Ε π ι σ τ ρ ο φ ή

 

ΑΓΙΟΥ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

ΛΟΓΟΣ  ΠΕΡΙ  ΤΗΣ  ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ 

ΤΟΥ  ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ  ΤΗΣ  ΔΙΑ  ΣΩΜΑΤΟΣ 

ΠΡΟΣ  ΗΜΑΣ  ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ  ΑΥΤΟΥ

 

Εισαγωγή - Περίληψη

Ο λόγος αυτός, όπως και ο «Κατά Ειδώλων», γράφτηκε περί τα έτη

317-319 μ.Χ. Σ’ αυτόν εξετάζεται το μεγάλο γεγονός της σαρκώσεως του

άσαρκου Λόγου του Θεού, δηλ. του Υιού του Θεού, του δευτέρου

προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Στο πρώτο μέρος του λόγου αναλύεται ο διπλός σκοπός της

ενανθρωπήσεως του Λόγου: α) η επιστροφή της ανθρωπότητας στην

κατάσταση της αθανασίας που απωλέσθηκε λόγω του προπατορικού

αμαρτήματος· και β) η απόδοση στους ανθρώπους της ικανότητας να

γνωρίσουν τον αληθινό Θεό.

Στο δεύτερο μέρος του λόγου περιγράφει τα μέσα με τα οποία

επιτυγχάνεται ο διπλός σκοπός της ενανθρωπήσεως: είναι τα θαυμαστά

έργα του Χριστού, ο θάνατος και η ανάστασή του.

Στο τρίτο μέρος του λόγου ανασκευάζονται οι αντιρρήσεις των

Ιουδαίων και των Ελλήνων (ειδωλολατρών) για την ενανθρώπηση του

Λόγου. Οι αντιρρήσεις των Ιουδαίων ανασκευάζονται από την

προφητική τους παράδοση. Οι αντιρρήσεις των ειδωλολατρών

ανασκευάζονται με λογικά επιχειρήματα. Ο Μ. Αθανάσιος τονίζει ότι το

ανθρώπινο γένος δεν είναι απρεπές για να υπηρετήσει την αποκάλυψη του

Θεού. Ποιό καλύτερο σκεύος από τον άνθρωπο υπήρχε για την αποκάλυψη

του Λόγου;

Τέλος, στον επίλογο ο συγγραφέας τονίζει ότι για την ολοκλήρωση

της διδασκαλίας για την ενανθρώπηση του Σωτήρα χρειάζονται δύο

πράγματα: μελέτη της Αγίας Γραφής και βίος αγνός.

 Η ενανθρώπηση του Λόγου παίζει τον σπουδαιότερο ρόλο για την

δημιουργία, την κτίση και τον άνθρωπο. Οδηγεί στη θέωση, όπως με

έμφαση θεολογεί ο Μέγας Αθανάσιος: «ο Λόγος ενανθρώπησε, για να

θεοποιηθούμε εμείς». Αφορά το νόημα και τον στόχο της υπάρξεως

και της ζωής μας.

 

 

 

ΛΟΓΟΣ  ΠΕΡΙ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ

Κείμενο – Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)

 

1. Αὐτάρκως ἐν τοῖς πρὸ τούτων ἐκ πολλῶν ὀλίγα διαλαβόντες, περὶ

Είναι αρκετά αυτά τα λίγα από τα πολλά που αναπτύξαμε, πρίν από τον τωρινό

τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης καὶ τῆς τούτων δεισιδαιμονίας,

μας λόγο,για την πλάνη και τη δεισιδαιμονία των εθνικών στην ειδωλολατρία·

πῶς ἐξ ἀρχῆς τούτων γέγονεν ἡ εὕρεσις, ὅτι ἐκ κακίας οἱ ἄνθρωποι

είπαμε με ποιό τρόπο από την αρχή έγινε η επινόηση των ειδώλων· από την

ἑαυτοῖς τὴν πρὸς τὰ εἴδωλα θρησκείαν ἐπενόησαν·

κακία τους οι άνθρωποι έφτιαξαν αυτή τη θρησκεία.

 

ἀλλὰ γὰρ χάριτι Θεοῦ σημάναντες ὀλίγα καὶ περὶ τῆς θειότητος τοῦ

Με τη χάρη βέβαια του Θεού, μας δόθηκε η ευκαιρία να πούμε λίγα και για τη

Λόγου τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς εἰς πάντα προνοίας καὶ δυνάμεως αὐτοῦ·

θεότητα του Λόγου του Πατέρα, αλλά και τη δύναμη και πρόνοιά του γιά όλα.

καὶ ὅτι ὁ ἀγαθὸς Πατὴρ τούτῳ τὰ πάντα διακοσμεῖ καὶ τὰ πάντα

Ο πανάγαθος Πατέρας με το Λόγο του φροντίζει το σύμπαν· όλα κινούνται και

ὑπ᾿ αὐτοῦ κινεῖται καὶ ἐν αὐτῷ ζωοποιεῖται·

παίρνουν ζωή απ' αυτόν.

 

φέρε κατὰ ἀκολουθίαν, μακάριε καὶ ἀληθῶς φιλόχριστε, τῇ περὶ τῆς

Στη συνέχεια, λοιπόν, αγαπητέ μου, γνήσιε φίλε του Χριστού, θα σου διηγηθώ

εὐσεβείας πίστει, καὶ τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου

για την αληθινή πίστη και την ενανθρώπηση του Λόγου· επιπλέον, θα σου πω

διηγησώμεθα, καὶ περὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας

με λεπτομέρειες για τη ζωή του Λόγου πάνω στη γη (θεία επιφάνεια).

δηλώσωμεν· ἣν ᾿Ιουδαῖοι μὲν διαβάλλουσιν, ῞Ελληνες δὲ χλευάζουσιν,

Οι Ιουδαίοι βέβαια την συκοφαντούν, ενώ οι ειδωλολάτρες την εμπαίζουν·

ἡμεῖς δὲ προσκυνοῦμεν· ἵν᾿ ἔτι μᾶλλον ἐκ τῆς δοκούσης εὐτελείας τοῦ

εμείς όμως την προσκυνάμε. Συμβαίνει το εξής: φαινομενικά οι χλευαστές

Λόγου μείζονα καὶ πλείονα τὴν εἰς αὐτὸν εὐσέβειαν ἔχῃς.

εξευτελίζουν το Λόγο· εσύ όμως (και κάθε ευσεβής) αποκτάς περισσότερη και

μεγαλύτερη ευλάβεια στο πρόσωπό Του.

 

῞Οσῳ γὰρ παρὰ τοῖς ἀπίστοις χλευάζεται, τοσούτῳ μείζονα τὴν περὶ

Διότι, όσο οι άπιστοι Τον χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη απόδειξη της θεότητάς

τῆς θεότητος αὐτοῦ μαρτυρίαν παρέχει· ὅτι τε ἃ μὴ καταλαμβάνουσιν

Του παρέχει. Και όσα οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται, επειδή τα θεωρούν

ἄνθρωποι ὡς ἀδύνατα, ταῦτα αὐτὸς ἐπιδείκνυται δυνατά· καὶ ἃ ὡς

αδιανόητα, Αυτός αποδείχνει ότι αυτά είναι κατορθωτά. Όσα ακόμη οι άνθρωποι

ἀπρεπῆ χλευάζουσιν ἄνθρωποι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ ἀγαθότητι

τα χλευάζουν ως απρεπή, Αυτός αυτά τα καθιστά ευπρεπή με την καλωσύνη

εὐπρεπῆ κατασκευάζει· καὶ ἃ σοφιζόμενοι οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀνθρώπινα

του. Όσα οι άνθρωποι με τις εξυπνάδες τους τα κοροϊδεύουν ως ανθρώπινα,

γελῶσι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει θεῖα ἐπιδείκνυται, τὴν μὲν τῶν

Αυτός αυτά με τη δύναμή του τα παρουσιάζει θεϊκά. Από τη μια, διαλύει την

εἰδώλων φαντασίαν τῇ νομιζομένῃ ἑαυτοῦ εὐτελείᾳ διὰ τοῦ σταυροῦ

φαντασμαγορία των ειδώλων με την ανθρώπινη ταπείνωση του εαυτού του

καταστρέφων, τοὺς δὲ χλευάζοντας καὶ ἀπιστοῦντας μεταπείθων

πάνω στο σταυρό· κι από την άλλη, μεταστρέφει μυστικά αυτούς που χλεύαζαν

ἀφανῶς ὥστε τὴν θειότητα αὐτοῦ καὶ δύναμιν ἐπιγινώσκειν.

και απιστούσαν· τους κάνει να προσκυνούν τη θεότητα και τη δύναμή του.

 

Εἰς δὲ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, χρεία τῆς τῶν προειρημένων μνήμης·

Για τη διήγηση αυτή (της ενανθρωπήσεως του Λόγου), πρέπει να θυμάσαι τα

προηγούμενα (σχετικά με την ειδωλολατρία).

ἵνα καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐν σώματι φανερώσεως τοῦ τοσούτου καὶ

Έτσι, θα μπορέσεις να κατανοήσεις την αιτία της πρόσληψης του ανθρωπίνου

τηλικούτου πατρικοῦ Λόγου γνῶναι δυνηθῇς, καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι

σώματος από τόν τόσο μεγάλο και σπουδαίο Λόγο του Θεού Πατέρα· ακόμη, να

φύσεως ἀκολουθίᾳ σῶμα πεφόρεκεν ὁ Σωτήρ· ἀλλ᾿ ὅτι ἀσώματος ὢν

μη νομίσεις ότι ήταν κάτι το φυσιολογικό η ενσάρκωση του Σωτήρα. Διότι,

τῇ φύσει, καὶ Λόγος ὑπάρχων, ὅμως κατὰ φιλανθρωπίαν καὶ

αυτός που είναι ασώματος και Υιός Λόγος του Πατέρα, εξαιτίας της αγάπης και

ἀγαθότητα τοῦ ἑαυτοῦ Πατρός, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ἐν

καλωσύνης του Πατέρα του σε μας, για τη σωτηρία μας, δέχεται να περιβληθεί

ἀνθρωπίνῳ σώματι ἡμῖν πεφανέρωται.

ανθρώπινο σώμα και να φανερωθεί.

 

Πρέπει δὲ ποιουμένους ἡμᾶς τὴν περὶ τούτου διήγησιν, πρότερον περὶ

Πριν όμως διηγηθούμε την ιστορία της ενανθρωπήσεως, πρέπει πρώτα να πούμε

τῆς τῶν ὅλων κτίσεως καὶ τοῦ ταύτης Δημιουργοῦ Θεοῦ εἰπεῖν, ἵνα

για τη δημιουργία του σύμπαντος και για το Δημιουργό Θεό του. Έτσι, θα

οὕτως καὶ τὴν ταύτης ἀνακαίνισιν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν

μπορεί κάποιος δικαιολογημένα ν’ αποδώσει στο Λόγο και την αναδημιουργία

δημιουργήσαντος Λόγου γεγενῆσθαι ἀξίως ἄν τις θεωρήσειεν· οὐδὲν

του κόσμου, του οποίου είναι και ο αρχικός δημιουργός. Τίποτε το αντιφατικό

γὰρ ἐναντίον φανήσεται, εἰ δι᾿ οὗ ταύτην ἐδημιούργησεν ὁ Πατήρ, ἐν

δεν υπάρχει: μ’ Αυτόν που ο Θεός Πατέρας έφτιαξε τον κόσμο, μ’  Αυτόν

αὐτῷ καὶ τὴν ταύτης σωτηρίαν εἰργάσατο.

καταστρώνει τώρα και το σχέδιο της σωτηρίας του (του κόσμου).

 

2. Τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου καὶ τὴν τῶν πάντων κτίσιν πολλοὶ

Τη δημιουργία του κόσμου και του σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν με

διαφόρως ἐξειλήφασι, καὶ ὡς ἕκαστος ἠθέλησεν, οὕτως καὶ ὡρίσατο.

διαφορετικό τρόπο· όπως ήθελε ο καθένας, έτσι και την επινόησε.

Οἱ μὲν γὰρ αὐτομάτως, καὶ ὡς ἔτυχε, τὰ πάντα γεγενῆσθαι λέγουσιν,

Άλλοι, όπως οι Επικούρειοι, λένε ότι όλα έγιναν από μόνα τους, στην τύχη.

ὡς οἱ ᾿Επικούρειοι, οἳ καὶ τὴν τῶν ὅλων πρόνοιαν καθ᾿ ἑαυτῶν οὐκ

Αυτοί υποστηρίζουν με μυθοπλασίες ότι δεν υπάρχει καμία πρόνοια στον κόσμο·

εἶναι μυθολογοῦντες, ἄντικρυς παρὰ τὰ ἐναργῆ καὶ φαινόμενα λέγοντες.

υποστηρίζουν τα αντίθετα στα ολοφάνερα.

  

Εἰ γὰρ αὐτομάτως τὰ πάντα χωρὶς προνοίας κατ᾿ αὐτοὺς γέγονεν,

Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη θεωρία τους, όλα έγιναν χωρίς φροντίδα, από μόνα

ἔδει τὰ πάντα ἁπλῶς γεγενῆσθαι καὶ ὅμοια εἶναι καὶ μὴ διάφορα. ῾Ως

τους, θα έπρεπε όλα να είναι απλά και όμοια, όχι διαφορετικά μεταξύ τους. Θα

γὰρ ἐπὶ σώματος ἑνὸς ἔδει τὰ πάντα εἶναι ἥλιον ἢ σελήνην, καὶ ἐπὶ τῶν

έπρεπε στο σύμπαν όλα ν’ αποτελούν ένα σώμα, ήλιο ή σελήνη· και οι

ἀνθρώπων ἔδει τὸ ὅλον εἶναι χεῖρα, ἢ ὀφθαλμόν, ἢ πόδα.  Νῦν δὲ οὐκ

άνθρωποι να είναι όλοι ένα, ή χέρι ή μάτι ή πόδι. Στην πραγματικότητα όμως

ἔστι μὲν οὕτως· ὁρῶμεν δὲ τὸ μέν, ἥλιον· τὸ δέ, σελήνην· τὸ δέ, γῆν· καὶ

δεν είναι έτσι. Βλέπουμε το ένα άστρο να είναι ήλιος· το άλλο, σελήνη· το άλλο,

πάλιν ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τὸ μέν, πόδα· τὸ δέ, χεῖρα· τὸ

γη. Το ίδιο και στο ανθρώπινο σώμα: άλλο μέρος είναι πόδι, άλλο χέρι, άλλο

δέ, κεφαλήν. ῾Η δὲ τοιαύτη διάταξις οὐκ αὐτομάτως αὐτὰ γεγενῆσθαι

κεφάλι. Αυτή η διάκριση δείχνει ότι τα πράγματα δεν προήλθαν από μόνα τους

γνωρίζει, ἀλλ᾿ αἰτίαν τούτων προηγεῖσθαι δείκνυσιν· ἀφ᾿ ἧς καὶ τὸν

τυχαία, αλλά προηγείται η αιτία που τα δημιούργησε. Κι από την τάξη αυτή

διαταξάμενον καὶ πάντα ποιήσαντα Θεὸν ἔστι νοεῖν.

εύκολα οδηγούμαστε στο Θεό, ο οποίος δημιούργησε και τακτοποίησε τα πάντα.

 

῎Αλλοι δέ, ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ μέγας παρ᾿ ῞Ελλησι  Πλάτων, ἐκ

Άλλοι πάλι, μεταξύ τους και ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε

προϋποκειμένης καὶ ἀγενήτου ὕλης πεποιηκέναι τὸν Θεὸν τὰ ὅλα

ότι ο Θεός τα δημιούργησε όλα από προϋπάρχουσα και αιώνια ύλη. Διότι

διηγοῦνται· μὴ ἂν γὰρ δύνασθαί τι ποιῆσαι τὸν Θεὸν εἰ μὴ προϋπέκειτο

(λένε), δεν θα μπορούσε να κατασκευάσει κάτι ο Θεός, αν δεν προϋπήρχε η ύλη

ἡ ὕλη· ὥσπερ καὶ τῷ τέκτονι προϋποκεῖσθαι δεῖ τὸ ξύλον, ἵνα καὶ

(το υλικό κατασκευής). Όπως ο ξυλουργός πρέπει να έχει ξύλα, για να

ἐργάσασθαι δυνηθῇ.

μπορέσει να τα επεξεργαστεί.

 

Οὐκ ἴσασι δὲ τοῦτο λέγοντες ὅτι ἀσθένειαν περιτιθέασι τῷ Θεῷ· εἰ γὰρ

Δεν καταλαβαίνουν ότι, λέγοντας κάτι τέτοιο, αποδίδουν αδυναμία στο Θεό.

οὐκ ἔστι τῆς ὕλης αὐτὸς αἴτιος, ἀλλ᾿ ὅλως ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ποιεῖ

Διότι, αν δεν είναι Αυτός αίτιος υπάρξεως της ύλης και υποχρεωτικά όλα τα

τὰ ὄντα, ἀσθενὴς εὑρίσκεται, μὴ δυνάμενος ἄνευ τῆς ὕλης ἐργάσασθαί

κατασκευάζει από προϋπάρχουσα ύλη, τότε είναι αδύναμος· διότι δεν μπορεί

τι τῶν γενομένων· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τοῦ τέκτονος ἀσθένειά ἐστι τὸ μὴ

χωρίς ύλη να κάμει κάποιο κτίσμα. Όπως ακριβώς ο ξυλουργός, αδυνατεί να

δύνασθαι χωρὶς τῶν ξύλων ἐργάσασθαί τι τῶν ἀναγκαίων.

κάνει κάποιο χρήσιμο αντικείμενο χωρίς ξύλα.

 

Καὶ καθ᾿ ὑπόθεσιν γάρ, εἰ μὴ ἦν ἡ ὕλη, οὐκ ἂν εἰργάσατό τι ὁ Θεός. Καὶ

Να το πούμε υποθετικά: αν δεν υπήρχε ύλη, τίποτε δεν θα δημιουργούσε ο

πῶς ἔτι ποιητὴς καὶ δημιουργὸς ἂν λεχθείη ἐξ ἑτέρου τὸ ποιεῖν ἐσχηκώς,

Θεός. Και πώς θα τον ονομάζαμε τεχνίτη και δημιουργό, εφόσον άλλος –εννοώ

λέγω δὴ ἐκ τῆς ὕλης; ῎Εσται δέ, εἰ οὕτως ἔχει, κατ᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς

η ύλη– θα του έδινε το δικαίωμα κατασκευής; Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ο

τεχνίτης μόνον καὶ οὐ κτίστης εἰς τὸ εἶναι, εἴ γε τὴν ὑποκειμένην ὕλην

Θεός θα ήταν γι’ αυτούς όχι δημιουργός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αλλά

μόνον τεχνίτης· διότι θα επεξεργαζόταν

ἐργάζεται, τῆς δὲ ὕλης οὐκ ἔστιν αὐτὸς αἴτιος. Καθόλου γὰρ οὐδὲ

προϋπάρχουσα ύλη, χωρίς να είναι αυτός ο δημιουργός της. Δεν θα θεωρούνταν

κτίστης ἂν λεχθείη, εἴ γε μὴ κτίζει τὴν ὕλην, ἐξ ἧς καὶ τὰ κτισθέντα

δημιουργός, επειδή δεν φτιάχνει το υλικό (ύλη) από το οποίο να προέρχονται

γέγονεν.

τα δημιουργήματα.

 

Οἱ δὲ ἀπὸ τῶν αἱρέσεων ἄλλον ἑαυτοῖς ἀναπλάττονται δημιουργὸν

Οι αιρετικοί πάλι επινοούν άλλο δημιουργό των κτισμάτων

τῶν πάντων παρὰ τὸν  Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ,

και όχι τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

τυφλώττοντες μέγα καὶ περὶ ἃ φθέγγονται.

Αποδείχνονται πωρωμένοι σε όσα λένε.

 

Τοῦ γὰρ Κυρίου λέγοντος πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους· "Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι

Διότι ο Κύριος είπε στους Ιουδαίους: «Δεν γνωρίζετε ότι από την αρχή, που ο

ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ κτίσας ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς; καὶ εἶπεν· ἕνεκεν

Θεός έπλασε τους ανθρώπους, τους ξεχώρισε σε άνδρα και γυναίκα; Και έδωσε

τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ

την εντολή· λόγω της φυσικής έλξης προς τη γυναίκα, θ’ αφήσει ο άνδρας τους

προσκολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα

γονείς του και θα συζευχθεί τη γυναίκα του· έτσι οι δύο θα γίνουν ένα σώμα».  

μίαν"· εἶτα σημαίνων τὸν κτίσαντά φησιν· "῝Ο οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν,

Και αλλού, δείχνοντας τον δημιουργό, λέει: «Αυτούς που ο Θεός ένωσε με γάμο,

ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω", πῶς οὗτοι ξένην τοῦ Πατρὸς τὴν κτίσιν

να μην τους χωρίζει ο άνθρωπος». Πώς, μετά απ' αυτά, θεωρούν ότι η

εἰσάγουσιν; εἰ δὲ κατὰ τὸν ᾿Ιωάννην πάντα περιλαβόντα καὶ λέγοντα

δημιουργία δεν έχει καμία σχέση με τον Πατέρα; Αφού ο ευαγγελιστής Ιωάννης,

"πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν", πῶς ἂν

που τα διηγείται όλα με ακρίβεια, μας λέει: «όλα αυτός τα έκαμε· και τίποτε δεν

ἄλλος εἴη ὁ δημιουργός, παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ;

υπάρχει που να μην το έκαμε»· πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να είναι άλλος ο

δημιουργός και όχι ο Πατέρας του Χριστού;

 

3. Ταῦτα μὲν οὗτοι μυθολογοῦσιν. ῾Η δὲ ἔνθεος διδασκαλία καὶ ἡ

Αυτούς τους μύθους λοιπόν λένε αυτοί. Η θεία όμως διδασκαλία και η πίστη

κατὰ Χριστὸν πίστις τὴν μὲν τούτων ματαιολογίαν ὡς ἀθεότητα

στο Χριστό αποδείχνει ότι αποτελούν αθεΐα τα φληναφήματα όλων αυτών.

διαβάλλει. Οὔτε γὰρ αὐτομάτως, διὰ τὸ μὴ ἀπρονόητα εἶναι, οὔτε ἐκ

Τα κτίσματα δεν προήλθαν από μόνα τους, επειδή δεν έγιναν χωρίς πρόνοια·

προϋποκειμένης ὕλης, διὰ τὸ μὴ ἀσθενῆ εἶναι τὸν Θεόν· ἀλλ᾿ ἐξ οὐκ

ούτε έγιναν από προϋπάρχουσα ύλη, επειδή ο Θεός δεν είναι ανίκανος να κάνει

ὄντων καὶ μηδαμῆ μηδαμῶς ὑπάρχοντα τὰ ὅλα εἰς τὸ εἶναι

κάτι τέτοιο. Γνωρίζει καλά (η θεία διδασκαλία) ότι όλα δημιουργήθηκαν από το

πεποιηκέναι τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Λόγου οἶδεν, ᾗ φησὶ διὰ μὲν  Μωϋσέως·

μηδέν· τα έφερε ο Θεός από την ανυπαρξία στην ύπαρξη με το Λόγο του. Τό

"᾿Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν"· διὰ δὲ τῆς

λέει ο Μωϋσής: «Στην αρχή, δημιούργησε ο Θεός τον ουρανό και τη γη». Μας

ὠφελιμωτάτης βίβλου τοῦ  Ποιμένος· "Πρῶτον πάντων πίστευσον,

το διηγείται και το πολύ ωφέλιμο βιβλίο του Ποιμένα: «Πάνω απ’ όλα πίστεψε

ὅτι εἷς ἐστὶν ὁ  Θεός, ὁ τὰ πάντα κτίσας καὶ καταρτίσας, καὶ ποιήσας

ότι ο Θεός είναι ένας· είναι Αυτός που όλα τα δημιούργησε και τα έβαλε σε  

ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι". ῞Οπερ καὶ ὁ Παῦλος σημαίνων φησί·

τάξη· Αυτός που τα έφερε στην ύπαρξη από το μηδέν». Αυτό το επισημαίνει και

"Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ

ο Παύλος λέγοντας: «Με την πίστη κατανοούμε ότι οι αιώνες δημιουργήθηκαν

φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι."

με το λόγο του Θεού, ώστε όσα βλέπουμε να μην έχουν γίνει απ’ αυτά που

φαίνονται».

 

῾Ο Θεὸς γὰρ ἀγαθός ἐστι, μᾶλλον δὲ πηγὴ τῆς ἀγαθότητος ὑπάρχει·

Ο Θεός λοιπόν είναι αγαθός ή καλύτερα η πηγή της αγαθωσύνης· στον αγαθό

ἀγαθῷ δὲ περὶ οὐδενὸς ἂν γένοιτο φθόνος· ὅθεν οὐδενὶ τοῦ εἶναι

μάλιστα δεν δημιουργείται φθόνος για τίποτε. Γι’ αυτό το λόγο, χωρίς να φθονεί

φθονήσας, ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποίηκε διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ

την ύπαρξη κανενός, δημιούργησε τα πάντα από το μηδέν (ανυπαρξία) με το  

Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ·

δικό του Λόγο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό.

 

ἐν οἷς πρὸ πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τὸ ἀνθρώπων γένος ἐλεήσας, καὶ

Περισσότερο απ’ όλα τα δημιουργήματα ο Θεός ελέησε το ανθρώπινο γένος·

θεωρήσας ὡς οὐχ ἱκανὸν εἴη κατὰ τὸν τῆς ἰδίας γενέσεως λόγον

επειδή είδε ότι δεν μπορεί να μένει για πάντα σύμφωνα με τις ικανότητες που

διαμένειν ἀεί, πλέον τι χαριζόμενος αὐτοῖς, οὐχ ἁπλῶς, ὥσπερ πάντα

πλάστηκε, χάρισε στους ανθρώπους περισσότερα χαρίσματα. Τους έπλασε όχι

τὰ ἐπὶ γῆς ἄλογα ζῷα, ἔκτισε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ

με απλό τρόπο, όπως τα άλογα ζώα, αλλά ν’ αποτελούν δική Του εικόνα·

εἰκόνα ἐποίησεν αὐτούς, μεταδοὺς αὐτοῖς καὶ τῆς τοῦ ἰδίου Λόγου

τους μετέδωσε τη δύναμη του δικού του Λόγου.

δυνάμεως, ἵνα ὥσπερ σκιάς τινας ἔχοντες τοῦ Λόγου καὶ γενόμενοι

Έτσι, να έχουν πάνω τους σαν σκιές εκτυπώματα του Λόγου και να γίνουν

λογικοὶ διαμένειν ἐν μακαριότητι δυνηθῶσι, ζῶντες τὸν ἀληθινὸν καὶ

λογικοί· να μπορούν να φτάσουν στην ευτυχία, ζώντας την αληθινό και όντως

ὄντως τῶν ἁγίων ἐν παραδείσῳ βίον.

παραδεισένια ζωή των Αγίων.

 

Εἰδὼς δὲ πάλιν τὴν ἀνθρώπων εἰς ἀμφότερα νεύειν δυναμένην

Επειδή πάλι ο Θεός γνώριζε ότι η θέληση των ανθρώπων έχει τη δυνατότητα να

προαίρεσιν, προλαβὼν ἠσφαλίσατο νόμῳ καὶ τόπῳ τὴν δοθεῖσαν

κλίνει  και προς τα δύο, πρόλαβε και εξασφάλισε με νόμο και τόπο τη χάρη που

αὐτοῖς χάριν. Εἰς τὸν ἑαυτοῦ γὰρ παράδεισον αὐτοὺς εἰσαγαγών,

τους έδωσε. Τους έβαλε δηλαδή στον παράδεισο και τους έδωσε νόμο να τηρούν.

ἔδωκεν αὐτοῖς νόμον· ἵνα εἰ μὲν φυλάξαιεν τὴν χάριν καὶ μένοιεν καλοί,

Ώστε, αν φυλάξουν τη χάρη και παραμείνουν καλοί, θ’ απολαμβάνουν

ἔχωσι τὴν ἐν παραδείσῳ ἄλυπον καὶ ἀνώδυνον καὶ ἀμέριμνον ζωήν,

στον παράδεισο αμέριμνη ζωή χωρίς λύπες και πόνους· και επιπλέον θα έχουν

πρὸς τῷ καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίας αὐτοὺς τὴν ἐπαγγελίαν ἔχειν·

και την υπόσχεση ότι θα γευτούν την ουράνια αφθαρσία. Εάν όμως παραβούν

εἰ δὲ παραβαῖεν καὶ στραφέντες γένοιντο φαῦλοι, γινώσκοιεν ἑαυτοὺς

το νόμο και γίνουν κακοί με την απομάκρυνση από το Θεό, να γνωρίζουν ότι

τὴν ἐν θανάτῳ κατὰ φύσιν φθορὰν ὑπομένειν, καὶ μηκέτι μὲν ἐν

θα υποστούν τη φυσική φθορά του θανάτου· δεν θα ζουν πλέον στον

παραδείσῳ ζῆν, ἔξω δὲ τούτου λοιπὸν ἀποθνῄσκοντας μένειν ἐν τῷ

παράδεισο· θα πεθαίνουν έξω απ’ αυτόν και θα παραμένουν στο θάνατο και

θανάτῳ καὶ ἐν τῇ φθορᾷ.

τη φθορά.

 

Τοῦτο δὲ καὶ ἡ θεία γραφὴ προσημαίνει λέγουσα ἐκ προσώπου τοῦ

Αυτό το επισήμανε εκ των προτέρων και η Αγία Γραφή (στους πρωτοπλάστους),

Θεοῦ· "᾿Απὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ·

αναφέροντας τα λόγια  του Θεού: «Έχετε άδεια να τρώτε από τους καρπούς

ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ᾿

κάθε δέντρου στον παράδεισο· δεν θα φάτε μόνον από το δέντρο της γνώσεως

αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε." Τὸ δὲ θανάτῳ

του καλού και του κακού· την ημέρα που θα φάτε απ’ αυτό, θα πεθάνετε». Η

ἀποθανεῖσθε", τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ τὸ μὴ μόνον ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ καὶ ἐν

φράση "θα πεθάνετε" δεν δηλώνει μόνο το θάνατο αλλά και την αιώνια

τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν;

παραμονή στη φθορά του θανάτου.

 

4. ῎Ισως θαυμάζεις τί δήποτε περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου

Ίσως ν’ απορείς γιατί τέλος πάντων ενώ έχω την πρόθεση να μιλήσω για την

προθέμενοι λέγειν, νῦν περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν ἀνθρώπων διηγούμεθα.

ενανθρώπηση του Λόγου, εγώ τώρα διηγούμαι για την πλάση των ανθρώπων.

᾿Αλλὰ καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριόν ἐστι τοῦ σκοποῦ τῆς διηγήσεως.

Αλλά κι αυτό δεν είναι ανεξάρτητο από το σκοπό της πραγματείας μου.

 

᾿Ανάγκη γὰρ ἡμᾶς λέγοντας περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιφανείας τοῦ Σωτῆρος,

Διότι είναι ανάγκη, εφόσον μιλούμε για την εμφάνιση του Σωτήρα στη γη, να

λέγειν καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀρχῆς, ἵνα γινώσκῃς ὅτι ἡ ἡμῶν

πούμε και για δημιουργία των ανθρώπων· έτσι ώστε να γνωρίζεις ότι η δική μας

αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ

αιτία έγινε η αφορμή για να κατέβει στη γη· η δική μας παράβαση προκάλεσε

Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ

τη φιλευσπλαχνία του Λόγου για μας, ώστε να έλθει κοντά μας ο Κύριος και

φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις. Τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως

να παρουσιαστεί στους ανθρώπους. Για δική μας υπόθεση Εκείνος σαρκώθηκε·

ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν

και για τη δική μας σωτηρία, από υπερβολική αγάπη για μας,

ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι σώματι.

καταδέχτηκε να ντυθεί και εμφανιστεί με ανθρώπινο σώμα.

 

Οὕτως μὲν οὖν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον πεποίηκε, καὶ μένειν ἠθέλησεν ἐν

Έτσι, λοιπόν, έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και θέλησε να μείνει στην

ἀφθαρσίᾳ· ἄνθρωποι δὲ κατολιγωρήσαντες καὶ ἀποστραφέντες τὴν

κατάσταση της αφθαρσίας. Οι άνθρωποι όμως αδιαφόρησαν και

πρὸς τὸν Θεὸν κατανόησιν, λογισάμενοι δὲ καὶ ἐπινοήσαντες ἑαυτοῖς

απομακρύνθηκαν από το Θεό. Σκέφτηκαν και επινόησαν για τον εαυτό τους

τὴν κακίαν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, ἔσχον τὴν προαπειληθεῖσαν

την κακία. Και όπως είπαμε προηγουμένως, καταδικάστηκαν στην ποινή του

τοῦ θανάτου κατάκρισιν, καὶ λοιπὸν οὐκ ἔτι ὡς γεγόνασι διέμενον· ἀλλ᾿

θανάτου, με την οποία τους είχε προειδοποιήσει ο Θεός· στο εξής δεν ζούσαν

ὡς ἐλογίζοντο διεφθείροντο· καὶ ὁ θάνατος αὐτῶν ἐκράτει βασιλεύων.

στην κατάσταση για την οποία είχαν πλαστεί. Οι λογισμοί τους έφερναν τη

῾Η γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν,

φθορά και ο θάνατος κυρίευε. Μάλιστα, η παράβαση της εντολής τους

ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτως καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν

επανέφερε στη φυσική τους κατάσταση ώστε, όπως ήταν πριν υπάρξουν, έτσι

ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως.

και τώρα με την πάροδο του χρόνου να υφίστανται τη φθορά που οδηγεί στην

ανυπαρξία (και πάλι).

 

Εἰ γὰρ φύσιν ἔχοντες τὸ μὴ εἶναί ποτε, τῇ τοῦ Λόγου παρουσίᾳ καὶ

Διότι, αν η φύση τους ήταν τέτοια ώστε να μην υπάρχουν κάποτε, και τους

φιλανθρωπίᾳ εἰς τὸ εἶναι ἐκλήθησαν, ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τοὺς

κάλεσε στην ύπαρξη η ενέργεια και αγάπη του Λόγου, ήταν επόμενο ότι, όταν

ἀνθρώπους τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας καὶ εἰς τὰ οὐκ ὄντα ἀποστραφέντας,

οι άνθρωποι αρνήθηκαν το Θεό, να καταντήσουν στην κατάσταση των μη όντων

οὐκ ὄντα γάρ ἐστι τὰ κακά, ὄντα δὲ τὰ καλά, ἐπειδήπερ ἀπὸ τοῦ ὄντος

(ανυπαρξία)· διότι τα κακά είναι μη όντα (ανύπαρκτα), ενώ όντα (υπαρκτά) 

Θεοῦ γεγόνασι, κενωθῆναι καὶ τοῦ εἶναι ἀεί. Τοῦτο δέ ἐστι τὸ

είναι τα καλά, εφόσον προέρχονται από τον όντα (υπάρχοντα) Θεό. Έτσι,

έχασαν τη δυνατότητα να υπάρχουν αιώνια. Αυτό σημαίνει ότι,

διαλυθέντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ τῇ φθορᾷ.

όταν διαλύονται, μένουν στο θάνατο και τη φθορά.

 

῎Εστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος θνητός, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων

Από τη φύση του λοιπόν ο άνθρωπος είναι θνητός, επειδή προήλθε από την

γεγονώς. Διὰ δὲ τὴν πρὸς τὸν ὄντα ὁμοιότητα, ἣν εἰ ἐφύλαττε διὰ τῆς

ανυπαρξία. Θα μπορούσε βέβαια, λόγω της ομοιότητάς του με τον όντα Θεό,

πρὸς αὐτὸν κατανοήσεως, ἤμβλυνεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν φθοράν, καὶ

αν έμενε πιστός στη σχέση μαζί του, να καταργούσε αυτή τη φθορά της φύσεώς

ἔμεινεν ἄφθαρτος· καθάπερ ἡ σοφία φησίν· "Προσοχὴ νόμων, βεβαίωσις

του και να γινόταν άφθαρτος. Το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Η τήρηση

ἀφθαρσίας"· ἄφθαρτος δὲ ὤν, ἔζη λοιπὸν ὡς Θεός, ὥς που καὶ ἡ θεία

των εντολών φέρνει την αφθαρσία». Όντας λοιπόν άφθαρτοςο άνθρωπος, θα  

γραφὴ τοῦτο σημαίνει λέγουσα· "᾿Εγὼ εἶπα θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ ὑψίστου

ζούσε όπως ο Θεός· κι αυτό το λέει η Αγία Γραφή: «Εγώ είπα ότι μπορείτε να

πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων

γίνετε όλοι θεοί και παιδιά του ύψιστου Θεού· αλλά σεις πεθαίνετε ως φθαρτοί

πίπτετε."

άνθρωποι και πέφτετε όπως πέφτουν από την εξουσία οι άρχοντες».

 

5. ῾Ο μὲν γὰρ Θεὸς οὐ μόνον ἐξ οὐκ ὄντων ἡμᾶς πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ

Ο Θεός δεν μας έπλασε μόνο από το μηδέν αλλά μας δώρησε με τη χάρη του

τὸ κατὰ Θεὸν ζῆν ἡμῖν ἐχαρίσατο τῇ τοῦ Λόγου χάριτι. Οἱ δὲ

Λόγου του και τη δυνατότητα να ζούμε σύμφωνα με το θέλημά του. Οι

ἄνθρωποι, ἀποστραφέντες τὰ αἰώνια, καὶ συμβουλίᾳ τοῦ διαβόλου εἰς

άνθρωποι όμως αρνήθηκαν τα αιώνια· με συμβουλή του διαβόλου επέστρεψαν

τὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες, ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτῳ

στη φθορά της φύσεως και έγιναν οι ίδιοι αίτιοι της καταστροφής τους

φθορᾶς γεγόνασιν, ὄντες μὲν ὡς προεῖπον κατὰ φύσιν φθαρτοί, χάριτι

εισάγοντας στη ζωή τους  το θάνατο. Ενώ είχαν, όπως είπα παραπάνω, φθαρτή

δὲ τῆς τοῦ Λόγου μετουσίας τοῦ κατὰ φύσιν ἐκφυγόντες, εἰ

φύση, μπορούσαν, αν έμεναν σταθεροί στην καλωσύνη, να ξεπεράσουν τη

μεμενήκεισαν καλοί.

θνητότητα της φύσης μετέχοντας στη χάρη του Λόγου.

 

Διὰ γὰρ τὸν συνόντα τούτοις Λόγον, καὶ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ τούτων

Επειδή συνυπήρχε μέσα τους ο Λόγος, δεν θα τους επηρέαζε η φυσική φθορά

οὐκ ἤγγιζε, καθὼς καὶ ἡ σοφία φησίν· "῾Ο Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον

καθώς το λέει και η Σοφία (Σολομώντα): «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να

ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ, καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀϊδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου

μένει άφθαρτος και ν’ αποτελεί εικόνα της δικής Του αΐδιας φύσεως. Από

θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον"·

φθόνο όμως του διαβόλου εισήλθε στον κόσμο ο θάνατος».

 

τούτου δὲ γενομένου οἱ μὲν ἄνθρωποι ἀπέθνῃσκον, ἡ δὲ φθορὰ λοιπὸν

Μετά το γεγονός αυτό, οι άνθρωποι πέθαιναν και η φθορά βασίλευε στη ζωή

κατ᾿ αὐτῶν ἤκμαζε, καὶ πλεῖον τοῦ κατὰ φύσιν ἰσχύουσα καθ᾿ ὅλου

τους και ξεπερνούσε τη φυσική κατάσταση του ανθρώπινου γένους. Διότι η

τοῦ γένους, ὅσῳ καὶ τὴν ἀπειλὴν τοῦ θείου διὰ τὴν παράβασιν τῆς

φθορά είχε λάβει την απειλή του Θεού εναντίον των ανθρώπων σε περίπτωση

ἐντολῆς κατ᾿ αὐτῶν προειλήφει.

παράβασης της εντολής.

 

Καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς πλημμελήμασιν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ἄχρις ὅρων

Επιπλέον, και στη διάπραξη των αμαρτημάτων τους οι άνθρωποι δεν είχαν  

ὡρισμένων εἱστήκεισαν, ἀλλὰ κατ᾿ ὀλίγον ἐπεκτεινόμενοι λοιπὸν καὶ εἰς

κάποιο όριο· επεκτείνονταν σιγά σιγά και έφτασαν τέλος στην ασυδοσία.

ἄμετρον ἐληλύθασιν, ἐξ ἀρχῆς μὲν εὑρεταὶ τῆς κακίας γενόμενοι, καὶ

Στην αρχή, ανακάλυψαν την κακία και προκάλεσαν σε βάρος του εαυτού τους

καθ᾿ ἑαυτῶν τὸν θάνατον προκαλεσάμενοι καὶ τὴν φθοράν· ὕστερον δὲ

το θάνατο και τη φθορά. Στη συνέχεια, παρεκτράπησαν σε αδικίες και  

εἰς ἀδικίαν ἐκτραπέντες καὶ παρανομίαν πᾶσαν ὑπερβαλόντες, καὶ μὴ

ξεπέρασαν κάθε είδος παρανομίας. Δεν σταμάτησαν σ’ ένα κακό, αλλά

ἑνὶ κακῷ ἱστάμενοι, ἀλλὰ πάντα καινὰ καινοῖς ἐπινοοῦντες, ἀκόρεστοι

συνεχώς επινοούσαν νεότερα κακά· έτσι, έφτασαν στο σημείο να γίνουν

περὶ τὸ ἁμαρτάνειν γεγόνασι.

αχόρταγοι στις αμαρτίες.

 

Μοιχεῖαι μὲν γὰρ ἦσαν καὶ κλοπαὶ πανταχοῦ, φόνων δὲ καὶ ἁρπαγῶν

Παντού γινόταν μοιχείες και κλοπές· όλη η γη ήταν γεμάτη από φόνους και

πλήρης ἦν ἡ σύμπασα γῆ. Καὶ νόμου μὲν οὐκ ἦν φροντὶς περὶ φθορᾶς

αρπαγές. Κανένας νόμος δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη φθορά και αδικία.

καὶ ἀδικίας· πάντα δὲ τὰ κακὰ καθ᾿ ἕνα καὶ κοινῇ παρὰ πᾶσιν

Όλα τα κακά, καθένα χωριστά και όλα μαζί, τα έκαναν όλοι.

ἐπράττετο. Πόλεις μὲν κατὰ πόλεων ἐπολέμουν, καὶ ἔθνη κατὰ ἐθνῶν

Πολεμούσαν πόλεις εναντίον πόλεων· επαναστατούσαν έθνη εναντίον άλλων

ἠγείρετο· διῄρητο δὲ πᾶσα ἡ οἰκουμένη στάσεσι καὶ μάχαις, ἑκάστου

εθνών. Όλη η οικουμένη είχε διαιρεθεί από επαναστάσεις και μάχες· καθένας

φιλονεικοῦντος ἐν τῷ παρανομεῖν.

συναγωνίζονταν τον άλλον σε παρανομίες.

 

Οὐκ ἦν δὲ τούτων μακρὰν οὐδὲ τὰ παρὰ φύσιν, ἀλλ᾿ ὡς εἶπεν ὁ τοῦ

Δεν τους ήταν άγνωστες ούτε οι παρά φύσιν καταστάσεις, όπως το είπε

Χριστοῦ μάρτυς ᾿Απόστολος· "Αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν

και ο μάρτυρας του Χριστού Απόστολος (Παύλος): «Οι γυναίκες άλλαξαν τη  

τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρρενες,

φυσική χρήση του σώματός τους σε παρά φύσιν· το ίδιο και οι άνδρες: άφησαν

ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει

τη φυσική σχέση με τις γυναίκες και στράφηκαν με πάθος να επιθυμούν τους

αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην

ομοφύλους τους· άνδρες με άνδρες διαπράττουν διαστροφικές ασχήμιες.

κατεργαζόμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν

Πληρώνονται όμως στον ίδιο τους τον εαυτό το αντίτιμο της διαστροφικής

ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες".

ζωής τους».

 

6. Διὰ δὴ ταῦτα πλεῖον τοῦ θανάτου κρατήσαντος, καὶ τῆς φθορᾶς

Επειδή λοιπόν κυριάρχησε ο θάνατος και η φθορά παρέμενε στη ζωή των

παραμενούσης κατὰ τῶν ἀνθρώπων, τὸ μὲν τῶν ἀνθρώπων γένος

ανθρώπων, το ανθρώπινο γένος χανόταν· ο λογικός και κατ’ εικόνα Θεού 

ἐφθείρετο, ὁ δὲ λογικὸς καὶ κατ᾿ εἰκόνα γενόμενος ἄνθρωπος ἠφανίζετο·

πλασμένος άνθρωπος καταστραφόταν.

καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ  Θεοῦ γενόμενον ἔργον παραπώλλυτο. Καὶ γὰρ καὶ ὁ

Έτσι, το έργο του Θεού που γινόταν οδηγούνταν στην απώλεια. Διότι και ο

θάνατος, ὡς προεῖπον, νόμῳ λοιπὸν ἴσχυε καθ᾿ ἡμῶν· καὶ οὐχ οἷόν τε

θάνατος, όπως προείπα, είχε ισχύ νόμου σε βάρος μας. Και δεν μπορούσε

ἦν τὸν νόμον ἐκφυγεῖν, διὰ τὸ ὑπὸ Θεοῦ τεθεῖσθαι τοῦτον τῆς

κανείς να ξεφύγει το νόμο που τον είχε θεσπίσει ο Θεός εξαιτίας της

παραβάσεως χάριν· καὶ ἦν ἄτοπον ὁμοῦ καὶ ἀπρεπὲς τὸ γινόμενον

παραβάσεως (των πρωτοπλάστων). Θα ήταν μάλιστα ανακόλουθο και ανάξιο

ἀληθῶς.

στο Θεό να συμβεί κάτι τέτοιο.

 

῎Ατοπον μὲν γὰρ ἦν εἰπόντα τὸν Θεὸν ψεύσασθαι, ὥστε

Θα ήταν πρώτα ανακόλουθο· διότι, ενώ το είπε ο Θεός, στη συνέχεια

νομοθετήσαντος αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν τὸν ἄνθρωπον, εἰ

αποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ενώ νομοθέτησε ότι θα πεθάνει ο άνθρωπος αν

παραβαίη τὴν ἐντολήν, μετὰ τὴν παράβασιν μὴ ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ

παραβεί την εντολή του, στη συνέχεια, μετά την παράβαση, να μην πεθαίνει·

λύεσθαι τὸν τούτου λόγον. Οὐκ ἀληθὴς γὰρ ἦν ὁ Θεός, εἰ εἰπόντος

έτσι, καταπατείται ο λόγος του Θεού. Δεν θα ήταν αληθινός Θεός, αν έλεγε

αὐτοῦ ἀποθνῄσκειν ἡμᾶς, μὴ ἀπέθνῃσκεν ὁ ἄνθρωπος. ᾿Απρεπὲς δὲ ἦν

ότι θα πεθαίνουμε, και δεν πεθαίναμε. Έπειτα, θα ήταν και ανάξιο του Θεού·

πάλιν τὰ ἅπαξ γενόμενα λογικὰ καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ μετασχόντα

διότι, τα λογικά όντα που μία φορά τα δημιούργησε ο Λόγος και μετείχαν σ’

παραπόλλυσθαι, καὶ πάλιν εἰς τὸ μὴ εἶναι διὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστρέφειν.

Αυτόν, να χάνονται και να επιστρέφουν πάλι μέσω της φθοράς στην ανυπαρξία.

 

Οὐκ ἄξιον γὰρ ἦν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενα

Δεν θα ήταν άξιο στην αγαθότητα του Θεού, να πεθαίνουν τα πλάσματά του,

διαφθείρεσθαι, διὰ τὴν παρὰ τοῦ διαβόλου γενομένην τοῖς ἀνθρώποις

εξαιτίας της δόλιας απάτης του διαβόλου σε βάρος των ανθρώπων.

ἀπάτην. ῎Αλλως τε καὶ τῶν ἀπρεπεστάτων ἦν τὴν τοῦ Θεοῦ τέχνην

Εξάλλου, θά ήταν ό,τι πιο ανάξιο να καταστρέφεται η δημιουργική τέχνη  

ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἀφανίζεσθαι ἢ διὰ τὴν αὐτῶν ἀμέλειαν, ἢ διὰ τὴν

του Θεού στους ανθρώπους ή εξαιτίας της αμέλειάς τους ή εξαιτίας της απάτης

τῶν δαιμόνων ἀπάτην.

των δαιμόνων.

 

Φθειρομένων τοίνυν τῶν λογικῶν καὶ παραπολλυμένων τῶν

Αφού λοιπόν φθείρονταν τα λογικά πλάσματα καί χάνονταν τέτοια

τοιούτων ἔργων, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν ἀγαθὸν ὄντα; ἀφεῖναι τὴν

δημιουργήματα, τί έπρεπε να κάνει ο πανάγαθος Θεός; Να επιτρέψει να τους  

φθορὰν κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύειν, καὶ τὸν θάνατον αὐτῶν κρατεῖν; καὶ τίς ἡ

νικά η φθορά και ο θάνατος να τους κυριεύει; Αλλά τότε, ποιά ήταν η ανάγκη

χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ γενέσθαι; ἔδει γὰρ μὴ γενέσθαι, ἢ γενόμενα

να δημιουργηθούν από την αρχή; Έπρεπε καθόλου να μη δημιουργηθούν παρά

παραμεληθῆναι καὶ ἀπολέσθαι.

να δημιουργηθούν κι έπειτα να παραμεληθούν και χαθούν.

 

᾿Ασθένεια γὰρ μᾶλλον καὶ οὐκ ἀγαθότης ἐκ τῆς ἀμελείας γινώσκεται

Διότι είναι μεγαλύτερη η αδυναμία του Θεού και η έλλειψη αγαθωσύνης, αν

τοῦ Θεοῦ, εἰ ποιήσας παρορᾷ φθαρῆναι τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἤπερ εἰ μὴ

δημιουργεί πρώτα ένα έργο και το αφήνει μετά από αμέλεια να καταστραφεί,

πεποιήκει κατὰ τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον. Μὴ ποιήσαντος μὲν γὰρ οὐκ

παρά αν εξαρχής δεν τον δημιουργούσε. Αν δεν το δημιουργούσε, δεν θα του

ἦν ὁ λογιζόμενος τὴν ἀσθένειαν, ποιήσαντος δὲ καὶ εἰς τὸ εἶναι

καταλόγιζε κανείς αδυναμία· αφού όμως το δημιούργησε και το έφερε στην

κτίσαντος, ἀτοπώτατον ἦν ἀπόλλυσθαι τὰ ἔργα, καὶ μάλιστα ἐπ᾿ ὄψει

ύπαρξη, είναι υπερβολικά παράλογο να καταστρέφεται, και μάλιστα μπροστά

τοῦ πεποιηκότος. Οὐκοῦν ἔδει τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἀφιέναι φέρεσθαι

στα μάτια του. Έπρεπε λοιπόν να μην αφήσει τους ανθρώπους να βαδίζουν

τῇ φθορᾷ, διὰ τὸ ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον εἶναι τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ

στην απώλεια, επειδή κάτι τέτοιο είναι απρεπές και ανάξιο στην αγαθωσύνη

ἀγαθότητος.

του Θεού.

 

7. ᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ἔδει τοῦτο γενέσθαι, οὕτως καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων πάλιν

Αλλά, όπως έπρεπε αυτό να γίνει, έτσι κι από την άλλη πλευρά στέκεται

ἀντίκειται τὸ πρὸς τὸν Θεὸν εὔλογον, ὥστε ἀληθῆ φανῆναι τὸν Θεὸν

αντίθετη η δικαιοσύνη του Θεού, για ν’ αποδειχθεί αξιόπιστη η νομοθεσία του

ἐν τῇ περὶ τοῦ θανάτου νομοθεσίᾳ· ἄτοπον γὰρ ἦν διὰ τὴν ἡμῶν

σχετικά με την ποινή του θανάτου· θα ήταν σκάνδαλο, εξαιτίας της δικής μας

ὠφέλειαν καὶ διαμονὴν ψεύστην φανῆναι τὸν τῆς ἀληθείας πατέρα Θεόν.

ωφέλειας και αφθαρσίας να φανεί ψεύτης ο Πατέρας, ο Θεός της αλήθειας.

 

Τί οὖν ἔδει καὶ περὶ τούτου γενέσθαι ἢ ποιῆσαι τὸν Θεόν; μετάνοιαν ἐπὶ

Τί λοιπόν έπρεπε να γίνει σχετικά μ’ αυτό; Τί να κάνει ο Θεός; Να ζητήσει από

τῇ παραβάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπαιτῆσαι; τοῦτο γὰρ ἄν τις ἄξιον

τους ανθρώπους μετάνοια για το σφάλμα τους; Γιατί κάτι τέτοιο θα έλεγε κανείς

φήσειε Θεοῦ, λέγων ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παραβάσεως εἰς φθορὰν

ότι είναι αντάξιο του Θεού· διότι, όπως η παράβαση οδήγησε τους ανθρώπους

γεγόνασιν, οὕτως ἐκ τῆς μετανοίας γένοιντο πάλιν ἂν εἰς ἀφθαρσίαν.

στη φθορά, έτσι και η μετάνοια θα τους οδηγούσε πάλι στην αφθαρσία.

 

᾿Αλλ᾿ ἡ μετάνοια οὔτε τὸ εὔλογον τὸ πρὸς τὸν Θεὸν ἐφύλαττεν· ἔμενε

Η μετάνοια όμως δεν θα δικαιολογούσε την αξιοπιστία του Θεού. Θα φαινόταν

γὰρ πάλιν οὐκ ἀληθής, μὴ κρατουμένων ἐν τῷ θανάτῳ τῶν

και πάλι ψεύτης, επειδή δεν θα καταδικάζονταν σε θάνατο οι άνθρωποι.

ἀνθρώπων· οὔτε δὲ ἡ μετάνοια ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν ἀνακαλεῖται,

Άλλωστε η μετάνοια δεν επαναφέρει τη φύση στην πρότερη κατάστασή της, 

ἀλλὰ μόνον παύει τῶν ἁμαρτημάτων.

αλλά μόνον σταματά τις αμαρτίες. 

 

Εἰ μὲν οὖν μόνον ἦν πλημμέλημα καὶ μὴ φθορᾶς ἐπακολούθησις, καλῶς

Εάν λοιπόν ήταν μόνον αμάρτημα και όχι και επιπλέον φθορά της φύσεως,

ἂν ἦν ἡ μετάνοια. Εἰ δὲ ἅπαξ προλαβούσης τῆς παραβάσεως, εἰς τὴν

αρκούσε η μετάνοια. Εφόσον όμως, μετά την πρώτη παράβαση, αμέσως οι

κατὰ φύσιν φθορὰν ἐκρατοῦντο οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὴν τοῦ κατ᾿ εἰκόνα

άνθρωποι υποδουλώθηκαν στη φθορά της φύσεως και τους αφαιρέθηκε το

χάριν ἀφαιρεθέντες ἦσαν, τί ἄλλο ἔδει γενέσθαι; ἢ τίνος ἦν χρεία πρὸς

χάρισμα του κατ’ εικόνα, τότε τί άλλο έπρεπε να γίνει; Ή, ποιός άλλος θα

τὴν τοιαύτην χάριν καὶ ἀνάκλησιν, ἢ τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ

μπορούσε να τους επαναφέρει σ’ αυτό τό χάρισμα παρά ο Θεός Λόγος που

ὄντος πεποιηκότος τὰ ὅλα τοῦ Θεοῦ Λόγου;

έπλασε εξαρχής τα πάντα από το μηδέν;

 

Αὐτοῦ γὰρ ἦν πάλιν καὶ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν ἐνεγκεῖν, καὶ τὸ

Αυτός ήταν ο μόνος ικανός και το φθαρτό να το οδηγήσει πάλι στην αφθαρσία

ὑπὲρ πάντων εὔλογον ἀποσῶσαι πρὸς τὸν Πατέρα. Λόγος γὰρ ὢν

και ν’ αποκαταστήσει την αξιοπιστία του Πατέρα. Διότι είναι ο Λόγος του

τοῦ Πατρὸς καὶ ὑπὲρ πάντας ὤν, ἀκολούθως καὶ ἀνακτίσαι τὰ ὅλα

Πατέρα και όλους τους ξεπερνά· επομένως, μόνον Αυτός μπορεί να τα

μόνος ἦν δυνατὸς καὶ ὑπὲρ πάντων παθεῖν καὶ πρεσβεῦσαι περὶ

ξαναδημιουργήσει όλα, να θυσιαστεί καί να μεσιτεύσει στον Πατέρα

πάντων ἱκανὸς πρὸς τὸν Πατέρα.

γιά όλους.

 

8. Τούτου δὴ ἕνεκεν ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄϋλος τοῦ Θεοῦ

Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ο ασώματος, άφθαρτος και άϋλος Λόγος του Θεού

Λόγος παραγίνεται εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν, οὔτι γε μακρὰν ὢν

έρχεται στη γη μας, χωρίς βέβαια και πριν να είναι μακριά από μας. 

πρότερον. Οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κενὸν ὑπολέλειπται τῆς κτίσεως μέρος·

Διότι δεν είναι απών από κανένα σημείο του κόσμου. Συνυπάρχοντας ο Λόγος

πάντα δὲ διὰ πάντων πεπλήρωκεν αὐτὸς συνὼν τῷ ἑαυτοῦ Πατρί.

με τον  Πατέρα Του, γεμίζει εξ ολοκλήρου όλα τα σύμπαντα· και ταυτόχρονα, 

᾿Αλλὰ παραγίνεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ

έρχεται να εμφανιστεί και σε μας από συγκατάβαση, εξαιτίας της αγάπης του 

καὶ ἐπιφανείᾳ.

για τους ανθρώπους. 

 

Καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸν ἀπολλύμενον γένος, καὶ τὸν θάνατον κατ᾿ αὐτῶν

Είδε ο Λόγος ότι καταστρεφόταν το λογικό γένος των ανθρώπων και κυριαρχεί 

βασιλεύοντα τῇ φθορᾷ· ὁρῶν δὲ καὶ τὴν ἀπειλὴν τῆς παραβάσεως

πάνω τους με τη φθορά ο θάνατος. Είδε ότι η απειλή για την παράβαση ενίσχυε

διακρατοῦσαν τὴν καθ᾿ ἡμῶν φθοράν· καὶ ὅτι ἄτοπον ἦν πρὸ τοῦ

τη φθοράς πάνω μας. Είδε ότι ήταν αδύνατο να καταργηθεί (η φθορά και ο 

πληρωθῆναι τὸν νόμον λυθῆναι· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ἀπρεπὲς ἐν τῷ

θάνατος), προτού ξεπληρωθεί η ποινή του νόμου. Είδε ακόμη και το

συμβεβηκότι, ὅτι ὧν αὐτὸς ἦν δημιουργός, ταῦτα παρηφανίζετο·

ασυμβίβαστο προς τη δημιουργικότητα,ότι, δηλαδή, ενώ Αυτός δημιουργούσε,  

ὁρῶν δὲ καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων ὑπερβάλλουσαν κακίαν, ὅτι κατ᾿

τα πλάσματα καταστρέφονταν.Είδε όμως και την υπερβολική κακία των

ὀλίγον καὶ ἀφόρητον αὐτὴν ηὔξησαν καθ᾿ ἑαυτῶν· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ

ανθρώπων, ότι σιγά σιγά την αύξησαν σε βάρος τους σε αβάσταχτο βαθμό. Είδε

ὑπεύθυνον πάντων ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, ἐλεήσας τὸ γένος

τέλος ότι όλοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός του θανάτου. (Βλέποντας

ἡμῶν, καὶ τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν οἰκτειρήσας, καὶ τῇ φθορᾷ ἡμῶν

όλα αυτά), σπλαγχνίστηκε το ανθρώπινο γένος και λυπήθηκε για την αδυναμία

συγκαταβάς, καὶ τὴν τοῦ θανάτου κράτησιν οὐκ ἐνέγκας, ἵνα μὴ τὸ

μας· καταδέχθηκε τη δική μας φθορά χωρίς να υποφέρει την κυριαρχία του

γενόμενον ἀπόληται καὶ εἰς ἀργὸν τοῦ Πατρὸς τὸ εἰς ἀνθρώπους

θανάτου· προσλαμβάνει ανθρώπινο σώμα για τον εαυτό Του και μάλιστα όχι

ἔργον αὐτοῦ γένηται, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο οὐκ

διαφορετικό από το δικό μας, για να μην πάει χαμένο το δημιουργικό έργο του

ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου.

Πατέρα που έπλασε τους ανθρώπους.

 

Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠθέλησεν ἐν σώματι γενέσθαι, οὐδὲ μόνον ἤθελε

Δεν θέλησε να προσλάβει απλά ανθρώπινο σώμα, ούτε μόνο να εμφανιστεί.

φανῆναι· ἐδύνατο γάρ, εἰ μόνον ἤθελε φανῆναι, καὶ δι᾿ ἑτέρου

Θα μπορούσε, αν ήθελε απλή εμφάνιση, να κάνει τη θεία εμφάνισή του  

κρείττονος τὴν θεοφάνειαν αὐτοῦ ποιήσασθαι· ἀλλὰ λαμβάνει τὸ

με πολύ καλύτερο σώμα. Προσλαμβάνει όμως το δικό μας σώμα, και αυτό όχι

ἡμέτερον, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἐξ ἀχράντου καὶ ἀμιάντου

με φυσικό τρόπο, αλλά από το σώμα της αμόλυντης και ακηλίδωτης παρθένου

ἀνδρὸς ἀπείρου παρθένου, καθαρὸν καὶ ὄντως ἀμιγὲς τῆς ἀνδρῶν

κόρης, που δεν γνώρισε σύζυγο· διότι ήταν καθαρή και απείραχτη από τη σχέση

συνουσίας. Αὐτὸς γὰρ δυνατὸς ὢν καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐν τῇ

με άνδρα. Επειδή αυτός είναι παντοδύναμος δημιουργός των πάντων, μέσα

παρθένῳ κατασκευάζει ἑαυτῷ ναὸν τὸ σῶμα, καὶ ἰδιοποιεῖται τοῦτο

στο σώμα της παρθένου φτιάχνει ως ναό το δικό του σώμα· κάνει δικό του

ὥσπερ ὄργανον, ἐν αὐτῷ γνωριζόμενος καὶ ἐνοικῶν.

όργανο το σώμα της παρθένου, το οποίο το γνωρίζει καλά και κατοικεί σ’ αυτό.

 

Καὶ οὕτως ἀπὸ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅμοιον λαβών, διὰ τὸ πάντας

Κι έτσι, αφού πήρε σώμα όμοιο με τα δικά μας και επειδή όλοι ευθύνονται

ὑπευθύνους εἶναι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ, ἀντὶ πάντων αὐτὸ θανάτῳ

για τη φθορά του θανάτου, παρέδωσε το σώμα του να θανατωθεί για χάρη

παραδιδούς, προσῆγε τῷ Πατρί, καὶ τοῦτο φιλανθρώπως ποιῶν, ἵνα

όλων. Το πρόσφερε στον Πατέρα του· και αυτό το έκανε από αγάπη για τους

ὡς μὲν πάντων ἀποθανόντων ἐν αὐτῷ λυθῇ ὁ κατὰ τῆς φθορᾶς τῶν

ανθρώπους ώστε, σαν να πέθαναν όλοι μαζί του, να καταργηθεί η ποινή της

ἀνθρώπων νόμος ἅτε δὴ πληρωθείσης τῆς ἐξουσίας ἐν τῷ κυριακῷ

φθοράς τους. Επειδή ικανοποιήθηκε η εξουσία του θανάτου στο σώμα του

σώματι, καὶ μηκέτι χώραν ἔχοντος κατὰ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων· ὡς

Κυρίου, δεν έχει πλέον εξουσία ο θάνατος στους όμοιους ανθρώπους· (πέτυχε

δὲ εἰς φθορὰν ἀναστρέψαντας τοὺς ἀνθρώπους πάλιν εἰς τὴν

με τη θυσία του) τους ανθρώπους που έπεσαν στη φθορά να τους επαναφέρει

ἀφθαρσίαν ἐπιστρέψῃ, καὶ ζωοποιήσῃ τούτους ἀπὸ τοῦ θανάτου, τῇ

στην αφθαρσία και να τους δώσει ζωή νικώντας το θάνατο. Οικειοποιήθηκε 

τοῦ σώματος ἰδιοποιήσει, καὶ τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, τὸν θάνατον

το ανθρώπινο σώμα και με τη χάρη της αναστάσεως κατάφερε να εξαφανίσει 

ἀπ᾿ αὐτῶν ὡς καλάμην ἀπὸ πυρὸς ἐξαφανίζων.

από τους ανθρώπους το θάνατο, όπως η φωτιά κατατρώει την καλαμιά.

 

9. Συνιδὼν γὰρ ὁ Λόγος ὅτι ἄλλως οὐκ ἂν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ

Γνώριζε λοιπόν ο Λόγος ότι με κανένα άλλο τρόπο δεν θα καταλύονταν η

φθορὰ εἰ μὴ διὰ τοῦ πάντως ἀποθανεῖν, οὐχ οἷόν τε δὲ ἦν τὸν Λόγον

φθορά των ανθρώπων παρά μόνον αν ο ίδιος πέθαινε· αλλά, δεν ήταν δυνατό

ἀποθανεῖν ἀθάνατον ὄντα καὶ τοῦ Πατρὸς Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τὸ

να πεθάνει ο Λόγος, ο Υιός του Πατέρα, διότι ήταν αθάνατος. Εξαιτίας αυτού,

δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπὶ

προσλαμβάνει για τον εαυτό του θνητό σώμα ώστε, αφού αυτό γίνει μέτοχο του

πάντων Λόγου μεταλαβὸν ἀντὶ πάντων ἱκανὸν γένηται τῷ θανάτῳ,

Λόγου που εξουσιάζει τα πάντα, να γίνει ικανό να πεθάνει για χάρη όλων· και

καὶ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμείνῃ, καὶ λοιπὸν ἀπὸ

χάρη στο Λόγο που το κατοικεί, να παραμείνει άφθαρτο. Έτσι, η φθορά που

πάντων ἡ φθορὰ παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι. ῞Οθεν ὡς

βασανίζει όλους, θα σταματήσει εξαιτίας της αναστάσεως (του σώματος). Γι’

ἱερεῖον καὶ θῦμα παντὸς ἐλεύθερον σπίλου, ὃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔλαβε σῶμα

αυτό, ο Λόγος το σώμα που σαρκώθηκε, το πρόσφερε σε θάνατο σαν ιερό

προσάγων εἰς θάνατον, ἀπὸ πάντων εὐθὺς τῶν ὁμοίων ἠφάνιζε τὸν

σφάγιο, ελεύθερο από κάθε κηλίδα. Κι έτσι, με τη δική του κατάλληλη

θάνατον τῇ προσφορᾷ τοῦ καταλλήλου.

προσφορά, εξάλειψε το θάνατο απ’ όλους τους ομοίους του (ανθρώπους).

 

῾Υπὲρ πάντας γὰρ ὢν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰκότως τὸν ἑαυτοῦ ναὸν καὶ

Επειδή ο Λόγος του Θεού είναι πάνω απ’ όλους, δικαιολογημένα πρόσφερε

τὸ σωματικὸν ὄργανον προσάγων ἀντίψυχον ὑπὲρ πάντων ἐπλήρου

το δικό του σώμα ως ναό και όργανο, αντίλυτρο για τη σωτηρία όλων·

τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῷ θανάτῳ· καὶ ὡς συνὼν δὲ διὰ τοῦ ὁμοίου τοῖς

ξεπλήρωσε το χρέος προς το θάνατο. Και επειδή ο άφθαρτος Υιός του Θεού

πᾶσιν ὁ ἄφθαρτος τοῦ Θεοῦ Υἱὸς εἰκότως τοὺς πάντας ἐνέδυσεν

συνυπάρχει με όλους τους ανθρώπους χάρη στο όμοιο σώμα, τους προίκισε

ἀφθαρσίαν ἐν τῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπαγγελίᾳ. Καὶ αὐτὴ γὰρ ἡ ἐν

με την αφθαρσία υποσχόμενος την ανάσταση όλων. Ακόμη και η ίδια η φθορά

τῷ θανάτῳ φθορὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων οὐκέτι χώραν ἔχει διὰ τὸν

του θανάτου δεν απειλεί πλέον τους ανθρώπους, επειδή ενοίκησε μέσα τους

ἐνοικήσαντα Λόγον ἐν τούτοις διὰ τοῦ ἑνὸς σώματος.

ο Λόγος με ένα και ίδιο σώμα.

 

Καὶ ὥσπερ μεγάλου βασιλέως εἰσελθόντος εἴς τινα πόλιν μεγάλην

Όπως ακριβώς ένας μεγάλος βασιλιάς εισέρχεται σε μια μεγάλη πόλη και

καὶ οἰκήσαντος εἰς μίαν τῶν ἐν αὐτῇ οἰκιῶν, πάντως ἡ τοιαύτη πόλις

βρίσκει κατάλυμμα σ’ ένα από τα σπίτια της· τότε, όλη αυτή η πόλη αξιώνεται

τιμῆς πολλῆς καταξιοῦται, καὶ οὐκέτι τις ἐχθρὸς αὐτὴν οὔτε λῃστὴς

μεγάλης τιμής. Κανένας εχθρός πλέον ή ληστής δεν κάνει επιδρομή εναντίον

ἐπιβαίνων καταστρέφει, πάσης δὲ μᾶλλον ἐπιμελείας ἀξιοῦται διὰ τὸν

της να την καταστρέψει· απολαμβάνει κάθε φροντίδα, διότι σε μια κατοικία

εἰς μίαν αὐτῆς οἰκίαν οἰκήσαντα βασιλέα· οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ πάντων

της έμεινε ο βασιλιάς. Έτσι παρόμοια συνέβη με το βασιλέα όλου του

βασιλέως γέγονεν.

κόσμου (το Θεό).

 

᾿Ελθόντος γὰρ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν, καὶ οἰκήσαντος εἰς ἓν

Διότι, όταν ο Υιός ήλθε στο δικό μας κόσμο και ενοίκησε σ’ ένα σώμα όμοιο

τῶν ὁμοίων σῶμα, λοιπὸν πᾶσα ἡ κατὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ τῶν

με τα δικά μας, στο εξής έπαψε κάθε επιβουλή των εχθρών εναντίον των

ἐχθρῶν ἐπιβουλὴ πέπαυται, καὶ ἡ τοῦ θανάτου ἠφάνισται φθορὰ ἡ

ανθρώπων και εξαφανίστηκε η φθορά του θανάτου, που είχε ισχύ εναντίον τους

πάλαι κατ᾿ αὐτῶν ἰσχύουσα. Παραπωλώλει γὰρ ἂν τὸ τῶν

από τον παλιό καιρό. Διότι, θα πήγαινε σίγουρα χαμένο το ανθρώπινο γένος,

ἀνθρώπων γένος, εἰ μὴ ὁ πάντων Δεσπότης καὶ Σωτὴρ τοῦ Θεοῦ

αν δεν ερχόταν ο Κύριος και Σωτήρας Ιησούς, ο Υιός του Θεού,  

Υἱὸς παρεγεγόνει πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τέλος.

με σκοπό να πεθάνει.

 

10. Πρέπον δὲ καὶ μάλιστα τῇ ἀγαθότητι τοῦ Θεοῦ ἀληθῶς τὸ μέγα

Αυτό το μεγάλο έργο άρμοζε πράγματι και στην αγαθωσύνη του Θεού.

τοῦτο ἔργον. Εἰ γὰρ βασιλεὺς κατασκευάσας οἰκίαν ἢ πόλιν, καὶ

Διότι, αν, για παράδειγμα, ένας βασιλιάς κατασκευάσει μια οικία ή πόλη,

ταύτην ἐξ ἀμελείας τῶν ἐνοικούντων πολεμουμένην ὑπὸ λῃστῶν τὸ

αυτήν δεν την εγκαταλείπει όταν, εξαιτίας της αμέλειας των κατοίκων της, την

σύνολον οὐ παρορᾷ, ἀλλ᾿ ὡς ἴδιον ἔργον ἐκδικεῖ καὶ περισῴζει, οὐκ εἰς

πολιορκούν ληστές· τη διεκδικεί και τη σώζει σαν δικό του έργο, χωρίς να  

τὴν τῶν ἐνοικούντων ἀμέλειαν ἀφορῶν, ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἑαυτοῦ πρέπον·

κοιτάζει την αδιαφορία των κατοίκων αλλά μόνο το δικό του καθήκον.

πολλῷ πλέον ὁ τοῦ παναγάθου Θεὸς Λόγος Πατρὸς εἰς φθορὰν

Πολύ περισσότερο, ο Θεός Λόγος του πανάγαθου Πατέρα δεν εγκατέλειψε το

κατερχόμενον τὸ δι᾿ αὐτοῦ γενόμενον τῶν ἀνθρώπων γένος οὐ

δημιούργημά του, το γένος των ανθρώπων, όταν αυτό βάδιζε προς τη φθορά.

παρεῖδεν· ἀλλὰ τὸν μὲν συμβεβηκότα θάνατον ἀπήλειψε διὰ τῆς

Αλλά, με την προσφορά του δικού του σώματος, εξαφάνισε τον επερχόμενο

προσφορᾶς τοῦ ἰδίου σώματος, τὴν δὲ ἀμέλειαν αὐτῶν διωρθώσατο

θάνατο· διόρθωσε με τη διδασκαλία του την αμέλεια των ανθρώπων

τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ, πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς ἑαυτοῦ

και κατάφερε με τη δύναμή του να επιτελέσει

δυνάμεως κατορθώσας.

όλα τα ανθρώπινα.

 

Ταῦτα δὲ καὶ παρὰ τῶν αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος θεολόγων ἀνδρῶν

Αυτά μπορεί κανείς να τα διαπιστώσει και από τη μελέτη των γραπτών

πιστοῦσθαί τις δύναται ἐντυγχάνων τοῖς ἐκείνων γράμμασιν, ᾗ φασιν·

κειμένων των θεολόγων μαθητών του Σωτήρα Χριστού, όπου λένε:

"῾Η γὰρ ἀγάπη τοῦ  Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς

«Γιατί η αγάπη του Χριστού μας συγκλονίζει, επειδή διαπιστώσαμε ότι, εάν

ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων

ένας πέθανε για όλους, άρα όλοι πέθαναν· πέθανε για χάρη όλων μας, ώστε

ἀπέθανεν, ἵνα ἡμεῖς μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν

να μη ζούμε πλέον για τον εαυτό μας, αλλά για κείνον που πέθανε και

ἀποθανόντι καὶ ἀναστάντι" ἐκ νεκρῶν, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστῷ·

αναστήθηκε για χάρη μας», εννοώ τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Και αλλού

καὶ πάλιν· "Τὸν δὲ βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν

λένε: «Βλέπουμε τον Ιησού, που ήταν ελαττωμένος λίγο πιο κάτω από τους

᾿Ιησοῦν, διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον,

αγγέλους, για να γευθεί θάνατο για κάθε άνθρωπο με τη χάρη του Θεού, εξαιτίας

ὅπως χάριτι  Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου".

αυτού του παθήματος του θανάτου να είναι στεφανωμένος με δόξα και τιμή».

 

Εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ μὴ ἄλλον δεῖν ἢ αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον

Έπειτα, δηλώνει και την αιτία για την οποία όχι άλλος αλλά αυτός ο Θεός

ἐνανθρωπῆσαι σημαίνει λέγων· "῎Επρεπε γὰρ αὐτῷ δι᾿ ὃν τὰ πάντα,

Λόγος έπρεπε να γίνει άνθρωπος: «Γιατί έπρεπε αυτός, για τον οποίο τα πάντα

καὶ δι᾿ οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα τὸν ἀρχηγὸν

και μέσω του οποίου τα πάντα υπάρχουν, να τελειοποιήσει με τα πάθη τον  

τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι." Τοῦτο δὲ σημαίνει

αρχηγό της σωτηρίας τους, ώστε να οδηγήσει πολλά παιδιά του στη δόξα».

λέγων, ὡς οὐκ ἄλλου ἦν ἀπὸ τῆς γενομένης φθορᾶς τοὺς ἀνθρώπους

Λέγοντας αυτό ο απόστολος δηλώνει ότι δεν μπορούσε άλλος ν’ αποσπάσει

ἀνενεγκεῖν, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν πεποιηκότος

τους ανθρώπους από τη φθορά, παρά μόνον ο Θεός Λόγος ο οποίος και από την

αὐτούς.

αρχή τους δημιούργησε.

 

 

῞Οτι δὲ διὰ τὴν περὶ τῶν ὁμοίων σωμάτων θυσίαν σῶμα καὶ αὐτὸς ὁ

Και το ότι έλαβε για τον εαυτό του σώμα ο Λόγος, για να το θυσιάσει για τα

Λόγος ἔλαβεν ἑαυτῷ, καὶ τοῦτο σημαίνουσι λέγοντες· "᾿Επεὶ οὖν τὰ

σώματα των ομοίων του, και αυτό το διδάσκουν λέγοντας: «Επειδή τα παιδιά

παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς παραπλησίως

έχουν σάρκα και αίμα, και αυτός παραπλήσια μετείχε από τα ίδια,

μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος

ώστε με το θάνατό του να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιφέρει

ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,

το θάνατο, δηλαδή το διάβολο· και ν’ απαλλάξει αυτούς που, από το φόβο του

ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας."

θανάτου, ήταν υποδουλωμένοι σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους».

 

Τῇ γὰρ τοῦ ἰδίου σώματος θυσίᾳ καὶ τέλος ἐπέθηκε τῷ καθ᾿ ἡμᾶς νόμῳ,

Διότι, με τη θυσία του σώματός του κατάργησε τον εναντίον μας νόμο· αφού

καὶ ἀρχὴν ζωῆς ἡμῖν ἐκαίνισεν, ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως δεδωκώς·

μας έδωσε την ελπίδα της αναστάσεως, εγκαινίασε για μας αρχή νέας ζωής.

ἐπειδὴ γὰρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διὰ

Επειδή εξαιτίας ανθρώπων ο θάνατος επικράτησε στους ανθρώπους, γι’ αυτό

τοῦτο πάλιν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου

πάλι με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου καταργήθηκε ο θάνατος και ήλθε

κατάλυσις γέγονε καὶ ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις, λέγοντος τοῦ

η ανάσταση της ζωής, όπως το λέει ο θεοφόρος απόστολος:

χριστοφόρου ἀνδρός· "᾿Επειδὴ γὰρ δι᾿ ἀνθρώπου θάνατος, καὶ δι᾿

«Γιατί, όπως με τον άνθρωπο ήλθε ο θάνατος, και πάλι με άνθρωπο ήρθε η

ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. ῞Ωσπερ γὰρ ἐν τῷ ᾿Αδὰμ πάντες

ανάσταση των νεκρών· όπως ακριβώς έχοντας σχέση με τον Αδάμ όλοι

ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται",

πεθαίνουν, έτσι και με το Χριστό όλοι θα λάβουν τη ζωή»,

καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα.

και τα εξής.

 

Οὐκέτι γὰρ νῦν ὡς κατακρινόμενοι ἀποθνῄσκομεν, ἀλλ᾿ ὡς ἐγειρόμενοι

Τώρα πλέον δεν πεθαίνουμε ως κατάδικοι, αλλά, με την ελπίδα ότι θ’

περιμένομεν τὴν κοινὴν πάντων ἀνάστασιν, "ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει"

αναστηθούμε, περιμένουμε την κοινή ανάσταση όλων· αυτήν ο Θεός την

ὁ καὶ ταύτην ἐργασάμενος καὶ χαρισάμενος Θεός. Αἰτία μὲν δὴ πρώτη

έκανε και μας τη χάρισε και «θα τη φανερώσει στον καιρό που όρισε». Αυτή

τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος αὕτη. Γνοίη δ᾿ ἄν τις αὐτοῦ τὴν

είναι λοιπόν η πρώτη αιτία της ενανθρωπήσεως. Όμως, και από τα επόμενα

ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς παρουσίαν εὐλόγως γεγενῆσθαι καὶ ἐκ τούτων.

μπορεί κάποιος να εννοήσει ότι δικαιολογημένα έγινε η ευλογημένη φανέρωσή

του σε μας.

 

11. ῾Ο Θεός, ὁ πάντων ἔχων τὸ κράτος, ὅτε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος

Ο Παντοκράτωρ Θεός, όταν δημιουργούσε το ανθρώπινο γένος με το Λόγο του,

διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ἐποίει, κατιδὼν πάλιν τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως

διέκρινε την αδυναμία της φύσεως των ανθρώπων: δεν θα μπορούσε η

αὐτῶν, ὡς οὐχ ἱκανὴ εἴη ἐξ ἑαυτῆς γνῶναι τὸν δημιουργόν, οὐδ᾿ ὅλως

ανθρώπινη φύση από μόνη της να γνωρίσει το δημιουργό της· ούτε πάλι να

ἔννοιαν λαβεῖν Θεοῦ, τῷ τὸν μὲν εἶναι ἀγέννητον, τὰ δὲ ἐξ οὐκ ὄντων

συλλάβει την έννοια του Θεού. Διότι, Αυτός είναι άκτιστος, ενώ αυτοί

γεγενῆσθαι, καὶ τὸν μὲν ἀσώματον εἶναι, τοὺς δὲ ἀνθρώπους κάτω που

δημιουργήθηκαν από το μηδέν· Αυτός είναι ασώματος, ενώ οι άνθρωποι

σώματι πεπλάσθαι, καὶ ὅλως πολλὴν εἶναι τὴν τῶν γενητῶν ἔλλειψιν

πλάστηκαν με σώμα κάτω στη γη· και γενικά, πολλές είναι οι ελλείψεις των

πρὸς τὴν τοῦ πεποιηκότος κατάληψιν καὶ γνῶσιν·

δημιουργημάτων, για να κατανοήσουν και γνωρίσουν το Δημιουργό τους.

 

ἐλεήσας πάλιν τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, ἅτε δὴ ἀγαθὸς ὤν, οὐκ ἀφῆκεν

Και πάλι όμως ο Θεός, επειδή είναι πανάγαθος, ελέησε τους ανθρώπους· δεν

αὐτοὺς ἐρήμους τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως, ἵνα μὴ ἀνόνητον ἔχωσι καὶ τὸ

τους στέρησε τη δυνατότητα να Τον γνωρίσουν, ώστε να έχει νόημα και η

εἶναι. Ποία γὰρ ὄνησις τοῖς πεποιημένοις μὴ γινώσκουσι τὸν ἑαυτῶν

ύπαρξή τους. Διότι, ποιά είναι η ωφέλεια των δημιουργημάτων, αν δεν

ποιητήν; ῍Η πῶς ἂν εἶεν λογικοὶ μὴ γινώσκοντες τὸν τοῦ Πατρὸς

γνωρίζουν τον πλάστη τους; Ή, πώς θα ήταν λογικά όντα, αν δεν γνώριζαν το

Λόγον, ἐν ᾧ καὶ γεγόνασιν; Οὐδὲν γὰρ οὐδὲ ἀλόγων διαφέρειν

Λόγο του Πατέρα, ο οποίος τα δημιούργησε; Δεν θα διέφεραν καθόλου από τα

ἔμελλον, εἰ πλέον οὐδὲν τῶν περιγείων ἐπεγίνωσκον. Τί δὲ καὶ ὁ Θεὸς

άλογα όντα, εφόσον δεν αντιλαμβάνονταν τίποτε περισσότερο από τα επίγεια.

ἐποίει τούτους, ἀφ᾿ ὧν οὐκ ἠθέλησε γινώσκεσθαι;

Και γιατί να τους έπλασε ο Θεός, αν δεν ήθελε να Τον γνωρίζουν;

 

῞Οθεν, ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἀγαθὸς ὢν τῆς ἰδίας εἰκόνος αὐτοῖς τοῦ

Γι’ αυτό το λόγο, για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, όντας ο Θεός καλός μετάδωσε

Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ μεταδίδωσι, καὶ ποιεῖ τούτους κατὰ τὴν

σ’ αυτούς από την ίδια την εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού· τους έκαμε

ἑαυτοῦ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν· ἵνα διὰ τῆς τοιαύτης χάριτος τὴν

σύμφωνα με τη δική του εικόνα και την ομοίωσή του. Έτσι, με το χάρισμα αυτό,

εἰκόνα νοοῦντες, λέγω δὴ τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, δυνηθῶσιν ἔννοιαν

βλέποντας την εικόνα –εννοώ το Λόγο του Πατέρα– να μπορούν να έχουν μέσω

δι᾿ αὐτοῦ τοῦ  Πατρὸς λαβεῖν, καὶ γινώσκοντες τὸν ποιητὴν ζῶσι τὸν

αυτού και την έννοια του Πατέρα. Γνωρίζοντας λοιπόν τον πλάστη τους, να

εὐδαίμονα καὶ μακάριον ὄντως βίον.

ζουν αληθινά ευτυχισμένη και ευλογημένη ζωή.

 

᾿Αλλ᾿ ἄνθρωποι πάλιν παράφρονες, κατολιγωρήσαντες καὶ οὕτως τῆς

Οι άνθρωποι όμως πάλι ξέφυγαν και παραμέλησαν το χάρισμα που μ’ αυτό τον

δοθείσης αὐτοῖς χάριτος, τοσοῦτον ἀπεστράφησαν τὸν Θεόν, καὶ

τρόπο τους δόθηκε· τόσο πολύ απομακρύνθηκαν από το Θεό και τόσο μαύρισαν

τοσοῦτον ἐθόλωσαν ἑαυτῶν τὴν ψυχὴν ὡς μὴ μόνον ἐπιλαθέσθαι τῆς

με κακίες την ψυχή τους, ώστε όχι μόνο λησμόνησαν την έννοια του Θεού

περὶ Θεοῦ ἐννοίας, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἀνθ᾿ ἑτέρων ἑαυτοῖς ἀναπλάσασθαι.

αλλά άλλα αντί άλλων επινόησαν για τον εαυτό τους.

Εἴδωλά τε γὰρ ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἑαυτοῖς ἀνετυπώσαντο, καὶ τὰ οὐκ

Διότι, έφτιαξαν είδωλα για τον εαυτό τους στη θέση του αληθινού Θεού·

ὄντα τοῦ ὄντος Θεοῦ προετίμησαν, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα

προτίμησαν τα ανύπαρκτα από τον πραγματικό Θεό· λάτρεψαν την κτίση

λατρεύοντες, καὶ τό γε χείριστον, ὅτι καὶ εἰς ξύλα καὶ εἰς λίθους καὶ εἰς

και όχι τον κτίστη· και το χειρότερο, την τιμή που αρμόζει στο Θεό την

πᾶσαν ὕλην καὶ ἀνθρώπους τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν μετετίθουν, καὶ

απόδωσαν σε ξύλα, πέτρες, σε κάθε υλικό και σε ανθρώπους. Κι ακόμη

πλείονα τούτων ποιοῦντες, ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴρηται.

περισσότερα απ’ αυτά έκαναν, όπως τα διηγηθήκαμε προηγουμένως.

 

Τοσοῦτον δὲ ἠσέβουν, ὅτι καὶ δαίμονας ἐθρήσκευον λοιπὸν καὶ θεοὺς

Τόσο πολύ ασέβησαν ώστε στο εξής και δαιμόνια λάτρευαν και τα

ἀνηγόρευον, τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν ἀποπληροῦντες. Θυσίας τε γὰρ

αναγόρευαν θεούς· έτσι ικανοποιούσαν τις κακές επιθυμίες τους. Θυσίαζαν

ζῴων ἀλόγων, καὶ ἀνθρώπων σφαγάς, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, εἰς

ζώα, έκαναν και ανθρωποθυσίες για τη λατρεία εκείνων των θεών, όπως τα

τὸ ἐκείνων καθῆκον ἐπετέλουν, πλεῖον ἑαυτοὺς τοῖς ἐκείνων

προείπαμε· έτσι, υποδουλώνονταν ακόμη περισσότερο στην

οἰστρήμασι καταδεσμεύοντες.

ακόλαστη μανία εκείνων.

 

Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ μαγεῖαι παρ᾿ αὐτοῖς ἐδιδάσκοντο, καὶ μαντεῖα

Γι’ αυτό, λοιπόν, δίδασκαν αυτοί ακόμη και μαγικές τελετές· τα κατά τόπους

κατὰ τόπον τοὺς ἀνθρώπους ἐπλάνα, καὶ πάντες τὰ γενέσεως καὶ τοῦ

μαντεία πλάνευαν τους ανθρώπους. Όλοι απέδιδαν την αιτία της γεννήσεώς 

εἶναι ἑαυτῶν τὰ αἴτια τοῖς ἄστροις καὶ τοῖς κατ᾿ οὐρανὸν πᾶσιν

τους και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους στα άστρα και στα 

ἀνετίθουν, μηδὲν πλέον τῶν φαινομένων λογιζόμενοι.

ουράνια σώματα· δεν σκέφτονταν τίποτε περισσότερο απ’ όσα έβλεπαν. 

 

Καὶ ὅλως πάντα ἦν ἀσεβείας καὶ παρανομίας μεστά, καὶ μόνος ὁ Θεὸς

Γενικά, όλα ήταν γεμάτα από ασέβειες και παρανομίες· μόνον ο Θεός και ο   

οὐδὲ ὁ τούτου Λόγος ἐπεγινώσκετο, καίτοι οὐκ ἀφανῆ ἑαυτὸν τοῖς

Λόγος του δεν αναγνωριζόταν, παρόλο που δεν άφησε τον εαυτό του αφανή

ἀνθρώποις ἐπικρύψας, οὐδὲ ἁπλῆν τὴν περὶ ἑαυτοῦ γνῶσιν αὐτοῖς

στους ανθρώπους και δεν έδωσε μια αμυδρή γνώση του εαυτού του σ’ αυτούς·   

δεδωκώς, ἀλλὰ καὶ ποικίλως καὶ διὰ πολλῶν αὐτὴν αὐτοῖς ἐφαπλώσας.

αλλά, με πολλούς και ποικίλους τρόπους τους φανέρωσε τη μαρτυρία του

εαυτού του. 

 

12. Αὐτάρκης μὲν γὰρ ἦν ἡ κατ᾿ εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν

Το χάρισμα του κατ’ εικόνα θα ήταν μόνο του αρκετό να γνωρίζει ο άνθρωπος

Λόγον, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα· εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν

το Θεό Λόγο, και μέσω αυτού τον Πατέρα. Επειδή όμως ο Θεός γνώριζε την

ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν᾿ ἐὰν ἀμελήσαιεν

αδυναμία των ανθρώπων, προνόησε για την αμέλειά τους· ώστε, αν αμελούσαν

δι᾿ ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν

να γνωρίσουν με τον εαυτό τους το Θεό, να μπορούν με τα δημιουργήματα να

δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν.

μη ξεχνούν το Δημιουργό τους.

 

᾿Επειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ᾿ ὀλίγον

Η αμέλεια όμως των ανθρώπων προχωρούσε σιγά σιγά στα χειρότερα.

ἐπικαταβαίνει· προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν

Έτσι πάλι φρόντισε ο Θεός να καλύψει κι αυτή τους την αδυναμία·

ἀσθενείας, νόμον καὶ προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας,

έδωσε το Νόμο και έστειλε τους προφήτες που ήταν γνώριμοι σ’ αυτούς, ώστε,

ἵνα ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν

ακόμη κι αν βαρεθούν να κοιτάξουν τον ουρανό και να γνωρίσουν το

ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. ῎Ανθρωποι γὰρ παρὰ

δημιουργό, να έχουν κοντά τους τη διδασκαλία του. Διότι οι άνθρωποι μπορεί

ἀνθρώπων ἐγγυτέρω δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων.

από ανθρώπους να μάθουν καλύτερα για τα σπουδαιότερα πράγματα.

 

᾿Εξὸν οὖν ἦν ἀναβλέψαντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ, καὶ

Ήταν δυνατό σ’ αυτούς να προσέξουν το μέγεθος του ουρανού και να

κατανοήσαντας τὴν τῆς κτίσεως ἁρμονίαν, γνῶναι τὸν ταύτης

εννοήσουν την αρμονία του σύμπαντος, για να γνωρίσουν τον κυβερνήτη του,

ἡγεμόνα τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν τῇ ἑαυτοῦ εἰς πάντα προνοίᾳ

το Λόγο του Πατέρα. Αυτός, με την πρόνοιά του για όλα, γνωρίζει σε όλους

γνωρίζοντα πᾶσι τὸν Πατέρα, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὅλα κινοῦντα, ἵνα δι᾿

τον Πατέρα του· Αυτός τα κινεί τα πάντα, ώστε απ’ αυτόν

αὐτοῦ πάντες γινώσκωσι τὸν Θεόν.

όλοι να γνωρίζουν το Θεό.

 

῍Η εἰ τοῦτο αὐτοῖς ἦν ὀκνηρόν, κἂν τοῖς ἁγίοις δυνατὸν ἦν αὐτοὺς

Ή, κι αν αυτό τους ήταν βαρετό (η θεώρηση της κτίσεως), μπορούσαν να

 συντυγχάνειν, καὶ δι᾿ αὐτῶν μαθεῖν τὸν τῶν πάντων δημιουργὸν

συναναστρέφονται με τους Αγίους· κι απ’ αυτούς να γνωρίσουν το Θεό

Θεόν, τὸν τοῦ  Χριστοῦ Πατέρα· καὶ ὅτι τῶν εἰδώλων ἡ θρησκεία

δημιουργό των πάντων, τον Πατέρα του Χριστού· να μάθουν ακόμη ότι η

ἀθεότης ἐστὶ καὶ πάσης ἀσεβείας μεστή.

ειδωλολατρία είναι αθεΐα και η πιο μεγάλη ασέβεια.

 

 

᾿Εξὸν δὲ ἦν αὐτοὺς καὶ τὸν νόμον ἐγνωκότας, παύσασθαι πάσης

Μπορούσαν ακόμη να μάθουν το Νόμο, να σταματήσουν κάθε κακία

παρανομίας καὶ τὸν κατ᾿ ἀρετὴν ζῆσαι βίον. Οὐδὲ γὰρ διὰ ᾿Ιουδαίους

και να ζήσουν ενάρετη ζωή. Ο Νόμος βέβαια δεν αφορούσε μόνο τους

μόνους ὁ νόμος ἦν οὐδὲ δι᾿ αὐτοὺς μόνους οἱ προφῆται ἐπέμποντο,

Ιουδαίους· ούτε έστελνε τους προφήτες μόνο γι’ αυτούς·

ἀλλὰ πρὸς ᾿Ιουδαίους μὲν ἐπέμποντο, καὶ παρὰ ᾿Ιουδαίων ἐδιώκοντο·

το αντίθετο: έρχονταν στους Ιουδαίους και οι Ιουδαίοι τους καταδίωκαν.

πάσης δὲ τῆς οἰκουμένης ἦσαν διδασκάλιον ἱερὸν τῆς περὶ Θεοῦ

Αποτελούσαν βέβαια (οι Ιουδαίοι ως "εκλεκτός λαός") ιερό σχολείο όλης της

γνώσεως, καὶ τῆς κατὰ ψυχὴν πολιτείας.

οικουμένης, για να γνωρίσουν και οι άλλοι το Θεό και να ζήσουν ενάρετα.

 

Τοσαύτης οὖν οὔσης τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας,

Τόσο μεγάλη, λοιπόν, ήταν η αγαθωσύνη και η φιλανθρωπία του Θεού!

ὅμως οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ

Οι άνθρωποι όμως, νικημένοι από τις πρόσκαιρες ηδονές και τις δαιμονικές

δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν·

φαντασιώσεις και πλεκτάνες, δεν παραδέχτηκαν την αλήθεια.

ἀλλ᾿ ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι

Γέμισαν την ψυχή τους με χίλιες δυο κακίες και αμαρτίες, ώστε από τη

δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι.

συμπεριφορά τους να μη θεωρούνται πλέον λογικοί αλλά ανόητοι.

 

13. Οὕτω τοίνυν ἀλογωθέντων τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὕτως τῆς

Έτσι, λοιπόν, οι άνθρωποι έχασαν το λογικό τους· η πλάνη των δαιμόνων

δαιμονικῆς πλάνης ἐπισκιαζούσης τὰ πανταχοῦ καὶ κρυπτούσης τὴν

επισκίαζε τα πάντα και έκρυβε τη γνώση του αληθινού Θεού.

περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ γνῶσιν, τί τὸν  Θεὸν ἔδει ποιεῖν; σιωπῆσαι τὸ

Τί έπρεπε ο Θεός να κάνει; Να σιωπά για μια τόσο μεγάλη πλάνη,

τηλικοῦτον, καὶ ἀφεῖναι τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ δαιμόνων πλανᾶσθαι,

ν’ αφήνει τους ανθρώπους να πλανώνται από τους δαίμονες

καὶ μὴ γινώσκειν αὐτοὺς τὸν Θεόν;

και ν’ αγνοούν τον αληθινό Θεό;

 

Καὶ τίς ἡ χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ γενέσθαι τὸν

Και τότε ποιός ήταν ο λόγος εξαρχής να δημιουργηθεί ο άνθρωπος κατ’ εικόνα

ἄνθρωπον; ἔδει γὰρ αὐτὸν ἁπλῶς ὡς ἄλογον γενέσθαι, ἢ γενόμενον

του Θεού; Έπρεπε αυτός ή να δημιουργηθεί χωρίς λογική ή, αν πλαστεί λογικός,

λογικὸν τὴν τῶν ἀλόγων ζωὴν μὴ βιοῦν. Τίς δὲ ὅλως ἦν χρεία ἐννοίας

να μη ζει τη ζωή των αλόγων ζώων. Ποιά ανάγκη υπήρχε αυτός εξαρχής να

αὐτὸν λαβεῖν περὶ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς; Εἰ γὰρ οὐδὲ νῦν ἄξιός ἐστι λαβεῖν,

προικιστεί με την έννοια του Θεού; Εφόσον ούτε τώρα αξίζει να την έχει,

ἔδει μηδὲ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτῷ δοθῆναι.

δεν έπρεπε να του είχε δοθεί από την αρχή.

 

Τί δὲ καὶ ὄφελος τῷ πεποιηκότι Θεῷ, ἢ ποία δόξα αὐτῷ ἂν εἴη, εἰ οἱ ὑπ᾿

Ποιό πάλι θα ήταν το όφελος του δημιουργού Θεού ή ποιά δόξα θα είχε, αν δεν

αὐτοῦ γενόμενοι ἄνθρωποι οὐ προσκυνοῦσιν αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἑτέρους εἶναι

τον προσκυνούσαν οι άνθρωποι ως δικά του δημιουργήματα; Αν πιστεύουν ότι

τοὺς πεποιηκότας αὐτοὺς νομίζουσιν;  Εὑρίσκεται γὰρ ὁ Θεὸς ἑτέροις

άλλοι είναι οι δημιουργοί τους; Διότι, φαίνεται ότι τους δημιούργησε ο Θεός

καὶ οὐχ ἑαυτῷ τούτους δημιουργήσας.

για άλλους και όχι για τον εαυτό του.

 

Εἶτα βασιλεὺς μὲν ἄνθρωπος ὢν τὰς ὑπ᾿ αὐτοῦ κτισθείσας χώρας

Εξάλλου, όταν ένας άνθρωπος είναι βασιλιάς, δεν επιτρέπει σε δικές του χώρες

οὐκ ἀφίησιν ἐκδότους ἑτέροις δουλεύειν, οὐδὲ πρὸς ἄλλους καταφεύγειν·

να δουλεύουν για λογαρισαμό άλλων ούτε να βρίσκουν προστασία σε άλλους.

ἀλλὰ γράμμασιν αὐτοὺς ὑπομιμνήσκει, πολλάκις δὲ καὶ διὰ φίλων

Τους υπενθυμίζει τις υποχρεώσεις τους με έγγραφα και πολλές φορές με

αὐτοῖς ἐπιστέλλει, εἰ δὲ καὶ χρεία γένηται, αὐτὸς παραγίνεται, τῇ

επιστολές μέσω φίλων· αν μάλιστα παραστεί ανάγκη, ο ίδιος τους επισκέπτεται,

παρουσίᾳ λοιπὸν αὐτοὺς δυσωπῶν· μόνον ἵνα μὴ ἑτέροις δουλεύσωσι,

για να τους φοβήσει με την παρουσία του. Όλα τα κάνει, αρκεί να μην

καὶ ἀργὸν αὐτοῦ τὸ ἔργον γένηται.

υπηρετούν άλλους και μείνει ανεκτέλεστο το δικό του έργο.

 

Οὐ πολλῷ πλέον ὁ Θεὸς τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων φείσεται πρὸς τὸ μὴ

Δεν θα λυπηθεί πολύ περισσότερο ο Θεός τα πλάσματά του, για να μην

πλανηθῆναι ἀπ᾿ αὐτοῦ, καὶ τοῖς οὐκ οὖσι δουλεύειν;  Μάλιστα ὅτι ἡ

πλανηθούν και προσκολληθούν στα ανύπαρκτα; Καθώς μάλιστα  αυτή η πλάνη

τοιαύτη πλάνη ἀπωλείας αὐτοῖς αἰτία καὶ ἀφανισμοῦ γίνεται, οὐκ ἔδει

γίνεται αιτία απώλειας και καταστροφής τους; Δεν πρέπει, λοιπόν, να χαθούν

δὲ τὰ ἅπαξ κοινωνήσαντα τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰκόνος ἀπολέσθαι.

τα πλάσματα εκείνα που έστω μια φορά έγιναν μέτοχα στην εικόνα του Θεού.

 

Τί οὖν ἔδει ποιεῖν τὸν Θεόν; ῍Η τί ἔδει γενέσθαι, ἀλλ᾿ ἢ τὸ κατ᾿ εἰκόνα

Τί έπρεπε λοιπόν να κάνει ο Θεός; Τί άλλο παρά ν’ ανανεώσει το κατ’ εικόνα,

πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι᾿ αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ

ώστε μέσω αυτού να μπορέσουν να τον γνωρίσουν και πάλι οι

ἄνθρωποι; Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ

άνθρωποι; Και πώς θα γινόταν αυτό, εκτός αν ερχόταν σε μας η εικόνα του

εἰκόνος παραγενομένης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ; Δι᾿

Θεού, δηλαδή ο Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός; (Να γίνει αυτό) με ανθρώπους

ἀνθρώπων μὲν γὰρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ κατ᾿ εἰκόνα

δεν ήταν δυνατό, επειδή και οι ίδιοι οι άνθρωποι πλάστηκαν κατ’ εικόνα·

γεγόνασιν· ἀλλ᾿ οὐδὲ δι᾿ ἀγγέλων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες.

ούτε με αγγέλους, διότι αυτοί δεν είναι εικόνες. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού

῞Οθεν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος δι᾿ ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵνα ὡς Εἰκὼν ὢν τοῦ

ενανθρώπησε, για να ξαναδημιουργήσει τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο,

Πατρὸς τὸν κατ᾿ εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ.

επειδή μόνον ο Λόγος αποτελεί εικόνα του Πατέρα.

 

῎Αλλως δὲ πάλιν οὐκ ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ ὁ θάνατος ἦν καὶ ἡ φθορὰ

Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν δεν εξαφανιζόταν ο θάνατος

ἐξαφανισθεῖσα. ῞Οθεν εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καὶ ὁ θάνατος

και η φθορά. Γι’ αυτό εύλογα προσέλαβε θνητό σώμα, ώστε στο πρόσωπό του

ἐν αὐτῷ λοιπὸν ἐξαφανισθῆναι δυνηθῇ, καὶ οἱ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν

να εξαφανιστεί στο εξής ο θάνατος και ν’ ανακαινιστούν οι κατ’ εικόνα Θεού

ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι. Οὐκοῦν ἑτέρου πρὸς ταύτην τὴν χρείαν

πλασμένοι άνθρωποι. Γι’ αυτήν την ανάγκη, λοιπόν, κανείς άλλος δεν ήταν

οὐκ ἦν, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.

ικανός, παρά μόνον η Εικόνα του Πατέρα.

 

14. ῾Ως γὰρ τῆς γραφείσης ἐν ξύλῳ μορφῆς παραφανισθείσης ἐκ τῶν

Συμβαίνει όπως με τη ζωγραφιά σ’ ένα ξύλο: όταν χαθεί από τις εξωτερικές

ἔξωθεν ῥύπων, πάλιν χρεία τοῦτον παραγενέσθαι, οὗ καὶ ἔστιν ἡ

βρωμιές, είναι ανάγκη να ζωγραφιστεί πάλι εκείνος του οποίου τη μορφή

μορφή, ἵνα ἀνακαινισθῆναι ἡ εἰκὼν δυνηθῇ ἐν τῇ αὐτῇ ὕλῃ διὰ γὰρ τὴν

απεικόνιζε· έτσι θα ξαναγίνει η εικόνα στο ίδιο υλικό. Διότι, εξαιτίας της

ἐκείνου γραφὴν καὶ αὐτὴ ἡ ὕλη ἐν ᾗ καὶ γέγραπται οὐκ ἐκβάλλεται,

μορφής που ήταν ζωγραφισμένη, ακόμη και το υλικό πάνω στο οποίο

ἀλλ᾿ ἐν αὐτῇ ἀνατυποῦται.

ζωγραφίστηκε δεν πετιέται, αλλά ξαναζωγραφίζεται.

 

Κατὰ τοῦτο καὶ ὁ πανάγιος τοῦ Πατρὸς Υἱός, Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρός,

Για τον ίδιο λόγο και ο πανάγιος Υιός του Πατέρα, όντας εικόνα του Πατέρα,

παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τὸν κατ᾿ αὐτὸν

ήλθε στη γη μας, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο που πλάστηκε κατ’ εικόνα

πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίσῃ, καὶ ὡς ἀπολόμενον εὕρῃ διὰ τῆς

δική Του· ήλθε να βρει με την άφεση των αμαρτιών το χαμένο άνθρωπο,

τῶν ἁμαρτιῶν ἀφέσεως, ᾗ φησι καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις·

όπως ο Ίδιος το λέει στο ιερό Ευαγγέλιο:

"῏Ηλθον τὸ ἀπολόμενον εὑρεῖν καὶ σῶσαι." ῞Οθεν καὶ πρὸς τοὺς

«Ήλθα να βρω και να σώσω το απολωλός». Το ίδιο έλεγε και στους Ιουδαίους:

᾿Ιουδαίους ἔλεγεν· "᾿Εὰν μή τις ἀναγεννηθῇ", οὐ τὴν ἐκ γυναικῶν

«Εάν κάποιος δεν γεννηθεί ξανά...»: δεν εννοούσε τη γέννηση από μητέρα,

γέννησιν σημαίνων ὥσπερ ὑπενόουν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τὴν ἀναγεννωμένην

όπως νόμιζαν εκείνοι· εννοούσε την αναγεννημένη και ανακαινισμένη ψυχή,

καὶ ἀνακτιζομένην ψυχὴν ἐν τῷ κατ᾿ εἰκόνα δηλῶν.

με την έννοια του κατ’ εικόνα.

 

᾿Επειδὴ δὲ καὶ εἰδωλομανία καὶ ἀθεότης κατεῖχε τὴν οἰκουμένην καὶ ἡ

Επειδή κυριαρχούσε στην οικουμένη η ειδωλολατρία και η αθεΐα και είχε  

περὶ Θεοῦ γνῶσις ἐκέκρυπτο, τίνος ἦν διδάξαι τὴν οἰκουμένην περὶ

ξεχαστεί η γνώση του Θεού, ποιός ήταν ικανός να διδάξει στον κόσμο για τον

Πατρός; ἀνθρώπου φαίη τις ἄν; ἀλλ᾿ οὐκ ἦν ἀνθρώπων ἐνὸν τὴν

Πατέρα; Μήπως, θάλεγε κανείς, ο άνθρωπος; Αλλά ήταν αδύνατο για τους  

ὑφήλιον πᾶσαν ὑπελθεῖν, οὔτε τῇ φύσει τοσοῦτον ἰσχυόντων δραμεῖν,

ανθρώπους να διασχίσουν όλη την οικουμένη ούτε είχαν τόση φυσική αντοχή

οὔτε ἀξιοπίστων περὶ τούτου δυναμένων γενέσθαι, οὔτε πρὸς τὴν τῶν

να τρέξουν και ούτε τους πίστευαν ότι είχαν δυνάμεις για κάτι τέτοιο· δεν

δαιμόνων ἀπάτην καὶ φαντασίαν ἱκανῶν δι᾿ ἑαυτῶν ἀντιστῆναι.

μπορούσαν ακόμη μόνοι τους ν’ αντισταθούν στην απάτη και πλεκτάνη των

δαιμόνων.

 

Πάντων γὰρ κατὰ ψυχὴν πληγέντων καὶ ταραχθέντων παρὰ τῆς

Διότι όλοι οι άνθρωποι είχαν πληγωθεί και αναστατωθεί ψυχικά από τις

δαιμονικῆς ἀπάτης καὶ τῆς τῶν εἰδώλων ματαιότητος, πῶς οἷόν τε ἦν

δαιμονικές απάτες και τη ματαιότητα των ειδώλων. Πώς λοιπόν θα έπειθαν

ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ ἀνθρώπων νοῦν μεταπεῖσαι, ὅπουγε οὐδὲ ὁρᾶν

την ψυχή και το νου των συνανθρώπων τους για θέματα που ούτε οι ίδιοι

αὐτοὺς δύνανται; ὃ δὲ μὴ ὁρᾷ τις, πῶς δύναται μεταπαιδεῦσαι;

μπορούν να δούν; Αυτό που δεν βλέπει κανείς, πώς θα το διδάξει και σ’ άλλους;

 

᾿Αλλ᾿ ἴσως ἄν τις εἴποι τὴν κτίσιν ἀρκεῖσθαι· ἀλλ᾿ εἰ ἡ κτίσις ἤρκει, οὐκ

Ίσως, θάλεγε κανείς, ότι αρκεί η (θέα της) κτίσεως (για θεογνωσία)· αν όμως

ἂν ἐγεγόνει τὰ τηλικαῦτα κακά. ῏Ην γὰρ καὶ ἡ κτίσις, καὶ οὐδὲν ἧττον

ήταν αρκετή η κτίση, δεν θα είχαν συμβεί τόσο μεγάλα κακά. Διότι, ενώ υπήρχε

οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ αὐτῇ περὶ  Θεοῦ πλάνῃ ἐκυλίοντο.

η κτίση, οι άνθρωποι έπεφταν εξίσου στην ίδια πλάνη για την έννοια του Θεού.

 

Τίνος οὖν ἦν πάλιν χρεία, ἢ τοῦ  Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ ψυχὴν καὶ νοῦν

Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρά το Λόγο του Θεού που βλέπει τη ψυχή και

ὁρῶντος, τοῦ καὶ τὰ ὅλα ἐν τῇ κτίσει κινοῦντος, καὶ δι᾿ αὐτῶν

το νου μας, που κινεί όλη την κτίση και μέσω αυτών μας καθιστά γνωστό τον

γνωρίζοντος τὸν  Πατέρα; τοῦ γὰρ διὰ τῆς ἰδίας προνοίας καὶ

Πατέρα; Διότι, Αυτός που με τη δική του πρόνοια και φροντίδα για τα πάντα

διακοσμήσεως τῶν ὅλων διδάσκοντος περὶ τοῦ Πατρός, αὐτοῦ ἦν καὶ

μας διδάσκει για τον Πατέρα, Αυτός μόνο μπορούσε να ανανεώσει και την ίδια

τὴν αὐτὴν διδασκαλίαν ἀνανεῶσαι.

τη διδασκαλία.

 

Πῶς οὖν ἂν ἐγεγόνει τοῦτο; ῎Ισως ἄν τις εἴποι ὅτι ἐξὸν ἦν διὰ τῶν

Και πώς θα γινόταν αυτό; Ίσως, θάλεγε κάποιος, ότι μπορούσε να γίνει με τον

αὐτῶν, ὥστε πάλιν διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὰ περὶ αὐτοῦ δεῖξαι.

ίδιο τρόπο· να φανερώσει πάλι τον εαυτό του με τα δημιουργήματα του κόσμου.

᾿Αλλ᾿ οὐκ ἦν ἀσφαλὲς ἔτι τοῦτο. Οὐχί γε· παρεῖδον γὰρ τοῦτο

Δεν θα ήταν όμως σίγουρο κάτι τέτοιο· οπωσδήποτε όχι. Διότι προηγουμένως

πρότερον οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὐκέτι μὲν ἄνω, κάτω δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς

το περιφρόνησαν οι άνθρωποι και έστρεψαν πλέον τα μάτια τους όχι προς τα

ἐσχήκασιν.

πάνω αλλά προς τα κάτω.

 

῞Οθεν εἰκότως ἀνθρώπους θέλων ὠφελῆσαι, ὡς ἄνθρωπος ἐπιδημεῖ,

Για το λόγο αυτό εύλογα θέλοντας να ωφελήσει τους ανθρώπους, ήλθε σαν

λαμβάνων ἑαυτῷ σῶμα ὅμοιον ἐκείνοις, καὶ ἐκ τῶν κάτω λέγω δὴ διὰ

άνθρωπος και παίρνει σώμα για τον εαυτό του όμοιο με το σώμα εκείνων.

τῶν τοῦ σώματος ἔργων ἵνα οἱ μὴ θελήσαντες αὐτὸν γνῶναι ἐκ τῆς εἰς

Εννοώ σώμα ανθρώπινο, ώστε αυτοί που δεν θέλησαν να τον γνωρίσουν από την

τὰ ὅλα προνοίας καὶ ἡγεμονίας αὐτοῦ, κἂν ἐκ τῶν δι᾿ αὐτοῦ τοῦ

πρόνοια και φροντίδα του για όλα, να μπορέσουν να γνωρίσουν από τις πράξεις

σώματος ἔργων γνώσωνται τὸν ἐν τῷ σώματι τοῦ Θεοῦ Λόγον, καὶ

του σώματος αυτόν τον σαρκωθέντα σε ανθρώπινο σώμα Λόγο του Θεού· και

δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα.

μέσω αυτού να γνωρίσουν τον Πατέρα.

 

15. ῾Ως γὰρ ἀγαθὸς διδάσκαλος κηδόμενος τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, τοὺς

Όπως λοιπόν ο καλός δάσκαλος που φροντίζει για εκείνους τους μαθητές του

μὴ δυναμένους ἐκ τῶν μειζόνων ὠφεληθῆναι, πάντως διὰ τῶν

που δεν μπορούν να καταλάβουν τα πολύ δύσκολα, τους εκπαιδεύει με

εὐτελεστέρων συγκαταβαίνων αὐτοὺς παιδεύει· οὕτως καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ

συγκατάβαση στα πιο εύκολα· έτσι έκανε και ο Λόγος του Θεού, όπως το

Λόγος, καθὼς καὶ ὁ Παῦλός φησιν· "᾿Επειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ

λέει ο απόστολος Παύλος: «Επειδή ο κόσμος δεν μπόρεσε με τη σοφία του

οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς

να εννοήσει τη σοφία του Θεού, θέλησε ο πανάγαθος Θεός με το απλούστερο

μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας".

κήρυγμα να σώσαι αυτούς που πιστεύουν σ’ αυτόν».

 

᾿Επειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν  Θεὸν θεωρίαν

Διότι, αφού οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τη θεωρία του Θεού και, σαν να

καὶ ὡς ἐν βυθῷ βυθισθέντες κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ἐν γενέσει

πάτωσαν στο βυθό, είχαν στραφεί στα επίγεια, αναζητούσαν το Θεό στην

καὶ τοῖς αἰσθητοῖς τὸν Θεὸν ἀνεζήτουν, ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ

κτίση και τα υλικά· έπλασαν για θεούς θνητούς ανθρώπους και δαίμονες.

δαίμονας ἑαυτοῖς θεοὺς ἀνατυπούμενοι· τούτου ἕνεκα ὁ φιλάνθρωπος

Εξαιτίας όλων αυτών, ο φιλάνθρωπος Σωτήρας όλων των ανθρώπων,

καὶ κοινὸς πάντων Σωτήρ, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα,

ο Λόγος του Θεού, παίρνει για τον εαυτό του ανθρώπινο σώμα και

καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις

συναναστρέφεται ως άνθρωπος με τους συνανθρώπους του. Προσλαμβάνει

πάντων ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες

τις αισθήσεις όλων των ανθρώπων, ώστε εκείνοι που εννοούν σωματικά το

εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος

Θεό, να μπορούν με τα σωματικά έργα που επιτελεί ο Κύριος,

ἔργων, ἀπ᾿ αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ δι᾿ αὐτοῦ τὸν Πατέρα

μ’ αυτά να εννοήσουν την αλήθεια· και απ’ Αυτόν να οδηγηθούν στην έννοια

λογίσωνται.

του Πατέρα.

 

῎Ανθρωποι δὲ ὄντες καὶ ἀνθρώπινα πάντα νοοῦντες, οἷς ἐὰν ἐπέβαλον

Όντας άνθρωποι και επειδή τα έβλεπαν όλα ανθρώπινα, ό,τι έπεφτε στις

τὰς ἑαυτῶν αἰσθήσεις, ἐν τούτοις προσλαμβανομένους ἑαυτοὺς ἑώρων,

αισθήσεις τους, σ’ αυτό έβλεπαν να προσαρμόζεται ο εαυτός τους·

καὶ πανταχόθεν διδασκομένους τὴν ἀλήθειαν. Εἴτε γὰρ εἰς τὴν κτίσιν

έτσι, από παντού διδάσκονταν τηην αλήθεια. Είτε λάτρευαν την κτίση με φόβο,

ἐπτόηντο, ἀλλ᾿ ἑώρων αὐτὴν ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Κύριον· εἴτε

την έβλεπαν όμως να ομολογεί τον Ιησού Χριστό· είτε ο νους τους ήταν

εἰς ἀνθρώπους ἦν αὐτῶν ἡ διάνοια προληφθεῖσα, ὥστε τούτους θεοὺς

προσκολημμένος σε ανθρώπους ώστε να τους θεωρεί ως θεούς, παρ’ όλ’ αυτά,

νομίζειν, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Σωτῆρος, συγκρινόντων τε ἐκείνων,

συγκρίνοντας τα έργα του Σωτήρα με τα έργα εκείνων (των ανθρώπων),

ἐφαίνετο ἐν ἀνθρώποις μόνος ὁ Σωτὴρ Θεοῦ Υἱός, οὐκ ὄντων παρ᾿

αποδείχνονταν Υιός του Θεού από τους ανθρώπους μόνον ο Σωτήρας· διότι οι

ἐκείνοις τοιούτων ὁποῖα παρὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν.

άνθρωποι δεν έκαναν τόσο σπουδαία έργα όσα ο Λόγος του Θεού.

 

Εἰ δὲ καὶ εἰς δαίμονας ἦσαν προληφθέντες, ἀλλ᾿ ὁρῶντες αὐτοὺς

Αν πάλι ήταν προσκολημμένοι στους δαίμονες, βλέποντας να τους

διωκομένους ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἐγίνωσκον μόνον εἶναι τοῦτον τὸν τοῦ

διώχνει ο Κύριος, εννοούσαν ότι μόνον Αυτός είναι ο Λόγος του Θεού και ότι

Θεοῦ Λόγον, καὶ οὐκ εἶναι θεοὺς τοὺς δαίμονας.

οι δαίμονες δεν είναι θεοί.

 

Εἰ δὲ καὶ εἰς νεκροὺς ἤδη τούτων ἦν ὁ νοῦς κατασχεθείς, ὥστε

Αν ακόμη ο νους τους ήταν δοσμένος στη λατρεία των νεκρών, ώστε να

θρησκεύειν ἥρωας, καὶ τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς· ἀλλ᾿

τιμούν τους ήρωες και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιητές· παρ’ όλ’ αυτά,

ὁρῶντες τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀνάστασιν, ὡμολόγουν ἐκείνους εἶναι

βλέποντας την ανάσταση του Σωτήρα, παραδέχονταν ότι εκείνοι ήταν

ψευδεῖς, καὶ μόνον τὸν Κύριον ἀληθινόν, τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν

ψεύτικοι θεοί· μόνον ο Κύριος, ο Λόγος του Πατέρα, είναι αληθινός Θεός και  

καὶ τοῦ θανάτου κυριεύοντα.

εξουσιάζει το θάνατο.

 

Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται, καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη, καὶ ἀπέθανε, καὶ

Για το λόγο αυτό γεννήθηκε, έζησε ως άνθρωπος, πέθανε και αναστήθηκε.

ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων

Με τα δικά του έργα εξάλειψε και εξαφάνισε τις πράξεις που έκαναν οι

ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ᾿ ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ

προηγούμενοι άνθρωποι· έτσι, όπου είχαν πέσει οι άνθρωποι, μπόρεσε από κει

ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ 

να τους σηκώσει και να τους διδάξει τον αληθινό Θεό, τον Πατέρα του,

Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· "῏Ηλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ

όπως και ο ίδιος το είπε: «Ήλθα να ζητήσω και να σώσω τον χαμένο

ἀπολωλός."

(άνθρωπο)».

 

16. ῞Απαξ γὰρ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων,

Αφού ο νους των ανθρώπων ξέπεσε στα αισθητά, ο Λόγος ταπείνωσε τον

ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ  Λόγος, ἵνα μετενέγκῃ εἰς

εαυτό του να ενανθρωπήσει, για να σηκώσει στους ώμους του τους ανθρώπους

ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς

όντας ο ίδιος άνθρωπος· να προσελκύσει προς τον εαυτό του την προσοχή

ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ, καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας,

των αισθήσεών τους, για να τον βλέπουν στο εξής ως άνθρωπο·

δι᾿ ὧν ἐργάζεται ἔργων, πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον, ἀλλὰ

να πείσει με τα έργα που εργάζεται ότι δεν είναι μόνον άνθρωπος αλλά και

καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν.

Θεός, Λόγος και Σοφία του αληθινού Θεού.

 

Τοῦτο δὲ καὶ ὁ  Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· "᾿Εν ἀγάπῃ

Αυτό θέλοντας να το υπογραμμίσει και ο Παύλος λέει: «Είστε μέσα στην

ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν

αγάπη ριζωμένοι και θεμελιωμένοι, για να μπορέσετε να καταλάβετε μαζί με

πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος, γνῶναί τε

όλους τους Αγίους ποιό είναι το πλάτος, το μήκος, το ύψος και το βάθος της·

τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ἵνα

να γνωρίσετε την αγάπη του Χριστού που ξεπερνά τη γνώση, για να

πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ."

γεμίσετε με όλο το πλήρωμα του Θεού».

Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος, καὶ ἄνω καὶ κάτω

Ο Λόγος παντού πρόσφερε τον εαυτό του· και πάνω και κάτω, και στο βάθος

καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος· ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν, κάτω δὲ εἰς

και το πλάτος. Πάνω είναι με τη δημιουργία, κάτω είναι με την ενανθρώπηση,

τὴν ἐνανθρώπησιν, εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην, εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν

στο βάθος είναι στον άδη και στο πλάτος είναι σ’ όλο τον κόσμο·

κόσμον· τὰ πάντα τῆς περὶ  Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. Διὰ δὲ

διότι όλα είναι γεμάτα από τη γνώση του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο,

τοῦτο, οὐδὲ παρ᾿ αὐτὰ παραγενόμενος τὴν θυσίαν τὴν ὑπὲρ πάντων

δεν έσπευσε, μόλις ενανθρώπησε, να θυσιαστεί αμέσως για χάρη όλων μας· να

ἐπετέλει, παραδιδοὺς τὸ σῶμα τῷ θανάτῳ, καὶ ἀνιστῶν αὐτό, ἀφανῆ

παραδώσει το σώμα του στο θάνατο και να το αναστήσει· διότι έτσι

ἑαυτὸν διὰ τούτου ποιῶν. ᾿Αλλὰ καὶ ἐμφανῆ ἑαυτὸν διὰ τούτου

θα έμενε στην αφάνεια. Το αντίθετο· φανέρωσε πλήρως τον εαυτό του,

καθίστη διαμένων ἐν αὐτῷ καὶ τοιαῦτα τελῶν ἔργα καὶ σημεῖα διδούς,

μένοντας στο ανθρώπινο σώμα και κάνοντας τέτοια θαυμαστά έργα και σημεία,

ἃ μηκέτι ἄνθρωπον ἀλλὰ Θεὸν Λόγον αὐτὸν ἐγνώριζον.

ώστε να τον αναγνωρίζουν πλέον όχι ως άνθρωπο αλλ’ ως Θεό Λόγο.

 

᾿Αμφότερα γὰρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως,

Με την ενανθρώπησή του ο Σωτήρας έκανε από αγάπη για τον άνθρωπο και

ὅτι καὶ τὸν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καὶ ἀνεκαίνιζεν ἡμᾶς· καὶ ὅτι

τα δύο: πρώτα, εξαφάνισε το θάνατό μας και μας ανακαίνισε· και δεύτερον,

ἀφανὴς ὢν καὶ ἀόρατος, διὰ τῶν ἔργων ἐνέφαινε, καὶ ἐγνώριζεν

ενώ ήταν αφανής και αόρατος, φανέρωσε τον εαυτό του με τα έργα του·

ἑαυτὸν εἶναι τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν τοῦ παντὸς ἡγεμόνα καὶ

μας γνωστοποίησε ότι είναι ο Λόγος του Πατέρα, ο Παντοκράτορας και

βασιλέα.

Βασιλιάς όλων.

 

17. Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν

Δεν ήταν βέβαια κλεισμένος μέσα στο σώμα· ούτε πάλι ήταν μόνο μέσα στο

ἦν, ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει, τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου

σώμα και δεν ήταν σε άλλα μέρη· ούτε κινούσε μόνο το σώμα, ενώ τα

ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον, Λόγος

υπόλοιπα στερούνταν την ενέργεια και πρόνοιά του. Το πιο παράδοξο, όντας

ὤν, οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος· συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός·

Λόγος, δεν συγκρατούνταν από κάτι, αλλά όλα αυτός τα συγκρατούσε.

καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν, ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ᾿ οὐσίαν,

Και όπως, ενώ βρίσκεται σ’ όλη την κτίση, ουσιαστικά βρίσκεται έξω από κάθε

ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι, τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ εἰς

τι: σε όλα σκορπίζει την ενέργειά του διακοσμώντας τα και σ’ όλα απλώνει

πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν, καὶ ἕκαστον καὶ πάντα

τη δική του πρόνοια· ζωοποιεί το καθένα και όλα μαζί·

ὁμοῦ ζωοποιῶν, περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος, ἀλλ᾿ ἐν μόνῳ

τα περιέχει όλα και σε κανένα δεν περιέχεται· μόνο μέσα στον Πατέρα του

τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα·

βρίσκεται όλος και σε όλα.

 

Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὤν, καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν,

Έτσι λοιπόν, και είναι μέσα στο ανθρώπινο σώμα και αυτός είναι που το δίνει

εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο, καὶ ἔξω τῶν

ζωή· κατά συνέπεια δίνει ζωή σε όλα. Ήταν μέσα σ’ όλα αλλά και έξω απ’ όλα.

ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος, οὐκ

Και ενώ γινόταν γνωστός από τα έργα του σώματος, γίνόταν γνωστός και από

ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας.

την ενέργειά του σε όλη τη δημιουργία.

 

Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος

Έργο της ψυχής είναι να βλέπει με τους λογισμούς του νου όσα είναι έξω από

τοῖς λογισμοῖς, οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν, ἢ τὰ

το σώμα· να μην ενεργεί όμως έξω από το δικό της σώμα ούτε και με την

τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος

παρουσία του σώματος να κινεί όσα είναι μακριά απ’ αυτό. Ουδέποτε ο

διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ

άνθρωπος με τη σκέψη του μπορεί να κινήσει και να μετεκινήσει όσα είναι

τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ, ἤδη καὶ τὸν

μακριά του. Δεν είναι δυνατόν να κάθεται κάποιος στο σπίτι του και να

ἥλιον κινεῖ, καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. ᾿Αλλ᾿ ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα

σκέφτεται τα ουράνια σώματα και να κινεί τον ήλιο ή να περιστρέφει τον

καὶ γεγονότα, οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει.

ουρανό. Τα βλέπει να κινούνται και να υπάρχουν, αλλά δεν είναι ικανός αυτός

να τα κάνει να υπάρχουν και να κινούνται.

 

Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ

Δεν ήταν τέτοιος βέβαια ο Λόγος του Θεού ως άνθρωπος. Δεν ήταν δεμένος 

συνεδέδετο τῷ σώματι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο, ὥστε καὶ

με το σώμα, αλλά μάλλον αυτός το συγκρατούσε· ώστε και μέσα σ’ αυτό ήταν,

ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε, καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν, καὶ ἐν

και σ’ όλα υπήρχε· και έξω από τα όντα ήταν και μόνο στον Πατέρα

μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο.

αναπαυόταν.

 

Καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἦν, ὅτι καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐπολιτεύετο, καὶ ὡς

Και το πιο σπουδαίο ήταν το εξής: και ως άνθρωπος ζούσε και ως Λόγος έδινε

Λόγος τὰ πάντα ἐζωογόνει, καὶ ὡς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνῆν. ῞Οθεν οὐδὲ

ζωή σ’ όλα αλλά και ως Υιός συνυπήρχε με τον Πατέρα. Γι’ αυτό, δεν υπέφερε 

τῆς Παρθένου τικτούσης ἔπασχεν αὐτός, οὐδὲ ἐν σώματι ὢν ἐμολύνετο,

στη γέννησή του από την Παρθένο· ούτε, όντας μέσα στο σώμα, μολυνόταν,

ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα ἡγίαζεν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τοῖς πᾶσιν ὤν, τῶν

αλλά το εξαγίαζε κι από πάνω. Διότι, αν και είναι μέσα σ’ όλα, δεν παίρνει

πάντων μεταλαμβάνει, ἀλλὰ πάντα μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ζωογονεῖται

απ’ όλα, αλλά, καλύτερα, όλα απ’ αυτόν λαμβάνουν τη ζωή και την τροφή.

καὶ τρέφεται.

 

Εἰ γὰρ καὶ ἥλιος ὁ ὑπ᾿ αὐτοῦ γενόμενος καὶ ὑφ᾿ ἡμῶν ὁρώμενος,

Όπως ο ήλιος, που είναι δημιούργημά του και τον βλέπουμε όλοι μας,

περιπολῶν ἐν οὐρανῷ, οὐ ῥυπαίνεται τῶν ἐπὶ γῆς σωμάτων

περιπολώντας στον ουρανό, δεν μολύνεται όταν έρχεται σε επαφή με τα επίγεια

ἁπτόμενος, οὐδὲ ὑπὸ σκότους ἀφανίζεται, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς καὶ

σώματα· ούτε το σκοτάδι τον εξαφανίζει αλλά μάλλον αυτός τα σώματα αυτά

ταῦτα φωτίζει καὶ καθαρίζει, πολλῷ πλέον ὁ πανάγιος τοῦ Θεοῦ

και τα φωτίζει και τα καθαρίζει. Πολύ περισσότερο, ο πανάγαθος Λόγος του

Λόγος, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου ποιητὴς καὶ κύριος, ἐν σώματι γνωριζόμενος

Θεού, ο δημιουργός και κύριος του ήλιου, δεν μολύνονταν μέσα στο σώμα ·

οὐκ ἐρυπαίνετο, ἀλλὰ μᾶλλον ἄφθαρτος ὤν, καὶ τὸ σῶμα θνητὸν

αλλά, όντας άφθαρτος, έδινε ζωή και στο θνητό σώμα που περιβλήθηκε και

τυγχάνον ἐζωοποίει καὶ ἐκαθάριζεν, "ὃς ἁμαρτίαν γάρ, φησίν, οὐκ

το καθάριζε· διότι λέει η Γραφή, «αυτός δεν έκαμε καμία αμαρτία,

ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ".

ούτε βρέθηκε ποτέ στο στόμα του δόλος».

 

 

18. ῞Οταν τοίνυν ἐσθίοντα καὶ πίνοντα καὶ τικτόμενον αὐτὸν λέγωσιν

Όταν λοιπόν οι θεολόγοι λένε γι’ Αυτόν ότι τρώει, πίνει και γεννιέται, γνώριζε

οἱ περὶ τούτου θεολόγοι, γίνωσκε ὅτι τὸ μὲν σῶμα, ὡς σῶμα, ἐτίκτετο

ότι το σώμα, βέβαια, σαν σώμα γεννιόταν και τρεφόταν με τις κατάλληλες

καὶ καταλλήλοις ἐτρέφετο τροφαῖς, αὐτὸς δὲ ὁ συνὼν τῷ σώματι Θεὸς

τροφές· αυτός όμως ο Θεός Λόγος συνυπάρχει στο σώμα και διακοσμεί

Λόγος τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ δι᾿ ὧν εἰργάζετο ἐν τῷ σώματι οὐκ

τα πάντα· και με όσα έκαμε με το σώμα του αποδείκνυε ότι δεν ήταν απλός

ἄνθρωπον ἑαυτόν, ἀλλὰ Θεὸν Λόγον ἐγνώριζεν. Λέγεται δὲ περὶ

άνθρωπος αλλά Θεός Λόγος. Και αυτοί οι χαρακτηρισμοί λέγονται γι’ αυτόν,

αὐτοῦ ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα ἐσθίον καὶ τικτόμενον καὶ πάσχον,

επειδή το σώμα που τρώει, γεννιέται και υποφέρει, δεν ανήκει σε κάποιον

οὐχ ἑτέρου τινός, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου ἦν· καὶ ὅτι ἀνθρώπου γενομένου,

άλλον αλλά ήταν του Κυρίου. Αφού όμως έγινε άνθρωπος, έπρεπε αυτοί οι

ἔπρεπε καὶ ταῦτα ὡς περὶ ἀνθρώπου λέγεσθαι, ἵνα ἀληθείᾳ καὶ μὴ

χαρακτηρισμοί να του αποδίδονται όπως σε άνθρωπο, για να τεκμηριώνεται ότι

φαντασίᾳ σῶμα ἔχων φαίνηται.

έχει αληθινό και όχι φανταστικό σώμα.

 

᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ἐκ τούτων ἐγινώσκετο σωματικῶς παρών, οὕτως ἐκ τῶν

Και όπως με αυτούς τους χαρακτηρισμούς γινόταν αντιληπτή η σωματική του

ἔργων ὧν ἐποίει διὰ τοῦ σώματος, Υἱὸν Θεοῦ ἑαυτὸν ἐγνώριζεν. ῞Οθεν

παρουσία, παρόμοια με τα έργα του σώματος που έκανε, φανέρωνε τον εαυτό

καὶ πρὸς τοὺς ἀπίστους ᾿Ιουδαίους ἐβόα λέγων· "Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα

του ως Υιό του Θεού. Γι’ αυτό και έλεγε στους άπιστους Ιουδαίους: «Εάν δεν

τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύητέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε,

κάνω τα έργα του Πατέρα μου, μη με πιστεύετε· αν όμως τα κάνω, ακόμη κι αν

τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε· ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ

δεν πιστεύετε σε μένα, πιστέψτε στα έργα μου· έτσι, θα μάθετε ότι ο Πατέρας

Πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ Πατρί."

είναι με μένα κι εγώ με τον Πατέρα».

 

῾Ως γὰρ ἀόρατος ὤν, ἀπὸ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων γινώσκεται, οὕτως

Όπως, όντας αόρατος, τον γνώριζαν από τα δημιουργήματα, έτσι και με το που

ἄνθρωπος γενόμενος, καὶ ἐν σώματι μὴ ὁρώμενος, ἐκ τῶν ἔργων ἂν

έγινε άνθρωπος, ενώ δεν φαίνεται στο σώμα, από τα έργα μπορεί να γνωριστεί

γνωσθείη ὅτι οὐκ ἄνθρωπος ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις καὶ Λόγος ἐστὶν ὁ

ότι δεν είναι άνθρωπος αλλά η Δύναμη και ο Λόγος του Θεού, που τα κάνει

ταῦτα ἐργαζόμενος.

όλα αυτά.

 

Τὸ γὰρ ἐπιτάσσειν αὐτὸν τοῖς δαίμοσι, κἀκείνους ἀπελαύνεσθαι, οὐκ

Η εντολή που έδινε στους δαίμονες και εκείνοι έφευγαν μακριά, αποδεικνύει

ἀνθρώπινον ἀλλὰ θεῖόν ἐστι τὸ ἔργον. ῍Η τίς ἰδὼν αὐτὸν τὰς νόσους

ότι αυτό δεν είναι ανθρώπινο αλλά θεϊκό έργο. Ή, ποιός τον έβλεπε να

ἰώμενον, ἐν αἷς ὑπόκειται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ἔτι ἄνθρωπον καὶ

θεραπεύει τις ασθένειες των ανθρώπων, και πίστευε ακόμη ότι δεν είναι Θεός;

οὐ  Θεὸν ἡγεῖτο; Λεπροὺς γὰρ ἐκαθάριζε, χωλοὺς περιπατεῖν ἐποίει,

Διότι καθάριζε λεπρούς, έκανε κουτσούς να περπατούν, άνοιγε τ’ αυτιά των

κωφῶν τὴν ἀκοὴν ἤνοιγε, τυφλοὺς ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ πάσας

κουφών, σε τυφλούς χάριζε την όραση· και γενικά όλες τις ασθένειες και κάθε

ἁπλῶς νόσους καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἀπήλαυνεν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων,

είδους αδυναμία των ανθρώπων τη θεράπευε· απ’ όλ’ αυτά τα θαυμαστά που

ἀφ᾿ ὧν ἦν αὐτοῦ καὶ τὸν τυχόντα τὴν θεότητα θεωρεῖν.

έκανε, και ο τυχόντας μπορούσε να αντιληφθεί τη θεϊκότητά του.  

 

Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτὸν ἀποδιδόντα τὸ λεῖπον, οἷς ἡ γένεσις ἐνέλειψε, καὶ

Ποιός πάλι, βλέποντάς τον να αναπληρώνει σε ορισμένους τις ελλείψεις που

τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγοντα, οὐκ ἂν ἐνενόησε

είχαν από τη γέννησή τους και ν’ ανοίγει τα ματια του εκ γενετής τυφλού, δεν

τὴν ἀνθρώπων ὑποκειμένην αὐτῷ γένεσιν, καὶ ταύτης εἶναι τοῦτον

θα αντιλαμβανόταν ότι η δημιουργία των ανθρώπων είναι στην εξουσία του και

Δημιουργὸν καὶ Ποιητήν; ῾Ο γὰρ τὸ μὴ ὃ ἐκ γενέσεως ἔσχεν ὁ

ότι αυτός είναι ο δημιουργός και πλάστης; Διότι αυτός που προσφέρει στον

ἄνθρωπος ἀποδιδούς, δῆλος ἂν εἴη πάντως ὅτι Κύριος οὗτός ἐστι καὶ

άνθρωπο ό,τι δεν είχε από τη γέννησή του, σίγουρα φαίνεται ότι αυτός είναι

τῆς γενέσεως τῶν ἀνθρώπων.

και ο Αίτιος της δημιουργίας των ανθρώπων.

 

Διὰ τοῦτο καὶ ἐν ἀρχῇ κατερχόμενος πρὸς ἡμᾶς, ἐκ παρθένου πλάττει

Γι’ αυτό, και από την αρχή, όταν ήλθε σε μας, πλάθει για τον εαυτό του σώμα

ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ἵνα μὴ μικρὸν τῆς θεότητος αὐτοῦ γνώρισμα πᾶσι

από την Παρθένο· έτσι παρέχει σε όλους σπουδαίο γνώρισμα της θεότητάς του:

παράσχῃ, ὅτι ὁ τοῦτο πλάσας αὐτός ἐστι καὶ τῶν ἄλλων Ποιητής. Τίς

ότι αυτός που έκαμε αυτό το σώμα είναι και ο Δημιουργός των υπολοίπων

γὰρ ἰδὼν χωρὶς ἀνδρὸς ἐκ παρθένου μόνης προερχόμενον σῶμα, οὐκ

σωμάτων. Διότι, ποιός αν έβλεπε να δημιουργείται σώμα μόνον από παρθένο,

ἐνθυμεῖται τὸν ἐν τούτῳ φαινόμενον εἶναι καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων

και όχι από άνδρα, δεν θα σκέφτεται ότι αυτός που παρουσιάζεται σ’ αυτό δεν

Ποιητὴν καὶ Κύριον;

είναι ο πλάστης και κύριος και των άλλων σωμάτων;  

 

Τίς δὲ ἰδὼν καὶ τὴν ὑδάτων ἀλλασσομένην οὐσίαν, καὶ εἰς οἶνον

Ποιός πάλι, όταν βλέπει ν’ αλλάζει η ουσία του νερού και να μεταβάλλεται σε

μεταβάλλουσαν, οὐκ ἐννοεῖ τὸν τοῦτο ποιήσαντα Κύριον εἶναι καὶ

κρασί, δεν θα πιστέψει ότι αυτός που το κάνει είναι ο Κύριος και Δημιουργός

Κτίστην τῆς τῶν ὅλων ὑδάτων οὐσίας; διὰ τοῦτο γὰρ ὡς Δεσπότης

της σύστασης όλων των υδάτων; Για το λόγο αυτό, περπατούσε σαν κυρίαρχος

ἐπέβαινε καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ περιεπάτει ὡς ἐπὶ γῆς, γνώρισμα τῆς ἐπὶ

πάνω στη θάλασσα, λές και βάδιζε στη γη· παρείχε έτσι σε όλους, όσοι τον

πάντα δεσποτείας αὐτοῦ τοῖς ὁρῶσι παρέχων. Τρέφων δὲ καὶ ἐξ

έβλεπαν, απόδειξη της εξουσίας του πάνω σε όλα. Τρέφοντας πάλι με λίγα

ὀλίγων τοσοῦτον πλῆθος, καὶ ἐξ ἀπόρων εὐπορῶν αὐτός, ὥστε ἀπὸ

ψωμιά τόσο πολύ πλήθος και καλύπτοντας αυτός κάθε έλλειψη, ώστε πέντε

πέντε ἄρτων πεντακισχιλίους κορεσθῆναι, καὶ ἄλλο τοσοῦτο

χιλιάδες άνθρωποι να χορτάσουν από πέντε ψωμιά και να περισσέψουν κιόλας,

καταλεῖψαι, οὐδὲν ἕτερον ἢ αὐτὸν εἶναι καὶ τὸν τῆς ὅλων προνοίας

αντιλαμβανόταν ο καθένας ότι αυτός είναι ο Κύριος που προνοεί για όλα.

Κύριον ἐγνώριζε.

 

19. Ταῦτα δὲ πάντα ποιεῖν τῷ Σωτῆρι καλῶς ἔχειν ἐδόκει, ἵν᾿ ἐπειδὴ

Και ο Σωτήρας έκρινε καλό να τα κάνει όλα αυτά, ώστε οι άνθρωποι, επειδή

τὴν ἐν τοῖς πᾶσιν αὐτοῦ πρόνοιαν ἠγνόησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ

περιφρόνησαν την πρόνοιά του για όλα και δεν πίστεψαν στη θεότητά του

κατενόησαν τὴν διὰ τῆς κτίσεως αὐτοῦ θεότητα, κἂν ἐκ τῶν διὰ τοῦ

μέσω της κτίσεως, να μετανοήσουν και να δουν έστω τα έργα που έκαμε το

σώματος ἔργων αὐτοῦ ἀναβλέψωσι, καὶ ἔννοιαν λάβωσι δι᾿ αὐτοῦ τῆς

σώμα του· και έτσι, να οδηγηθούν μέσω αυτού στη γνώση του Πατέρα,

εἰς τὸν Πατέρα γνώσεως, ἐκ τῶν κατὰ μέρος τὴν εἰς τὰ ὅλα αὐτοῦ

αναλογιζόμενοι, όπως είπα παραπάνω, τη φροντίδα του από τα επιμέρους

πρόνοιαν, ὡς προεῖπον, ἀναλογιζόμενοι.

για όλα γενικά.

 

Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτοῦ τὴν κατὰ δαιμόνων ἐξουσίαν, ἢ τίς ἰδὼν τοὺς

Διότι, ποιός βλέποντας την εξουσία που είχε πάνω στους δαίμονες ή τα

δαίμονας ὁμολογοῦντας εἶναι τούτων αὐτὸν Κύριον, ἔτι τὴν διάνοιαν

δαιμόνια να ομολογούν τη θεϊκή εξουσία που είχε σ’ αυτά, ακόμη θα

ἀμφίβολον ἕξει, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς καὶ ἡ Σοφία καὶ ἡ

αμφιβάλλει αν αυτός είναι ο Υιός του Θεού, η Σοφία και η Δύναμή του;

Δύναμις;

 

Οὐδὲ γὰρ τὴν κτίσιν αὐτὴν σιωπῆσαι πεποίηκεν, ἀλλὰ τό γε

Διότι και την ίδια την κτίση δεν την έπλασε να σιωπά· αλλά, και το πιο

θαυμαστόν, καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, μᾶλλον δὲ ἐν αὐτῷ τῷ κατὰ τοῦ

θαυμαστό, ακόμη και στο θάνατό του, ή καλύτερα στην νίκη που έστησε

θανάτου τροπαίῳ, λέγω δὴ τῷ σταυρῷ, πᾶσα ἡ κτίσις ὡμολόγει τὸν

ενάντια στο θάνατο –εννοώ το σταυρό του– όλη η κτίση ομολογούσε και

ἐν τῷ σώματι γνωριζόμενον καὶ πάσχοντα οὐχ ἁπλῶς εἶναι

αναγνώριζε ότι αυτός που έπασχε στο σώμα δεν ήταν απλός άνθρωπος,

ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεοῦ Υἱὸν καὶ  Σωτῆρα πάντων. ῞Ο τε γὰρ ἥλιος

αλλά ο Υιός του Θεού και Σωτήρας όλων. Διότι, όταν ο ήλιος σκοτείνιαζε,

ἀπεστράφη, καὶ ἡ γῆ ἐσείετο, καὶ τὰ ὄρη ἐρρήγνυτο, πάντες

η γη σείονταν και τα βουνά κόβονταν στα δύο, όλοι τρόμαζαν.

κατέπτησσον. Ταῦτα δὲ τὸν μὲν ἐν τῷ σταυρῷ Χριστὸν Θεὸν

Όλα αυτά αποδείκνυαν ότι ο εσταυρωμένος ήταν ο Χριστός και Θεός και ότι

ἐδείκνυον, τὴν δὲ κτίσιν πᾶσαν τούτου δούλην εἶναι, καὶ μαρτυροῦσαν

όλη η κτίση είναι δούλη του· διότι φανέρωνε με το φόβο της την

τῷ φόβῳ τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν. Οὕτω μὲν οὖν ὁ  Θεὸς Λόγος

παρουσία του κυρίου της. Έτσι λοιπόν με τα έργα του ο Θεός Λόγος

διὰ τῶν ἔργων ἑαυτὸν ἐνεφάνιζε τοῖς ἀνθρώποις.

παρουσίαζε τον εαυτό του στους ανθρώπους.   

 

᾿Ακόλουθον δ᾿ ἂν εἴη καὶ τὸ τέλος τῆς ἐν σώματι διαγωγῆς καὶ

Στη συνέχεια, θα πρέπει να διηγηθούμε και το τέλος της σωματικής του

περιπολήσεως αὐτοῦ διηγήσασθαι, καὶ εἰπεῖν καὶ ὁποῖος γέγονεν ὁ

παρουσίας και συναναστροφής· να πούμε τί είδους ήταν ο σωματικός του

τοῦ σώματος θάνατος· μάλιστα ὅτι τὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως ἡμῶν

θάνατος. Ιδιαίτερα μάλιστα, διότι ο θανατός του αποτελεί το σπουδαιότερο

ἐστὶ τοῦτο, καὶ πάντες ἁπλῶς ἄνθρωποι περὶ τούτου θρυλλοῦσιν· ἵνα

κεφάλαιο της πίστεώς μας· όλοι γενικά οι άνθρωποι γι’ αυτόν μιλούν. Έτσι θα

γνῷς ὅτι καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον οὐδὲν ἧττον γινώσκεται Θεὸς ὁ

γνωρίσεις ότι και από το θάνατό του δεν αποδεικνύεται ο Χριστός λιγότερο

Χριστὸς καὶ τοῦ  Θεοῦ Υἱός.

Θεός και Υιός του Θεού.

 

20. Τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ, ὡς οἷόν τε ἦν,

Είπαμε ήδη παραπάνω μερικά, όσο ήταν δυνατόν και μπορούσαμε να

ἐκ μέρους, καὶ ὡς ἡμεῖς ἠδυνήθημεν νοῆσαι, προείπομεν, ὅτι οὐκ ἄλλου

καταλάβουμε, για την αιτία της ενανθρώπησης του Κυρίου· ότι δεν ήταν

ἦν τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταβαλεῖν, εἰ μὴ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος,

δυνατόν άλλος εκτός από τον Σωτήρα, να μεταβάλλει το φθαρτό σε άφθαρτο·

τοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν ἐξ οὐκ ὄντων πεποιηκότος τὰ ὅλα· καὶ οὐκ ἄλλου

διότι αυτός εξαρχής τα έπλασε όλα από το μηδέν. Και δεν ήταν ικανός άλλος

ἦν τὸ κατ᾿ εἰκόνα πάλιν ἀνακτίσαι τοῖς ἀνθρώποις, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος

ν’ ανακαινίσει το κατ’ εικόνα στους ανθρώπους, παρά μόνον Αυτός που ήταν

τοῦ Πατρός· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν τὸ θνητὸν ἀθάνατον ἀναστῆσαι, εἰ μὴ

η Εικόνα του Πατέρα· ούτε άλλος μπορούσε να κάνει το θνητό αθάνατο παρά

τῆς Αὐτοζωῆς οὔσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· καὶ οὐκ ἄλλου

μόνον ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, που είναι η πηγή της ζωής· και κανένας

ἦν περὶ Πατρὸς διδάξαι, καὶ τὴν εἰδώλων καθαιρῆσαι θρησκείαν, εἰ μὴ

άλλος δεν μπορούσε να διδάξει για τον Πατέρα και να καταργήσει τη θρησκεία

τοῦ τὰ πάντα διακοσμοῦντος Λόγου, καὶ μόνου τοῦ Πατρὸς ὄντος

των ειδώλων παρά μόνον ο Λόγος που προνοεί για όλα και είναι ο αληθινά 

Υἱοῦ μονογενοῦς ἀληθινοῦ.

μονογενής Υιός του Πατέρα.

 

᾿Επειδὴ δὲ καὶ τὸ ὀφειλόμενον παρὰ πάντων ἔδει λοιπὸν ἀποδοθῆναι·

Έπρεπε βέβαια και να ξεπληρωθεί το χρέος που όφειλαν όλοι. Χρωστούσαν

ὠφείλετο γὰρ πάντως, ὡς προεῖπον, ἀποθανεῖν, δι᾿ ὃ μάλιστα καὶ

όλοι, όπως προείπα, να πεθάνουν· περισσότερο για το λόγο αυτό ήλθε στη γη·

ἐπεδήμησε· τούτου ἕνεκεν μετὰ τὰς περὶ θεότητος αὐτοῦ ἐκ τῶν ἔργων

και εξαιτίας αυτού, μετά τις αποδείξεις που παρείχε με τα έργα για τη

ἀποδείξεις, ἤδη λοιπὸν καὶ ὑπὲρ πάντων τὴν θυσίαν ἀνέφερεν, ἀντὶ

θεότητά του, πρόσφερε τον εαυτό του θυσία για όλους· παρέδωσε τον ναό του

πάντων τὸν ἑαυτοῦ ναὸν εἰς θάνατον παραδιδούς, ἵνα τοὺς μὲν

σώματός του σε θάνατο για χάρη όλων ώστε να τους αφαιρέσει την ευθύνη

πάντας ἀνυπευθύνους καὶ ἐλευθέρους τῆς ἀρχαίας παραβάσεως

και να τους ελευθερώσει από την παλιά παράβαση.

ποιήσῃ· δείξῃ δὲ ἑαυτὸν καὶ θανάτου κρείττονα, ἀπαρχὴν τῆς τῶν

Ν’ αποδείξει, επίσης, ότι ο εαυτός του νικά το θάνατο και το άφθαρτο σώμα του

ὅλων ἀναστάσεως τὸ ἴδιον σῶμα ἄφθαρτον ἐπιδεικνύμενος.

θ’ αποτελέσει την αρχή της αναστάσεως όλων.

 

Καὶ μή τοι θαυμάσῃς εἰ πολλάκις τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν.

Και μην απορήσεις γιατί πολλές φορές λέμε τα ίδια για τα ίδια πράγματα.

᾿Επειδὴ γὰρ περὶ τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ λαλοῦμεν, διὰ τοῦτο τὸν

Επειδή μιλάμε για το σχέδιο της σωτηρίας του Θεού, γι’ αυτό εξηγούμε με

αὐτὸν νοῦν διὰ πλειόνων ἑρμηνεύομεν, μὴ ἄρα τι παραλιμπάνειν

περισσότερα λόγια την ίδια ιδέα· να μη φανεί ότι κάτι παραλείπουμε και μας

δόξωμεν, καὶ ἔγκλημα γένηται ὡς ἐνδεῶς εἰρηκόσι· καὶ γὰρ βέλτιον

κατηγορήσουν ότι δεν μιλήσαμε διεξοδικά. Είναι προτιμότερο να μας πουν

ταὐτολογίας μέμψιν ὑποστῆναι, ἢ παραλεῖψαί τι τῶν ὀφειλόντων

ότι λέμε τα ίδια, παρά να παραλείψουμε κάτι απ’ αυτά που οφείλουμε να

γραφῆναι.

γράψουμε.

 

Τὸ μὲν οὖν σῶμα, ὡς καὶ αὐτὸ κοινὴν ἔχον τοῖς πᾶσι τὴν οὐσίαν σῶμα

Το σώμα του Κυρίου λοιπόν, επειδή είχε την ίδια φύση με τα άλλα, ήταν

γὰρ ἦν ἀνθρώπινον, εἰ καὶ καινοτέρῳ θαύματι συνέστη ἐκ παρθένου

ανθρώπινο σώμα· βέβαια, δημιουργήθηκε με το παρόδοξο θαύμα της

μόνης, ὅμως θνητὸν ὂν κατὰ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοίων καὶ ἀπέθνῃσκε·

γέννησης από παρθένο· ήταν όμως θνητό και πέθαινε όπως και τα όμοιά του.

τῇ δὲ τοῦ Λόγου εἰς αὐτὸ ἐπιβάσει, οὐκέτι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν

Αλλά, με την ενοίκηση του Λόγου σ’ αυτό, δεν καταστρεφόταν σύμφωνα με τη

ἐφθείρετο, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα τοῦ Θεοῦ Λόγον, ἐκτὸς ἐγίνετο

φύση του· χάρη στο Λόγο του Θεού που το ενοικούσε, έμενε άφθαρτο.

φθορᾶς.

 

 

Καὶ συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως· ὅτι τε ὁ

Συνέβαινε το παράδοξο, να γίνονται ταυτόχρονα και τα δύο: από τη μια η κοινή 

πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος καὶ

μοίρα του θανάτου εκπληρωνόταν και στο σώμα του Κυρίου, κι από την άλλη

ἡ φθορὰ διὰ τὸν συνόντα Λόγον ἐξηφανίζετο. Θανάτου γὰρ ἦν χρεία,

εξαφανιζόταν η φθορά και ο θάνατος από το σώμα λόγω της παρουσίας του

καὶ θάνατον ὑπὲρ πάντων ἔδει γενέσθαι, ἵνα τὸ παρὰ πάντων

Λόγου. Ήταν αναγκαίος ο θάνατος και έπρεπε να συμβεί για το καλό όλων,

ὀφειλόμενον γένηται.

για να σβήσει το κοινό χρέος τους.

 

῞Οθεν, ὡς προεῖπον, ὁ Λόγος, ἐπεὶ οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτὸν ἀποθανεῖν

Έτσι λοιπόν, όπως προείπα, επειδή ο Λόγος ήταν αθάνατος και δεν ήταν

ἀθάνατος γὰρ ἦν, ἔλαβεν ἑαυτῷ σῶμα τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν, ἵνα

δυνατό να πεθάνει, προσέλαβε σώμα ικανό να πεθάνει· έτσι ώστε να προσφέρει

ὡς ἴδιον ἀντὶ πάντων αὐτὸ προσενέγκῃ, καὶ ὡς αὐτὸς ὑπὲρ πάντων

το δικό του σώμα αντί όλων και υποφέροντας, ως οικείος του σώματος,

πάσχων, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸ ἐπίβασιν, "καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος

αυτός για όλους «να καταργήσει αυτόν που είχε την εξουσία να επιβάλλει το

ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον· καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους,

θάνατο, δηλαδή το διάβολο· έτσι, ν’ απαλλάξει όλους όσοι από το φόβο του

ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας".

θανάτου ήταν αιχμάλωτοι σ’ όλη τους τη ζωή».

 

21. ᾿Αμέλει, τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν,

Αφού, λοιπόν, ο κοινός Σωτήρας όλων πέθανε για μας, τώρα πλέον οι πιστοί

οὐκέτι νῦν ὥσπερ πάλαι κατὰ τὴν τοῦ νόμου ἀπειλὴν θανάτῳ

στο Χριστό δεν πεθαίνουμε όπως παλιά σύμφωνα με την απειλή του νόμου·

ἀποθνῄσκομεν οἱ ἐν Χριστῷ πιστοί· πέπαυται γὰρ ἡ τοιαύτη καταδίκη·

δεν ισχύει πια αυτού του είδους η καταδίκη. Επειδή με τη χάρη της

ἀλλὰ τῆς φθορᾶς παυομένης καὶ ἀφανιζομένης ἐν τῇ τῆς ἀναστάσεως

αναστάσεως σταματά και εξαφανίζεται η φθορά της φύσεώς μας, στο εξής

χάριτι, λοιπὸν κατὰ τὸ τοῦ σώματος θνητὸν διαλυόμεθα μόνον τῷ

διαλυόμαστε μόνο στο θνητό στοιχείο του σώματος μας· κι αυτό για λίγο καιρό,

χρόνῳ ὃν ἑκάστῳ ὁ Θεὸς ὥρισεν, ἵνα "κρείττονος ἀναστάσεως" τυχεῖν

όσο όρισε για τον καθέναν ο Θεός, ώστε να μπορέσουμε να πετύχουμε

δυνηθῶμεν.

"καλύτερη ανάσταση".

 

Δίκην γὰρ τῶν ἐν τῇ γῇ καταβαλλομένων σπερμάτων, οὐκ

Διότι, όπως οι σπόροι που ρίχνουμε στο γη, έτσι κι εμείς δεν χανόμαστε όταν

ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ᾿ ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα,

διαλυόμαστε στο χώμα, αλλά θ’ αναστηθούμε (καρπίσουμε) σαν το σπόρο·

καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος χάριν. Διὰ

διότι, χάρη στο Σωτήρα, καταργήθηκε ο θάνατος. Γι’ αυτό, λοιπόν, και ο

τοῦτο γοῦν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος ἐγγυητὴς τῆς ἀναστάσεως πᾶσι

τρισμακάριος απόστολος Παύλος εγγυάται σε όλους την ανάσταση και λέει:

γενόμενός φησι· "Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ

«Πρέπει το φθαρτό σώμα να ντυθεί την αφθαρσία και η θνητότητα να

θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν· ὅταν δὲ τὸ θνητὸν τοῦτο

επενδυθεί την αθανασία· κι όταν το θνητό ντυθεί το αθάνατο σώμα,

ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος·

τότε θα εκπληρωθεί ο λόγος της Αγίας Γραφής:

κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;"

η ανάσταση κατάπιε το θάνατο. Πού χάθηκε, θάνατε, η δύναμή σου;».

 

Διὰ τί οὖν, ἄν τις εἴποι, εἴπερ ἀναγκαῖον ἦν ἀντὶ πάντων αὐτὸν

Γιατί, λοιπόν, θα ρωτούσε κάποιος, εφόσον ήταν αναγκαίο Αυτός να

παραδοῦναι τὸ σῶμα θανάτῳ, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἰδίως ἀπέθετο

θανατωθεί για χάρη όλων, δεν πέθανε με φυσικό θάνατο, αλλά έφτασε μέχρι

τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ σταυρωθῆναι παρῆλθεν; ᾿Εντίμως γὰρ

το σταυρικό θάνατο; Διότι φαίνεται πιο σωστό Αυτός να είχε έναν αξιοπρεπή

μᾶλλον αὐτὸν ἔπρεπεν ἀποθέσθαι τὸ σῶμα, ἤπερ μεθ᾿ ὕβρεως τὸν

θάνατο παρά να υποφέρει έναν τέτοιο ατιμωτικό (σταυρικό) θάνατο.

τοιοῦτον θάνατον ὑπομεῖναι.

 

Θέα δὴ πάλιν εἰ μὴ ἡ τοιαύτη ἀντίθεσίς ἐστιν ἀνθρωπίνη· τὸ δὲ ὑπὸ τοῦ

Πρόσεξε πάλι μήπως αυτή η ένσταση εκφράζει ανθρώπινη άποψη· ενώ αυτό

Σωτῆρος γενόμενον, θεῖον ἀληθῶς καὶ ἄξιον τῆς αὐτοῦ θεότητος διὰ

που έκαμε ο Σωτήρας, ήταν για πολλούς λόγους θείο επίτευγμα και αντάξιο

πολλά· πρῶτον μέν, ὅτι ὁ συμβαίνων τοῖς ἀνθρώποις θάνατος κατὰ

στη θεότητά του. Πρώτα βέβαια, διότι ο συνηθισμένος θάνατος έρχεται στους

ἀσθένειαν τῆς αὐτῶν φύσεως αὐτοῖς παραγίνεται· οὐ δυνάμενοι γὰρ

ανθρώπους λόγω φυσικής αδυναμίας· δεν μπορούν να μείνουν για πολύ στη

ἐπὶ πολὺ διαμένειν, τῷ χρόνῳ διαλύονται. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ νόσοι

ζωή και φθείρονται με το χρόνο. Γι’ αυτό το λόγο τους βρίσκουν αρρώστιες,

τούτοις συμβαίνουσι, καὶ ἐξασθενήσαντες ἀποθνῄσκουσιν. ῾Ο δὲ  Κύριος

εξασθενούν και πεθαίνουν. Ο Κύριος όμως δεν είναι αδύναμος, αλλά η

οὐκ ἀσθενής, ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις, καὶ Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ Αὐτοζωή.

Δύναμη του Θεού· είναι ο Λόγος του Θεού, η Αυτοζωή.

 

Εἰ μὲν οὖν ἦν ἰδίᾳ που, καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων

Εάν, λοιπόν, πέθαινε ιδιωτικά και συνηθισμένα όπως οι άνθρωποι σ’ ένα

ἀποθέμενος τὸ σῶμα ἐν κλίνῃ, ἐνομίσθη ἂν καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν τῆς

κρεβάτι, θα θεωρούνταν ότι κι αυτός πέθανε έτσι από φυσική ασθένεια·

φύσεως ἀσθένειαν τοῦτο παθών, καὶ μηδὲν ἔχων πλέον τῶν ἄλλων

δεν θα διέφερε σε τίποτε από τους υπόλοιπους ανθρώπους.

ἀνθρώπων. ᾿Επειδὴ δὲ καὶ Ζωὴ ἦν, καὶ Θεοῦ Λόγος, καὶ ἔδει τὸν ὑπὲρ

Επειδή όμως ήταν η Ζωή και ο Λόγος του Θεού και έπρεπε να υποστεί το

πάντων γενέσθαι θάνατον, διὰ τοῦτο ὡς μὲν Ζωὴ καὶ Δύναμις ὢν

θάνατο για χάρη όλων, γι’ αυτό, όντας η Ζωή και η Δύναμη, έδινε δύναμη

συνίσχυεν ἐν αὐτῷ τὸ σῶμα·

στο σώμα που είχε περιβληθεί.

 

ὡς δὲ ὀφείλοντος γενέσθαι τοῦ θανάτου, οὐχ ἑαυτῷ, ἀλλὰ παρ᾿

Και επειδή έπρεπε να γευτεί το θάνατο, έπαιρνε την αφορμή να ολοκληρώσει

ἑτέρων ἐλάμβανε τὴν πρόφασιν τοῦ τελειῶσαι τὴν θυσίαν· ἐπεὶ μηδὲ

τη θυσία με θάνατο όχι από τον εαυτό του αλλά από τους άλλους. Διότι δεν

νοσεῖν ἔδει τὸν Κύριον, τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους θεραπεύοντα· ἀλλ᾿

άρμοζε στον Κύριο, που θεράπευε τις αρρώστιες των άλλων, να ασθενεί· ούτε

οὐδὲ ἐξασθενῆσαι ἔδει πάλιν τὸ σῶμα, ἐν ᾧ καὶ τὰς τῶν ἄλλων

έπρεπε να εξασθενήσει το σώμα του, με το οποίο δυνάμωνε τις αδυναμίες των

ἀσθενείας ἰσχυροποιεῖ.

άλλων.

 

Διὰ τί οὖν καὶ τὸν θάνατον ὥσπερ καὶ τὸ νοσεῖν οὐκ ἐκώλυσεν; ῞Οτι

Γιατί, λοιπόν, δεν εμπόδισε το θάνατο αλλά ούτε και την ασθένεια; Διότι γι’

διὰ τοῦτον ἔσχε τὸ σῶμα, καὶ ἀπρεπὲς ἦν κωλῦσαι, ἵνα μὴ καὶ ἡ

αυτό το σκοπό είχε το σώμα· δεν έπρεπε να εμποδίσει το θάνατο, για να μην

ἀνάστασις ἐμποδισθῇ· προηγήσασθαι μέντοι τοῦ θανάτου νόσον

φέρει εμπόδιο και στην ανάσταση. Να προηγηθεί πάλι από το θάνατο ασθένεια,

ἀπρεπὲς πάλιν ἦν, ἵνα μὴ ἀσθένεια τοῦ ἐν τῷ σώματι νομισθῇ. Οὐκ

κι αυτό δεν ήταν ορθό, για να μη νομίσουν ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα

ἐπείνασεν οὖν; Ναὶ ἐπείνασε διὰ τὸ ἴδιον τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ οὐ λιμῷ

ασθένειας. Δεν πείνασε λοιπόν; Βέβαια πείνασε, λόγω του σώματος· αλλά δεν

διεφθάρη, διὰ τὸν φοροῦντα αὐτὸ Κύριον. Διὰ τοῦτο εἰ καὶ ἀπέθανε

πέθανε από πείνα, διότι έφερε το Θεό στο σώμα. Γι’ αυτό το λόγο, αν και

διὰ τὸ ὑπὲρ πάντων λύτρον, ἀλλ᾿ οὐκ εἶδε διαφθοράν. ῾Ολόκληρον

πέθανε για τη λύτρωση όλων, δεν γνώρισε φθορά το σώμα του. Ολόκληρο

γὰρ ἀνέστη· ἐπεὶ μηδὲ ἄλλου τινός, ἀλλ᾿ αὐτῆς τῆς Ζωῆς ἦν τὸ σῶμα.

αναστήθηκε· διότι δεν επρόκειτο για το σώμα κάποιου άλλου, παρά για το

σώμα που έφερε η ίδια η Ζωή.

 

22. ᾿Αλλ᾿ ἔδει, φήσειεν ἄν τις, κρυβῆναι τὴν ἐπιβουλὴν τῶν ᾿Ιουδαίων,

Αλλά θα έπρεπε, θα έλεγε κανείς, να φυλαχτεί από την επιβουλή των Ιουδαίων,

ἵνα καθόλου τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἀθάνατον φυλάξῃ. ᾿Ακουέτω δὴ ὁ

για να διατηρήσει τελείως αθάνατο το σώμα του. Ν’ ακούσει κι αυτός που λέει

τοιοῦτος, ὅτι καὶ τοῦτο ἀπρεπὲς ἦν τῷ Κυρίῳ· ὡς γὰρ οὐκ ἔπρεπε τῷ

κάτι τέτοιο: και αυτό δεν αρμόζει στον Κύριο· όπως ακριβώς δεν έπρεπε στο

τοῦ Θεοῦ Λόγῳ, ζωῇ ὄντι, τῷ σώματι ἑαυτοῦ θάνατον παρ᾿ ἑαυτοῦ

Λόγο του Θεού, που είναι η αυτοζωή, να προκαλέσει μόνος του το θάνατό του·

διδόναι· οὕτως οὐχ ἥρμοζεν οὐδὲ τὸν παρ᾿ ἑτέρων διδόμενον φεύγειν·

έτσι δεν έπρεπε ούτε ν’ αποφεύγει το θάνατο που του ετοίμασαν άλλοι· αλλά

ἀλλὰ καὶ μᾶλλον διώκειν αὐτὸν εἰς ἀναίρεσιν, ὅθεν εἰκότως οὔτε ἑαυτῷ

καλύτερα να επιδιώκει να τον καταργήσει. Έτσι, δικαιολογημένα, ούτε μόνος

ἀπέθετο τὸ σῶμα, οὔτε πάλιν ἐπιβουλεύοντας τοὺς ᾿Ιουδαίους ἔφυγε.

του πέθανε φυσιολογικά, ούτε πάλι κρύφτηκε από την επιβουλή των Ιουδαίων.

 

Τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἀσθένειαν ἐδείκνυε τοῦ Λόγου, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ

Κάτι τέτοιο δεν φανέρωνε αδυναμία του Λόγου· μάλλον τον αποδείκνυε ότι

Σωτῆρα καὶ Ζωὴν αὐτὸν ἐγνώριζεν, ὅτι καὶ τὸν θάνατον εἰς ἀναίρεσιν

είναι ο Σωτήρας και ο χορηγός της ζωής· διότι, ανέμενε το θάνατο για να τον

περιέμενε, καὶ τὸν διδόμενον θάνατον ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας

καταργήσει και έσπευδε να γευτεί το θάνατο που του πρόσφεραν για τη

ἔσπευδε τελειῶσαι.

σωτηρία όλων.

 

Καὶ ἄλλως δέ, οὐ τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ἀλλὰ τὸν τῶν ἀνθρώπων ἦλθε

Εξάλλου, ο Σωτήρας δεν ήλθε με σκοπό να γευτεί το δικό του θάνατο, αλλά να

τελειῶσαι ὁ Σωτήρ· ὅθεν οὐκ ἰδίῳ θανάτῳ, οὐκ εἶχε γὰρ Ζωὴ ὤν,

καταργήσει το θάνατο των ανθρώπων. Έτσι δεν πέθαινε ο ίδιος, διότι ήταν η

ἀπετίθετο τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἐδέχετο, ἵνα καὶ

Ζωή (που δεν γνωρίζει θάνατο)· αλλά δεχόταν το θάνατο που του έδωσαν οι

τοῦτον ἐν τῷ ἑαυτοῦ σώματι προσελθόντα τέλεον ἐξαφανίσῃ.

άνθρωποι, για να τον εξαφανίσει κι αυτόν τελείως στο δικό του σώμα.

 

῎Επειτα καὶ ἐκ τούτων ἄν τις εὐλόγως ἴδοι τὸ τοιοῦτον τέλος

Έπειτα, μπορεί εύλογα κανείς να διαπιστώσει ότι το σώμα του Κυρίου

ἐσχηκέναι τὸ κυριακὸν σῶμα. ῎Εμελε τῷ  Κυρίῳ μάλιστα περὶ ἧς ἔμελλε

εκπλήρωσε την αποστολή του και από τα εξής: ενδιαφερόταν πολύ ο Κύριος

ποιεῖν ἀναστάσεως τοῦ σώματος· τοῦτο γὰρ ἦν κατὰ τοῦ θανάτου

για την ανάσταση του σώματος που επρόκειτο να κάνει· διότι, αυτό ήταν το

τρόπαιον ταύτην ἐπιδείξασθαι πᾶσι, καὶ πάντας πιστώσασθαι τὴν

τρόπαιο-τεκμήριο ενάντια στο θάνατο: να δείξει σ’ όλους την ανάσταση· να

παρ᾿ αὐτοῦ γενομένην τῆς φθορᾶς ἀπάλειψιν, καὶ λοιπὸν τὴν τῶν

διαπιστώσουν όλοι την εξάλειψη της φθοράς που αυτός έφερε και την

σωμάτων ἀφθαρσίαν, ἧς πᾶσιν ὥσπερ ἐνέχυρον καὶ γνώρισμα τῆς ἐπὶ

αφθαρσία των σωμάτων στο εξής. Και διατήρησε άφθαρτο το σώμα του για ν’

πάντας ἐσομένης ἀναστάσεως τετήρηκεν ἄφθαρτον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα.

αποτελεί για όλους απόδειξη και χαρακτηριστικό της μέλλουσας αναστάσεως

όλων.

 

Εἰ μὲν οὖν ἦν πάλιν νοσῆσαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπ᾿ ὄψει πάντων διαλυθεὶς

Εάν πάλι είχε ασθενήσει το σώμα του και είχε διαλυθεί ο Λόγος μπροστά στα

ἀπ᾿ αὐτοῦ ὁ Λόγος, ἀπρεπὲς μὲν ἦν τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους

μάτια όλων, θα ήταν ανάρμοστο, ενώ θεραπεύει τις ασθένειες άλλων, να

θεραπεύοντα παρορᾶν τὸ ἴδιον ὄργανον ἐν νόσοις τηκόμενον. Πῶς

παραμελεί το δικό του σώμα και να το διαλύουν οι ασθένειες. Πώς θα

γὰρ ἂν ἐπιστεύθη τὰς ἄλλων ἀπελάσας ἀσθενείας, ἀσθενοῦντος ἐν

πίστευαν ότι θεραπεύει τις ασθένειες των άλλων, εφόσον ασθενεί το δικό του

αὐτῷ τοῦ ἰδίου ναοῦ; ῍Η γὰρ ὡς οὐ δυνάμενος ἀπελάσαι νόσον

σώμα; Διότι, ή θα εξευτελιζόταν ως ανίκανος να θεραπεύσει την ασθένειά του,

ἐγελάσθη, ἢ δυνάμενος, καὶ μὴ ποιῶν, ἀφιλάνθρωπος καὶ πρὸς τοὺς

ή, ενώ μπορούσε και δεν το έκανε, θα αποδειχνόταν και απέναντι στους άλλους

ἄλλους ἐνομίζετο.

ότι δεν έχει αγάπη.

 

23. Εἰ δὲ καὶ χωρίς τινος νόσου καὶ χωρίς τινος ἀλγηδόνος, ἰδίᾳ που

Εάν πάλι, χωρίς καμία ασθένεια και κανένα πόνο, τελείως μόνος κάπου σε μια

καὶ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐν γωνίᾳ, ἢ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἢ κατ᾿ οἰκίαν, ἢ ὅπου

γωνία ή σ’ έναν έρημο τόπο, ή σε σπίτι ή οπουδήποτε αλλού έκρυβε

δήποτε τὸ σῶμα κρύψας ἦν, καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν ἐξαίφνης φανείς,

το σώμα του και μετά το εμφάνιζε ξαφνικά και έλεγε ότι αναστήθηκε

ἔλεγεν ἑαυτὸν ἐκ νεκρῶν ἐγηγέρθαι· μύθους μὲν ἂν ἔδοξε λέγειν παρὰ

από τους νεκρούς· όλοι θα νόμιζαν ότι λέει παραμύθια. Και πολύ περισσότερο,

πᾶσιν, ἠπιστήθη δὲ πολλῷ πλέον καὶ περὶ τῆς ἀναστάσεως λέγων,

δεν θα τον πίστευαν αν μιλούσε για την ανάστασή του· διότι δεν θα υπήρχε

οὐκ ὄντος ὅλως τοῦ μαρτυροῦντος περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Τῆς δὲ

κανένας αυθεντικός μάρτυρας του θανάτου του. Καθώς πρέπει να προηγείται

ἀναστάσεως προηγεῖσθαι δεῖ θάνατον, ἐπεὶ οὐκ ἂν εἴη ἀνάστασις μὴ

ο θάνατος από την ανάσταση· επειδή, δεν μπορεί να υπάρξει ανάσταση, αν δεν

προηγουμένου θανάτου· ὅθεν εἰ κρύφα που ἐγεγόνει τοῦ σώματος ὁ

προηγείται ο θάνατος. Έτσι, λοιπόν, αν πέθανε στα κρυφά, χωρίς να έγινε

θάνατος, οὐ φαινομένου τοῦ θανάτου, οὐδὲ ἐπὶ μαρτύρων γενομένου,

γνωστός ο θάνατός του και χωρίς να υπάρχουν μάρτυρες, τότε είναι επόμενο

ἀφανὴς ἦν καὶ ἀμάρτυρος καὶ ἡ τούτου ἀνάστασις·

και η ανάστασή του να είναι άγνωστη και χωρίς μάρτυρες.

 

῍Η διὰ τί τὴν μὲν ἀνάστασιν ἐκήρυττεν ἀναστάς, τὸν δὲ θάνατον

Ή, για ποιό λόγο διακήρυττε την ανάστασή του, ενώ από την άλλη έκρυβε

ἀφανῶς ἐποίει γενέσθαι; ῍Η διὰ τί τοὺς μὲν δαίμονας ἐπ᾿ ὄψει πάντων

το θάνατό του; Ή, για ποιό λόγο έδιωχνε τους δαίμονες μπροστά στα μάτια

ἀπήλαυνε, τόν τε ἐκ γενετῆς τυφλὸν ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ τὸ ὕδωρ εἰς

όλων και έκανε τον εκ γενετής τυφλό να βλέπει, και το νερό το έκανε κρασί,

οἶνον μετέβαλεν, ἵνα δι᾿ αὐτῶν πιστευθῇ Λόγος Θεοῦ· τὸ δὲ θνητὸν οὐκ

ώστε μέσω αυτών να πιστέψουν ότι είναι ο Λόγος του Θεού; Γιατί και το θνητό

ἐπ᾿ ὄψει πάντων ἄφθαρτον ἐδείκνυεν, ἵνα πιστευθῇ αὐτὸς ὢν ἡ Ζωή;

σώμα του δεν το έδειχνε άφθαρτο μπροστά σε όλους, ώστε να πιστέψουν ότι

αυτός είναι η όντως Ζωή;

 

Πῶς δὲ καὶ οἱ τούτου μαθηταὶ παρρησίαν εἶχον περὶ τοῦ τῆς

Και πώς οι μαθητές του θα είχαν το θάρρος να κηρύξουν για την ανάστασή

ἀναστάσεως λόγου, οὐκ ἔχοντες εἰπεῖν ὅτι πρῶτον ἀπέθανεν; ῍Η πῶς

του, αν δεν έλεγαν πρώτα ότι πέθανε; Ή πώς θα τους πίστευαν, όταν θα έλεγαν   

ἂν ἐπιστεύθησαν λέγοντες γεγονέναι πρῶτον θάνατον, εἶτα τὴν

ότι πρώτα πέθανε και έπειτα αναστήθηκε, εάν αυτοί στούς οποίους έκαναν

ἀνάστασιν, εἰ μὴ παρ᾿ οἷς ἐπαρρησιάζοντο, εἶχον τούτους μάρτυρας

κήρυγμα με θάρρος, δεν ήταν και μάρτυρες του θανάτου (του Χριστού);

τοῦ θανάτου;  Εἰ γὰρ καὶ οὕτως ἐπ᾿ ὄψει πάντων γενομένων τοῦ τε

Διότι, εάν και ο θάνατος και η ανάστασή του έγινε φανερά μπροστά σ’ όλους,

θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως οὐκ ἠθέλησαν οἱ τότε Φαρισαῖοι

κι όμως οι Φαρισαίοι δεν θέλησαν να πιστέψουν και μάλιστα εξανάγκασαν

πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑωρακότας τὴν ἀνάστασιν ἠνάγκασαν

και τους αυτόπτες μάρτυρες της αναστάσεως να την αρνηθούν· τότε, στην

ἀρνήσασθαι ταύτην· πάντως εἰ κεκρυμμένως ἐγεγόνει ταῦτα, πόσας

περίπτωση που όλα αυτά γίνονταν στα κρυφά, πόσες προφάσεις για απιστία

ἂν προφάσεις ἐπενόουν ἀπιστίας;

δεν θα πρόβαλαν;

 

Πῶς δὲ ἄρα τὸ τοῦ θανάτου τέλος ἐδείκνυτο, καὶ ἡ κατὰ τούτου νίκη,

Και πώς άραγε θα εκπλήρωνε το χρέος του θανάτου και τη νίκη σε βάρος του,

εἰ μὴ ἐπ᾿ ὄψει πάντων προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἤλεγξε νεκρόν,

εάν μπροστά σ’ όλους δεν προσκαλούσε το θάνατο και δεν τον απόδειχνε νεκρό

κενωθέντα λοιπὸν τῇ τοῦ σώματος ἀφθαρσίᾳ;

και καταργημένο, εξαιτίας της αφθαρσίας που είχε το σώμα του;

 

24. Τὰ δὲ καὶ παρ᾿ ἑτέρων ἂν λεχθέντα, ταῦτα προβαλεῖν ἡμᾶς

Όσα και άλλοι θα μπορούσαν να πουν, αυτά είναι ανάγκη να μην τα κρύψουμε,

ἀναγκαῖον ταῖς ἀπολογίαις. Τάχα γὰρ ἄν τις εἴποι καὶ τοῦτο· Εἰ ἐπ᾿

για ν’ απολογηθούμε στις κατηγορίες. Ίσως κανείς θα έλεγε και το εξής: Εάν

ὄψει πάντων καὶ ἐμμάρτυρον ἔδει γενέσθαι τὸν τούτου θάνατον, ἵνα

ο θάνατός του έπρεπε να γίνει μπροστά στα μάτια όλων και ενώπιον μαρτύρων,

καὶ ὁ τῆς ἀναστάσεως πιστευθῇ λόγος, ἔδει κἂν αὐτὸν ἑαυτῷ ἔνδοξον

για να γίνει πιστευτό το κήρυγμα της αναστάσεως, έπρεπε τουλάχιστον να

ἐπινοῆσαι θάνατον, ἵνα μόνον τὴν ἀτιμίαν τοῦ σταυροῦ φύγῃ.

επινοήσει για τον εαυτό του ένδοξο θάνατο και ν’ αποφύγει τον ατιμωτικό

σταυρικό θάνατο.

 

᾿Αλλ᾿ εἰ καὶ τοῦτο ποιήσας ἦν, ὑπόνοιαν καθ᾿ ἑαυτοῦ παρεῖχεν, ὡς οὐ

Αλλά, εάν έκανε κάτι τέτοιο, θα παρείχε την υποψία σε βάρος του, ότι δεν

κατὰ παντὸς θανάτου δυνάμενος, ἀλλὰ μόνου τοῦ περὶ αὐτοῦ

είχε δυνατότητα να νικήσει κάθε είδους θάνατο, αλλά μόνον εκείνον που αυτός

ἐπινοηθέντος· καὶ οὐδὲν ἧττον πάλιν ἦν ἡ πρόφασις τῆς περὶ τῆς

θα επινοούσε· αυτό θα έδινε μεγαλύτερη αφορμή για ν’ απιστούν στην 

ἀναστάσεως ἀπιστίας. ῞Οθεν οὐ παρ᾿ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐξ ἐπιβουλῆς,

ανάστασή του. Έτσι, λοιπόν, ο θάνατός του προήλθε όχι από τον εαυτό του,

ἐγίνετο τῷ σώματι ὁ θάνατος, ἵνα ὃν αὐτοὶ προσαγάγωσι τῷ

αλλά τον επέβαλε η κακία των ανθρώπων· μ’ αυτόν τον τρόπο, το θάνατο στον

Σωτῆρι θάνατον τοῦτον αὐτὸς ἐξαφανίσῃ.

οποίο αυτοί οδήγησαν τον Σωτήρα, εκείνος τον νίκησε και κατάργησε.

 

Καὶ ὥσπερ γενναῖος παλαιστής, μέγας ὢν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρίᾳ,

Συνέβη όπως μ’ ένα γενναίο παλαιστή, που είναι πολύ συνετός και ανδρείος:

οὐκ αὐτὸς ἑαυτῷ τοὺς ἀντιπάλους ἐκλέγεται, ἵνα μὴ ὑπόνοιαν τῆς

δεν επιλέγει αυτός τους αντιπάλους του, για να μη δώσει υποψία σε ορισμένους

πρός τινας δειλίας παράσχῃ· ἀλλὰ τῇ τῶν θεωρούντων δίδωσιν

ότι είναι δειλός· αλλά αφήνει την επιλογή στη γνώμη των θεατών.

ἐξουσίᾳ, καὶ μάλιστα κἂν ἐχθροὶ τυγχάνωσιν, ἵνα πρὸς ὃν ἐὰν

Και μάλιστα, αν τύχει και είναι εχθρικοί σ’ αυτόν, τους επιτρέπει να επιλέξουν,

συμβάλλωσιν αὐτοί, τοῦτον αὐτὸς καταρράξας, κρείττων τῶν

για να πειστούν ότι είναι ο πιο δυνατός, αφού θα συντρίψει όποιον αυτοί του

πάντων πιστευθῇ·

προτείνουν να συγκρουστεί.

 

οὕτως καὶ ἡ τῶν πάντων Ζωὴ ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν ὁ Χριστὸς

Έτσι έκανε και ο Κύριός μας Χριστός Σωτήρας, η Ζωή όλων μας: δεν διάλεξε

οὐχ ἑαυτῷ θάνατον ἐπενόει τῷ σώματι, ἵνα μὴ ὡς ἕτερον δειλιῶν φανῇ·

το σωματικό θάνατο που του άρεσε, για να μη φανεί ότι δειλιάζει. Δέχτηκε να

ἀλλὰ τὸν παρ᾿ ἑτέρων, καὶ μάλιστα τὸν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ὃν ἐνόμιζον

να υποστεί πάνω στο σταυρό το θάνατο που του επέβαλαν οι άλλοι· και μάλιστα

εἶναι δεινὸν ἐκεῖνοι καὶ ἄτιμον καὶ φευκτόν, τοῦτον αὐτὸς ἐν σταυρῷ

εκείνον που οι εχθροί του θεωρούσαν φοβερό, ατιμωτικό και αποκρουστικό.

δεχόμενος ἠνείχετο· ἵνα καὶ τούτου καταλυθέντος, αὐτὸς μὲν ὢν ἡ Ζωὴ

Έτσι ώστε, και εκείνον τον νίκησε και ο ίδιος έγινε πιστευτός ότι είναι η

πιστευθῇ, τοῦ δὲ θανάτου τὸ κράτος τέλεον καταργηθῇ.

Αυτοζωή· διότι κατάργησε τελειωτικά την εξουσία του θανάτου.

 

Γέγονε γοῦν τι θαυμαστὸν καὶ παράδοξον· ὃν γὰρ ἐνόμιζον ἄτιμον

Συνέβη λοιπόν κάτι αξιοθαύμαστο και παράδοξο· ο θάνατος που του επέβαλαν

ἐπιφέρειν θάνατον, οὗτος ἦν τρόπαιον κατ᾿ αὐτοῦ τοῦ θανάτου· διὸ

και τον θεωρούσαν ατιμωτικό, αυτός να γίνει το τρόπαιο της νίκης ενάντια στον

οὐδὲ τὸν ᾿Ιωάννου θάνατον ὑπέμεινε, διαιρουμένης τῆς κεφαλῆς, οὐδὲ

ίδιο το θάνατο. Γι’ αυτό, ούτε υπέστη το θάνατο του Ιωάννη με αποκεφαλισμό

ὡς ᾿Ησαΐας ἐπρίσθη, ἵνα καὶ τῷ θανάτῳ ἀδιαίρετον καὶ ὁλόκληρον τὸ

ούτε πριονίστηκε σαν τον Ησαΐα· κι αυτό, για να διατηρήσει και στο θάνατο

σῶμα φυλάξῃ, καὶ μὴ πρόφασις τοῖς βουλομένοις διαιρεῖν τὴν

ακέραιο και ολόκληρο το σώμα του· να μη δοθεί αφορμή στους κακόβουλους

᾿Εκκλησίαν γένηται.

να διαιρούν την Εκκλησία.

 

25. Καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τοὺς ἔξωθεν ἑαυτοῖς λογισμοὺς ἐπισωρεύοντας·

Αυτά λοιπόν αρκούν για τους μη χριστιανούς, που συνεχώς βρίσκουν αρνητικά

ἂν δὲ καὶ τῶν ἐξ ἡμῶν τις μὴ ὡς φιλόνεικος, ἀλλ᾿ ὡς φιλομαθής, ζητῇ

επιχειρήματα. Αν όμως κάποιος δικός μας, όχι από αμφισβήτηση αλλά από

διὰ τί μὴ ἑτέρως ἀλλὰ σταυρὸν ὑπέμεινεν, ἀκουέτω καὶ οὗτος ὅτι οὐκ

φιλομάθεια, ζητεί να μάθει για ποιό λόγο υπέστη σταυρικό θάνατο και όχι

ἄλλως ἢ οὕτως ἡμῖν συνέφερε· καὶ τοῦτο δι᾿ ἡμᾶς καλῶς ὑπέμεινεν ὁ

κάποιον άλλο, ας πληροφορηθεί κι αυτός ότι δεν συνέφερε σε μας κάτι τέτοιο·

Κύριος.

καλώς σταυρώθηκε για χάρη μας ο Κύριος.

 

Εἰ γὰρ τὴν καθ᾿ ἡμῶν γενομένην κατάραν ἦλθεν αὐτὸς βαστάσαι, πῶς

Διότι, αφού ήλθε να φορτωθεί ο ίδιος την κατάρα που μας επιβλήθηκε, πώς

ἂν ἄλλως ἐγένετο κατάρα εἰ μὴ τὸν ἐπὶ κατάρᾳ γενόμενον θάνατον

αλλιώς θα γινόταν κατάρα παρά μόνον αν δεχόταν καταραμένο θάνατο; Και  

ἐδέξατο; ἔστι δὲ οὗτος, ὁ σταυρός. Οὕτω γὰρ καὶ γέγραπται·

αυτό είναι ο σταυρικός θάνατος. Διότι, έτσι λέει η Αγία Γραφή: «Καταραμένος

"᾿Επικατάρατος, ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου".

να είναι όποιος κρεμιέται στο ξύλο».

 

῎Επειτα, εἰ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου λύτρον ἐστὶ πάντων, καὶ τῷ θανάτῳ

Έπειτα, εφόσον ο θάνατος του Κυρίου αποτελεί τη λύτρωση όλων, και με το

τούτου τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύεται, καὶ γίνεται τῶν ἐθνῶν ἡ

θάνατό του καταργείται η μεσοτοιχία που χώριζε (Θεό και ανθρώπους) και

κλῆσις, πῶς ἂν ἡμᾶς προσεκαλέσατο, εἰ μὴ ἐσταύρωτο; ἐν μόνῳ γὰρ

προσκαλούνται οι ειδωλολάτρες, πώς θα μας καλούσε, αν δεν σταυρωνόταν;

τῷ σταυρῷ ἐκτεταμέναις χερσί τις ἀποθνῄσκει. Διὸ καὶ τοῦτο ἔπρεπεν

Διότι μόνο πάνω στο σταυρό πεθαίνει κάποιος έχοντας απλωμένα τα χέρια. Γι’

ὑπομεῖναι τὸν Κύριον, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτεῖναι, ἵνα τῇ μὲν τὸν παλαιὸν

αυτό έπρεπε να υπομείνει ο Κύριος το σταυρικό θάνατο και ν’ απλώσει τα

λαόν, τῇ δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἑλκύσῃ, καὶ ἀμφοτέρους ἐν ἑαυτῷ

χέρια του, ώστε με το ένα να τραβήξει τον παλαιό λαό (Ιουδαίους) και με το

συνάψῃ.

άλλο τους ειδωλολάτρες· να τους ενώσει και τους δύο με τον εαυτό του.

 

Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτὸς εἴρηκε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἔμελλε

Και αυτό ο ίδιος το είπε, δηλώνοντας με τί είδους θάνατο επρόκειτο να τους

λυτροῦσθαι τοὺς πάντας· "῞Οταν ὑψωθῶ, πάντας ἑλκύσω πρὸς

λυτρώσει όλους: «Όταν θα με σηκώσουν ψηλά (στο σταυρό), όλους θα τους

ἐμαυτόν."

τραβήξω κοντά μου».

 

Καὶ πάλιν εἰ ὁ ἐχθρὸς τοῦ γένους ἡμῶν διάβολος, ἐκπεσὼν ἀπὸ τοῦ

Και πάλι όμως ο εχθρός μας διάβολος, πέφτοντας από τον ουρανό, τριγυρνά

οὐρανοῦ, περὶ τὸν ἀέρα τὸν ὧδε κάτω πλανᾶται, κἀκεῖ τῶν σὺν αὐτῷ

εδώ κάτω στον αέρα· εξουσιάζει τους δικούς του δαίμονες που είναι το ίδιο

δαιμόνων ὡς ὁμοίων ἐν τῇ ἀπειθείᾳ ἐξουσιάζων, φαντασίας μὲν δι᾿

μ’ αυτόν ανυπάκουοι (στο Θεό). Με αυτούς δημιουργεί στους πλανεμένους

αὐτῶν ἐνεργεῖ τοῖς ἀπατωμένοις, ἐπιχειρεῖ δὲ τοῖς ἀνερχομένοις

φαντασιώσεις και προσπαθεί να εμποδίζει όσους επιχειρούν ν’ ανέβουν προς

ἐμποδίζειν· καὶ περὶ τούτου φησὶν ὁ ᾿Απόστολος· "Κατὰ τὸν ἄρχοντα

το Θεό. Γι’ αυτό λέει ο Απόστολος: «Σύμφωνα με τον άρχοντα που εξουσιάζει

τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς

τον αέρα και ενεργεί ενάντια στα παιδιά που επαναστάτησαν στον Θεό-Πατέρα

ἀπειθείας", ἦλθε δὲ ὁ Κύριος ἵνα τὸν μὲν διάβολον καταβάλῃ, τὸν δὲ

τους». Ήλθε, λοιπόν, ο Κύριος να νικήσει το διάβολο, να καθαρίσει τον αέρα

ἀέρα καθαρίσῃ, καὶ ὁδοποιήσῃ ἡμῖν τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον, ὡς εἶπεν

και να ανοίξει το δρόμο για την άνοδο στον ουρανό, όπως το είπε ο Απόστολος:

ὁ ᾿Απόστολος, "διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ᾿ ἔστιν τῆς σαρκὸς

«(το πέτυχε) με το καταπέτασμα, δηλαδή τη σάρκα του»· κι αυτό έπρεπε να

αὐτοῦ", τοῦτο δὲ ἔδει γενέσθαι διὰ τοῦ θανάτου· ποίῳ δ᾿ ἂν ἄλλῳ

συμβεί με το θάνατό του. Ποιός άλλος θάνατος θα τα έκαμε αυτά παρά μόνον

θανάτῳ ἐγεγόνει ταῦτα, ἢ τῷ ἐν ἀέρι γενομένῳ, φημὶ δὴ τῷ σταυρῷ;

αυτός που συμβαίνει στον αέρα, εννοώ το σταυρικό θάνατο; Διότι στον αέρα

Μόνος γὰρ ἐν τῷ ἀέρι τις ἀποθνῄσκει, ὁ σταυρῷ τελειούμενος. Διὸ καὶ

πεθαίνει μόνον εκείνος που θυσιάζεται στο σταυρό. Δικαιολογημένα λοιπόν

εἰκότως τοῦτον ὑπέμεινεν ὁ Κύριος.

τον υπέμεινε ο Κύριος.

 

Οὕτω γὰρ ὑψωθείς, τὸν μὲν ἀέρα ἐκαθάριζεν ἀπό τε τῆς διαβολικῆς

Έτσι, λοιπόν, υψώθηκε στο σταυρό ο Κύριος και καθάρισε τον αέρα από τις

καὶ πάσης τῶν δαιμόνων ἐπιβουλῆς λέγων· "᾿Εθεώρουν τὸν Σατανᾶν

κακόβουλες παγίδες του διαβόλου και των δαιμόνων λέγοντας: «Είδα το

ὡς ἀστραπὴν πεσόντα", τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον ὁδοποιῶν ἐνεκαίνιζε

Σατανά να πέφτει σαν αστραπή». Ετοίμασε και ανακαίνισε το δρόμο της

λέγων πάλιν· "῎Αρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι

ανόδου στον ουρανό, όπως το λέει πάλι: «Οι άρχοντές σας ν’ ανοίξουν τις

αἰώνιοι." Οὐ γὰρ αὐτὸς ὁ Λόγος ἦν ὁ χρῄζων ἀνοίξεως τῶν πυλῶν,

πόρτες· ανοίξτε πύλες της αιωνιότητας». Διότι ο Λόγος δεν είχε ανάγκη να του

πάντων Κύριος ὤν, οὐδὲ κεκλεισμένον ἦν τι τῶν ποιημάτων τῷ

ανοίξουν τις πόρτες, αφού είναι ο Κύριος όλων· ούτε ήταν αποκλεισμένος ο

ποιητῇ, ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἦμεν οἱ χρῄζοντες, οὓς ἀνέφερεν αὐτὸς διὰ τοῦ ἰδίου

δημιουργός από κάποιο δημιούργημά του. Εμείς ήμασταν που είχαμε ανάγκη·

σώματος αὐτοῦ. ῾Ως γὰρ ὑπὲρ πάντων αὐτὸ προσήνεγκε τῷ θανάτῳ,

κι εμάς ανέβασε με το σώμα του στον ουρανό. Διότι, όπως το πρόσφερε με το

οὕτως δι᾿ αὐτοῦ πάλιν ὡδοποίησε τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον.

θάνατό του για χάρη όλων, έτσι πάλι μ’ αυτό ετοίμασε το δρόμο της ανόδου

στον ουρανό.

 

26. Πρέπων οὖν ἄρα καὶ ἁρμόζων ὁ ἐν τῷ σταυρῷ γέγονε θάνατος

Επομένως, ο θάνατος ήταν σταυρικός, διότι έτσι ταίριαζε και συνέφερε σε

ὑπὲρ ἡμῶν· καὶ ἡ αἰτία τούτου εὔλογος ἐφάνη κατὰ πάντα, καὶ

μας· η αιτιολογία του είναι εύλογη και δικαιολογημένη σε όλα·

δικαίους ἔχει τοὺς λογισμούς, ὅτι μὴ ἄλλως, ἀλλὰ διὰ τοῦ σταυροῦ

διότι δεν έπρεπε να γίνει διαφορετικά, αλλά μόνο με το σταυρό να συντελεστεί 

ἔδει γενέσθαι τὴν σωτηρίαν τῶν πάντων.

η σωτηρία όλων.

 

Καὶ γὰρ οὐδ᾿ οὕτως ἀφανῆ ἑαυτὸν οὐδὲ ἐν τῷ σταυρῷ ἀφῆκεν·

Διότι έτσι φανέρωσε τον εαυτό του πάνω στο σταυρό.

ἀλλὰ κατὰ περιττὸν τὴν μὲν κτίσιν ἐποίει μαρτυρεῖν τὴν τοῦ ἑαυτῆς

Και έκανε την κτίση να δίνει πολύ εντονότερα τη μαρτυρία της παρουσίας του  

Δημιουργοῦ παρουσίαν, τὸν δὲ ἑαυτοῦ ναὸν τὸ σῶμα οὐκ ἐπὶ πολὺ

Δημιουργού της. Δεν άφησε το ναό του σώματός του να μείνει για πολύ στον

μένειν ἀνασχόμενος, ἀλλὰ μόνον δείξας νεκρὸν τῇ τοῦ θανάτου πρὸς

τάφο αλλά, αφού το έδειξε να πεθαίνει στη συμπλοκή του με το θάνατο,  

αὐτὸ συμπλοκῇ, τριταῖον εὐθέως ἀνέστησε, τρόπαια καὶ νίκας κατὰ

ευθύς αμέσως το ανέστησε την τρίτη ημέρα· και έφερε ως τρόπαιο και

τοῦ θανάτου φέρων τὴν ἐν τῷ σώματι γενομένην ἀφθαρσίαν καὶ

απόδειξη νίκης ενάντια στο θάνατο την αφθαρσία και απάθεια του σώματός

ἀπάθειαν.

του.

 

᾿Ηδύνατο μὲν γὰρ καὶ παρ᾿ αὐτὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶμα διεγεῖραι καὶ

Μπορούσε βέβαια αμέσως ν’ αναστήσει το σώμα του από το θάνατο και να

πάλιν δεῖξαι ζῶν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο καλῶς προϊδὼν ὁ Σωτὴρ οὐ

το δείξει ζωντανό· αλλά κι αυτό καλά το προείδε ο Σωτήρας και δεν το έκανε.

πεποίηκεν. Εἶπε γὰρ ἄν τις μηδόλως αὐτὸ τεθνηκέναι, ἢ μηδὲ τέλεον

Διότι αν είχε αναστηθεί αμέσως, θα έλεγαν ότι το σώμα του καθόλου

αὐτοῦ τὸν θάνατον ἐψαυκέναι, εἰ παρ᾿ αὐτὰ τὴν ἀνάστασιν ἦν

δεν είχε πεθάνει ή ότι δεν το άγγιξε σε τίποτε ο θάνατος.

ἐπιδείξας. Τάχα δὲ καὶ ἐν ἴσῳ τοῦ διαστήματος ὄντος τοῦ τε θανάτου

Και ίσως, αν συνέβαιναν στον ίδιο χρόνο και ο θάνατος και η ανάστασή του,

καὶ τῆς ἀναστάσεως, ἄδηλον ἐγίνετο τὸ περὶ τῆς ἀφθαρσίας κλέος.

δεν θα φανερωνόταν η δόξα της αφθαρσίας.

 

῞Οθεν, ἵνα δειχθῇ νεκρὸν τὸ σῶμα, καὶ μίαν ὑπέμεινε μέσην ὁ Λόγος, καὶ

Γι’ αυτό, για να δειχθεί το σώμα νεκρό, ο Λόγος υπέμεινε και μία ενδιάμεση

τριταῖον τοῦτο πᾶσιν ἔδειξεν ἄφθαρτον.῞Ενεκα μὲν οὖν τοῦ δειχθῆναι

ημέρα, και την τρίτη ημέρα το φανέρωσε σε όλους άφθαρτο. Για να δειχθεί

τὸν θάνατον ἐν τῷ σώματι, τριταῖον ἀνέστησε τοῦτο.

λοιπόν ότι το σώμα πέθανε, το ανάστησε μετά τρεις ημέρες.

 

῞Ινα δὲ μὴ ἐπὶ πολὺ διαμεῖναν καὶ φθαρὲν τέλεον ὕστερον ἀναστήσας

Για να μην μείνει όμως πολλές ημέρες στον τάφο το σώμα και φθαρεί

ἀπιστηθῇ ὡς οὐκ αὐτὸ ἀλλ᾿ ἕτερον σῶμα φέρων· ἔμελλε γὰρ ἄν τις καὶ

ανεπανόρθωτα· και όταν αναστηθεί, θα δημιουργούσε αμφιβολίες ότι είναι

διὰ τὸν χρόνον ἀπιστεῖν τῷ φαινομένῳ, καὶ ἐπιλανθάνεσθαι τῶν

αυτό και όχι άλλο –διότι σίγουρα κάποιος λόγω του πολύ χρόνου θα απιστούσε

γενομένων· διὰ τοῦτο οὐ πλείω τῶν τριῶν ἡμερῶν ἠνέσχετο, οὐδὲ ἐπὶ

και θα λησμονούσε τα γεγονότα–· γι’ αυτό δεν άφησε η ανάσταση να ξεπεράσει

πολὺ τοὺς ἀκούσαντας αὐτοῦ περὶ τῆς ἀναστάσεως παρείλκυσεν·

τις τρεις ημέρες· ούτε άργησε να εμφανιστεί σ’ αυτούς που είχαν ακούσει να

μιλάει για την ανάσταση.

 

ἀλλ᾿ ἔτι τῶν ἀκοῶν αὐτῶν ἔναυλον ἐχόντων τὸν λόγον, καὶ ἔτι τῶν

Αλλά, ενώ ακόμη οι ακροατές του είχαν τα λόγια του στ’ αυτιά του· ενώ τον

ὀφθαλμῶν αὐτῶν ἐκδεχομένων, καὶ τῆς διανοίας αὐτῶν ἠρτημένης,

"έβλεπαν" ακόμη μπροστά τους και η σκέψη τους ήταν προσκολλημένη σ’

καὶ ζώντων ἐπὶ γῆς ἔτι καὶ ἐπὶ τόπων ὄντων τῶν θανατωσάντων,

αυτόν·ενώ ήταν ακόμη στη γη και στον τόπο του θανάτου του και είχαν

καὶ μαρτύρων τοῦ θανάτου τοῦ κυριακοῦ σώματος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ

μπροστά τους τη μαρτυρία του θανάτου του σώματος του Κυρίου· ενώ λοιπόν

Υἱὸς ἐν τριταίῳ διαστήματι τὸ γενόμενον νεκρὸν σῶμα ἔδειξεν

ζούσαν όλα αυτά, ο Υιός του Θεού μέσα σε τρεις ημέρες παρουσίασε το νεκρό

ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον· καὶ ἀνεδείχθη πᾶσιν, ὅτι οὐκ ἀσθενείᾳ φύσεως

σώμα του αναστημένο, αθάνατο και άφθαρτο. Αποδείχτηκε έτσι σε όλους ότι

τοῦ ἐνοικοῦντος Λόγου τέθνηκε τὸ σῶμα, ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ τὸν θάνατον

δεν πέθανε το σώμα του Λόγου από αδυναμία της ανθρώπινης φύσεώς του,

ἐξαφανισθῆναι ἐν αὐτῷ τῇ δυνάμει τοῦ Σωτῆρος.

αλλά με τη δύναμη του Κυρίου να καταργήσει το θάνατο πάνω στο σώμα.

 

27. Τοῦ μὲν γὰρ καταλελύσθαι τὸν θάνατον, καὶ νίκην κατ᾿ αὐτοῦ

Μεγάλο γνώρισμα και δυνατή απόδειξη ότι ο σταυρός κατάλυσε

γεγενῆσθαι τὸν σταυρόν, καὶ μηκέτι λοιπὸν ἰσχύειν, ἀλλ᾿ εἶναι νεκρὸν

και νίκησε το θάνατο και δεν έχει πλέον καμία

αὐτὸν ἀληθῶς, γνώρισμα οὐκ ὀλίγον καὶ πίστις ἐναργής, τὸ παρὰ

δύναμη αλλά είναι νεκρωμένος, αποτελεί το εξής:

πάντων τῶν τοῦ  Χριστοῦ μαθητῶν αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, καὶ

όλοι οι μαθητές του Χριστού περιφρονούν το θάνατο·

πάντας ἐπιβαίνειν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ μηκέτι φοβεῖσθαι τοῦτον, ἀλλὰ τῷ

όλοι βαδίζουν εναντίον του και δεν τον φοβούνται καθόλου· το αντίθετο,

σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ εἰς Χριστὸν πίστει καταπατεῖν αὐτὸν ὡς

με το σημείο του σταυρού και την πίστη του Χριστού τον παραθεωρούν

νεκρόν.

σαν νεκρό.

 

Πάλαι μὲν γὰρ πρὶν τὴν θείαν ἐπιδημίαν γενέσθαι τοῦ Σωτῆρος,

Διότι, τον παλιό καιρό, πριν τη θεία έλευση του Σωτήρα στη γη,

πάντες τοὺς ἀποθνῄσκοντας ὡς φθειρομένους ἐθρήνουν· ἄρτι δὲ τοῦ

όλοι έκλαιγαν τους πεθαμένους σαν χαμένους για πάντα. Τώρα όμως, με την

Σωτῆρος ἀναστήσαντος τὸ σῶμα, οὐκέτι μὲν ὁ θάνατός ἐστι φοβερός,

ανάσταση του σώματος του Χριστού, δεν προκαλεί πλέον φόβο ο θάνατος·

πάντες δὲ οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες ὡς οὐδὲν αὐτὸν ὄντα πατοῦσι,

όσοι πιστεύουν στο Χριστό, περιφρονούν το θάνατο σαν ένα τίποτε·

καὶ μᾶλλον ἀποθνῄσκειν αἱροῦνται ἢ ἀρνήσασθαι τὴν εἰς  Χριστὸν

προτιμούν μάλιστα να πεθάνουν παρά ν’ αρνηθούν την πίστη στον Κύριο.

πίστιν. ῎Ισασι γὰρ ὄντως ὅτι ἀποθνῄσκοντες οὐκ ἀπόλλυνται,

Διότι γνωρίζουν με βεβαιότητα ότι πεθαίνοντας δεν χάνονται,

ἀλλὰ ζῶσι, καὶ ἄφθαρτοι διὰ τῆς ἀναστάσεως γίνονται.

αλλά ζουν και διατηρούνται άφθαρτοι χάρη στην ανάσταση (του Χριστού).

 

᾿Εκεῖνος δὲ ὁ πάλαι τῷ θανάτῳ πονηρῶς ἐναλλόμενος διάβολος,

Εκείνος πάλι ο διάβολος, που παλαιότερα επιτίθενταν πονηρά στους ανθρώπους

λυθεισῶν αὐτοῦ τῶν ὠδίνων, ἔμεινε μόνος ἀληθῶς νεκρός· καὶ τούτου

με όπλο το θάνατο, τώρα που διαλύθηκαν τα σπλάγχνα του, στ’ αλήθεια

τεκμήριον, ὅτι πρὶν πιστεύσουσιν οἱ ἄνθρωποι τῷ Χριστῷ, φοβερὸν

νεκρώθηκε. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι άνθρωποι, πριν πιστέψουν στο Χριστό,

τὸν θάνατον ὁρῶσι καὶ δειλιῶσιν αὐτόν. ᾿Επειδὰν δὲ εἰς τὴν ἐκείνου

θεωρούν το θάνατο φοβερό και δειλιάζουν. Όταν όμως πιστέψουν σ’ Εκείνον

πίστιν καὶ διδασκαλίαν μετέλθωσι, τοσοῦτον καταφρονοῦσι τοῦ

και γίνουν μαθητές του, τόσο πολύ περιφρονούν το θάνατο

θανάτου, ὡς καὶ προθύμως ἐπ᾿ αὐτὸν ὁρμᾶν καὶ μάρτυρας γίνεσθαι

ώστε πρόθυμα τρέχουν να τον γευθούν και να γίνουν μάρτυρες

τῆς κατ᾿ αὐτοῦ παρὰ τοῦ Σωτῆρος γενομένης ἀναστάσεως.

της νίκης της αναστάσεως που ο Σωτήρας έφερε πάνω σ’ αυτόν.

 

Καὶ γὰρ ἔτι νήπιοι ὄντες τὴν ἡλικίαν σπεύδουσι ἀποθνῄσκειν, καὶ

Διότι, ακόμη και μικρά νήπια στην ηλικία, σπεύδουν να πεθάνουν·

μελετῶσι κατ᾿ αὐτοῦ ταῖς ἀσκήσεσιν οὐ μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ

κατέρχονται στον αγώνα εναντίον του θανάτου όχι μόνον άνδρες αλλά και

γυναῖκες. Οὕτως ἀσθενὴς γέγονεν, ὡς καὶ γυναῖκας τὰς ἀπατηθείσας

γυναίκες. Τόσο πολύ εξασθένησε ο θάνατος ώστε ακόμη και οι γυναίκες, που

τὸ πρὶν παρ᾿ αὐτοῦ, νῦν παίζειν αὐτὸν ὡς νεκρὸν καὶ παρειμένον.

προηγουμένως τον φοβόταν, τώρα να τον κοροϊδεύουν ως νεκρό και παράλυτο.

 

῾Ως γὰρ τυράννου καταπολεμηθέντος ὑπὸ γνησίου βασιλέως καὶ

Συνέβη όπως μ’ έναν τύραννο που τον πολέμησε και νίκησε ένας αληθινός

δεθέντος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας, πάντες λοιπὸν οἱ διαβαίνοντες

βασιλιάς· τον έδεσε χειροπόδαρα και όλοι οι περαστικοί στο εξής τον

καταπαίζουσιν αὐτοῦ τύπτοντες καὶ διασύροντες, οὐκ ἔτι φοβούμενοι

εμπαίζουν χτυπώντας και διασύροντάς τον. Δεν φοβούνται πλέον την τρέλα

τὴν μανίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀγριότητα, διὰ τὸν νικήσαντα βασιλέα·

και την αγριότητά του, χάρη στο βασιλιά νικητή.

 

οὕτω καὶ τοῦ θανάτου νικηθέντος καὶ στηλιτευθέντος ὑπὸ τοῦ

Έτσι παρόμοια και ο Σωτήρας πάνω στο σταυρό νίκησε και ρεζίλεψε

Σωτῆρος ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ δεδεμένου τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας,

 το θάνατο· του έδεσε τα χέρια και τα πόδια·

πάντες οἱ ἐν Χριστῷ διαβαίνοντες αὐτὸν καταπατοῦσι,

γι’ αυτό, όλοι οι χριστιανοί περνούν και τον διασύρουν·

καὶ μαρτυροῦντες τῷ Χριστῷ χλευάζουσι τὸν θάνατον,

οι μάρτυρες του Χριστού κοροϊδεύουν και περιπαίζουν το θάνατο· Απευθύνουν

ἐπικερτομοῦντες αὐτῷ καὶ τὰ ἄνωθεν κατ᾿ αὐτοῦ γεγραμμένα

σ’ αυτόν τα λόγια που εξαρχής γράφει η Αγία Γραφή: «Πού χάθηκε,

λέγοντες· "Ποῦ σου, θάνατε, τὸ νῖκος; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ κέντρον;"

θάνατε,η δύναμή σου; Πού βρίσκεται, άδη, το δηλητηριώδες κεντρί σου;».   

 

28. ῏Αρ᾿ οὖν τοῦτο μικρὸς ἔλεγχός ἐστι τῆς τοῦ θανάτου ἀσθενείας;

Είναι, λοιπόν, αυτό μικρή απόδειξη της αδυναμίας του θανάτου;

ἢ μικρά ἐστιν ἀπόδειξις τῆς κατ᾿ αὐτοῦ γενομένης νίκης παρὰ τοῦ

΄Η αποτελεί ελάχιστο τεκμήριο της νίκης που έκανε ο Σωτήρας εναντίον του

Σωτῆρος, ὅταν οἱ ἐν Χριστῷ παῖδες καὶ νέαι κόραι παρορῶσι τὸν

το γεγονός ότι χριστιανοί νέοι και νέες περιφρονούν την επίγεια ζωή

ἐνταῦθα βίον καὶ ἀποθανεῖν μελετῶσιν;

και αποφασίζουν να πεθάνουν (μαρτυρήσουν);

 

῎Εστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ὁ ἄνθρωπος δειλιῶν τὸν θάνατον καὶ τὴν

Βέβαια, ο άνθρωπος από φυσικού του δειλιάζει μπροστά στο θάνατο και τη

τοῦ σώματος διάλυσιν· τὸ δὲ παραδοξότατον τοῦτό ἐστιν, ὅτι τὴν

διάλυση του σώματος· το πιο όμως αξιοθαύμαστο είναι το εξής: αυτός που

τοῦ σταυροῦ πίστιν ἐνδυσάμενος καταφρονεῖ καὶ τῶν κατὰ φύσιν, καὶ

εγκολπώνεται την πίστη στο σταυρό (του Κυρίου), περιφρονεί τα παρόντα και

τὸν θάνατον οὐ δειλιᾷ διὰ τὸν Χριστόν.

για χάρη του Χριστού δεν δειλιάζει μπροστά στο θάνατο.

 

Καὶ ὥσπερ τοῦ πυρὸς ἔχοντος κατὰ φύσιν τὸ καίειν, εἰ λέγοι τις εἶναί τι

Συμβαίνει όπως στη φύση της φωτιάς που έχει την ιδιότητα να καίει· θα έλεγε

τὸ μὴ δειλιῶν αὐτοῦ τὴν καῦσιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀσθενὲς αὐτὸ

κανείς ότι υπάρχει κάτι που όχι μόνο δεν φοβάται το κάψιμό της, αλλά το

δεικνύον, οἷον δὴ λέγεται τὸ παρὰ ᾿Ινδοῖς ἀμίαντον· εἶτα ὁ τῷ

αποδεικνύει και αδύναμο· τέτοιος είναι ο αμίαντος που έρχεται από την Ινδία.

λεγομένῳ μὴ πιστεύων εἰ πεῖραν θελήσειε λαβεῖν τοῦ λεγομένου,

Αν, βέβαια, κάποιος δεν πιστεύει σ’ αυτό που λέμε και θέλει να δοκιμάσει, δεν

πάντως τὸ ἄκαυστον ἐνδυσάμενος καὶ προσβαλὼν πυρί, πιστοῦται

έχει παρά να φορέσει αυτό που δεν καίει και να έλθει σε επαφή με τη φωτιά·

λοιπὸν τὴν κατὰ τοῦ πυρὸς ἀσθένειαν·

τότε θα διαπιστώσει την αδυναμία της.

 

ἢ ὡς εἴ τις τὸν τύραννον δεδεμένον ἰδεῖν θελήσειε, πάντως εἰς τὴν τοῦ

Ή, για παράδειγμα, αν κάποιος θέλει να δει δεμένο τύραννο, οπωσδήποτε

νικήσαντος χώραν καὶ ἀρχὴν παρελθών, ὁρᾷ τὸν ἄλλοις φοβερὸν

πηγαίνει στη χώρα και το βασίλειο του νικητή και εκεί βλέπει αδύναμο αυτόν

ἀσθενῆ γενόμενον·

που προκαλούσε φόβο στους άλλους.

 

οὕτως εἴ τίς ἐστιν ἄπιστος, καὶ ἀκμὴν μετὰ τοσαῦτα, καὶ μετὰ τοὺς

Έτσι, αν κάποιος είναι άπιστος, ακόμη και μετά τόσα πολλά· ύστερα από

τοσούτους ἐν Χριστῷ γενομένους μάρτυρας, μετὰ τὴν καθ᾿ ἡμέραν

τόσους πολλούς μάρτυρες του Χριστού και μετά την καθημερινή χλευαστική

γινομένην κατὰ τοῦ θανάτου χλεύην παρὰ τῶν ἐν Χριστῷ

στάση απέναντι στο θάνατο που δείχνουν οι σπουδαίοι χριστιανοί (μάρτυρες)·

διαπρεπόντων· ὅμως εἰ ἔτι τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἔχει περὶ τοῦ

αν, παρ’ όλ’ αυτά, ακόμη αμφιβάλλει για την κατάργηση και το τέλος

κατηργῆσθαι τὸν θάνατον καὶ τέλος ἐσχηκέναι, καλῶς μὲν ποιεῖ

της εξουσίας του θανάτου, ασφαλώς καλά κάνει και απορεί για ένα τόσο

θαυμάζων περὶ τοῦ τηλικούτου· πλὴν μὴ σκληρὸς εἰς ἀπιστίαν, μηδὲ

μεγάλο γεγονός. Αλλά, ας μη φανεί αμετανόητα άπιστος και αδιάντροπος

ἀναιδὴς πρὸς τὰ οὕτως ἐναργῆ γινέσθω.

μπροστά σε τόσο ξεκάθαρα γεγονότα.

 

᾿Αλλ᾿ ὥσπερ ὁ τὸ ἀμίαντον λαβὼν γινώσκει τὸ ἄψαυστον τοῦ πυρὸς

Όπως εκείνος που δοκιμάζει τον αμίαντο και διαπιστώνει την αντοχή του στη

πρὸς αὐτό, καὶ ὁ τὸν τύραννον δεδεμένον θέλων ὁρᾶν, εἰς τὴν τοῦ

δύναμη της φωτιάς πάνω του· όπως, επίσης, εκείνος που θέλει να δει

νικήσαντος ἀρχὴν παρέρχεται· οὕτως καὶ ὁ ἀπιστῶν περὶ τῆς τοῦ

φυλακισμένο τον τύραννο και πάει στη χώρα του νικητή· έτσι ακριβώς και

θανάτου νίκης λαμβανέτω τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὴν τούτου

αυτός που δυσπιστεί στην ήττα του θανάτου, ας πιστέψει στο Χριστό και ας

διδασκαλίαν παρερχέσθω· καὶ ὄψεται τοῦ θανάτου τὴν ἀσθένειαν, καὶ

διδαχθεί τη διδασκαλία του. Τότε θα δει την αδυναμία του θανάτου και τη νίκη

τὴν κατ᾿ αὐτοῦ νίκην· πολλοὶ γὰρ πρότερον ἀπιστοῦντες καὶ

που του κατάφερε (ο Χριστός). Διότι πολλοί, ενώ πρώτα απιστούσαν και

χλευάζοντες, ὕστερον πιστεύσαντες, οὕτως κατεφρόνησαν τοῦ

χλεύαζαν, ύστερα πίστεψαν· και τόσο περιφρόνησαν το θάνατο

θανάτου, ὡς καὶ μάρτυρας αὐτοὺς γενέσθαι τοῦ Χριστοῦ.

ώστε αναδείχθηκαν και μάρτυρες του Χριστού.

 

29. Εἰ δὲ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ πίστει τῇ εἰς Χριστὸν

Εάν, λοιπόν, με το σημείο του σταυρού και την πίστη στο Χριστό

καταπατεῖται ὁ θάνατος, δῆλον ἂν εἴη παρὰ ἀληθείᾳ δικαζούσῃ, μὴ

καταργείται ο θάνατος, είναι φανερό –μάρτυρας η αλήθεια– ότι

ἄλλον εἶναι ἀλλ᾿ ἢ αὐτὸν τὸν Χριστόν, τὸν κατὰ τοῦ θανάτου

δεν είναι άλλος ο τροπαιούχος και νικητής του θανάτου παρά ο ίδιος

τρόπαια καὶ νίκας ἐπιδειξάμενον, κἀκεῖνον ἐξασθενῆσαι ποιήσαντα.

ο Χριστός, ο οποίος και τον εξαφάνισε.

 

Καὶ εἰ πρότερον μὲν ἴσχυεν ὁ θάνατος, καὶ διὰ τοῦτο φοβερὸς ἦν, ἄρτι

Κι αν προηγουμένως είχε δύναμη ο θάνατος και προκαλούσε το φόβο, τώρα

δὲ μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸν τοῦ σώματος αὐτοῦ

όμως, μετά την ενανθρώπηση του Σωτήρα, το θάνατο και την ανάσταση

θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν καταφρονεῖται, φανερὸν ἂν εἴη παρ᾿

του σώματός του, αυτός περιφρονείται· είναι φανερό ότι ο Χριστός που

αὐτοῦ τοῦ ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀναβάντος Χριστοῦ κατηργῆσθαι καὶ

ανέβηκε στο σταυρό κατάργησε και νίκησε το θάνατο.

νενικῆσθαι τὸν θάνατον.

 

῾Ως γὰρ ἐὰν μετὰ νύκτα γένηται ἥλιος, καὶ πᾶς ὁ περίγειος τόπος

Όπως ακριβώς γίνεται με τον ήλιο που έρχεται μετά τη νύχτα και φωτίζει

καταλάμπηται ὑπ᾿ αὐτοῦ, πάντως οὐκ ἔστιν ἀμφίβολον, ὅτι ὁ τὸ φῶς

όλη την επιφάνεια της γης· δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι ο ήλιος

ἐφαπλώσας ἥλιος πανταχοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ καὶ τὸ σκότος ἀπελάσας

που άπλωσε το φως του παντού, διάλυσε το σκοτάδι και φώτισε τα πάντα.

καὶ τὰ πάντα φωτίσας· οὕτως τοῦ θανάτου καταφρονηθέντος καὶ

Έτσι, μετά τη σωματική σωτήρια επιφάνεια του Λυτρωτή και το σταυρικό του

καταπατηθέντος ἀφ᾿ οὗ γέγονεν ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐν σώματι σωτήριος

θάνατο, περιφρονήθηκε και καταργήθηκε ο θάνατος· και μετά απ’ αυτά

ἐπιφάνεια καὶ τὸ τέλος τοῦ σταυροῦ, πρόδηλον ἂν εἴη, ὅτι αὐτός

είναι ξεκάθαρο ότι αυτός είναι ο Σωτήρας·

ἐστιν ὁ  Σωτὴρ ὁ καὶ ἐν σώματι φανείς, ὁ τὸν θάνατον καταργήσας,

αυτός που εμφανίστηκε με σώμα, εξαφάνισε το θάνατο

καὶ κατ᾿ αὐτοῦ τρόπαια καθ᾿ ἡμέραν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς

και καθημερινά με τους μαθητές του στήνει τρόπαια νίκης

ἐπιδεικνύμενος.

σε βάρος του (του θανάτου).

 

῞Οταν γὰρ ἴδῃ τις ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ὄντας τῇ φύσει, προπηδῶντας

Διότι, όταν δει κάποιος τους αδύναμους στη φύση τους ανθρώπους να τρέχουν

εἰς τὸν θάνατον, καὶ μὴ καταπτήσσοντας αὐτοῦ τὴν φθοράν, μηδὲ τὰς

προς το θάνατο και να μην τρέμουν τη φθορά που προκαλεί· όταν τους δει να

ἐν ᾅδου καθόδους δειλιῶντας, ἀλλὰ προθύμῳ ψυχῇ προκαλουμένους

μη δειλιάζουν στην έξοδο για την άλλη ζωή αλλά πρόθυμα να προκαλούν το

αὐτόν, καὶ μὴ πτήσσοντας βασάνους, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ἐνταῦθα ζωῆς

θάνατο· όταν τους δει να μην υπολογίζουν τα βασανιστήρια αλλά να θεωρούν

προκρίνοντας διὰ τὸν Χριστὸν τὴν εἰς τὸν θάνατον ὁρμήν· ἢ καὶ ἐὰν

για χάρη του Χριστού προτιμότερο το θάνατο από την επίγεια ζωή· ή όταν

θεωρός τις γένηται ἀνδρῶν καὶ θηλειῶν καὶ παίδων νέων ὁρμώντων

κάποιος βλέπει άνδρες, γυναίκες και νέα παιδιά να ορμούν και να πηδούν

καὶ ἐπιπηδώντων εἰς τὸν θάνατον διὰ τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν, τίς

μέσα στο θάνατο από αγάπη και ευλάβεια για το Χριστό· ποιός είναι τόσο

οὕτως ἐστὶν εὐήθης ἢ τίς οὕτως ἐστὶν ἄπιστος, τίς δὲ οὕτως τὴν

ανόητος ή τόσο άπιστος ή τόσο λιγόμυαλος

διάνοιαν πεπήρωται, ὡς μὴ νοεῖν καὶ λογίζεσθαι, ὅτι ὁ  Χριστός, εἰς ὃν

ώστε να μη καταλαβαίνει και να εννοεί ότι ο Χριστός, για τον οποίο

μαρτυροῦσιν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς τὴν κατὰ τοῦ θανάτου νίκην ἑκάστῳ

θυσιάζονται οι άνθρωποι, αυτός δίνει στον καθένα την νίκη σε βάρος του

παρέχει καὶ δίδωσιν, ἐξασθενεῖν αὐτὸν ποιῶν ἐν ἑκάστῳ τῶν αὐτοῦ

θανάτου; Ποιός δεν εννοεί ότι Αυτός κάνει το θάνατο να εξασθενεί μπροστά

τὴν πίστιν ἐχόντων καὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ φορούντων.

σε κάθε πιστό και καθένα που φέρει το σημείο του σταυρού;

 

Καὶ γὰρ ὁ τὸν ὄφιν βλέπων καταπατούμενον, εἰδὼς αὐτοῦ μάλιστα

Διότι, αυτός που γνώριζε πριν την αγριότητα του φιδιού και το βλέπει τώρα

τὴν προτέραν ἀγριότητα, οὐκ ἀμφιβάλλει λοιπὸν ὅτι νεκρός ἐστι καὶ

να λιώνει από τα χτυπήματα, δεν αμφιβάλλει καθόλου ότι είναι νεκρό και

τέλεον ἐξησθένησεν, ἐκτὸς εἰ μὴ τὴν διάνοιαν ἀπεστράφη, καὶ οὐδὲ τὰς

τελείως εξουδετερωμένο· εκτός πια αν σάλεψε ο νους του και δεν έχει υγιείς

τοῦ σώματος αἰσθήσεις ὑγιαινούσας ἔχει. Τίς γὰρ καὶ λέοντα

τις αισθήσεις του σώματός του. Το ίδιο, ποιός είναι που βλέπει τα παιδιά να

παιζόμενον ὑπὸ παιδίων ὁρῶν, ἀγνοεῖ τοῦτον ἢ νεκρὸν γενόμενον ἢ

παίζουν μ’ ένα λιοντάρι και δεν καταλαβαίνει ότι ή είναι νεκρό ή έχασε

πᾶσαν ἀπολέσαντα τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν;

όλη του τη δύναμη;

 

῞Ωσπερ οὖν ταῦτα ἀληθῆ εἶναι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔξεστιν ὁρᾶν, οὕτως

Όπως, λοιπόν, είναι δυνατόν να δούμε με τα μάτια ότι αυτά είναι αληθινά,

παιζομένου καὶ καταφρονουμένου τοῦ θανάτου ὑπὸ τῶν εἰς Χριστὸν

έτσι κι όταν οι πιστοί χριστιανοί εμπαίζουν και περιφρονούν το θάνατο,

πιστευόντων, μηκέτι μηδεὶς ἀμφιβαλλέτω, μηδὲ γινέσθω τις ἄπιστος,

κανείς πλέον να μην αμφιβάλλει καθόλου ή να μην πιστεύει

ὅτι ὑπὸ Χριστοῦ κατήργηται ὁ θάνατος, καὶ ἡ τούτου φθορὰ

ότι ο Χριστός κατάργησε το θάνατο και σταμάτησε την επίδραση της

διαλέλυται καὶ πέπαυται.

φθοράς του.

 

30. Τοῦ μὲν οὖν κατηργῆσθαι τὸν θάνατον, καὶ τρόπαιον εἶναι κατ᾿

Όσα είπαμε προηγουμένως αποτελούν μεγάλη απόδειξη ότι ο θάνατος

αὐτοῦ τὸν Κυριακὸν σταυρόν, οὐ μικρὸς ἔλεγχος τὰ προειρημένα.

καταργήθηκε και ο σταυρός του Κυρίου είναι το τρόπαιο της νίκης σε βάρος

Τῆς δὲ γενομένης λοιπὸν ἀθανάτου ἀναστάσεως τοῦ σώματος παρὰ

του. Σε όσους έχουν υγιή τα μάτια του νου τους, η πιο φανερή απόδειξη για

τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος καὶ Ζωῆς ὄντως Χριστοῦ, ἐναργεστέρα

την συντελεσθείσα ανάσταση του σώματος του από τον ίδιο τον Σωτήρα όλων

τῶν λόγων ἡ διὰ τῶν φαινομένων ἀπόδειξίς ἐστι τοῖς τὸν ὀφθαλμὸν

και χορηγό της ζωής Χριστό, είναι τα ίδια τα γεγονότα και όχι τα λόγια.

τῆς διανοίας ἔχουσιν ὑγιαίνοντα.

 

 

Εἰ γὰρ κατήργηται ὁ θάνατος, ὡς ὁ λόγος ἔδειξε, καὶ διὰ τὸν  Κύριον

Διότι, αν καταργήθηκε ο θάνατος, όπως το είπαμε, και με τη δύναμη του

πάντες αὐτὸν καταπατοῦσι, πολλῷ πλέον αὐτὸς αὐτὸν πρῶτος

Κυρίου όλοι τον περιφρονούν, πολύ περισσότερο πρώτος που καταπάτησε και

κατεπάτησε τῷ ἰδίῳ σώματι καὶ κατήργησεν αὐτόν. Τοῦ δὲ θανάτου

κατάργησε το θάνατο με το ίδιο του το σώμα είναι Αυτός ο ίδιος. Και αφού

νεκρωθέντος ὑπ᾿ αὐτοῦ, τί ἔδει γενέσθαι ἢ τὸ σῶμα ἀναστῆναι, καὶ

Αυτός νέκρωσε το θάνατο, τί έπρεπε να κάνει μετά παρά ν’ αναστήσει το σώμα

τοῦτο δειχθῆναι κατ᾿ αὐτοῦ τρόπαιον; ῍Η πῶς γὰρ ἂν ἐφάνη

του και να το δείχνει ως τρόπαιο εναντίον του (του θανάτου); Ή, πώς θα

καταργηθεὶς ὁ θάνατος, εἰ μὴ τὸ σῶμα τὸ κυριακὸν ἦν ἀναστάν;

φαινόταν ότι έχει καταργηθεί ο θάνατος, εάν δεν είχε αναστηθεί το σώμα του

Κυρίου;

 

εἰ δέ τῷ μὴ αὐτάρκης ἡ ἀπόδειξις αὕτη περὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ,

Αν όμως δεν είναι αρκετή για κάποιον αυτή η απόδειξη για την ανάσταση του

κἂν ἐκ τῶν ἐν ὄψει γενομένων πιστούσθω τὸ λεγόμενον. Εἰ γὰρ δὴ

Κυρίου, ας πιστέψει απ’ αυτά που γίνονται μπροστά στα μάτια μας. Διότι, αν

νεκρός τις γενόμενος οὐδὲν ἐνεργεῖν δύναται, ἀλλὰ μέχρι τοῦ μνήματός

κάποιος γίνει νεκρός, δεν μπορεί να κάνει τίποτε· μέχρι το μνήμα φτάνει η

ἐστιν αὐτῷ ἡ χάρις, καὶ πέπαυται λοιπόν, μόνων δὲ τῶν ζώντων εἰσὶν

ικανότητά του· πέραν αυτού παύει. Οι πράξεις και οι ενέργειες προς τους

αἱ πράξεις καὶ αἱ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐνέργειαι, ὁράτω δὴ ὁ

ανθρώπους είναι ιδιότητες μόνο των ζωντανών. Αυτός που θέλει, λοιπόν, ας

βουλόμενος καὶ γενέσθω δικαστὴς ἐκ τῶν ὁρωμένων τὴν ἀλήθειαν

προσέξει και ας κρίνει απ’ όσα βλέπει, για να ομολογήσει την αλήθεια.

ὁμολογῶν.

 

Τοσαῦτα γὰρ τοῦ Σωτῆρος ἐνεργοῦντος ἐν ἀνθρώποις, καὶ καθ᾿

Όταν, λοιπόν, ο Σωτήρας κάνει στους ανθρώπους τόσα μεγάλα θαύματα

ἡμέραν πανταχόθεν ἀπό τε τῶν τὴν ῾Ελλάδα καὶ τὴν βάρβαρον

και καθημερινά πείθει μυστικά να έλθουν στη δική του πίστη

οἰκούντων τοσοῦτον πλῆθος ἀοράτως πείθοντος εἰς τὴν ἑαυτοῦ

τόσους πολλούς από παντού, από την Ελλάδα και τις βαρβαρικές χώρες·

πίστιν παρελθεῖν, καὶ πάντας ὑπακούειν τῇ αὐτοῦ διδασκαλίᾳ· ἆρ᾿ ἔτι

και τους κάνει όλους να υπακούν στη διδασκαλία του. Επομένως,

τις τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἕξει εἰ γέγονεν ἀνάστασις ὑπὸ τοῦ

ακόμη θ’ αμφιβάλλει κανείς εάν όντως αναστήθηκε ο Σωτήρας

Σωτῆρος, καὶ ζῇ ὁ Χριστός, μᾶλλον δὲ αὐτός ἐστιν ἡ  Ζωή;

και ζει ο Χριστός, ή καλύτερα ότι Αυτός είναι η Ζωή;

 

῏Αρα δὲ νεκροῦ ἐστι τὰς μὲν διανοίας τῶν ἀνθρώπων κατανύττειν,

Μήπως αποτελεί χαρακτηριστικό του νεκρού να επηρεάζει το νου των

ὥστε τοὺς πατρικοὺς ἀρνεῖσθαι νόμους, τὴν δὲ Χριστοῦ διδασκαλίαν

ανθρώπων, για ν’ αρνούνται τη θρησκεία των πατέρων τους και ν’ ασπάζονται

προσκυνεῖν; ἢ πῶς, εἴπερ οὐκ ἔστιν ἐνεργῶν, νεκροῦ γὰρ ἴδιόν ἐστι

τη διδασκαλία του Χριστού; Ή, αν δεν ενεργεί, εφόσον είναι νεκρός, πώς

τοῦτο, αὐτὸς τοὺς ἐνεργοῦντας καὶ ζῶντας τῆς ἐνεργείας παύει, ὥστε

αυτός σταματά τις ενέργειες εκείνων που ζουν και ενεργούν; Πώς ενεργεί

τὸν μὲν μοιχὸν μηκέτι μοιχεύειν, τὸν δὲ ἀνδροφόνον μηκέτι φονεύειν,

ώστε ο μοιχός να σταματά να μοιχεύει, ο φονιάς να μη φονεύει πλέον,

τὸν δὲ ἀδικοῦντα μηκέτι πλεονεκτεῖν, καὶ τὸν ἀσεβῆ λοιπὸν εὐσεβεῖν;

ο άδικος να μην είναι πλεονέκτης και ο ασεβής να γίνεται ευσεβής;

πῶς δὲ εἰ μὴ ἀνέστη, ἀλλὰ νεκρός ἐστι, τοὺς λεγομένους ὑπὸ τῶν

Εάν δεν αναστήθηκε αλλά εξακολουθεί να είναι νεκρός, πώς γίνεται να διώχνει

ἀπίστων ζῆν ψευδοθέους καὶ θρησκευομένους δαίμονας αὐτὸς

μακριά και να εξαφανίζει τους ψεύτικους θεούς και τους λατρευόμενους

ἀπελαύνει καὶ διώκει καὶ καταβάλλει;

δαίμονες, που οι άπιστοι λένε ότι ζουν;

 

῎Ενθα γὰρ ὀνομάζεται Χριστὸς καὶ ἡ τούτου πίστις, ἐκεῖθεν πᾶσα μὲν

Διότι, όπου προφέρεται το όνομα "Χριστός" και κηρύσσεται η πίστη του, από

εἰδωλολατρία καθαιρεῖται, πᾶσα δὲ δαιμόνων ἀπάτη ἐλέγχεται, πᾶς

κει απομακρύνεται κάθε μορφής ειδωλολατρία· φανερώνεται κάθε δαιμονική

δὲ δαίμων οὐδὲ τὸ ὄνομα ὑποφέρει· ἀλλὰ καὶ μόνον ἀκούσας φυγὰς

απάτη. Ο διάβολος ούτε το όνομά του δεν αντέχει· και μόνο να τ’ ακούσει

οἴχεται. Τοῦτο δὲ οὐ νεκροῦ τὸ ἔργον, ἀλλὰ ζῶντος καὶ μάλιστα Θεοῦ.

φεύγει μακριά. Αυτά, λοιπόν, δεν είναι έργα ενός νεκρού, αλλά ενός ζωντανού,

και μάλιστα έργα του Θεού.

 

῎Αλλως τε καὶ γελοῖον ἂν εἴη, τοὺς μὲν διωκομένους ὑπ᾿ αὐτοῦ

Εξάλλου, θ’ αποτελούσε γελοιότητα, οι δαίμονες που φυγαδεύονται και τα

δαίμονας καὶ τὰ καταργούμενα εἴδωλα λέγειν ζῶντας εἶναι, τὸν δὲ

είδωλα που καταργούνται, να λέμε ότι ζούν· και αντίθετα, να λέμε ότι είναι

ἀπελαύνοντα καὶ τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει μηδὲ φανῆναι ποιοῦντα τούτους,

νεκρός αυτός που τα διώχνει και με τη δύναμή του δεν τ’ αφήνει να

ἀλλὰ καὶ ὁμολογούμενον ὑπὸ πάντων εἶναι Θεοῦ Υἱόν, τοῦτον λέγειν

παρουσιάζονται· να λέμε ότι είναι νεκρός αυτός που όλοι ομολογούν ότι είναι

εἶναι νεκρόν.

ο Υιός του Θεού.

 

31. Μέγαν δὲ καὶ καθ᾿ ἑαυτῶν τὸν ἔλεγχον οἱ ἀπιστοῦντες τῇ

Όσοι απιστούν στην ανάσταση αντιμετωπίζουν έντονο έλεγχο· διότι

ἀναστάσει προβάλλονται, εἰ τὸν Χριστὸν τὸν λεγόμενον παρ᾿ αὐτῶν

όλοι οι δαίμονες και οι θεοί τους οποίους προσκυνούν δεν μπορούν να

νεκρὸν οἱ πάντες δαίμονες καὶ οἱ προσκυνούμενοι παρ᾿ αὐτῶν θεοὶ οὐ

καταδιώξουν τον Χριστό, τον οποίο οι ίδιοι θεωρούν νεκρό. Το αντίθετο

διώκουσιν· ἀλλὰ μᾶλλον ὁ Χριστὸς τοὺς πάντας ἐλέγχει νεκρούς. Εἰ

μάλιστα· ο Χριστός περισσότερο φανερώνει ότι όλοι αυτοί είναι νεκροί. Διότι,

γὰρ ἀληθὲς τὸν νεκρὸν μηδὲν ἐνεργεῖν, ἐργάζεται δὲ τοσαῦτα καθ᾿

εάν είναι αλήθεια ότι ο νεκρός δεν μπορεί να κάνει τίποτε, και από την άλλη

ἡμέραν ὁ Σωτήρ, ἕλκων εἰς εὐσέβειαν, πείθων εἰς ἀρετήν, διδάσκων

ο Σωτήρας κάνει τόσα κάθε μέρα, όπως: ελκύει σε ευσέβεια, πείθει για αρετή,

περὶ ἀθανασίας, εἰς πόθον τῶν οὐρανίων ἀνάγων, ἀποκαλύπτων τὴν

διδάσκει την αθανασία, σπρώχνει σε πόθο των θείων, αποκαλύπτει τη γνώση  

περὶ Πατρὸς γνῶσιν, τὴν κατὰ τοῦ θανάτου δύναμιν ἐμπνέων, ἑκάστῳ

για τον Πατέρα, εμπνέει δύναμη ενάντια στο θάνατο, δείχνει στον καθένα

δεικνύων ἑαυτόν, καὶ τὴν εἰδώλων ἀθεότητα καθαιρῶν·

τον εαυτό του και γκρεμίζει την αθεΐα των ειδώλων.

 

τούτων δὲ οὐδὲν δύνανται οἱ παρὰ τοῖς ἀπίστοις θεοὶ καὶ δαίμονες,

Απ’ αυτά, κανένα δεν μπορούν να κάνουν οι θεοί και οι δαίμονες των απίστων·

ἀλλὰ μᾶλλον τῇ  Χριστοῦ παρουσίᾳ νεκροὶ γίνονται, ἀργὴν ἔχοντες

αλλά μάλλον νεκρώνονται με την παρουσία του Χριστού, διότι η εμφάνισή

καὶ κενὴν τὴν φαντασίαν· τῷ δὲ σημείῳ τοῦ σταυροῦ πᾶσα μὲν μαγεία

τους είναι χωρίς περιεχόμενο. Με το σημείο του σταυρού λύνεται κάθε μορφής

παύεται, πᾶσα δὲ φαρμακεία καταργεῖται, καὶ πάντα μὲν τὰ εἴδωλα

μαγεία· όποια μαγική πράξη καταργείται και όλα τα είδωλα μένουν έρημα και

ἐρημοῦται καὶ καταλιμπάνεται, πᾶσα δὲ ἄλογος ἡδονὴ παύεται, καὶ

εγκαταλειμένα· σταματά κάθε παράλογη ηδονή και ο καθένας στρέφει το

πᾶς τις ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν ἀναβλέπει· τίνα ἄν τις εἴποι νεκρόν; τὸν

βλέμα από τη γη στον ουρανό. Ποιόν, λοιπόν,  θα ονομάσει κάποιος νεκρό;

τοσαῦτα ἐργαζόμενον Χριστόν; ἀλλ᾿ οὐκ ἴδιον νεκροῦ τὸ ἐργάζεσθαι·

Μήπως το Χριστό, που κάνει τόσα έργα; Αλλά δεν είναι ίδιο του νεκρού να

ἢ τὸν μηδ᾿ ὅλως ἐνεργοῦντα, ἀλλ᾿ ὡς ἄψυχον κείμενον, ὅπερ ἴδιον τῶν

εργάζεται. Ή θα πει νεκρό αυτόν που δεν κάνει τίποτε αλλά στέκεται σαν

δαιμόνων καὶ εἰδώλων ὡς νεκρῶν ὑπάρχει;

άψυχος, κάτι χαρακτηρίζει τους δαίμονες και τα είδωλα ως νεκρά όντα;

 

῾Ο μὲν γὰρ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ζῶν καὶ ἐνεργὴς ὢν καθ᾿ ἡμέραν ἐργάζεται,

Διότι, ο Υιός του Θεού είναι ζωντανός και καθημερινά ενεργεί και εργάζεται·

καὶ ἐνεργεῖ τὴν πάντων σωτηρίαν. ῾Ο δὲ θάνατος ἐλέγχεται καθ᾿

κατεργάζεται τη σωτηρία όλων. Ο θάνατος πάλι καθημερινά αποδείχνεται ότι

ἡμέραν αὐτὸς ἐξασθενήσας, καὶ τὰ εἴδωλα καὶ οἱ δαίμονες μᾶλλον

εξασθενεί· το ίδιο και τα είδωλα και οι δαίμονες δείχνονται ότι είναι νεκροί.

νεκροὶ τυγχάνοντες, ὡς ἐκ τούτου μηδένα διστάζειν ἔτι περὶ τῆς τοῦ

Σαν συμπέρασμα λοιπόν όλων αυτών, κανένας δεν αμφιβάλλει πλέον για την

σώματος ἀναστάσεως αὐτοῦ.

ανάσταση του σώματός του.

 

῎Εοικε δὲ ὁ περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ κυριακοῦ σώματος ἀπιστῶν

Αυτός που δεν πιστεύει στην ανάσταση του σώματος του Κυρίου φαίνεται ότι

ἀγνοεῖν δύναμιν Θεοῦ Λόγου καὶ Σοφίας. Εἰ γὰρ ὅλως ἔλαβεν ἑαυτῷ

αγνοεί τη δύναμη του Λόγου και της Σοφίας του Θεού. Διότι, εφόσον έλαβε

σῶμα, καὶ τοῦτο ἰδιοποιήσατο κατὰ τὴν εὔλογον ἀκολουθίαν, ὡς ὁ

σώμα και σαν φυσική συνέπεια το έκανε δικό του, όπως το αποδείξαμε με το

λόγος ἔδειξε, τί ἔδει τὸν Κύριον ποιεῖν περὶ τούτου; ἢ ποῖον ἔδει τέλος

λόγο  μας, τί έπρεπε να το κάνει ο Κύριος; Ή, ποιό έπρεπε να είναι το τέλος

γενέσθαι τοῦ σώματος, ἅπαξ ἐπιβάντος αὐτῷ τοῦ Λόγου;

του σώματος, στο οποίο ενοικούσε ο ίδιος ο Λόγος;

 

Μὴ ἀποθανεῖν μὲν γὰρ οὐκ ἠδύνατο, ἅτε δὴ θνητὸν ὄν, καὶ ὑπὲρ

Δεν ήταν δυνατό να μην πεθάνει, επειδή ήταν θνητό και προσφερόταν για χάρη

πάντων προσφερόμενον εἰς τὸν θάνατον· οὗ χάριν καὶ ὁ Σωτὴρ αὐτὸ

όλων στο θάνατο· για το γεγονός αυτό ο Σωτήρας προσέλαβε το σώμα για

κατεσκεύασεν ἑαυτῷ. Μεῖναι δὲ νεκρὸν οὐχ οἷόν τε ἦν, διὰ τὸ Ζωῆς

τον εαυτό του. Να παραμείνει πάλι νεκρό δεν ήταν δυνατό, γιατί είχε γίνει

αὐτὸ ναὸν γεγενῆσθαι. ῞Οθεν ἀπέθανε μὲν ὡς θνητόν· ἀνέζησε δὲ διὰ

κατοικητήριο της όντως Ζωής. Γι’ αυτό πέθανε σαν θνητό που ήταν· ξανάζησε

τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐστὶ γνώρισμα τὰ ἔργα.

όμως γιατί είχε μέσα του τη ζωή· αυτά τα κατορθώματα αποδεικνύουν την

ανάσταση.

 

32. Εἰ δ᾿ ὅτι μὴ ὁρᾶται, ἀπιστεῖται καὶ ἐγηγέρθαι, ὥρα καὶ τὸ κατὰ

Εάν όμως δεν πιστεύουν ότι αναστήθηκε, γιατί δεν τον βλέπουν, είναι ώρα οι

φύσιν ἀρνεῖσθαι τοὺς ἀπιστοῦντας. Θεοῦ γὰρ ἴδιον μὴ ὁρᾶσθαι μέν,