταντών.
Πράγματι, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος, εξ εντόνων εσωτερικών ποιμαντικών προβλημάτων, «μέ το διάταγμά της περί θείας λατρείας άνοιξε το δρόμο για μια ευρείας τάξεως λειτουργική μεταρρύθμιση»: κατάργηση αποκλειστικής λατινογλωσσίας στη λατρεία, καλλιέργεια συμμετοχής λαϊκού στοιχείου, εκσυγχρονισμός παραδοσιακών λειτουργικών κειμένων και ακολουθιών προς τις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, αποδοχή άλλων εξωλατινικών λειτουργικών τύπων (βλ. πρόλογο του μεταφραστή Πρωτ. Δημ. Τζέρπου στο βιβλίο ΧάνςΓιοακίμ Σούλτς: “Η βυζαντινή λειτουργία” (μαρτυρία πίστεως και συμβολική έκφραση), εκδ. “Ακρίτας”, 1998, σ. 17 εξ.).
Επίσης, ο μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων & Κοζάνης Διονύσιος απέδιδε την ζωηρή λειτουργική κίνηση της εποχής «στό έντονο λειτουργικό ενδιαφέρον, εκ μέρους κυρίως των προτεσταντών, οίτινες εις την λατρείαν της Ορθοδοξίας υπό τους λειτουργικούς τύπους ανακαλύπτουν το πνεύμα και την πίστιν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας» (βλ. Οικοδομή, Κοζάνη 1964, σσ. κζ΄κη΄).
Παράλληλα, τον προηγούμενο αιώνα έχουμε μια αναγκαστική και υποχρεωτική αναστροφή των ορθοδόξων μεταναστών (άρα και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της ορθοδόξου διασποράς) με τον ρωμαιοκαθολικό και προτεσταντικό χριστιανικό κόσμο της Αμερικής και της Ευρώπης. Το δεύτερο μισό του 20ού αιώνος, με την συμβολή ρωμαλέων θεολογικών μορφών, που ήταν ταυτόχρονα και κληρικοί (όπως του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ και του π. Αλεξάνδρου Σμέμαν ή και άλλων που δεν γνωρίζω), αυτή η αναστροφή δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια θεολογική διαλεκτική έναντι της θεολογίας, αλλά και της λειτουργιολογίας των Δυτικών: είτε με την αξιοποίηση των λειτουργικών μελετών τους, είτε ως αφορμή για αυτοδύναμες εκ των ενόντων ορθόδοξες λειτουργικές μελέτες.
Άρα, το έντονο λειτουργικό ενδιαφέρον έχει αφόρμηση ποιμαντική στην ορθόδοξη διασπορά της δύσεως. Σέ μας δεν υπάρχει ως αφετηρία, ως πρόβλημα, ως πρόκληση κάποια ποιμαντική ανάγκη, αλλά κυρίως έχουμε εισαγόμενη ποιμαντική προβληματολογία σε σχέση με τη λειτουργική μας Παράδοση. Σ’ αυτό ασφαλώς συμβάλλει και η ανάπτυξη του κλάδου της Λειτουργικής στις Θεολογικές μας Σχολές, με δεδομένη βεβαίως την επιστημονική ειδίκευση των Καθηγητών μας —αφ’ ότου δημιουργήθηκαν— κατ’ ανάγκην σε παπικές ή προτεσταντικές θεολογικές σχολές.
Εξάλλου, στις λεγόμενες διαχριστιανικές σχέσεις από το 1963 και εξής και ιδίως τα τελευταία χρόνια, η λειτουργική προσέγγιση της αρχαίας ενιαίας Παραδόσεως παρέσχε μία διέξοδο στο αδιέξοδο του Δογματικού Θεολογικού Διαλόγου. Διότι προσφέρει εις εκατέραν πλευράν συνειδησιακή κάλυψη για την αλληλοσυγκατάβαση και αλληλοκατανόηση, εφόσον αναζητείται κάτι το αρχαίο, το παραδοσιακό, και δεν διερευνάται θεολογικά η δογματική εκκλησιαστική εγκυρότητα.
Αλλ’ όμως ερωτώ: αυτό ήταν το κύριο και πρώτιστο σημείο ερεύνης των Αγίων Πατέρων και των Αγίων Συνόδων; όποιος παρεκκλίνει από την πίστη, πώς διατηρεί την αποστολική διαδοχή; πώς διατηρεί την αποστολική παράδοση; πώς μπορεί να είναι Εκκλησία; πώς μπορεί να γίνεται αποδεκτός επί ίσοις όροις ως φορεύς ισοδυνάμου αγίας και θεοπαραδέκτου παραδόσεως;
Πάντως, στις προηγούμενες λειτουργιολογικές βιβλιογραφικές παραπομπές, γίνεται λόγος περί των λεγομένων διεκκλησιαστικών σχέσεων και ότι η λειτουργική προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει «στήν επαναπόκτηση της ενότητας στην πίστη» (βλ. ανωτ. “Η βυζαντινή λειτουργία”, πρόλογο μεταφραστή, σ. 20). Προφανώς, επιχειρείται με κάποιο τρόπο να τονισθεί έμμεσα ότι η επανεύρεση της αρχαίας λειτουργικής παραδόσεως ενδέχεται να επαναφέρει την δυτική χριστιανοσύνη στην αρχέγονη ενιαία παράδοση δόγματος και ήθους. Πώς όμως θα συμβή αυτό, εφόσον έχουν απωλέσει τα δογματικά κι εκκλησιολογικά κριτήρια της κοινής εκκλησιαστικής εμπειρίας;
* * * ια. Υπό την επήρεια όλων αυτών των συνιστωσών, ετέθη και σε μας όχι εκ των ενόντων ζήτημα “λειτουργικής ανανεώσεως” με προοπτική την εξασφάλιση «προϋποθέσεων ουσιαστικής συμμετοχής του λαού στα δρώμενα της λατρείας κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανικών αιώνων» (βλ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χριστοδούλου, Εισήγησις εις την Ι.Σ.Ι. (Οκτ. 2000), έκδ. Ε.Μ.Υ.Ε.Ε., 2001. σ. 151). Στήν δε Ημερίδα για «Τα ιερά Άμφια και την εξωτερική περιβολή του Ορθοδόξου Κλήρου», ετέθη το συμ-πληρωματικό ζήτημα περί εξωτερικής αμφιέσεως με σχολιασμό του τύπου “είμεθα φιλελεύθεροι, βεβαίως δεν αποφασίζουμε, αλλ’ ας λέγει ο καθένας την άποψή του”. Μέ την πικρή ενδοσυνοδική πείρα που διαθέτω, πιστεύω ότι τέτοιες συζητήσεις στο δικό μας ελλαδικό χώρο δεν προκύπτουν από πραγματικές ανάγκες, αλλά θέλουν να μεγαλοποιήσουν σποραδικά αιτήματα, να μεταφέρουν έξωθεν στον ελλαδικό εκκλησιαστικό χώρο νεωτερικές πρακτικές και να δημιουργήσουν τεχνητό κλίμα, ώστε σιγά σιγά να εθισθούμε σε μια λογική αλλαγών. Οπίσω αυτής της μεθοδεύσεως κρύπτονται ψυχοδυναμισμοί περί των οποίων θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Και εδώ, βεβαίως, έγκειται η ευθύνη εκάστου Επισκόπου, αλλά και των Επισκόπων εν Συνόδω. Μέ το αισθητήριο (άν υπάρχει) της Πατερικής διακρίσεως ή (άν δεν υπάρχει) της υπακοής στην Παράδοση, να διακριβώσουμε την εκκλησιαστικότητα των κινήτρων, των παρεμβάσεων, των στόχων, της πρακτικής τέτοιων αιτημάτων και τέτοιων προγραμμάτων. Διότι ήδη έχουμε διαφορετικό τρόπο προσεγγίσσεων στο πρόβλημα της ευχαριστιακής συμμετοχής του λαού μας και ως εκ τούτου αντιθετικές προτάσεις στην ποιμαντική του ανάλυση και επίλυση.
Ποιά εξ αυτών θα επιλέξουμε ως Επίσκοποι καθ’ εαυτούς και εν Συνόδω; Τις προωθημένες σκέψεις και τα απώτερα σχέδια των προεχόντων; Ή την παραδοσιακή γνώμη και τις αντιρρήσεις των εφεκτικών;
* * * ιβ. Καταρχήν υπό τον τίτλο “λειτουργική αναγέννηση” ερευνητέον τι εννοείται και τι μας επιτρέπεται κατά Θεόν να εννοούμε.
— Καλώς οι λειτουργιολόγοι εντρυφούν στις πηγές και παρουσιάζουν με σύνεση επιστημονικά τις ρίζες και την ανάπτυξη του δένδρου της λειτουργικής μας παραδόσεως.
Οι ποιμένες, όμως, με τι λογής κριτήρια και κίνητρα επικαλούμεθα τα συμπεράσματα της λειτουργικής επιστήμης; Μήπως προς εντυπωσιασμόν; προς επικοινωνιακή προβολή; προς καθιέρωση του ιδιογνώμονος “εγώ” ως ρυθμιστού καινοτόμων αλλαγών; Τότε, ακόμη κι αν μια πρόταση ή απόφαση λειτουργικής αλλαγής μας φέρει πιό κοντά κατά τον τύπο στην εποχή των Αποστολικών Πατέρων, κατ’ ουσίαν τα κίνητρά μας θα μας απωθήσουν “αιώνες” μακράν του λειτουργικού ήθους και της λειτουργικής πρακτικής των Αγίων, των λατρευσάντων και λατρευόντων τον Θεό “εν Πνεύματι και αληθεία” και όχι με επιστημονική γνώση και αρχαιοπρέπεια.
Γιά παράδειγμα: ο μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν, σε ένα ώριμο έργο του που δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει και κυκλοφορείται στα ελληνικά (“Ευχαριστία”, εκδ. “Ακρίτας”, 2000) είναι σαφές πώς δεν προσεγγίζει τη θεία Ευχαριστία με ακαδημαϊκή σκέψη, αλλά κυρίως με ποιμαντικό προβληματισμό και την αρωγή βεβαίως της ακαδημαϊκής ερεύνης. Όχι προς εντυπωσιασμόν, αλλά ως συμβολή στη λειτουργική εμβίωση του μυστηρίου. Γι’ αυτό και γράφει στο βιβλίο του: «…Μερικοί είναι έτοιμοι ακόμη και να απορρίψουν από την Εκκλησία ο,τιδήποτε τους φαίνεται “άσχετο”. Αυτός είναι ο αιώνιος πειρασμός του μοντερνισμού, που κατά περιόδους διασαλεύει τον οργανισμό της Εκκλησίας. Συνεπώς, όταν οι άνθρωποι μιλούν γι’ αυτό ή για κείνο το απηρχαιωμένο έθιμο ή παράδοση, πρέπει πάντοτε να επιδεικνύεται η μεγαλύτερη προσοχή και να μην τίθεται το ερώτημα στη βάση του τι είναι σχετικό ή άσχετο ως προς το σύγχρονο, αλλά ως προς το αν εκφράζει κάτι το αιώνιο και ουσιαστικό για τον χριστιανισμό, κι όταν ακόμη εξωτερικά φαίνεται παρωχημένο» (ένθ. αν., σ. 120). Η δική του μάλιστα στάση στο ζήτημα της “λειτουργικής αναγεννήσεως” είναι κρυστάλλινη: «μέ το έλεος του Θεού η Ορθοδοξία διατήρησε και διαφύλαξε αυτό το όραμα διαμέσου των αιώνων, αυτή τη συνείδηση της Εκκλησίας, αυτή τη γνώση πώς “όπου η Εκκλησία, εκεί το Πνεύμα το Άγιον και το πλήρωμα της χάριτος” (Ειρηναίος Λουγδούνου, κατά των Αιρέσεων, 3, 24, 1)… Δεν χρειάζεται τόσο μεταρρυθμίσεις, ρυθμίσεις και εκσυγχρονισμός, όσο επιστροφή σ’ αυτό το όραμα και σ’ αυτήν την εμπειρία που εξαρχής συνέστησε τη ζωή της Εκκλησίας» (ένθ. αν. 17). Γι’ αυτό και σε όλο του το βιβλίο καταφάσκει την μυσταγωγική κατήχηση των πιστών με την θεολογία του Μυστηρίου.
— Η λειτουργιολογική προσέγγιση της λειτουργικής Παραδόσεως και αρχαιότητος μας παρουσιάζει μια ερμηνεία και μια θέαση της θείας Λειτουργίας όπως εμείς σήμερα την εννοούμε. Όμως, ένας ζωντανός “οργανισμός” όπως είναι η θεία λατρεία σε μια μακρά διαχρονία, που ανακιρνάται με τα έσχατα και ανατέμνεται από τα αιώνια, δεν κατακτάται με επιστημονικές μελέτες εκ του μακρόθεν και ενδείξεις. Η λειτουργική κατήχηση διά των λειτουργιολόγων ίσως είναι επιστημονικά πιό έγκυρη και ακριβέστερη από ό,τι η παραδεδομένη ευλάβεια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οδηγεί στην “κατάληψη” του Μυστηρίου. Η Εκκλησία διά των Αγίων αισθανόταν την ανάγκη να μυσταγωγεί, εν γνώσει όμως ότι ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΣ είναι μόνος ο Κύριος. Μόνον Εκείνος “καινοποιεί τους γηγενείς”, “καινοποιεί” τα πάντα.
Όλες οι ερμηνείες πρέπει να μας κάνουν ανοικτούς στη μυστική ανακαινιστική ενέργεια του Πνεύματος. «Οικείωσις δε Πνεύματος προς ψυχήν ουχ ο διά τόπου προσεγγισμός (πώς γαρ αν πλησιάσαις τω ασωμάτω σωματικώς;) αλλ’ ο χωρισμός των παθών, άπερ από της προς την σάρκα φιλίας ύστερον επιγενόμενα τη ψυχή, της από του Θεού οικειότητος ηλλοτρίωσε» (Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος, 9, ΕΠΕ 19, 338). Χωρίς τη νήψη ως θεμέλιο λειτουργικής αγωγής, όσες λειτουργικές αναλύσεις να μάθει κάποιος, δεν ανάγεται στη μετοχή του Μυστηρίου, δεν μετέχει στη λειτουργική συναγωγή κλήρου και λαού εν Μυστηρίω. Όλα αυτά που λέμε είναι σχηματικά, ως νύξεις αυτογνωσίας. Διότι ο Θεός δεν περιορίζεται από μας κι από τις “πνευματικές” αναλύσεις μας. Θέλουμε απλά να τονίσουμε ότι η λογικοκρατούμενη προσέγγιση του Μυστηρίου, δεν μυσταγωγεί. Δεν μπορούμε βεβαία να ακρωτηριάσουμε τον άνθρωπο και να αποκλείσουμε τη λογικότητά του από την προσέγγιση του Μυστηρίου. Αλλ’ επίσης υπάρχει ο κίνδυνος των ψευδαισθήσεων, ότι κατανοήσαμε τη λογική του Μυστηρίου, την ιστορική εξέλιξη των τυπικών δομικών του στοιχείων, και άρα το κατέχουμε, το γνωρίζουμε, είμεθα οι σωστότεροι, οι συνειδητοί.
Η εκλογικευμένη προσέγγιση δεν ταυτίζεται με τη “λογική λατρεία”. Πιθανόν να συνεργήσει, ώστε ο άνθρωπος να κατανυγεί, να προσευχηθεί “τώ νοΐ”, να κράξει προς τον Θεόν “εκ βαθέων” και έτσι να υπάρξει “λογική λατρεία”. Όμως η πείρα των Αγίων (τ.έ. η πείρα της Εκκλησίας) διδάσκει ότι μόνον η θεία Χάρις αίρει το “κάλυμμα” του νοός και την “πώρωσιν” της καρδιάς, ώστε να μετάσχει ο άνθρωπος στη λειτουργική συναγωγή των τέκνων του Θεού.
Όσοι λοιπόν επιδιώκουν “καινοτομίες” με Αδαμιαία ιδιογνωμοσύνη, ας διερωτηθούν μήπως ψάχνουν για εκσυγχρονισμένη νεότερη έκδοση του Μυστηρίου της Οικονομίας, αντί να το προσεγγίσουν “καταλαμβανόμενοι υπ’ αυτού” (βλ. Φιλ. γ΄, 12). Διότι δεν διαβλέπουμε χριστολογική αφετηρία και στοχοθεσία στον προβληματισμό τους. Δεν διαβλέπουμε πιστότητα ως προς την ταυτότητα των εγχριστωμένων, των Αγίων.
— Η νεωτεροποΐα επικαλείται τα λειτουργιολογικά συμπεράσματα, αλλά μένει σε μια ψυχρή επιστημονική θεολογική γνώση. Έτσι δεν οδηγεί στην εμβίωση του λειτουργικού τρόπου εγχριστώσεως των αρχαιοτέρων και παλαιοτέρων. Προκρίνει την εύκολη ποιμαντική λύση: με την μελετώμενη αλλαγή των πατροπαραδότων “τύπων” αποβλέπει στον μαζικό εντυπωσιασμό, που δεν αλλάζει το “ταμιείον” του “έσω ανθρώπου”.
Νά φέρουμε ένα παράδειγμα. Διαβάστε ένα θαυμάσιο επιστημονικό ή θεολογικό συστηματικό έργο. Μπορεί να είναι ωραίο, ως ερμηνευτική προσέγγιση. Ωστόσο δεν κατανύσσει την καρδιά. Διαβάστε και ένα νεοπατερικό ερμηνευτικό έργο (π.χ. του μακαριστού π. Ιουστίνου Πόποβιτς την ερμηνεία στον Απόστολο Παύλο)· κατανύσσεται η καρδιά.
Έτσι, λοιπόν, “λειτουργική αναγέννηση” ορθοδόξως νοουμένη είναι το λειτουργικό ήθος και βίωμα και η λειτουργική εμπειρία των Αγίων και των Δικαίων που περιγράφει π.χ. σε μια θαυμάσια έκδοση η Ιερά Μονή Παρακλήτου με τίτλο “Θαύματα και Αποκαλύψεις από τη θεία Λειτουργία”. Παραθέτει έγκυρα περιστατικά αγίων Επισκόπων και Ιερέων που παρουσιάζουν την απαραίτητη Χριστοήθεια η οποία οδηγεί στον πραγματικό εκκλησιασμό “εν αισθήσει καρδίας” και στην εμβίωση του λειτουργικού μυστηρίου.
Γι’ αυτό ακριβώς, τα λειτουργιολογικά πορίσματα δεν πρέπει να μας οδηγούν σε απλουστευτική αξιοποίησή τους με μια δήθεν λειτουργική ποιμαντική, ερήμην της θεραπευτικής ποιμαντικής, της οποίας αμέτοχοι πολλάκις τυγχάνουμε εμείς οι ίδιοι. Αντί να επιχειρούμε λειτουργικές επεμβάσεις και αλλαγές, μάλλον έπρεπε αυτά τα πορίσματα πρωτίστως να μας προβληματίσουν και να αποβάλουμε τον κληρικαλισμό, που μας εξυπηρετεί ως ψυχολογική άμυνα ενάντια στη νηπτική και ευχαριστιακή αυτοκριτική και αυτογνωσία.
— Προβάλλουν μερικοί ως ενδεχόμενο λειτουργικής αναγεννήσεως την αλλαγή κάποιων “τύπων”, την απλοποίηση του Τυπικού, την απλοποίηση της λει-τουργικής γλώσσας, τις μεταφράσεις, τη συντόμευση των Ακολουθιών. Παρά ταύτα δεν διανοούνται να αφαιρέσουν και άλλους εξωτερικούς “τύπους”, που μάλιστα δεν έχουν και τόσην αρχαιότητα καθιερώσεως: εννοώ την εξαιρετική χλιδή των αμφίων. Λοιπόν: υπάρχει μια ανακολουθία στα προβαλλόμενα επιχειρήματα, που εξηγείται με άλλη διαγνωστική προσέγγιση των αληθινών κινήτρων.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει: «Επειδή γαρ διπλοί εσμεν, εκ ψυχής και σώματος κατεσκευασμένοι, και ου γυμνή ημών εστιν η ψυχή, αλλ’ ως υπό καταπετάσματι καλύπτεται, αδύνατον ημάς εκτός των σωματικών ελθείν επί τα νοητά… Διά τούτο σώμα και ψυχήν ανέλαβεν ο Χριστός… Διά τούτο και το βάπτισμα διπλούν, εξ ύδατος και Πνεύματος, και η Κοινωνία, και η προσευχή και η ψαλμωδία πάντα διπλά, σωματικά και πνευματικά» (Γ΄ Απολογητικός προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, ιβ΄, ΡG 94, 1336 ΑΒ).
Κατ’ αναλογίαν και με το δεδομένο ότι η θεία Λατρεία είναι αχωρίστως και ασυγχύτως το “σώμα” και η “ψυχή” της εκκλησιαστικής θεοκοινωνίας, δεν επιτρέπεται να προβαίνουμε απροϋποθέτως σε επεμβάσεις. Μέ μοναδική δικαιολογία ότι γνωρίζουμε επιστημονικώς και ερευνητικώς την εξέλιξη της λατρείας.
Άλλωστε, η Εκκλησία είναι πάντοτε ζώσα και νέα, ουδέποτε γηράσκει. Δεν συνιστά αναίρεση αυτής της πίστεως η ιδιογνώμων απόπειρα δήθεν λειτουργικής αναγεννήσεως από μάς; Εάν ζούσε σήμερα ο Απ. Παύλος επί της γης ή ο Μ. Βασίλειος ή ο ιερός Φώτιος, είμεθα σίγουροι ότι θα εισηγούνταν τις δικές μας λειτουργικές επεμβάσεις; Η Εκκλησία δεν νομοθετεί διά των μη κεκαθαρμένων, αφωτίστων και μη τεθεωμένων.
Γιατί λοιπόν να απορρίψουμε την λειτουργική παράδοση των τελευταίων αιώνων (ιδ΄ και εξής) και να αναδράμουμε στην παλαιότερη ως γνησιότερη; Συμφωνώ να ανακαθάρουμε τα στοιχεία της σημερινής εκκοσμικεύσεως, ιδίως εκείνα που αφορούν τον εαυτόν μας. Όχι όμως και να αλλάξουμε τα πάντα.
Διότι πόσο πίσω πρέπει να αναδράμουμε, για να βρούμε τη γνησιότερη μορφή της λειτουργικής παραδόσεως; Στόν ΙΘ΄ αιώνα; Στόν ΙΔ΄ αιώνα; Στόν Η΄ αιώνα; Ή στον Δ΄ αιώνα;
— Καταφάσκοντας μεν τη λειτουργική κατήχηση, ωστόσο θέλω να πώ και κάτι ίσως τολμηρό. Μπορεί να θεωρηθώ “μονοφυσιτίζων”. Κάθε άλλο, όμως. Στήν Εκκλησία, στην Ευχαριστιακή Σύναξη προσέρχονται τελικά όσους “επισυνάγει” ο μόνος “εκκλησιαστής”, ο Κύριος, με την μυστική έλξη του Αγίου Πνεύματος, χρησιμοποιώντας ποικίλα όργανα, αφορμές και συγκυρίες. Όσους εθέλει Εκείνος, καλεί. Όσοι εθέλουν Εκείνον, καλούνται. Αυτό υποδηλώνεται σε πλήθος “Ευχών” του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού, του Όρθρου και της θείας Λειτουργίας, με τις οποίες η εκκλησιαστική σύναξη διά του λειτουργού απευθύνει ευχαριστία προς τον “συγκαλούντα” Θεό.
Τολμώ επίσης να πώ: ότι ο σεβασμός της λειτουργικής Παραδόσεως αφήνει την προτεραιότητα στη θεία Χάρη, «τήν τα ελλείποντα αναπληρούσαν», να αναπληρώσει τα ποιμαντικά μας ελλείμματα και τα κατηχητικά ελλείμματα του πληρώματος.
Εξυπακούεται ότι δεν θα μείνουμε άπραγοι, εφόσον φέρουμε την ευθύνη να ποιμαίνουμε το λαό του Θεού και έχουμε τα παραδείγματα των Αγίων Επισκόπων και Πατέρων μας. Ούτε πάλι με το πρόσχημα της πολυπληθέστερης προσελεύσεως θα καταλύσουμε ό,τι παραλάβαμε.
— Δεν είναι κακό που αναλύονται τέτοια ζητήματα. Εκείνο που με προβληματίζει είναι ότι τίθενται επιλεκτικώς ορισμένα ερωτήματα για την λειτουργικήτελετουργική παράδοση και δεν τίθενται ως αμέσου προτεραιότητος άλλα καιριότερα λειτουργικά ζητήματα:
• η θρησκειοποίηση της Εκκλησίας στα μάτια του κόσμου μας,
• η εκκοσμίκευση του θρησκευτικού βιώματος,
• η έλλειψη των παραδεδομένων ευαγγελικών και παραδοσιακών προϋποθέσεων εμβιώσεως του λειτουργικού μυστηρίου όχι μόνο από το λαό μας, αλλά πρωτίστως από μας τους κληρικούς πάσης βαθμίδος,
• η απουσία του λατρευτικού ζήλου και της λατρειακής αναλώσεως κληρικών τε και λαϊκών,
• η υπόπτωση της ευχαριστιακής αυτοσυνειδησίας ημών των επισκόπων σε διοικητική και τελετουργική θεσμική αυτοεξύψωση ερήμην και επί λύμη των χριστοειδών πλαισίων,
• η καθυπόταξη της αρχιερατείας και ιερατείας του λειτουργικού μυστηρίου και των λοιπών μυστηρίων και ιερών τελετών σε ευκαιρία ιδιωτικής κενόδοξης προβολής ή σε τελετουργικό, αμφιολογικό και μουσικολογικό θεατρινισμό ή σε προσφορά υπηρεσιών με κίνητρο την αμοιβή,
• η ιεροκρατία αντί της ιεροπρέπειας, που μόνον αυτή θα ενέπνεε στο λαϊκό πλήρωμα την αναγωγική αίσθηση ότι συναποτελούμε “τό βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαόν εις περιποίησιν”, ότι συνιστούμε και πρέπει να συνοικοδομούμεθα “εις ναόν άγιον” για τον Κύριο·
• η πρακτική υποτίμηση της θεολογίας και εκκλησιολογίας του Μυστηρίου, όταν ομιλούμε για “ιδιωτική” λειτουργία· ή όταν αποφεύγουμε να κατηχήσουμε για τη θέση του μνημοσύνου ημέρα Σάββατο·
καί τόσα άλλα στοιχεία εκκοσμικεύσεως και αλλοτριώσεως, που αποδεικνύουν τρομερό έλλειμμα λατρευτικής διαθέσεως.
Γιά πολλά εξ αυτών προβάλλει άκρως ελεγκτικός από τα βάθη των αιώνων ή μάλλον αφ’ ύψους του ουρανού και των εσχάτων ο ποιητικός λόγος του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου (βλ. Λόγον Πεντηκοστόν (διδασκαλίαν κοινήν συν ελέγχω προς πάντας· βασιλείς, αρχιερείς, ιερείς, μονάζοντας και λαϊκούς, υπό στόματος λαληθείσα και λαλουμένη Θεού”, εν Του Αγίου του Νέου Θεολόγου Άπαντα, μετ. Διονυσίου Ζαγοραίου, ανατύπωση, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου 1969, μέρος Β΄, σσ. 76 εξ.). Αλλά και όλων ανεξαιρέτως των αγίων Πατέρων και απολύτως όλης της Αποστολικής και Πατερικής διδασκαλίας (βλ. ενδεικτικά τις Ποιμαντικές Επιστολές Απ. Παύλου, του αγ. Γρηγορίου Θεολόγου τον «Απολογητικόν της εις τον Πόντον φυγής ένεκεν, και αύθις επανόδου εκείθεν μετά την του πρεσβυτέρου χειροτονίαν, εν ω τι το της ιερωσύνης επάγγελμα» ή τους περί ιερωσύνης λόγους του ι. Χρυσοστόμου).
Θα πεί κάποιος: αυτά είναι θέματα εσωτερικής ζωής, και άρα αστάθμητα και ανέλεγκτα, ενώ οι λειτουργικές αλλαγές είναι θέματα εξωτερικής τελετουργίας και άρα προσβάσιμα και ελέγξιμα.
Η αποστολική όμως παράδοση και η πατερική παράδοση (όπως φαίνεται κι από τις Επιστολές των αγίων Αποστόλων στην Κ.Δ.) επιμένουν στα εσωτερικά σημείακαί οριοθετούν τα στάδια της πνευματικής —θά λέγαμε— συμμετοχής στην ευχαριστιακή ζωή.
Έπειτα, εφόσον η ποιμαντική είναι θεραπευτική, βεβαίως ο ιατρός θα εξετάσει τα συμπτώματα, αλλά θα προβή και σε εργαστηριακές “εσωτερικές” αναλύσεις, σε ακτινογραφία και τομογραφία του ασθενούς. Εφόσον η εκκλησιαστικότητα είναι κοινωνία, είναι οικογένεια, κάθε μέλος μετέχει σ’ αυτήν και προσεγγίζει την εσωτερικότητα των βιωμάτων, όχι απλά τις εξωτερικές συνθήκες της κοινής ζωής.
αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
αν διορθώσουμε το “έσωθεν” του ποτηρίου της καρδιάς μας, θα προέλθει η ποθουμένη “λειτουργική αναγέννηση” σε μας τους ιερουργούς και ποιμένες, ώστε να την εμπνεύσουμε με λόγια και έργα στο λαό μας.
Έτσι θα φθάσουμε «καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις τι το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος, γνώναί τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθώμεν εις παν πλήρωμα του Θεού. Τω δε δυναμένω υπέρ πάντα ποιήσαι υπερεκπερισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν, κατά την δύναμιν την ενεργουμένην εν ημίν, αυτώ η δόξα εν τη εκκλησία εν Χριστώ Ιησού εις πάσας τας γενεάς του αιώνος των αιώνων· αμήν» (Εφεσ. γ΄, 1820).
Πάνω