Από το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου
Εκκλησιολογική κριτική


Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών & πάσης Ελλάδος
κ.κ. Χριστόδουλον
καί Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας
τής Εκκλησίας τής Ελλάδος
 

Μακαριώτατε,
υπείκων κατά συνείδησιν στό Παύλειο “οικοδομείτε είς τόν ένα”, μέ πολύ σεβασμό απευθύνω τήν παρούσα επιστολιμαία αναφορά μου αφορώσαν σέ καίρια εκκλησιολογικά ζητήματα, τά οποία αναφύονται μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές υπολειτουργίας τού κατ’ όνομα Συνοδικού μας πολιτεύματος.

Επιτρέψτε μου νά απαριθμήσω ορισμένα περιστατικά, ενδεικτικά μιάς πρακτικής καί θεωρητικής στάσεως πού ερείδεται σέ αλλοιωμένα εκκλησιολογικά κριτήρια, τ.έ. σέ απώλεια τών απαραιτήτων εκείνων θεολογικών θεμελίων, πού υποσχεθήκαμε νά διαφυλάσσουμε καί τά οποία θά απαιτήσει από μάς όχι μόνο ο κλήρος καί ο λαός τής ήν συνδιακονούμε Εκκλησίας τής Ελλάδος, όχι μόνο η εκκλησιαστική ιστορία, αλλά κυρίως τό αδέκαστο κριτήριο τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Πάντως, δέν θά νεμόμεθα αιωνίως τήν Επισκοπική εξουσία, είναι δέ αμφίβολο άν αξιωθούμε τής σωτηρίας, κατά τό Χρυσοστομικό «Δέ νομίζω ότι είναι πολλοί ανάμεσα στούς ιερείς (ΣΣ. εννοεί τούς Επισκόπους, κυρίως) εκείνοι πού σώζονται, αλλά πολύ περισσότεροι είναι εκείνοι πού χάνονται» (ι. Χρυσοστόμου, Εις τάς Πράξεις ομιλία Γ΄, Ε.Π.Ε. 58., σ. 106εξ.).

Ποιά είναι τά επίμαχα περιστατικά καί μάλιστα εντός τών τελευταίων ετών;

α) Προκύπτει τό επίμαχο ζήτημα απαλοιφής τής δηλώσεως τού θρησκεύματος από τά Α.Δ.Τ. καί η Σύνοδος τής Ιεραρχίας καταφεύγει ενθουσιώσα στό εκκλησιαστικό πλήρωμα, κλήρο, μοναχούς καί λαό· προβάλλουμε τήν πάγια διδασκαλία μας ότι οι πάντες αποτελούμε τό Σώμα τού Χριστού, οι πάντες καλούμεθα νά δώσουμε μαρτυρία, σύμψυχοι, ομοφρονούντες. Προκύπτει τό καταλυτικό ζήτημα τής ελεύσεως τού θρησκευτικού πλανητάρχη Πάπα, καί περιφρονούνται καταφώρως κλήρος, μονάζοντες, λαός, ακόμη καί Συνεπίσκοποι· τώρα πλέον “Εκκλησία” είναι(;) μόνον ολίγοι Επίσκοποι, οι επιποθούντες μίτραν επιτελείς, οι “ειδότες” καί οι επικοινωνιολόγοι (εκτός τού τεραστίου ζητήματος νομιμοποιήσεως τής παναιρέσεως).

β) Αναφύεται τό ζήτημα τής ταυτοποιητικής νομιμοποιήσεως κληρικών καί μοναχών καί τής συγκεντρωτικής απογραφής τους· οι αντιδράσαντες επισήμως μέ βάσιμα εκκλησιολογικά επιχειρήματα δέν θεωρούμεθα άξιοι επισήμου απαντήσεως ως εάν είμεθα υπάλληλοι τής “Κυριαρχικής μας Αρχής”, τής νομίμου μέν, αλλ’ άκρως αντικανονικής Διαρκούς Συνόδου.

γ) Προαναγγέλλεται διά μερίδος τού θρησκευτικού Τύπου η Αρχιεπισκοπική (προφανώς) πρόθεση γιά διχοτόμηση ή καί τριχοτόμηση μερικών Μητροπόλεων, καί επιτυγχάνεται τριπλός στόχος: 1ον) αναθερμαίνονται ελπίδες Ιεραρχών καί ούτως εξασφαλίζεται η ευμένειά τους, 2ον) ενυλώνεται η λεχθείσα επί Συνόδου απαξιωτική πρός τούς Κανόνες τής Ορθοδόξου Εκκλησίας γνώμη ότι “η Εκκλησία είναι πάνω από τούς Κανόνες”, όπερ μεταφραζόμενο σημαίνει ότι “η Εκκλησία είμεθα ΕΜΕΙΣ­ΟΙ ΔΕΣΠΟΤΑΔΕΣ”, “η Εκκλησία δέν έχει πάγιες αρχές ούτε ιερή διαχρονία, μόνο παρόν έχει η Εκκλησία ρυθμιζόμενο κατά τό δοκούν τών Κυριάρχων Μητροπολιτών” καί 3ον) αναβαθμίζονται τά θρησκευτικά Μ.Μ.Ε. σέ “κανάλια” συγχρόνου διασυνοδικής επικοινωνίας.

δ) Αναγγέλλεται εισήγηση αφορώσα στή χηρεύσασα Μητρόπολη Νέας Σμύρνης γιά τήν ερχόμενη Σύνοδο τής Ιεραρχίας, μέ πρόκριμα τήν διχοτόμησή της, καί τούτο πρό τής εκλογής νέου Μητροπολίτου, τ.έ. ερήμην τής απαραιτήτου Κανονικής συγκαταθέσεως τού Ποιμενάρχου. Βεβαίως, θά μπορούσε νά αντείπει κάποιος ότι τό αυτό συνέβη καί τό 1974 μέ τήν συνοδικώ δικαίω διχοτόμηση­τριχοτόμηση Μητροπόλεων· καί ότι εκ τών υστέρων ουδείς εκλεγόμενος Μητροπολίτης θά έστεργε νά παραχωρήσει τμήμα τής Μητροπόλεώς του. Ωστόσο —υποθετικώς λεκτέον— θά μπορούσε η Ιεραρχία, άμα τή χηρεία τού αρχιεπισκοπικού θρόνου, νά αποφασίσει συρρίκνωση τής Αρχιεπισκοπής ως όντως γιγαντιαίας ποιμαντορικής δικαιοδοσίας; Κι άν αυτό θά καταδικαζόταν ως αντικανονικό, πώς δέν είναι αντικανονικό τό αναγγελθέν; Ως Ιεραρχία νά αναζητήσουμε αποτελεσματικό μέν τρόπο, αλλά καί απόλυτα σύμφωνο πρός τήν Κανονική κι Εκκλησιολογική μας τάξη. Εν πάση δέ περιπτώσει νά αντιληφθούμε καί νά προβούμε οι πάντες σέ αυτοκριτική, γι’ αυτήν τήν ψευδαίσθηση τής ποιμαντικής τάχα επάρκειας διαποιμάνσεως μεγάλων Μητροπολιτικών δικαιοδοσιών, όπερ εσχατολογικώς μεταφραζόμενο σημαίνει ότι έχουμε τάχα εξασφαλισμένη τήν παρρησία καλής απολογίας γιά όλο αυτό τό εκκλησιαστικό πλήρωμα! “Ο καιρός είναι συνεσταλμένος” δι’ άπαντας ανεξαιρέτως.

ε) Πρό δύο ετών τίθεται τό θέμα τής αποκαταστάσεως τών από Αλβανίας Σεβ. Σταυροπηγίου κ. Αλεξάνδρου καί Σεβ. Αυλώνος κ. Χριστοδούλου, όχι όμως σέ Κανονικές Μητροπόλεις, αλλά σέ προσωποπαγείς, μιά καταφώρως εκθεμελιωτική πρακτική, αντιεκκλησιολογική, αντικανονική, αντιπαραδοσιακή, αντιεκκλησιαστική. Παρά τίς βάσιμες ως παθόντος νομοκανονικές αντιρρήσεις μου, η Δ.Ι.Σ. καί ακολούθως η Ι.Σ.Ι. εσύρθησαν κυριολεκτικώς στήν “επικύρωση” τής αθέσμου εκείνης αποφάσεως, γιά νά δεχθούμε ακολούθως τήν άρνηση τού Πατριαρχείου καί τήν υπόδειξη τής μόνης Κανονικής λύσεως, τής μόνης φιλαδέλφου ειλικρινούς αντιμετωπίσεως.

στ) Μολονότι ο επίμαχος καθ’ ημάς Ν. 1951/1991 περί προσωποπαγών “μητροπόλεων” θεσμοθετούσε καί έξι θέσεις βοηθών Επισκόπων, όπερ θά μπορούσε νά εξυπηρετήσει τούς γηραιούς Μητροπολίτας, αποδεικνυομένου ούτω τού εμπράκτου πρός αυτούς σεβασμού καί ενδιαφέροντος, ετελμάτωσε. Αντ’ αυτού, μεθοδεύτηκε ερήμην τής Ιεραρχίας μέ απόφαση τής μικράς Συνόδου (ο νοών νοείτω) η διά τού Ν. 2817/2000, ά. 15 νομιμοποίηση εκλογής Βοηθών Επισκόπων, πέραν τών υπαρχόντων, παρά τώ Αρχιεπισκόπω, γιά τήν ανάθεση επιτελικών διοικητικών αρμοδιοτήτων. Μάλιστα, στήν περυσινή Ιεραρχία (Οκτ. 2000) παρουσιάστηκε τό εξής τραγελαφικό νά εκλέγουμε ονομαστικά επιλεγμένους βοηθούς Επισκόπους καί νά αναζητούμε τήν τελευταία στιγμή τίτλους Επισκοπών καί συμπλήρωση τού τυπικού τριπροσώπου. 'Αν αυτό δέν συνιστά γελοιοποίηση τών Κανονικών θεσμών καί τής εκκλησιολογίας καί τού —επικλήσει τού Παρακλήτου—Συνοδικού γεγονότος, άς κρίνει ευόρκως ο καθείς. Καί, λεχθήτω μοι, ως πρός τήν συγκεκριμένη πράξη σέ τί διαφέρουμε εμείς από τήν πρακτική τών ΑΝΤΙ­Χαλκηδονίων οι οποίοι σήμερα έχουν “επίσκοπο θρησκευτικής παιδείας”, “επίσκοπο εξωτερικών υποθέσεων” κ.λπ.; Οι Κανόνες απαγορεύουν κατηγορηματικά τίς απόλυτες χειροτονίες (βλ. 6ο Κανόνα τής Δ΄ Οικουμενικής). Καί στήν τέλεση τού Μυστηρίου τής Χειροτονίας (όπερ εκκινά από τής ψηφοφορίας, καθ’ ά αναλύει ο Σεβ. Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος σέ πρόσφατο άρθρο του στό “Βήμα” καί τήν “Εκκλησιαστική Παρέμβαση” τής Μητροπόλεώς του) κατά τούτο καταψευδόμενοι ημών εκφωνούμε “(ψήφω) καί δοκιμασία τών Σεβ. Ιεραρχών τών συγκροτούντων τήν Ιεράν Σύνοδον τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, η θεία Χάρις…»! Ωσάν  νά μήν υπάρχει Κύριος­Κεφαλή τής Εκκλησίας, ωσάν νά μήν υπάρχει διαχρονία ζώντων Αγίων Μελών τού Σώματος, ωσάν νά αρκεί η τυπική νομιμότητα, η θεατρίζουσα τήν γνησιότητα!

ζ) Συνερχόμεθα εν Συνόδω η Ιεραρχία καί εξαναγκαζόμεθα σέ ακρόαση μακροσκελών εισαγωγικών ομιλιών τού Μακαριωτάτου, επί 8­9 ώρες, ως εάν είμεθα μαθητευόμενοι αξιωματικοί παρά τινι Στρατάρχη ή μετεκπαιδευόμενοι ιατροί παρά τινι Καθηγητή Ιατρικής. Ακούμε προγραμματικές δηλώσεις κυβερνήσεως τής Εκκλησίας, ως εάν η Εκκλησία τής Ελλάδος αποτελεί μιά ομογενοποιημένη γιγαντιαία Υπερ­μητρόπολη υπό τόν Αρχηγέτη Υπερ­μητροπολίτη. Αντιμετωπιζόμεθα ωσεί μαθητευόμενοι Κληρικοί μέ ελαττωματικότητα προσόντων ή ωσεί υπουργοί διοριζόμενοι ή απολυόμενοι αποφάσει τού Πρωθυπουργού καί όχι Συνεπίσκοποι μέ ακέραια ποιμαντορικά δικαιώματα καί ευθύνες καί μέ ισομοιρία Συνοδικών δικαιωμάτων. Παρά τήν μεγαλόστομη αναγνώριση τών τοιούτων δικαιωμάτων (τών μή χρηζόντων λεκτικής αναγνωρίσεως, αλλά πραγματικού σεβασμού εν τή Συνοδική πράξει), καλούμεθα νά εγκρίνουμε συνοπτικώς καί χωρίς διάλογο, χωρίς κριτική παρέμβαση, χωρίς περιθώρια χρόνου καί βιολογικής αντοχής προτάσεις διατυπωμένες επί 9ωρον, καταγραμμένες σέ πολλές δεκάδες σελίδων, τών οποίων γνώση λαμβάνουμε άμα τή ακροάσει. Πώς λοιπόν θά γίνει σοβαρός διάλογος; πώς θά πραγματοποιηθεί Συνοδικό γεγονός; πώς θά προκύψει υπεύθυνη Συνοδική διαγνώμη; Τελικώς, Ιεραρχία είναι η δήθεν “συλλογική ηγεσία” τήν οποία ασκεί ο χαρισματικός Είς, διά βοής εξουσιοδοτούμενος παρά τών λοιπών; Τί σχέση έχουν όλα αυτά μέ τήν θεοδόμητη εκκλησιολογία, μέ τήν αποστολοπαράδοτη συνοδικότητα, μέ τήν Παράδοση τών εγκρίτων Πατέρων, μέ τούς ιερούς Κανόνες;

η) Δημοσιεύονται καί εκδίδονται υπό τόν βαρύγδουπο τίτλο “Πρακτικά τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας” οι προσφωνήσεις τού Μακαριωτάτου καί οι αντιφωνήσεις τού Σεβ. Αντιπροέδρου, οι εισηγήσεις καί τά ανακοινωθέντα Τύπου, χωρίς τίς διατυπωθείσες γνώμες, παρατηρήσεις ή καί αντιρρήσεις τών λοιπών Σεβ. Συνέδρων, ως εάν τά μέν πρώτα αποτελούν “θέσφατα”, τά δέ δεύτερα συνιστούν παρορατέα παράσιτα τής ούτω κατ’ ευφημισμόν χαρακτηριζομένης “Συνοδικής” διαδικασίας. Καί βεβαίως, δέν μάς απασχολεί μόνον η ανακολουθία τής συγκεκριμένης πρακτικής πρός τήν ρητορική περί Συνόδου, αλλά καί η διαφαινομένη αλλοτρίωση τών κριτηρίων σεβασμού καί τιμής καί διακονίας καί διασφαλίσεως ως κόρης οφθαλμού τού Συνοδικού πολιτεύματος.

θ) 'Ολως περιέργως, όποτε ενημερώνουμε τήν Διαρκή Ιερά Σύνοδο γιά τήν συμμετοχή Σεβ. Ιεραρχών στήν τοπική μας πανήγυριν τής Γουμένισσας, έρχεται απάντηση ΕΓΚΡΙΤΙΚΗ (ανάγνωθι “κυριαρχική”) περί τών προσκληθέντων Ιεραρχών. Πρόκειται περί συγχύσεως τών ορίων Κανονικής αρμοδιότητος. 'Αλλο πράγμα η φιλόφρων από πλευράς μας πληροφόρηση καί εκ σεβασμού πρός τήν Δ.Ι.Σ., ιδίως σέ περιπτώσεις συμμετοχής εξωκλιματικών Αρχιερέων, γιά τό ακραίο ενδεχόμενο προλήψεως δυσαρέστων συνεπειών λόγω αγνοίας μερικών παραμέτρων· καί άλλο πράγμα, η παροχή εγκρίσεως από Συνόδου ως δήθεν “κυριαρχικής εξουσίας”!

ι) Ευκαίρως ακαίρως από τών ΜΜΕ βλέπουμε νά σχολιάζονται από τόν Μακαριώτατο ενέργειες Μητροπολιτών περί θεμάτων αφορώντων στήν Κανονική τους δικαιοδοσία (π.χ. “Σπίτι Παιδιού” στήν Κέρκυρα, πρόληψη αποφάσεως Συνόδου στό ζήτημα κηδείας αβαπτίστου παιδιού στίς Σέρρες κ.α.) ή παρεμβάσεις του σέ ζητήματα τής Ποιμαντορικής ευθύνης άλλων Μητροπολιτών (π.χ. παρέμβαση γιά τά “Λαδάδικα” στή Θεσσαλονίκη) ή τήν παρουσία του σέ διάφορες Μητροπόλεις ανά τήν Ελλάδα (ενίοτε κατόπιν πρωτογενούς προσκλήσεως από μέρους τών επιτοπίων Δημάρχων), όπερ τροφοδοτεί τήν σύγχυση τών (ούτως ή άλλως ανυπάρκτων, λόγω ελλιπούς κατηχήσεως καί ποιμαντικής) εκκλησιολογικών κριτηρίων τού εκκλησιαστικού πληρώματος καί τοιουτοτρόπως δημιουργεί ένα εκκλησιολογικό νεόπλασμα στούς κόλπους τής καθ’ Ελλάδα Εκκλησίας (συγχυτική ταύτιση τής εκκλησιαστικότητος μέ τήν πιστότητα στό “μεσσιανισμό” τού Μακαριωτάτου). Μήπως κατ’ απομίμησιν δικαιούμεθα καί εμείς οι καθ’ Ελλάδα Μητροπολίτες νά παρεμβαίνουμε σέ ζητήματα αναφυόμενα στήν Αρχιεπισκοπή;

* * *

'Ολα αυτά (ενδεχομένως όχι καί τά ουσιωδέστερα εξ όσων έχουν παρατηρήσει άλλοι σεβασμιώτεροι καί νουνεχέστεροι Αδελφοί, μέ περισσότερη ίσως αυτοσυγκράτηση) κατατρύχουν τήν συνείδησή μου, δέν μού επιτρέπουν νά εφησυχάζω, νά σιωπώ καί νά συνεργώ στήν άλωση τής Εκκλησίας μας από ένα εκσυγχρονισμό αντιεκκλησιολογικό, από μιά “ανανέωση” σαρωτική ιερών θεσμών. Αναγκάζομαι νά καταστρώσω τίς αγωνιώδεις σκέψεις μου ως ταπεινή παράκληση, έκκληση, διαμαρτυρία πρός όλους τούς σεβαστούς Ιεράρχες, από τού Μακαριωτάτου μέχρι τού νεωτέρου κατά τά πρεσβεία.

Κι επειδή ευκαίρως ακαίρως διατυπώντονται επισήμως απόψεις, όπως:

  • «η Εκκλησία αποφάσισε τό Α΄ ή τό Β΄ θέμα» ως Εκκλησίας νοουμένης τής μικράς ή τής μεγάλης Συνόδου·

  •  
  • «η Εκκλησία είναι τώρα πλέον παρούσα στίς εξελίξεις», ως Εκκλησίας ενταύθα νοουμένων  τού χαρισματικού Προέδρου καί τών Επισκόπων ή καί τών επισκοποιησίμων τής αυλής·

  •  
  • «η Εκκλησία είναι πάνω από τούς Κανόνες», ως Εκκλησίας ωσαύτως νοουμένης τής Συνόδου συνοπτικώς επικυρούσης βαθυνούστατες εισηγήσεις, ενίοτε ερήμην ή καί επί λύμη τής εκκλησιολογίας·

  •  
  • «η Εκκλησία είναι αλάθητη», νοουμένης πάλιν θεωρητικώς τής Ιεραρχίας καί διαδικαστικώς τής μικράς Συνόδου·

  •  
  • «οι Μητροπολίτες υπαγόμεθα στή δικαιοδοσία τής Συνοδικής εξουσίας», τής Διαρκούς (μάλλον “Διαλειμματικής”) Συνόδου, τ.έ. τού αγίου Προέδρου·
  • καλούμαι ανυπερθέτως νά λάβω θέση καί νά επικαλεσθώ τήν έγκριτη οροθεσία τής αγίας Παραδόσεώς μας επί όλων αυτών τών απόψεων, πού υφίστανται ως σαθρό υπόστρωμα τών προαναφερθέντων αντιεκκλησιολογικών περιστατικών.

  • Τελικώς, Εκκλησία είμεθα κλήρος καί λαός; 'Η μήπως κατ’ αυθαίρετον προνομίαν “Εκκλησία” ονομάζουμε μέν τό συναμφότερον, αλλά νοούμε στήν πράξη μόνο τούς εαυτούς μας; Ποιά είναι η υπόσταση ημών τών Επισκόπων καί πώς ορίζεται τό λειτούργημά μας;

  •  
  • Αρκεί η τυπική νομιμοποίηση συνελεύσεως μιάς Συνόδου, γιά νά ισχυρισθούμε ότι απαρτίζουμε Συνοδικό γεγονός, όπως τό οριοθετεί η παράδοσή μας;

  •  
  • Μπορούμε νά ομιλούμε γενικώς γιά αλάθητες Συνόδους;

  •  
  • Ποιά είναι τά όρια αρμοδιοτήτων τής Συνόδου; Υπέρκειται η Σύνοδος τής Εκκλησίας ως αυθυπόστατο, αυτοτελές, αύταρκες ανώτατο διοικητικό μόρφωμα;

  •  
  • Εκάστη τοπική Εκκλησία­Μητρόπολις πάσχει διοικητικήν ελλειμματικότητα, υποκειμένη υποτελώς στήν αντίστοιχη Σύνοδο ή είναι η εν τόπω πλήρης φανέρωση τής Καθολικής Εκκλησίας;

  •  
  • Κατ’ αντιστοιχίαν, έκαστος Μητροπολίτης είναι Ποιμενάρχης τής τοπικής Εκκλησίας ως ορατή εικών τού Χριστού ή αποτελεί εντολοδόχον ανώτερον υπάλληλο τής Συνόδου γιά τήν συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία;
  • * * *

    1ον: Κατ’ αρχήν, Εκκλησιαστικό Πλήρωμα είναι τό όλο Σώμα, κλήρος καί λαός, μέ τίς πνευματικές διαβαθμίσεις πού ορίζει η ορθόδοξη θεολογία, αναγνωρίζουσα τήν προτεραιότητα τής θεοπτικής θεολογίας τών τελείων καί όχι τήν τυπική διατύπωσή της από τούς τιτλούχους αλλά μή θεόπτας. Αυτό τό Σώμα δικαιούμεθα νά εκφράζουμε μόνον οι Επίσκοποι εν Συνόδω· αλλ’ υποχρεούμεθα νά τό εκφράζουμε μέ πιστότητα πρός τήν θεοπαράδοτη ταυτότητά του. Η Σύνοδος οφείλει νά εκφράζει τήν φωνή τού όλου Σώματος, τής ολότητος νοουμένης καί χρονικώς (όλων τών απ’ αιώνος εν Θεώ τελειωθέντων) καί τοπικώς. Η δέ συμφωνία τού λαού τού Θεού διά τών εν αυτώ Αγίων καί Δικαίων καταφάσκει ή απορρίπτει ό,τι προέκυψε από τό Συνοδικό γεγονός είτε ως απλανή (καταφατικώς) είτε ως μή απλανή (απορριπτικώς) διατύπωση τής πίστεως καί τής κανονικής οροθεσίας τής εκκλησιαστικής ζωής.

    Καί όχι μόνο στίς Συνόδους, αλλά καί στίς κατά τόπους Εκκλησίες οφείλουμε νά σεβόμεθα αυτήν τήν ενότητα τής Εκκλησίας. Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος, εκ τών εγκρίτων Πατέρων καί Διδασκάλων τής αρχαίας Εκκλησίας, στό πρόσωπο τού οποίου η Εκκλησία αναγνώρισε «πρωτείο αληθείας» έναντι τού Ρώμης Στεφάνου (βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Α΄, Αθήνα: 1982, σ. 434), απευθυνόμενος από τήν εξορία στόν κλήρο τής επισκοπής του γράφει: «Αποφάσισα νά μήν επιχειρήσω τίποτε χωρίς τήν συμβουλή σας καί χωρίς τήν συμφωνία τού λαού. 'Οταν επιστρέψω, θά τά εξετάσουμε όλα μαζί» (επιστολή ΧΙV, 4).

     

    2ον: Καί ποιά είναι η δική μας εκκλησιολογική υπόσταση; ΔΕΝ είμεθα (ούτε δικαιούμεθα νά συμπεριφερόμεθα ως) αυθύπαρκτοι φορείς μιάς αυτονόμου εξουσίας, αλλ’ ως εκφραστές τών καθ’ ημάς τοπικών Εκκλησιών. Η ίδια η ονομασία­ταυτότητά μας τό διατρανώνει· δέν είμεθα ο Πατριάρχης Β ή ο Αρχιεπίσκοπος Χ ή ο Μητροπολίτης Π, αλλ’ ο Αρχιεπίσκοπος τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως καί Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Αρχιεπίσκοπος τής Εκκλησίας τών Αθηνών καί Πρόεδρος Συνόδου, ο Μητροπολίτης τής Εκκλησίας Θεσσαλονίκης κ.ο.κ.

    «Η αποστολική εξουσία δέν είναι εξουσία προσωπική τών ανθρώπων οι οποίοι εκλήθησαν από τόν Χριστόν νά γίνουν όργανα τής Χάριτός Του, αλλά εξουσία λειτουργική, η οποία σχετίζεται εσωτερικώς μέ τήν Εκκλησίαν, η οποία είναι “ολόκληρος ο Χριστός”: η Κεφαλή καί τά Μέλη» (Πρωτ. Αντ. Αλεβιζοπούλου (†) Εφόδιον Ορθοδοξίας, Α.Δ.Ε.Ε., 1993, σ. 206).

    «Κάθε επισκοπική εξουσία ασκείται πάντα μέσα στήν Εκκλησία καί μέ τήν Εκκλησία, ποτέ πάνω από τήν Εκκλησία ή πάνω στήν Εκκλησία, διαφορετικά ο οργανισμός τής αγάπης θά μεταβάλλονταν σέ μία κοινωνία νομική καί κληρικοκρατική καί θά διαιρούσε τήν Εκκλησία σέ Εκκλησία διδάσκουσα καί Εκκλησία διδασκομένη… Ο λαός δέν αντιτάσσεται πρός τήν ιεραρχία, αφού αυτή είναι οργανικό μέρος του καί αφού όλοι είναι κατά πρώτον λόγο μέλη τού “λαού τού Θεού”· γιά τούτο, άλλωστε, κάθε αξίωμα τής ορθόδοξης Εκκλησίας δέν “πληρούται”, παρά μέ τήν συμφωνία, τόν ή'όύόόύ'ύ, ολόκληρου τού Σώματος, εκδήλωση τού πνευματικού νόμου τής ενότητας, στήν οποία πραγματώνεται η συμφωνία μέ τήν Αλήθεια. Οι αποφάσεις τών συνόδων ούτε επιβάλλονται από μία εξουσία μοναρχική ούτε επιτυγχάνονται μέ μιά ψηφοφορία δημοκρατική, αλλά είναι πάντοτε όί ή'όύόόύ' όήή'όύάάό, σύμφωνες μέ τήν ολική πίστη τής Εκκλησίας… Τό άγιον Πνεύμα είναι εκείνο πού κάνει μία σύνοδο αληθινά καθολική, καί τό Σώμα τήν μαρτυρεί κατά τήν ηθελημένη από τόν Θεό στιγμή» (Παύλου Ευδοκίμοφ, Η Ορθοδοξία, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, 1972, σσ. 216, 219).

    Υφιστάμενοι δυνάμει τής Εκκλησίας ως πληρώματος Χριστού, καί φέροντες τό χάρισμα τής Αρχιερωσύνης ως δυνάμει χάρισμα αληθείας καί διακονίας, δέν υπερκείμεθα, αλλ’ υποκείμεθα στήν ΑΥΘΕΝΤΙΑ τής Εκκλησίας. Αυτό ισχύει προκειμένου περί τών Συνόδων. Πόσο μάλλον περί ημών καθ’ έκαστον;

    Πράγματι, ούτε ως Σύνοδος έχουμε απεριόριστες εξουσίες καί αυθυπόστατες προνομίες. Η “Εκκλησιαστική Συνοδικότης” δέν είναι ταυτόσημη μέ τήν “Επισκοπική Συλλογικότητα” καθ’ εαυτήν. Η ίδια η Εκκλησία είναι “Σύνοδος­Σύναξη”. ΔΕΝ υπάρχει “ιερά αδελφότης επισκόπων” (ιδιαίτερη ομάδα) ΥΠΕΡ ή ΕΝΤΟΣ τής Εκκλησίας. Οι Επίσκοποι εν Συνόδω δέν εκφράζουμε εαυτούς, αλλά τήν καθ’ ημάς τοπική Εκκλησία. Τό Συνοδικό σύστημα δέν υποστασιάζει “τήν συλλογική (πολυπρόσωπη) ηγεσία” “ενός (πυραμιδικώς ενοποιουμένου) Οργανισμού”. Η Συνοδικότης δέν έγκειται στή Συλλογικότητα τών Ηγετών, αλλά στή Σύνοδο τών Επισκόπων­προεστώτων τής Ευχαριστίας(1)­εκφραστών τών (εν εκκλησιολογική πληρότητι) Τοπικών Εκκλησιών­Μητροπόλεων.

     

    3ον: Υπ’ αυτήν τήν εκκλησιολογική έποψη, οφείλουμε νά διερευνήσουμε καί τήν οροθεσία κύρους μιάς Συνόδου.

    Κατ’ αρχήν, δέν αρκεί η ψιλή εντύπωση τών Συνοδικών Μελών περί αορίστου πως υποχρεωτικής εμπνεύσεως τού Αγίου Πνεύματος ή η τελετουργικώς τυπική προσευχή πρός τόν Παράκλητον. Ο Θεός δέν είναι η τυπική σφραγίδα πού τίθεται δίπλα στή μεγάλη υπογραφή μας. Στό Συνοδικό γεγονός ο καθείς οφείλει βεβαίως νά μετέχει όχι μόνο μέ τήν καλή διάθεση ασκήσεως τής μετριοφροσύνης, ταπεινοφροσύνης καί αγάπης, αλλά μέ όλην εκείνην τήν εξάρτυση καί τόν εξοπλισμό τής καθαιρομένης από πάθη καί υφισταμένης τήν καλήν αλλοίωσιν καρδίας, τής ταπεινοφρονούσης καί αγαπώσης.

    Η ζητουμένη ομοφροσύνη στίς Συνόδους δέν επιτυγχάνεται μέ τήν σιωπηρή συγκατάνευση τών πλειόνων στούς κατά κόσμον σοφοτέρους. Η ομοφροσύνη στίς Συνόδους —καθ’ ά διδάσκει η Παράδοσή μας— προάγεται από τήν ταύτιση τών γνωμών καί τών καρδιών τών μετεχόντων Επισκόπων “εν Ιησού Χριστού γνώμη” (βλ. άγιο Ιγνάτιο Θεοφόρο). Ο όσιος Συμεών ο νέος Θεολόγος εκ πείρας μάς προειδοποιεί: «Οι γάρ τήν Χάριν λαβόντες φώς Θεού καί Θεόν έλαβον, καθώς είπε τό φώς, ο Χριστός “ενοικήσω εν αυτοίς καί εμπεριπατήσω”. Οι δέ μήπως τούτο παθόντες ή αξιωθέντες, πάντες οι τοιούτοι υπό τόν πρό τής Χάριτος νόμον εισί, δούλοι καί μαθηταί δούλων καί ακροαταί νόμου καί τέκνα παιδίσκης καί υιοί σκότους τυγχάνουσι, κάν βασιλείς, κάν πατριάρχαι, κάν αρχιερείς κάν ιερείς, κάν άρχοντες, κάν αρχόμενοι, κάν λαϊκοί, κάν μονάζοντες, κάν ασκηταί κάν ηγούμενοι, κάν πτωχοί κάν πλούσιοι, κάν ασθενείς κάν υγιείς τώ σώματι πέλωσι…» (Κατήχησις ΚΗ΄, έκδ. Β. Κrivocheine τ. ΙΙΙ, σσ.136­8).

    Χωρίς τό πρώτιστο καί μέσον καί έσχατον τής θείας επιστασίας καθ’ εαυτούς  καί εν Συνόδω, ενδεχομένως νά παραγάγουμε έργο κοσμικώς σπουδαίο, ευρύ, πολυμερές, εντυπωσιακό, λαοσυνακτικό, δημεγερτικό, απολογιστικώς ποσοτικό. 'Ολα όμως αυτά είναι πολλά, πάμπολλα ΜΗΔΕΝΙΚΑ χωρίς τήν αξιολογική ΜΟΝΑΔΑ. Η μονάδα προσδίδει αξία στά πολλά μηδενικά, όταν προ­τάσσεται καί όχι όταν παρατάσσεται ως συμπλήρωμα­επακολούθημα καί νομιμοποιητικό “άλλοθι”. Διαφορετικά η μέν μονάδα μένει, αλλά τά έργα μας είναι μηδενικά, πού απλώς ο Θεός τά ανέχεται άχρι καιρού τής εσχατολογικής δοκιμασίας τους “εν πυρί”. Επί δέ τού παρόντος, καί οι εκ τού Πληρώματος τής Εκκλησίας έχοντες “νούν Χριστού” απαθώς θά διαγνώσουν σέ Συνοδικές αποφάσεις τό λανθασμένο, τό επίμεμπτο, τό μή προάγον τήν οικοδομή τού Σώματος τού Χριστού, αλλά καταλυτικό τού φρονήματος Χριστού καί τής ομοηθείας Χριστού πρός τήν οποία καί μόνην οφείλουμε νά κατευθύνουμε τό λαό μας.

     

    4ον: Τό Συνοδικόν σώμα ΔΕΝ είναι καθ’ εαυτό ΑΛΑΘΗΤΟ (όπως αποδεικνύει περίτρανα σύμπασα η Εκκλησιαστική ιστορία)· η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού καί κοινωνία τού Αγίου Πνεύματος είναι αλάθητη, όπερ καλείται νά εκφράσει καί διασφαλίσει τό Συνοδικόν Σώμα μέ απαρέγκλιτη πιστότητα.

    Μία Ιερά Σύνοδος, ακόμη καί Οικουμενική, ΔΕΝ είναι εκ τών προτέρων η ΥΨΙΣΤΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ ως θεσμός αυθυπόστατος, αυτοτελής, αυτοδύναμος, αυτάρκης· η Εκκλησία καί μόνον η Εκκλησία συνερχομένη εν Συνόδω διά τών Επισκόπων (όχι αυτοδυνάμων καθ’ εαυτούς αλλ’ ως εκφραστών τού πληρώματος καί δή τών θεουμένων, καί υπό τήν αίρεση τής τελικής συμφωνίας αυτών) είναι η ΥΨΙΣΤΗ ΑΥΘΕΝΤΙΑ.

    «Η έκφραση τής εκκλησιαστικής συνειδήσεως γιά τήν αποδοχή ή τήν απόρριψη τής οικουμενικότητος [διάβαζε: τού οικουμενικού αλαθήτου κύρους] μιάς συνόδου, η οποία είχε συγκληθή ως οικουμενική, ήταν απόλυτο κριτήριο καί εκδηλωνόταν μέ ποικίλους τρόπους, ήτοι μέ τοπικές συνόδους, μέ θεολογικές πραγματείες, μέ κινητοποιήσεις τού κλήρου, τών μοναχών, τού λαού κ.ά.… Τό κατοχυρωμένο κανονικό δικαίωμα τού εκκλησιαστικού πληρώματος νά “διακρίνη” μεταξύ τής αυθεντικής καί τής νοθευμένης δογματικής διδασκαλίας οποιασδήποτε συνόδου διαμόρφωνε καί τό περιεχόμενο τού αγώνα τού εκκλησιαστικού σώματος, τό οποίο ενεργούσε ως ο αστασίαστος φορέας τής εκκλησιαστικής συνειδήσεως» (Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία 1, σσ. 863, 868. Πρβλ. καί Ν. Ματσούκα, ένθ. αν., σ. 446: Η απάντηση τών ορθοδόξων πατριαρχών στήν παπική εγκύκλιο τού Πίου Θ΄, τό 1848, δείχνει πειστικά τό πνεύμα τής ορθόδοξης θεολογίας. Στήν απαίτηση τού πάπα όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες νά επιστρέψουν στή Δυτική Εκκλησία απαντούν πώς τούτο είναι ανέφικτο, γιατί η Εκκλησία στόν ορθόδοξο χώρο είναι ο ίδιος ο λαός. καί αυτός δέν εγκρίνει καμιά καινοτομία. Η εγκύκλιος αυτή τών ορθοδόξων πατριαρχών έχει σπουδαία εκκλησιολογική βάση»).

    Επομένως, βάσει τής Εκκλησιαστικής Ιστορίας η αποδοχή ή η απόρριψη τής οικουμενικότητος μιάς Συνόδου απέκειτο ως τελικό­ΑΠΟΛΥΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ στήν εκκλησιαστική συνείδηση. Συνεπώς άνευ τής τοιαύτης αποδοχής οι Συνοδικές αποφάσεις καί πράξεις θά ήταν ΑΚΥΡΕΣ, όπως συνέβη μέ τόσες συνόδους (π.χ. ληστρική τής Εφέσου 449 μ.Χ., εικονομαχική τής Ιερείας 754 μ.Χ., ψευδενωτική Φερράρας­Φλωρεντίας 1449 μ.Χ.). Τό εκκλησιαστικό πλήρωμα αποφαινόταν γιά τήν ΙΕΡΟΤΗΤΑ, ΕΓΚΥΡΟΤΗΤΑ καί ΠΙΣΤΟΤΗΤΑ μιάς Συνόδου στήν Θεόπνευστη Παράδοση, δηλ. στήν Αποκάλυψη Θεού στούς Προφήτες, Αποστόλους καί Πατέρες­Διδασκάλους (περί ών βλ. Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, σσ. 24εξ.).

    «Τό περιεχόμενο [τού αλαθήτου] είναι η ίδια η συγκεκριμένη ζωή τών μελών τού σώματος, κατά τή μέθεξή τους στήν άκτιστη δόξα τής θείας βασιλείας. Σ’ αυτή τή μέθεξη, η οποία εκφράζεται σέ μιά πέρα γιά πέρα απτή εμπειρία καί γεύση ζωής, μέ τή δημιουργία πάμπολλων μνημείων, υπάρχει αυτό τό περιεχόμενο τού αλαθήτου καί πουθενά αλλού». Καί φορείς τού αλαθήτου «είναι όλος ο λαός, η θεολογία καί τελικά η επισκοπική εξουσία μέ τίς συνόδους. Η σπουδαιότητα καί η προτεραιότητα όμως βρίσκεται καταρχήν καί πάντοτε στό περιεχόμενο καί όχι στό φορέα» (Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τ. Β, Π. Πουρναρά, 1985, σσ. 428εξ.).

    [Τό αλάθητον] «είναι γνώρισμα τής Εκκλησίας, τής Παρακαταθήκης καί τής Ιεράς Παραδόσεως… εις τό κέντρον τής Ιεράς Παραδόσεως περί τόν εν δόξη Χριστόν είναι οι φίλοι Αυτού προφήται, απόστολοι καί άγιοι, οίτινες γνωρίζουν τόν Θεόν διά τού Χριστού εν Πνεύματι, ως ο φίλος γνωρίζει τόν φίλον αυτού, καί διά τής θεώσεως ταύτης μετέχουν κατά χάριν τού φύσει αλαθήτου τού Χριστού μέσω τών φίλων Αυτού καί μέσω τών τήν αποστολικήν διαδοχήν εχόντων επισκόπων, αφού μένουν πιστοί μετά τού κλήρου εις τήν διδασκαλίαν τών φίλων τού Θεού καί αφού οι ηγέται αυτών θεολογούν συμφώνως πρός τάς σαφείς ενδείξεις τής θεώσεως τών θεουμένων καί περιορίζονται μεθοδολογικώς καί πνευματικώς εις τά ρήματα καί τά νοήματα αυτών» (Πρωτ. Ιω. Ρωμανίδη, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, σ. 133· βλ. καί σσ. 134, 145­7, 172).

    Μόνο μέσα σέ τέτοια πλαίσια μπορούμε νά γνωρίσουμε καί νά σεβασθούμε τό μυστήριο τής Εκκλησίας, όχι ως Κληρικαλιστικού Οργανισμού, αλλ’ ως Σώματος, τό οποίον «εις όλα τά επίπεδα αυτής ζή ως Σύνοδος, ήτοι κοινωνία προσώπων ελευθέρως συναγομένων εν Χριστώ καί υπό τού Χριστού, ίνα προσφέρουν έκαστος τό χάρισμα αυτού πρός οικοδομήν τού σώματος εν αγάπη» (Αρχιμ. Γεωργ. Καψάνη, Η Ποιμαντική διακονία κατά τούς Ιερούς Κανόνας, σ.115).

    «Ο συνοδικός τρόπος ζωής επιτρέπει εις τήν Εκκλησίαν τήν ορθήν ερμηνείαν τής Αποκαλύψεως, ως λέγει χαρακτηριστικώς ο π. Δημ. Στανιλοάε: ''…Η Εκκλησία θεωρείται ως μία συνεχής σύνοδος (αυτό ακριβώς σημαίνει καί η λέξις Εκκλησία). Μόνον εις αυτό τό σώμα, εις τό οποίον συνεχώς συνεργάζονται τόσα πνεύματα καί καρδίαι, δύναται νά αποκαλυφθή ο εν αρμονία ωκεανός τών εννοιών, πρός τάς οποίας παραπέμπει καί τάς οποίας εκφράζει κάθε λόγος ή κάθε πλευρά τής Αποκαλύψεως» (ένθ.αν., υποσ. 6).

     

    5ον: Παρεισάγεται όμως καί ένα άλλο ζήτημα. Ποιά είναι η σχέση μεταξύ Συνοδικής αυθεντίας καί Επισκοπικής εξουσίας­λειτουργήματος; Διότι επ’ εσχάτων καλλιεργείται τεχνηέντως η αντίληψη πώς οι Επίσκοποι μόνον εν ονόματι τής Συνοδικής εξουσίας δυνάμεθα νά ασκούμε τά ποιμαντορικά μας καθήκοντα!!! ότι υποκείμεθα στίς Συνοδικές εντολές ως υπηρεσιακά όργανα!!! ότι ασκούμε υπηρεσία εντεταλμένη καί οριοθετημένη όχι υπό τής Εκκλησίας (Αγ. Γραφής, ι. Παραδόσεως, Ι. Κανόνων), αλλ’ υπό τών εκάστοτε Συνοδικών ερμηνειών καί εντολών!!!

    Η διοικητική εξάρτηση τών Μητροπολιτών από τήν Συνοδική εξουσία όχι μόνο ΔΕΝ έχει ορθόδοξο Κανονικό κι εκκλησιολογικό έρεισμα, αλλά τουναντίον είναι ΠΑΠΟΜΙΜΗΤΟΣ­ΑΙΡΕΤΙΖΟΥΣΑ, έστω κι άν αναφέρεται σέ συλλογικό όργανο (ΔΙΣ), όπερ πάντως καί ευχείρωτο όργανο είναι καί μή διαρκές κατ’ ουσίαν καί Κανονικώς απαράδεκτο. Επιπλέον, η διοικητική υποταγή εκάστου Επισκόπου γιά όσα αφορούν στήν τοπική του Εκκλησία, τ.έ. η διοικητική υποταγή τής τοπικής Εκκλησίας υπό τό “κολλέγιον τών επισκόπων”(Σύνοδον) συνιστά κατάλυση καί τής αυτοτέλειας τής τοπικής Εκκλησίας, όπερ επίσης αντιβαίνει στήν ορθόδοξη εκκλησιολογία(2).

    Σέ παλαιότερη μελέτη του ο νύν Σεβ. Περγάμου κ. Ιωάννης αναφέρεται εκτενώς στή νομιμοποίηση τών Συνόδων εκ τής συμμετοχής απάντων τών Επισκόπων, ώστε νά είναι σεβαστές­εκτελεστές τίς αποφάσεις της από τούς μετασχόντες­ψηφίσαντες Επισκόπους καί τίς Εκκλησίες τους, καθ’ ότι «η σύνοδος αντλεί τήν αυθεντίαν της όχι εκ τού ιδίου αυτής θεσμού, αλλ’ εκ τής κοινωνίας τών Εκκλησιών —διά τών επισκόπων της— πρός αλλήλους».

    Στή διοίκηση εκάστης τοπικής Εκκλησίας ΔΕΝ νομιμοποιείται εκκλησιολογικά νά παρεμβαίνει η Σύνοδος. Ούτε καί εξ ονόματός Της ασκεί ο εκασταχού Επίσκοπος τήν (κακώς διαχωριζομένην τής λειτουργικής καί μυστηριακής) διοικητική του εξουσία.

    'Αν όμως υπάρχουν γενικότερα ζητήματα, πού αφορούν περισσότερες τοπικές Εκκλησίες καί επ’ αυτών αποφάσισε η Σύνοδος παρόντων όλων τών Επισκόπων καί δή ομοφώνως, τότε θά είναι ανακόλουθος ο μετασχών καί συναποφασίσας Επίσκοπος νά αρνηθή τήν εφαρμογή τών συναποφασισθέντων (Ιω. Ζηζιούλα, Ο Συνοδικός θεσμός: ιστορικά, εκκλησιαστικά καί κανονικά προβλήματα, τιμ. τόμος επί τή 25ετηρίδι Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα (), σσ. 181­7).

     

    6ον: Τέλος, καθώς τόσον εκτενής περί Συνόδων γίνεται λόγος, καί οι αόριστες αναφορές στήν τάχα υπερκειμένη “Συνοδική εξουσία” δέν διευκρινίζουν ποίου Συνοδικού σχήματος, τής Ιεραρχίας ή τής Διαρκούς, επιτρέψτε μου νά παραπέμψω στόν προσφωνητήριο λόγο τού μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου πρός τήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στίς 24.12.1923 (βλ. αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα (†), Εκκλησίας Ελλάδος ιστορία εκ πηγών αψευδών, 1817­1967, τ. Β΄, 1970, σσ. 1177εξ.):

    «…Ο εισηγητής τού θεσμού τούτου Θεόκλητος Φαρμακίδης δέν ηρνείτο τήν ξένην αρχήν αυτού· “ημείς, έγραφεν, ομολογούμεν εν πλήρει καί τελεία τών πραγμάτων γνώσει ότι Σύνοδος διαρκής είναι είδος διοικήσεως εκκλησιαστικής όλως άγνωστον καί εις τήν Ανατολικήν καί εις τήν Δυτικήν Εκκλησίαν, γνωστόν δέ μόνον εις τάς Προτεσταντικάς Εκκλησίας, τήν Λουθηρανικήν καί τήν Καλβινικήν. Αι Εκκλησίαι αύται επειδή δέν έχουσιν Επισκόπους, διοικούνται υπό συνεδρίων διαρκών. Η Διαρκής λοιπόν Σύνοδος είναι σχεδόν ό,τι είναι παρ’ αυτοίς τό Συνέδριον”. Καίτοι ταύτα ομολογεί ο Φαρμακίδης, επέβαλε δυστυχώς διά τού Προτεστάντου Αντιβασιλέως Μάουερ τόν θεσμόν τού διαρκούς συνεδρίου, τόν προϋποθέτοντα θρησκευτικάς κοινότητας άνευ ιερωσύνης καί άνευ επισκόπων, τόν μή δυνάμενον νά προσαρμοσθή πρός τήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ήν κατά τούς κανόνας κυβερνά η Σύνοδος τής Ιεραρχίας…

    »Η Διαρκής Σύνοδος, εντελώς άγνωστον εις τό Κανονικόν δίκαιον τής Εκκλησίας, παρήγαγε συγκεντρωτικόν τι ολιγαρχικόν σύστημα, διά τού οποίου τά κανονικά δικαιώματα τής Ιεραρχίας παρεδόθησαν εις πέντε Αρχιερείς καί κυρίως ειπείν εις τρείς, οίτινες ήσκουν τήν υπερτάτην ουχί μόνον διοικητικήν, αλλά καί τήν δικαστικήν τής Εκκλησίας εξουσίαν διά παραδόξου συγχύσεως τών δύο εξουσιών, απεφαίνοντο δέ καί περί δογματικών έτι τής Εκκλησίας ζητημάτων».

    «Τό άγαν συγκεντρωτικόν εκείνο σύστημα τής διαρκούς ολιγομελούς Συνόδου ενέκρωσε πάσαν Εκκλησιαστικήν δύναμιν, αφήρεσε καί κατήργησε τά υπό τών ιερών Αποστολικών καί Συνοδικών κανόνων επιβαλλόμενα δικαιώματα καί καθήκοντα τών επί μέρους Ιεραρχών, προυκάλει μεταξύ αυτών διαρκείς προστριβάς, παρουσίαζε θλιβεράν ανακολουθίαν, διότι ό,τι απεφασίζετο υπό τής μιάς, κατηργείτο υπό τής άλλης Συνόδου, δέν επέτρεπεν εις τούς Ιεράρχας τήν απαραίτητον πρωτοβουλίαν εν τή διεξαγωγή τών εκκλησιαστικών υποθέσεων καί εν γένει ανέκοπτε πάσαν ζωήν καί κίνησιν τής Εκκλησίας…» (Εγκύκλιος 36/3067 τής τότε συγκληθείσης Ιεραρχίας πρός τόν Ελληνικό λαό, αυτόθι).

    Τά κείμενα ομιλούν αφ’ εαυτών, καί παρέλκει κάθε σχολιασμός. 'Ωστε λοιπόν εν ονόματι μιάς τοιαύτης αντικανονικής, συγκεντρωτικής, ευχειρώτου (από τόν εκάστοτε Πρόεδρο ή τίς έξωθεν πιέσεις), ευμεταβόλου, άκρως προβληματικής καί κατ’ όνομα “Συνοδικής εξουσίας”, καί μόνον εν ονόματι αυτής, δυνάμεθα νά ασκούμε τήν επισκοπική μας διακονία οι Μητροπολίτες;

    Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
    Σεβασμιώτατοι άγιοι Συνοδικοί τής Σεπτής Ιεραρχίας,

    η Εκκλησία τού Χριστού η εν Ελλάδι υπήρξε πρό ημών καί θά υπάρχει καί μετά από ημάς. Τούς “οίακας αυτής”, εάν διοικείται εν τή πράξει Συνοδικώς ΔΕΝ τούς κρατεί μόνος ο εκάστοτε Αρχιεπίσκοπος, ο οποίος είναι Μητροπολίτης τής τοπικής Εκκλησίας Αθηνών καί Πρόεδρος τής Ιεράς Συνόδου, όχι Υπερεπίσκοπος πάσης Ελλάδος· τούς οίακας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος τούς κατέχουμε όλοι οι διαποιμαίνοντες Μητροπόλεις Μητροπολίτες­συγκροτούντες αυτοδικαίως τήν Ιερά Σύνοδο τής Ιεραρχίας(3). Υπό τίς ανωτέρω σημειούμενες εκκλησιολογικές προϋποθέσεις, αυτό πρέπει νά γίνει συνείδηση καί οροθεσία φρονήματος καί αρμοδιοτήτων καί λόγων άπαξ διαπαντός απάντων ημών τόσο τού εκάστοτε Αρχιεπισκόπου όσο καί τών Μητροπολιτών.—

    Γουμένισσα, 17-9-2001

    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

    (1) Τό Συνοδικό σύστημα διαμορφώθηκε αρχικώς, μέ βάση τήν εκκλησιολογία μας καί ειδικότερα τήν ευχαριστιακή εκκλησιολογία (η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού συγκροτούμενο­συνερχόμενο στή θ. Ευχαριστία μέ προεστώτα τόν Επίσκοπο, τόν καί εκφραστή τού σώματος τής τοπικής Εκκλησίας στίς Συνόδους, πού συνέρχονται στήν πρώιμη μορφή τους μέ σκοπό όχι «τήν διατύπωσιν διδασκαλίας ή τήν απομάκρυνσιν αιρέσεων, αλλά τήν αντιμετώπισιν τού ζητήματος τής ευχαριστιακής κοινωνίας» (βλ. Ιω. Ζηζιούλα, νύν Σεβ. Περγάμου, Ο Συνοδικός θεσμός: ιστορικά, εκκλησιαστικά καί κανονικά προβλήματα, τιμ. τόμος επί τή 25ετηρίδι Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, σ. 169, ένθ. βλ. καί υποσημείωση). 'Οπερ σημαίνει ότι οι αρχαίες Σύνοδοι δέν εξέταζαν θεωρητικώς τό δόγμα, αλλά διερευνούσαν άν οι φορείς συγκεκριμένης πίστεως μπορούσαν νά είναι αποδεκτοί στό Εκκλησιαστικό Σώμα στήν πληρότητα τής ευχαριστιακής κοινωνίας· ειδάλλως διεκηρύσσετο επισήμως ο αποκλεισμός τους ως ακοινωνήτων, ο αφορισμός τους. Ακόμη καί ο περίφημος 5ος κανόνας τής Α΄ Οικουμενικής, περί συγκλήσεως Συνόδων δίς τού έτους, σχετίζεται μέ τό πρόβλημα τής συμμετοχής στή θ. Ευχαριστία.

    (2) Στήν Παπική “Εκκλησία” ο εκλεγόμενος καί χειροτονούμενος Επίσκοπος δέν διαθέτει “εξουσία” καί “διοίκηση”, παρά μόνον διοριζόμενος καί ακολούθως μετατιθέμενος πλειστάκις από τόν Πάπα! Η τελετουργία (θείω δικαίω) τελικά αποβαίνει δευτερεύουσας σημασίας σέ σχέση μέ τήν διοικητική αρμοδιότητα (τήν ανθρωπίνω δικαίω ελεγχόμενη απολύτως από τόν Πάπα). Μάλιστα στήν Παπική “εκκλησία” θεσπίστηκε η παραλαβή τού παλλίου από τά χέρια τού πάπα καί ο όρκος υπακοής τών επισκόπων στόν πάπα, ο οποίος είχε δικαίωμα απεριορίστου επεμβάσεως στή διοίκηση τών επισκοπών, καθαιρέσεως τών επισκόπων, μεταθέσεως καί χειροτονίας νέων, καταργήσεως τών επισκοπών, συγχωνεύσεως ή διαιρέσεως. Ακόμη καί οι παπικοί λεγάτοι προεδρεύοντες τών συνόδων είχαν παρόμοια δικαιώματα (βλ. Κων. Μουρατίδου, Κανονικόν Δίκαιον, Β΄, σσ. 329εξ.).

    (3) Στό από 3.7.01 υπόμνημά μου παρατηρούσα: «Ανωτάτη Εκκλησιαστική Αρχή τής Εκκλησίας τής Ελλάδος είναι η Ιερά Σύνοδος τής Ιεραρχίας (ΙΣΙ)…, διαρκές δέ διοικητικόν όργανον αυτής είναι η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (ΔΙΣ)…» (ά. 3 §1 τού Κ.Χ.). Η ΙΣΙ είναι Ανωτάτη Αρχή μόνον καθ’ ό διάστημα τελεί εν συνεδρία; Μήπως στό υπόλοιπο διάστημα, “ανωτάτη αρχή” καθίσταται η ΔΙΣ; ΟΧΙ καί διαρρήδην ΟΧΙ καί κατ’ ΟΥΔΕΝΑ τρόπον! «Η ΔΙΣ κατά τό μεσολαβούν μέχρι συγκλήσεως τής ΙΣΙ χρονικόν διάστημα ασκεί πάσαν εκκλησιαστικήν­διοικητικήν εξουσίαν κατά τούς ιερούς κανόνας, τάς ιεράς παραδόσεις καί τούς νόμους…». Η ΔΙΣ έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες, ΜΗ ούσα ΑΡΧΗ, αλλά απλώς νόμιμο (όχι Κανονικόν) ΟΡΓΑΝΟΝ ΑΣΚΟΥΝ πάσαν εξουσίαν, υπό τήν αίρεση τής συμφωνίας τών αποφάσεων καί ενεργειών της πρός “τούς ιερούς κανόνας, τάς παραδόσεις καί τούς νόμους”, ευρισκομένη πάντως «υπό τήν ανωτάτην εποπτείαν καί τόν έλεγχον τής ΙΣΙ» … Κατά συνέπειαν, η ΔΙΣ ΜΗ ούσα Κανονικόν όργανο διοικήσεως, αλλ’ υπέχουσα απλώς νομιμότητα βάσει τών προειρημένων διατάξεων, είναι εντολοδόχον όργανο. Επομένως, δέν δικαιούμεθα νά επικαλούμεθα μέ Φαρμακίδεια τακτική δικαιοδοσιακές ασυδοσίες τής ΔΙΣ. Καί όταν αναφερόμεθα στήν ΙΣΙ, δέν εννοούμε κάποιο απρόσωπο όργανο, αλλά τήν εν Συνόδω σύναξη καί διαβούλευση απάντων τών διαποιμαινόντων Μητροπόλεις Μητροπολιτών. Οι συνερχόμενοι εν Συνόδω Μητροπολίτες βάσει τών ιερών Κανόνων συναποτελούμε, συναπαρτίζουμε, συννομιμοποιούμε εκκλησιαστικά καί πολιτειακά τήν ΙΣΙ, ως ενεργούντα Μέλη τής Κανονικής καί νομίμου εξουσίας της, όχι ως ενεργούμενα ή κατεξουσιαζόμενα υποκείμενα τής εξουσίας της».


    Πάνω